τὸ ἆθλον , ἐνομματωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ μόνου θέας ἀξίου τηλαυγῆ κατανόησιν . ἄξιον δὲ ἀπορῆσαι , διὰ τί ὁ | ||
λαμπροῦ δηλονότι , χρὴ ποιῆσαι πρόσωπον , ἤγουν ἀρχήν , τηλαυγῆ , τουτέστι λαμπράν . * τις . ἐν Ὀλυμπίᾳ |
πλάγια παραγόμενον . ἔσται δὴ τρίβος τῷ μὲν βαδίζοντι τὸ ἴχνος τοῦ ποδός , τῷ δὲ κατακειμένῳ τὸ ἰνίον ἅπαν | ||
ἄλλοθέν ποι αὐτὸ ὑπομένουσιν ἢ ὅτι ἡ φύσις παντὶ ἀνθρώπῳ ἴχνος τι ἐγκατέσπειρε φιλοσοφίας . ἢ οὐ φιλόσοφον πρὸς θεῶν |
, ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ ' ἔρεβος καὶ χάος διὰ Ταρτάρου , ἔνθα χῶρος ἀσεβῶν καὶ Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς καὶ | ||
καλούμενον Τάρταρον . εἶτα ἐκ τοῦ μέρους ἐκείνου , τοῦ Ταρτάρου , τὸ ὑπὸ τὴν γῆν ἄλλο μέρος τοῦ οὐρανοῦ |
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι | ||
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ |
: ἑσπερία δὲ δύσις , ὅταν μετὰ τὸ τὸν ἥλιον δῦναι ἄστρον τι ἐσχάτως φανῇ δῦνον . Ἑκάστου τῶν ἀπλανῶν | ||
, ὦ Φιλοσοφία , μεταξὺ λέγοντος αὐτοῦ κατὰ τῆς γῆς δῦναι εὐχόμην : οὕτως ἀληθῆ πάντα εἶπεν . ἐγνώριζον γοῦν |
γ ' ἄτην κύντερον : εἰ γάρ οἱ τις ἐπιψαύσειε πελάσσας , αὐτίκα οἱ κνῆστις μὲν ἐπὶ χροῒ θερμὸν ἔρευθος | ||
Καί μιν ἔπειτα πλησίον ὀφθαλμῶν , ὅτε κεν λήγῃσι , πελάσσας , δέρκεο : θεσπεσίως γὰρ ἀποψύχοντα νοήσεις . Τῷδε |
τυτθὸν ἔπεσχεν , χείλεα μέν τ ' ἐδίην ' , ὑπερῴην δ ' οὐκ ἐδίηνεν . τὸν δὲ καὶ ἀμφιθαλὴς | ||
' οἷς ἐπαινεῖσθαι ἀξιοῖς , χείλεα μέν σου ἐδίηνεν , ὑπερῴην δὲ αὐχμῶσαν καταλέλοιπεν . τοιγαροῦν παρὰ πόδας εὐθὺς ἔτισας |
ἐξ αὐτῆς ἀναφύσεται πολύκλαδα καὶ πυκνά χλοεροῦ ] τοῦ χλωροῦ χλοεροῦ πρασίοιο : τρία γένη τοῦ πρασίου εἰσί , δηλοῖ | ||
ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ ' ἅπτοντο νομοῖο . ἤδη καὶ θιάσοισιν ἐμέμβλετο |
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς | ||
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς |
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ | ||
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς |
οὐδὲ μίνυνθα βροτῶν ἄνσχοιτο πελάσσας , οὐδ ' εἴ οἱ ἀδάμαντος ἐληλάμενον κέαρ εἴη : ἀλλά με πικρὴν δαῖτα κατ | ||
! ! ! ! ! ! ] ης δ ' ἀδάμαντος ? ? ? ? [ ἐπὶ ] ? σπιλάδεσσι |
κεραυνὸν , κατ ' οὐδὲν ἴσον τοῖς μεσημβρινοῖς τοῦ ἡλίου θάλπεσιν , ἀλλὰ φλέγοντα καὶ ἀπολλύντα . . δρᾶν ] | ||
τοῖς μέλλουσι δεινοῖς , ἱδρῶτι καὶ πνεύματι καὶ ἄσθματι καὶ θάλπεσιν ἀσκιάστοις καὶ κρυμοῖς ὑπαίθροις ἐγγυμναζόμενα . Παραπλησίως δὲ γυμναζέτω |
Διὰ οὖν ταύτας τὰς προφάσιας , τοῦ μὲν ἔξωθεν ὀστέου κατεηγότος , ταχεῖαι αἱ ἐπιβάσιες , τοῦ δὲ ἔσωθεν κατεηγότος | ||
ἐπὶ τὸ σκέλος πολλῷ βραδύτερον δύναιντ ' ἂν , τουτέου κατεηγότος . Ἢν δὲ τὸ ἔξω ὀστέον κατεηγῇ , πουλὺ |
ἐξ ὧν πάντα γίγνεται βροτοῖς , εὔογκος εἶναι γαστρὶ μὴ πληρουμένῃ στέργειν θ ' ὑδρηλοῖς ὥστε θὴρ ἀεὶ ποτοῖς , | ||
