μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα | ||
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . . |
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν | ||
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν |
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται . | ||
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ |
γὰρ λέγεις . ἃ καὶ ποήσω καὶ δέδοκταί μοι πάλαι ἱδρώς , ἀπορίανὴ Δί ' εὖ γ ' ὦ Μυρρίνη | ||
τὸν ὕπνον ἐκπέττειν : ἐκ ξηροῦ δ ' οὐκ ἔστιν ἱδρώς . Ἄτοπον δ ' ἂν ἐκεῖνο δόξειε καὶ ὥσπερ |
ἀκούσιος ἐπαιρομένων τε καὶ καταφερομένων τῶν παλλομένων μερῶν . ἢ παλμός ἐστι μὲν διαστολὴ παρὰ φύσιν , ἐν ἅπασι δὲ | ||
τέλους συλλαβὴν εἰς Λ καταλήγουσαν ὀξύνεται . ὀφθαλμός τιλμός ψαλμός παλμός ἰνδαλμός . τὸ δὲ Ἄλμος τὸ κύριον καὶ τὸ |
ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ ' ἕτεροι γλαφυρῆς ἀπὸ γαστέρος ἔρρεον ἵππου , τευχησταὶ βασιλῆες , ἀπὸ δρυὸς οἷα | ||
λίχνον ἐν θηρσὶν γένος , λύκοι , κόρον σπεύδοντες εὑρεῖν γαστέρος , βαίνουσιν ὀργῇ καὶ κενώσει κοιλίας πρὸ τοῦ φθάσαι |
καὶ ὑποπίμπραται τὰ τῶν κνημῶν , καὶ ἐπανθεῖ ταῖς παρειαῖς ἔρευθος , καὶ βραχεῖα μὲν τῶν οὔρων ἔκκρισις γίγνεται , | ||
καὶ ἦν θαυμαστὸς οἷος ὁ χαλκός : ἰδόντι μὲν γὰρ ἔρευθος ἀπέστιλβεν ἐξ ἄκρων βοστρύχων αἰρόμενον , ἁψαμένῳ δὲ ἡ |
γὰρ ποτὶ βυσσὸν ἴῃ θοὰ κύματα τέμνων , δὴ τότε πουλὺς ὅμιλος ὁμαρτῇ ποντοπορεύων ἰχθυόεις ἕπεται , κατὰ δ ' | ||
διετέλεσεν , ἕως ἀπέθανεν : ἐν δὲ τῇ ἀρτηρίῃ ψόφος πουλὺς ἐνῆν , καὶ ἱδρῶτες πονηροὶ , καὶ ἐμβλέψιες ἐμφρονώδεες |
χολῆς . λέγει οὖν Ἱπποκράτης , ὅτι τὸ ξανθοχολικὸν καὶ ὕφαιμον σῶμα μελαγχολικὸν , ἐὰν μὴ ἔχῃ ἐξερώσιας τουτέστι κενώσεις | ||
, γονοειδές : ἄγρυπνος ἁπάσας : μετὰ τὴν ἕκτην οὖρον ὕφαιμον . Τῷ Ἀντιφάνους , χειμῶνος , ἄλγημα πλευροῦ δεξιοῦ |
οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
κακὸν δ ' ἀποήρυγε δειρῆς , σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα | ||
ταῦτα ὄψομαι , ἀλλά με δεῖ τυρῷ καὶ μάζῃ ὀτρηρῇ νηδὺς δ ' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' |
σηπίη , ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς ἐντρέφεται βαιὸς μὲν ἀτὰρ βλαπτήριος ἰχώρ . κέντρα δὲ πευκήεντα μετ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο κωβιός | ||
ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . |
γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ | ||
, ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν |
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ | ||
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος |
ἀνὴρ εὐεργὲς ἀείρας κόλπον ἐπιπροέηκε καὶ ἄσπετον ἔσπασε θήρην , ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας . Σηπίαι αὖ δυσέρωτες ἐπὶ πλέον | ||
' ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης εὐρείης ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ ῥηϊδίως , ὡς εἴ τε κατὰ ῥόον : οὐδέ τις |
: βούλω βαρύνεται . τὸ δὲ οὐλῶ περισπᾶται , ὅτι οὐλή , καὶ τὸ δουλῶ , ὅτι δοῦλος . Τὰ | ||
σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ οὐλή , περιθέων δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν βιοτὴν ἔχων ἔοικε |
τεὸς ἵκετο φεύγων , δῆμον ὑποδδείσας ; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην , οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ | ||
τε ἐκτείνηται ἐάν τε συστέλληται : ⌊ ὡς παρὰ Ἀνακρέοντι λίην δὲ δὴ λιάζεις ⌋ . λῆμα καὶ λῆμμα διαφέρει |
τοῦ χλωρά . μεταπεποίηκε δὲ ἐκ τοῦ Νουμηνίου οὕτως : ὑπόχλωρόν γε μὲν ἕλκος κυκλαίνει : τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν | ||
χαλκίδ ' ἐκείνην αὕτως ἀμπείραις ὀλίγην καὶ μαινίδα [ ] ὑπόχλωρόν γε μὲν ἕλκος κοιλαίνει , τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν |
βοὴ , καὶ ἡ μεταβολὴ ἡ εἰρημένη παρηκολούθει ἐς τὸ κῶμα : ἤκουεν ἀνωμάλως , τὰ μὲν σφόδρα καὶ εἰ | ||
καὶ σαίνω γίνεται : κῶ τὸ ὑπνῶ , ἐξ οὗ κῶμα ὁ ὕπνος : κείω , οὗ ὁ μέλλων κείσω |
: τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
δὲ ἰδόντες λίθοι ἐγένοντο , καὶ διὰ τοῦτο λυγρὸν καὶ ὀλέθριόν φησιν ἔρανον . . . . . . Ταῦτα | ||
. ἐὰν οὖν πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ ταῦτα συνέλθωσιν , ὀλέθριόν ἐστι καὶ δεῖ προλέγειν τὸν θάνατον . Ἢν μὲν |
γὰρ ἔχω τόδε καρτερόν , ἀμφὶ δέ μοι χεὶρ ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει | ||
μίξῃ ῥοδόεντος ἐλαίου κόψας ἐκ πυρὸς ὀπτόν , ἐν αὐχενίαις ὀδύνῃσιν ἄλκαρ ἄγει : μέλιτος δὲ μετὰ γλυκεροῖο κερασθεὶς ὕδατος |
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ | ||
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων |
. ἄπυρον πινακίσκον : καινόν , μήπω πυρὶ προσενηνεγμένον . ἀλέα : ἡ θέρμη . ἀλεαίνοιμι : ἀντὶ τοῦ ἀλεαινοίμην | ||
δέκα καὶ ὀροβίου χοίνικα καὶ θαλάσσης κοτύλας εἴκοσι , πυριῆσαι ἀλέα πουλὺν χρόνον : ἔπειτα φακίον ποιῆσαι , καὶ μέλι |
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ | ||
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ |
ἄρ ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε | ||
εὐκλεΐσας , πολλὰ διὰ στέρνοιο καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης καὶ διὰ θώρηκος πρόσθεν ἐληλάμενος . τὸν δ ' ὀλοφύρονται μὲν ὁμῶς |
αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
, κωλύσει , οἷον κεφαλή ἀκέφαλος , ψυχή ἄψυχος , ὀδμή ἄοδμος , σοφία ἄσοφος : οὕτως οὖν καὶ ἐκ | ||
δριμεῖα λέγεται καὶ ἰσχυρὰ καὶ μαλακὴ καὶ γλυκεῖα καὶ βαρεῖα ὀδμή : κοιναὶ δ ' ἔνιαι τούτων καὶ τῶν κακωδῶν |
ἐκπροφύγοι : πολλοὶ δὲ καὶ ἐς βιότοιο τελευτὴν εἰλλάδας ἀργαλέας γυίων ἐφόρησαν ὕπερθεν . ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι | ||
σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας |
τῷ πάθει οἱ ἐνεχόμενοι . ὦχρος , χροὰς , χροὸς ἄχροος : καὶ ὑπερθέσει τοῦ ο ἄοχρος : καὶ συναλοιφῆ | ||
φωνήν . Ἡρακλείδης . Ὦχρος . χροῦς , χρὸς , ἄχροος . ἐστὶ δὲ ὁ κακόχρους ὑπέρθεσιν τοῦ ο , |
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς | ||
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ |
. Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον , κάκιστον μὲν , εἰ παρ ' ἅπαν εἴη | ||
καὶ ἐς οὖς ἀριστερόν : καὶ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐπώδυνον : μυξώδεα αἰεὶ ἐχώρει ἐπιεικῶς ξυγκεκαυμένα : καὶ θέρμη |
ἐξορμήσεις . ἐν γυιοδάμαις δὲ , τοῖς ἀθληταῖς τοῖς τὰ γυῖα τῇ γυμνασίᾳ καταπονοῦσιν , ἢ τοῖς καταπονοῦσι τὰ τῶν | ||
. γάνος . . . : γάνος ἀπὸ τοῦ τὰ γυῖα ἰαίνειν λέγεται : τὸ μέλι , τὸ ὕδωρ , |
τόκου καθάρσιος γινομένης μετρίης ἡ γαστὴρ μένῃ , ἢ καὶ φυσᾷ ἀποκεκλεισμένη καὶ ὀδυνώδης γίνηται , ἤν τε ξὺν πυρετῷ | ||
- κος φυσᾷ καὶ ἐκταράσσει καὶ τὴν κοιλίην ὑπάγει : φυσᾷ μὲν ὅτι θερμαίνει , ὑπάγει δὲ ἐκ τοῦ σώματος |
τὸ σκευάζειν . τὸ ἐπιβουλεύειν . καὶ τὸ τελειοῦν . ἆσαι σημαίνει βʹ : τὸ βλάψαι : „ ἆσέ με | ||
οὐ δώσω τὸ μηδεμίαν εἶναι πρεπωδεστέραν ἐλευθέροις ἄνεσιν τοῦ τὸν ἆσαι , τὸν δὲ κιθαρίσαι , τὸν χορεῦσαι ἐρώτων εἶναι |
' ὅτ ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο | ||
ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν . ἔϲτω δὲ |
παραλαμβάνεται , ὡς ἐν τῷ Ν αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ : φανερὸν δὲ ὅτι τὸ ἀντί τινος παραλαμβανόμενον | ||
. εἰ γάρ τις ἀντὶ τοῦ αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ ἀντιθῇ τὸ Ζεύς , οὐ συνάξει τοὺς δύο |
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων | ||
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . . |
, ἢ τεσσαρεσκαιδεκαταίοισι ῥύσιες ἐκ ῥινέων λύουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ τοὺς πυρετούς : ὁμοίως δὲ καὶ κοιλίης ῥύσις χολώδης | ||
. Ὣς τῶν ἀζαλέῃσι περικτυπέοντο γένεια ῥινοῖς : αἷμα δὲ πουλὺ κατέρρεεν : ἐκ δὲ μετώπων ἱδρὼς αἱματόεις θαλερὰς ἐρύθαινε |
τοῦ συνῆκται , ἔσφιγκται , πέπλεκται . πεδανὴ δέ οἱ οὐρή : καὶ γὰρ πεδανὴ λέγεται ἡ λεπτὴ οὐρὰ καὶ | ||
