ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν τὸ δόρυ , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν κατὰ τὴν ἡλικίαν : παρθένος γάρ ἐστιν , ὅθεν
μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν ” πάλλειν “ τε καὶ ” πάλλεσθαι “ καὶ ὀρχεῖν καὶ
6659166 σχοινιου
. “ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ξάνθος , νυκτὸς γεναμένης , σχοινίου εὐπορήσας ἐξῆλθεν τῆς οἰκίας . ὁ δὲ Αἴσωπος κοιμώμενος
αὐτῶν τὸν ὄνον ἐμαστίγωσαν . Ἀβδηρίτης ἀπάγξασθαι βουλόμενος καὶ τοῦ σχοινίου διαρραγέντος τὴν κεφαλὴν ἐπλήγη . λαβὼν οὖν ἔμπλαστρον παρὰ
6583992 βυρσης
; παῦε παῦε , μὴ λέγε : ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς . εἶθ ' ἡ μιαρὰ φάλλαιν ' ἔχουσα
οἶμαι δὲ οὐδὲ ψίαθον ἀντὶ ξυστίδος , οὐδ ' αὖ βύρσης ὄζειν , μύρων ἐξόν . ἀλλὰ ταῦτ ' ἐστὶν
6389334 ἐτυμολογειται
, ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν , ὁ αὐχμός . αὐχμὸς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αὔειν ἤγουν ξηρότητα χέειν . πιέζειν ]
εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ , κορακῖνος δ ' ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰς κόρας ἤτοι τοὺς ὀφθαλμούς .
6358244 παλλαξ
τὴν ἡλικίαν : παρθένος γάρ ἐστιν , ὅθεν καὶ ὁ πάλλαξ ὠνόμασται . ἔνιοι δὲ ὅτι Πάλλαντα ἀνεῖλεν ἕνα τῶν
νέα κατὰ ἡλικίαν . καὶ γὰρ ὁ παῖς κατὰ Δωριέας πάλλαξ λέγεται . τὸ λευκᾶναι : παρὰ τὴν πάλην ,
6297938 βρωμου
καὶ συνταράσσουσιν ἀμφότερα , ὥσπερ ἀποπλύνοντες τὰ θαλάσσια ὕδατα τοῦ βρώμου τοῖς γλυκέσιν . ἐν οὖν τῷ ταράσσεσθαι ἀφρός τις
, καὶ ἄλλῳ χρῆσθαι δεῖ καὶ μάλιστα τῷ ἀπὸ τοῦ βρώμου : οὐ γὰρ ἔλαττον τῆς πτισάνης , εἰ μή
6220778 φασαι
ἢ πολυφθάρτων , κατ ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ α . φάσαι γὰρ τὸ φθεῖραι , ὅθεν καὶ φάσγανον . Ἀρήγοισαι
δὲ τὸ κρέας : † ἔγκειται † γὰρ ἀπὸ τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον
6198179 ἀκοντιον
καὶ δόρυ ὡσαύτως πεπραγματευμένον , καὶ ὅπου μὲν ἂν εἰς ἀκόντιον ἀφικνῆται , ἀκοντίζῃ τὸν φεύγοντα τοῖς σφαιρωτοῖς , ὅπου
προσάγεις : ποῦ διώρισεν ὄργανα νίκης ὁ νόμος ἵππον , ἀκόντιον , τόξον , ἀσπίδα ; ποῦ μόνοις ἐπιτρέπει τούτοις
6197876 κλισιης
τὴν ἀντίαν θύραν : “ στῆ δὲ παρ ' ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσσῆϊ φανεῖσα . ” ἀναβησάμενοι ἀναβιβάσαντες . ἀνενήκατο ἀνεστέναξεν
περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπε : τίφθ ' οὕτω
6160915 ἐξεδειρεν
ἀδελφὸς ἦν Μαρσύου , ὃν Ἀπόλλων ὑπερτενῆ κρεμάσας ἐκ πίτυος ἐξέδειρεν , ἐρίσαντα αὐτῷ περὶ μουσικῆς . Βουλό - μενος
πόδα λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα : θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν , κἀνεῖτο λαγόνας
6158300 μασταξ
οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν ποδῶν κινήσεις . μάσταξ τὸ στόμα : “ μάστακ ' ἐπεί κε λάβῃσι
νάω : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ . . . . . μαστεύω , . .