ἐξ ὧν πάντα γίγνεται βροτοῖς , εὔογκος εἶναι γαστρὶ μὴ πληρουμένῃ στέργειν θ ' ὑδρηροῖς ὥστε θὴρ ἀεὶ ποτοῖς , |
δρόμον ἐκτελέσωσιν ἄτρυτοι , καὶ μή τιν ' ἕλοι μεσσηγὺς ἀνίη . Αἰσχρίων δ ' ὁ Σάμιος ἔν τινι τῶν | ||
ἄρα στενάχων ἀπόρουσεν εἰσοπίσω , μάλα γάρ οἱ ἐδάμνατο θυμὸν ἀνίη . Τοῦ δ ' ἄρ ' ἀπεσσυμένοιο ποθὴ Φυλάκεσσιν |
νομόν , ἔνθα ποτὲ βˈρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν , ἁνίχ ' Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος | ||
. νιφάδες Γ . . . . . , : νιφάδεσσι : ὁ μὲν Ἀπίων ψεκάδας , ἔστι δὲ κατὰ |
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ ' | ||
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι |
μήτε ἐφιέντες αὐτοῖς ἀνέδην χρῆσθαι τῇ γενναιότητι . Οἰκονομεῖ δὲ πώλου μὲν θυμὸν χαλινός , καὶ ῥυτῆρες , καὶ ἱππέως | ||
. θηλυτέρης γὰρ πώλοιο νέας γυναικός φησι , καὶ οὐ πώλου ἵππου . ὅτι δὲ χρήσιμον τὸ γυναικεῖον γάλα καὶ |
: τῆς δ ' ἀποκεκαθαρμένης πύριος ὁ τύπος βλέπεται καὶ ἄχραντον καὶ ἀμιγὲς τὸ πῦρ , τό τε ἐγκραδιαῖον αὐτῆς | ||
ἀμόλυντον : παρὰ τὸ χραίνω χρανῶ ἥψατο , κατὰ συγκοπὴν ἄχραντον . ἢ τὸ μηδέπω ἐν χρείᾳ γεγονός ' . |
ἦτορ ἀεὶ βλάπτοντας ἀνίαις . ἀλλ ' Ἄρης οἴκοισι Κρόνου πολιοῖο βεβηκὼς πανθαρσεῖς τεύχει καὶ πρήξεσι τολμήεντας , πρὸς δ | ||
ὃς καμάτου μεθίεσκεν ὑποδρήσσων βασιλῆι . Τόφρα δ ' Ἔρως πολιοῖο δι ' ἠέρος ἷξεν ἄφαντος , τετρηχὼς οἷόν τε |
γὰρ διὰ τοῦ γ μόγις , παρὰ τὸν μόγον . ἐπαύρεσθαι : ἐὰν μὲν παροξυτόνως , ἔσται συντελικὸς ἀντὶ τοῦ | ||
γὰρ διὰ τοῦ γ μόγις , παρὰ τὸν μόγον . ἐπαύρεσθαι : ἐὰν μὲν παροξυτόνως , ἔσται συντελικὸς ἀντὶ τοῦ |
' ἐλάτῃσι , καὶ οἱ ἀνατλῆναι καὶ ἀκαμπέα γούνατ ' ἐρεῖσαι ζῳόν τ ' ἐν φθιμένοισι μολεῖν ὑπὸ κεύθεα γαίης | ||
οὖν αὐτὸν εἰπεῖν τί ἔστι τὸ προκείμενον , ἵνα ἔχωμεν ἐρεῖσαι τὴν διάνοιαν κατὰ τίνος φέρει τὰ λεγόμενα : οὐ |
; καὶ σοὶ μέν , ὅτι μίαν ἐτυραννήθης νύκτα τὴν ἀμίαντον ἀφαιρεθεῖς ' αἰδῶ μετὰ βίας , ἡδίων καὶ μακαριώτερος | ||
θηλυτέρης τε λέχος φεύγειν καὶ κοινὰ λοετρά , καὶ μίμνειν ἀμίαντον ἐδωδῆς ἐμψύχοιο : ἀενάῳ δ ' ἐνὶ πέτρον ἐχέφρονα |
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως | ||
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος |
τὰ περὶ τὰς πλημμυρίδας τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τὰς ἀμπώτεις ἀψορρόου ὠκεανοῖο , λέγοντα καί „ τρὶς μὲν γάρ τ ' | ||
οὐκ ἐπίοπτος , ὁ δ ' ἀντίος ἐκ βορέαο ὑψόθεν ὠκεανοῖο . Δύω δέ μιν ἀμφὶς ἔχουσαι Ἄρκτοι ἅμα τροχόωσι |
γε κορσήεντα λίθον κλύεν , οὕνεκα μιχθεὶς δριμέϊ σὺν σκορόδοιο καρήατι , τοξευτῆρα ἠπεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . Τὸν | ||
δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας , ἄνθεα ποίης , ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη : ] ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην |
ὡς ἴσμεν , χιτῶνος : πνεῦμα δ ' ἐν αὐταῖς ἔμπλεον ἔχουσιν , ὥστε πρώτως ἂν αὗται γνῶσιν παράσχοιεν τοῖς | ||
τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρηι ἐν κλίνηι μαλακῆι κατακείμενον , ἔμπλεον ὄντα , πίνοντα γλυκὺν οἶνον , ὑποτρώγοντ ' ἐρεβίνθους |
: ὃς δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων , ὅς | ||
ἕκαστος . Ἡ δὲ κατ ' ὀρφναίοιο πόλου χρυσήνιος ἠὼς ἀντολίας ἤνοιγεν , ἐδέχνυτο δ ' οὐρανὸς ὄρθρον : καὶ |
τῷ στιβαδίῳ δεῖσαι , δόξαντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Μαρίου πυρὸς αὐγὴν καὶ φλόγα ἀφιέναι : ὡς δὲ καὶ ὁ Μάριος | ||
χρὴ τοίνυν κατακλίναντας τὸν κάμνοντα καὶ σχηματίσαντας , ὅπως πρὸς αὐγὴν ᾖ τὸ χειριζόμενον μέρος , διδόναι διαίρεσιν εὐθεῖαν ἐν |
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον | ||
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ |
: ἡ λιθώδης , λίθος ' . . . . ἀχλύς : σκοτία , λυπεῖν ' . . . . | ||
ἔχοντα λιαζόμενον ποτὶ γαίη κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ ' ἀχλύς : οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' ἔτλη δηρὸν |
οὐ γὰρ ἔρνος , οὐ κλάδον , ἀλλ ' οὐδὲ πέταλον ἐφεῖται τεμεῖν ἢ καρπὸν ὁντινοῦν δρέψασθαι , πάντων διαφειμένων | ||
ἡμῶν γενομένῳ : καὶ ἔσται χρυσός . Τοῦτο κατάθες γενόμενον πέταλον εἰς ὄξος καὶ χάλκανθον καὶ μίσυ καὶ στυπτηρίαν καὶ |
νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' ἠέρος ὄμματος ἀκτὶς Ἠέλιον βλεφάροισιν ἴδε ζωστῆρα κατόπτρου : καὶ | ||
, αἳ δ ' ἔτι φύζης μνωόμεναι πολιοῖο δι ' ἠέρος ἐσσεύοντο : τῇσι δ ' ἐφ ' Ἡρακλέης κεχολώμενος |
Παρνησσὸν νιφόεντα θοοῖς διὰ ποσσὶ περήσας , ἵκετο Κασταλίης Ἀχελωΐδος ἄμβροτον ὕδωρ . τλῆ μὲν Δημήτηρ , τλῆ δὲ κλυτὸς | ||
Καὶ τίνα ἐπομόσωμαί γε ; Ὑψιμέδοντα θεόν , μέγαν , ἄμβροτον , οὐρανίωνα , υἱὸν ἐκ πατρός , πνεῦμα ἐκ |
ἐπὶ νυμφείοις πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν , ἀλλ ' Ἀχέροντι νυμφεύσω . Οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχους ' ἐς | ||
, ὥσπερ οἱ ἀγαθοὶ ὑμνούμενοι λάμπουσιν . κεῖνος ἀμφ ' Ἀχέροντι ναιετάων : ἐκεῖνος ὁ Καλλικλῆς , φησίν , εἰ |
μέγαν μὴ παρφάμεν , ἀλλὰ Κˈρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι , φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι | ||
ἦτορ , μηκέτ ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δι ' αἰθέρος , μηδ ' Ὀλυμπίας |
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές | ||
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος |
' ἔχω , τούσδ ' ἔμαρψα κλῶπας οἵτινες κατ ' ὄρφνην τόνδε κινοῦσι στρατόν . τίς ὁ λόχος ; πόθεν | ||
δ ' ὀράων κρυφίους ποθέοντες ἀέθλους πολλάκις ἠρήσαντο μολεῖν θαλαμηπόλον ὄρφνην . Ἤδη κυανόπεπλος ἀνέδραμε νυκτὸς ὀμίχλη ἀνδράσιν ὕπνον ἄγουσα |