κύνεσσι πανείκελον ὠπήσαιο μείζοσι ποιμενικοῖς , λασίη δ ' ἐπιέσπεται οὐρή : ἡ δέ τε κυρτοῦται μεσάτην ῥάχιν , ἀμφὶ |
σπλὴν ἀλγύνει πολυώδυνος , ἀτρεμὲς ἴσχει πᾶν δέμας ἀχθήεντος ἀναπνεύσας καμάτοιο . σμαρίδες αὖ λεῖαι μυρμηκώεντα κάρηνα ῥηιδίως θαμινάς τ | ||
ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο , καὶ ὥρια δόρπα πάσασθαι ὕλης ἀγρονόμοιο , τά |
δὲ πῦον ξυνεστήκῃ , ὅ τε πόνος ὁμοίως ἔχει , βήξ τε γίνεται , καὶ ἐπαναχρέμπτεται πῦον , καὶ πνεῦμα | ||
. Τέλος δὲ κατάῤῥοος , καὶ ἀπόχρεμψις ἐπικατῆλθε , καὶ βήξ : ἡ δὲ ἀπόχρεμψις , παχέα καὶ ὠχρὰ πῦα |
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός | ||
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν |
ἀνάτριψις , ἴησις , πόνος , ἀργίη , ὕπνος , ἀγρυπνίη , πνεύμασιν ἄνωθεν , κάτωθεν , κοινοῖσιν , ἰδίοισι | ||
ὕδωρ ψυχρὸν καὶ πουλὺ , μετὰ ταῦτα ἐκείνης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνίη , δυσφορίη , ἄκρεα ψυχρά . τῇ δὲ ὑστέρῃ |
δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος , λόγων τι παιπάλημα καὶ κακὴ γλῶσσα , ἔγραψεν , οἷ ' ἔγραψ ' : ἐγὼ | ||
ὀξὺς , ὑποδάκνων πρὸς χεῖρα : δευτεραίῳ δὲ καρηβαρίη : γλῶσσα ἐπεκαύθη : ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα , οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν , ἀριστερὸς |
τῶν ὀρῶν : Εὐριπίδης καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . ὧς ὅγε μαιμώων : διόλου ὑγιὴς ἡ παραβολή . ταύρῳ γὰρ βεβλημένῳ | ||
: ὣς ἐπ ' ἐμοὶ λὶς αἰνὸς ἀπόπροθεν ἀθρόος ἆλτο μαιμώων χροὸς ἆσαι : ἐγὼ δ ' ἑτέρηφι βέλεμνα χειρὶ |
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν : | ||
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός |
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων | ||
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ |
ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη αἰὲν ἀτιμάζει , φιλέει δ ' ἀΐδηλον Ἄρηα . . . . “ | ||
ὅσαι στιχόωνται ἐπ ' ἀγρούς : καί σε γὰρ ἀθανάτων φιλέει νόος , ἐκ δ ' ἄρα βωμῶν ἠΰτε περ |
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών | ||
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν |
ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ | ||
καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ |
νεφέλας τε καὶ ἠέρα πᾶσαν ὕπερθε : νὺξ δ ' ἐχύθη περὶ γαῖαν , ἐπήχλυσεν δὲ θάλασσα : Ζεὺς δὲ | ||
πάλιν κατὰ τὸ προσταχθὲν τῇ βακτηρίᾳ τοὔδαφος παίσαντος φορὰ σκνιπῶν ἐχύθη καὶ ταθεῖσα καθάπερ νέφος ἅπασαν ἐπέσχεν Αἴγυπτον . τὸ |
: ἡ λιθώδης , λίθος ' . . . . ἀχλύς : σκοτία , λυπεῖν ' . . . . | ||
