. . : Πολύϊδος : οὕτως καὶ Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου : καὶ ἔστι , φησί , πολυΐδμων , μάντις
μακρὸν χρόνον αὑτοῦ . κρεῖττον οὖν λέγει Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου , ὅτι παρὰ τὸ λεῖον γέγονεν ἄλειον , καὶ
4951290 νειφειν
τὸ νείφο κατὰ τροπὴν ἔλεγε γεγενεῖσθαι : κυρίως γάρ φησιν νείφειν εἴρηται ἀπὸ τῆς τοῦ ὕδατος προφορᾶς : καὶ νηφάλι
κατὰ τροπὴν ἔλεγε γεγενῆσθαι : κυρίως γάρ , φησι , νείφειν εἴρηται κατὰ τοῦ ὕδατος προφοράν : καὶ νιφάλιαθεῖν εἴρηται
4503626 ʂου
ἐπὶ τὰς ὑποστάσεις : καὶ οὐ δύναμαι ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ ʂοῦ γ Μο . Δεῖ οὖν τὸν ʂ μείζονα μὲν
, εἰ ὃ μέρος ἐστὶν ἢ μέρη Μο α , ʂοῦ α Μο α , τὸ αὐτὸ μέρος ἢ τὰ
4460944 ξυλωι
ὥς φησιν Ἐ . οἶνον ἀπὸ φλοιοῦ πέλεσθαι σαπὲν ἐν ξύλωι ὕδωρ . . . Δ . ὁμοίως δ '
] ην ] ! α ] ! αϲ ζήτει ] ξύλωι ] ] ριτωναυ ] ! ϲ γνώμην ] καὶ
4436813 βλακικον
τῆς κατασκευῆς ἔλεγον τῇ γυναικὶ ὅτι πάνυ ἂν ἡμῶν εἴη βλακικόν , εἰ οἱ μὲν ἐν τοῖς πλοίοις καὶ μικροῖς
ὡς μηδὲ κύνα αὐτῷ χρῆσθαι . Πολιτείας δʹ : „ βλακικόν τε ἡμῶν τὸ πάθος „ . ὡς εἰ λέγοι
4423156 βαϲιλιϲκου
τούτων ὁ ἰὸϲ ὀξυτάτωϲ πήγνυϲι , ὥϲπερ καὶ ὁ τοῦ βαϲιλίϲκου . κατὰ δὲ τῆϲ πληγῆϲ ἐπιτίθει κενταύριον ϲὺν ϲμύρνῃ
ἀνικμαϲτέον : ὁ γὰρ τούτων ἰόϲ , ὥϲπερ καὶ τοῦ βαϲιλίϲκου , ὃν τρόπον γάλα βοὸϲ ὀξυτάτωϲ πήγνυϲι τὸ ἐν
4355640 ὀτι
τὸν παραλογισμὸν πεποίηκεν , ὥσπερ ἂν εἰ καὶ λεγόντων ἡμῶν ὄτι ὁ δεῖνα τεθνεὼς [ τεθνηὼς ] ἄνθρωπός ἐστιν ,
ἴσου τοῦ χυλοῦ πιών , ἀμέθυστος ἔσται ὡς μὴ γινώσκων ὄτι πίνει . ἐὰν δὲ καὶ τὸν λίθον τὸν ἐν
4352112 οὐρηθῃ
διὰ τῆς διαιρέσεως τὸ οὖρον ἐκκρίνεται . Ὅταν δ ' οὐρηθῇ ὁ λίθος , γάλα ὄνειον κεραννύοντας μέλιτι ὀλίγῳ διδόναι
οὔρων ἐκκρίνεται : λέγει γάρ : ἦν αἷμα καὶ πῦον οὐρηθῇ , τῶν νεφρῶν ἢ τῆς κύστεως ἕλκωσιν σημαίνει :
4292692 ἐμφυσησαι
κοσμοποιΐᾳ φησὶν ἀνθρώπῳ τῷ πρώτῳ καὶ ἀρχηγέτῃ τοῦ γένους ἡμῶν ἐμφυσῆσαι πνοὴν ζωῆς τὸν θεὸν εἰς τὸ τοῦ σώματος ἡγεμονικώτατον
ὥστε νομίσαι θεὸν στόματος ἢ μυκτήρων ὀργάνοις χρῆσθαι πρὸς τὸ ἐμφυσῆσαι : ἄποιος γὰρ ὁ θεός , οὐ μόνον οὐκ
4283547 σιδαι
λέγεσθαι : τοῦ δ ' Ἐμπεδοκλέους εἰρηκότος οὕνεκεν ὀψίγονοί τε σίδαι καὶ ὑπέρφλοια μῆλα τὸ μὲν τῶν σιδῶν ἐπίθετον νοεῖν
, ἵνα σημαίνῃ ἄδηρον ἄβδηρον , δύω βδύω , καὶ σίδαι σίβδαι . ἢ παρὰ τὸ ἀμφίς ἐπίρρημα , τὸ
4279556 μασσαι
δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ γοῦν τοῦ ἁλιέως καὶ τοῦ μάσσαι ὠνόμασται . . , , . : Τίμαιος ὁ
δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ γοῦν τοῦ ἁλιέως καὶ τοῦ μάσσαι ὠνόμασται . τὸ ἐθνικὸν Μασσαλιώτης καὶ Μασσαλιεύς καὶ Μασσαλία
4264859 φυσωμενον
δ ' ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου ἡ λέξις : τὸ γὰρ φυσώμενον μέγα γίνεται . τὸ δὲ αἰετηδόν παρὰ τὸν ἀετόν
, πάτερ , πῦρ τ ' ὀξὺ καὶ μὴ πολλάκις φυσώμενον ἐποίουν : ἀπὸ τούτου πᾶν τὸ δεῖπνον εὐτρεπές .
