δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ γοῦν τοῦ ἁλιέως καὶ τοῦ μάσσαι ὠνόμασται . . , , . : Τίμαιος ὁ
δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ γοῦν τοῦ ἁλιέως καὶ τοῦ μάσσαι ὠνόμασται . τὸ ἐθνικὸν Μασσαλιώτης καὶ Μασσαλιεύς καὶ Μασσαλία
5400380 ὀνηλατου
ὑπῆλθε τὴν σκιὰν τοῦ ὄνου . Ἐκβαλλόμενος δὲ ὑπὸ τοῦ ὀνηλάτου , πρὸς βίαν διεφέρετο , μεμισθῶσθαι καὶ τὴν σκιὰν
καὶ τῷ μὲν ὄνῳ μὴ προσπελάσαι ὡς συνόντος αὐτῷ τοῦ ὀνηλάτου , τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ
5310314 προσπλεων
δὲ αὐτῷ περὶ ταῦτα Καλουίσιος μὲν οὐδ ' ὣς ἐγιγνώσκετο προσπλέων , οὐδὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τι χρηστὸν ἐγίγνετο ,
κατάβασις , Αἰγύπτου πάσης ὡσπερεὶ κορυφή . ὥστ ' ἔτι προσπλέων τῷ κατ ' Ἐλεφαντίνην ὅρμῳ εἰκάσεις κεκλεῖσθαι τὸ ῥεῦμα
5049566 Βιθυν
Ἱερόσυλος ὁ θάνατος . : Ἀριστόδημος δ ' ἱστορεῖ , Βίθυν , τὸν Λυσιμάχου τοῦ βασιλέως παράσιτον , ἐπεὶ αὐ
Ἱερόσυλος ὁ θάνατος . : Ἀριστόδημος δ ' ἱστορεῖ , Βίθυν , τὸν Λυσιμάχου τοῦ βασιλέως παράσιτον , ἐπεὶ αὐ
5007579 κοπιδα
κομίζουσινἐσχαρίδας , ἰπνολεβήτιον , θερμαντῆρα , χυτρόγαυλον , ἡθμόν , κοπίδα , μαχαίρας , δορίδας , αἷς ἔδερον ἢ ἐφ
, προφάσει τοῦ πλεονάζον ἀποκόψαι τὸ κρέας , ἐπανατεινάμενον τὴν κοπίδα κόψαι τὴν χεῖρα τοῦ Κιλλικῶντος καὶ εἰπεῖν ὡς ταύτηι
4985624 πλοιου
Ἕλλη περὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἢ νόσῳ ἢ πεσοῦσα * τοῦ πλοίου * τελευτᾷ , οὗτοι δὲ ἀφίκοντο παρὰ Κόλχους καὶ
. αὐταῖς μεσόδμαις τοῖς μέσοις ξύλοις τῆς σχεδίας καὶ τοῦ πλοίου ἴκρια δὲ τὰ κύκλῳ ὀρθά καὶ τὰ καταστρώματα .
4981469 λελογχωμενον
ἔβαλεν , ὅτι ᾤετο ἐσφαιρῶσθαι τὸ δόρυ , ἦν δὲ λελογχωμένον : καὶ ὁ ἠρέμα μὲν οἰόμενος πλήττειν , σφόδρα
ἑαυτοῦ οἰηθεὶς πολέμιον εἶναι , ὥσπερ ἡ Μερόπη : ἢ λελογχωμένον τὸ δόρυ νομίσας ἄνευ λόγχης εἶναι , ἢ κίσσηριν
4910473 πολισματος
. ἐνεργῶς δ ' αὐτοῦ ταῖς προσβολαῖς χρωμένου καὶ τοῦ πολίσματος ἤδη κατὰ κράτος ἁλισκομένου παρεγένετο βοηθήσων τοῖς Ὠρίταις Τελεσφόρος
ἐν Βοιωτικῶν β : λέγεται δ ' οἰκιστὴν γενέσθαι τοῦ πολίσματος Χαίρωνα . τοῦτον δὲ μυθολογοῦσιν Ἀπόλλωνος καὶ Θηροῦς ,
4801943 παλλειν
ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν τὸ δόρυ , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν κατὰ τὴν ἡλικίαν : παρθένος γάρ ἐστιν , ὅθεν
μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν ” πάλλειν “ τε καὶ ” πάλλεσθαι “ καὶ ὀρχεῖν καὶ
4799701 ἱματιου
κατὰ τῆς ὄψεως οὕτως ὡς καὶ τὸν τύπον διὰ τοῦ ἱματίου θεωρεῖσθαι . ἔπειτα : ἀντὶ τοῦ δή : ἡ
. τὸ δὲ πρᾶγμα παγγέλοιον ἦν , κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου προκῦπτον μικρὸν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ κατουρῆσαν πολλάκις ,
4794012 καθειναι
' ἐβουλεύσαντο πιεῖν μὲν τοῦ ὕδατος , μὴ μέντοι καὶ καθεῖναι κατὰ τοῦ λαιμοῦ τοὺς δακτύλους , ἀλλ ' ἐπὶ
. ἀκήκοεν ὅτι λῃστεύεται ἡ ὁδός : μόνος οὐ τολμᾷ καθεῖναι , ἀλλὰ περιέμεινεν συνοδίαν ἢ πρεσβευτοῦ ἢ ταμίου ἢ
4774514 ἐπανερομενου
, ὁ ἐπαγγειλάμενος ἔχεις ἔφησε πάντα . τοῦ δὲ κιθαρῳδοῦ ἐπανερομένου πῶς ἔχω μηδὲν λαβών ; ὁ ἐπαγγειλάμενος ἀπε -
οἱ πλείους , Καίσαρι δ ' ἐπεψήφιζον τοὺς διαδόχους . ἐπανερομένου δὲ τοῦ Κουρίωνος , εἰ ἀμφοτέρους δοκεῖ τὰ ἐν
4760699 βατταριζειν
Ἀριστοτέλει : ] οὕτω [ ] γὰρ ἐκαλεῖτο διὰ τὸ βατταρίζειν [ αὐτόν . κόραξ : ] ὄρνεον [ ]
