| , μή πως ὁ μέγας πλοῦτος καὶ ἡ εὐδαιμονία , κονίσας καὶ κονισθεὶς καὶ βληθεὶς ἐν τῷ ποδὶ καὶ ῥιφεὶς | ||
| ἐμαυτῆς οὖς ' ἀδείμαντος , φίλοι , μὴ μέγας Πλοῦτος κονίσας οὖδας ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον , ὃν Δαρεῖος ἦρεν οὐκ |
| εἰς λάρνακα ἐμβληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς Κύκνου καὶ εἰς θάλασσαν ῥιφεὶς διασωθῆναι πρὸς τὴν νῆσον . διὰ δὲ τὸ καταψεύσασθαι | ||
| , κονίσας καὶ κονισθεὶς καὶ βληθεὶς ἐν τῷ ποδὶ καὶ ῥιφεὶς καὶ λακτισθεὶς εἰς οὖδας ἀνατρέψῃ τὸν ὄλβον ὃν ὁ |
| Ἑστία , δίδου δ ' ἀμοιβὰς ἐξ ὁσίων πολὺν ἡμᾶς ὄλβον ἔχοντας ἀεὶ λιπαρόθρονον ἀμφὶ σὰν θυμέλαν χορεύειν . [ | ||
| ὁ ἐφέρ - πων , τουτέστιν ὁ ἐπερχόμενος , τὸν ὄλβον , ἤτοι τὴν εὐδαιμονίαν αὐτοῦ , δηλονότι τοῦ Ἱέρωνος |
| μέρος ἐξ ἐνέδρας λοχῆσαν ἢ καὶ ἐκ τοῦ φανεροῦ κονισάμενον ἀνατρέψῃ καὶ καταβάλῃ τὸ κρεῖττον . συμβουλὴ δ ' ἀρίστη | ||
| , ὦ Σόλων , ἢ πατάξῃ τινὰ τῶν πολιτῶν ἢ ἀνατρέψῃ προσπεσὼν ἢ θοἰμάτια περιρρήξῃ , μεγάλας οἱ πρεσβῦται τὰς |
| σίδηρον . καὶ ὁ ἔρως ταὐτόν ἐστιν . οἷς ἐκεῖνος ἔχθιστον καλεῖ τὸ θεῖον , περιτρέπων τὸ συμφυὲς ἀρρώστημα ἐς | ||
| ἐξικνούμενον : κατερχόμενον . ἐῢς πάϊς : ἀγαθὸς παῖς . ἔχθιστον : μεμισημένον . ἑστῶσαν : ἐπηρμένην , ἐξεστηκυῖαν . |
| , καὶ πάσχειν ἕτοιμοι πᾶν , ὅ τι ἂν ὁ δαίμων καὶ τὸ χρεὼν φέρῃ . μαντεύομαι δὲ καλοῖς ἐγχειρήμασιν | ||
| ἐπῄνει τὴν φιλεργίαν . ἐφάνη δέ μοί ποθεν ὁ Κωρυκαῖος δαίμων , Στρόμβιχος ὁ παμπόνηρος . ἰδὼν γάρ με ἐφεπόμενον |
| σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν | ||
| δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων |
| , νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα | ||
| τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * * |
| Δήμητρα , σῦκον οὐδὲ ἓν οὕτως ὅμοιον γέγονεν . τοιούτους ἁρετὴ ἔοικε τροφίμους τοὺς ἑαυτῆς δεικνύναι . ὢ τῆς ἐπιθήκης | ||
| ἀρετήν , δόξαν ἐξ αὐτῆς ποίει . Πλούτου πλέον πέφυκεν ἁρετὴ βροτοῖς . Περὶ χρημάτων λαλεῖς , ἀβεβαίου πράγματος . |
| ? ? τοῦτο κἀξεπίϲταμαι ? ? ? ? ? ? φρενὶ ? ? ] ! οορφανιμαλιϲνιων ? ! ! ! | ||
| δέ τ ' ἀκούει . ἀλλ ' ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενὶ πάντα κραδαίνει . αἰεὶ δ ' ἐν ταὐτῶι μίμνει |
| αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα . Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν , οὐκ ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ ' | ||
| ] στρουθίων . ὡς ] καθὰ περιστερά . ὡς ] διώκει ὁ ἀετὸς δῆλον . δράκοντα ] ὄφιν . δύσχιμον |
| ' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον . | ||
| : κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ , |
| , ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . . | ||
| : πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν |
| ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς , ἄλλοτε μὲν πισύρεσσιν , ὅτ ' ἐν δοιοῖσι | ||
| τούτῳ δὲ ὅμοιόν ἐστι κἀκεῖνο : ὁ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει . καὶ ταῦτα δὲ |
| ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ; | ||
| τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος |
| τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος | ||
| ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν |
| , καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα , | ||
| μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν |
| δ ' ἄμφω δειροτομήσεις , ἤτοι τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δάμασσας ἀντίθεον Πολύδωρον , ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί : νῦν | ||
| σώμασι τῶν ἀνταγωνιστῶν ἄνωθεν ἐνέπεσας , ἧττον αὐτῶν φροντίζων . δάμασσας ἔργῳ : μετ ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς καθυπέταξας |
| διψήσεις , οὐκέτι πεινήσεις οὐδὲ ῥιγώσεις . οἴχῃ μοι κακοδαίμων ἐκφυγὼν τὰς νόσους , οὐ πυρετὸν ἔτι δεδιώς , οὐ | ||
| πόλις Μακεδονίας : ἀπὸ δὲ Μακεδονίας εἰς Ἰταλίαν ἦλθεν Αἰνείας ἐκφυγὼν τὸν φόνον . Λαφύστιος ὁ Διόνυσος ἀπὸ τοῦ ἐν |
| καταφρονῶν οὐ πάνυ ἄχθεται ἀδικούμενος καὶ ζημιούμενος . μᾶλλον γὰρ ἄχθεται εἴ τι προσῆκον ἀναλῶσαι οὐκ ἀνάλωσεν ἢ εἴ τι | ||
| οὐχ ὑποπίνεις ; οὐχ ὑπολύσεις σαυτόν ; ὁ δ ' ἄχθεται αὐτὸς ὁ θύων τῷ κατακωλύοντι καὶ εὐθὺς ἔλεξ ' |
| Οὐρανίας καινὸς θεράπων : ἐθέλει δὲ γᾶρυν ἐκ στηθέων χέων αἰνεῖν Ἱέρωνα . Βαθὺν δ ' αἰθέρα ξουθαῖσι τάμνων ὑψοῦ | ||
| ὀλίγην ναῦν , ἀλλὰ μεγάλην παρασκευάζεσθαι : τὴν δὲ ὀλίγην αἰνεῖν οὕτω λέγει , ὡς εἰώθαμεν λέγειν χαίρειν ἐᾶν τὴν |
| : ὁ περὶ τῆς ψυχῆς δηλονότι . οἷον , οὐδεὶς ἄναλκις ὑπομένει περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύειν , ἀλλ ' ἔστι | ||
| Λαγόνεσσιν : πλευραῖς . ἀναλκίας : ἀδυναμίας , ἀδυνάτου : ἄναλκις ὄνομα σύνθετον : ἀλκὴ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α |
| οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
| [ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
| ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς | ||
| καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας |
| παροξυσμῶν μηδεμίαν ἡμέραν τελείαν διδούσης ἀνάπαυσιν τῇ δυνάμει , κίνδυνον ἀπειλεῖ φθορᾶς . καθ ' ἑκάστην γὰρ ὁ τοιοῦτος εἰσβάλλων | ||
| ἐδόκει Λυδοῖς κήρυξ ἐν μέσῳ βοῶν : βασιλεὺς Κῦρος ὑμῖν ἀπειλεῖ περιβάλλειν ἄτολμον σχῆμα καὶ ψιλῶσαι τῶν Ἄρεος ἔργων , |
| ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
| πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
| αὐτούς . ἄλλως : τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ ' αἴθων ἀλώπηξ : τούτοις ὑπακουστέον ὅτι οὐδὲ οἱ Λοκροὶ τὸ συγγενικὸν | ||
| ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς . ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο αὐτοὺς πεπτωκότας , τὸ δὲ |
| πόλεων ἀμφοῖν ἐπιθυμοῦντα τῆς Πελοποννήσου : ” τῶν κεράτων γὰρ κρατῶν „ ἔφη „ καθέξεις ” τὴν βοῦν . ” | ||
| ὅπλοις ἦλθον , ἐνταῦθα τιτρώσκεται μὲν Νυκτεύς , ἐτρώθη δὲ κρατῶν τῇ μάχῃ καὶ Ἐπωπεύς . Νυκτέα μὲν δὴ κάμνοντα |
| , κἄφθημεν οὔπω τεύχεσιν πεφαργμένον Ἀργεῖον ἐσπεσόντες ἐξαίφνης στρατόν . κοὐδεὶς ὑπέστη , πεδία δ ' ἐξεπίμπλασαν φεύγοντες , ἔρρει | ||
