πόσου τὰ ξύλα ; ” ὁ ἄγροικος εἶπεν “ ιβ ἀσσαρίων . ” Αἴσωπος λέγει “ ἀληθῶς , ὅσου προέθετο
παρὰ τοῦ πατρὸς ἀφειδὲς ἦν καὶ βαρύ , δισχιλίων ἀριθμὸς ἀσσαρίων . ἦν δ ' ἀσσάριον τότε χάλκεον νόμισμα βάρος
5131485 φρονεοντ
αἰῶνος ἀμερθῇς . πρὸς δ ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ ' ἐλέησον δύσμορον , ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ
ἐν τῷ Χ πρὸς δ ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ ' ἐλέησον , λέγομεν , ὡς οὐ τῷ ἔχειν
4811950 Μελων
. νεοχμόν : νεώτατον . ὡς καὶ Ἀλκμὰν ἐν αʹ Μελῶν . ξυντεκμαίρεσθαι : συσσημειοῦσθαι . τέκμαρ γὰρ καὶ τεκμήριον
λύγῳ τινὲς στεφανοῦνται ; φησὶν γὰρ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Μελῶν : Μεγίστης δ ' ὁ φιλόφρων δέκα δὴ μῆνες
4748394 φανταζοιτο
ἀριθμεῖν οὐκ εἰδὼς πήχεων χιλίων εἶναι ἀκούοι , μόνον δὲ φαντάζοιτο ὡς τὰ χίλια ἀριθμὸς μέγας τί ἄν , εἰ
' ἄλλους πενταπήχεις ; [ εἶναι ἀκούοι ; μόνον δὲ φαντάζοιτο ὡς τὰ χίλια ἀριθμὸς μέγας . ] Εἶτ '
4684568 σατυρικοις
ὡς οὐδὲν δέον παρέχειν τὰ ὦτα κώμοις γυναικείοις καὶ σκιρτήμασι σατυρικοῖς καταβάντας ἀπὸ τῶν ἐλεφάντων , οἱ δὲ ὡς ἐπὶ
τῶν ὑποκριτῶν πρόσωπα . πρόσωπα δὲ τοῖς μὲν τραγικοῖς καὶ σατυρικοῖς ἀνὰ δεκαὲξ ἦσαν , ὁ κωμικὸς δὲ εἶχεν κδʹ
4647851 Φανοστρατῳ
' ἀνεμείχθημεν , εἷς μὲν αὐτῶν , ἀγνώς τις , Φανοστράτῳ προσπίπτει καὶ κατεῖχεν ἐκεῖνον , Κόνων δ ' οὑτοσὶ
. Ἐπειδὴ δ ' ὁ Πυθόδωρος ἐκείνῳ μὲν καὶ τῷ Φανοστράτῳ παρόντι ὡμολόγει ἀναιρεῖν , τοῦ δὲ Χαιρέου τοῦ συγκαταθεμένου
4597407 Μαυρος
ἦμεν , καὶ ἡ ζημία Ῥωμαίοις ἀφόρητος εἰ Μαυσάκας ὁ Μαῦρος διψῶν μὴ εὗρεν πιεῖν ἀλλ ' ἄδειπνος ἐπανῆλθεν ἐπὶ
πλησίον κώμης αὐτοῖς καὶ ὡς δῶρα ἀλλήλοις ἀντέδοσαν , ὁ Μαῦρος μὲν τῷ Μαλχίωνι λόγχην , ὁ δὲ τῷ Μαυσάκᾳ
4531155 φαυλοτατῳ
ἐκεῖνος τῆς τῶν ὁπλιτῶν ἀκμῆς τὴν ἑῴαν γῆν ἐπορεύετο τῷ φαυλοτάτῳ τῆς στρατιᾶς παραδοὺς τὰς πόλεις , οἳ φυλάκων ἔχοντες
πεπαίδευνται , ὧδε : εἰ γὰρ ἐθέλει τις Λακεδαιμονίων τῷ φαυλοτάτῳ συγγενέσθαι , τὰ μὲν πολλὰ ἐν τοῖς λόγοις εὑρήσει
4496764 πεπονηκως
- σαιο , πρὸ ὁδοῦ ἔσῃ τοῦτο ἐς τὰ ἄλφιτα πεπονηκώς . εἰ δέ σοι καθεύδειν ἥδιον , ἐγὼ μὲν
τῷ Μικύλλῳ “ πρὸ ὁδοῦ ἔσῃ τοῦτο ἐς τὰ ἄλφιτα πεπονηκώς . ” Οὕτω Πιττακὸς ὥρισεν , εἷς τῶν ἑπτὰ
4458094 λαχανῳ
ἐπὶ τὴν τράπεζαν , ἢ σεαυτὴν αἰτιῶ . ἐν τῷ λαχάνῳ τούτῳ γάρ , ὡς λόγος , ποτὲ τὸν Ἄδωνιν
ἐπὶ τὴν τράπεζαν , ἢ σεαυτὴν αἰτιῶ . ἐν τῷ λαχάνῳ τούτῳ γάρ , ὡς ὁ λόγος , ποτέ τὸν
4447591 ἀποτρεχει
δὲ εὐφράνας ἀπῆλθεν ἓν τοῦτο ἐγκαλούμενος , ὅτι πρὸς ἀγροὺς ἀποτρέχει . οὗτος ὁ Μάξιμος ξένος μοι γίγνεται πάλαι καὶ
γάρ εἰσιν ἡμῶν ὤνιοι , ὁ πριάμενός τε πτωχὸς εὐθὺς ἀποτρέχει . Τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι
4317406 εὐπλους
γὰρ ὀξύνονται : εἰ δὲ ὦσι σύνθετα βαρύνονται , οἷον εὔπλους εὔχρους εὔνους σύννους Ἀλκίνους Οἰδίπους : πρόσκειται ὀνόματα διὰ
ταῦτα γὰρ ὀξύνονται : σύνθετα δὲ ὄντα βαρύνονται , οἷον εὔπλους εὔχρους Ἀλκίνους : εἰ ἄρα οὖν τὸ διπλοῦς καὶ
4310321 χιτωνισκῳ
διὰ μιᾶς πύλης τοὺς ἐχθροὺς καθ ' ἕνα διεξελθεῖν σὺν χιτωνίσκῳ μόνῳ . Γολόσσης δ ' αὐτοῖς ἀπιοῦσι , χαλεπαίνων
, ὅτι τὸν μὲν πέπλον ἔρριψεν , ἐν δὲ τῷ χιτωνίσκῳ ἀνήλατο νεοτόκος οὖσα . καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ Ἀλκμήνη
4295603 διδ
Ϛ Εὐδόξῳ ἰσημερία : ὑετὸς γίνεται . . Οὐρ . διδ . Ἀπὸ τροπῶν χειμερινῶν εἰς ἰσημερίαν ἐαρινὴν Εὐδόξῳ καὶ
δ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί : χειμαίνει . . Οὐρ . διδ . Εὐδόξῳ , Δημοκρίτῳ χειμεριναὶ τροπαὶ Ἀθὺρ ὁτὲ μὲν
4260487 ἰσαζους
ἀληθής , ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζους ' , ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄροιτο . τοῦτο
, ἥ τις εἴριον ἀμφὶ καὶ σταθμὸν ἔχους ' ἀνέλκει ἰσάζους ' , ἵν ' ἀεικέα παισὶν ἄροιτο μισθόν .