ὀνομάζουσι παρὰ τοῖς ἐν τῷ ἔργῳ . . . . βατταρίζειν καὶ βαττολογεῖν : τὸ μόγις λαλεῖν . εἴρηται ἀπὸ
4707595 Κτησικλης
ἦρχον δ ' Ἀθήνησι | Πυθόδηλος [ ] Εὐαίνετος | Κτησικλῆς [ ] ? [ ] Νικοκράτης | . τούτων
Θεοκρίνης ὀφείλει νυνὶ κατὰ τὸν νόμον . οὐ γὰρ ἐὰν Κτησικλῆς ὁ μέτοικος συγχωρήσῃ τούτῳ , πονηρὸς πονηρῷ , μὴ
4700215 Ξενοφων
τὸν ἄνθρωπον ἀνήιρηκεν . . . , : ὁ γὰρ Ξενοφῶν ἠπίστατο συνδιατρίβοντα βασιλεῖ Κτησίαν : μέμνηται γὰρ αὐτοῦ ,
. καὶ οὗτοι πρῶτοι συνέμειξαν τοῖς προκαταλαβοῦσι τὸ χωρίον . Ξενοφῶν δὲ ἔχων τῶν ὀπισθοφυλάκων τοὺς ἡμίσεις ἐπορεύετο ᾗπερ οἱ
4688874 Ἀργου
ἑρπετῶν ἀδικοῦνται . Μυκῆναι δὲ ἐκαλοῦντο τὸ πρότερον Ἄργιον ἀπὸ Ἄργου τοῦ πανόπτου : μετωνομάσθη δὲ Μυκῆναι δι ' αἰτίαν
βασιλεύσας μετὰ Φορωνέα ὠνόμασεν ἀφ ' αὑτοῦ τὴν χώραν . Ἄργου δὲ Πείρασος γίνεται καὶ Φόρβας , Φόρβαντος δὲ Τριόπας
4681249 συλληφθῃ
μὴ τὸ ψυχῆς δικαστήριον , ὄνομα Δεῖνακρίσις γὰρ ἑρμηνεύεται , συλληφθῇ πρὸς τοῦ τὸν ἐναντίον μοχθοῦντος πόνον , τοῦ φρονήσεως
ὤκνει μὲν ἀνοίγειν τὰς πύλας , φοβούμενος δὲ μὴ παραχρῆμα συλληφθῇ , ἐκέλευεν ἀνοῖξαι . ὁ δ ' ἐπεὶ εἰσῆλθεν
4677600 ἐγκεχαραγμενην
ὡς ἄρα Φρύγες διαπλεῦσαι βουλόμενοι τὸν πορθμὸν κατεσκεύασαν ναῦν ἔχουσαν ἐγκεχαραγμένην προτομὴν ταύρουκαθὼς ὁ Φρίξος ἐπὶ κριοπρώρου σκάφους ἔπλευσεν ,
ἀφελὼν τὰ καλύπτοντα τὴν στήλην βύσσινα ἐδείκνυε παροίκοις γράμμασιν αὐτὴν ἐγκεχαραγμένην . ἐγὼ δὲ τῶν γραμμάτων ἄπειρος ὢν ἐδεόμην ἀφθόνως
4673134 Μεγαρευς
καὶ Ξενίας ὁ Ἀρκὰς [ στρατηγὸς ] καὶ Πασίων ὁ Μεγαρεὺς ἐμβάντες εἰς πλοῖον καὶ τὰ πλείστου ἄξια ἐνθέμενοι ἀπέπλευσαν
πρὸς γαστέρα νενευκότα , ἀγνοῶν ὅτι Μαίσων γέγονεν κωμῳδίας ὑποκριτὴς Μεγαρεὺς τὸ γένος , ὃς καὶ τὸ προσωπεῖον εὗρε τὸ
4655936 κισσηριν
δ ' αὐτὸν λελογχωμένον : καὶ ἔβαλε μέν τις ὡς κίσσηριν , ἦν δὲ λίθος . τὸ δὲ ἕνεκα τίνος
: λέγει δὲ ὅτι εὐνοῦχος νυκτερίδα καθημένην ἐν νάρθηκι ῥίψας κίσσηριν ἐφόνευσε . καὶ ἄνθρωπον μὲν οὐκ ἄνθρωπον ἐκάλεσε τὸν
4642562 ἀναγνοντος
Ὥσπερ Ἀλέξανδρος Ἀριστοβούλου μονομαχίαν γράψαντος Ἀλεξάνδρου καὶ Πώρου , καὶ ἀναγνόντος αὐτῷ τοῦτο μάλιστα τὸ χωρίον τῆς γραφῆς ᾤετο γὰρ
' αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ , σήματ ' ἀναγνόντος , τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ ' Ὀδυσσεύς : ἀμφὶ
4623744 Φυλλιδα
καλούμενον Γεωφάνιον ἐν Σαμοθρᾴκῃ καὶ Μελίφυλλον ἐκαλεῖτο . Νίκανδρος δὲ Φυλλίδα καλεῖ Παρθενίης ἣν Φυλλίς : κελεύει οὖν δ '
ἐπιζητεῖν . . ἴσως αἰνίττεται εἰς παλαιὰν ἱστορίαν τὰ κατὰ Φυλλίδα , ὅτι Ἀκάμας υἱὸς ὢν Θησέως Ἀθηναίου ἀνδρὸς ἔλαβε
4606985 Κεισον
τοῦ δὲ Ἀριστόμαχον , τοῦ δὲ Τήμενον , τοῦ δὲ Κεῖσον , τοῦ δὲ Μάρωνα , τοῦ δὲ Θέστιον ,
φόνου , τὸ σύμπαν ἐγνώσθη , ὅτι ὑπὸ τῶν περὶ Κεῖσον ἐπεβουλεύθη , καὶ ἅμα διὰ τὴν Τημένου ἐπίσκηψιν ἐξεώσθησαν
4560041 μαγειρου
πέφυκεν , καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν , κακοῦ μαγείρου τρόπῳ χρώμενον : ἀλλ ' ὥσπερ ἄρτι τὼ λόγω
, ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν Φιλήμονος Ἁρπαζομένῳ ὁρῶ μαγείρου καὶ κύβηλιν καὶ σκάφην . προσονομαστέον δὲ τούτοις καὶ
4536160 ἐπιλαθομενος
ἅλωσιν τῆς Καρχηδόνος ὁ στρατηγὸς τῆς μεγαλοψυχίας ἢ μᾶλλον μεγαλαυχίας ἐπιλαθόμενος καὶ τοὺς αὐτομόλους καταλιπὼν ἧκε πρὸς Σκιπίωνα μεθ '