ἀπὸ ἑνὸς μέρους . ἀσφάραγον φάρυγγα : “ ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε . ” ἀσπαστόν ἀγαπητόν : καὶ ἐπίρρημα | ||
τὸ σῶμα . . οὐδ ' ἄρ ' ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια , ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος |
κελεύθοις , ὃς νοερῆι στροφάλιγγι γονὴν βιότοιο φυλάσσων , Ἁρμονίης οἴηκα παλινδίνητον ἀείρων , ποιμαίνει λυκάβαντα δυωδεκάμηνον ἑλίσσων καὶ χρόνον | ||
σὺ γὰρ νωμήτορι κύκλωι ἀξονίην στροφάλιγγα θεηδόχον ἀμφιελίσσεις καὶ βιοτῆς οἴηκα παλιννόστοιο φυλάσσεις . ὦ πάτερ , ἀχράντου λοχίης αὐτόσπορε |
ὡς ἔχω , τὸν ἄθλιον ; ὁρῶ : κατ ' ὄσσων δ ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ . οὐκ ἔστι | ||
Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς πτερύγων ῥιπαῖς κατὰ |
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
δέ μιν βαρέουσαν : ὣς ἄρ ' ὑπ ' ἀτλήτῳ βεβαρημένον ἄλγεϊ φῶτα θαρσαλέοι ἥρωες ἐπικλινθέντα φέρεσκον Ἀργείων ἐς ὅμιλον | ||
. νουσαχθέα : ἄῤῥωστον , ἀχθόμενον ὑπὸ τῆς νόσου , βεβαρημένον τῇ νόσῳ . κομίζων : ἐπιμελούμενος , ἐπιμελείας ἀξιῶν |
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ | ||
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ |
τοῦτο καὶ ἡ οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ | ||
ἄλλως δὲ ἀποδείκνυμεν . τί ἐστι σελήνης ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως . ἡ σελήνη ἀντιφράττεται : τὸ |
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ | ||
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς |
τρόπιν ἢ ἄλλο τι παρασκευάσωνται : τοῦ γὰρ τραχέος ἀντέχονται πρίονος ἐρεισθέντος ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ σὺν ἤχῳ διιόντος αὐτὸ | ||
Λυκοῦργον περὶ τῆς τῶν θυρῶν κατασκευῆς , ἵν ' ἀπὸ πρίονος ὦσι καὶ πελέκεως μόνον ἀποίκιλοι : δεῖν οὖν ἀποδέχεσθαι |
δέδρυπτο : παρειῇσιν δ ' ἔτι δάκρυ αὐαλέον περίκειτο , κατείβετο δ ' ἄλλ ' ἐφύπερθε πυκνὸν ἀπὸ βλεφάρων . | ||
: τῆς δ ' ἀλεγεινὸν οὔ ποτε τέρσετο δάκρυ , κατείβετο δ ' ἄχρις ἐπ ' οὖδας ἐκ βλεφάρων , |
τ ! [ ἐν τῆι τεκούσηι [ ] δ ' εὐφρόνηι ? [ ὁ ? μέν ? τις ἄστρων φ | ||
δὲ πῶλοι Θρηικίων ἐξ ἁρμάτων λευκαὶ δέδενται , διαπρεπεῖς ἐν εὐφρόνηι : στίλβουσι δ ' ὥστε ποταμίου κύκνου πτερόν . |
ἀποιχομένου Ἀχέροντος δίνας ἀπροφάτους ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη : ἀλλ ' ἥγ ' ἔμπεδον αἰὲν ἀμειβομένη μεμόρηται , ἄλλοθ ' ὑποχθονίοις | ||
ἐκ δίφροιο πόδες καὶ γούναθ ' ὕπερθεν , ἀλλ ' ἥγ ' ἐς κεφαλὴν ἴση δύετ ' ἀρνευτῆρι μειρομένη γονάτων |
τοὔνεκά τις πάμπρωτον ἕλοι σκοπὸν Ἡγητῆρα κεῖνον , ὑπ ' ἀγκίστροιο βίῃ καὶ δαιτὶ δολώσας : οὐ γάρ κε ζώοντος | ||
, ὁ δὲ δύεται ἐν ψαμάθοισι . Λάβραξ δ ' ἀγκίστροιο τυπεὶς εὐκαμπέος αἰχμῇ ὑψός ' ἀναθρώσκων κεφαλὴν ἀζηχὲς ἐρείδει |
κάρηνον τὸ κάρα , τοῦ καρήνου τοῦ κάρα , τῷ καρήνῳ τῷ κάρα , τὸ κάρηνον τὸ κάρα , ὦ | ||
