ἔμπροσθεν εἶναι παντοδαπὰ δένδρα : καὶ ἡνίκα ἂν τὴν χεῖρα ἐκτείνῃ λαβεῖν τι τῶν δένδρων , ἐκκλίνουσιν ἀπ ' αὐτοῦ
ἔμπροσθεν εἶναι παντοδαπὰ δένδρα : καὶ ἡνίκα ἂν τὴν χεῖρα ἐκτείνῃ λαβεῖν τι τῶν δένδρων , ἐκκλίνουσιν ἀπ ' αὐτοῦ
5108461 προσελθοντι
κατὰ Τιμοθέου . ὁπότε δημευθείη τινὸς ἡ οὐσία , ἐξῆν προσελθόντι τῷ φάσκοντι δανειστῇ γεγονέναι τούτου τοῦ ἀνδρὸς λέγειν ὅτι
οἷσπερ καὶ τὸ πολεμικὸν σημαίνουσιν ὄχλου προσκληθέντος , τῷ δὲ προσελθόντι τὰ ὀπίσθια πρῶτον ἀνασύρεσθαι μέχρι τῶν ὤμων εἶτα τὰ
4449751 Τισιου
προειργασμένοι τὰς διανοίας . καὶ ταῦτα λέγουσα Κόρακος μὲν καὶ Τισίου καταγελᾷς καὶ Θεόδωρον σκώπτεις τὸν Βυζάντιον ὡς μικρὰ ἄττα
εἶπεν ἴσως διὰ τὸν Κόρακα , ἐπειδὴ ἐλέγετο ὁ Κόραξ Τισίου μαθητὴς εἶναι . σμδʹ Ἀτὰρ ὦ ἑταῖρε Τοῦτο λέγει
4335927 μεταυλος
, ἀναμιμνῃσκόμενος δὲ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐψόφει ἡ μέταυλος θύρα καὶ ἡ αὔλειος , ὃ οὐδέποτε ἐγένετο ,
' οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι [ σημαίνει ἀντιποιούμενοι ] . μέταυλος : κυρίως μὲν ἡ μέση θύρα : κεῖται δὲ
4246523 κειρων
πάσχειν ἐδέοντο , ἄρας τῷ στρατῷ περιῆλθον καταβραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν . ἀγωνιῶντι δή μοι καὶ δεινῶς
εὐωνύμοις ᾖ : ἀλλὰ καὶ ποιῶ , τρίβων τι ἢ κείρων , καὶ πάσχω , κειρόμενος ἢ τριβόμενος ὑφ '
4220551 κατασχῃ
ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἢ ὅσον ἂν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατάσχῃ : ἔπειτεν ἀντία τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον κατακλῖναι ἐπὶ τὴν
πάντα ἀναφέρεται , καὶ οὕτως ἔχει : ἐὰν γὰρ ἀπάθεια κατάσχῃ τὴν ψυχήν , τελέως εὐδαιμονήσει . ζητητέον δέ ,
4177349 παρατεινεται
κόρον οὐδ ' ἂν τοῦ βραχίστου τὸ λοιπὸν ἀπογεύσαιτο : παρατείνεται μὲν γὰρ ἡ γαστὴρ τῷδε , οἰδάνει δὲ ἡ
γε μὲν ἶφι πεποιθώς , πάντα φέρων Ποταμόν , κέραος παρατείνεται ἄλλου . Ἐρχομένῳ δὲ Λέοντι τὰ μὲν κατὰ πάντα
4140495 φαγοιμι
διὰ τῆς αι , γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , φάγοιμι , φάγοις , καὶ φάγοισαν Ἀττικῶς : κόψαιμι ,
καθεύδειν ἄθλιον δεδοικότα . ἐγὼ γὰρ ἄν τι τῶν ὑμετέρων φάγοιμι , μύκητας ὠμοὺς ἂν φαγεῖν ἐμοὶ δοκῶ καὶ στρυφνὰ
4112356 ἀποβαλλωσι
ἀλλαγὴ τοῦ ὀστράκου εὐκολωτέρα καὶ ἀνώδυνος γένηται , ἵνα εὐχερῶς ἀποβάλλωσι τὸ ἕρκος ἢ τὸ ἔνδυμα : ὅσον γὰρ χορτάζονται
ὑσγίνῳ βοτάνῃ ὁμοίους κατὰ τὸ χρῶμα , ὅταν τὸν κύτινον ἀποβάλλωσι . Ἄλλως : τῆς σίδης τοὺς ὑσγινόεντας , τουτέστι
4093668 δεηθῃ
ὅτι ἀεὶ ἦν πᾶσα καὶ ἐλλείπουσα οὐδενί , ἵνα ζητήσεως δεηθῇ : ἀλλ ' ἔστιν ἡ πρώτη καὶ οὐκ ἀπ
ὁρκίζει τὴν πάτριον θεὰν Ἄρτεμιν ξυμπρᾶξαι πάντα ὅσα ἂν αὐτοῦ δεηθῇ . Ἀνίστησιν αὐτὴν ὁ Εὔδοξος πολλὰ θρηνοῦσαν καὶ θαρρεῖν
4083019 πτυσσεται
ἐπὶ κεφαλὴν , καὶ ἐς ὁδὸν ἄγειν . Καὶ ὅσα πτύσσεται τῶν ἐμβρύων πεπτηότα ἢ ἐς τὸν κενεῶνα ἢ ἐς
, ὀμφαλὸν δὲ ξυνεφέλκεσθαι τῷ ἐμβρύῳ . Ὅσα δὲ δίπτυχα πτύσσεται καὶ ἔγκειται ἐν τῷ στόματι τῶν ὑστερέων , ταῦτα
3949660 ἐπηνθει
οὕτως ἔπρεπε μέν σοι ἡ κόρυς , ἡ φοινικὶς δὲ ἐπήνθει καὶ ἡ πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν ,
αὖ τρίτος Ἀλέξιος παντοίων ἦν χαρίτων ἀνάπλεως : χάρις γὰρ ἐπήνθει τῷ προσώπῳ ὁποίαν οὔ τις ἐν ἄλλῳ ἐθεάσατο πώποτε
3944358 διακεκαυμενος
ὥστε φοινικοῦν γενέσθαι αὐτοῦ τὸ σῶμα . θυμάλωψ : ὁ διακεκαυμένος ἀναβάτης . χαριέντως δὲ εἶπεν , ἐπεὶ ἀνθρακεῖς εἰσιν
ἀκριβῶς ὅσαι λοιπαὶ τῶν τριχῶν , ῥυσὸς τὸ δέρμα καὶ διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον οἷοί εἰσιν οἱ θαλαττουργοὶ γέροντες :
3923923 κεστρινος
. Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως .
: Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ
3913518 ναυτου
συλλαβεῖν . ὁ δὲ τὴν ἰδίαν στολὴν ἀποθέμενος καὶ λαβὼν ναύτου σκευὴν καὶ φορτίον ξύλων ἀράμενος ἐπέβη τῆς νεώς :
? ? ? [ ! ! ] ἐπικουρ [ ] ναύτου καὶ ἐπιστήμονος [ ] κυβερνήτου : οὐδεὶς [ ]
3910838 φρουδη
ἄντικρυς ἐμοὶ πέπονθας : καὶ γὰρ ᾗ ξύνειμ ' ἐγὼ φρούδη ' στ ' ἔχουσα θοἰμάτιον οὑγὼ ' φόρουν .
; ὅτε μου φροῦδα τὰ χρήματα , φρούδη χροιά , φρούδη ψυχή , φρούδη δ ' ἐμβάς , καὶ πρὸς
3908232 σιπυα
Παντακλῆς σκαιός Λάμπων οὑξηγητής κατὰ χειρὸς ὕδωρ ἀχυρός νεοκάτοικος πισοῦ σιπύα ἄγε δὴ πότερα βούλεσθε τὴν νῦν διάθεσιν ᾠδῆς ἀκούειν
ἐν θυείᾳ τρίβοντα δοίδυκι λιθίνῳ . . . Προσπάλτιοι , σιπύα . . . Νότιον . . . Ἀντίκυρα ,
3872875 ἐτετατο
οὐδ ' ἔχει λύσιν . Νῦν γὰρ ἐσχάτας ὅπερ ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις , κατ ' αὖ νιν
ἔξω ποιέεσθαι τὸ πρῶτον : καὶ ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην μὲν ἐγὼ εἶδον
3864376 δελτος
πάλαι . ἔα ἔα : τί δή ποθ ' ἥδε δέλτος ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη ; θέλει τι σημῆναι νέον
' ὑμᾶς ἐλθεῖν , ἔφθη δὲ αὐτὸν ἡ περὶ αὐτοῦ δέλτος , ἐφ ' ᾗ τὰ εἰωθότα πράξεις παρατηρῶν ,
3858889 διαδυς
νυν , ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν , κοὐκ ἔσθ ' ὅπως διαδὺς ἂν ἡμᾶς ἔτι λάθοι , τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον
βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν ἄντρον ἱκοίμαν , τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέριν ἅ τυ πυκάσδει . νῦν ἔγνων
3852704 διαχαλᾳ
συνάγῃ τὰ παρὰ φύσιν κεχυμένα τὰ δ ' αὖ συνεστῶτα διαχαλᾷ καὶ ἅπανθ ' ὅτι μάλιστα ἱδρύῃ κατὰ φύσιν ,
ἐπεὶ καὶ δολιχὸν τοῖς ἔτεσιν ἤδη τρέχει τὰς ἁρμονίας τε διαχαλᾷ τοῦ σώματος , ἰδεῖν μὲν αὐτὴν ῥᾷόν ἐστι καὶ
3845187 ἀπερραγη
γοῦν Ἀχιλλεὺς τὸν Πατρόκλου θάνατον ἀταμιεύτῳ πάθει πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἀπερράγη , μηρῶν τε τῶν σῶν εὐσέβης ' ὁμιλίαν κλαίων
ἐϲ πολλὰϲ περιόδουϲ ἀντιπερίειϲι ἡ ἀναγωγή : μετεξετέρῃϲι δὲ καὶ ἀπερράγη τὰ ἀγγεῖα τῷ πλήθεϊ . ἡ δὲ διαφορὴ τῆϲ
3839666 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
3836680 Δημεᾳ
πέρυσιν ἡ Ἀθηνᾶ μοιχεύουσα ἐλήφθη . . . . : Δημέᾳ δὲ τῷ υἱῷ νύμφην ἀγόμενος , ἐμοῦ μέν ,
ἢ [ τι ] θᾶττον ὅτι τούτων τρέχει , ἢ Δημέᾳ Λάχητος Ἐτεοβουτάδῃ . πέτεται γάρ , οὐχ οἷον βαδίζει
3814216 ἀμνιου
ἡμέρας ὁσημέραι τροχάζων . Τὴν μὲν διάλεκτον καὶ τὸ πρόσωπον ἀμνίου ἔχειν δοκεῖς , τὰ δ ' ἔνδον οὐδὲν διαφέρεις
† Ἀθήναις γοναῖς : τὴν μὲν διάλεκτον καὶ τὸ πρόσωπον ἀμνίου ἔχειν δοκεῖς , τὸ δ ' ἔνδον οὐδὲν διαφέρεις
3814102 προσερχετ
. ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΥϹ [ Τυμπανιϲταί [ ὁ Πυθόδηλος οὑτοσὶ ὁ Βαλλίων προσέρχετ ' ἐπικαλούμενος , μεθύουσά τ ' ἐξόπισθεν ἡ σοφωτάτη
εἶ γε , φίλτατε . οὐκ ἀλλ ' ἐν ὅσῳ προσέρχετ ' ἐξ ἀγορᾶς ὁ παῖς , μικρὰ διακινήσω σε
3807214 καταδυς
ὑπ ' αἰσχύνης τῶν ὑπὸ Δημοσθένους εἰρημένων . . οὐ καταδὺς ] τοῦτο ἀπὸ Δημοσθένους ὡς εἰπόντος , καὶ ταῦτα
ληροῦντα , ὡς τὸ εἰκός , καὶ σὲ ὁμολογοῦντα , καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων . ἀλλ ' ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι
3793033 ὑφειλετ
τοὺς καλοὺς δ ' ὅταν βλέπῃ , καινὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων , Ἀτρεὺς ἐκλήθη : ἐὰν
καλοὺς δ ' ἄν τις βλέπῃ , καπνὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων , Ἀτρεὺς ἐκλήθη : ἐὰν
3739900 σωματιου
φρέαρ ἐγκλείσῃ , οὕτω , φησί , καὶ ἐκ τοῦ σωματίου ἐξοικίζομαι , ὅταν ἡ μισθώσασα φύσις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφαιρῆται
, ὃ θέλει γινέσθω . πού ποτ ' ἀπελθόντα τοῦ σωματίου ἐπιμελεῖσθαι † εἴ τε καὶ πυρετὸς οὐκ ἔρχεται .