ὡς ἱστορεῖ Στησίμβροτος . Εἶτ ' οὐκ οἶδ ' ὅπως ἐπιλαθόμενος τούτων ἢ τὸν Θεμιστοκλέα ποιῶν ἐπιλαθόμενον πλεῦσαί φησιν εἰς
4493717 σκαφους
δὲ καὶ ἐνέβαλλεν ἐπιθυμίαν τοῖς ἥρωσιν ἡ Ἥρα τοῦ Ἀργώου σκάφους , ὥστε μή τινα ἀπολειπόμενον ἀκινδύνως καὶ ἀδόξως τὸν
ἔφη τις τῶν φίλων , Οὐ δέδοικας μὴ ἀνατραπέντος τοῦ σκάφους ὑπὸ ἰχθύων καταβρωθῇς ; κᾆτ ' ἀγνώμων ἂν εἴην
4488085 πλοιον
] ! τος ? ? . Θαλασσία δὲ ἀναρπάσασα τὸ πλοῖον ? ? ? ? [ ] ? Κλεάνδρου Θρασέαν
τῆς Λευκάδος πέτρας ⋮ Τῷ δὲ Φάωνι βίος ἦν περὶ πλοῖον εἶναι καὶ θάλατταν : πορθμὸς ἦν θάλασσα . ἔγκλημα
4481279 Καρανον
τοῦ δὲ Ἀκοόν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν , τοῦ δὲ Καρανόν , τοῦ δὲ Κοινόν , τοῦ δὲ Τυρίμμαν ,
τοῦ δὲ Ἀκοόν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν , τοῦ δὲ Καρανόν , τοῦ δὲ Κοινόν , τοῦ δὲ Τυρίμμαν ,
4458304 μαντεως
. καὶ τοῖς πένησιν εὐπορίαν : πολλοὶ γὰρ δέονται τοῦ μάντεως καὶ τῶν πλουσίων . Νοσεῖν μόνοις τοῖς ἐν δεσμοῖς
ὄφεων ὄφεως , πόλεων πόλεως , πράξεων πράξεως , μάντεων μάντεως : ὅθεν τὸ τειχέων καὶ βελέων καὶ ὀρέων καὶ
4453729 Ξανθου
μέλονται : πρὸς δ ' ἅλα κεκλιμένοι Λύκιοι χθόνα ναιετάουσι Ξάνθου ἐπὶ προχοῇσιν , ἐϋρρείτου ποταμοῖο : ἔνθα βαθυκρήμνοιο φαείνεται
ἀνδρὸς νεωνήτου θυμόν , ἱπποπόρνη . “ ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν ” πόθεν μοι τοῦτο τὸ κακόν ; “
4436213 κωδωνος
προστιθεὶς διὰ τῆς τέρψεως τῇ συμφορᾷ ποιοῦντός τι καὶ τοῦ κώδωνος καὶ τὸν γενόμενον ἂν διὰ τῶν δακρύων ἔλεον ἐξορίζων
οἴεσθαι δῆλον εἶναι πῶς ἀκούουσιν , ἔνδον ποιήσαντα ψόφον ὥσπερ κώδωνος . τῶν μὲν γὰρ ἔξω δι ' ἐκεῖνον ἀκούομεν
4434429 κερατος
βοτάνης φύλλων ξηρῶν ⋖ α . οὕτω δὲ καὶ ἐλαφείου κέρατος ⋖ α ποτίζεται καὶ σκίλλινον ὄξος # εἷς μετὰ
# νο δʹ δʹ ὁ ἐπ ' ἄκρου τοῦ βορείου κέρατος ὁ αὐτὸς τῷ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ Ἡνιόχου
4428233 ἐξελθων
τίς ἡ Χαρρὰν καὶ διὰ τί ὁ ἀπὸ τοῦ φρέατος ἐξελθὼν εἰς αὐτὴν ἔρχεται . ἔστι τοίνυν , ὡς ἔμοιγε
τείχη , ἀπάγειν παρεσκευάσατο τὴν στρατιὰν ἀπὸ τῆς πόλεως : ἐξελθὼν δέ τις αὐτόμολος εἶπεν ὅτι ἐπιτίθεσθαι μέλλοιεν αὐτῷ ,
4400561 Διδυμος
τὴν στοὰν οἰκοδομῆσαι τὴν πλησίον αὐτοῦ . ” ὁ δὲ Δίδυμός φησιν ἁμαρτάνειν τὸν ῥήτορα : ἐκλήθη γὰρ ἐλευθέριος διὰ
ἀλήθειαν γράφοντι τὸν ἐπίνικον καὶ ἀποδιδόντι Ἀγησιδάμῳ . ὁ δὲ Δίδυμός φησιν ἔχειν λόγον καὶ τὴν ἑτέραν γραφήν : νέμει
4377683 περισπασας
μεταπυργίων μετὰ τῶν ἄλλων φύγωσιν , σὺ δ ' ἐκεῖ περισπάσας ὡς πλείστους τῶν ἔνδοθεν κατὰ ἅλωσιν χειρώσῃ τὴν πόλιν
δὲ ἐκείνῳ δίδωσιν , ἃ εἶχε πιναρὰ καὶ ἐκτετρυχωμένα ῥάκη περισπάσας . καὶ τὸ ἀπὸ τούτου πάντα τρόπον συνῆν ἐπιμελούμενος
4373642 Ἀπιων
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
4364620 προσκεφαλαιον
' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν
, οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν χειρῶν τὸ ποτήριον . καὶ ἐκ τούτου
4363791 καταστησαντος
τε ἀξιώσει καὶ τῇ ἄλλῃ θεραπείᾳ Ἀντίπατρον οὐδὲ μεμνῆσθαι τοῦ καταστήσαντος ἔτι , ἀλλ ' αὐτὸν γὰρ ἀξιοῦν τὰ πρῶτα
: Ἄγουσι δὲ καὶ τὴν τῶν ὠσχοφορίων ἑορτὴν , Θησέως καταστήσαντος . Οὐ γὰρ ἁπάσας αὐτὸν ἐξαγαγεῖν τὰς λαχούσας τότε
4359679 γλουτου
Ὑδροχόου ζ βο γ Ϛʹ εʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . .
η ∠ ʹ εʹ ὁ ἔτι τούτου βορειότερος ἐπὶ τοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . .
4358385 σοβειν
τοὺς ἱέρακας κοινῇ θηρεύειν τὰ ὀρνιθάρια : τοὺς μὲν γὰρ σοβεῖν τοῖς ξύλοις , τοὺς δὲ ἱέρακας καταδιώκειν , τὰ
τέχνης ἀρρήτῳ λόγῳ κραθέντα . ἀνεῖτο δὲ ἡ κόμη ζεφύρῳ σοβεῖν καὶ εἰς τριχὸς ἄνθησιν ὑπεσχίζετο , ὃ δὴ καὶ
4348041 Καλλισθενης
ἀναστὰς ἐκ τοῦ συμποσίου μετ ' οὐ πολὺ ἀνεπαύετο . Καλλισθένης δὲ ὁ σοφιστής , ὡς Λυγκεὺς ὁ Σάμιός φησιν
παραινοῦσι πείθεσθαι περὶ τῶν τοιούτων . ὁ μὲν γὰρ ἱστοριογράφος Καλλισθένης φησί : δεῖ τὸν γράφειν τι πειρώμενον μὴ ἀστοχεῖν
4346651 ἀρχιτεκτονος
: ὁ γὰρ τὰ καθόλου εἰδὼς πρὸς τὸν ἔμπειρον ὥσπερ ἀρχιτέκτονος ἔχει λόγον . τῆς δὲ φρονήσεως ἁπλῶς ἡ μέν
. . Τὸ δὲ Μητίχου δικαστήριον μέγα οὕτω κληθὲν ἀπὸ ἀρχιτέκτονος Μητίχου , ἐδίκαζον δὲ οἱ ὑπὲρ τριάκοντα ἔτη ,
4340792 Ἀμφικτυονος
γενικῇ , οἷον περικτιών περικτιόνος , ἀλεκτρυών ἀλεκτρυόνος , Ἀμφικτυών Ἀμφικτυόνος : τὸ Κνακιών ὀξύτονόν ἐστι καὶ εἰς ων καθαρὸν
. συνήγετο δὲ ἐν Θερμοπύλαις . ὠνομάσθη δὲ ἤτοι ἀπὸ Ἀμφικτυόνος τοῦ Δευκαλίωνος , ὅτι αὐτὸς συνήγαγε τὰ ἔθνη βασιλεύων
4330085 λοφου
τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν , οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται . νομίζω δ ' ἔγωγε , εἰ
καιρὸν τῆς μάχης εἰδέναι . ἐπεὶ δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ λόφου περιετετείχιστο , λοιπὸν δὲ ἦν ἀτείχιστον ὅσον πλέθρον αὔταρκες
4329147 κατῃει
πετρῶν , προφυλακὰς ἀκριβεῖς καταστησάμενος . ὑπὸ δὲ τὴν ἕω κατῄει ἀπὸ τῶν πυλῶν κατὰ τὴν ὁδόν : καὶ ἕως
αὐτὴν μετεκάλει καὶ τὰ γιγνόμενα δεδιὼς ἐς τὴν πόλιν οὐ κατῄει , καὶ πάνυ τῶν δημάρχων αὐτὸν καλούντων ἐπὶ συνάρχου
4324608 Καλχηδονα
εἶναι καὶ Κλέαρχον τὸν Ῥαμφίου πρόξενον ὄντα Βυζαντίων πέμψαι εἰς Καλχηδόνα τε καὶ Βυζάντιον . δόξαντος δὲ τούτου , πληρωθεισῶν
ἐν τῇ Λαμψάκῳ κατεστήσατο , ἔπλει ἐπὶ τὸ Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα . οἱ δ ' αὐτὸν ὑπεδέχοντο , τοὺς τῶν
4320770 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4317536 Λυδου
καὶ λαμβάνεται ἀντὶ τοῦ . . . . . . Λυδοῦ ] * Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίαν περιφραστικῶς τὴν Πελοπόννησον .
ἰδών τε ἐκεῖνα ὁ κῆρυξ καὶ εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε ἐς τὰς Σάρδις , ὡς ἐγὼ
4314344 Φαλανθον
τῶν κατοικησάντων τὴν νῆσον Φοινίκων , φησὶν ὡς Οἱ περὶ Φάλανθον ἐν τῇ Ἰαλυσῷ πόλιν ἔχοντες ἰσχυροτάτην τὴν Ἀχαΐαν καλουμένην
τοῦ δήμου . ἐξαγγειλάντων δὲ λάθρᾳ τὰ συγκείμενα τῶν περὶ Φάλανθον καὶ τοῦ ἀγῶνος ἐνεστῶτος , προελθὼν ὁ κήρυξ εἶπε
4311808 προσβαλειν
καὶ προσάγοντα ἤδη τῷ στρατοπέδῳ τῶν Περσῶν , τότε δὲ προσβαλεῖν τῷ τείχει : αὐτὸς δὲ προὐχώρει νύκτωρ καὶ διελθὼν
δὴ κατεστρατοπεδεύσαντο . καὶ τὸ μὲν μὴ πρὸς τὴν πόλιν προσβαλεῖν ἂν ἔτι αὐτοὺς ἤδη τι ἐδόκει θαρραλεώτερον εἶναι :
4298476 ἐστιγμενος
Ὑπερβόλου ⌈ τοίνυν λέγειν αἰσχύνομαι , οὗ ὁ μὲν πατὴρ ἐστιγμένος ἔτι καὶ νῦν ἐν τῷ ἀργυροκοπείῳ δουλεύει τῷ δημοσίῳ
καὶ πολλὰ πρότερον εὖ παθών , διὰ δὲ μοχθηρίαν ὕστερον ἐστιγμένος . ἀναπαυομένῳ δὲ ἐν ἕλει τῷ Ῥεστίωνι ἐπιστὰς ὁ
4285253 Ἀεροπον
τοῦ δὲ Περδίκκαν , τοῦ δὲ Φίλιππον , τοῦ δὲ Ἀέροπον , τοῦ δὲ Ἀλκέταν , τοῦ δὲ Ἀμύνταν ,
⌊ ⌋ , [ Φιˈλίππου ] ? δὲ καὶ Νεικονόης Ἀέροπον ⌊ ⌋ , [ ] [ . . .