| ! [ [ ] ν ! [ * * * κοὐδεὶς παλαιῶν οὐδὲ τῶν νεωτέρων [ ἑκὼν ἄπεστι τῶνδε διστοίχων |
| καὶ οὐχ ἕξει σύστασιν : ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπεται , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ . Αὐτῇ | ||
| ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , ὡς σῖτος , |
| τὸ γὰρ παρὰ τῷ ποιητῇ οὐκ ἀρετὰ κακὰ ἔργα : κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν καὶ ποιητικὸν καὶ τῶν ἅπαξ εἰρημένων | ||
| μενοινάᾳ πολεμίζειν , ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται , ἠδὲ κιχάνει δίψά τε καὶ λιμός , βλάβεται δέ τε γούνατ |
| ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ | ||
| ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν |
| εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον . ὃ δ ' ἐπινεύει πᾶσι τούτοις . οὐθεὶς | ||
| βλέπεις τ [ καὶ πρῶτον αὐτὴν κατὰ μόνας [ τὸν φίλτατον καὶ τὸν γλυκύτατον [ ] ! οτρ ? ? |
| ἄλλον λαὸν ἀνώγῃ . οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος , ὅστις ἀπ ' | ||
| ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν . παρὰ τὴν |
| ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων | ||
| ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν |
| πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους , | ||
| κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων . |
| νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει , | ||
| καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ |
| ὀρφανὸς καταλέλειπται ἢ ὅτι ἀρίστου πατρὸς ἐστέρηται καὶ τὴν ἐρημίαν ὀδύρεται τὴν ἑαυτοῦ αὐτός . ἐὰν δὲ καὶ πόλεως τύχῃ | ||
| ἔχει , πρίν τι παθεῖν : τότε δ ' αὖτις ὀδύρεται : ἄχρι δὲ τούτου χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα . |
| τοῦ ὑποβαινομένου : κατ ' ἰθυωρίην γὰρ αὐτῷ γίνεται τὸ ἄχθος ἔν τε αὐτῇ τῇ ὁδοιπορίῃ καὶ τῇ μεταλλαγῇ τῶν | ||
| ἠνεμόεις πτερύγων ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν |
| . ἐπεξιὼν δὲ ὁ Ἄδμητος ἔχων καὶ λοχαγοὺς νύκτωρ συνελήφθη ζῶν : ἠπείλει δὲ Ἄκαστος ἀποκτεῖναι αὐτόν . πυθομένη δὲ | ||
| ἔλεγε , τοῦ πατρός , ὡς δι ' ἐκεῖνον μὲν ζῶν , διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν , ὕστερον ὑποπτότερον |
| νίκης χάριν τῶν οἰκείων , καὶ Ὀδυσσεὺς πληγῇσιν ἑαυτὸν ἀεικελίῃσιν δαμάσας οἰκῆι ἐοικώς , ὡς γελᾶσθαι τοῖς μνηστῇσι . ψέγεται | ||
| ἀργυραῖς φιάλαις , αἳ ἐδίδοντο ἐκεῖ γέρας . ἄνδρας δὲ δαμάσας , ἤγουν καταβαλὼν διὰ μηχανῆς ἀφόβου , ὀξυῤῥεποῦς , |
| , οὐδὲ ταῦτ ' ἐπᾴδουσα „ Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότα - τον | ||
| , ἀλλά μοι αὐτὸς ἄειδεν ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν |
| . οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν | ||
| μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν |
| γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς | ||
| θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν |
| ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος , οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ | ||