6153205 διφροιο
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [
6118012 ἀρυσαι
ἀν ' ἐσχατιὰς Κλείτορος ἐρχόμενον , τῆς μὲν ἀπὸ κρήνης ἄρυσαι πόμα : καὶ παρὰ νύμφαις ὑδριάσι στῆσον πᾶν τὸ
νάματος καὶ μὴ σχηματίζῃ τὸν πόθον , ἐκ τῆς παραρρεούσης ἄρυσαι κρήνης , ἧς τὸ νᾶμα αὐτῆς πότιμόν τε καὶ
6111761 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
6089180 περησε
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
6085653 ἀμφικυπελλον
ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ δέπας καὶ τὸ ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν
” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ μὲν ἀμφικύπελλον τὸ ἐξ ἀμφοτέρων μερῶν περικεκυφωμένον ποτήριον . κύρμα ἔντευγμα
6053275 Κυκλωπος
' εἰς ἔσχατον ἐλθών ζωός , καὶ σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος , δηναιὸν κλέος ἔσχεν , ἐσιγάθη δ ' ἂν
οἱ γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ
6023380 κολεοιο
δ ' ἰάχησαν θεσπέσιον μεμαῶτες . ὁ δὲ ξίφος ἐκ κολεοῖο σπασσάμενος , πρυμναῖα νεὼς ἀπὸ πείσματ ' ἔκοψεν :
σκεπτέον ὑπὲρ τῆς ἐφισταμένης Ἀθηνᾶς Ἀχιλλεῖ : Ἕλκετο γὰρ ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος , ἦλθε δ ' Ἀθήνη οὐρανόθεν :
6023048 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
6021233 παφλαζοντος
ἔστι δὲ ὑπερβατὸν καὶ πέλας τοῦ κρατῆρος τοῦ Ἅιδου τοῦ παφλάζοντος ἐκ βυθῶν τῷ πυρί . Ἅιδου δὲ κρατῆρα λέγει
περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως ἰσχύν
6018029 πασσαλοφι
δ ' ἅμ ' ἕποντο . κὰδ δ ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν , Δημοδόκου δ ' ἕλε χεῖρα
γίνεται ἀφαιρετική , ὡς ἐπὶ γενικῆς τοῦ υ , ἐκ πασσαλόφι καὶ χαλκόφιν , ὡς ἐπ ' αἰτιατικῆς τοῦ ν
6014079 ἐβαλε
μὲν ἵππους ἀπέσφαξεν , ἑαυτὸν δ ' εἰς τὸν ποταμὸν ἔβαλε : καὶ καλεῖται Εὔηνος ὁ ποταμὸς ἀπ ' ἐκείνου
τὴν ἀρχὴν προσῆλθεν ἂν , ἢ εἰ προσῆλθεν οὐκ ἂν ἔβαλε χοὰς κατὰ μηδὲν διαφέρων τῷ κειμένῳ . οὗτος δὲ
6012798 ὁρμω
ἀνδρῶν ἠΐθεος . ἠΐθεος ὁ νέος ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ καὶ τοῦ θέω τὸ τρέχω : ἡ γὰρ ἡλικία
ἀναίνετο : ἀπηρνεῖτο : ὥσπερ παρὰ τὸ λιπῶ λιπαίνω καὶ ὁρμῶ ὁρμαίνω καὶ ὑφῶ ὑφαίνω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
6009759 κειρεσθαι
ψυχῆς εἰς τὸ σῶμα . παραγγέλλει δὲ ἐν ἑορτῇ μήτε κείρεσθαι μήτε ὀνυχίζεσθαι , τὴν ἡμετέραν αὔξησιν τῶν ἀγαθῶν οὐχ
καρτερίᾳ καὶ ὑπομονῇ , δυνατωτάταις ἀρεταῖς . ὥσπερ γὰρ τὸ κείρεσθαι διττόν , τὸ μὲν ὡς ἀντιπεπονθὸς κατὰ ἀντέρεισιν ,
5997917 παρηγμενον