4247664 ἠθελης
τώδ ' ἄνδρ ' ἔλεξας οἷν ἐγὼ ἥκιστ ' ἂν ἠθέλης ' ὀλωλότοιν κλύειν . Φεῦ φεῦ : τί δῆτα
σου πιστευθεὶς ἂν κατὰ πάντ ' , ὦ Κόνων , ἠθέλης ' ὀμόσαι ταυτί , οὐχ ὑπὲρ τοῦ μὴ δοῦναι
4187513 ωὐτος
εὑρίσκεται , οἷον ὁ αὐτός ωὐτός , Ε εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνήρ , ἐμέο αὐτοῦ ἐμεωυτοῦ καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ
ἐπισείῳ τρίχες πολλαὶ καὶ ἐν τῷ σώματι παντί εἰσιν : ωὐτὸς λόγος περὶ τουτέου : ὅπου τυγχάνει τοῦ σώματος τὸ
4174997 φρονοιην
ἦν ἐπὶ ναῦν κατιέναι . δεομένων δ ' ὅ τι φρονοίην ἀποφήνασθαι , δι ' ὀλίγου τοὺς ἑκατέρων λόγους ἀριθμησάμενος
οὐχὶ συντετρῖφθαι ἄμορφον ὄν . καὶ εἴ γε μὴ οὕτω φρονοίην , ἄξιος ἂν εἶναι μοι δοκῶ ὑπὸ ἑκκαίδεκα γυπῶν
4131996 πλευσω
κλάω , κλαύσω , κάω , καύσω , πλέω , πλεύσω , θέω , θεύσω , καὶ θευσοῦμαι . Γράφω
, ἵνα κἂν μὴ παραγένωμαι σὺν σοί , διὰ σοῦ πλεύσω πρὸς Πτολε - μαῖον , καὶ μᾶλλον αἴσθηται ὁ
4103597 ἑψῃ
Παφίους . τούτους δ ' ὕλην κόπτειν , ὁπόταν βασιλεὺς ἕψῃ τὸν μέγαν ἰχθύν , καὶ προσάγοντας , καθόσον πόλεως
φησι κόπτειν Ἴνδους , Λυκίους , Παφίους , ὅταν βασιλεὺς ἕψῃ τὸν μέγαν ἰχθύν . λίμνην δ ' ἐπάγειν ὕδατος
4088565 προὐβαινε
ἐπεὶ δὲ ἐς δείλην ἤδη ὀψίαν τὰ τῆς μελέτης αὐτῷ προὔβαινε καὶ οὐδεὶς ὅρμος ἐφαίνετο τοῦ λόγου , σολοικισμῶν τε
δὲ Ἀπολλώνιος ξυνιεὶς τῆς τέχνης διελέγετο , ἃ μὴ ἐκείνῳ προὔβαινε , ποταμῶν τε γὰρ πρὸς αὐτοὺς ἐμέμνητο καὶ ὀρῶν
4068100 Δημεᾳ
πέρυσιν ἡ Ἀθηνᾶ μοιχεύουσα ἐλήφθη . . . . : Δημέᾳ δὲ τῷ υἱῷ νύμφην ἀγόμενος , ἐμοῦ μέν ,
ἢ [ τι ] θᾶττον ὅτι τούτων τρέχει , ἢ Δημέᾳ Λάχητος Ἐτεοβουτάδῃ . πέτεται γάρ , οὐχ οἷον βαδίζει
4019263 ἀναρριπτει
φησιν Ἀριστοτέλης . Κρήνη ἐν Παλικοῖς , ἥτις εἰς ὕψος ἀναρρίπτει τὸ ὕδωρ πηχέων ἕξ , ἔμφασιν ποιοῦσα μέλλειν κατακλύζειν
ἐν Παλικοῖς τῆς Σικελίας ὡς δεκάκλινος . αὕτη δ ' ἀναρρίπτει ὕδωρ εἰς ὕψος ἓξ πήχεις , ὥστε ὑπὸ τῶν
4006768 ἐλαττονακις
ἰσάκις γείνεσθαι [ , ἀλλ ] ' ἢ πλείων ? ἐλαττονάκις [ ] ? ? ? ἢ ἐλάττων ? [
τρίς , τὰ τοιαῦτα στερεὰ σχήματα πλινθίδες λέγονται ἰσάκις ἶσοι ἐλαττονάκις : ἐὰν δὲ καὶ μείζονα τὰ ὕψη τῷ τετραγώνῳ
3989323 προεστωτι
ὡς τράπεζαν θεὶς ἤσθιε καὶ ἔπινεν ᾄδων , καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε
θεὶς “ ἦσθε καὶ ἔπινεν ” ᾄδων , καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε
3931341 ὀτι
τὸν παραλογισμὸν πεποίηκεν , ὥσπερ ἂν εἰ καὶ λεγόντων ἡμῶν ὄτι ὁ δεῖνα τεθνεὼς [ τεθνηὼς ] ἄνθρωπός ἐστιν ,
ἴσου τοῦ χυλοῦ πιών , ἀμέθυστος ἔσται ὡς μὴ γινώσκων ὄτι πίνει . ἐὰν δὲ καὶ τὸν λίθον τὸν ἐν
3927540 καθαιρειται
ὧδε ἔχῃ , φάρμακον χρὴ πιπίσκειν ὑφ ' οὗ ἄνω καθαιρεῖται : καὶ ὁκόταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ , τῶν χλιασμάτων