4263200 ἀπογευσασθαι
δέ σοι φίλον , φίλτατέ μοι ἑταίρων , καὶ Πυθαγορικῆς ἀπογεύσασθαι μούσης τῆς ἀριθμοῖς κανονιζούσης τὰ ἔργα τῆς φύσεως ,
κόρην καταθῦσαι καὶ καθᾶραι τὸ λῃστήριον καὶ τοῦ μὲν ἥπατος ἀπογεύσασθαι τυθείσης , τὸ δὲ λοιτὸν σῶμα σορῷ παραδόντας ἀναχωρεῖν
4260472 διειρον
ἐντὸς τῆς ἀσπίδος πρόσθημα , δι ' οὗ τὴν χεῖρα διεῖρον . πούλυπον καὶ πουλύπουν : Ἀττικοί , πολύποδα Ἴωνες
: μηχάνημα τροχῷ ἐμφερές , δι ' οὗ τὸν τράχηλον διεῖρον καὶ τῶν ὑποζυγίων ὥστε μὴ ἐσθίειν καὶ τῶν ἀνθρώπων
4255198 ἀλληγορεισθαι
τινές φασι , διὰ τὸ τὸν Κρόνον εἰς τὴν ψύξιν ἀλληγορεῖσθαι : νεκρὸν δὲ διὰ τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου καὶ
τῷ Διὶ τὴν Ἥραν , οὖσαν ἀδελφήν , δοκεῖ ταῦτα ἀλληγορεῖσθαι , ὅτι Ἥρα μὲν νοεῖται ὁ ἀήρ , ἥπερ
4212296 παραγομενου
ῥοίζοισιν : ἤχοις , κτύποις , ἐντύψεσιν : ἀπὸ τοῦ παραγομένου τὸ ἑπόμενον . ἀνεῤῥοίζησεν : ἀπειλήσατο . ἱμάσθλῃ :
Ἰστέον δὲ ὅτι τοῦ εἰμί , τουτέστιν ὑπάρχω , ἄλλως παραγομένου κοινότερον , Ἡρακλείδης λέγει περὶ αὐτοῦ ὡς ἔνιοι τῶν
4145929 ἐκπεπτωκεν
ὃν ἐπεσκεύασας , ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος . Ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ '
, ὅταν καὶ τὸ ὕδωρ σπένδωσιν : εἰ μέν τι ἐκπέπτωκεν ἀπ ' αὐτοῦ καὶ τὸ νιφὰς καὶ τὸ νιφετὸς
4138086 ἐπιβοιον
, Φερεκράτης δ ' ἐν Ἐπιλήσμοσιν . . . . ἐπίβοιον : Λυκοῦργος ἐν τῶι Περὶ τῆς ἱερείας . Φιλόχορος
καὶ τῆι Πανδρόσωι θύειν ὄιν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν α τῶν Περὶ Ἀθηνῶν
4077379 δοξαστου
γὰρ ταὐτὸν σημαίνει τῷ λόγῳ τῷ λέγοντι τὸ ὑποληπτὸν τοῦ δοξαστοῦ μὴ εἶναι γένος ὁ λέγων τὸ δοξαστὸν μὴ εἶναι
. . ὁ δὲ γνώριμος αὐτοῦ Π . τοῦ μὲν δοξαστοῦ λόγου κατέγνω , φημὶ δὲ τοῦ ἀσθενεῖς ἔχοντος ὑπολήψεις
4061578 ἐξερασαι
τοῖς ἰατροῖς , εἴ τις δύναται τὰ ἔντερα πιέσας ὑγρὸν ἐξεράσαι ; ἀπειπόντων δὲ , θεῖναι αὑτὸν εἰς τὸν ἥλιον
ποθὲν μετὰ παρακοπῆς καὶ σπασμοῦ . Δεῖ δὲ μετὰ τὸ ἐξεράσαι αὐτοὺς ποτίζειν οἴνον ἀψινθίτην , σὺν κινναμώμῳ , ἢ
4029428 παρεστηκοτος
μὲν οὐδ ' ὁρᾶν ἐδόκει , καίπερ Φάρακος τοῦ προξένου παρεστηκότος αὐτοῖς , ὅπως προσαγάγοι : καθήμενος δ ' ἐπὶ
πρὸς πᾶν ἀναιδεύεται κοὐ μεθί - στησι τοῦ χρώματος τοῦ παρεστηκότος . Εἴ σε μὴ μισῶ , γενοίμην ἐν Κρατίνου
4023200 κεκαυσθαι
τῶν τροπικῶν οὐχ ἕλκειν τὸ ὕδωρ πρὸς ἑαυτὸν διὰ τὸ κεκαῦσθαι ὑπὸ τῆς τοῦ ἡλίου φορᾶς : πρὸς δὲ νότον
δὲ νῦν ὁ λόφος Οὐεσουούιος , ἔχων πολλὰ σημεῖα τοῦ κεκαῦσθαι κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους . τοὺς δ ' οὖν
4020191 ποιητου
ταῖς μέσαις ἐναρμόνιον πυκνὸν ᾧ νῦν χρῶνται οὐ δοκεῖ τοῦ ποιητοῦ εἶναι . ῥᾴδιον δ ' ἐστὶ συνιδεῖν , ἐάν
τῷ Συμποσίῳ ταυτί : καίτοι Παυσανίας γε ὁ Ἀγάθωνος τοῦ ποιητοῦ ἐραστὴς ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῶν ἀκρασίᾳ συγκαλινδουμένων εἴρηκεν ὡς καὶ
3978425 εὐφωνοτερον
, οὕτω Μελσημβρία ἡ Μέλσου πόλις , καὶ διὰ τὸ εὐφωνότερον λέγεται Μεσημβρία . ὁ πολίτης Μεσημβριανός . ἔστι καὶ
, οὕτω Μελσημβρία ἡ Μέλσου πόλις , καὶ διὰ τὸ εὐφωνότερον λέγεται Μεσημβρία . . . , : Χρυσόπολις ἐπίνειον
3960135 ἐκλαβων
ποσῷ καὶ τὸ διὰ σμικρότητα κοινὸν μέτρον τῶν ὁμογενῶν ἀναφαινόμενον ἐκλαβὼν διισχυρίζεται μηδὲν εἶναι μήτε μέτρον μήτε ἕν , ὃ
: οὔτε δὲ φύσει οὔτε παρὰ φύσιν , τὸ πεφυκὸς ἐκλαβὼν ἀντὶ τοῦ τετάρτου σημαινομένου τοῦ φύσει , ἵνα καὶ
3958075 διακεκαυμενος
ὥστε φοινικοῦν γενέσθαι αὐτοῦ τὸ σῶμα . θυμάλωψ : ὁ διακεκαυμένος ἀναβάτης . χαριέντως δὲ εἶπεν , ἐπεὶ ἀνθρακεῖς εἰσιν
ἀκριβῶς ὅσαι λοιπαὶ τῶν τριχῶν , ῥυσὸς τὸ δέρμα καὶ διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον οἷοί εἰσιν οἱ θαλαττουργοὶ γέροντες :
3956117 πειθοιμι
τοῦ ἀχθοφορεῖν , τύχοιμεν δὲ ἀμφότεροι ἀγνοοῦντες ἵππον , καὶ πείθοιμί σε δοξάζειν ἐπὶ τοῦ ὄνου τὰ τοῦ ἵππου ,