ἔχοντα λιαζόμενον ποτὶ γαίη κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ ' ἀχλύς : οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' ἔτλη δηρὸν |
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ | ||
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν |
, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο . τὸν μὲν ἐγὼν ὀδύνῃσι παραφρονέοντα βαρείαις νωσάμενος , πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι , | ||
ἑσπόμενοι δελφῖνος ἀτυζομένοιο κελεύθοις . ἀλλ ' ὅτε λευγαλέῃσι κακηπελέων ὀδύνῃσι κάμνῃ καὶ γλωχῖσι περισκαίρῃσι σιδήρου , δή ῥα τότ |
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει | ||
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι |
κυλίνδεται , ὑψόσε δ ' ἄχνη σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς : ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ ' ὑφ ' Ἕκτορι | ||
, καὶ ἐς βρόχον αὐτοὶ ἵενται , θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην |
φέρει , ἔνθα μέσην περὶ παῖδα λαβὼν ἀγκῶν ' ἐφίλησα δειρήν , ἡ δὲ τέρεν φθέγγετ ' ἀπὸ στόματος . | ||
ἐμμενέως : ὁ δ ' ἑλίσσεται ἀμφί τε γοῦνα , δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται |
μὴ ἐξανασταίη : ἦλθε γὰρ καὶ ἐς τὸ ἀριστερὸν τὸ οἴδημα , ἧσσον δέ : καὶ ἀπελειαίνετο ἐν τοῖσιν οἰδήμασι | ||
κατὰ τὸν σπλῆνα οἷον ἐπινυκτὶς ἐξ ἀρχῆς , ἔτι δὲ οἴδημα καὶ ἐρύθημα σκληρόν : μετὰ δὲ ἡμέρην τετάρτην πυρετὸς |
ὅτι πονηρὸν βρῶμα τυρός : πόνον γὰρ φέρει τῷ πληρωθέντι αὐτέου , ἀλλὰ τίνα τε πόνον καὶ διὰ τί καὶ | ||
λίθος ἐστίν . Οὗτος τῶν πρόσθεν θανατωδέστερος , καὶ ἐξ αὐτέου παῦροι διαφυγγάνουσι . Τοῦτον , ὁκόταν ὧδε ἔχῃ , |
δ ' ὁμοῦ βεβαῶσι Κρόνος τετράγωνος ὁρῆται , τῆμος ἐνὶ στέρνοισι χολὴ ζείουσα μέλαινα ἀνθρώποις παρέπλαγξε νόον , λύσσαν τ | ||
Καὶ τὰ μὲν ὡς ἐσάκουσαν ἐριγδούπου Κρονίδαο , τλῆσαν ἐνὶ στέρνοισι καὶ οὐ βασιλῆος ἔναντα μῦθον ἔφαν : μάλα γάρ |
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα | ||
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ |
αἱμορροῒς ἰὸν ἐνείη : τῆς γὰρ ὀδαξαμένης τὰ μὲν ἀθρόα πίμπραται οὖλα ῥιζόθεν , ἐξ ὀνύχων δὲ κατείβεται ἀσταγὲς αἷμα | ||
πεπέρεως ἢ σινάπεως , ἤγουν πυρακτοῦνται καὶ ἀναβράζουσιν . * πίμπραται : ὀγκοῦται * οὖλα : οὖλον ἡ συνέχουσα τοὺς |
τακτικώτατον τῶν ἡρώων τῶν καθ ' ἑαυτὸν γεγονέναι ; Ἔχιν ἐχίδνης οἳ μὲν τῷ γένει διαφέρειν , οὐ μέντοι τῇ | ||
εἶθ ' ἑκόντες τοῦτ ' ἀφέντες τὸ χεῖρον ὸ τῆς ἐχίδνης δηχθέντα αἰτιᾶσθαι , μηδεπώποτ ' αὐτὸς δηχθείς . ταῦτα |
τυτθὸν ἐπέχραε δέρμα βοείης . Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης | ||