4279556 Ἀρχιβιου
. . : Πολύϊδος : οὕτως καὶ Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου : καὶ ἔστι , φησί , πολυΐδμων , μάντις
μακρὸν χρόνον αὑτοῦ . κρεῖττον οὖν λέγει Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου , ὅτι παρὰ τὸ λεῖον γέγονεν ἄλειον , καὶ
4278002 Πολιεως
. ὁ Μένανδρος ἐν Ἑλλάδι ἔδοξεν ἐσταυρῶσθαι ἔμπροσθεν ἱεροῦ Διὸς Πολιέως , καὶ ἱερεὺς ἀποδειχθεὶς αὐτοῦ ἐκείνου τοῦ θεοῦ λαμπρότερός
στρατηγήματα . Φάλαρις Ἀκραγαντῖνος τελώνης τῶν πολιτῶν κατασκευάσαι βουλομένων Διὸς Πολιέως νεὼν ἀπὸ διακοσίων ταλάντων ἐπὶ τῆς ἄκρας ὡς πετρώδους
4275889 Νισου
ὑπερβαίνοντας τὴν ὁδὸν τὴν ἀπὸ τῶν πυλῶν τῶν παρὰ τοῦ Νίσου ἐπὶ τὸ Ποσειδώνιον , ἀπὸ δὲ τοῦ Ποσειδωνίου εὐθὺς
ἀπ ' αὐτοῦ καλεῖσθαι . ἔστι δὲ ὄπισθεν τοῦ Λυκείου Νίσου μνῆμα , ὃν ἀποθανόντα ὑπὸ Μίνω βασιλεύοντα Μεγάρων κομίσαντες
4275634 παταξαι
τοῦ ποτὲ λεχθέντος ὑπ ' αὐτοῦ , παρεκάλει τὴν γῆν πατάξαι τῷ ποδὶ καὶ τὰ στρατόπεδα ἐξ αὐτῆς ἀναγαγεῖν :
' αὐτόν : αὐτὸ γάρ μοι γίγνεται τῆς θεοῖς ἐχθρᾶς πατάξαι τῆσδε γραὸς τὴν γνάθον . Οὐκ ἄρ ' εἰσιόντα
4275586 δορατος
καιρίαν ἔλαβε πληγὴν εἰς τὸν θώρακα . κλασθέντος δὲ τοῦ δόρατος , καὶ τοῦ σιδήρου καταλειφθέντος ἐν τῷ σώματι ,
ἀνέστρεψαν . Φιλοποίμην ἐδίδαξε τοὺς Ἀχαιοὺς ἀντὶ μὲν θυρεοῦ καὶ δόρατος ἀσπίδα καὶ σάρισαν λαβεῖν , κράνεσι δὲ καὶ θώραξι
4273308 Ἐπιμενιδου
λέοντα τῆς σελήνης ἐκπεσεῖν φασι . λέγει γοῦν καὶ τὰ Ἐπιμενίδου ἔπη : καὶ γὰρ ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο
ἀντιδοξάσαι δὲ λέγεται Θαλῆι καὶ Πυθαγόραι , καθάψασθαι δὲ καὶ Ἐπιμενίδου . . . , . : τὸ δὲ δημηγορεῖν
4272463 διαλαθειν
διαφέροντας , ἐμβαλεῖν εἰς τὸν τῶν παρθένων ἀριθμὸν , καὶ διαλαθεῖν ἅπαντας . Ἐπεὶ δὲ ἐπανῆλθεν , αὐτόν τε πομπεῦσαι
ἀπὸ διαστήματος καὶ μὴ ἐκ τοῦ πλησίον τινὰς τῶν σκουλκατόρων διαλαθεῖν , εἰς τοὺς ἄλλους περιπίπτοντες μὴ διαλάθωσι : καὶ
4271820 ὠνομασθαι
καλοῦσιν . καὶ αὐτοὶ δ ' οἱ κροσσοὶ δοκοῖεν ἂν ὠνομάσθαι , Ἀραρότος εἰπόντος ἐν Καινεῖ παρθένος δ ' εἶναι
ἀρχὰς ἀνάγουσιν , ἀποφαινόμενοι Θυώνην ὑπὸ τῶν ἀρχαίων τὴν γῆν ὠνομάσθαι , καὶ τεθεῖσθαι τὴν προσηγορίαν [ καὶ ] Σεμέλην
4270295 Ἀγησιλαος
πολλαὶ τοῦ νικᾶν ἐλπίδες . καὶ συμβαλὼν ἐνίκησεν . Ὅτι Ἀγησίλαος περὶ Κορώνειαν παρετάσσετο : ἧκέν τις ἀγγέλλων , ὡς
καθ ' ἁρπαγὴν πολλοὺς αὐτῶν ἀπέκτειναν . αἰσθόμενος δὲ ὁ Ἀγησίλαος βοηθεῖν ἐκέλευσε τοὺς ἱππέας . οἱ δ ' αὖ
4259413 ἐβαλε
μὲν ἵππους ἀπέσφαξεν , ἑαυτὸν δ ' εἰς τὸν ποταμὸν ἔβαλε : καὶ καλεῖται Εὔηνος ὁ ποταμὸς ἀπ ' ἐκείνου
τὴν ἀρχὴν προσῆλθεν ἂν , ἢ εἰ προσῆλθεν οὐκ ἂν ἔβαλε χοὰς κατὰ μηδὲν διαφέρων τῷ κειμένῳ . οὗτος δὲ
4256695 Σπιθριδατου
γένος , ἀναστήσας ἦγεν ἄνω τοὺς στρατιώτας , κελεύοντος τοῦ Σπιθριδάτου εἰς Παφλαγονίαν πορεύεσθαι . Μετὰ δὲ ταῦτα προάγων τοὺς
ἀνθρώπινον ἄν τις φαίη εἶναι : τὸ δὲ Μεγαβάτου τοῦ Σπιθριδάτου παιδὸς ἐρασθέντα ὥσπερ ἂν τοῦ καλλίστου ἡ σφοδροτάτη φύσις
4250649 Θετταλου
αὐτήν . ἀνῃρέθη δὲ ὑπὸ γυναικῶν ἐν Θετταλίᾳ ἐρασθεῖσα Παυσανίου Θετταλοῦ , κατὰ φθόνον καὶ δυσζηλίαν ξυλίναις χελώναις τυπτομένη ἐν
[ ] δὲ καὶ Νεσσωνὶς ὀνομασθῆναί ποτε ἀπὸ Νέσσωνος τοῦ Θετταλοῦ , καθάπερ καὶ ἡ λίμνη . Ἐπεὶ δὲ ἡ
4246676 συγκυρηματος
[ τῆς ] Σκυθίας , τὴν προσηγορίαν εἰληφὼς ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος : ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Κρύσταλλος : ἐκεῖνος γὰρ καὶ
τὴν ἐλεφαντίνην λαβὴν , πόλιν ἔκτισεν , ἣν ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος προσηγόρευσε Μυκήνας . . . . . : Ἀργείων
4242169 κρουσασθαι