τοῦ ἀχθοφορεῖν , τύχοιμεν δὲ ἀμφότεροι ἀγνοοῦντες ἵππον , καὶ πείθοιμί σε δοξάζειν ἐπὶ τοῦ ὄνου τὰ τοῦ ἵππου ,
3948164 δορυος
, καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ υ γίνεται γουνός , δόρυ δόρυος καὶ ὁμοίως δουρός : τὸ γόνυ καὶ τὸ δόρυ
, καὶ οὕτως οὐδὲν ἀντίκειται : εἰ γὰρ ἀπὸ τοῦ δόρυος δουρός καὶ ἀπὸ τοῦ γόνυος γουνός καθ ' ὑπέρθεσιν
3945646 ἰαπτω
καὶ ] κλίνεται ἰπός : [ ἐκ τούτου ] γίνεται ἰάπτω , ἐξ οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἰάπτους καὶ κατὰ στέρησιν
, ἐκ γὰρ τοῦ ἵπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ἵπτος ἡ παγὶς τῶν μυῶν
3942603 σφαζεσθαι
βλάπτοντα τὰς φρένας . Κτῆνος : διὰ τὸ κτένεσθαι ἤγουν σφάζεσθαι . Κύων : εἰς τὸ κράζειν ὤν . Κάμηλος
τοῦ δὲ ἑνὸς λέγοντος , ὅτι οὐκ ἦν δίκαιον πρόβατα σφάζεσθαι διὰ τὸ φέρειν γάλα καὶ ἔριον , καὶ τοῦ
3939022 προσψαυσῃ
μέν τινες , ἀπὸ τοῦ βάμματος : οὗ γὰρ ἂν προσψαύσῃ ἕλκει ἐφ ' ἑαυτὸ καὶ τοῖς προσπαρατεθειμένοις ἐμποιεῖ χρώματος
μέν τινες , ἀπὸ τοῦ βάμματος : οὗ γὰρ ἂν προσψαύσῃ , ἕλκει ἐφ ' ἑαυτὸ , καὶ τοῖς προσπαρατεθειμένοις
3937933 Τραχινιαις
γάμος αὐτῆς πρόξενος τούτων ὅλων ἐγένετο : ὡς Σοφοκλῆς ἐν Τραχινίαις [ ] ὡς τῆς κόρης ταύτης ἕκατι κεῖνος Εὔρυτόν
τινὰ τῶν παλαιῶν φησιν ἐγκέφαλον : καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις , ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν
3923649 ἐπιτετμημενον
βατανίων εὐθέως . . . . δίπυρον παραθήσεις , ᾠὸν ἐπιτετμημένον , πυόν , μέλιτος ὀξύβαφον , ἀποταγηνιῶ , τυροῦ
βατανίων εὐθέως . . . . δίπυρον παραθήσεις , ᾠὸν ἐπιτετμημένον , πῦον , μέλιτος ὀξύβαφον , ἀπὸ ταγηνίω ,
3908006 ἀνισταμενου
ἀποδυτηρίῳ μόνος , καὶ ἤδη ἐν νῷ εἶχον ἀναστῆναι : ἀνισταμένου δέ μου ἐγένετο τὸ εἰωθὸς σημεῖον τὸ δαιμόνιον .
ῥίψας δι ' ἀμφοτέρων , τοῦ τε Ἀσκληπιοῦ καὶ τοῦ ἀνισταμένου ἀπὸ τοῦ θανάτου , ἀνεῖλεν αὐτούς . ῥίψαις δι
3906305 ὀβελου
φησὶ Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ βίων . Τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ : ἐπὶ τῶν ἀναιρουμένων τὰ χείρονα ἀντὶ τῶν κρειττόνων
ὕδωρ γράφω ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης ἀμάχετοι λοχαγοί τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ ἄκουε , σίγα : τίς ποτ ' ἐν δόμοις
3893529 σωματιου
φρέαρ ἐγκλείσῃ , οὕτω , φησί , καὶ ἐκ τοῦ σωματίου ἐξοικίζομαι , ὅταν ἡ μισθώσασα φύσις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφαιρῆται
, ὃ θέλει γινέσθω . πού ποτ ' ἀπελθόντα τοῦ σωματίου ἐπιμελεῖσθαι † εἴ τε καὶ πυρετὸς οὐκ ἔρχεται .
3877502 ῥιπτουντα
κακία , ἐν ᾧ τὸ μετὰ κακίας περιποιεῖσθαι τὸ ζῇν ῥιπτοῦντα τὰ ὅπλα διαβέβληκε Νόμων ηʹ . Κάκη βαρέως ἡ
: καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις , ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν , οὐκ ὀνομάσαι ἐγκέφαλον ,
3874308 ἐπεθυον
κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο , ἐν οἷς οἱ γεννῆται ἐπέθυον : τὸν γὰρ Διόνυσον Θέοινον ἔλεγον , ὡς δηλοῖ
τὰ ὅπλα οἷς εἰώθει χρῆσθαι καὶ κειμένης ἐσχάρας ἐχούσης πῦρ ἐπέθυον ἐκ κιβωτίου χρυσοῦ πάντες οἱ ἡγεμόνες τόν τε λιβανωτὸν
3851809 σιλουρῳ
ποταμούς , τῆς δὲ Εὐρώπης περὶ τὸν Στρυμόνα , καὶ σιλούρῳ μὲν τὸ εἶδος ὅμοιός ἐστι . πέφυκε δὲ φιλοτεκνότατος
. Βλακὸς ἀχρηστότερος : εἴρηται ἀπὸ ἰχθύος τινός , ὁμοίου σιλούρῳ , ἀχρήστου δὲ οὕτως , ὡς μηδὲ κύνα αὐτῷ
3851519 συναπτικου
ἐκ πλειόνων μέν εἰσιν ἁπλῶν λόγων ἡνωμένων δὲ ὑπὸ τοῦ συναπτικοῦ προσαγορευομένου συνδέσμου , οἷον εἰ ἡμέρα ἐστίν , ἥλιος
ἐν οἷς συμπλέκει λόγους , ἔχων δὲ καὶ τὴν τοῦ συναπτικοῦ , ἐν οἷς ἀκολουθίας ἐστὶ παραστατικός , οὐκ ἀπὸ
3851401 ἐκγεγαωτα
νῷ καταΐσχειν . . . . εἰσὶν πάντα ἑνὸς πυρὸς ἐκγεγαῶτα . Τἀγαθὸν αὐτὸ νοοῦσα ὅπου πατρικὴ μονάς ἐστι .