| . μετρίων λέκτρων , μετρίων δὲ γάμων μετὰ σωφροσύνης κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον . ὦ τέκνον , ἀνθρώποισιν ἔστιν οἷς βίος |
| ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί , ὅς περ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν . : . . . . | ||
| , ὡς ἔοικε , τοῖς κακοῖσι φευκτέον . ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα . ταῦτ ' οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις |
| ἔκλᾳξε κανθώς : τὶν δ ' ἀτέραμνον ἔσω στέρνων καὶ ἀνίκατον κέαρ ἔσκ ' ἐν πιμελοσαρκοφάγων πάσας μελεδώνας : τῷ | ||
| ὑπέρτερον ? [ ! ] αμεν οὐ δυνατὰν [ ] ἀνίκατον [ ´δε ? καὶ με ! [ ! ] |
| τοῦ πατρός σου ἔργον , ὃ ἂν μὴ ἐκπληρώσῃ , ἀπώλεσεν τὸν πατέρα , τὸν φιλόστοργον , τὸν ἥμερον . | ||
| λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τουτὶ τί ἦν τὸ ληκύθιον ; Οὐ κλαύσεται |
| τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ | ||
| οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ |
| : καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ | ||
| δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε |
| ' Ἑρμῆ , μὴ λέγε , ἀλλ ' ἔα τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ ' εἶναι κάτω : οὐ | ||
| τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας δαίνυται , ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ ' ἀλεγύνειν : πάντες γὰρ καλέουσι . πατὴρ δὲ |
| ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
| : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
| ἀφίκετο ; οὐ γάρ τί μ ' ὡς θεωρὸν ἀξιοῖ δόμος πύλας ἀνοίξας εὐφρόνως προσεννέπειν . μῶν Πιτθέως τι γῆρας | ||
| ἀκίς , ὁ μὴ τίνων θεοῖσιν ὁρκίων δίκας . φθίνει δόμος ἀσυστάτοισι δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε |
| φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ | ||
| σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων . |
| ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην | ||
| . στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ |
| τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις | ||
| . ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς |
| ἐλθὼν ἐς χαλκήιον ἐθηεῖτο σίδηρον ἐξελαυνόμενον καὶ ἐν θώματι ἦν ὁρέων τὸ ποιεύ - μενον . Μαθὼν δέ μιν ὁ | ||
| τελεόμενα : παυσάμενος δὲ βασίλευε τῶν σεωυτοῦ καὶ ἡμέας ἀνέχεο ὁρέων ἄρχοντας τῶν περ ἄρχομεν . Οὐκ ὦν ἐθελήσεις ὑποθήκῃσι |
| , ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω : καὶ πατέρων τάδε μέλλετ ' | ||
| μὲν δὴ αὐτοὶ Πυθαγόρειον ἤδη τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐφάνη καὶ ἠκολούθει χαίρων . Τὸν δὲ ὄχθον , ἐφ ' οὗ οἱ |
| ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
| Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
| , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων , | ||
| αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως |
| σεμνῶν εἰς ἄσεμνα χωρούντων . Ἀπήντησε κεραυνοῦ βολὴ πρὸς ὑπέρτατον ἄτης : ἐπὶ τῶν ἄξια πασχόντων ὧν ἔδρασαν . Ἅπερ | ||