τοῦ μὲν ἐπ ' ὀμφαλίῳ , τῆς δ ' ἐσχατόωντι καρήνῳ . καὶ πάλιν ἐπὶ τοῦ Κριοῦ : δ ' |
ξύρεως ἢ ξυρίδος ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ὁ καρπός , ξιφίου ἡ ῥίζα καὶ μάλιστα ἡ ἄνωθεν , πρόπολις ἰσχυρῶς | ||
ἀδμώων , τρισσῶν , σαλπῶν , τρίγλης , μελανούρων , ξιφίου , σκόμβρου , ῥαφίδων , θύννων , καὶ συνοδόντων |
ἐπὶ τοῖσι γένος πάντων ἀλαπάξει εὐλάς τε κάμπας τε καὶ αἰθερίην ἐρυσίβην , ἥ τε κατ ' οὐρανόθεν πταμένη ποτὶ | ||
] βοσκομένη τινὰ χῶρον ὅσον νέφος ἐκτὸς ἐρύκειν , [ αἰθερίην ] δ ' [ ὤιξεν ] [ ] ἀνήλυσιν |
τέλει ' , αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακˈρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων . σύν | ||
καὶ ἀτερπέα , δηϊοτῆτος θεσμὸν ὑφ ' αἱματόεντα καὶ ἄγριον αἶσαν ὀλέθρου . ἔστι τις οὐ δολιχὴ μὲν ἀτὰρ πάχος |
ἴσουσιν αἰσχύνῃσιν , οἷα μαίνεται πενθοῦσα καὶ κλαίουσα τὴν πάρος φόβην . Ἴδια δὲ ἄρα τῶν ζῴων καὶ ἐκεῖνα λέγεται | ||
οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους , σιδήρωι τέμνετ ' αὐχένων φόβην . αὐλῶν δὲ μὴ κατ ' ἄστυ , μὴ |
ὀμβρίων ὑδάτων τὸ θερινὸν τοῦ λαιλαπώδους ἄμεινόν ἐστι καὶ τὸ βρονταῖον . τὰ δ ' ἀπὸ κρυστάλλων καὶ χιόνος πονηρότατα | ||
καὶ πήγνυται ἐκ τῆς ψύξεως τὸ ὕδωρ . τὸ δὲ βρονταῖον μέσον : εἰ γὰρ ὅλως ἀνέρχεται εἰς τὰς νεφέλας |
, ἀλλ ' ἢ σάφ ' ᾔνει τόνδ ' ἀποπτύσαι πλόκον , εἴπερ γ ' ἀπ ' ἐχθροῦ κρατὸς ἦν | ||
τεὰν τελετὰν ? [ ] ? ? μελίζοι [ ] πλόκον στεφάνων [ ] κισσίνων [ ] κρόταφον [ ] |
, οὔθ ' ὁράασθαι ἔλπεται , εἰσόκε δή μιν ἐπαΐξας ὀλοὸς θὴρ δαρδάψῃ : τῆς δ ' ἦτορ ὁμοίϊον , | ||
ὕπερθε μέγα στενάχοντα κάλυψαν : καί ῥά οἱ ἐκ βελέων ὀλοὸς περὶ τύμβος ἐτύχθη πὰρ τέμενος καὶ σῆμα κραταιοῦ Βελλεροφόντου |
ντ [ . . . ἀργυρέαν τεπ ? [ χρυσῶι ὕπερθε [ ἐκ Δαρδανιδ ! ! [ Πλεισθενίδας ! [ | ||
τοκεῦσι , τὰ ματρόθεν μὲν κάτω , τὰ δ ' ὕπερθε πατˈρός . θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκˈμαρ ἀνύεται , |
οἱ δῶκεν ἀπειρεσίην Ἀγελείη , φῦλα φυλασσέμεναι κρυερὴν ἐς δῆριν ἰόντα , ἢ δολιχὴν ἕρπων ἐς ἀταρπιτὸν εἴ μιν ἔχει | ||
τώ τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα , δοχμώ τ ' ἀΐσσοντε περὶ σφίσιν ἄγνυτον ὕλην |
ς ' ἀνακινεῖ στέρνοις ἐνναίων σκηπτὸς πόθος ὄμμασι θραυσθεὶς παιδὸς ἀνικήτου ; τὸν ἐγὼ τιθασόν σοι ὑπέστην ποιῆσαι ! ! | ||
βλεφάρων δ ' ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ . κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς ὀξύτερον |
: τὸν λιθοβόλον . Λυκόφρων : λευστῆρα πρῶτος οὕνεκεν ῥίψας πέτρον . Λευρόν : τὸ λεῖον καὶ πλατύ : ἀπὸ | ||
ὡς ἀνδριὰς ὁ Διομήδης ; ἐκβαλὼν ἀπὸ τοῦ πλοίουαὐτοῦ δηλονότιτὸν πέτρον καὶ τὸν λίθον τὸν ἑρματίτην καὶ ἐξισωτὴν τοῦ πλοίου |
βόστρυχοι κόμης οὐκέτι λοιπὸν περίβλεπτοι , ὀφθαλμῶν δὲ βολαὶ καὶ γλῆναι κατακοιμηθεῖσαι , βλεφάρων δὲ ἕλικες οὐκέτι ἕλικες , ἀλλὰ | ||