, τὸ δ ' [ ἄπνοον ] ὑψόθι σῶμα οὐ πέσεν , [ ἀλλ ' ἐπέμεινε ] ? ? ? |
] : τοιῶνδε λέκτρων [ οὕνεκ ' εἰς ] πεδοστιβῆ ῥινὸν καθις ! ! ! ! [ ] ται . | ||
ὀφθαλμοὶ ἔξω φαίνονται . κζʹ . Σημεῖα θανατώδεα , ἀνὰ ῥινὸν θερμότερος ὁ ἀτμός . Ὅτι γέγονε τὸ νόσημα , |
, ἡ Μαιανδρίου τοῦ τυφλοῦ αὐτίκα χλωρὸν καὶ αὐτίκα πυῶδες ἔπτυσεν : περὶ ἕκτην , καὶ ἥπατος ζύμωσις , καὶ | ||
, καὶ παρ ' οὖς οὐ γενέσθαι , ὅτι πέπονα ἔπτυσεν . Ἡ Δημαράτου γυνὴ , πόδες καὶ ἐν τῇσι |
, ὠμοῖσιν : οὖρα μέλανα , σμικρὰ , λεπτά : πουλλὴ δυσφορίη : τὰ τῶν διαχωρημάτων ποικίλως : ἢ γὰρ | ||
ὑπῆλθε κακὰ , χλωρά : ἑβδόμῃ πρωῒ , ῥιπτασμὸς , πουλλὴ βοὴ , φλεβῶν σφυγμοὶ παρ ' ὀμφαλόν . Ἐν |
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα | ||
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα |
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ | ||
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι |
πειθόμενος εἵπετο , Ποπαίδιος δὲ πλησίον τῆς ἐσκευασμένης ἐνέδρας γενόμενος ἀνέδραμεν ἔς τινα λόφον ὡς κατοψόμενος τοὺς πολεμίους καὶ σημεῖον | ||
παθών . ὁ μὲν γὰρ κόσμος ἐπ ' ἐλάττονα οὐσίαν ἀνέδραμεν , ἀφαιρεθέντος αὐτῷ τοῦ σωματοειδοῦς , ἐφθάρη δ ' |
ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ | ||
εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα |
: πυρετὸς ὀξύς : οὖρα ὅμοια : ὑποχονδρίου πόνος : ἀσώδης : νύκτα δυσφόρως : οὐκ ἐκοιμήθη : ἵδρωσε δι | ||
ἐγένετο ἄγρυπνός τε καὶ ἄσιτος , καὶ διψώδης ἦν καὶ ἀσώδης . Ὤκει | δὲ πλησίον τοῦ Πυλάδου , ἐπὶ |
Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . Κεφαλὴ σμικρὴ , οὐδ ' | ||
φίλῳ μέγα χάρμα τοκῆι : ὣς ὃ Νεοπτολέμοιο κάρη καὶ στήθεα κύσσεν ἀμφιχυθείς , καὶ τοῖον ἀγασσάμενος φάτο μῦθον : |
ἐς Λιβύην ὁρόωσα . τὸν δὲ μετ ' ἐκδέχεται Γαλάτης ῥόος , ἔνθα τε γαῖα Μασσαλίη τετάνυσται , ἐπίστροφον ὅρμον | ||
καὶ χωλαὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου γίνονται . Ὁκόταν δὲ ῥόος λευκὸς ἐγγένηται , οἷον ὄνου οὖρον φαίνεται , καὶ |
? ἐπαύλους [ Αὐτολυκ ? [ ] καὶκαρτο ? [ πολλάκι ? δ [ ] ! ! ! ! ανεγειρε | ||
ἀμελάθρους , καὶ λιτῆς πενίης χερνήτορας , ἀκτεάνους τε : πολλάκι καὶ θανάτῳ κακομήχανος ὤλεσε δεινῷ . Ἢν δέ τ |
δέ κε δεικήλοις Διδύμων περάῃσιν ἄνασσα , τέτμοις μέν , παῦρον δὲ νόῳ νοσφίζεο πῆμα . Καρκίνον αὖ ἐφέπουσα φαεσφόρος | ||
καλύψει πέρραν , ἀμβλύνων σέλας . Λοκρὸν δ ' ὁποῖα παῦρον ἀνθήσας ῥόδον καὶ πάντα φλέξας ὥστε κάγκανον στάχυν αὖθις |
καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν | ||
ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ |
δ ' ἀλεγεινὸν ἷξεν ἄχος , καὶ δριμὺ δι ' ἐγκεφάλοιο θεμέθλων ἐσσύμενον μήνιγγας ἄδην ἀμφήλυθεν ἄλγος , σὺν δ | ||
, ὅτι καὶ ἐν ἀφαιρέσει ἐστὶ τὸ νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο . τροπικώτερον μέντοι ἡ λέξις τίθεται ἐπὶ παντὸς τοῦ |
' ἔχει κεράων σκαιὸς πόρος , ὅστ ' ἐπὶ δισσὴν εἱλεῖται στροφάλιγγα , βιοῦ κεράεσσιν ἐοικώς . τοῦ καὶ πρὸς | ||
τῇ ἀστραπῇ τῶν ὅπλων : κατόπιν δὲ αὐτοῦ ζάλη ἀνέμου εἱλεῖται πομπὸς τοῦ εἰδώλου . ἐπιλείψει με ἡ φωνή , |
' ἀκροτάτης ἀνέτελλεν γλώσσης , ἄλλοτ ' ἔνερθε κατὰ στῆθος πεπότητο : πολλάκι δ ' ἱμερόεν μὲν † ἀνὰ στόμα | ||
ἐρωδιὸν ἧκε φέρεσθαι ἄκρην ἱστοκεραῖαν : ὃ δ ' ἀσχαλόων πεπότητο , πέτραις δ ' ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς |
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν | ||
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα : |
. Νοσεῖ ψυχὴ τὴν ἡδονῆς νόσον , τήκεται , καὶ μαραίνεται : τί χρήσῃ τῷ νοσοῦντι ; τίς ὄνησις σώματος | ||
ἑαυτῆς πτέρυγι , ὅ ἐστι τῇ ἀκροπόλει , καταφθίνει καὶ μαραίνεται τῷ πυρὶ ὡς καπνός : καταφθίνει γᾶ : ἡ |
ἀέρα διὰ τῆς ἀναπνοῆς ἕλκει τὸν θάνατον ὁρῶν καὶ καταπίπτων κατηβολέων ] λειποψυχῶν κατηβολέων ] κατακύπτων Ἀιδωνέα ] τὸν Ἅιδην | ||
ἠέρα παῦρον ἀτύζει ] βραχέως ἀναπνοὴν συγχεῖ ἀλέξει ] ἀέξει κατηβολέων : λειποθυμῶν , τὴν ὑστάτην εἱμαρμένην ἔχων . τὸ |
αἰῶνος εἴδωλον : τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν : εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων , ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις | ||
ἐπὶ τῶν ὑπὲρ μηδὲν πονούντων . Ὑπὸ παντὸς λίθου σκορπίος εὕδει : ἐπὶ κακοήθων . Ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα πηδᾶν : |
ἐξερύθροισι χρώμασι λυόμενα , ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Δυσεντερίη σπληνώδεσι μὴ μακρὴ , χρήσιμον , μακρὴ δὲ , πονηρόν : ληγούσης | ||
καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν πεπληθυῖα : πέλοντο δ ' ἄρ ' οἳ |
τὴν τῆς θαλάσσης ἀναρρόφησιν * . ἀπορία . πῶς φησὶ βαιὸν ; ζʹ γὰρ ἔτη ἐποίησεν ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ τῇ | ||
οὐ μὲν ὅσον τὸ πάροιθεν , ὅμως δ ' ἄρα βαιὸν ἰάνθη πολλῆς ἐκ κακότητος , ἔχει δ ' ἔτι |
ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ , μακρὰ δ ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται , ἣ δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα : πάγος | ||
, εἷος ἵκηται ἰσόπεδον , τότε δ ' οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ : ὣς Ἕκτωρ εἷος μὲν ἀπείλει μέχρι |
θερμὰ καὶ ἀνομοίους τὰς δυνάμιας ἀλλήλοισιν ἔχοντα ἐν τῷ αὐτέῳ ἵζει . Τὰ δὲ ἐν ἅλμῃ ἢ ὄξει βελτίω καὶ | ||