ἐπ ' ἄπειρον ἐν τῇ τῶν σωμάτων τομῇ τὸ μὲν καθαιρεῖται , τὸ δὲ αὔξεται . τῶν δὲ φυσικῶν οἱ
3889846 καταβεβρωκως
εὐγενὴς γυνὴ καὶ πλουσία , μήτηρ τοῦ Μεγακλέους , ὃς καταβεβρωκὼς τὴν οὐσίαν καὶ ὕστερον πεπλουτηκὼς ἐκ τοῦ τὰ κοινὰ
πιών τε προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας ἐστρηνίων πως , καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων . ἐχέτω τέλος καὶ ἥδε
3888422 ὀψωνων
καὶ εἰπεῖν ἀκουόντων πάντων : Εὐωχοῦ , Τίβειε . καὶ ὀψωνῶν δὲ ὑπομιμνήσκειν τὸν κρεωπώλην , εἴ τι χρήσιμος αὐτῷ
βαρύς , πλουτῶν , φιλάργυρος δὲ κἀλιτήριος , ὀψοφάγος , ὀψωνῶν δὲ μέχρι τριωβόλου . οὐκ ἂν δυναίμην ἐμφαγεῖν ἄρτον
3880952 ὑφεληται
προβολὴν δι ' αὐξήσεως τοὺς νόμους θείς : ἐάν τις ὑφέληται κώπην ἢ σκεῦος ἀπὸ τῶν νεωρίων , θανάτῳ καὶ
τοσαῦτα ὄντα : δέδια γοῦν μή τις ὑπορύξας τὸν τοῖχον ὑφέληται αὐτά : πολλοὶ φθονοῦσι καὶ ἐπιβουλεύουσί μοι , καὶ
3864518 ἑξηκοντ
τῇ σάλπιγγι τῇδε χρήσομαι , ἣν ἐπριάμην δραχμῶν ποθ ' ἑξήκοντ ' ἐγώ ; Μόλυβδον εἰς τουτὶ τὸ κοῖλον ἐγχέας
ταῖς κάκιστ ' ἀπολουμέναις , ἃς εἰ φάγοι τις ἐντὸς ἑξήκοντ ' ἐτῶν , ὁπότε γυναικὸς λαμβάνοι κοινωνίαν , στρέφοιθ
3851388 λειφθειη
Λακεδαιμονίοις λεληθότως ἡ πόλις : ἡ μητρόπολις , ἡ Σπάρτη λειφθείη δὲ τά τε ἱερά : εὐσεβῶς λέγει τὰ ἱερά
ἡσθεὶς ἐπὶ τῆι παρρησίαι σπουδάσειν ἔφησεν ὅπως κατὰ μηδὲν ἐκείνου λειφθείη βιώσας τὸν ἴσον χρόνον , καὶ παρεκάλει συγκρίνειν τὰς
3850934 μοναδικου
ἀριθμὸς μετρεῖται κατὰ πρόσθεσιν καὶ ἀποτελεῖται : τὰ γὰρ τοῦ μοναδικοῦ ἀριθμοῦ ἴδια μεταφέρειν οὐκ ἐχρῆν ἐπὶ πάντας ἀριθμούς .
αὐτὰ τὰ εἴδη , ἄλλως δὲ οὗτος προτείνει οἰκεῖα ὄντα μοναδικοῦ ἀριθμοῦ τὰ προβλήματα , ἐφ ' οὗ καὶ διεῖλεν
3841491 δραμοι
' ἀνθρώπων μόνον , ἀλλὰ καὶ ἵππος ἥδιον ἂν οἶμαι δράμοι κατὰ πρανοῦς πεδίου καὶ μαλακοῦ , προσηνῶς δεχομένου τὴν
ἀκούσειε , πάντως ἂν ὑπ ' ἐκπλήξεως ἐπὶ τὴν ἠϊόνα δράμοι καὶ θεωρήσειε τὸ γιγνόμενον . Ὁ μὲν γὰρ τριαίνῃ
3829138 ἐκθλιψαντα
, μέχρις ἂν ἀπολειφθεῖεν ξέσται τρεῖς : μετὰ δὲ ταῦτα ἐκθλίψαντα σπουδαίως τὰ ῥαβδία ἐκβάλλειν , τρεῖς δὲ λίτρας μίξαντα
ἃ συνελασθέντα πῆξιν τῷ ὕδατι παρεσκεύασε , ποσὰ τῶν περιφερῶν ἐκθλίψαντα . Ἶρις γίνεται κατὰ πρόσλαμψιν [ ὑπὸ ] τοῦ
3822699 κυβω
δὲ ἀποκτείναντες τὸν Βόμβον ἐνίκησαν . Βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέτταρα : τοῦτο Εὐριπίδου ἐστί . Καὶ Ἀριστόξενος
δούλους χαλκέας ἢ τέκτονας . : βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέτταρα : τοῦτο Εὐριπίδου ἐστί . καὶ Ἀριστόξενος
3821868 ἀπωσεται
τὰ ἄκρα ἐπιζευχθῇ τῶν δυοῖν κριῶν ξύλῳ , ὁμοῦ πολλοὺς ἀπώσεται προεστῶ - τας . Οἱ ἱστοὶ δὲ οὗτοι ἐκ
μόρσιμα δ ' οὔτι φυγεῖν θέμις , οὐ σοφίαι τις ἀπώσεται , ἀλλὰ μάταν ὁ πρόθυμος ἀεὶ πόνον ἕξει .
