σοι γέγονεν [ ] ἢ ? τί σοι ὤφθη ; ἀνθίστασαι [ ] ? γὰρ ἡμῶν τῶι [ νόμωι ]
, εἰς τὸν περὶ τοῦ κάλλους ἀγῶνα πρὸς Σωκράτην οὐκ ἀνθίστασαι ; Νὴ Δί ' , ἔφη ὁ Σωκράτης ,
8003812 προδοτιν
οἶκον ἠγόμην , κακὸν μέγα , πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ ς ' ἐθρέψατο . τὸν σὸν δ '
ὡς ἐσεῖδες μαστόν , ἐκβαλὼν ξίφος φίλημ ' ἐδέξω , προδότιν αἰκάλλων κύνα , ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος , ὦ κάκιστε
7858974 σφοδρυνῃ
ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ . ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ ' ἀσθενεῖ σοφίσματι . αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι
ἡνίας ] ἤγουν τὴν ἰσχὺν τοῦ Διός ἀτὰρ ] δὲ σφοδρύνῃ ] θρασύνῃ , κομπάζεις ἀσθενεῖ ] ἀδυνάτῳ σοφίσματι ]
7747920 ἐστεφανου
σπουδήν . ὁ δὲ Σύλλας τῆς ἐπιούσης τόν τε ταξίαρχον ἐστεφάνου καὶ τοῖς ἄλλοις ἀριστεῖα ἐδίδου . καὶ τὴν Βοιωτίαν
μὲν κατηγόρει , τοὺς δὲ οὐκ ἔψεγε , σὲ δὲ ἐστεφάνου λέγων μὲν οὐδὲν καινόν , οὐ γὰρ ἀφῆκεν ἡ
7725264 κωνωπας
ἔτι δὲ καὶ πρὸς ψύλλας , καὶ κόρεις , καὶ κώνωπας , καὶ πρὸς ἕτερα τοιαῦτα λυμαινόμενα θηρία θεραπείαν .
. τὰς ἐμπίδας ] τὰ κανάρια . , διὰ τοὺς κώνωπας . κατὰ τὸ στόμ ' ] ἀπὸ τοῦ στόματος
7669578 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
7645227 Βοιωτιους
Βοιωτοί τινες ἀφείλοντό μου τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν . Γ Βοιωτίους ] πολέμιοι γὰρ αὐτῶν ἦσαν . ὅτι πολέμιοι ἦσαν
Βοιωτίοισιν ἐν σκύφοισιν οἶνος ἡδύς . διήνεγκαν δὲ μετὰ τοὺς Βοιωτίους οἱ Ῥοδιακοὶ λεγόμενοι Δαμοκράτους δημιουργήσαντος . τρίτοι δ '
7634393 διαφθειρω
κἀνταῦθα δεήσομαι αὐτοῦ ἐπιδοῦναί μοι τῶν ἐπῶν , ἵνα μὴ διαφθείρω τὸν ἔπαινον ψιλῷ λόγῳ : ἔξοχα δή σε βροτῶν
οὐδένα : ἀλλ ' ἢ οὐ διαφθείρω , ἢ εἰ διαφθείρω , ἄκων , ὥστε σύ γε κατ ' ἀμφότερα
7633086 Ἀλλους
καὶ σοφοὺς εἰς ἅπερ ψευδεῖς ; Φημὶ γὰρ οὖν . Ἄλλους δὲ τοὺς ἀληθεῖς τε καὶ ψευδεῖς , καὶ ἐναντιωτάτους
οὐδὲ φοιβάζει κλύδων οὐδ ' ὀμβρία σμήχουσα δηναιὸν νιφάς . Ἄλλους δὲ θῖνες οἵ τε Ταυχείρων πέλας μύρμηκες αἰάζουσιν ἐκβεβρασμένους
7627057 Ὀλπις
τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων . ἔστι δὲ πεποιημένον ἢ κύριον . Ὄλπις δὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁλιέως , ἤγουν παρὰ τὴν
λήκυθον , ὡς εἶναι παρὰ τὴν σμικρότητα τὸ ὄνομα . Ὄλπις ὁ τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων , ἵν ' ᾖ ἐπίθετον
7615494 κακηγορους
βλασφήμους . ὁ δὲ νοῦς : ἀκέρδεια εἴληχε πυκνῶς τοὺς κακηγόρους : ὅ ἐστιν , οἱ κακήγοροι τῶν ἀνθρώπων πυκνῶς
. ἔλαχεν , ἐκληρώσατο . . Κακηγόρος ] ἀντὶ τοῦ κακηγόρους ἐκβολῇ τοῦ υ Δωρικῶς ὡς τὸ ἐπιτηδές . .