ὑγρὰν χαίταν λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει πίνειν , ἐκ Λέσβου περικύμονος ἐκγεγαῶτα . τόν τ ' ἀπὸ Φοινίκης ἱερᾶς τὸν Βύβλινον
3850390 καταχεουσι
. σὸν ἔργον ὦ ' χελῶε : Τὸ ὕδωρ ἅμα καταχέουσι . ταῖς κάλπισι δὲ παρακελεύονται . μῶν θερμὸν ἦν
μνήματος λίθος ἐστὶν οὐ μέγας : τούτου καὶ ἔλαιον ὁσημέραι καταχέουσι καὶ κατὰ ἑορτὴν ἑκάστην ἔρια ἐπιτιθέασι τὰ ἀργά :
3849663 φλεγοντος
, ὡρῶν τῶν ἐτησίων ὑπαλλαγὰς ἢ θέρους χειμαίνοντος ἢ χειμῶνος φλέγοντος ἢ ἔαρος μετοπωρίζοντος ἢ μετοπώρου ἐαρίζοντος : ἤδη δὲ
ποταμοῦ , ἰτέας καὶ μυρίκας καὶ λωτὸν καὶ θρύον , φλέγοντος δὲ αὐτοῦ τὰ φορήματα καὶ τὰ θρέμματα , τείροντ
3845243 ἐισην
οὐκ ἐπιδευεῖς . ἐκ τούτων δ ' ἐπείσθη Ζηνόδοτος δαῖτα ἐίσην τὴν ἀγαθὴν λέγεσθαι . ἐπεὶ γὰρ ἡ τροφὴ τῷ
αὐτίκα δ ' ἀσπίδα μὲν πρόσθ ' ἔσχετο πάντος ' ἐίσην καλὴν χαλκείην ἐξήλατον , ἣν ἄρα χαλκεύς ἤλασεν :
3831002 λεγομενου
, ἰδίᾳ λεγόμενον , πάλιν πρὸς ἀπαρτισμὸν τοῦ ῥήματος τοῦ λεγομένου παραλαμβάνεται : πρὸς γὰρ τὴν ἔγραψας ; φωνὴν φαμὲν
περὶ τοῦ καλουμένου Ἀρχείου καὶ ὅθεν ὠνόμασται . περὶ τοῦ λεγομένου Γέροντος Ἁλίου . περὶ τοῦ ἐπονομαζομένου Παραβόλου . περὶ
3826680 Ὁμηρικου
δυνήσοιτο : γνώσῃ δὲ τὸ ὄνομα καὶ τὸ ῥῆμα τοῦ Ὁμηρικοῦ στίχου ὑποστείλας : τί γὰρ ἂν εἴη πρὸς δ
τῷ εἴδει καὶ ἐξεργασίᾳ πλείονι , φέρε μὴ ἀφιστάμενοι τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔθους διέλωμεν . χάριν ὁμολογήσει τῇ πόλει , ἐξ
3821909 λεγεσθαι
' ὁ Λάκων τὰ παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ἐπαΐκλεια ματτύας φησὶ λέγεσθαι παρὰ τοῖς ἄλλοις . Σεκοῦνδος ἐγένετο φιλόσοφος . οὗτος
τίνος ἐννοίας ἔχεται καὶ τίσιν ἀφώρισται πέρασιν , οὐδὲν δεῖ λέγεσθαι παρ ' ἡμῶν τὸ νῦν , ἐπειδὴ περὶ τούτων
3811576 αἰνιττομενου
ὀχεῖσθαι , τοῦ μύθου τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν καὶ καταγραφὴν αἰνιττομένου . γενέσθαι δ ' αὐτῷ πλείους υἱούς , ὧν
διὰ χρυσοῦ πάντα νικήσεις . Φιλίππῳ δὲ ἐδόθη τοῦτο χρησμὸς αἰνιττομένου τοῦ θεοῦ ὡς διὰ προδοσίας πάντων κρατήσει . Ἄριστα
3808044 μεμυκοτος
σύλληψιν , ἐπεὶ τοῦ ἔσω αὐχένος μεμυκότος , καὶ οὕτω μεμυκότος , ὡς μὴ δύνασθαι πυρῆνα μύλης ἐλθεῖν , πῶς
τοῦ στόματος τῶν μητρέων παρακεκλιμένου ὀλίγον τοῦ αἰδοίου ἢ ἁρμοῖ μεμυκότος ἐς τοῦτο , ὥστε χωρέειν μὲν , ἀποφράσσεσθαι δὲ
3796268 Αἰγυος
πολῖται Αἰγῦται , ὡς Παυσανίας . Λυκόφρων δὲ τὸ ἐθνικὸν Αἴγυος , τὸ θηλυκὸν λέγων οὕτως ” καὶ πάντα τλήσεσθ
Πίναμυς , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Πιναμύτης , ὡς Αἴγυος Αἰγύτης . ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα ,
3789234 μυσαττεσθαι
ἄλλα πολλὰ καὶ ὡς εἰρηνοποιὸν τὸ ἐπιτήδευμα . ἐθιζόμενοι γὰρ μυσάττεσθαι φόνον ζῴων ὡς ἄνομον καὶ παρὰ φύσιν , πολὺ
κέρδει ἐξαπατᾶν ἀπομύττειν εἶπον . μυκτηρίζειν δὲ Λυσίας καὶ τὸ μυσάττεσθαι , ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν .
3778770 ἐπιβεβηκοτα
τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν εἶδος χωριστόν , ὁμοίως Πλάτωνι , ἐπιβεβηκότα τῇ σφαίρᾳ τοῦ παντός , ἥτις ἐστὶν αἰθέριον σῶμα
παθητῷ συμπεπλεγμένον . Ἀριστοτέλης τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν εἶδος χωριστὸν ἐπιβεβηκότα τῇ σφαίρᾳ τοῦ παντός , ἥτις ἐστὶν αἰθέριον σῶμα
3766720 ἀσκιῳ
προκόπτοντος . Ὁ μὲν οὖν τέλειος τριάδα φαντασιοῦται [ ἐν ἀσκίῳ φωτὶ καὶ μεσημβρινῷ ] , μεστὴν καὶ ἄκενον καὶ
, οἱ μὲν τοῖς χρησμοῖς ἀξιοῦντες εἶναι καταπειθεῖς ὡς ἐν ἀσκίῳ φωτὶ τὸν ἀεὶ χρόνον βιώσονται τοὺς νόμους αὐτοὺς ἀστέρας
3749162 καταγραψαι
εἰς ἴσα . ὁμοίως οὐδὲ ἡ τρίτη . Τὸν κανόνα καταγράψαι κατὰ τὸ καλούμενον ἀμετάβολον σύστημα . ἔστω τοῦ κανόνος
βασιλεῦσαι , „ Ἡρόδοτον δὲ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως καταγράψαι καλέσαντα Ἀργανθώνιον . Τῇ δὲ τῆς χώρας εὐδαιμονίᾳ καὶ
3732980 κενοφρων
Εὐβούλου ⌊ τόδε ⌋ δούλου σῆμα ? κενὸν ⌊ ⌋ κενόφρων ⌊ θῆκεν Ἀριστοτέλης - ⌋ : ὃς ⌊ γαστρὸς
: Ἑρμίου εὐνούχου ἠδ ' Εὐβούλου ἅμα δούλου σῆμα κενὸν κενόφρων τεῦξεν Ἀριστοτέλης , ὃς διὰ τὴν ἀκρατῆ γαστρὸς φύσιν
3727308 φησωμεν
, συνάγεται ὁ ʂ Μο α : ἐάν τε πάλιν φήσωμεν τὰς τοῦ ἐλάσσονος Μο ιϚ ἴσας εἶναι ʂ ι
ἢ ἄλλως πως διαθερμανθῇ ὅλον τὸ σῶμα , τότε πυρέττειν φήσωμεν τὸν ἄνθρωπον : καὶ λέγωμεν οὐχὶ , ἐπειδὴ οὐ
3726090 ϲαφεϲτερον
† καιλύω [ ἦιϲέν ? ποτ ? ' αὐτῶν θάτεροϲ ϲαφέϲτερον ? [ ] ? ? [ : τὸν ἄνδρα
κατὰ τὴν καρδίαν θερμαϲίαϲ ἔοικέ πωϲ μᾶλλον κατὰ τὴν ἀρτηρίαν ϲαφέϲτερον φαίνεϲθαι , ἠξίωϲαν καὶ τοῦτο τὸ γένοϲ τῶν ϲφυγμῶν
3725899 καταπεσοντος
φησιν ὁ Γαληνὸς ὡς πρὸς φλεγμονὴν ἐνιστάμενοι . Ἑτέρου δὲ καταπεσόντος , καὶ μεταστάντων ὀπίσω τῶν σπονδύλων , τὸ οὖρον
αἱ ὑπὸ τὴν γλῶτταν αὐτῶν εὑρίσκονται φλέβες . Ἐπιληπτικοῦ δὲ καταπεσόντος ἀπὸ τῶν μεγάλων δακτύλων τῶν ποδῶν αὐτοῦ αἷμα ἀποξύσας
3719604 ὀπωπαμεν
ὁμοίου τὸ ὅμοιον καταλαμβάνεσθαι πέφυκεν : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ '
ψυχὴν ἀπεφήνατο , οὕτω λέγων : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ '
3703315 καθειναι
' ἐβουλεύσαντο πιεῖν μὲν τοῦ ὕδατος , μὴ μέντοι καὶ καθεῖναι κατὰ τοῦ λαιμοῦ τοὺς δακτύλους , ἀλλ ' ἐπὶ
. ἀκήκοεν ὅτι λῃστεύεται ἡ ὁδός : μόνος οὐ τολμᾷ καθεῖναι , ἀλλὰ περιέμεινεν συνοδίαν ἢ πρεσβευτοῦ ἢ ταμίου ἢ
3690565 Εὐρυκρατους
τε τοῦ χρόνου τὸ συνεχὲς βασιλεύοντας τηνικαῦτα ἐν Σπάρτῃ Ἀνάξανδρον Εὐρυκράτους τοῦ Πολυδώρου , τῆς δὲ οἰκίας τῆς ἑτέρας Ἀναξίδαμον
] βασιλέως [ ] : [ τοῦ ] δ ' Εὐρυκράτους ? [ ] ? υἱὸς Πολύδωρος ] καὶ Τιμασιμβρότα
3687012 Θαλη
σπεύδηι κἠς βάσανον αἰτῆι , προσδίδωμι κἀμαυτόν : λαβών , Θαλῆ , στρέβλου με : μοῦνον ἠ τιμή ἐν τῶι
καὶ πέμπει ἄλλον ἀλλαχοῦ , Πυθαγόραν μὲν ἐπὶ μουσικήν , Θαλῆ δὲ ἐπὶ ἀστρονομίαν , Ἡράκλειτον δὲ ἐπὶ ἐρημίαν ,
3675818 θεοφορειται
παραδόξως τὰ τοῦ Λυκούργου βασίλεια κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Διονύσου θεοφορεῖται ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα , βακχεύει στέγη : ὁ δὲ
Λυσία , οὐ προσποεῖται . πεῖραν ἔξεστιν λαβεῖν . εἰ θεοφορεῖται ταῖς ἀληθείαισι γάρ , νῦν εἰς τὸ πρόσθεν ἐνθάδ
3674298 ἐτυμολογειν
τὴν ἀρχήν . ἑκάτερος οὖν τούτων , φησί , καὶ ἐτυμολογεῖν ἐπιχειρεῖ τὸ τῆς ψυχῆς ὄνομα πρὸς τὴν οἰκείαν δόξαν
δὲ κόραις καὶ κόροις ἐστὶν οἰκεῖα , ὥστε πλεοναχῶς τὸ ἐτυμολογεῖν τοὺς Κουρῆτας ἐν εὐπόρῳ κεῖται . εἰκὸς δὲ καὶ
3671620 προσγραφομενου
ἀνεκφωνήτου : λέγονται δέ ποτε καὶ τετρασυλλάβως Μηίονες ἐκφωνηθέντος τοῦ προσγραφομένου ι . Ἡρακλείδης δέ , φασίν , ἄνευ τοῦ
σταίη καὶ φαίη γενέσθαι κατὰ τροπὴν τοῦ α εἰς η προσγραφομένου τοῦ ι . . . . ἁλῶναι : ἅλωμι
3662009 τεταρτημοριαιαν
, καὶ ἐνηνέχθαι δόξει τὴν σγ τοῦ ζῳδιακοῦ ἐλάττονα ἢ τεταρτημοριαίαν καὶ προσιέναι τῷ γ βραδέως . πάλιν δὴ τὸ
ἀπερχόμενος τοῦ α σημείου . πάλιν τὸ ο κέντρον μεταβεβηκέτω τεταρτημοριαίαν τὴν ον , καὶ ὁ ἥλιος ὁμοίαν τοῦ ἐπικύκλου
3659725 Κιττιευς
ἄρα πολλὰ τὰ ὄντα . . . , Ζήνων ὁ Κιττιεύς , οὐχ ὁ Ἐλεάτης ὁ καὶ Παρμενίδειος . .