3814133 φιλουϲ
τοῦ λοιποῦ διετέλεϲε χρώμενοϲ , καὶ ἄλλουϲ τῶν ὁμοίωϲ παϲχόντων φίλουϲ ἐδίδαξε . Περὶ ἐνεργείαϲ τοῦ νέου τυροῦ , ἔξωθεν
! ιϲεν ? οὐδὲ εἷϲ ποτε : τοὺϲ ] ? φίλουϲ : κλάειν : γελᾶν ] ! ἐπιοῦϲαν ? ?
3813068 ἀπλουν
ἀπόφασις , ἀλλ ' οὐδὲ ὄνομα : οὐδὲ γὰρ τοῦτο ἀπλοῦν , οὐδέ τις δόξα , οὐδὲ ἐπιστήμη : οὐδὲ
ἀπόφασις , ἀλλ ' οὐδὲ ὄνομα : οὐδὲ γὰρ τοῦτο ἀπλοῦν , οὐδέ τις δόξα , οὐδὲ ἐπιστήμη : οὐδὲ
3811317 συνοδευοντες
ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν ἐξύπνισεν . Σχολαστικὸς καὶ φαλακρὸς καὶ κουρεὺς συνοδεύοντες συνέθεντο πρὸς τέσσαρας ὥρας βιγλεῦσαι . ἔλαχεν οὖν πρῶτον
ἡμᾶς τὰ βιβλία τρέφει . Σχολαστικὸς καὶ φαλακρὸς καὶ κουρεὺς συνοδεύοντες καὶ ἔν τινι ἐρημίᾳ μείναντες συνέθεντο πρὸς τέσσαρας ὥρας
3807905 ἐφημερος
εἰπόντος Εὐριπίδου ὁ δ ' ὄλβος οὐ βέβαιος ἀλλ ' ἐφήμερος καὶ ὅτι μικρὰ τὰ σφάλλοντα , καὶ μί '
ἀπολλύς , σπαθῶν τὴν οὐσίαν , κατακυβεύων , καταπορνοκοπῶν , ἐφήμερος τῷ βίῳ . ἐπιρρήματα δ ' ἀφειδῶς , ἀταμιεύτως
3805308 ἀρτιῳ
καὶ ἀμφοτέρων διαφέρει : τῷ μὲν γὰρ ἀρτιά - κις ἀρτίῳ κοινωνεῖ , καθὸ καὶ οὗτος πλείους διαιρέσεις ἐπιδέχεται ,
: τοῦτον γὰρ κωλύειν τὴν εἰς ἴσα διαίρεσιν προστιθέμενον τῷ ἀρτίῳ . φέρουσι δὲ καὶ ἄλλο σημεῖον τοῦ πέρατος μὲν
3803616 κεστρινος
. Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως .
: Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ
3796920 Δαμιδι
καὶ ὁπόσα ἐς πρόγνωσιν εἶπε . καὶ προσήκων τις τῷ Δάμιδι τὰς δέλτους τῶν ὑπομνη - μάτων τούτων οὔπω γιγνωσκομένας
καὶ τοῦτ ' ἄρ ' ἦν τὸ παρακελεύσασθαι αὐτὸν τῷ Δάμιδι μὴ περιμείναντι τὴν ἀπολογίαν πεζεῦσαι ἐς Δικαιαρχίαν : τὰ
3796379 κροκους
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
3792470 ὑφειλετ
τοὺς καλοὺς δ ' ὅταν βλέπῃ , καινὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων , Ἀτρεὺς ἐκλήθη : ἐὰν
καλοὺς δ ' ἄν τις βλέπῃ , καπνὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων , Ἀτρεὺς ἐκλήθη : ἐὰν
3790360 βαφευς
ευς ὀνόματα , τὸ βασιλεύς , ἀριστεύς , χαλκεύς , βαφεύς , ἱερεύς , Νηλεύς καὶ τὰ ὅμοια , τὰ
, τὸ ῥοιφῶ : ῥοίδια ὑποδήματα γυναικεῖα : ῥοιγεὺς , βαφεύς : Ῥοίτιον πόλις Τροίας : ῥοιβδῳδεῖ μετὰ ῥοιζοῦ σαλεύει
3785608 γλυκιω
τοίνυν , ὦ βασιλεῦ , μεταστῆσαι τὴν ψῆφον καὶ ποιῆσαι γλυκίω μὲν αὐτῷ τὴν πατρίδα , ποθεινὴν δὲ τὴν γυναῖκα
οὐδὲ τούτῳ προήχθην ἐμαυτὸν ἀπεικάσαι : οὐ γὰρ μέλιτος οἶδα γλυκίω ῥέειν αὐδήν . Εὔμηλον δὲ τὸν Ἀδμήτου , καὶ
3781444 ἐσπειρα
λόγους διδάσκων , πῶς καὶ τίνι τρόπῳ σωθήσονται , καὶ ἔσπειρα αὐτοῖς τοὺς τῆς σοφίας λόγους καὶ ἐτράφησαν ἐκ τοῦ
. . . . . ἀποστερητὴν ἔλαθον ἀγοράσας ἀγρόν . ἔσπειρα μὲν κριθῶν μεδίμνους εἴκοσιν : τούτων δ ' ἀπέδωκεν
3779728 σατυρῳ
καὶ ἢν ἔχωσιν οἱ κωμῆται οἶνον , κεράσωμεν αὐτὸν τῷ σατύρῳ , καὶ ταὐτὰ τῷ Μίδου πείσεται . ” ἔδοξε
. ἔνθα μὲν γὰρ γέλωτος τέχναι καὶ χαρίτων , ἐν σατύρῳ καὶ ἐν κωμῳδίαις . τραγῳδία δὲ χάριτας μὲν παραλαμβάνει
3776272 ὀνοματοιν
τοὺς ἄλλους καὶ ἐμαυτὸν ὀδυρόμενος ἀξιώσαιμ ' ἂν θάτερον τοῖν ὀνομάτοιν ἐκχωρεῖν , ὡς οὐκ ὄντος αὐτῷ πράγματος . Πολὺ
, ὀφθαλμοὺς δὲ ἄγαν βραχίστους . καὶ θάτερον μὲν τοῖν ὀνομάτοιν ἐντεῦθεν εἴληφε , τόν γε μὴν κωφίαν , ἐπεὶ
3766432 ἐφυλαχθησαν
ἄνδρες ἱκανοὶ γαμεῖν δῆλον · πόσοι γὰρ ἄχρι πεντεκαίδεκα ? ἐφυλάχθησαν ? ? ἐτῶν ἀδιάφθοροι ; νόμος δὲ βλάπτει με
φροῦδοι ἂν ἦσαν , τὸ δὲ ἐπὶ βασιλεῖ διεσώθησαν καὶ ἐφυλάχθησαν . δικαστοῦ μὲν γάρ , οἶμαι , ἔργον ἐστὶ
3754887 ποησειν
γειαι ? καὶ οἱ θεοὶ δῴησαν αὐτῷ [ ] ! ποησειν ? : φιλότεκνος ? [ ] γὰρ ὡς [
γειαι ? καὶ οἱ θεοὶ δῴησαν αὐτῷ [ ] ! ποησειν ? : φιλότεκνος ? [ ] γὰρ ὡς [