7589307 λυσσοδηκτους
ὁμοία παραληφθήσεται τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λυσσοδήκτους : Ὄξους # α , πίσσης λιπαρᾶς # α
σκόροδα καταπλαττόμενα καὶ ὀπτὰ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα . [ Πρὸς λυσσοδήκτους . ] Λυσσοδήκτων τοῖς τραύμασι κράμβης φύλλα λεῖα μετὰ
7584113 ἀπολαβε
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος ,
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ
7577664 Παροπανισαδας
. Ὁ ἔννατος πίναξ τῆς Ἀσίας περιέχει Ἀρείαν , καὶ Παροπανισάδας , καὶ Δραγγιανήν , καὶ Ἀραχωσίαν , καὶ Γεδρωσίαν
Μακεδών . ἐπὶ δὲ τούτων Ἀλέξανδρος ἐστράτευσεν ἐπὶ τοὺς ὀνομαζομένους Παροπανισάδας . ἡ δὲ τούτων χώρα κεῖται μὲν ὑπ '
7571403 Λαιστρυγονας
Καλυψὼ , Μινώταυρον , Σκύλλαν , Χίμαιραν , Πήγασον , Λαιστρυγόνας , Κέρβερον , Γλαῦκον θαλάττιον , Ἄτλαντα , Πρωτέα
νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ τὸν πορθμὸν
7558568 Ἐλβεστιοι
δὲ τοὺς Λίβυας . . . ” Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Ἐλβέστιοι καὶ Μαστιηνοί „ Ἔλβονθις , πόλις μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ
νήσων , ἔχουσα πόλιν ὁμώνυμον . τὸ ἐθνικὸν Ἐλαφονήσιος . Ἐλβέστιοι , ἔθνος Λιβύης . Φίλιστος ηʹ „ περὶ δὲ
7557952 ἀσθματικους
πρότερον λελεγμένα γινέσθω . καὶ κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικοὺς καὶ ῥευματιζομένους θώρακα καὶ πλευρὰ καὶ στομαχικοὺς καὶ καχεκτικοὺς
σπωμένων ἑρπύλλου καὶ κισσοῦ φύλλοις , μανδραγόρᾳ , μαράθῳ . ἀσθματικοὺς δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοὺς ὑποθυμιατέον θείῳ , ἀβροτόνῳ , ὑσσώπῳ
7548833 κηπουροι
; Πῶς δ ' οὔ ; Ἐπίστανται δ ' οἱ κηπουροί . Ναί . Τίνων δὲ τὰ περὶ ὄψου σκευασίας
πρὸς δὲ τούτοις ἔτι γεωργοί , φυτουργοί , ἀμπελουργοί , κηπουροί κηπεῖς , ἀλσοκόμοι , ἐλαιοκόμοι , θριασταί , συκωροί
7536145 τελευτα
τῷ πατρὶ λοιμοῦ ἐπελθόντος τῇ Ἀναζάρβῳ μετ ' ὀλίγον χρόνον τελευτᾶ . οἱ δὲ πολῖται θάψαντες αὐτὸν ἄγαλμα πολυτελὲς αὐτῷ
δὲ λοιμοῦ ἐπελθόντος ἐν τῇ τῶν Κωρυκίων πόλει τριακονταέτης ὢν τελευτᾶ , καταλιπὼν τοὺς γονεῖς περιόντας . ἠρίον δὲ θαυμαστὸν
7531972 βοακας
τε τριγκούς τε . Σπεύσιππος δὲ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀττικοὶ βόακας . Ἀριστοφάνης Σκηνὰς καταλαμβανούσαις : ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα
σε πείσῃ μηδὲ εἷς , πρὸς τῶν θεῶν , τοὺς βόακας , ἄν ποτ ' ἔλθῃ , λευκομαινίδας καλεῖν .
7530120 θρασυνῃ
ταύτην ἐγὼ τοῖς νόμοις ἔχρησα τὴν φωνήν . τί οὖν θρασύνῃ κατὰ τοῦ δεδωκότος σοι τὴν ἐξουσίαν τοῦ λέγειν οὔτε
ἀλλὰ δηλονότι ἂν ἐβόας . . εἰ τοσούτοις συνὼν κακοῖς θρασύνῃ , τί ποτ ' ἂν ἔδρασας εὐτυχῶν ; φορητὸς
7526987 ψωλην
. πυγὴν ] πρωκτόν , κῶλον . . κωλὴν ] ψωλήν , αἰδοῖον . , ἔντερον , γαστέρα , μηρόν
' ἐπίως ' , ἐπιβάλλειν σφραγῖδ ' αὐτοῖς ἐπὶ τὴν ψωλήν , ἵνα μὴ βινῶς ' ἔτ ' ἐκείνας .