νηδύς πνεύματα , πολλὰ δ ' ἔνερθε κατὰ μέσον ὀμφαλὸν ἵζει : κράατι δ ' ἐν βάρος ἐχθρόν , ὑπὸ |
ὑστέρῃσι , ψαυούσῃ γὰρ ἰσχνὸν καὶ ὑγρὸν φαίνεται : καὶ ῥῖγος καὶ πῦρ λαμβάνει . Ὅσῳ δ ' ἂν ὁ | ||
καὶ περιψύχεται πᾶσα , καὶ πῦρ ἔχει μέγα , καὶ ῥῖγος ἐπιλαμβάνει , καὶ πνεῦμα πυκνὸν , καὶ λιποθυμίη , |
μέχρι βάθους μάλκης ] νάρκης , ψύξεως μάλκης ] ἀσθενείας δάμναται ] φθείρεται δάμναται ] κατατείνεται ἐμβαρύθων ] ἐμπίπτων αἰακώς | ||
αἰνὸν ἐπὶ ξιφίῃσι φέρων μόρον , ἄλλοθε δ ' ἄλλον δάμναται ὅν κε κίχῃσι , φόνῳ δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ |
, τὰ πολλὰ καὶ ἀγρύπνια : τοῖς δὲ ἀπὸ ψύξεως ναρκῶδες βάρος καὶ πῆξις καὶ τῶν μετὰ τὸ μέτωπον ἀγγείων | ||
ἐμμήνου ἐπίσχεσις καὶ δίαιτα οὐ χρηστὴ ὑπὸ παχύτητος καί τι ναρκῶδες γινόμενον περί τε ἦτρον καὶ ὀσφὺν καὶ σκέλη . |
. Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς | ||
δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν : |
τὰς διακορήσεις καὶ ὀδύνην ἐπιφέρει , ἁπλουμένων τῶν στολίδων : ῥήγνυται γὰρ καὶ ἀποκρίνεται τὸ συνήθως ἐπιφερόμενον αἷμα : τὸ | ||
ὀστέων , χαλεπώτατον γνῶναι τὰ κατὰ τὰς ῥαφὰς ῥηγνύμενα : ῥήγνυται δὲ ὑπὸ τῶν βαρέων καὶ στρογγύλων βελέων μάλιστα , |
διὲκ μεγάροιο βεβήκει οἰσομένη ποδάνιπτρα : τὰ γὰρ πρότερ ' ἔκχυτο πάντα . αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ | ||
. γνύξ : ἐπὶ γόνυ . τοῦ δ ' ἀθρόος ἔκχυτο θυμός : ἀντὶ τοῦ ταχέως ἐξέπνευσεν . οὐδ ' |
πάροιθε δέ οἱ μέγα τόξον κεῖτο πέλας , γναμπτοῖσιν ἀρηρέμενον κεράεσσι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι τετυγμένον Ἡρακλῆος . Τοὺς δ | ||
δασυνόμενον ἄρθρον ἐστὶ διὰ τούτων : “ αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται , αἱ δ ' ἐλέφαντι . ” ἀναφορικῶς |
. Δελφὶς δ ' οὐ μάλα πολλὸς ἐπιτρέχει Αἰγοκερῆϊ μεσσόθεν ἠερόεις . Καὶ τὰ μὲν οὖν βορέω καὶ ἀλήσιος ἠελίοιο | ||
ὀδόντες . ῥινὸς δαιδαλέος , χροιῇ τ ' ἐπὶ παμφανοώσῃ ἠερόεις , πυκινῇσι μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς . ὠκύτατον θείει , καί |
νεκρῷ ἵππων τ ' αἰζηῶν τε καὶ ἄλλ ' ὅσα δάκρυ χέοντες ὄβριμον ἀμφὶ νέκυν κειμήλια θῆκαν Ἀχαιοί , δὴ | ||
τοκὰς ἔσχε Νιόβη , ἀλλ ' ἔτι μυρομένη προχέει πολὺ δάκρυ Σιπύλῳ . Μαιονία δ ' Ἀράχνη Τριτωνίδος ἦλθεν ἐς |
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως . | ||
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ |
ἐρατὸν σθένος ἐν κονίῃσι : τοὔνεκά οἱ κραδίην ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . | ||
καὶ εὐκομόωντα κάρηνα τύμματ ' ἀπαλθαίνοντο , κατηπιόωντο δ ' ἀνῖαι . Ἀμφὶ δὲ τοξοσύνης Τεῦκρος καὶ Ὀιλέος υἱὸς ἕστασαν |