3748199 ἑκατερωθε
δ ' ὑποδεχόμενος παρ ' αὐτόν , ἐφεξῆς δ ' ἑκατέρωθε κατ ' ἀξίαν ἧς ἔχουσιν ὑπεροχῆς . καὶ οἱ
[ τρο ? ! [ ! ! ] δύ ' ἑκατέρωθε [ καὶ τοῦτο φοβερὸν ἐκπ ? [ φέρ '
3735778 Μιλησιακων
κόψῃς χέρα Κιλλικόωντος . Ἱστορεῖ δὲ καὶ Λέανδρος ἐν δευτέρῳ Μιλησιακῶν προδοῦναι Μίλητον , καὶ ὅτε ἀνέῳξε τὰς πύλας ,
ἄξιοι . . . : Περὶ Λαοδίκης . Ἱστορεῖ Ἡγήσιππος Μιλησιακῶν αʹ . Ἐλέχθη δὲ καὶ περὶ Λαοδίκης ὅδε λόγος
3729742 πεπορνευμενος
, ἐπὶ τέλει δὲ νικηθεὶς ὑπὸ τῆς χολῆς εἶπε καὶ πεπορνευμένος . Ἐπανάληψις γίνεται κατὰ τρόπους τρεῖς , ἐπὶ πράγματος
Διόνυσον οὐκ οἶδ ' ὅπως δυνήσομαι περιπλέκειν ὅλην τὴν ἡμέρανκαὶ πεπορνευμένος : ὁ γὰρ εἰκῇ τοῦτο καὶ πρὸς πολλοὺς πράττων
3720009 πεττοι
μαίνεται , καὶ κυβεύει μὲν δεδιὼς μή τι αὐτὸν οἱ πεττοὶ σφήλωσιν , ὑπὲρ δὲ ἀρχῆς ἀναρριπτεῖ παίζων , ἑταίραις
πεττῶν ἱδρυμένοις κυβοειδῶν ἄλλοις ἐπ ' ἄλλοις : οἱ δὲ πεττοὶ κοῖλοι πλήρεις γῆς ὥστε δέξασθαι φυτὰ δένδρων τῶν μεγίστων
3719411 ὀρθοκραιραων
ἐν Λήμνῳ , κενεαυχέες ἠγοράασθε , ἔσθοντες κρέα πολλὰ βοῶν ὀρθοκραιράων , πίνοντες κρητῆρας ἐυστεφέας οἴνοιο , Τρώων ἀνθ '
ταχὺς ἄγγελος ἦλθε . τὸν δ ' εὗρε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων τὰ φρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν ἃ δὴ τετελεσμένα ἦεν
3716965 πανουργησας
πονηρῶς ἐπαίρειν , ” ὑφελεῖν “ δὲ τὸ κρύψαι . πανουργήσας ἤτοι κλέψας τι κατεσχέθην ποτέ , ἐγὼ μόνος ἐμαστιζόμην
λανθάνειν ] ἐκφεύγειν ἧκεν ] ἦλθεν ναστὸς ] ἄρτος σκληρός πανουργήσας ] κλέψας εἰ . . . κατέλαβες ] ἐὰν
3707298 αἰδεσσεται
ἀγλαὰ δέχεσθαι ἄποινα ” καὶ “ οὐδέ τι μ ' αἰδέσσεται , κτανέει δέ με γυμνὸν ἐόντα . ” καὶ
τρέπεται μέγεθος . οὕτως † Ζήνων . . . . αἰδέσσεται : αἰδεσθῇ , καὶ ὅς μέν τ ' αἰδέσσεται
3694747 ἀνοπλος
καὶ λόγον αὑτοῖς διδόντες , ὡς ἡ μὲν πόλις ἐστὶν ἄνοπλος , ἔρημος , οὐ ναῦν , οὐ καταπέλτην ,
νομίζω , κἂν ἐπ ' ἄλλον τινὰ πτῆναι θελήσωσιν , ἄνοπλος αὐτῶν ἡ δεξιὰ γελασθήσεται : σχεδὸν γὰρ ἐκ τῆς
3674280 κοπιασας
τὸν ᾅδην ἀφίκηται χωρὶς ᾠδῆς , ἤτοι ἐγκωμίων , μάταια κοπιάσας βραχεῖάν τινα τέρψιν παρέσχε τῷ ἀγῶνι , ἀντὶ τοῦ
δεκάτῳ τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα * καὶ * πυρπολοῦντάς τινας θεασάμενος κοπιάσας ὡς ἀεὶ τὸν πόδα τῆς νηὸς ἔχων ἐκαθεύδησεν ,
3659520 νομοϲ
τοῦ ταρ . . ἐπεὶ δὲ ἐνεγράφην ἐγὼ καὶ ὁ νόμοϲ ἀπέδωκε τὴν κομιδὴν τῶν καταλειφθέντων τῇ μητρί , ὃϲ
! πυμη ! ? [ τί ἂν προϲαξο ? [ νόμοϲ [ ] γὰρ ου ! [ παρὰ τοῖϲ παλαι
3657842 τρεφους
* * * Πυθαγορισμοὶ καὶ λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες τρέφους ' ἐκείνους , τὰ δὲ καθ ' ἡμέραν τάδε
δεινὸν εἶναι τὸ γεγονός . Χαιρεφῶν πρώτιστος οὗτος , ὃν τρέφους ' ἀσύμβολον , οὐ θεός σοι φαίνετ ' εἶναι
3641088 ψαιστον
θύεται . . γράφε “ τέμνεται ” πραγμάτων ] δυσχερειῶν ψαιστὸν ] ἄρτον ἐλαίῳ βεβρεγμένον . ἔστι δὲ πέμμα ἢ
. Ἄλλως . εἶδος πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων γενομένου . . ψαιστὸν : Ἔστιν ἄλευρον ἐλαίῳ δεδευμένον . ἔστι δὲ τὸ
3638781 ἀδειπνος
τῶν πυλῶν μάγειρος ὤν ; ἐντὸς πυλῶν γὰρ ἂν μένων ἄδειπνος ἦν . πότερ ' οὖν ἀφεῖσαι ; κατ '
εἰ Μαυσάκας ὁ Μαῦρος διψῶν μὴ εὗρεν πιεῖν ἀλλ ' ἄδειπνος ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον . καίτοι πόσα ἄλλα μακρῷ
3624088 ἀλαπαξ
διάνοια φαίνηται , οἷόν ἐστι δώδεκα δὴ σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλάπαξ ' ἀνθρώπων , πεζὸς δ ' ἕνδεκά φημι :
. ὄαροι . ἄοροι . δώδεκα δὴ σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλάπαξ ' ἀνθρώπων . , πτολίπορθον : Φ . .