πραῧναι , οἶκτον ἐπισπάσασθαι , ἔλεον ἐκκαλέσασθαι , παρα - κρούσασθαι , ἐξαπατῆσαι , παραγαγεῖν , παρακροῦσαι , παραπεῖσαι ,
ταῖς τε ναυσὶ πῦρ καὶ πίσσαν ἐπιχέαντες ἠνάγκασαν πρύμναν τε κρούσασθαι καὶ ὑποχωρεῖν ὀπίσω μετὰ τοῦ μηχανήματος . ὧδε μὲν
4241440 Μεγαρεων
] καὶ τοὺς νεκροὺς | [ ἀποδόντες ὑποσπόνδους ] τῶν Μεγαρέων [ ] καὶ [ τοὺς τῶν ] Λακεδαιμονίων [
τινες ὀνομάζονται ῥήτορες διὰ τὸ σεσημειωμένοι εἶναι εἰς κακουργίαν . Μεγαρέων τὰ χλανίσκια : οἱονεὶ ἐξετίνασσον αὐτοὺς παραγινόμενοι . ἢ
4241369 Σελευκος
Δημήτριος προκατειλημμένους ὁρῶν τοὺς τόπους τῆς πορείας ταύτης ἀπετράπετο . Σέλευκος ἐς Κιλικίαν φυγὼν ἐκ τῆς μάχης τῆς πρὸς τοὺς
λεπτοὺς τῶν τυρῶν καὶ πλατεῖς Κρῆτες θηλείας καλοῦσι , φησὶ Σέλευκος : οὓς καὶ ἐν θυσίαις τισὶν ἐναγίζουσιν . πυριέφθα
4232295 Ἐτεονικος
τῶν τριάκοντα ἡ ἀρχὴ καὶ παρῆν ἔτι ὁ Λύσανδροςτούτων ἕνεκα Ἐτεόνικος πληγῶν τε ἄρχειν ἐπήρθη καὶ ἀμυνάμενον τὸν Αὐτόλυκον ἦγεν
δὲ καὶ τὸ Ἀττικὸν ἐξεπλάγη καὶ ἡσύχαζεν . οὐ μὴν Ἐτεόνικος ἡσύχαζεν : ἀλλὰ τὸ μὲν ναυτικὸν ἐς Χίον ἐξέπεμψε
4231288 Ἀμυκλαις
δὲ κατὰ ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ ἐν Ἀμύκλαις , καὶ τὸ οἴκημα ἔνθα ὑφαίνουσι Χιτῶνα ὀνομάζουσιν .
ὅμοια . ὅτι Λακεδαιμόνιοι χρυσῶσαι βουλόμενοι τὸ πρόσωπον τοῦ ἐν Ἀμύκλαις Ἀπόλλωνος καὶ οὐχ εὑρίσκοντες ἐν τῇ Ἑλλάδι χρυσίον πέμψαντες
4230495 Ἐτυχε
ὡς ἐγένοντο κατὰ τὸν τόπον , ἔμελλον εὐξάμενοι καθήσειν . Ἔτυχε δέ τις ἐρῶν αὐτῆς τῶν συμπλεόντων , οὐκ ἀγεννὴς
ταῦτα συνέθεντο καὶ πίστεις ἔδοσαν ἀλλήλοις ἐπί τινος ἱεροῦ . Ἔτυχε δὲ κατόπισθε τοῦ βωμοῦ ἔνθα συνετίθεντο ἀνὴρ Μῆδος ἀναπεπτωκὼς
4229207 φοιτωντος
αὐτοῦ θρασυτέρου ὥσπερ προείρηκ ' ὄντος ἐπιμελῶς τ ' ἀεὶ φοιτῶντος ἐπὶ τὴν οἰκίαν , ἔτυχ ' ἑσπέρας πέμπουσά ποι
ἐξιόντων στρατηγῶν ἐγένετο ἐν ταῖς ἐξόδοις . Γ ὡς πανταχῇ φοιτῶντος τοῦ κυνός : ὁμοίως καὶ τοῦ † Χάρητος †
4226827 Πηγασου
εἰς Κόρινθον ἀπατῆσαι ὡς ἕξων γυναῖκα , καὶ ἐπιβιβάσας τοῦ Πηγάσου εἰς μέσην ῥῖψαι τὴν θάλασσαν . τὸ αἰδοῖον δείκνυσι
ὕψους καὶ εἰς κάραν πνέειν . ὑπερποτᾶτο τὸ ὑπερεπέτετο ? Πηγάσου πτεροῖς : Ὅμηρος μὲν Λάμποντα καὶ Φαέθοντα ἵππους λέγει
4218786 ὑπερηκοντικως
. Ἄλλως Ψαμμίτιχος χαλεπὸς Αἰγυπτίων τύραννος καὶ σκαιότατος , Βούσιριν ὑπερηκοντικὼς , οὗ καταψηφισάμενοι οἱ ἀρχόμενοι πρεσβεύουσι πρὸς Ἀθηναίους ,
. Ἄλλως Ψαμμίτιχος χαλεπὸς Αἰγυπτίων τύραννος καὶ σκαιότατος , Βούσιριν ὑπερηκοντικὼς , οὗ καταψηφισάμενοι οἱ ἀρχόμενοι πρεσβεύουσι πρὸς Ἀθηναίους ,
4217428 Καλλιστρατος
Ἀμυθέωνι Δαμόστρατος , τοῦ πάππου τοὔνομ ' ἔχων , καὶ Καλλίστρατος καὶ Δεξίθεος . καὶ ὁ μὲν Ἀμυθέων ὁ τῆς
ἔνδοθεν τῶν Βορυσθενιτῶν πρὸς ἐμέ , ὥσπερ εἰώθεσαν : ἔπειτα Καλλίστρατος ἐφ ' ἵππου τὸ μὲν πρῶτον παρίππευσεν ἡμᾶς ἔξωθεν
4216715 Κλειταρχος
τὴν μάρμαρον καὶ τὰς ἐν Ἰνδοῖς ἅλας , ἅς φησι Κλείταρχος . οὔτ ' οὖν Ἐρατοσθένης ὀρθῶς ὁ φήσας μὴ
. Πλουτάρχῳ ] Πλούταρχος ἦν Ἐρετρίας τύραννος . τούτῳ ἐπανέστη Κλείταρχος καὶ ἅμα καὶ οἱ πολῖται συνεπέθεντο . ἔπεμψε πρὸς
4215432 ἱερειου
, μετὰ τὴν εὐχὴν μέλλοντα τοῦ παρεσκευασμένου πρὸς τὴν θυσίαν ἱερείου κατάρχεσθαι , τῶν Ἀχαιῶν ἰδεῖν τινα πρόσωθεν ἐρχόμενον ,
τε μηρία ἐκτεμόντες καίουσι καὶ δὴ καὶ ἀναλίσκουσιν αὐτόθι τοῦ ἱερείου τὰ κρέα . ταῦτα μὲν οὕτω ποιεῖν νομίζουσι ,
4210554 μετοικησαντα
Λακεδαιμόνιοι δὲοὐ γὰρ εἶχον ἀνηκόως ὧν Τισαμενῷ προεῖπεν ἡ Πυθίαπείθουσι μετοικήσαντα ἐξ Ἤλιδος μαντεύεσθαι Σπαρτιατῶν τῷ κοινῷ : καί σφισιν
. ἀγαθά . Θεαγένην δέ τινα . . . προδοθείσης μετοικήσαντα . . . κρεοπωλεῖν . ἐπιστάντος δὲ τοῦ .