δ ' ἐκλήθη οὐχ ὅτι διαλεκτικὸς ἦν , ὡς ὁ Κιττιεύς , καὶ τὰ αὐτὰ ἀνεσκεύαζε καὶ κατεσκεύαζεν , ἀλλ
3642144 παραφυλαξασθαι
Ῥοδίοις , χρέος μέλλον , τουτέστι πρᾶγμα ἐξ ἀνάγκης γενησόμενον παραφυλάξασθαι , ἤγουν τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς , ὅπως ἂν
τροπῇ τοῦ ι εἰς α τὴν αἰτιατικὴν ποιεῖ , δεῖ παραφυλάξασθαι τὰ πεπονθότα : ἔστι γὰρ τῇ ὑσμίνῃ καὶ τῇ
3640334 νοτιζεσθαι
ἢ τούτων μὲν οὐδὲν ἕτερον , ὅταν δ ' ἄρξηται νοτίζεσθαι , καὶ ὅστις μέμνηται τῶν εἰρημένων περὶ δυνάμεως ἐλαίου
καὶ ὁ κηρὸς ἐδόκει διαπνέεσθαι καὶ πρὸς τὸ τῆς θαλάττης νοτίζεσθαι μίμημα πρὸς αὐτῆς τὴν ἐξουσίαν ἐξαλλαττόμενος . ἔν γε
3629798 κολοβου
γὰρ τὴν οὐσίαν καὶ τὸ εἶδος δεῖ μένειν τοῦ γινομένου κολοβοῦ , οἷον εἰ ἡ κύλιξ κολοβὸς εἴη , δεῖ
τύχοι , ἄλλην δεξιὰν γενέσθαι . Ταῦτα εἰρηκὼς περὶ τοῦ κολοβοῦ ἐφεξῆς λέγει ἡμῖν καὶ περὶ τοῦ γένους , καί
3621421 ἐξομολογειται
καὶ τῶν ἐσομένων ἀθλιώτατος . . , : Θεόπομπος δὲ ἐξομολογεῖται φήσας , ὅτι καὶ μύθους ἐν ταῖς ἱστορίαις ἐρεῖ
Ἑλλανίκωι καὶ ἄλλοις τοιούτοις . , , : Θεόπομπος δὲ ἐξομολογεῖται φήσας ὅτι καὶ μύθους ἐν ταῖς ἱστορίαις ἐρεῖ κρεῖττον
3621396 Δωδωναιου
, καὶ πολλάκις εἰ ἔδοξεν αὐτοῖς ἀσαφὴς εἶναι ὁ τοῦ Δωδωναίου χρησμὸς , ἀπῄεσαν εἰς τὸ ἐν Δελφοῖς , χρησόμενοι
τῆς μαντείας τῆς ἐλθούσης ἐκ Δωδώνης παρὰ τοῦ Διὸς τοῦ Δωδωναίου : σαφῶς γὰρ ὑμῖν πάλαι προείρηκε φυλάττεσθαι τοὺς ἡγεμόνας
3616652 ὑστεριζει
εὐτρόχως καὶ ἀπνευστὶ συνείροντος ὁ τῶν ἀκροωμένων νοῦς συνομαρτεῖν ἀδυνατῶν ὑστερίζει καὶ ἀπολείπεται τῆς καταλήψεως τῶν λεγομένων : οἱ δὲ
βραχύτερον ὕστερον εἶναι λέγει , τούτου μιᾷ δὲ γενεᾷ Ὅμηρος ὑστερίζει , ὁ κατὰ Διονύσιον ἄνδρα τὸν κυκλογράφον ἐπὶ τῶν
3615364 ἀπολειφθεντος
μισθοφοροῦντα . Καὶ τὸ τελευταῖον , ὃ καὶ δεινότατον , ἀπολειφθέντος τοῦ πρεσβύτου τῆς γιγνομένης τοῖς ἀδυνάτοις δοκιμασίας , καὶ
ἐκ πόλεως τοῦδε τοῦ κόσμου μεταναστῆναί τι μέρος αὐτοῦ μηδενὸς ἀπολειφθέντος ἔξω , λοιπὸν ἂν εἴη λογισαμένους ὅτι τῶν προταθέντων
3610045 ἐξεφεροντο
ἀπιγμένα . οἱ μὲν δὴ ἄλλοι πάντες γνώμην κατὰ τωὐτὸ ἐξεφέροντο , κελεύοντες ἀπίστασθαι Ἑκαταῖος δ ' ὁ λογοποιὸς πρῶτα
ἐπ ' ἄκρου ἱπποδρόμου ἐλαῖαι ἦσαν , καθ ' ἃς ἐξεφέροντο οἱ ὑποπίπτοντες κατὰ τὸν δρόμον . θέλει δὲ εἰπεῖν
3607740 ἀποκαλουντος
, ἂν δυνώμεθα , προσληψόμεθα . τοῦ δὲ Μήδου ἤκουες ἀποκαλοῦντος τοὺς ἱππέας : εἰ δ ' οὗτοι ἀπίασιν ,
ὅσον τὸ ἔπος Ὁμήρου συστῆσαι κοινὸν ἁπάντων δεσπότην τὸν Ὕπνον ἀποκαλοῦντος περιέθεις λαμπαδίῳ προηγουμένῳ πάντα περισκοπῶν , πᾶσιν ἐφεστηκώς ,
3606717 μεσημβρινωτερον
τεθειμένον , ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ : μόνον γὰρ μεσημβρινώτερον ὁμολογεῖται τῶν στομάτων εἶναι τοῦ ποταμοῦ παρά τε τῶν
τὸ Σούνιον ἀκρωτηριάζει ὁμοίως τῇ Λακωνικῇ , οὐ πολὺ ἧττον μεσημβρινώτερον ὂν τῶν Μαλεῶν καὶ κόλπον ἀπολαμβάνον ἀξιόλογον . καὶ
3605139 ἀπεδιδρασκεν
δοξῶν ὠκυδρομῆσαι δυνάμενος ὁ νοῦς , ὅτε τὴν σωματικὴν χώραν ἀπεδίδρασκεν Αἴγυπτον , καὶ τρισὶν ἡμέραις διαδέξασθαι τὸν ἀρετῆς κλῆρον
ἐφ ' ἑαυτῷ μάλιστα ἐγέλα . ὡς δ ' οὐκ ἀπεδίδρασκεν ἐκ τοῦ ἡττᾶσθαι εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὃ ἡττῷτο