3729145 ἀνεϲιϲ
καὶ ἁπλούϲτερα γίνεται ἢ οὐδόλωϲ ἐπιφαίνεται , εὐφορία τε καὶ ἄνεϲιϲ κατὰ πάντα . Ὅτι ἡ παρακμὴ τοῦ παντὸϲ νοϲήματοϲ
κεφαλαίαϲ ἐπιληψίαϲ ποδάγραϲ καὶ τῶν παραπληϲίων . ἡ δὲ δυϲκρινὴϲ ἄνεϲιϲ καὶ οὐ καθαρὰ καταλαμβάνεται ἐκ τῆϲ τῶν ϲυμπτωμάτων ὑφαιρέϲεωϲ
3722013 μελλῃ
μὲν ἅπαξ ᾖ πεπληρωμένον ὅτε ἐτέθη , τὸ δὲ δεύτερον μέλλῃ πληροῦσθαι μετὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ κρίσιν . οὐ μὴν
καὶ πολὺ ἀνάγει , καὶ ἀδυνατέει σφόδρα , καὶ ὁκόταν μέλλῃ ἀποθανεῖσθαι , κάτω ὑποχωρέει ἐπὶ πολὺ καὶ ὑγρόν .
3709706 Ποσειδεωνα
ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται μὲν αὐτῷ περὶ τὸν Ποσειδεῶνα : ἀνθεῖ δὲ τοῦ ἦρος : τὸ δὲ ἄνθος
ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται μὲν αὐτῷ περὶ τὸν Ποσειδεῶνα : ἀνθεῖ δὲ τοῦ ἦρος : τὸ δὲ ἄνθος
3698316 λυπεει
μὴ καιροῦ λάβηται . . ὁ φθονέων ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει [ . . ] . . ἐχθρὸς οὐχ ὁ
ἐοῦσα ὀχλέει , ἐξ ἑτέρου συμπαθείης τινὲς ὀχλεῦνται . Καταύδησις λυπέει . Φιλοπονίης κρατερῆς ὕπο , παραίνεσις , ἀλέα ,
3695263 ἐμβληθεντα
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρός , ἀνάσπα τὰ τμήματα πάντα τὰ ἐμβληθέντα τοῦ κλάδου , καὶ ψῦχε κινῶν , εἶτα αἴρων
, ἀλλ ' ἐπειδὰν ῥύπου καὶ κηλῖδος ἐμπλησθῇ χρωμένων , ἐμβληθέντα εἰς φλόγα λευκὰ καὶ διαφανῆ γίνεται „ . Βραχύλη
3690315 ἀδειπνος
τῶν πυλῶν μάγειρος ὤν ; ἐντὸς πυλῶν γὰρ ἂν μένων ἄδειπνος ἦν . πότερ ' οὖν ἀφεῖσαι ; κατ '
εἰ Μαυσάκας ὁ Μαῦρος διψῶν μὴ εὗρεν πιεῖν ἀλλ ' ἄδειπνος ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον . καίτοι πόσα ἄλλα μακρῷ
3681738 Βατουσιαδης
θυμὸς ἔλπεται εὖτε πρὸς ἆθλα δῆμος ἡθροΐζετο , ἐν δὲ Βατουσιάδης Σελληΐδεω τῆι μὲν ὕδωρ ἐφόρει δολοφρονέουσα χειρί , θἠτέρηι
καὶ ἔτι εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο , ἐν δὲ Βατουσιάδης . Ὅταν δὲ ἔμπαλιν ἡ τάξις ᾖ , προῳδὸς
3655835 ἐπικρατῃ
γίνεται . καὶ ἡνίκα μὲν ἂν ὁ ἐκ τοῦ φλέγματοϲ ἐπικρατῇ , ϲυϲτολαὶ γίνονται καὶ φρῖκαι : εἰ δὲ ὁ
: φανερὸν ὦν ὅκκα μὲν τὸ λογιστικὸν μέρος τᾶς ψυχᾶς ἐπικρατῇ τῶ ἀλόγω , γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια : ὅκκα
3651505 ἀνατρεποιτο
ἐμβρεκτέον . εἰ δὲ μετὰ τὴν ἔνεσιν ἐκκαίοιτο ἢ καὶ ἀνατρέποιτο ὁ στόμαχος , δοτέον τεθαρρηκότως αὐτῷ ψυχρὸν καὶ παραθετέον
' ὁ φόβος ὁ γινόμενος ἐκ τῶν κρίσεων τοῖς παρανομοῦσιν ἀνατρέποιτο χρήμασιν ἢ χάρισιν , ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίον
3645542 εἰπῃ
ἀλλ ' ἢν μέν τίς σοι πεπνυμένος , ὅττι κεν εἴπῃ πείθεο , μηδ ' ἔστω βίος ἄνδιχα . γίνεο
τοῦτ ' ἂν εἴη τὸ λεγόμενον , ἐπειδάν τις συλλήβδην εἴπῃ ὅτι ἓν ἔστιν ; Πάνυ γε . Πάλιν δὴ
3641487 ἐγκλεισας
τρίτῳ Στράτωνος , τοῦτο : κύνα ἐφ ' ἡμέρας ιδʹ ἐγκλείσας ὀστᾶ μόνον παράβαλε αὐτῷ φαγεῖν . τῇ δὲ πεντεκαιδεκάτῃ
. ὅμως οὐχ ἡδέως μέν , πλὴν ἐπηγγείλατο . καὶ ἐγκλείσας με εἰς τὸν οἶκον καὶ καθῖσαι κελεύσας ἄντικρυς τοῦ
3635572 ψαιστον
θύεται . . γράφε “ τέμνεται ” πραγμάτων ] δυσχερειῶν ψαιστὸν ] ἄρτον ἐλαίῳ βεβρεγμένον . ἔστι δὲ πέμμα ἢ
. Ἄλλως . εἶδος πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων γενομένου . . ψαιστὸν : Ἔστιν ἄλευρον ἐλαίῳ δεδευμένον . ἔστι δὲ τὸ
3632382 δραμοι
' ἀνθρώπων μόνον , ἀλλὰ καὶ ἵππος ἥδιον ἂν οἶμαι δράμοι κατὰ πρανοῦς πεδίου καὶ μαλακοῦ , προσηνῶς δεχομένου τὴν
ἀκούσειε , πάντως ἂν ὑπ ' ἐκπλήξεως ἐπὶ τὴν ἠϊόνα δράμοι καὶ θεωρήσειε τὸ γιγνόμενον . Ὁ μὲν γὰρ τριαίνῃ
3627662 λημνια
μανὰ καὶ μαλακὰ γίνεσθαι . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὰ λήμνια τεράμονα δι ' ὅτι τοιαῦτα τὰ ἐδάφη . Τὸ
: δι ' ἄμφω οὖν ἡ παροιμία ἐδόθη : τὰ λήμνια κακά : . . ? . ἵνα οὗτοι οἱ
3618892 Γορδιεω
τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ἐς Δελφοὺς ἀνέθηκε ἀναθήματα μετὰ Μίδην τὸν Γορδίεω , Φρυγίης βασιλέα . Ἀνέθηκε γὰρ δὴ καὶ Μίδης
τὸ ἔτι καὶ νῦν ἐπὶ τῆς στήλης τοῦ μνήματος τοῦ Γορδίεω ἐπιγέγραπται : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδεω δ '
3616271 πορευσηται
ἐὰν ἐν ταῖς ἐντολαῖς ταύταις πορευθῶ , καὶ ὃς ἐὰν πορεύσηται ἐν αὐταῖς μακάριος ἔσται . ἕως ταῦτα ἐν ἐμαυτῷ
, ἔνθα ἂν ] ἀλώπηξ ? [ οὐρήσῃ ] ἢ πορεύσηται [ , ἄγονος γίγνεται . ] Κυδώνιον : Κρητικόν
3615474 φαγων
δοθῆναι κιτρίον τῷ δ ' οὔ . καὶ ὁ μὲν φαγὼν δηχθεὶς οὐδὲν ἔπαθεν , ὁ δὲ παραυτίκα πληγεὶς ἀπέθανε
πεπανθῶσιν : μεθ ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν
3613973 ἐπιθησῃ
: ὀλέθριον * κακοεργόν : κακοποιόν * ἐνιχραύση : ἐπενέγκῃ ἐπιθήσῃ προσεγγίσῃ χραύσῃ ἀμύξῃ , ἤτοι ἐπ ' ὀλίγον τὸ
τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον δὲ ἐπιθήσῃ ἐπ ' αὐτὸν κάτταν ζῶσαν , εὐθέως παύεται τοῦ
3613139 πηγυλις
μῆκος . τὰ γὰρ συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ υ ὀξύνεται , πηγυλίς „ νὺξ γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ”
ὀξύνεται , πηγυλίς „ νὺξ γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ” , Θηγυλίς , ἐπίθετον Ἀθηνᾶς , γογγυλίς .