3620786 Τοξευτῃ
τοι τούτων μᾶλλον Κρόνος Ὑδρηχόῳ , Ζεὺς δ ' ἐνὶ Τοξευτῇ καὶ Σκορπίῳ ἥδεται Ἄρης , Κύπρις δ ' ἐν
ἠδὲ Λέοντι δῖα Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ '
3616700 περιλειφθηναι
οὐθεὶς ἐπανῆλθεν , ὥστε μηδὲ τὸν ἀγγελοῦντα αὐτοῖς τὴν συμφορὰν περιλειφθῆναι . εἰδότες οὖν , ἄνδρες Συρακόσιοι , τοὺς ὑπερηφανοῦντας
κλῆμα λοιπὸν ἐλεύ - θερον , καὶ ὅσους δυνατὸν ὀφθαλμοὺς περιλειφθῆναι , οὓς πάντας τῷ ὄνυχι ἀφαιρῶν τύφλου , ἵνα
3616593 ἐνεστηκε
ὁ ὑπερσυντέλικος ἐπιδέχεται , δῆλον ὅτι ὁ μὲν ἐνεστὼς ἐπεὶ ἐνέστηκε καὶ ἔτι ἐνεργεῖ οὔτε αὔξησιν οὔτε ἐλάττωσιν ἔχει ,
ἀνδρῶν , δι ' οὓς δὴ νῦν ὁ πᾶς λόγος ἐνέστηκε , καὶ τούτων ὄντων ἐπωνύμων παρ ' ἡμῖν ,
3615485 δυ
κρεῶν τότ ' , οὐδὲ τῷ διδασκάλῳ . ἑτέρους πορίσασθαι δύ ' ἐρίφους ἠνάγκασας : τὸ γὰρ ἧπαρ αὐτῶν πολλάκις
μαρτυροῦσιν ; πρῶτον μὲν ἀδελφιδοῦς , εἶτα τοῦ ἑτέρου ἀδελφιδοῦ δύ ' υἱοί , εἶτ ' ἀνεψιαδοῦς , εἶθ '
3614153 μετελθοι
Ἐχινάδας . ἡ δ ' ἐξομεῖται μηθενὸς [ ὃς μὴ μετέλθοι συγγόν [ Ταφίους : λιγὺς δὲ χρησμὸς [ Ἀμφιτρύων
ἔσθ ' ἅνθρωπος ἁχραδούσιος . τίς ἂν οὖν ἰατρόν μοι μετέλθοι καὶ τίνα ; τίς τῶν καταπρώκτων δεινός ἐστι τὴν
3611684 νδε
! ] νικας ? ? [ ! ! ] ! νδε ? ? ? ! ωλιμ ? [ ! !
] ἀνήμερος [ ος ] # ? εἶναι καὶ [ νδε ] ? πέλας [ ας ] ? ἀξιοῦσθαι [
3603227 βεβληκ
' ἡγώμεθα , τὰ δ ' ὄντα πίστ ' ἄπιστα βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα πεσεῖν ἐς εὐνὴν
ἧτταν δηλοῦσιν . καὶ τὸ παρ ' Εὐριπίδῃ τοιοῦτον : βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέτταρα . τριῶν γὰρ
3598519 ἑκατογχειρον
δὲ στόματα , ἢ ἐννεάχειλον ἢ τριστοίχοις κεχρημένον ὀδοῦσιν ἢ ἑκατόγχειρον ἢ πλείονας δακτύλους ἐν ἑτέρᾳ τῶν χειρῶν ἔχον ,
” ἑκάτερθεν ἑκατέρωθεν . ἑκατηβόλου ἕκαθεν προϊεμένου καὶ βάλλοντος . ἑκατόγχειρον ὁ Ἀρίσταρχος κατὰ τὸ μυθικὸν ἑκατὸν χεῖρας ἔχοντα ,
3592064 Μινωταυρῳ
κατὰ ἔτος Ἀθηναῖοι κόρους ἑπτὰ καὶ κόρας τὰς ἴσας τῷ Μινωταύρῳ βορὰν ἔπεμπον . ] Θησεὺς δὲ γεννηθεὶς ἐξ Αἴθρας
καὶ τὰς ἴσας κόρας δι ' ἐτῶν ἐννέα βορὰν τῷ Μινωταύρῳ ὅσον ἂν χρόνον ζῇ τὸ τέρας . δόντων δ
3591679 ηὐτυχει
μὲν δὴ μέχρι τούτου κοινῇ αὐτός τε καὶ ἡ πόλις ηὐτύχει : ὅσα γε μὴν μετὰ τοῦτο σφάλματα ἐγένοντο οὐδεὶς
μὲν ἔσπευδεν , ὅπως ἀγαθὸς εἶναι δόξειε πλέον ἢ ὅσον ηὐτύχει , ἡ δέ , ὅπως εὐδαίμων ἢ ὅσον ἀγαθὸς
3590850 κατακειμενου
[ [ ] θεν ? ὑιον ? Ἀστυάνακτος ὑπτίου [ κατακειμένου δοίδυκι [ τὴν ῥῖνα συντριψαι μ [ ! !