| πολεμιστήν . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης , οἷον ἀτῆσαι : πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά . |
| αὐτῷ λόγον ἐπιχειρῶμεν κομίζειν , οἷον κύων παρὰ ποταμόν τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν | ||
| ' ἕκαστον δὲ τῶν ἱππέων τῶνδε ὑπηρέτης ἦν πολλὰ ἀκόντια φέρων , οἷς ἐπενόει τὰ θηρία ἀμύνεσθαι . οὕτω μὲν |
| ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ φιλίαν ὁμόφυλον | ||
| θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος βίᾳ ἦχθαι |
| τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν | ||
| οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου |
| καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας ; Νεότης μ ' ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον . Παῦσαι , μακάριε , τραγῳδῶν | ||
| ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται . Ποῖ γάρ ποτ ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ ' ὁπλίζῃ κἄμ ' ὑπηρετεῖν καλεῖς ; |
| θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , | ||
| ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν |
| οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ | ||
| ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ |
| πυρίπνοοι ταῦροι περὶ τὸ τέμενος ὑπῆρχον , δράκων δ ' ἄυπνος ἐτήρει τὸ δέρος , ἀπὸ μὲν τῶν Ταύρων μετενεχθείσης | ||
| τροπὴν δὲ καὶ τὸ μὴ κοιμῶν ὕπνῳ τὰ βλέφαρα : ἄυπνος γάρ ἐστι ὁ κυβερνήτης . δεῖ δὲ καὶ τὸν |
| ἥδιστον καὶ σαφέστατον ἱέντες καὶ ἀγαπῶντες τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς τὸ γαῦρον καὶ ἐπιστῆμον , ἐπιθέμενοι σύμβολα τοῖς εἰς αἴσθησιν ἀφικνουμένοις | ||
| πολεμικόν . . ἐπιδεικνύμενος . Θ . οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρον : Παρὰ τὰ ἐκ Φιλοκτήτου Εὐριπίδου οὐδὲν γὰρ οὕτω |
| κούφοισιν ἀειρόμενος ῥοθίοισιν , ὕστατα φυσιόων : μήτηρ δέ μιν οὔποτε λείπει , ἀλλ ' αἰεὶ μογέοντι συνέσπεται , ἔκ | ||
| ἄλλου βασιλέως τετρακέφαλον ὄρνιν , καὶ πλημμυρῆσαι τὸν Νεῖλον ὡς οὔποτε , καὶ καρπῶν ἀφθονίαν γενέσθαι καὶ εὐποτμίαν ληίων θαυμαστήν |
| ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
| , οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
| λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ | ||
| οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου |
| αὐχένα καὶ διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται καὶ ἀνδρὸς τούτου ἡμίθηρος , βούπρῳρα μὲν γὰρ αὐτῷ | ||
| ἐπὶ τὴν οὐσίαν , τὸ δὲ νόημα δι ' αὐτοῦ ἵεται , ἐπιπλέκεται δὲ τὸ νόημα τῇ διανοίᾳ : ἐλθόντα |
| σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ ' | ||
| τῶν ὀλέθρου ἀξίων . ἤγουν καταπόντισον . βάλλ ' ἐς ὄλεθρον : καὶ , βάλλ ' ἐς φθόρον : καὶ |
| σε : ἄδηλα καὶ ἄγνωστα : ὅπου ἀποβήσεται , τέλος σχήσει : ἄσημα δ ' οὐκέτ ' ἔστιν οἷ φθίνει | ||
| μετεφώνεε δεύτερον αὖτις : “ ὦ φίλοι , οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους , ἀλλ ' ἐπεὶ ἔλλαβε |
| ξένε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , † ἢ ἑκὼν μεθίεις : πᾶς γὰρ μὴ μανθάνων ἢ φύσεως ἀντιπραττούσης πάσχει | ||