7514222 Ἰαμιδας
λόγος . εἰ δὲ χωρὶς τοῦ ἄρθρου , πρὸς τοὺς Ἰαμίδας νοήσεις : καὶ τὸ τεκμαίρει χρῆμ ' ἕκαστον ἢ
τῶν προγόνων αὐτοῦ . ἀνέφερε δὲ ὁ Ἀγησίας εἰς τοὺς Ἰαμίδας τὸ γένος . ἔνιοι δὲ τὸν καί σύνδεσμον περισσὸν
7507955 ἡμιγυμνος
ἡμίκραιρα , ἡμιμόριον , ἡμιθνής , ἡμιμέθυσος , ἡμιτυμπάνιστος , ἡμίγυμνος , ἡμίθεος , ἡμιτάλαντον , ἡμικλήριον . ἡμίλουτοι δὲ
ἑσπέραν ἄσιτος διαμενῶ , οὐδὲ τοῦ χειμῶνος ἀνυπόδητός τε καὶ ἡμίγυμνος περινοστήσω τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ κρύους συγκροτῶν . τίς
7492823 ἀτιμωρητους
αὐτῷ , λέγων ὅτι πολλῷ θρασυτέρους πεποίηκε τοὺς βαρβάρους ἐάσας ἀτιμωρήτους : δόξειν γὰρ αὐτοὺς τε - τευχέναι συγγνώμης οὐ
ἐπελάσαντες ἀπωλεύτων , μάλα ἀνοίκτως ἀλοῶντες διέφθειραν . οὐ μὴν ἀτιμωρήτους ἐγένετο μεῖναι τοὺς παῖδας τοὺς ἀλοηθέντας , ἑτεραλκὴς γὰρ
7487535 γονωι
ἣν ὕστερον γήμασθαι Θεστίωι φησὶ καὶ τεκεῖν τὴν Λήδαν , γόνωι μὲν οὖσαν Γλαύκου , λόγωι δὲ Θεστίου . .
ἣν ὕστερον γήμασθαι Θεστίωι φησὶ καὶ τεκεῖν τὴν Λήδαν , γόνωι μὲν οὖσαν Γλαύκου , λόγωι δὲ Θεστίου . .
7478763 ἀυσαν
τὸ Μενάνδρειον μαρτύριον : ἀλλὰ καὶ Ἀλκμάν πού φησι : ἄυσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥστ ' ὄρνις ἱέρακος ὑπερπταμένω
Ἀχιλῆα δαΐφρονα : τοὶ δ ' ἐσιδόντες ἀθάνατοι μέγ ' ἄυσαν , ἄφαρ δ ' ἕλε τοὺς μὲν ἀνίη λευγαλέη
7477674 ἀφῃρημενους
παρὰ τούτων ζητοῦντα δίκην . ἄλλους μὲν γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ
εἰς τὰς πατρίδας , καὶ τοὺς ἀδίκως τὰς ἀλλοτρίας πόλεις ἀφῃρημένους ἐξέβαλον ἐκ τῶν πόλεων : τούτων δ ' ἦσαν
7471684 Ἀχελωῳ
ὀνόματι Δηϊάνειραν , ἣν ἔλαβεν ἐξ Οἰνέως , ἀντεραστὴς γενόμενος Ἀχελώῳ τῷ ποταμῷ , ἐξ ἧς ἔτεκε καὶ τὸν Ὕλλον
βάρος : ἤγειρεν γάρ τοί μ ' οἶνος μὴ συμμιχθεὶς Ἀχελώῳ . Λῆμνος κυάμους τρέφουσα τακεροὺς καὶ καλούς . Ἐνταῦθα
7462822 Ἀκουετ
πόλιν πολλῷ τῶν προεστηκότων μᾶλλον . λέγε τὰς μαντείας . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τῶν θεῶν οἷ
' αὐτῆς πάντα κατ ' ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , περὶ τῶν τοιούτων
7462816 ὁμοτριχας
ποιοῦντος συλλαβήν : συλλαβῆς μέν , οἷον ὁμόπατρος ὄπατρος , ὁμότριχας ὄτριχας , ὁμοέτεας οἰέτεας . φωνήεντος δέ , οἷον
τῶν γερόντων : ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὕμμε τοὺς ὁμότριχας ἐξορμίζομαι , πλόον δοκάζων πόντιον . ναὶ γὰρ ἤδη
7454241 Κολωνετας
τῷ κατὰ Τιμάρχου . δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος Κολλυτός . Κολωνέτας : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ
ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ . τοὺς μισθωτοὺς Κολωνέτας ὠνόμαζον , ἐπειδὴ παρὰ τῷ Κο - λωνῷ εἱστήκεσαν
7450548 θνησκοντας
τεθνεῶτας . : Φερεκύδης ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοὺς ἐν Δελφοῖς θνήσκοντας αὐτὸν ἀναβιώσκειν . . . . Λ , :
τῆς ταλαιπωρίας . καὶ ἐδείκνυ δὴ λέγων αὐτοῖς οἷς εὐπόρουν θνήσκοντας τοὺς εὐπόρους καλοῦντας ἐφ ' ἑαυτοὺς τὰ τῶν κακούργων
7447231 Πατανιων
. . . πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . Πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
7446906 ματτοντας
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον
7431555 ἡμεροειδες
μηδὲν συνεπισπῶ σεαυτῷ σωματικὸν εἰς τὸ τῆς φιλο - σοφίας ἡμεροειδές , ἀλλὰ πάντα τὰ τοῦ ὕπνου ἐκείνου ἴχνη τῆς
μηδὲν συνεπισπῶ σεαυτῷ σωματικὸν εἰς τὸ τῆς φιλο - σοφίας ἡμεροειδές , ἀλλὰ πάντα τὰ τοῦ ὕπνου ἐκείνου ἴχνη τῆς
7430605 ἐμπορικην
; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς
ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ
7426697 παραφρονας
ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας γίνεσθαι . τοῦτο δ ' ἱστορεῖ καὶ Φίλων ὁ
] γίνωσκε ἤνυσε δὲ σφαλερούς : ἐποίησε δὲ τρομεροὺς καὶ παράφρονας καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πολλάκις πρὸς θάνατον ἤγαγεν ἄφρονας
7426664 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
7412708 μονομματους
στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου κυνοκεφάλους καὶ στερνοφθάλμους καὶ μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίας
δ ' ὥστ ' ἀνασπᾶν δένδρα καὶ ῥήττειν νευράν , μονομμάτους τε ἄλλους ὦτα μὲν ἔχοντας κυνὸς ἐν μέσῳ δὲ
7403510 Ταυρισκους
. τοὺς δὲ Σκορδίσκους ἔνιοι Σκορδίστας καλοῦσι : καὶ τοὺς Ταυρίσκους δὲ Τευρίσκους καὶ Ταυρίστας φασί . Λέγει δὲ τοὺς
, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρῳ καὶ Ταυρίσκους . πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε
7395493 Σωσια
ἐν ταῖς τέχναις . ἐλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; ἅπαξ . πάλιν νῦν πῖθι : μαίνει γὰρ
ταῖς τέχναις . } ἑλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; } ἅπαξ . πάλιν νῦν πῖθι : μαίνει
7391177 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
7389017 πορνους
εὐθὺς ἐξελεύσομαι . „ ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις
πρὸς τὸν χορὸν ἀνάπαιστον , ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις , οὐδεὶς ὑπελάμβανεν εἰς τὸ μειράκιον ,
7388474 Ταρρακωνος
ταύτης μεσημβρινὸν γράφων καὶ διὰ τῶν Πυρηναίων ὀρῶν , ἅτινα Ταρρακῶνος οὐκ ὀλίγῳ ἐστὶν ἀνατολικώτερα . Καὶ Πάχυνον μὲν Λέπτει
ταύτης μεσημβρινὸν γράφων καὶ διὰ τῶν Πυρηναίων ὀρῶν , ἅτινα Ταρρακῶνος οὐκ ὀλίγῳ ἐστὶν ἀνατολικώτερα . Καὶ Πάχυνον μὲν Λέπτει
7384902 ἰτας
καὶ δρομοκήρυκες . οἱ ταῖς βασιλικαῖς διατάξεσι ταχύτητα διακονούμενοι . ἴτας . τοὺς ἐπὶ πάντας ὁρμῶντας . στλεγγίς . ἡ
' οὐ τοῦτο ἐρωτῶ , ἀλλὰ σὺ ἐπὶ τί φῂς ἴτας εἶναι τοὺς ἀνδρείους ; ἆρ ' ἐπὶ τὰ δεινά
7384846 κομψεια
. τὰ δὲ πράγματα φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα ,
Ἀττικοί , κατὰ χειρῶν Ἕλληνες . κοχώνη ἡ ὑπογλουτίς . κομψεία Ἀττικοί , πανουργία Ἕλληνες . κότινος Ἀττικοί , ἀγριέλαιος
7384342 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
7384198 ἐξανδρουμενος
μ ' ἐργάσει ; Τέχνην δὲ τίνα ποτ ' εἶχες ἐξανδρούμενος ; Ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην . Οἴμοι κακοδαίμων