? : ! ιον Ἀϲτυάνακτοϲ [ ] ὑπτίου ? [ κατακειμένου [ ] , δοίδυκτακαιϲ [ ! ! ] !
3590345 εἱς
' ἐπεξέλθοις σκοπῶν ἀμνήμονος γὰρ ἀνδρὸς ὄλλυται χάρις σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρὸς τοὺς πονοῦντας ὠφελεῖν .
εἷς δ ' ἀπὸ τᾶσδε : ἡμῶν , φησίν , εἷς καὶ μόνος Μόλων ἐπὶ ταύτης τῆς παλαίστρας ἀπολέσθω .
3573480 ἐκλαβων
ποσῷ καὶ τὸ διὰ σμικρότητα κοινὸν μέτρον τῶν ὁμογενῶν ἀναφαινόμενον ἐκλαβὼν διισχυρίζεται μηδὲν εἶναι μήτε μέτρον μήτε ἕν , ὃ
: οὔτε δὲ φύσει οὔτε παρὰ φύσιν , τὸ πεφυκὸς ἐκλαβὼν ἀντὶ τοῦ τετάρτου σημαινομένου τοῦ φύσει , ἵνα καὶ
3570257 κυκα
ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈ τοὺς τοῦ Καρκίνου Γ
, ἅρπαζ ' ἀπελθών , κλέπτ ' , ἀποστέρει , κύκα . μηδὲν πλανηθῇς : ἔστι κἀν Ἅιδου κρίσις ἥνπερ
3563360 ἀμφιϲβαινα
, οὐκ ἀναιροῦϲι δὲ δακόντεϲ , ἀλλ ' ὡϲ ἡ ἀμφίϲβαινα καὶ ἡ ϲκυτάλη , οὕτωϲ καὶ οὗτοϲ πλήξαϲ φλεγμονὰϲ
ποῖον ἡ οὐρά . μόνον δὲ διαφέρει τῆϲ ϲκυτάληϲ ἡ ἀμφίϲβαινα τῷ κατὰ ἀμφότερα τὰ μέρη βαίνειν , παρὸ καὶ
3559855 πραθεντων
πριάμενος . ἀγοράσας . ἀναγωγή . ἀναγωγή ἐστιν ἡ τῶν πραθέντων ἀνδραπόδων ἀνάδοσις , ἐχόντων αἰτίαν τινά . ἱερᾷ νόσῳ
ὧν ἐδανείσατο Ἀθήνηθεν , τῶν τ ' ἐν τῷ Βοσπόρῳ πραθέντων τοὺς τὰ ἑτερόπλοα δανείσαντας μόλις διαλύσαντα , ἔτι δ
3548794 συμπεριελαβε
τὸ σῶμα τοῦ πυρὸς συμβεβηκός ἐστιν . ἄλλως τε οὐ συμπεριέλαβε τὰ τοιαῦτα ὁ ὁρισμός : ἐν γὰρ τῷ λέγειν
. τρίτον δὲ τῆς δικαιοσύνης μνημονεύσας καὶ τὰς ἄλλας ἀρετὰς συμπεριέλαβε : καὶ γὰρ αἱ ἐπιστημονικαὶ ἀρεταὶ ἤγουν αἱ μετὰ
3547870 πεντηκοντ
. οὗτος , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντ ' ἴσως ἢ μικρὸν ἔλαττον οὐδὲν ἐμοῦ πλείους λῃτουργίας
η ταῦτα , ἀλλ ' οὐκ ἐνεργείᾳ . καὶ τὸ πεντήκοντ ' ἀνδρῶν ἑκατὸν λίπε δῖος Ἀχιλλεύς Ἄλλο δηλοῖ διαιρουμένων
3523118 παρατειναι
μέγιστον , κληρονόμος τῶν ὅλων καὶ διάδοχος καὶ ἐπὶ πολὺ παρατεῖναι τὰ τῆς ἡμετέρας συμφορᾶς δυνάμενος . Βούλει τοῦτο μόνον
συμβῇ μὴ κρίσιμον ἡμέραν γενέσθαι ἐν ὅλῳ τῷ μηνὶ ἀνάγκη παρατεῖναι ὡς ἐπίπαν τὴν νόσον ἕως τοῦ τετραγώνου τῆς τοῦ
3523099 τεταγμεν
τῶν εὑρημένων . οὐ ταὐτὰ προσάγω πᾶσιν ἀεὶ βρώματα . τεταγμέν ' εὐθύς ἐστι μοι πρὸς τὸν βίον : ἕτερ
: ἥλιος αὐτὸς [ ἔδυ ] , καὶ νὺξ τὰ τεταγμέν ' ἀπέχει : μὴ κοπία ζητεῖν πόθεν ἥλιος ἢ
3521401 Νοθιππον
ὕειον , τοὺς μὲν ἄλλους οἰκουρεῖν χρῆν , πέμπειν δὲ Νόθιππον . εἷς γὰρ μόνος ὢν κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον
τοὺς μὲν ἄρ ' ἄλλους οἰκουρεῖν χρῆν , πέμπειν δὲ Νόθιππον ἑκόντα . εἷς γὰρ μόνος ὢν κατεβρόχθισεν ἂν τὴν
3514094 ἐτοϲ
. παύονται δὲ τῶν καθάρϲεων αἱ μὲν περὶ τὸ πεντηκοϲτὸν ἔτοϲ , ϲπάνιαι δὲ μέχρι τῶν ἑξήκοντα , ἐνίαιϲ δὲ
ἡ παροῦϲα ὥρα τοῦ ἔτουϲ , ποταπὸν δὲ τὸ ϲύμπαν ἔτοϲ : ἐντεῦθεν γὰρ τὰϲ διαίταϲ εὑρήϲειϲ ποιεῖϲθαι κάλλιϲτα ,
3507355 ἐκρους
αὐτοῦ τὰς προσβολὰς ποιεῖσθαι . αὐτὸς δὲ ὡς κατεῖδε τοὺς ἔκρους τοῦ ποταμοῦ , ὃς διὰ τῆς πόλεως χειμάρρους ὢν