ἅπαξ ἤρασς ' ἐπαίρων βλέφαρα : φοίνιαι δ ' ὁμοῦ γλῆναι γένει ' ἔτεγγον , οὐδ ' ἀνίεσαν φόνου μυδώσας |
κρύσταλλον ἰδ ' ἠερόεσσαν ἴασπιν , ἐχθρὴν Ἐμπούσῃσι καὶ ἄλλοις εἰδώλοισιν . πάντα δέ τοι ἐρέω , ὅσα οἱ περὶ | ||
λύσιν δυερῶν ὀδυνάων . ὣς δὲ καὶ ἐν θερινοῖσιν ὁρωμένη εἰδώλοισιν , ἢ Διδύμοις ἢ αἰπυτάτῳ ἐνὶ Καρκίνῳ οὖσα , |
οἷον μαζία τινά ἔν τε ἀναθήμασιν κτλ . : . νωτ . διοπ . αι ! ! ἀνέθεσαν ! ! | ||
[ ] ! [ [ ] οδ ! [ ] νωτ ! [ [ ] εους : ὁσοτεσυ ! ! |
ἀνὴρ εὐεργὲς ἀείρας κόλπον ἐπιπροέηκε καὶ ἄσπετον ἔσπασε θήρην , ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας . Σηπίαι αὖ δυσέρωτες ἐπὶ πλέον | ||
' ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης εὐρείης ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ ῥηϊδίως , ὡς εἴ τε κατὰ ῥόον : οὐδέ τις |
δ ' [ ἑτέρας ἑτέραν ] μετεβάλλετ ' ὀπωπάν . ἁνίκα δ ' ἐς [ λέχος ] [ ἀνδρὸς ἔβας | ||
ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες , αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς ἔπεσον ἁνίκα πύργων ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις |
μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος | ||
ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ |
εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων . | ||
δὲ πολύσκιον ἄλσος Ἄρηος . ὡς δὲ σεληναίης διχομήνιδα παρθένος αἴγλην ὑψόθεν † ἀνέχουσαν ὑπωρόφιον θαλάμοιο λεπταλέῳ ἑανῷ ὑποΐσχεται , |
κατὰ θυμὸν ἐμηδόμεθ ' , ὄφρα μολόντες ἀμφ ' ἱερῆς φηγοῖο δέρας χρύσειον ἕλωμεν ῥᾷστα : περὶ φρεσὶ δ ' | ||
τε σκιόειν Ἄρεως , τόθι κῶας ἐπ ' ἄκρης πεπταμένον φηγοῖο ] ὁ δὲ Ἑλλάνικος ἐν τῶι ἱερῶι τοῦ Διός |
, τοὺς σοὺς δὲ πόνους ἀκοῦσαι βούλομαι . . κραιπνοσσυτὸν θᾶκον δὲ τὸν αἰθέρα φησί : ἐπ ' ἐκεῖνον γὰρ | ||
ἐγώ . εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο , ἆρ ' οὐ σκότους ἂν ἀνάπλεως σχοίη |
σπέρμα λαβεῖν μαράθου , ὀξυτέρην τὸ τίθησιν ἐφ ' ἑρπηστῆρσιν ὀπωπήν πιαῖνον δειλοῖς ἄλγεα βουπελάταις . τῶν δ ' αὐτῶν | ||
ἠμάλδυνε κέλευθα ἰχὼρ ἀχλυόεις , ἀνὰ δ ' ἔτραπε πᾶσαν ὀπωπήν : αἱ δὲ διὰ θολόεντος ἄφαρ φεύγουσι πόροιο ῥηϊδίως |
καταφθινύθουσιν ἄρουραν : καὶ πάλιν , ἢν ἐθέλῃσθα , παλίντιτα πνεύματ ' ἐπάξεις θήσεις δ ' ἐξ ὄμβροιο κελαινοῦ καίριον | ||
: κάμνουσι γάρ τοι καὶ βροτοῖς αἱ συμφοραί , καὶ πνεύματ ' ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμην ἔχει . ὄλβος δ |
δι ' ἔριν τοκὰς ἔσχε Νιόβη , ἀλλ ' ἔτι μυρομένη προχέει πολὺ δάκρυ Σιπύλῳ . Μαιονία δ ' Ἀράχνη | ||
' ἔοικε γυναικὶ πολυστόνῳ ἥ τ ' ἐπὶ λυγρῷ πένθεϊ μυρομένη μάλα μυρία δάκρυα χεύει : καὶ τὸ μὲν ἀτρεκέως |
λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο . τὸν μὲν ἐγὼν ὀδύνῃσι παραφρονέοντα βαρείαις νωσάμενος , πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι , | ||