Τηλέφου Εὐριπίδου . ΓΘ ἐργάσῃ ] μέλλεις ἐργάσασθαι . Γ ἐξανδρούμενος : τὴν ἡλικίαν ἔχων εἰς ἄνδρα . ΓΘ ἐξανδρούμενος
7382755 κιρκους
τοὺς ἁρπακτικοὺς ἔνσπονδα εἶναι , τοὺς μέντοι ἁλιαέτους καὶ τοὺς κίρκους ὡς πεφρίκασί φασι . πρὸς δὲ τοὺς ἱέρακας οἷα
] πελείας τὰς νύμφας , ἤτοι τὰς τοῦ Δαναοῦ θυγατέρας κίρκους δὲ , ἤτοι ἀετοὺς , τοὺς νυμφίους , ἤγουν
7378520 Ξενους
ὁρμίζεσθαι καθ ' ἃς πύλας ἐν τοῖς ἐχομένοις ῥηθήσεται . Ξένους τοὺς ἀφικνουμένους τὰ ὅπλα ἐμφανῆ καὶ πρόχειρα φέρειν ,
λαλεῖν . Νέος ἂν πονήσῃς , γῆρας ἕξεις εὐθαλές . Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών . Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν
7370894 ἀκερδεια
θαμινὰ κακᾱγόρος : τοὺς κακηγόρους ἀκέρδεια καὶ βλάβη ἐκλήρωσεν . ἀκέρδεια δέ ἐστιν ἡ κακηγορία καὶ βλάβη , ἣ τοὺς
μακρὰν καὶ πόρρω γίνομαι τοῦ τοιαῦτα περὶ θεῶν λέγειν . ἀκέρδεια λέλογχε θαμινὰ κακᾱγόρος : τοὺς κακηγόρους ἀκέρδεια καὶ βλάβη
7365930 δερεις
ἐπὶ τῶν ἀπορούντων . Ἐν φρέατι κυσὶ μάχεσθαι . Ἐκδεδαρμένον δέρεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : βέλτιον δὲ ἐπὶ
: ἐπὶ τῶν μακρὰν ὁδὸν καὶ ἔρημον πορευομένων . Ἀσκὸν δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ
7365398 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
7354374 βεκκεσεληνε
Κρόνια ἑορτὴ παρ ' Ἕλλησι , τὰ καλούμενα Ἀπατούρια . βεκκεσέληνε ] ἀφρονέστατε , ἀρχαιότατε , ἀρχαϊκέ , ἀρχαῖε ,
, παρὰ Ἡροδότῳ φανερά ἐστιν ἐν βʹ . . , βεκκεσέληνε : οἷον σεληνόβλητε καὶ ἀπόπληκτε καὶ σαλέ . βεκκεσέληνε
7353971 Ἱππεας
' ἐπίβαλλε : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας δεομένων ῥᾳστώνης . Ἱππέας εἰς πεδίον : φανερόν . Ἱερὰ ἄγκυρα : δήλη
. Κλέωνα δὲ τὸν βυρσοδέψην , εἰς ὃν γέγραφε τοὺς Ἱππέας . Ὑπέρβολον δὲ , εἰς ὃν καὶ Εὔπολις ἔγραψε
7350363 ἀντιταττομενους
συνεπέστησεν . Πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας πόλεις ἐκπολιορκήσας καὶ τοὺς ἀντιταττομένους ἀνελὼν προῆγεν ἐπὶ τὴν πέτραν τὴν Ἄορνον καλουμένην :
τὴν εὐλάβειαν ἔσχηκεν ; πάντες δὲ ἀνατείνονται μὲν πρὸς τοὺς ἀντιταττομένους , εἴκουσι δὲ τοῖς ὑποπεπτωκόσιν , ὧν μὲν τὴν
7348588 Βολβος
ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα βῶσον γαστροχάρυβδις γλύφειν γονατίζειν δασύποδα Δεξώ διάλαος δουλοπρεπέστατα
ἀφ ' οὗ βορὸς καὶ βορὰ , καὶ βοτήρ . Βολβός , ἐπὶ τοῦ ἐσθιομένου , ἀπὸ τοῦ βίᾳ ἀναβάλλεσθαι
7342538 τραυλους
εἰ δὲ Ἑρμῆς , κωφοὺς ἢ ἀλάλους ἢ βραγχοὺς ἢ τραυλοὺς ἢ ψελλοὺς ποιεῖ . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μετὰ
χαρίτων εἰσίν . ὁ Κρόνος τὸν Ἑρμῆν διαμετρῶν δυσγλώττους ἢ τραυλοὺς σημαίνει , καὶ μάλιστα τοῦ Ἑρμοῦ ἐν ἀφώνῳ ζῳδίῳ
7341496 αὐδαι
ταύρωι ἢ ἀνδρί , ὡς δάμαλις , ὡς μόσχος . αὐδᾶι ] φωνῆι . εὔποτον ] πολλὰς θυσίας ποιοῦντα ἢ
πρὸς γένειον χεῖρα καὶ δέρην βαλὼν Ὦ φίλτατ ' , αὐδᾶι , μή μ ' ἀποκτείνηις , πάτερ : σός
7340156 φυγοντας
, ἐπεὶ πολὺ λώιόν ἐστι θαρσαλέως ἀπολέσθαι ἀνὰ κλόνον ἠὲ φυγόντας ζώειν ἀλλοδαποῖσι παρ ' ἀνδράσιν αἴσχε ' ἔχοντας .