| ὦ ξεῖνε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , ἠὲ ἑκὼν μεθίεις καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων . πᾶς γὰρ μὴ μανθάνων |
| Πολλάκι οὑ κλισίῃσι Πυληγενέεσσί τε νηυσὶν ἐννύχιοι πίλναντο νόσων ἅπερ ἰητῆρος . Ὅς ῥά τε πᾶσιν ἔικτο θαλάσσιος ἠύτε Πρωτεύς | ||
| ἐπεβήσετο , πὰρ δὲ Μαχάων βαῖν ' Ἀσκληπιοῦ υἱὸς ἀμύμονος ἰητῆρος : μάστιξεν δ ' ἵππους , τὼ δ ' |
| ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ χρῆναι τοῖς ὀλισθοῦσιν | ||
| , μητρὸς οὐ φράσας θεᾶς μνήμων ἐφετμάς , ἀλλὰ ληθάργῳ σφαλείς , πρηνὴς θανεῖται στέρνον οὐτασθεὶς ξίφει . Καὶ δὴ |
| , θρέπτειραν ἐυστεφάνου Διονύσου . κλῦθι , θεά , πόντοιο βαθυστέρνου μεδέουσα , κύμασι τερπομένη , θνητῶν σώτειρα μεγίστη : | ||
| βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους , τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδˈρομίᾳ κρατέων : ἀνδρῶν δ ' |
| μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ | ||
| . Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος |
| δέοντι θεωρεῖν καὶ δράματα κωμικὰ παρα - σκευάζουσιν ἀπαγγέλλειν , δέδοικε δὲ οὐδείς , μὴ λάθῃ γύννις καὶ θηλυδρίας ὁ | ||
| εἰς δικαστήριον ἕλκειν : μερίζεται τὴν γνώμην ὁ χορὸς : δέδοικε γὰρ μὴ ὕστερον ἐγκληθῇ ὡς κρύψας : . ὁ |
| οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον οὐκ ἐμπεσεῖται . Εἴρηται δὲ ἡ | ||
| ἐγὼ ἐραστὴς μέν εἰμι ἀεί , πολλάκις δέ με ἤδη διαφυγοῦσα ἔρημον καὶ ἄπορον κατέστησεν . Τίς αὕτη ; λεγέσθω |
| τ ἀρθέντος . Ἡσίοδος : ἳν δ ' αὐτῷ θανάτου ταμίης . ἔστι καὶ ἡ ἑΐν ἀπὸ τῆς τεΐν παρὰ | ||
| ' , οἷστε φανεὶς τεύχει πολυχρήμονας ἄνδρας : Ὑδροχόος , ταμίης νεφελώδεος Οὐλύμποιο , Αἰγόκερως , γαίης τε καὶ ὕδατος |
| δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
| χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
| Μαστορίδης , ὃν νῶι Κυθηρόθεν ἔνδον ἐόντα ἶσα φίλοισι τοκεῦσιν ἐτίομεν ἐν μεγάροισιν . ἡ διπλῆ ὅτι παραλλήλως καὶ διδασκαλικῶς | ||
| , οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον ἄλλων νηλής : καὶ μέν τίς τε κασιγνήτοιο |
| , τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον , εἴ κεν ἀπ ' ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν ἐς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου , ὥς | ||
| ἠπεροπευτάς , ἀλλοτρίου πλούτοιο λιλαιομένους κτεάνων τε : πολλάκι καὶ κτεάνων πίστεις , ὧνπέρ τις ἔδωκεν λάθρῃ παρθέμενος , κακομητίῃ |
| ὅτι τὸ τῆς πενίας ὅπλον παρρησία ; ταύτην ἐάν τις ἀπολέσῃ , τὴν ἀσπίδ ' ἀποβέβληκεν οὗτος τοῦ βίου . | ||
| παιγνίοις : ᾧ δὲ πρόσκειταί τις , δέδοικε μή πως ἀπολέσῃ αὐτό . ἀβασάνιστος . ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος . εἴρεται |
| τῆς ἐν τῷδε . οὕτως γὰρ μᾶλλον ἡ ἡμετέρα ψυχὴ ὁρῶσα ἄλλους οἷον ἐλεγχομένους ἢ ἐπαινουμένους ἀναγκάζεται συγκατατίθεσθαι τοῖς ἐλέγχοις | ||
| ἀκούσασα προήχθη μηδὲν προαδικηθεῖσα τὸν πρὸς Ἰνδοὺς ἐξενεγκεῖν πόλεμον . ὁρῶσα δ ' αὑτὴν μεγάλων καθ ' ὑπερβολὴν προσδεομένην δυνάμεων |
| ἠμφίεστο , ἀπῄει πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως , οὐ πτωχῷ , φησίν , ἐναλίγκιος οὐδὲ ἱκέτου ἐν σχήματι κατεπτηχότος | ||