3604903 διειστηκει
σοφιστικῆς ἄρξαι , τάδε χρὴ ἐπεσκέφθαι : ἡ Ἀθήνησι δημαγωγία διειστήκει πᾶσα , καὶ οἱ μὲν βασιλεῖ ἐπιτήδειοι ἦσαν ,
τῆς ὄψεως ἔτι φανεράἥ τε πόλις ὅλη διοιδοῦσα καὶ ἀγριαινομένη διειστήκει . ἔπειτα ὁ μὲν δῆμος ἐφρούρει τὸ Καπιτώλιον ἅμα
3604441 ἀναπεπταμενου
κατὰ τὸ πλάτος διάστασιν , κατὰ τοῦτο τοῦ οὐρανοῦ μᾶλλον ἀναπεπταμένου διὰ τὸ ᾠῷ παραπλησίως τὸν κόσμον κεῖσθαι . Βόηθος
ἐν ταύτῃ κακῶς πράττων ἐπὶ τὸ φαρμακοπωλεῖν ἦλθεν : εἶτα ἀναπεπταμένου τοῦ Πλάτωνος περιπάτου , φησί , παραβαλὼν ἑαυτὸν προσεκάθισε
3604382 Ποσειδεωνα
ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται μὲν αὐτῷ περὶ τὸν Ποσειδεῶνα : ἀνθεῖ δὲ τοῦ ἦρος : τὸ δὲ ἄνθος
ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται μὲν αὐτῷ περὶ τὸν Ποσειδεῶνα : ἀνθεῖ δὲ τοῦ ἦρος : τὸ δὲ ἄνθος
3590664 περιημεν
μηδὲν ποιοῦντες ἡμεῖς ὧν τοῖς πολεμοῦσι προσήκει τοῦ πάντα ποιοῦντος περιῆμεν . ἀλλ ' ἐκεῖνο θαυμάζω , εἰ Λακεδαιμονίοις μέν
μηδὲν ὧν δεῖ ποιοῦντες ἡμεῖς τοῦ πάντα ἃ προσήκει ποιοῦντος περιῆμεν . ἂν δὲ λέγῃς καλὸν τὸ τιμᾶν γονέας ,
3589429 μαζω
: ἢ παρὰ τὸ μῶ , τὸ ζηθῶ . παράγωγον μαζῶ , καὶ μαστὸς , ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες .
, ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες . δύναται καὶ παρὰ τὸ μαζῶ μάζα , ἡ ζητουμένη τροφή . Μήτηρ ἡ μαστεύουσα
3586544 πεπωκοτος
] ἐδούπησεν , ἤχησεν δέδουπε ] ἔπεσεν τοῖο ] τοῦ πεπωκότος τοῖο ] τοῦ ἀκονίτου . φησὶ ὅτι τὸ ἀκόνιτον
ῥυσαίνεται ὁ ἀφρὸς τοῦ ψιμυθίου ἐπιστύφων ἐμπελάζεται τοῦ ] τοῦ πεπωκότος τὸ ψιμυθίου φάρμακον γένυας ] ἄλλως : οὐ τὰς
3573667 καθα
, καθὰ οἶστρος μεταλαμβανόμενος , ἥτις θολοῖ τὸν λογισμὸν , καθὰ ὁ οἶνος πλεῖστος μεταλαμβανόμενος σκοτοῖ τὸν λογισμόν . Μῶμός
Μακεδόσι : πελιγόνας γοῦν καλοῦσιν ἐκεῖνοι τοὺς ἐν τιμαῖς , καθὰ παρὰ Λάκωσι καὶ Μασσαλιώταις τοὺς γέροντας : ὅθεν καὶ
3569407 ἀρκτικωτατον
τὸν Ἀραβῶνα ποταμὸν ἡ κατὰ Κούρταν καμπή μβʹ μζʹ τὸ ἀρκτικώτατον τοῦ Δανουβίου ποταμοῦ μβʹ ∠ ʹʹ μηʹ τὸ κατὰ
στρέφεσθαι καὶ ἀμοιρεῖν τοῦ ὠκεανοῦ οἶδεν ὅτι κατὰ σημεῖον τὸ ἀρκτικώτατον τοῦ ὁρίζοντος γίνεται ὁ ἀρκτικός . ἀκολούθως δὴ τούτῳ
3567529 θηριου
ἢ ποτόν τινα τῶν ζῴων ἐπείγηται καὶ αἴϲθηται τῆϲ τοῦ θηρίου περὶ τὸν τόπον παρουϲίαϲ , πάλιν πορεύεται καὶ ἀναχωρεῖ
Ὁ μὲν οὖν Κάνωβος αὐτόθι καὶ παραχρῆμα ἀπόλλυται ὑπὸ τοῦ θηρίου , αἱμόρρους δὲ ἡ θήλεια τῇ Ἑλένῃ δίκην οὐ
3562804 εὐηθους
καὶ μηδεμία γένηται ἁμαρτία , οὐδόλως ὑποστρέφει : εἰ γὰρ εὐήθους ὄντος αὐτοῦ γένηται ἁμαρτία , ἧσσον κακὸν ἐπιστρέφειν :
δὲ καὶ γυναῖκα νοσημάτων ὑστερικῶν καί τινος φύματος τοῦ παντάπασιν εὐήθους , οἷα δὴ φύεται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ
3551736 Φαληρικου
ἐν τοῖς φρουρίοις γέροντες καὶ νέοι ἦσαν τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ τείχους κτλ . : [ ἀντὶ ] [ τοῦ
Τριφάλητι , τοῦ τε βορείου καὶ τοῦ νοτίου καὶ τοῦ Φαληρικοῦ , διὰ μέσου τῶν παρ ' ἑκάτερα ἐλέγετο τὸ
3548896 παρατελευτου
ἀκατάληκτα , τὰ δ ' ἄλλα ἑφθημιμερῆ , πλὴν τοῦ παρατελεύτου μονομέτρου ἀκαταλήκτου ὄντος . ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς .
ἀναλογικώτερον δὲ τὸ βαρύνειν . τὰ γὰρ εἰς χος δισύλλαβα παρατελεύτου ὄντος τοῦ οβαρυτονεῖται : οἷον † λέχος † ὄχος
3535539 Εὐρυαλης
τοῖς ὀργάνοις τῆς αὐλητικῆς τὸν ἐκ τῶν ἰσχυρῶν γενύων τῆς Εὐρυάλης ἐκ - δοθέντα θρῆνον μιμήσαιτο . ἄλλως : ἀπὸ
αἱ τῶν παρθένων τῶν ἀδελφῶν τῆς Μεδούσης , Σθενοῦς καὶ Εὐρυάλης . Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄϋσε κασιγνητᾶν : τουτέστι τὴν
3533177 ῥαινειν
ἀλείφειν ἢ καθαίρειν ἢ σαροῦν τὰ πρὸ τῶν ἀγαλμάτων καὶ ῥαίνειν τὰ περὶ τοὺς ναοὺς ἡμαρτηκέναι τι εἰς αὐτοὺς ἐκείνους
ἀνόσιον . ἐπεὶ γὰρ αὐτοῖς οὐκέτ ' ἔστ ' ἐξουσία ῥαίνειν , εἷς τις θεοῖσιν ἐχθρὸς ἄνθρωπος πάνυ ξηραινομένους ὡς
3532875 ὑπεσταλμενου
: τὰ γὰρ σύμφωνα οὔτε δασεῖαν ἐπιδέχονται οὔτε ψιλήν , ὑπεσταλμένου τοῦ ρ , τοῦτο γὰρ πέφυκε καὶ δασύνεσθαι ,
καὶ ἡ φυγάς , ὁ Ἀρκάς καὶ ἡ Ἀρκάς , ὑπεσταλμένου τοῦ ἀνδριάς ἀνδριάντος καὶ ἱμάς ἱμάντος , ἅτινα καὶ
3523642 τριγωνιζεται
μηροὺς τούτῳ ἀνέθεσαν , ἔστι δὲ οἶκος τοῦ Διὸς καὶ τριγωνίζεται τῷ τε Λέοντι καὶ τῷ Κριῷ καθὰ δὴ καὶ
, ἐν καλῷ τόπῳ ἕστηκεν ἰδιοθρονῶν καὶ ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης τριγωνίζεται , τοῦ Ἄρεως ἀποστρόφου ὄντος , βίον καλὸν ἕξει
3511901 τριστοιχους
τοὺς ὀδόντας , κατὰ δὲ τὴν Ἴωνος τοῦ Χίου δόξαν τριστοίχους Ἡρακλῆς . ὀνόματα δ ' ἐξ ὀδόντων σίδηρος ὠδοντωμένος
τοὺς ὀδόντας , κατὰ δὲ τὴν Ἴωνος τοῦ Χίου δόξαν τριστοίχους Ἡρακλῆς . , : βομβυλιὸς δὲ τὸ στενὸν ἔκπωμα
3506336 ἐπους
τέχνας , ὑφ ' ὧν κατελιθώθη , τῷ δὲ οὐδὲ ἔπους αὐτὸν ἀξιώσαντι . καὶ ἐπειδὴ μήθ ' ἡ σοφία
, ὥστε καὶ σοὶ γράφοντι πρὸς αὐτὼ τὴν ἐκείνου τοῦ ἔπους ἀρχὴν ἀρκεῖν ἥ φησιν : οὕτω νῦν , φίλα
3497319 σφακελιζειν
' οὗ καὶ ὀδυνήφατα φάρμακα Ὅμηρος . καὶ σφύζειν καὶ σφακελίζειν σφαδᾴζειν καὶ σφακελισμός , σφαδᾳσμός , καὶ ὅσα ἄλλα
ὕδωρ ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην : τὸ γὰρ ἔφαλμα οἷον σφακελίζειν ἐστίν : φαίνεται δὲ καὶ ἄλλα χωρὶς πληγῆς πάσχειν
3495706 Κορυδου
Ἀλεξανδρεὺς ἦν γένος . ὁ δ ' οὖν Μάχων τοῦ Κορύδου μνημονεύει ἐν τούτοις : τὸν Κόρυδον ἠρώτησεν Εὐκράτη ποτὲ
τε τοῖς γάμοις καὶ ταῖς ἄλλαις θυσίαις . τοῦ δὲ Κορύδου ἀποφθέγματα τάδε ἀναγράφει ὁ Λυγκεύς : Κορύδῳ συμπινούσης τινὸς
3492063 κατεχωσι
δηλοῖ , ὅτι καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ χρεωφειλέται μέχρις ἂν κατέχωσι τὰ ἀλλότρια χρήματα , δοκοῦσί τινες εἶναι . ἐπὰν
διεὶς κεκρημένῳ , πίνειν διδόναι . Ἢν αἱ μῆτραι μὴ κατέχωσι τὴν γονὴν , μόλυβδον καὶ λί - θον ἥτις
3485643 ἐσθιον
, κατὰ Πίνδαρον . φθόνος , νόσημα ψυχῆς ἀνθρωπικὸν καὶ ἐσθίον ψυχήν , ἣν ἂν καταλάβῃ , ὥσπερ ἰὸς τὸν
γὰρ αὐτὸ οὕτως : [ ἔστιν ] ἴψ ζῷον [ ἐσθίον τὰ ξύλα καὶ ] κλίνεται ἰπός : [ ἐκ
3485075 δεημα
σὺ λέγεις ; Ὡς γέλοιον , ὦ θεοί , τὸ δέημα τῆς νύμφης , ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως
. κωφὸν γὰρ εἰσάγει τὸ πρόσωπον τῆς νυμφευτρίας . τὸ δέημα ] τοῦτο πρὸς τὸ “ γελοῖον ” συνάπτεται .

Back