καὶ ἱδρῶσι πάντοθεν ὡρμημένος . οὕτω μὲν οὖν κατ ' ἔκρους ἐκένωσε πυρετὸς ἀναλώσας , ὥσπερ καὶ ἄλλο πῦρ ,
3505539 πυργουται
κινηθεὶς εἶπεν ἐπ ' αὐτῶν : οὐ γὰρ λόγοις Λάκαινα πυργοῦται πόλις , ἀλλ ' εὖτ ' [ ἂν ]
διελέγετο . , ; , ; , . . Συριανός πυργοῦται συναγυρμός ὅτι Ἰσίδωρος ὁ φιλόσοφος , ὥς φησι Δαμάσκιος
3503160 πραγματοϲ
. ἐϲτὶ δὲ δήπου κατὰ μὲν τὴν οὐϲίαν αὐτὴν τοῦ πράγματοϲ ἐξηγουμένοιϲ ἡ εὐκρατοτάτη τε ἅμα καὶ τὴν διάπλαϲιν τῶν
: οὗτοι ἐφάνηϲαν ἐν Ῥηνείᾳ ἐκβεβλημένοι τετελευτηκότεϲ : τοῦ δὲ πράγματοϲ περιβοήτου ὄντοϲ , ἐπιφέρουϲι Δήλιοι τοῖϲ Ῥηνεῦϲιν αἰτίαν ,
3500211 ληψοιτο
ἄπειρον τοῦτο ἔσται ἀεί τι παρεμπῖπτον μεταξὺ ὧν ἄν τις λήψοιτο . τῶν δὲ πραγμάτων οὐχ οὕτως ἐχόντων , ἀλλὰ
μέσον τὰς ἀρχὰς τῶν ἐπιστημῶν , ἵν ' ἐντεῦθεν ἀφορμὴν λήψοιτο παραστῆσαι ἡμῖν τὴν περὶ νοῦ ἔννοιαν . ἔδειξε τοίνυν
3499704 φυοιτο
Κύρῳ πέμψειεν ὅ τι καλὸν αὐτοῖς ἐν τῇ χώρᾳ ἢ φύοιτο ἢ τρέφοιτο ἢ τεχνῷτο , πᾶσα δὲ πόλις ὡσαύτως
καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ , ὡς ὅ γε λευκός , ὅποι φύοιτο ἄλλῃ , κάκιστος : φύεται δ ' ἔν τε
3493362 κατασκευασματα
Φιλάδελφος βασιλέων πλούτῳ διέφερε , καὶ περὶ πάντα ἐσπουδάκει τὰ κατασκευάσματα φιλοτίμως , ὥστε καὶ πλοίων πλήθει πάντας ὑπερέβαλλε .
οὐδὲν σεμνοτέραν οὖσαν , τὰ δὲ τῆς πόλεως οἰκοδομήματα καὶ κατασκευάσματα τηλικαῦτα καὶ τοιαῦθ ' ὥστε μηδενὶ τῶν ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν
3489652 βεβιωκοτι
τὰ ἔξωθεν ἀποτυγχάνοντας , ἕπεταί τι ἐντεῦθεν ἄτοπον τῷ μακαρίως βεβιωκότι . τὸ δὲ μέχρι γήρως εἴρηκεν οὐχ ὡς ἔτυχεν
: ἡ διπλῆ , ὅτι οὐχ ἁρμόζει τῷ τρεῖς γενεὰς βεβιωκότι λέγειν : ἐμὸς ἂν παῖς εἴης . . :
3485769 ἐκκεκηρυχθαι
ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν : τοῦτον σχολῆς τῆσδ ' ἐκκεκηρῦχθαι λέγω . Καὶ ὃς ἀναστάς : οἱ μὲν ἐκήρυσσον
: τὸν δ ' ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα , ἐᾶν
3480106 ἐτιμησαντο
τῷ δὲ πλέοντι Σικελιῶται ἐπιθήσονται : καὶ οὓς οἱ Πελοποννήσιοι ἐτιμήσαντο ἂν ἀντὶ πολλῶν χρημάτων συμμάχους ἔχειν , τούτους ἡμῖν
, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , καὶ Λάιος καὶ Ἰοκάστη | ἐτιμήσαντο ἀποβαλεῖν τὸν υἱὸν ὡς | Ξενοφῶν ἢ τοιούτου αὐτοῦ
3477564 ἡδυνας
ἤ τι τῶν θαλαττίων ζῴων ὧν εἶπον , εἶθ ' ἡδύνας τὸ ἀφέψημα δι ' ἐλαίου καὶ γάρου καὶ πεπέρεως
καὶ τοὺς φίλους καὶ τὰς πόλεις ἀνατρέπει λόγῳ κακούργῳ μικρὸν ἡδύνας χρόνον . διὸ καὶ Θέτταλοι καλῶς ποιήσαντες κατέσκαψαν τὴν
3473663 ὑει
σφίσιν ὑπάρχοντα ἀποβλέψασαν , εἰ σὺ ἐν νῷ ἔχεις τῷ ὑεῖ αὐτῆς διαγωνίζεσθαι οὕτω κακῶς ἠγμένος . καίτοι οὐκ αἰσχρὸν
ὦ Σώκρατες . Καλόν γε , ὦ Δημόδοκε , τῷ ὑεῖ τὸ ὄνομα ἔθου καὶ ἱεροπρεπές . εἰπὲ δὴ ἡμῖν
3465587 ἑκατοστον
πλείονας ἔχει : ἔχει γὰρ καὶ ἄλλο τέταρτον ἡμέρας καὶ ἑκατοστὸν μέρος , καθ ' ἣν καὶ τὸ βίσεξτον ἀπαντᾷ
ἄχρι τοῦ τὸ εἰκοστὸν μέρος αὐτοῦ ἀφεψηθῆναι , γύψου τὸ ἑκατοστὸν προσεμβάλλοντες . Λακεδαιμόνιοι δὲ ἕως τοσούτου εἰς τὸ πῦρ

Back