4209663 σπειροντας
κτήνη ἐν τῷ Πειραίῳ σῳζομένους , πᾶν δὲ τὸ Πείραιον σπείροντας καὶ καρπουμένους , μέγιστον δὲ ἡγησάμενος ὅτι Βοιωτοὶ ταύτῃ
χρήματα τὰ μὲν ἀναλίσκειν , τὰ δὲ αὖ ξυναγείρεσθαι , σπείροντας καὶ φυτεύοντας καὶ στρατευομένους καὶ πλέοντας καὶ παραβαλλομένους σὺν
4208608 Θρᾳξ
τὸν προσάγοντα τῷ † ἕρματι τὸ ποτήριον . ἐνταῦθα ὁ Θρᾷξ Διονύσιος φησὶ τὴν παροιμίαν „ πολλὰ μεταξὺ κύλικος „
. . Περὶ οὗ πολέμου συνεγράψατο ὁ σοφώτατος Πρίσκος ὁ Θρᾷξ . . . Ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις ὁ πολὺς
4207579 Κλεοδημον
καὶ τῶν πωγώνων ἐπειλημμένοι ἐπεκαλοῦντο βοηθεῖν , ὁ μὲν τὸν Κλεόδημον ὁ Ἕρμων , ὁ δὲ Ζηνόθεμις Ἀλκιδάμαντα καὶ Δίφιλον
Ἡρακλέους τοῦ Διὸς , οἶμαι , Ὕλλον , τοῦ δὲ Κλεόδημον , τοῦ δὲ Ἀριστόμαχον , τοῦ δὲ Τήμενον ,
4205440 λῃστρικου
Θουκυδίδου καὶ τὴν ἐπακτρίδα ἥτις ἐστὶ πάλιν εἶδος πλοίου μᾶλλον λῃστρικοῦ . . . . ἐπαρεῖ ] ἐρεθίσει , προτρέψεται
ἐν τῇ τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν . ἔστι δὲ εἶδος πλοίου λῃστρικοῦ , ἥτις καὶ Λίβυρνος καλεῖται . . . .
4192824 Φρυνιχος
. . Π . ἰδεῶν ; . . . : Φρύνιχος ἐν τῆι Σοφιστικῆι παρασκευῆι παρατίθεται τὸ ὑπόξυλος ῥήτωρ καὶ
ὁ Κύνουλκος : ἀλλ ' , ὦ χοιρίον εὐάρτυτον , Φρύνιχος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν τῷ Ἐφιάλτῃ μνημονεύει τοῦ ἡδυλόγου διὰ
4188387 Ἑρμων
ποιημάτων εἴσεσθε . Ἐπιγέγραπται γὰρ ἐπὶ μὲν τῷ πρώτῳ τῶν Ἑρμῶν : ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι , οἵ ποτε Μήδων
στοαί : ἡ μὲν ἐκαλεῖτο βασίλειος , ἡ δὲ τῶν Ἑρμῶν , ἡ δὲ Πεισιανάκτιος , Πεισιάνακτος τοῦ κτίσαντος .
4187936 στολου
καὶ τούτων ὁ Καῖσαρ ἐπήκοος ὢν ἔπεμπε Σαλουιδιηνὸν ἐπὶ νεῶν στόλου , Πομπήιον ὡς εὐχερὲς ἔργον ἐξελεῖν παραπλέοντα : καὶ
ἱππεῖς τριακοσίους ἐν ναυσὶν ἱππηγοῖς , στρατηγὸν δὲ Χάρητα τοῦ στόλου παντός . Ἀπόχρη μὲν οὖν καὶ ταῦτα ῥηθέντα φανερὰν
4185376 Χαρων
γ ' ὁ Χάρων οὑτοσί . Χαῖρ ' , ὦ Χάρων , χαῖρ ' , ὦ Χάρων , χαῖρ '
Λυδίαν ἐν τοῖς πλησίον Ἐφέσου τε καὶ Μαγνησίας τόποις . Χάρων δέ φησι καὶ τὴν Λαμψακηνῶν χώραν πρότερον Βεβρυκίαν καλεῖσθαι
4181621 βουλευτηριου
διοικοῦντες καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων προσλαμβάνοντες τοὺς ἐπὶ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου πόῤῥωθεν προκατελάμβανον τὰς
κατέστρεψε τὸν βίον , εἰ μὴ Μάρκος Αἰμίλιος προκαθήμενος τοῦ βουλευτηρίου , τηρῶν τό τε περὶ αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ
4179453 πλεγματι
παρηο [ ] ! [ ] ! [ πλόκωι ] πλέγματι ἴασπις εἶδος [ ] ! ! ! ! ταις
δέ οἱ οὔτε τι πήρας οὔτε φυτῶν τοσσῆνον ὅσον περὶ πλέγματι γαθεῖ . παντᾷ δ ' ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς
4179302 βοωντος
ἐπὶ δὴ τούτοις πολλάκις ἤκουσαν οἱ θεοὶ τὸ ὦ θεοὶ βοῶντος . Τὴν Τύχην δὲ αὖθις ἐπῃνέσαμεν Καρτέριόν τε καὶ
εἶναί ποτε , καὶ ταῦτα τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν τοῖς ἑξῆς βοῶντος ὡς ταῖς μερικαῖς τὴν αὐτὴν ἔχουσι δύναμιν , τῶν
4178004 Κιλλικωντος
ἀγανακτήσαντα δὴ ἐπὶ τῆι προδοσίαι τῆς πατρίδος , ἐπιστάντος τοῦ Κιλλικῶντος ὠνήσασθαι παρ ' αὐτοῦ κρέας , δοῦναι κρατεῖν αὐτῶι