| ὄπισθε μένοντες . ὁ δ ' ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ |
| αὐτοῖς ταχεῖαν καὶ λαμπρὰν σημαίνει τὸ δαιμόνιον , ἐπειδήπερ ἅπαν εἴκει τῷ πυρὶ καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ὑπὸ τοῦ | ||
| φησίν , ἀξιόπιστος ἀπειλῶν εἰκότως : δι ' ὧν γὰρ εἴκει , διὰ τούτων καὶ ἀπειλῶν ἀξιόπιστος : δεῖ γάρ |
| πόσις στράτευμ ' ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα . ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι ' ἔμ ' ἐπὶ | ||
| πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους . πυργώματα ] τὴν πόλιν . |
| : ἱκανὼ γὰρ τὼ φύλακε κωλύοντε , δέος τε καὶ αἰδώς , αἰδὼς μὲν ὡς γονέων μὴ ἅπτεσθαι εἴργουσα , | ||
| οὐκ ἐθέλει νεικεῖν : ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ |
| μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
| διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
| εἶναι καὶ ἐξαριθμείτω τὰ περιεστηκότα δεινά , ἀλλὰ τοῖς ἐναντίοις θαρσαλέως ἀντιταττέσθω , καταφρονήσας τοῦ περιεστηκότος κινδύνου : μᾶλλον γὰρ | ||
| Ὁκόταν δὲ μέλλῃ ἀποθνήσκειν , ὀξύτερά τε ὁρῇ καὶ φθέγγεται θαρσαλέως , καὶ πιέειν καὶ φαγέειν αἰτέει , καὶ ἢν |
| πολύχωστον ἂν εἶχες τάφον διαποντίου γᾶς , δώμασιν εὐφόρητον φίλος φίλοισι τοῖς ἐκεῖ καλῶς θανοῦ - σιν , κατὰ χθονὸς | ||
| Καδˈμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον , Αἰγίνας ἕκατι . φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθών ξένιον ἄστυ κατέδˈρακεν Ἡρακˈλέος ὀλβίαν πρὸς |
| τὸν σύγκοιτον καὶ ὁμόκοιτον αὐτῇ γλυκὺν ὕπνον , ῥέποντα καὶ ἐπερχόμενον ἐπὶ τοῖς βλεφάροις πρὸς ἠῶ , τουτέστι πρὸς ὄρθρον | ||
| καὶ τὸ ἐπερχόμενον πῆμα . . : τό τ ' ἐπερχόμενον ] Διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ἀετοῦ . Τὸ ἐπιτεῖλαι |
| ἔστησεν ὅλην φύσιν ἅρπαγι ῥυθμῶι ἐν ξυνοχῆι σοφίης ἐσπαρμένα πάντα φυλάσσων , ξυνὸν ἐπιρρώσας πεφυλαγμένον αὐχένα κόσμου . καὶ τότε | ||
| εἶπον , ὃ καὶ βέλτιον . ὅτι Δελφύνης ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον |
| , τοιοῦτός τοι ἑταῖρος ἀνὴρ φίλος οὔ τι μάλ ' ἐσθλός , ὅς κ ' εἴπηι γλώσσηι λῶια , φρονῆι | ||
| ἐστὶν ὄρεξις , ὑπερβαίνουσα δὲ μῆνις . ζῆλος τῶν ἀγαθῶν ἐσθλός , φαύλων δ ' ὑπέρογκος . τόλμα κακῶν ὀλοή |
| κύων παρειστήκει . Οὗτος ἐπέρριψεν ὀστοῦν λαλῶν ταῦτα : Ὦ ταλαίπωρον κυνάριον ὑπνῶδες , τί σοι ποιήσω ὄκνῳ κατεχομένῳ ; | ||
| , ἐνταῦθα εἰκὸς εἴδεα μεγάλα εἶναι , καὶ πρὸς τὸ ταλαίπωρον καὶ τὸ ἀνδρεῖον εὖ πεφυκότα : καὶ τό τε |
| υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτᾶς τε Φιλίννας : Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας | ||
| κείνη , σκυλακῆος ἀπόπροθεν εἰσαΐουσα , ἔδραμε καὶ θόρεν , οὔτιν ' ὀϊσσαμένη δόλον εἶναι , γαστέρι πειθομένη δὲ μυχοὺς |
| Νὺξ ἔτεκε τὴν ἀμείνω Ἔριν , φησὶ παρὰ τοῦ Διὸς ἀρείονα γενέσθαι δόντος αὐτῇ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ δύναμιν σεμνοτέραν | ||
| αἰδὼς οὐκ ἔσται , βλάψει δ ' ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων , ἐπὶ δ ' ὅρκον |