3611292 αἰτῃ
διηγούμενος πρὸς τὸν χορόν οὔκουν ] οὐδαμῶς πόροις ] παράσχοις αἰτῇ ] ζητεῖς πάντα γὰρ πύθοιό μοι ] † πάντα
τοὺς τῷ ὄντι λαμβάνοντας αὐτήν . Δίκαια , ἔφη , αἰτῇ . Οὐκοῦν , ἦν δ ' ἐγώ , πρῶτον
3611120 ἀγρου
τὸ κεφάλαιον οὐδέπω λογίζομαι , τὸν δεσπότην , ἂν ἐξ ἀγροῦ θᾶττον πάλιν ? [ ἔλθηι , ταραχὴν οἵαν ποήσει
, καὶ τὸ λοιπὸν δὲ ἀεὶ δεκατεύων τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ , καὶ πάντες οἱ
3610242 πλεκουσα
ἐπὶ τὰ πρῶτα γένη , καὶ τὰ ἐκ τούτων νοερῶς πλέκουσα , ἕως ἂν διέλθῃ πᾶν τὸ νοητόν , καὶ
καὶ τοῦτο ὑμεῖς ἰδεῖν ὑπεμείνατε ; ἡ τοὺς στεφάνους ὑμῖν πλέκουσα , ἡ σπένδουσα τοῦ πρώτου γάλακτος , ἧς καὶ
3602201 ὠνιος
τε πολυτίματον ἔλοφ ' , ὁ δ ' αὐτὸς χαλκὸς ὤνιος , ἕνα μόνον : καὶ κῆνον ὁ Ζεὺς ἔλαβε
: δημοσίᾳ δ ' εἰ ἐθέλοις , πολλῶν πάνυ ταλάντων ὤνιος . καὶ τὰς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς ταινίας ὀλίγων
3600712 ὀπτησις
ὑπεροπτήσεως αἵματος μέλανα γινόμενα οὖρα παχέα τυγχάνει . εἰ γὰρ ὄπτησις ἀνικμᾶται τὴν ὑγρότητα τοῦ αἵματος , εὔδηλον ὡς παχύνει
ἂν μήκους ἐν τοῖς ἐντὸς ἀγγείσις ἡ σύμπηξίς τε καὶ ὄπτησις γένηται τοῦ χυμοῦ καὶ αἱ οἷον τρίχες παρατέτανται καὶ
3597176 καταπεσουσα
τινὰ τῆς Ἠπείρου διανηξαμένη , εἰς γῆν ἐξέρχεται , καὶ καταπεσοῦσα ἀπέθανεν . Ὁ δὲ Ἕλενος , συμβόλῳ θείῳ χρησάμενος
* βρόχῳ ἀπαγχθεῖσα ἢ * κατὰ τόνδε τὸν Λυκόφρονα * καταπεσοῦσα τοῦ πύργου . οὐκ ἰάσιμον δὲ ἢ ὅτι τεθνηκὼς
3587198 ἐξεπιπτεν
τὴν Μακεδονίαν Ἀμύντας ὁ Φιλίππου πατὴρ Ἰλλυριῶν ἐμβαλόντων εἰς Μακεδονίαν ἐξέπιπτεν ἐκ τῆς χώρας : ἀπογνοὺς δὲ τὴν ἀρχὴν Ὀλυνθίοις
ῥίζαν αὐτῆς ἄντρον ὑπῆρχε θεοπρεπές , ἐξ οὗ μέγας ποταμὸς ἐξέπιπτεν ὁ καλούμενος Στιβοίτης . οὗτος δὲ λάβρῳ τῷ ῥεύματι
3566966 φαγῃ
ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται
γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [
3562772 λαβῃ
Ἀλκιβιάδης δεινὸς , βελτίων πάντων ἡμῶν εἶναι βουλόμενος , ἂν λάβῃ Σικελίαν , τίς ἔσται ; τίς ἐνέγκαι μετὰ ταῦτα
οὖν σπασθῇ ἐπιληπτικὸς καὶ πέσῃ χαμαὶ ἢ σκοτωματικὸς ἢ ἀποπληξία λάβῃ τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον
3560672 πετεται
ἀέκων , οἳ δ ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι . τῶν τότε Μυρμιδόνες κραδίην
ἀδυνατοῦντα κατευθὺ χωρεῖν , μόνος δὲ ἱέραξ εἰς ὕψος κατευθὺ πέτεται : ταπείνωσιν δέ , ἐπεὶ τὰ ἕτερα ζῷα οὐ
3552610 θρωπων
Σωκράτους φέρεται , ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἀν - θρώπων , καὶ οὐκ ἔστι μόνου τοῦ ἀτόμου , οὕτω
ἐπὶ τὸ πουλύ . Τά τε εἴδεα τῶν ἀν - θρώπων εὔχροά τε καὶ ἀνθηρὰ ἐστὶ μᾶλλον , ἢν μή
3551386 ἀφωνος
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν
3551140 κατωτερα
τούτων δὲ τῶν χυτρῶν ἡ γραῦς αὕτη γυνὴ τυγχάνει πολλῷ κατωτέρα ” . Τέλος Ἀριστοφάνους Πλούτου . Βλέψας ὁ Πλοῦτος
τόπου τρεῖς εἰσι λεγόμεναι διαφοραὶ , ἀνωτίρα , μέση καὶ κατωτέρα : καὶ εἰ μὲν ἐν τῷ οὔρῳ ἄνω κρέμαται
3543567 μιμοιτο
καὶ ὡς ὄντως ἄπλαστα καὶ ἁπαλὰ καὶ ἡδέα ἤθη ψυχῶν μιμοῖτο , ὥσπερ καὶ τὸ τοῦ Κύρου παιδὸς ἔτι ὄντος
' ἔτη διαφυλάξειε τὴν βασιλείαν , ἵνα καὶ αὐτὸς τοῦτον μιμοῖτο : τὰ δίκαια πράττων , εἶπεν . ὅτι Τιθωνὸς
3542977 θλιψαι