τὸ κρέας , ἐπανατεινάμενον τὴν κοπίδα κόψαι τὴν χεῖρα τοῦ Κιλλικῶντος , καὶ εἰπεῖν ὡς ταύτῃ τῇ χειρὶ ἑτέραν οὐ
4172043 Ἀκαρνανος
δὲ αὐτῷ εἰσπεμφθέντων φυλάττεσθαι ἐκ Φιλίππου ἐπιβουλῆς τοῦ ἰατροῦ τοῦ Ἀκαρνᾶνος , συμπεπεισμένου μυρίοις ταλάντοις διαφθεῖραι φαρμάκῳ Ἀλέξανδρον , εἰσκαλεῖται
. περὶ τοῦ Δύμαν εἰρήσεται . ἐκ τῆς γενικῆς τῆς Ἀκαρνᾶνος Ἀκαρνανία , ὡς Κιλικία Φρυγία , καὶ τὸ θηλυκὸν
4168173 ἀπαγγειλαντος
αἰσχρότητα . καὶ γὰρ οὓς ἐνθένδε ] εἰς πίστιν τοῦ ἀπαγγείλαντος αὐτοὺς ὥσπερ βούλεται μάρτυρας Ἀθηναίους ποιήσασθαι ἐξ ὧν ἴσασιν
περιφραστικῶς τὸν δεσπότην : τί ὑπερτίθης : ὡς τοῦ Ταλθυβίου ἀπαγγείλαντος αὐτῷ ἃ ἡ Ἑκάβη αὐτῷ ἐν τοῖς προλαβοῦσιν εἶπεν
4161644 ἀνοιξαι
. τοῦτον μὲν δὴ οὕτω , τὸν δὲ ἄλλον χρόνον ἀνοῖξαι πειρώμενος ἀνοίξαις μὲν οὐκ ἄν , κατάξεις δὲ αὐτὴν
ἱερέα τοῦ Ἡρακλέους πάλαι προσυγκείμενον , τὸν μὲν νεὼν νύκτωρ ἀνοῖξαι , τὰ δὲ ἀνακείμενα ὅπλα καθελεῖν καὶ ἀποσμήξαντα παραθεῖναι
4161488 θηλην
μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν . ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν ἔκαιον , τὴν δεξιάν , ἵνα μὴ ἐμποδίζωνται τοξεύουσαι
τεθνηκὸς ὁρῶσα , ἐνηγκάλιστο δὲ καὶ παῖδα νήπιον καὶ τὴν θηλὴν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ προσῆγε τὰς τροφίμους ἐπιστάζουσα πηγὰς τοῖς
4160254 Τημενον
τοῦ δὲ Κλεοδαῖον , τοῦ δὲ Ἀριστόμαχον , τοῦ δὲ Τήμενον , τοῦ δὲ Κεῖσον , τοῦ δὲ Μάρωνα ,
, Λακεδαίμονος δ ' Εὐρυσθένη καὶ Προκλῆ , Ἄργους δὲ Τήμενον καὶ [ Κισσόν , τῶν δὲ ] περὶ τὴν
4155485 κακοπλαστον
ἡ μήτηρ ὅτι μέλλει τὸ τέχθεν πλεῖστον αὐτῇ ψόγον ἐπιφέρειν κακόπλαστον ὄν , λαβοῦσα ἔρριψεν εἰς ὄρος . περιτυχὼν δὲ
εἰ ἔζων αὐτοὶ ἦσαν οἱ πολεμοῦντες αὐτῷ : εἶτα τὸ κακόπλαστον : κακόπλαστον δέ ἐστι τὸ παρὰ ἱστορίαν , ὅταν
4150925 συσσημον
τοὺς πολεμίους . ὧν Εὐμενὴς ὁρῶν τὴν προθυμίαν ἦρεν τὸ σύσσημον , δι ' ὧν παρεστήσατο τοὺς μὲν σαλπιγκτὰς τὸ
καὶ ” γῦρος ” καὶ „ λήθαργος „ καὶ ” σύσσημον ” καὶ „ πορνοκόπος „ καὶ ” ὀψωνιασμός ”
4137672 Θεστιον
? ? ⌋ , τούτου [ ] ⌊ δὲ ⌋ Θέστιον ? ? , [ Θεστίου ] δὲ Ἀκοόν ,
τοῦ δὲ Κεῖσον , τοῦ δὲ Μάρωνα , τοῦ δὲ Θέστιον , τοῦ δὲ Ἀκοὸν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν ,
4137590 Νικομηδει
γυνὴ δὲ φάσκουσα αὑτῆς αὐτὸν εἶναι δοῦλον , ἀμφισβητοῦσα τῷ Νικομήδει , καὶ οὐκ ἔφη ἐάσειν αὐτὸν ἄγειν . ὅσα
βίον λυσιτελοῦς , νὴ τὸν Δία εἶπε λυσιτελές , ἀλλὰ Νικομήδει τούτῳ , δείξας χωλόν τινα καὶ ἀνάπηρον . Ὅτι
4130335 χρηστηριου
τοῦτο , ἀπὸ Τηλέφου καὶ τοῦ τρώσαντος Ἀχιλλέως καὶ τοῦ χρηστηρίου ἀνελόντος ὅτι ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται . βούλομαι γὰρ
προσήκουσαν . ὅθεν τοὺς Κᾶρας ὑπακοῦσαι βουλομένους τοῖς ἐκ τοῦ χρηστηρίου καταλῦσαι τὰς ἔμπροσθεν εἰθισμένας στεφανώσεις αὐτούς τε κατὰ πλῆθος
4123796 Ἡγησανδρος
Χαίρει δὲ τῷ συνών ; Ἡγησάνδρῳ . Ὁ δ ' Ἡγήσανδρος ἐκ τίνων ἐστὶν ἐπιτηδευμάτων ; ἐκ τούτων ἃ τὸν
παραπλησίους τοῖς ὀστρείοις , τῷ δὲ σχήματι ῥομβοειδεῖς . : Ἡγήσανδρος δ ' ὁ Δελφὸς Συρακοσίους φησὶ τὴν μὲν λοπάδα

Back