ἂν ὑφ ' ἡμῶν δικαίως . ἔπειτα οὐδ ' εὔλογον φυγόντας ἂν τότε τοὺς Θηβαίους τοῖς Λακεδαιμονίοις συγκαταδουλοῦν , συνανελεῖν
7337816 Κυκλοι
τὰ ἐν τῶι ἀέρι φερόμενα αὐτομολήσαντα πρὸς τὸ φυσᾶν . Κύκλοι δέ εἰσι τὸν ἀριθμὸν ιαʹ , ἀρκτικὸς ἀνταρκτικὸς τροπικοὶ
Κυκλάδων νήσων , ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Κυθνίων πολιτείᾳ . Κύκλοι : Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλαίσχρου . κύκλοι ἐκαλοῦντο
7337755 ἀμυνωνται
βοηθεῖν αὐτοῖς ὅπως τοὺς ἐν οἷς ἠτύχησαν καιροῖς ἀδικήσαντας αὐτοὺς ἀμύνωνται , τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνός , ὅς ἐστιν
, ἐπειδὰν πρὸ ἐμοῦ τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς ἀμύνωνται . ἀλλ ' οὐδέπω οὐδὲ τὸν ἄριστον τῶν φιλοσόφων
7334819 ἀλληλοφαγιας
εὐεργεσίαν τοῦ κοινοῦ βίου . πρῶτον μὲν γὰρ παῦσαι τῆς ἀλληλοφαγίας τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος , εὑρούσης μὲν Ἴσιδος τόν
θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα καὶ τῆς δυσχεροῦς ἀλληλοφαγίας ἤγαγ ' εἰς τάξιν τινὰ καὶ τουτονὶ περιῆψεν ὃν
7334248 χοιρους
τῶν νώτων πεπληρωμένους ὁπλιτῶν καὶ μάχονται . ὅτι φοβοῦνται τοὺς χοίρους καὶ τοὺς μύας . κεφ . κϚʹ . περὶ
, ὑποκοριστικῶς . ἀγλῖθας ] τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων . χοίρους ἐγώνγα μυστικάς : διὰ τὸ ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς
7333155 καπνιζομενη
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς
7326078 ἐλακτισε
ἐποίησας : Χαιρέας , ὁ μηδὲ δοῦλον μηδέποτε πλήξας , ἐλάκτισε καιρίως με τὴν φιλοῦσαν : εἶτά με τυμβωρύχων χερσὶ
τινὸς θαυμάσαντος , εἰπεῖν , “ εἰ δέ με ὄνος ἐλάκτισε , δίκην ἂν αὐτῷ ἐλάγχανον ; ” καὶ ταῦτα
7325533 τεταρταϊζοντας
μακρόν . . . : Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
βεβρεγμένῃ καταντλείσθωσαν πλείονας ἡμέρας . Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
7320480 Ἀριους
, ἀπικομένης δὲ Μηδείης τῆς Κολχίδος ἐξ Ἀθηνέων ἐς τοὺς Ἀρίους τούτους μετέβαλον καὶ οὗτοι τὸ οὔνομα : αὐτοὶ περὶ
Παραχοάθρας . ἔστι δὲ ἀπὸ τῆς Ὑρκανίας θαλάττης εἰς τοὺς Ἀρίους περὶ ἑξακισχιλίους σταδίους : εἶθ ' ἡ Βακτριανή ἐστι
7319866 δυσουριωντας
καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ
. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ
7316042 Ξανθιας
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά
7313672 διαγινωσκεις
ὁρᾶν , πῶς νῦν καθάπερ Λυγκεύς τις ἄφνω γενόμενος ἅπαντα διαγινώσκεις τὰ ἐπὶ γῆς , τοὺς ἀνθρώπους , τὰ θηρία
, καθ ' ἣν οἱ στραβισμοὶ γίνονται . καὶ τοῦτο διαγινώσκεις ἐκ τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ἀτροφίας : ἐπὶ γὰρ
7311038 εὐστομειν
ταῦτα ταῖς ἑορταῖς ἀποδώσομεν : καὶ τοὺς μὲν παῖδας κελεύομεν εὐστομεῖν , κἀν τοῖς διδασκαλείοις καὶ κατ ' οἰκίαν προδιδάσκοντες
. τὰ δὲ τῆς γλυκύτητος ὑφειμένα , προσλαμβάνοντα δ ' εὐστομεῖν διὰ τὴν ποσὴν στῦψιν εὐστομαχώτερα . εἶναι δὲ αὐτῶν
7310849 Κᾀτ
ὀπτὴρ οὐδεὶς ἐφάνη οὔτε αἷμα οὔτε ἄλλο σημεῖον οὐδέν . Κᾆτ ' ἐγὼ συγχωρῶ τῷ τούτων λόγῳ , παρεχόμενος μὲν
. Ἐρινὸν οὖν τιν ' αὐτῆς πλησίον νενόηκας ὄντα ; Κᾆτ ' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδρούς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους
7306639 ἐποπας
: ὥστε τὰς ἀηδόνας οὐδέν τι δεῖ οἰκτίρειν οὐδὲ τοὺς ἔποπας , ὅτι ὄρνιθες ἐγένοντο ἐξ ἀνθρώπων , ὡς ὑπὸ
διὰ τιμῆς . οἱ αὐτοὶ δὲ Αἰγύπτιοι καὶ χηναλώπεκας καὶ ἔποπας τιμῶσιν , ἐπεὶ οἳ μὲν φιλότεκνοι αὐτῶν , οἳ
7304453 συνοδοιπορον
λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας ,
ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη :
7303462 κηρυκευσατω
αὐτὸ τῶν κηρύκων κηρυκεῦσαι ἔλεγον , καὶ Ἰσαῖός που λέγει κηρυκευσάτω . προκηρῦξαι δ ' ἐστὶ τὸ προκαλέσασθαι ὑπὸ κήρυκος
ἐκ γένους καταγομένῳ ἱερατικοῦ . οὕτω δὲ καὶ τὸ μηδὲ κηρυκευσάτω . . . . συνδικησάτω ] ἀντὶ τοῦ μὴ
7298668 καταδικους
παρανομοῦντας παρ ' ἐλπίδας ὑπὸ τῶν ἠδικημένων ἀπάγεσθαι πρὸς τοὺς καταδίκους . καὶ τὰς συνήθεις τοῖς στρατηγοῖς καὶ συνεκδήμοις δαπάνας
χρημάτων ἀπελύθη τῆς φυλακῆς , καὶ τοὺς κατακλείσαντας ἄρχοντας εὐθύνας καταδίκους ἔλαβεν . [ . . . . ] [
7297972 καθορμισθεις
στρατηγὸς ἔχων δέκα τριήρεις ἔπλευσεν εἰς τὸν Πόντον , καὶ καθορμισθεὶς εἰς Ἡράκλειαν περὶ τὸν ποταμὸν τὸν ὀνομαζόμενον Κάλητα πάσας
τὴν πόλιν καὶ ῥᾳδίως αὐτῆς ἐκράτησαν . Διόγνητος προσπλεύσας καὶ καθορμισθεὶς , ἐκβιβάσας τοὺς ἐκ τῶν νεῶν ἐχειρώσατο τοὺς ἐπὶ
7296951 ὑπαγ
κέχρηται τῇ λέξει Εὔπολις ἐν Βάπταις : σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . τὸ ἰχθυᾶσθαι τοῦ κυνηγετεῖν διαφέρει
ταῖς κοχώναις καὶ τιθεῖς ἄνω σκέλη . Σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . Ἀναρίστητος ὤν κοὐδὲν βεβρωκώς ,
7295765 ἐμφραττε
κεφαλὴν κέλευε . διαδέσμει δὲ χεῖρας καὶ πόδας καὶ ὦτα ἔμφραττε . ἄλλο . γύψῳ ἢ πηλῷ κεραμικῷ τὸ μέτωπον
, πταρμικὸν ἐνθεὶϲ ταῖϲ ῥιϲὶ τὸ ϲτόμα καὶ τοὺϲ ῥώθωναϲ ἔμφραττε . εἰ δὲ μηδενὶ τούτων ὑπείκοι , πρὶν ἢ
7293816 μετηνεχθη
δυσνόητα . * τὸ δὲ ποδηγετεῖ δὲ ἀπὸ τῶν κυνηγῶν μετηνέχθη . ἕπονται γὰρ οἱ κύνες τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν
ἐνῶρτο γέλως . τὸ γὰρ ἄσβεστον ἀπὸ ἀψύχου τοῦ πυρὸς μετηνέχθη ἐπὶ ἔμψυχον τὸν γέλωτα , καὶ τοῦτο κατ '
7291802 ἐργολαβους
δείκνυσι , τελωνητάς τε βιαίους φύσεσθαι , δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε , ἔνθεν ἐπήρειαί τε καὶ ἐκδύσιες τελέθουσιν ,
τοῦτον ἐπέχων κλέπτας , ἀφανιστὰς , κακολόγους , κακοπράγμονας , ἐργολάβους , δολίους , ὑποκριτὰς ἀποτελέσει , ὁτὲ δὲ καὶ
7290844 ἐξει
τὸν μὲν ἐπ ' ἀσκάνταν κάθισεν : καὶ Ἀριστοφάνης : ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών : καὶ Πλάτων ὁ φιλόσοφος Πρωταγόρᾳ
καλῶ θύραζε δεῦρο πρὸς τὸ φῶς . ποῦ Στρεψιάδης ; ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών ; ἀλλ ' οὐκ ἐῶσί μ
7288597 φιμος
δὲ κημὸς καὶ ὁ τοῖς ἵπποις περιτιθέμενος ἤγουν ὁ καλούμενος φιμός . πλέγμα δέ τί ἐστιν ἐκ σχοινίων ὅμοιον ἠθμῷ
τρημάτων δίοπος , ὡς μηδὲν αὐτῶν διαμαρτάνον ἐξυβρίζεινἑρμηνεύεται γὰρ στόματος φιμός , λαβὼν τὸν σειρομάστην , τουτέστι μαστεύσας καὶ ἀναζητήσας
7287642 ψαλτην
ἱερῷ τοῦ Ὀσίριδος οὐκ ἔξεστιν οὔτε ᾠδὸν οὔτε αὐλητὴν οὔτε ψάλτην ἀπάρχεσθαι τῷ θεῷ , καθάπερ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἔθος
φίλου γνώμῃ παρεγένετο εἰς τὴν Σάμον . καὶ τὸν μὲν ψάλτην εὔκνημον ὄντα λευκοὺς ὑπενέδυσε χιτῶνας καὶ ὑποδήματα , καὶ