ἑσπόμενοι δελφῖνος ἀτυζομένοιο κελεύθοις . ἀλλ ' ὅτε λευγαλέῃσι κακηπελέων ὀδύνῃσι κάμνῃ καὶ γλωχῖσι περισκαίρῃσι σιδήρου , δή ῥα τότ |
δ ' ἀλεγεινὸν ἷξεν ἄχος , καὶ δριμὺ δι ' ἐγκεφάλοιο θεμέθλων ἐσσύμενον μήνιγγας ἄδην ἀμφήλυθεν ἄλγος , σὺν δ | ||
, ὅτι καὶ ἐν ἀφαιρέσει ἐστὶ τὸ νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο . τροπικώτερον μέντοι ἡ λέξις τίθεται ἐπὶ παντὸς τοῦ |
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα | ||
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ , |
θάλασσα : δοιοῦ δ ' ἕστασαν ὑψοῦ ἐπ ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο φῶτες ἀολλήδην θηεῦντο δὲ ποντοπόρον βοῦν . ἐν δ | ||
' ἠέρος ἄστρα φαείνῃ ὧς τότ ' ἀριστῆες δολιχοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο ἤλυον ἑρπύζοντες . ἐπήλυθε δ ' αὐτίκ ' ἐρεμνή |
δίζητο κρήνης ἱερὸν ῥόον , ὥς κέ οἱ ὕδωρ φθαίη ἀφυσσάμενος ποτιδόρπιον , ἄλλα τε πάντα ὀτραλέως κατὰ κόσμον ἐπαρτίσσειεν | ||
δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ ' ἱκέσθαι : ἄμφω γὰρ χρειώ |
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει | ||
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . |
λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ | ||
ἡμῖν ἀνοίξῃ ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ θησαυρὸν „ καὶ τὸν μετάρσιον καὶ ἐγκύμονα θείων φώτων λόγον , ὃν δὴ κέκληκεν |
ὁπόσην ἐπέχει ποσίν : ἐν δέ οἱ Ἀργὼ καὶ μέγα Κενταύροιο μετάφρενον , ἐν δέ τε κέντρον Σκορπίου : ἐν | ||
σπήλυγγος προπάροιθεν ἀλυσκάζοντες ἔμιμνον : οἰωνοί τ ' ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο ταρσοῖς κεκμηῶσιν , ἑῆς δ ' ἐλάθοντο καλιῆς . |
δ ' ἑταῖροι πείρησαν τευχέων βεβιημένοι , οὐδ ' ἐδύναντο κεῖνο δόρυ γνάμψαι τυτθόν γέ περ , ἀλλὰ μάλ ' | ||
, χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι . οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ' ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντων , ὅσς ' ἐμόγησα |
δ ' ἐπέμυξαν . τὸ δὲ ἐγείρεσθαι ἀθρόως τὰς παρειμένας ὕπνωι οὐ πιθανόν : κατὰ βραχὺ οὖν ἐκ προσβάσεως τὴν | ||
πατρὸς ἐτιμωρήθη ὑπὸ Μίνωος . πνέονθ ' . . . ὕπνωι ] τὸ ἑξῆς : ἀπώλεσεν ἁ κυνόφρων Νῖσον πνέοντα |
ἑτέρωθεν . πολλὴν δ ' αἱματόεσσαν ὑπεὶρ ἁλὸς ἔπτυσεν ἄχνην παφλάζων ὀδύνῃσιν , ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται | ||
, δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ ' ὄμμασιν αἰθόμενον πῦρ , θυμῷ παφλάζων ἴκελος δίοισι κεραυνοῖς . οὐ τοῖον Γάγγαο ῥόος πρόσθ |
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν | ||
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν |
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ | ||
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ |
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις , | ||
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά |
. . Ἀρνευτήρ : ὁ κυβιστητήρ : ὁ δ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' εὐεργέος δίφροιο . εἴρηται | ||
πάντ ' ἄμυδις κεφαλῆς : ὁ δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' ἰκριόφιν , λίπε δ |
ἄκοντι λήθεται ἠνορέης , ἀλλὰ στρέφετ ' ἄγριον ὄμμα σμερδαλέον βλοσυρῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι βεβρυχώς : ὣς ἄρα Πηλείδαο χόλος καὶ | ||
' ὑψόθεν ἔκ τινος ἄκρης ἀθρήσας ὀλοοῖσιν ἐπέσσυται ἀγρευτῇσι σμερδαλέον βλοσυρῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι βεβρυχώς : ὣς ἄρα φαίδιμος υἱὸς ἀταρβέος |
κεκομμένα . Ἡμιδάϊκτα : μεριζόμενα . Ἐμπεφυῶτα : στηριγμένα . μέμυκεν : ἐβόησεν . Καρκινάδας : αἱ καρκινάδες ἀντιφάρμακόν εἰσι | ||
, καὶ ἠχῶν . ὑποβρύχιον : ὑποκάτω , μέγα . μέμυκεν : βοᾷ . Φύσημα : ἦχον . Ἀμβολάδην : |
Παλλάδος κρατῆσαν Παφίῃ κλέος προσάπτει . Ἄγαμαι φύσιν πετήλων , κάλυκας πλέον γεραίρω διὰ τῶν ῥόδων γὰρ ἄρτι σοφίης κρατοῦσα | ||
παρειὰς αἰδοῖ φοινίσσοντες πλέον ἢ τὰς τῶν ῥόδων ἡ φύσις κάλυκας , ὅταν ἠριναῖς ὥραις ὑπὸ τῆς ἀκμῆς σχιζόμεναι πετάλοις |
Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν δὲ ποδαπὸς τὸ γένος οὗτος ; | ||
σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , |
σὸς ἔρωτος , ὅταν κούφῃ νεότητι Κύπριδος ἱμερόεντι καταφλεχθῇ φρένας οἴστρῳ . ὀργὴν οὖν πρήυνον ἀμειδέα , μηδ ' ἐπιτείνειν | ||
κρεῖσσον . Σοφίης Ἔρως ὁ λάτρις , Χάριτες πάλιν σὺ οἴστρῳ : ἔχε , Παλλάς , Ἀφροδίτης γλυκερὴν ὅλην γενέθλην |
διάκλυζε . Τὰς δὲ φθειριάσεις τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις καὶ ὀφρύσι θεραπεύει σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ καταχριόμενα σανδαράχη , σταφὶς | ||
βίαιον δηλοῖ . εἰ δὲ καὶ τὸ μέτωπον ἅμα ταῖς ὀφρύσι σπᾷ εἰς τὸ μέσον , κερδαλεώτατον ἄνδρα σημαίνει . |
τὸ τοῦ Ἱππολύτου : οὗ πᾶσα μὲν χθών : οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : | ||
γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην |
' ἐπὶ παισὶν ἡμιθανὴς προβέβηκε , μέλει δέ οἱ οὔτι μόροιο τόσσον , ὅσον μὴ παῖδας ὑπ ' ἀγρευτῆρσιν ἰδέσθαι | ||
ἀκοσμοτάτοιο : ἀτιμοτάτου , τοῦ ἀσχήμονος ἕνεκα καὶ ἀκόσμου . μόροιο : θανάτου . Πέτρῃσιν : ταῖς πετρινέαις ἰδέαις . |
δρίος : ἡ δ ' ἀΐουσα πόρδαλις ἰάνθη τε καὶ ἔσσυται , ἴχνος ἀϋτῆς μαιομένη : τάχα δ ' ἷξε | ||
ἥν περ ὑπέστης , οἴκαδε πεμψέμεναι : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη ἠδ ' ἄλλων ἑτάρων , οἵ μευ φθινύθουσι |
ἀκάνθας : ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων . Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν : ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων . Πυῤῥίχην ἐνόπλιον | ||
καὶ ἀποθανεῖν Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος . τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον , ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ |