. εἰκότως μὲν οὐκ ἔφα τόδ ' , ἀλλ ' ἀλαθέως ἔφα . τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
ἐπ ' ἐμὶν μέν , ὅμως δὲ φυλάξομαι . ὄχλος ἀλαθέως : ὠθεῦνθ ' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι
6666114 τιτυσκετο
ἐναντίον : ὡς δ ' ἐνόησε Λειχήνωρ δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε καθ
ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων . Μηριόνης δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε ,
6587205 ἀλκιμον
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ '
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν
6399310 ταχυν
ψαίρω τὸ ταχύνω . ψαρὸν ] ποικίλον ἢ σποδοειδὲς ἢ ταχὺν ἀπὸ τοῦ ψαίρειν , τὸν ψ ἔχοντα σημεῖον ,
τῶν ὑπηρετικῶν σκαφῶν εὐπορία τῶν ἐκδεχομένων τὰ φορτία καὶ ἀντιφορτιζόντων ταχὺν ποιεῖ τὸν ἀπόπλουν πρὶν ἢ τοῦ ποταμοῦ ἅψασθαι ,
6379682 πελωριον
τετραέτη δαμάλην ἐν Διὸς εἰλαπίναις : ὤμοις δὲ κτῆνος τὸ πελώριον ὡς νέον ἄρνα ἤνεγκεν δι ' ὅλης κοῦφα πανηγύρεως
τε καὶ φυκία . αἱ δὲ πελωρίδες ὠνομάσθησαν παρὰ τὸ πελώριον . μεῖζον γάρ ἐστι χήμης καὶ παρηλλαγμένον . Ἀριστοτέλης
6314519 ὠμηστην
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον , οὔ τι φατειόν , Κέρβερον ὠμηστήν , Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον , πεντηκοντακέφαλον , ἀναιδέα τε
τὸ ἥμισυ δὲ ὄφιν διὰ τὰς τῶν ῥιζῶν ἑλίξεις . ὠμηστήν , ὠμὸν ἐσθιόμενον . οἱ γὰρ τῶν δένδρων καρποὶ
6280574 φασγανον
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ
6278028 ἐχεν
δεύτερον ἧκε [ χαμᾶζε : . . . καὶ δὴ ἔχεν δύο μῆλα ποδώκης δῖ ' Ἀταλάντη [ : ἐγγὺς
φόνον καὶ ἀνηλέα πότμον νωλεμέως : οὐ γάρ τιν ' ἔχεν δέος , ἀλλ ' ἐμάχοντο προφρονέως : θάρσος γὰρ
6267140 ποτιδερκεται
λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα ! ! : Ἀστυμέλοισα
ἣν ἀγορεύων . ὡς δ ' ὅτ ' ἀοιδὸν ἀνὴρ ποτιδέρκεται , ὅς τε θεῶν ἒξ ἀείδῃ δεδαὼς ἔπε '
6231072 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ
6216845 κρατερον
' ὡς οὖν ἐνόησε Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης , κρατερόν ῥά ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος . στῆ
Ἠϊόνι , Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς , λιμόν τ ' αἴθωνα κρατερόν τ ' ἐπάγοντες Ἄρηα πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην .
6184296 ἐγχος
Καλῶς ἔλεξας : ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ ; Κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι
[ [ ] φιλειπόλε - [ μο - ] καλὸν ἔγχος ? [ [ ] άων διά τ ' ὀγ
6143744 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
6129120 τοξον
, φορτίου ζώνην ἶρις δ ' ἔλαμψε , καλὸν οὐρανοῦ τόξον καὶ πίσσαν ἑφθήν , ἣν θύραι μυρίζονται ὣς οἵ
μου τῆς ψυχῆς ἄλλος πόλεμος κάθηται . στρατιώτης με πορθεῖ τόξον ἔχων , βέλος ἔχων . νενίκημαι , πεπλήρωμαι βελῶν
6085088 ἑον
νεύουσι παλιγνάμπτοισιν ἀκωκαῖς . ἔξοχα δ ' αὖ τόδε φῦλον ἑὸν δόμον ἀμφαγαπάζει ἠθαλέας τ ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπεσσι
τε πολυχρύσου Ἀφροδίτης . ἣ δὲ καὶ ὣς κατὰ θυμὸν ἑὸν τίεσκεν ἀκοίτην , ὡς οὔ πώ τις ἔτισε γυναικῶν
6068172 ἱει
σὴν κάτω διήσει . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον .
. . . . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ Πλειάδων ἔχων δρόμον .
6048050 ὀφθαλμοισιν
, ὢ πόποι , ἦ φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ τεῖχος ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι : ἐμὸν δ ' ὀλοφύρεται ἦτορ . ἐγὼ
Αἰολεῖς ἀναπληροῦσι τίος λέγοντες , ὡς παρὰ Σαπφοῖ . τίοισιν ὀφθαλμοῖσιν , ἀντὶ τοῦ τίσιν . Πάλιν ἀποροῦσί τινες λέγοντες
6043826 ἐσθλον
Ψ , , Ε . ἴκμενον οὖρον ἵει . . ἐσθλὸν ἑταῖρον . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἑταῖρον
Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη : Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ἐσθλὸν ἐόντα , δουρὶ δ ' ὑπειρέβαλον Φυλῆά τε καὶ
6042989 αὐτως
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις
6042426 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
6017088 κυκεω
γινόμενον , οἷον Ἀπόλλωνα Ἀπόλλω , Ποσειδῶνα Ποσειδῶ , κυκεῶνα κυκεῶ , δῶμα δῶ : συγκοπὴ δέ ἐστι τὸ πάθος
ξυνέδηϲά ϲ ' , ἀλλ ' ὁ ξένοϲ ὁ τὸν κυκεῶ [ πιών . δίκαια [ ] ? δῆτα ταῦτα
6011575 μολεν
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
5986787 εὐρυ
' ἂν φῇ τὸ στόμα μαλθακὸν εἶναι καὶ φαρκιδῶδες καὶ εὐρύ : καὶ ἢν ἑλκωθῇ , καὶ ὁλοφλυκτίδες ἔωσιν ,
Ἀρδουήνων καὶ Μαρκομήδων , καὶ τὴν Ἀνθεμουσίαν , χωρίον Περσῶν εὐρύ τε καὶ εὔγαιον : Σελεύκειαν τε καὶ Κτησιφῶντα καὶ
5980564 λααν
, λάθρη δ ' ἐμπελάει , μέσσῳ δ ' ἐνεθήκατο λᾶαν ὀστρέῳ : ἔνθεν ἔπειτα παρήμενος εἰλαπινάζει δαῖτα φίλην :
πυρίγληνοι θέσαν ἵπποι Ἠελίου : καί κέν τις ἐπιψαύων ἐρίσειε λᾶαν ἔχειν ἐνὶ χερσίν , ἔχει γε μὲν αἷμα πεπηγός
5975118 δουρι
δὲ τὸν ποταμὸν ὁ ποιητής : „ Σάτνιον οὔτασε ” δουρὶ Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς ἀμύμων „
ἐρικυδέος Ἠετίωνος Θήβης ἐν δαπέδοισι , καὶ ὡς Κύκνον ἔκτανε δουρὶ υἷα Ποσειδάωνος ἰδ ' ἀντίθεον Πολύδωρον καὶ Τρωίλον θηητὸν
5971540 βαλεειν
κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν . . Ο . ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα
κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω , δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης , ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται
5962360 γουνων
Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί ' ἔκηαν , ἦ γούνων λίσσοιτο προσαΐξας Ὀδυσῆα . ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο
βοείην , Τηλέμαχον δ ' ἄρ ' ἔπειτα προσαΐξας λάβε γούνων καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ ὦ
5947274 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
5931955 τοιον
ἀρετῆς , παντάριστε , παναυγέος ἠδέ τ ' ἀρίστης , τοῖον ἔπος κατέλεξον ? ἕως παρεμύθετο θυμός ? ? ?
πάντων ταῦρος : ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι : τοῖον ἄρ ' Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ ἐκπρεπέ '
5931386 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
5925646 φαινων
ἔργων : ὃς δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων ,
τε φέρεται καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ λοιποὶ πλάνητες , φαίνων τε ὁ τοῦ Κρόνου προσαγορευόμενος , ὡς δέ τινες
5922820 καρηατι
γε κορσήεντα λίθον κλύεν , οὕνεκα μιχθεὶς δριμέϊ σὺν σκορόδοιο καρήατι , τοξευτῆρα ἠπεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . Τὸν
δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας , ἄνθεα ποίης , ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη : ] ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην
5912790 σιγα
σῖγα ἐπίρρημα καὶ τὸ γα βραχὺ ὡς εἴρηται . Ξ σίγα ] σιώπα . τῶνδ ' ] ὧν ἀκούεις .
ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα , καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα , καὶ
5897564 πεπαρμενη
ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν , ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς , πρίν γ ' ἠὲ ξυμβλήμεναι
τοῦ δυνατωτέρου κακῶς . ΕΛΕΟΝ γὰρ , φησὶ , γναπτοῖσι πεπαρμένη ἀμφ ' ὀνύχεσσι Μύρετο : τουτέστιν ἐλεεινόν . Τὸ
5892658 βροτον
παῖδας ἔτεκεν ἵππον καὶ βροτὸν ἵππον μὲν τὸν Πήγασον , βροτὸν δὲ τὸν Χρυσάορα . τὸ δὲ ἑξῆς ὠδῖνας τόκων
μῦθος ὅδ ' ἔπλετο πᾶσιν ἀλαθής : ἢν μὲν γὰρ βροτὸν ἄλλον ἢ ἀθανάτων τινὰ μέλπω , βαμβαίνει μοι γλῶσσα
5891360 χρυσειον
παρέστια πικρὰ γένεθλα . ἀλλ ' ἐπεὶ οὖν περόωντο μετὰ χρύσειον ἄεθλον Ἀργώης ἐπὶ νηὸς Ἰήσονι συμπονέοντες παῖδε Βορειόνεω Ζήτης
φηγοῖο πέριξ κλαδεῶσιν ἐρυμνόν , ἐν δ ' ἄρα οἱ χρύσειον ἐπεκρέματ ' ἔνθα καὶ ἔνθα ὅρπηκος ταναοῖο δέρας ,
5880470 αἰετον
μέσον διὰ κίον ' ἐλάσσας : καί οἱ ἐπ ' αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον : αὐτὰρ ὅ γ ' ἧπαρ ἤσθιεν
αἰόλον ἵππου , θαύμασαν ἀμφιχυθέντες , ἅτ ' ἠχήεντες ἰδόντες αἰετὸν ἀλκήεντα περικλάζουσι κολοιοί . τοῖσι δὲ τετρηχυῖα καὶ ἄκριτος
5880124 σακος
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν Αἴαντα , κἂν ἐκ βύρσης φέρῃ σάκος : ἀμφότερα δὲ ἀριστευτικὰ καὶ ἐκπληκτικὰ ὁμοίως ἡ ἀρετὴ
δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ ' ὑπέρπτατο
5878590 καρη
καὶ ἀμείβετο μειδιόωσα : “ Ἴστω νῦν τόδε σεῖο φίλον κάρη ἠδ ' ἐμὸν αὐτῆς : ἦ μέν τοι δῶρόν
ἄμφω κέρσε τένοντε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην
5878349 νιν
νικήσαντα ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ , ἤτοι τῇ αὐλητικῇ , νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα : ἥντινα τέχνην ἐφεῦρεν ἡ
νὶν καὶ τὸ γένειον ὅλον καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ
5875801 τυτθον
τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων . Ἀλλ ' ἢ τρίορχος
, ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' αὖ πύματόν με
5871333 τροχαλον
Ἀλλὰ Νότος μόχθησε φορεύμενος αἴθοπι κέντρωι : καὶ γὰρ ἀγηνορέων τροχαλὸν σκίρτημα τινάξας , ταρσὸν ὀπισθιδίων σκελέων διδυμάονα πήσσων ,
τὰς αἶγας δυσρίγους εἶναι , ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα . τροχαλὸν δὲ γέροντα : ἐκ μεταφορᾶς τοῦ τροχοῦ : ἐπικαμπῆ
5867090 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
5845472 βαλεν
μὲν ἁμαρτῇ δούρατα μακρὰ ἐκ χειρῶν ἤϊξαν : ὃ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών , αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ '
. ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι κακὴν βάλεν , οὐδέ τις ἔτλη μεῖναι ἐναντίβιον : περὶ γὰρ
5842895 ἀνερος
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα
5842385 ἠτορ
μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά φασιν : οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον , ἀλλ ' ἀλαλύκτημαι . ἔστιν οὖν ἀτακτῶ
τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ
5841738 θρασυν
πρὸς μὲν τὸν δειλὸν θρασὺς φαίνεται , πρὸς δὲ τὸν θρασὺν δειλός . ὁμοίως δὲ καὶ ὁ σώφρων πρὸς μὲν
Μεγαλοσσάκεα Φλογίον τε , Οἰνεΐδης δ ' ἐπὶ τοῖσιν ἕλε θρασὺν Ἰτυμονῆα ἠδὲ καὶ Ἀρτακέα , πρόμον ἀνδρῶν : οὓς
5840767 στεναχων
πάτρην δυσμενέων παλάμῃσιν ἐρειπομένην τις ἴδηται . Ἦ ῥα μέγα στενάχων Γανυμήδεος ἀγλαὸν ἦτορ . Καὶ τότ ' ἄρα Ζεὺς
' ᾖ οὐδέτερον πληθυντικόν , ὡς τὸ „ πυκνὰ μάλα στενάχων „ . διὸ καὶ προπερισπαστέον φησίν . οἱ δὲ
5837898 τεκος
ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης
δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν
5835630 ἠεν
ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν , ἀλλ ' ἀνδρὸς θείοιο
ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς : αὐτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός , . , + ,
5834576 ὀνυχεσσι
σώματι κύρσας , ὅς τε μάλ ' ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσσας ὅττι τάχιστα μελίφρονα θυμὸν ἀπηύρα : ἐμ μένεος
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωὸν ἔτ ' ἀσπαίροντα , καὶ οὔ πω
5833310 αἰετος
κα περκνὸς ζ αἰχμητὴς θ χάρων πτεροῖσι κβ χέρσον κη αἰετὸς η διαγράφων λ ῥαιβῷ λβ τυπωτὴν λα τόρμαν κθ
δύεται σημεῖα καὶ ἑπτάποροι Πλειάδες αἰθέριαι : μέσα δ ' αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται . ἔγρεσθε : τί μέλλετε ; κοιτᾶν
5826700 ὀϊστον
ἄλγος . τλῆ δ ' Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν , εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνὴρ υἱὸς Διὸς αἰγιόχοιο ἐν
μετὰ Παφλαγόνεσσι : τοῦ ὅ γε χωόμενος προΐει χαλκήρε ' ὀϊστόν . ἦν δέ τις Εὐχήνωρ Πολυΐδου μάντιος υἱὸς ἀφνειός
5822205 ἐμμελεως
συρίγγων κοϊλώτερα στήθεα χρισάμενος μύρωι ; σὲ γάρ φη Ταργήλιος ἐμμελέως δισκεῖν πολλὰ δ ' ἐρίβρομον Δεόνυσον , ἀλλ '
τροχαϊκῆς ἐποίησαν , οἷον Κρῆσσαι νύ ποθ ' ὧδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὠρχεῦντ ' ἀπαλοῖς ' ἀμφ ' ἐρόεντα βωμόν
5818609 στερνοισι
δ ' ὁμοῦ βεβαῶσι Κρόνος τετράγωνος ὁρῆται , τῆμος ἐνὶ στέρνοισι χολὴ ζείουσα μέλαινα ἀνθρώποις παρέπλαγξε νόον , λύσσαν τ
Καὶ τὰ μὲν ὡς ἐσάκουσαν ἐριγδούπου Κρονίδαο , τλῆσαν ἐνὶ στέρνοισι καὶ οὐ βασιλῆος ἔναντα μῦθον ἔφαν : μάλα γάρ
5806680 ἀργυρεον
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
5805089 βριαρον
ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα . Κνημῖδες δ '
πειθώ τινα καρτερόθρουν ] ? ? [ ] ? ? βριαρόν ? [ τε ] φῶτ ' ἀποτρεψομένην ] ?
5803655 γλυκερον
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ '
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ '
5794393 ἐμησατο
νυκτερίους δὲ δόλους , νυχίην πανεπίκλοπον ἄγρην , Ὠρίων πρώτιστος ἐμήσατο κερδαλεόφρων . τόσσοι μὲν θήρης κρατεροὶ πάρος ἡγεμονῆες .
, μητρὸς δέ , ἥτις ἐπ ' ἀνδρὶ τοῦτ ' ἐμήσατο στύγος . βάρος ] τὸ βάρος φίλον πρώην .
5791987 ἀδινον
. καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἰσχνόν : „ ἀμφ ' ἀδινὸν κῆρ „ . καὶ τὸ ἠρέμα : ” ἀδινῶς
ἤδη καὶ πυλαωρὸς ἐέλδετο , καί τινα παίδων μητέρα τεθνεώτων ἀδινὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυπτεν , οὐδὲ κυνῶν ὑλακὴ ἔτ
5791351 ποδωκεος
: τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες ἀμφ ' ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο ῥώοντ ' : ἐν δ ' ἄρα τοῖσιν
γ ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον ἀλλ ' ἐδάμη ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο ἐν ποταμῷ : χρυσὸν δ ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε
5776884 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
5774475 ἠλθ
ἀύτα Δαρδάνιον ] πέδιον κατῆχε : Αἴας δὲ λύσσαν ] ἦλθ ' ὀλόαν ἔχων ἐς ναῦον ] ἄγνας Πάλλαδος ,
γὰρ ν ? [ ὑπὸ μητρυῶν τε καὶ [ οὐκ ἦλθ ' ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [
5770670 ὀσσε
παραλαμβάνεται , ὡς ἐν τῷ Ν αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ : φανερὸν δὲ ὅτι τὸ ἀντί τινος παραλαμβανόμενον
. εἰ γάρ τις ἀντὶ τοῦ αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ ἀντιθῇ τὸ Ζεύς , οὐ συνάξει τοὺς δύο
5770612 ἐχεφρονα
. Καὶ τότε δὴ θεράπων ἐρικυδέος Εὐρυπύλοιο τύψε Θόαντος ἑταῖρον ἐχέφρονα Δηιοπίτην ὤμου τυτθὸν ἔνερθε : περὶ κραδίην δέ οἱ
λίμνης , τὸν βάτραχον ἔφθειρεν εἰπὼν καὶ λόγον : Τὸν ἐχέφρονα μηδεὶς ταράττῃ λόγος , ἀλλ ' ἀνδρεία , φρόνησις
5765534 ἐρασσατο
οἱ κλέος ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ : τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν , ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ
ἐφ ' ἡμετέρῃ δὲ γενέθλῃ : δελφὶς ὥς ποτε παιδὸς ἐράσσατο νησαίοιο : νήσῳ δ ' ἐνναίεσκεν , ἀεὶ δ
5763285 βελος
θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] αἱ
τὸ δέρμα δὲ ὅταν ᾖ περικείμενον τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ βέλος παρεκτρέπει . ὅτι εἰ πυκνὰ διατρήσας τὸ δέρμα τῆς
5759362 πελασεν
παρεπομένων τοῦ ἕλκε δ ' ὁμοῦ καὶ νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν συνίστησι τὴν ἔντασιν γεγενημένην , εἶθ ' ἑξῆς λέγει
ἀκουστέον , ἐμπεσεῖν ταῖς ναυσίν . . ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσιν , νήπιος , οὐδ ' ἄρ '
5759179 κηρ
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ .
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ
5750469 ἀμπλακιης
πέτρᾳ προσηλῶσθαι τοῦτό φησι . . χειμαζόμενον ] πάσχοντα . ἀμπλακίης ] τίνος ἀμπλακίας ἤγουν πταίσματος κολάσεως ὀλέκῃ καὶ φθείρῃ
, κακόπτερε Μοῦσα θανόντων , φωνῆς ἡμετέρης , σῆς τέλος ἀμπλακίης : ἄνθρωπον κατέλεξας , ὃς , ἡνίκα γαῖαν ἐφέρπει
5747523 θοον
δ ' ἠύτε πόντος ἀπείριτος ἠὲ θύελλα ἢ πυρὸς ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι
λέγεται καὶ ὁ Βοῤῥᾶς ὁ φέρων ζωὴν καὶ ἄνεμος . θοὸν μένος : ἡ ταχεῖα δύναμις . θοόν : ὀξὺ
5745099 ὀκριοεντι
δ ' Ἄργος εὐκόσμως : καὶ δή μιν ἐπ ' ὀκριόεντι κολωνῷ ἵδρυσαν , φηγοῖσιν ἐπηρεφὲς ἀκροτάτῃσιν αἵ ῥά τε
δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ἐπικλῆα μεγάθυμον μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών , ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας παρ
5743931 ἐχ
, ποῖ ποῖ ποῖ πέτει ; Μέν ' ἥσυχος , ἔχ ' ἀτρέμας αὐτοῦ : στῆθ ' : ἐπίσχες τοῦ
ἆ ] ἐπιτιμητικὸν ῥῆμα . ἐπίρρημα ἐπιτιμητικόν πόνηρε ] ἄθλιε ἔχ ' ἥσυχος ] “ ἔσο ” ἀττικόν , ὥσπερ
5743598 κειτο
ζυγόν , ἡνία δέ σφι σύγχυτ ' , ἐπεὶ δὴ κεῖτο παρήορος ἐν κονίῃσι . τοῖο μὲν Αὐτομέδων δουρικλυτὸς εὕρετο
γ ' ἔτι βόσκοι : τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος . τὸν δ ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι
5743086 τερας
δὲ πυρὰ πρώτης μὲν φυλακῆς ἐκκαῦσαι σφοδρότερον , δευ - τέρας δὲ ἐλαττότερον , τρίτης δὲ μικρὰ παντάπασιν ὡς τὴν
Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκουσιν , μάκαρες δ
5742615 βη
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον . [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ
ἐπὶ θαλάττῃ ποιεῖ τὸ ἱερόν ” ἐκ δὲ Χρυσηὶς νηὸς βῆ ποντοπόροιο „ : τὴν μὲν ἔπειτ ' ἐπὶ βωμὸν
5737371 φατο
περ τυτθή γε παραίβασις ἔσσετ ' ὀλέθρου . ” Ὧς φάτο : τὴν δὲ Θέτις τοίῳ προσελέξατο μύθῳ : “
σίνονται : ἐγὼ δ ' ἰάχοντος ἄκουσα . ” Ὧς φάτο : τῷ δ ' ἀίοντι κατὰ κροτάφων ἅλις ἱδρώς
5731671 βροτῳ
τοῦ ἀνθρώπου . βρέτας κυρίως τὸ τοῦ ἀνθρώπου εἴδωλον τὸ βροτῷ ὅμοιον , ὡς καὶ δείκελον τὸ ἴκελον τῷ Διί
ἑαῖς πολυμηχανίῃσι τελοῦντας . Ζηνὸς δ ' ἐν καθύγρῳ ζώῳ βροτῷ ὡρονομοῦντος ἢν Φαίνων ἐφέπηται , ἁλίπλαγκτόν περ ἔθηκαν ἐμπορίῃ
5731146 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
5728013 χροα
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν
5720907 ἁλιον
. τὶς τῶν σὺν αὐτῷ ἔφη „ εἶδον βασιλεῦ τὸν ἅλιον ” . ἀφ ' οὗ ὠνομάσθαι τὴν πόλιν .
ῥα καρηβαρέων τοῖον ποτὶ μῦθον ἔειπεν : Ἦ ῥ ' ἅλιον Δαναοὶ στρατὸν ἐνθάδε πουλὺν ἄγειραν , σχέτλιοι , οὐδ
5716895 ἁδυ
τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν :
καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων
5716320 σειων
Σωτάδεια διὰ τὸ μαλακώτερον : σκήλας καύματι κάλυψον , καὶ σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον ἀντὶ τοῦ σείων
ἄλλοις εὑρίσκεται μέτροις , ὡς παρὰ Σωτάδῃ ἐν τῇ Ἰλιάδι σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον , ἐν δὲ
5714773 ὁγε
' ὕπερθεν νηίου ἀφλάστοιο μετήορος ἀίξασα : τὸν δ ' ὅγε , κεκλιμένον μαλακοῖς ἐνὶ κώεσιν οἰῶν , κινήσας ἀνέγειρε
δ ' ἑὸν σφετέροισι κασιγνήτοισιν ὄπασσε : βῆ δ ' ὅγε Μαιναλίης ἄρκτου δέρος ἀμφίτομόν τε δεξιτερῇ πάλλων πέλεκυν μέγαν
5713416 ἐβλυσεν
Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα ῥοητόκον ἴκμιος Ὥρη ,
κέρσε , μέλαν δέ οἱ αἷμα δι ' ἕλκεος οὐταμένοιο ἔβλυσεν ἐσσυμένως : ὃ δ ' ἄρα στενάχων ἀπόρουσεν εἰσοπίσω
5711098 αἰνον
ὑπὸ Ἱέρωνος ἀπὸ Συρακουσῶν ὑπεδέξατο ὁ Θήρων . . . αἶνον : τοῦτο αὐτὸ τὸ τῆς εὐδοξίας ἀγαθόν . οὐ
κακοῦ δ ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή . Νῦν δ ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ
5708077 λαξ
παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα , οὗ μέλλων λήξω , λὴξ λὰξ , τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι
ἦν δ ' ἐγώ , ” ἔδωκεν ἀμηγέπη δίκην ἢ λὰξ πατήσας ᾤχετο ; “ ” Καὶ μὴν ἐκεῖνός γε
5705088 πετρον
: τὸν λιθοβόλον . Λυκόφρων : λευστῆρα πρῶτος οὕνεκεν ῥίψας πέτρον . Λευρόν : τὸ λεῖον καὶ πλατύ : ἀπὸ
ὡς ἀνδριὰς ὁ Διομήδης ; ἐκβαλὼν ἀπὸ τοῦ πλοίουαὐτοῦ δηλονότιτὸν πέτρον καὶ τὸν λίθον τὸν ἑρματίτην καὶ ἐξισωτὴν τοῦ πλοίου
5703551 Ἀμφιτρυωνιαδας
σκιαζομένων . ἐκόμισεν . . Κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α γίνεται Ἀμφιτρυωνιάδας διὰ τὸ μέτρον . τὸ γὰρ ἀκόλουθον Ἀμφιτρυωνίδας ἐστίν
! πυκινὰν [ ] ρον ἀνδρῶν [ ] κρατὴς [ Ἀμφιτρυωνιάδας ] [ ] [ ] νθ ' ἀπὸ τειχέων
5698972 λεχος
, ἀλλ ' ἐχόλωσε καὶ οὐκ ἐθέλοντα φονῆα καὶ ξυνὸν λέχος ἔσχεν ὀφειλόμενον παρακοίτῃ . πολλαὶ δ ' ἠλιτόμηνα καὶ
σαφῶς γε τὴν κακῶν προμνήστριαν , τὴν δεσπότου προδοῦσαν ἐξαυδᾶι λέχος . ὤμοι ἐγὼ κακῶν : προδέδοσαι , φίλα .
5698343 κρατα
ἐπὶ οἷ πελέμιξεν : ὁ δ ' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν
ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ σπεῦδον ἀποφθίσασθαι ἑῆς
5698237 λασιον
αἰχμητάων . : Ρ . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι οὗτός
τοῦτον ἀποθέσθω , ὦ Ἑρμῆ , βαρύν τε ὄντα καὶ λάσιον , ὡς ὁρᾷς : πέντε μναῖ τριχῶν εἰσι τοὐλάχιστον
5696959 ἁγνον
παρὰ Περσεφόνης ἱεροῖσι δόμοισιν ἰαύων κοιμίζει τριετῆρα χρόνον , Βακχήιον ἁγνόν . αὐτὸς δ ' ἡνίκα τὸν τριετῆ πάλι κῶμον
ἔρρειν τοῦδ ' ἀπόξενος πέδου . ἀλλ ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας , γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ
5696866 δεξιτερῃ
καὶ ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ
τε θέειν σθεναρόν τε μάχεσθαι . καὶ δ ' ἄρα δεξιτερῇ μὲν ἐπικραδάοιεν ἄκοντας ἀμφιδύμους ταναούς , δρεπάνην δ '
5692545 ἀμφαδον
πλεονασμῷ τοῦ μ διὰ τραχύτητα ἀμφασία . . . . ἀμφαδόν καὶ ἀμφαδίην : φανε - ρῶς : φαίνω φανδόν
παίζουϲι , ὀρχῶνται νυκτὸϲ καὶ ἡμέρηϲ , καὶ ἐϲ ἀγορὴν ἀμφαδόν , καὶ ἐϲτεμμένοι κοτὲ ὅκωϲ ἐξ ἀγωνίηϲ νικηφόροι ἔαϲιν
5690733 οἰμωξας
νηῒ μελαίνῃ . ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν '
ὀστέον ἤλυθ ' ἀκωκή : γνὺξ δ ' ἔριπ ' οἰμώξας , θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε . Πήδαιον δ '
5688186 παρος
' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον
δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι .
5687120 τετυγμενον
' ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ ' ἵκανε ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν θάλαμοι ξεστοῖο
χερσίν τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνον , ἄνευ ψόγου τετυγμένον . τοῦτο ἐπίστασαι τὸ ᾆσμα , ἢ πᾶν σοι
5683629 θηρ
τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις
. ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς
5682794 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
5680778 ἀντιον
λαμπροί , βλέφαρα ἐκπεπετασμένα παχέα , παχύπους , παχύρρινος , ἀντίον ὁρῶν , ἄνω τείνων ἑαυτόν , πυρρὸς τὴν χροιάν
, ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί ,

Back