7286957 βεβλημενους
τοὺς διὰ τῆς πύλης εἰσεληλυθότας εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ πύργου βεβλημένους , τοὺς δὲ μὴ εἰσεληλυθότας πάλιν ἀποβεβλημένους εἰς τὸν
δεῖν ἐκκρουσθῆναι διὰ ῥημάτων εὐπρέπειαν , οὐδ ' ἀνεῖναι Λακεδαιμονίους βεβλημένους , οἵ γε , ὑμᾶς ἂν ἐκφεύγωσιν , ὕστερον
7284893 Φρασον
τι ὁ παῖς Ἁγνίᾳ προσήκει , τὸ γένος εἰπεῖν . Φράσον οὖν τουτοισί . Αἰσθάνεσθε ὅτι οὐκ ἔχει τὴν συγγένειαν
. Τὸ δ ' αἴτιον οἶσθα ἢ ἐγὼ φράσω ; Φράσον . Ὅτι , ὦ φίλε , οὐκ οἴει αὐτὸ
7283797 προγαστορες
πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι μισθὸν καὶ μάγειροι
ἀνωφελῶν καὶ εἰκῇ πραττομένων ἐλέγετο : οἱ γὰρ παχύπρωκτοι καὶ προγάστορες οὐ δύνανται ἑαυτοὺς ἀπονίψασθαι εὐπετῶς . Προφάσεως οὐ δεῖ
7283420 ἀγχων
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν
7283175 φλεγμαινοντας
ποιεῖ . Ἀγήρατος λίθος ἐστὶ στυπτικὸς καὶ διαφορητικός . γαργαρεῶνας φλεγμαίνοντας ὠφελεῖ . καυθεὶς δὲ καὶ ποθεὶς στομαχικοὺς ἰᾶται .
, ἀσυλληψίαν ποιεῖ : σὺν μέλιτι δὲ ἐπιτιθέμενος , μασθοὺς φλεγμαίνοντας ὠφελεῖ καὶ νομὰς ἵστησι . Λίθος ὀστρακίτης ὁ ἐκ
7282875 Λαγως
ὑπὸ Ἀμφιτρύωνος , ὥστε τὰς μεγάλας συμφορὰς Κυθνώλεις καλεῖσθαι . Λαγὼς καθεύδων : παροιμία ἐπὶ τῶν προσποιουμένων καθεύδειν . Λαγὼς
: σοβοῦντι δὲ ἐκ τῆς ἀσχολίας ἀπόλωλε τὸ ἔργον . Λαγὼς δὲ θαλάττιος βρωθεὶς καὶ θάνατον ἤνεγκε πολλάκις , πάντως
7279247 λαγους
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος
7275063 ὑλακτων
ἐς ἀγρυπνίαν , ὅσπερ οὖν εἵπετό οἱ διώκων , καὶ ὑλακτῶν οὐκ ἀνίει , ᾗπερ οὖν ἔσθενε δυνάμει τὸ πραχθὲν
οἴνου . στέφει δὲ κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις , ἄμους ' ὑλακτῶν : δισσὰ δ ' ἦν μέλη κλύειν : ὁ
7273409 σφυραινα
κέστραν μὲν ὔμμες ὡττικοὶ κικλῄσκετε . Ἀντιφάνης : πάνυ συχνὴ σφύραινα , κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . σηπία . ἡ
, οὓς βόσκεθ ' ὑμεῖς ἕνεκα τῶν ὠκυπτέρων . ἡ σφύραινα δ ' ἐστὶ τίς ; κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ
7273031 ταυρωι
κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς
τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε
7269769 Ἀρχ
' Ἀρχ . . Ϲτειριεύϲ : Ὑπ . κατ ' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ
ἱερά : τὰ τῶν τεθνηκότων ὀστᾶ . Ὑπ . κατὰ Ἀρχ . . . . . , , . π
7268258 ὠπας
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής ,
7267333 Καυσος
ἐς περιπλευμονίην , καὶ ἢν μεταστῇ , ὀλίγοι διαφεύγουσιν . Καῦσος δὲ ὅταν ἔχῃ , πυρετὸς ἴσχει καὶ δίψα ἰσχυρή
„ . ἐν δὲ τῷ Περὶ πτισάνης φησιν : ” Καῦσος δὲ γίνεται , ὁκόταν ἀναξηρανθέντα τὰ φλέβια ἐν θερινῇ
7266065 ἀκροχειρου
Ἰχθύων κε βο λβ γʹ εʹ τῶν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀκροχείρου γ ὁ νότιος . . . . . .
Ϛʹ βο ιε Ϛʹ γʹ με ὁ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἀκροχείρου ὁ καλούμενος Στάχυς . . . . Παρθένου κϚ
7264140 ἀγρευτηρα
' ὑπ ' ἀνάγκης οἴγεται , ὄφρα θάνῃ τε καὶ ἀγρευτῆρα κορέσσῃ . Τῷ δ ' ἴσα τεχνάζουσι καὶ ἀστέρες
ἀπέφυγεν , ἔφυγεν , ὑπεχώρησεν . κενόν : ἄγρας . ἀγρευτῆρα : ἁλιέα . Σθένος : δύναμιν . γενέθλη :

Back