+ * . Βλίσαι : ῥητορική . τὸ τὰ κηρία θλίψαι τῶν μελισσῶν βλίσαι λέγεται : ἀπὸ τοῦ μέλι μελίζω
+ * . Βλίσαι : ῥητορική . τὸ τὰ κηρία θλίψαι τῶν μελισσῶν βλίσαι λέγεται : ἀπὸ τοῦ μέλι μελίζω
3534201 καταστῃ
δυοῖν δεούσῃσιν . Ἢν δέ τις ἀνακῶς θεραπεύῃ καὶ μὴ καταστῇ ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ τὰ ἐν τῇσι κεφαλῇσι μεγάλα
εἰς διοίκησιν , οὐδὲν ἐξαμαρτάνει , ὅταν δὲ εἰς ἀπορίαν καταστῇ , ἀναγκάζεται εἰσαγγελίας δέχεσθαι καὶ δημεύειν τὰ τῶν πολιτῶν
3533014 ἐφικοιτο
Ἑλλήνων καὶ πανωλεθρίᾳ πράγματα ἀπολλύμενα οὐδ ' ἂν εἷς λέγων ἐφίκοιτο . εἶχον δὲ τὴν ἀρχὴν ἑκατέραν ἤδη Λακεδαιμόνιοι ,
ὥστ ' οὐκ , εἰ μὴ κατ ' ἀξίαν τις ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ , νομίζειν δυστυχεῖν , ἀλλ ' ἢν
3518503 ὀχευε
ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου ἐστὶν ἄξια
Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρηι μιῆι . ἔσθιε πῖνε ὄχευε , ὡς τά γ ' ἄλλα οὐδὲ τούτου ἐστὶν
3518481 μετενοησε
τοῖς Ἕλλησιν , ἐὰν εἰς τὴν ἐπιφανεστάτην παρανομήσῃ πόλιν , μετενόησε τῇ γνώμῃ . διακούσας δὲ τῶν πρέσβεων τοῖς μὲν
Μάγων ἀναχθῇ μετὰ τοῦ στόλου παντὸς ἐπὶ Συρακουσῶν , εὐθέως μετενόησε : καὶ γὰρ τὴν Μεσσήνην ᾔδει τῷ παραπλησίῳ τρόπῳ
3515944 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
3497706 ἐπικουρουντος
, αἴθε τὴν ἄτιμον ἐπάταξε πληγὴν , ὡς εὐθέως ἂν ἐπικουροῦντος ηὐτύχουν τοῦ νόμου : καὶ δίκην αἰτίας εἰσπραξάμενος αὐτός
, αἴθε τὴν ἄτιμον ἐπάταξε πληγήν , ὡς εὐθέως ἂν ἐπικουροῦντος ηὐτύχουν τοῦ νόμου καὶ δίκην αἰκίας εἰσπραξάμενος αὐτός τε
3489714 Ἰβηρικος
ὁ Ἀρραβικός . Πρῶτος ἀπὸ τῆς δύσεως ἀρχόμενος πόντος ὁ Ἰβηρικός : δεύτερος , ἐχόμενος τούτου , ὁ Γαλατικός :
Ἑλληνίς , οὐκ Ἰβηρίς „ Μένανδρος Ἀσπίδι . λέγεται καὶ Ἰβηρικός . [ Διονύσιος ] „ πόντος μὲν πρώτιστος Ἰβηρικὸς
3486127 ῥαμφει
ʹ δʹ ἀστέρες ζ μεγέθους δʹ . ὁ ἐν τῷ ῥάμφει καὶ κοινὸς τοῦ Ὕδρου . . . . .
πτερά , καὶ τοῦ πηλοῦ περιπαγέντος , ἐντεῦθεν ὑπαποψήχουσα τῷ ῥάμφει τὴν προκειμένην οἰκοδομίαν χειρουργεῖ . ἁπαλά τε ὄντα τὰ
3485654 ὀνος
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας
3485108 καθαρθειη
δὲ ἅμα διηγεῖσθαι , ὡς ἐλλέβορον πιὼν ἄνω καὶ κάτω καθαρθείη καὶ ζωμοῦ τοῦ παρακειμένου ἐν τοῖς ὑποχωρήμασιν αὑτῷ μελαντέρα
μελαγχολίᾳ τις ἁλίσκεται καθ ' ἕκαστον ἔτος , εἰ μὴ καθαρθείη , καὶ καθαίρω γε αὐτὸν οὐκ ἦρος μόνον ,
3480046 τιου
δὲ ἡ γενικὴ τινὸς καὶ ἀποβολῆ τοῦ ν , τιὸς τιοῦ : καὶ Ἀττικῶς , τεώς : ὡς ναὸς ,
δὲ ἡ γενικὴ τινὸς καὶ ἀποβολῆ τοῦ ν , τιὸς τιοῦ : καὶ Ἀττικῶς , τεώς : ὡς ναὸς ,
3477851 καθειμενη
μέλουσί σοι καὶ φαιδρὰ μὲν ἐσθὴς μέχρι ποδῶν τὴν τρυφὴν καθειμένη , διακριδὸν δ ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια ; τῶν
μέγας , φοβερὸς τὸ βλέμμα : κόμη ἦν αὐτῷ αὐχμηρὰ καθειμένη . Ὡς δὲ ταῦτα οἱ πειραταὶ ἐβουλεύσαντο , τὰ
3465899 ὀρφνωδες
' ἂν ἐν τοιουτοτρόπῳ πυρετῷ κεφαλὴν ἀλγέουσιν ἀντὶ μὲν τοῦ ὀρφνῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν φαίνεσθαι , ἀμβλυωγμὸς γίγνεται ,
ἐν πυρετῷ μὴ θανατώδει φῇ τὴν κεφαλὴν ἀλγέειν ἢ καὶ ὀρφνῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν φαίνεσθαι καὶ τὰ ἑξῆς [
3457734 καθειμενον
δίδοτε ταῖς ὄψεσιν : διὰ βοστρύχων δὲ εἶπεν , ἐπειδὴ καθειμένον ἔχουσι τὸν πλόκαμον μέχρι τῶν παρειῶν ὡς ἂν παρθένοι
γῇ . ἐσκευασμένος δὲ ἦν ὁ Πέρσης , δέρμα ἔχων καθειμένον εἰς τύπον τοῦ τε πώγωνος καὶ τοῦ στόματος ὡς
3439852 προσενεγκωνται
δέ εἰσι πάντες καὶ ἐμοῦσιν . Εἴτι δ ' ἂν προσενέγκωνται , ἐξαίφνης καὶ ἀθρόως κενοῦνται , καὶ στρόφους αἰτιῶνται
δ ' ἂν τῶν ἀνθρώπων ἐν ταύτῃ τῇ διαθέσει ἐόντες προσενέγκωνται ξηρὸν σιτίον , ἢ μᾶζαν , ἢ ἄρτον ,
3420688 Εἰληθυια
εἰς ὃ ἔξεστιν εἰσιέναι . Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ ὦ πότνι ' Εἰλήθυια , ἐπίσχες τοῦ τόκου ἕως ἂν εἰς ὅσιον ἀπέλθω
γῆρας ἔτειρε μέλη . Ἀμφαρέτας κρήδεμνα καὶ ὑδατόεσσα καλύπτρα , Εἰλήθυια , τεᾶς κεῖται ὑπὲρ κεφαλᾶς , ὥς σε μετ
3420198 ἐντοσθιων
] κατοικιδίας θωρήκων οὖν τῶν στηθιδίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν ἐντοσθίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν κατὰ τὸν θώρακα εὐτρεφέων ]
. σχίζοντες γὰρ μέσον τὰ ἱερεῖα ἔβλεπον τὴν θέσιν τῶν ἐντοσθίων πάντων , καὶ ἐκ τούτου ἐτεκμαίροντο τὰ μέλλοντα γενέσθαι
3419561 ἀπογενομενου
οἷς σημείοις ἀεὶ κρίνουσι τὸν ἐπιτήδειον εἰς τὴν διαδοχήν , ἀπογενομένου τοῦ τὴν τιμὴν ἔχοντος . ἔστι δ ' αὐλὴ
ἢ κατὰ τὸν νόμον , ὃς εἴρηκεν πόσου προσγενομένου καὶ ἀπογενομένου δεῖ μηδέτερα τούτων ποιεῖν , ἀναγραφήτω τότ ' ἤδη
3412786 εὐτελεστατον
Ἀντ ' ἰσχάδος : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων . παρόσον εὐτελέστατον ἡ ἰσχάς . Ἄξιος ὀβελίσκου καὶ ἀπὸ ὀβελίσκου :
〚 ὦ εὐτελέστατε καὶ λάλε : φασὶ γὰρ τὸν κέπφον εὐτελέστατον καὶ λάλον : ὄρνεον γὰρ ἄφρον , ὅπερ φιλεῖ
3402894 ἰσορροπησει
: τεθὲν ἄρα τὸ Β βάρος περὶ κέντρον τὸ Η ἰσορροπήσει τῇ σφαίρᾳ , ὥστε μὴ καταφέρεσθαι τὴν σφαῖραν διὰ
βάρη ἰσορροπήσει [ ὥστε καὶ τὸ ΑΒΓΔ ἐκ τοῦ Κ ἰσορροπήσει ] . ἤχθωσαν δὴ κάθετοι ἀπὸ τῶν Η Θ
3401325 σκεψαιτο
τὰ πράγματα ἐγίγνετο . εἰ δὴ ταῦτά τις προσλογίσαιτο καὶ σκέψαιτο ἐφ ' ὅσων καὶ οἵων τῶν παθημάτων καὶ ὁποίας
ὅπερ ἤθελε καταστήσειν , ὀρθῶς καὶ φρονίμως τοῦτο λογιζομένη . σκέψαιτο δ ' ἄν τις ἐντεῦθεν τὴν τοῦ κάλλους περιουσίαν
3400544 ἐσταλμενος
, καὶ τῶν τοῦ Πάνθου παίδων κάλλιστος ὢν καὶ κάλλιστα ἐσταλμένος ἀπέθανε μὲν οὕτω νέος , ὡς καὶ Ὁμήρῳ παρασχεῖν
ἂν δοκῇ τοῖς θεοῖς πάσχειν . Ἐκ τούτου Ξενοφῶν ἀνίσταται ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον ὡς ἐδύνατο κάλλιστα , νομίζων , εἴτε
3399675 δηυτε
κατὰ τὸν ἀνακλώμενον χαρακτῆρα πολὺ παρὰ τῷ Ἀνακρέοντί ἐστι παρὰ δηῦτε Πυθόμανδρον κατέδυν ἔρωτα φεύγων : τῷ δὲ καθαρῷ ἑφθημιμερεῖ
δίμετρα , οἷον τὰ Ἀνακρεόντεια ὅλα ᾄσματα γέγραπται ἐρῶ τε δηῦτε κοὐκ ἐρῶ καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι : τρίμετρα δὲ
3399156 στερισκεται
; Ἔχομεν . Ὁ τοῦτο ἀπολλύων οὐ ζημιοῦται , οὐδενὸς στερίσκεται , οὐδὲν ἀποβάλλει τῶν πρὸς αὑτόν ; οὐκ ἔχομεν
τρίτον , ἦν τελευταῖον πάλιν μόνου γὰρ αὐτοῦ καὶ θεὸς στερίσκεται , ἀγένητα ποιεῖν ἅσς ' ἂν ᾖ πεπραγμένα τέχνη
3384387 ἀποτρεχει
δὲ εὐφράνας ἀπῆλθεν ἓν τοῦτο ἐγκαλούμενος , ὅτι πρὸς ἀγροὺς ἀποτρέχει . οὗτος ὁ Μάξιμος ξένος μοι γίγνεται πάλαι καὶ
γάρ εἰσιν ἡμῶν ὤνιοι , ὁ πριάμενός τε πτωχὸς εὐθὺς ἀποτρέχει . Τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι
3379023 ἀσσαριων
πόσου τὰ ξύλα ; ” ὁ ἄγροικος εἶπεν “ ιβ ἀσσαρίων . ” Αἴσωπος λέγει “ ἀληθῶς , ὅσου προέθετο
παρὰ τοῦ πατρὸς ἀφειδὲς ἦν καὶ βαρύ , δισχιλίων ἀριθμὸς ἀσσαρίων . ἦν δ ' ἀσσάριον τότε χάλκεον νόμισμα βάρος
3376347 μυρμηκι
αἶγες ἀρότρου : ἐπὶ τῶν βάρους ἀπηλλαγμένων . Ἔνεστι κἀν μύρμηκι χολή : μηδὲ τῶν μικρῶν καταφρονεῖν . Ὁμοία τῇ
παρὰ τῷ Κύκλωπι , καὶ ἐπισύρεται , ὅποι ἂν τῷ μύρμηκι δοκῇ ; Τί τοῦτο γελᾷς , ὦ Αἴγυπτε ;
3370399 δεδεμενα
καὶ συνδήσας ἔχε μέγα φυλακτήριον . ἔστωσαν δὲ ταῦτα πάντα δεδεμένα εἰς τὸ δέρμα τοῦ ἱέρακος : τὸν δὲ δεσμὸν
ὄρθου κεφαλὴν πῆχυν ἐρείσας τὰ κερουλκά , τὰ ὑπὸ κεράτων δεδεμένα τοὺς αἰφνιδίους φόβους ἀνῆψαν τῷ Πανὶ σφοδροὺς ὄντας καὶ
3369364 θυμιατηριου
ὄντων ἐν τοῖς ἁγίοις σκευῶν , λυχνίας , τραπέζης , θυμιατηρίου , τὸ μὲν θυμιατήριον εἰς τὴν ὑπὲρ τῶν στοιχείων
ἄξιον δὲ σκέψασθαι , διὰ τί τῆς τραπέζης καὶ τοῦ θυμιατηρίου τὰ μέτρα δηλώσας τῆς λυχνίας οὐδὲν ἀνέγραψε : μήποτε
3367079 διαπραξηται
νικᾷ καὶ οὐ λήγει τῶν γενναίων , πρὶν ἂν ἢ διαπράξηται ἢ τελευτήσῃ ἢ ὥσπερ κύων ὑπὸ νομέως ὑπὸ τοῦ
ἀρχαῖος τὸν ἤδη πολλαῖς ἁβρυνόμενον ἀριστείαις , κἂν μέγα τι διαπράξηται , βραχέος ἐπαίνου τυχεῖν , ὅτι , φησὶν ὁ
3366606 δεηται
σχολή , ὦ Σώκρατες . ἡ γὰρ Ἦλις ὅταν τι δέηται διαπράξασθαι πρός τινα τῶν πόλεων , ἀεὶ ἐπὶ πρῶτον
στροβούμενός τις περιστάσεσιν , οὐχὶ ῥᾳδίως εἰς μνήμην ὧν ἂν δέηται ἔρχεται , τῆς πλεονεκτούσης ταῦτ ' οἴου φροντίδος εἶναι
3364828 παιϲ
δὴ γὰρ ἀγαθὸν χρῆμα καὶ ξυνῳδικόν . ὅτ ' ἀμαλλείῳ παῖϲ ὢν ἐδέθην . Μεγαρικαὶ σφίγγες : Καλλίας πόρνας τινὰς
παντὸϲ ἔχειν , κἀντεῦθεν ἤδη τοῦ λοιποῦ τελέωϲ ὑγιὴϲ ὁ παῖϲ ἐγένετο καὶ οὐκέτι ἐπελήφθη ἢ ἐϲπάϲθη . Γναφάλιον ϲτυπτικῆϲ
3363035 ὠζε
, ὡς τὸ οὐ τέθνηκεν Ἀλέξανδρος , ὦ ἄνδρες , ὦζε γὰρ ἂν ἡ οἰκουμένη τοῦ νεκροῦ , τουτέστιν ᾐσθάνετο
μνημονεύει Κράτης ἐν Γείτοσιν λέγων οὕτως : γλυκύτατον δ ' ὦζε βασιλείου μύρου . Σαπφὼ δ ' ὁμοῦ μέμνηται τοῦ
3360190 ὁμοτονως
ὁ ἀσφόδελος γίνεται : αὐτὸς δέ τι ὁ Τρύφων προκρίνει ὁμοτόνως τῷ φυτῷ καὶ τὸν τόπον ἐκφέρειν : πολλάκις γάρ
Μίνῳ συγγενής , ἀφ ' οὗ ἡ πόλις ἡ Παραισός ὁμοτόνως τῷ οἰκιστῇ „ . Παραίτακα , πόλις Μηδική .
3353445 πασαιτο
κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ μὲν ὠμὰ πάσαιτο , τὰ δ ' ἑφθέα , πολλὰ δὲ θάλψας
μόρον . ἵετο δ ' ἥγε φάρμακα λέξασθαι θυμοφθόρα τόφρα πάσαιτο , ἤδη καὶ δεσμοὺς ἀνελύετο φωριαμοῖο ἐξελέειν μεμαυῖα δυσάμμορος
3346181 ἐρωτῳη
, τῶν ἓξ χοᾶς χωρουσῶν , πάγκαλαι , εἰ τοιαύτην ἐρωτῴη χύτραν , καλὴν ὁμολογητέον εἶναι . πῶς γὰρ ἂν
. Εἰδείη δ ' ἄν τις τουτέων ἕκαστα , εἰ ἐρωτῴη ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ
3345879 εὑρῃ
μίμνοι καὶ θεόπαις Βαβύλων . ἡδονὴν ἔχει , ὅταν τις εὕρῃ καινὸν ἐνθύμημά τι , δηλοῦν ἅπασιν : οἱ δ
ἐπράϋνε καὶ κατεγοήτευσε τῷ σιάλῳ τὸ δεινόν . ἐὰν δὲ εὕρῃ δυσανασχετοῦντα καὶ ἀτλήτως φέροντα , ὕδωρ ἀθρόον σπάσας εἴσω
3341666 ἠλγεε
, καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην , μάλιστα τὸ κάτω μέρος , ἀπόστασιν
, ἀπέθανεν ἑβδόμῃ . Αὕτη , ἀρχομένου τοῦ νουσήματος , ἤλγεε φάρυγγα , καὶ διατέλεος ἔρευθος εἶχεν : γαργαρεὼν ἀνεσπασμένος

Back