τοῦτο ὄνομα ὄν , καθάπερ οὐδὲ τὸ ἀπ ' αὐτοῦ παρηγμένον ῥῆμα τὸ ἔστι , σημεῖόν ἐστι τοῦ πράγματος ,
μὲν γὰρ ἐν τῷ παράγοντι , ἐπιστρέφεται δὲ κατὰ τὸ παρηγμένον , ὅ ἐστιν : πρόεισι δὲ εἰς τοῦτο ἀπ
5989926 κητους
ῥυεισῶν αὐτοῦ τῶν τριχῶν ὅτε ὑπὸ τοῦ ἐφορμῶντος τῇ Ἡσιόνῃ κήτους κατεπόθη , ἀλλ ' ἵνα τούτων ποιήσηται τὴν ἔκθεσιν
φόρτον κομίζων ἐπὶ νεὼς μεγάλης , ἣν ἐπὶ στόματι τοῦ κήτους διαλελυμένην ἴσως ἑωράκατε . μέχρι μὲν οὖν Σικελίας εὐτυχῶς
5944628 ἀκταινειν
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός ,
5943932 μαζου
ἀτροφίας . Καταπλαττόμενα δὲ κατὰ τοῦ στομάχου καὶ τοῦ ἀριστεροῦ μαζοῦ ὠφελεῖ τοὺς καρδιακοὺς βάτου φύλλα μετ ' ἄρτου ἢ
κλάειν ἔοικε , τὰ δὲ εὖ πράττει καὶ εὐροοῦντος τοῦ μαζοῦ μειδιᾷ , τὰ δὲ ἀτάλλει ὑπὸ ταῖς μητράσι ,
5934002 καραν
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι
5932456 πλεονασμω
: ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , ἡ πλοκή : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ , εἴρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ,
ἀπὸ τοῦ ἀϊσσης : παράγωγον αἰσύω : αἰσυτήρ : καὶ πλεονασμῶ τοῦ η αἰσυητήρ . ἀΐσυλος , ὁ ἄδικος καὶ
5900848 ᾠκοδομημενον
ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου , ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου , θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον
οὐκ αὐτόματον ἀλλὰ σὺν τέχνῃ καὶ ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ ἀκριβέστατον ᾠκοδομημένον . τοῦ δὲ οἰκοδομήματος τούτου τὸ σχῆμα εἴκασται κριβάνῳ
5899315 ἁλλεσθαι
ψῶρα καλεῖται . λέγεται δὲ φάλαινα παρὰ τὸ εἰς φῶς ἅλλεσθαι . μακρὸν δὲ ἔχει τὸ α [ καὶ ]
ἐφέλκεται : ἕτερον δὲ καὶ φοβερὰ ὀνομάζει : καὶ κελεύουσιν ἅλλεσθαι καὶ καταπίπτειν ἐς τὰ φρέατα καὶ ἄγχεσθαι , ἅτε
5888744 ἐλασεν
Εὐρυσθέος ⌊ ⌋ ? ἀνατεί τε ] καὶ ⌋ ἀπˈριάτας ἔλασεν , – ? ? ? ? ] Διομήδεος ἵππους
χειρὶ παχείῃ , οὐτάμεναι μεμαώς : ὁ δέ μιν φθάμενος ἔλασεν σῦς γουνὸς ὕπερ , πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι
5882857 ποτηριου
“ κώθωνα ” λέγει τὸν νῦν λεγόμενον κύαθον . εἶδος ποτηρίου . Γ κώθωνα : νῦν τὸ ποτήριον , ἀλλαχοῦ
ὑπὸ πυθμένες ἦσαν : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν κατασκευὴν τοῦ ποτηρίου ὅτι δεδιπλασιασμένον αὐτὸ ὑποτίθεται : τέσσαρα γὰρ ὦτα καὶ
5879021 τοξου
γωρυτὸς τῆς αὐτῆς μὲν ὕλης , βελῶν δὲ γέμων καὶ τόξου . Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα καλὰ καὶ θαυμαστὰ ἀναθήματα
πολέμιον κύνα νεκρὸν ἀπέδειξαν : ἰδὼν ἂν φαίης ὡς ἀπὸ τόξου βέλη πέμποντας ἀμύνασθαι τὸν ἀντίπαλον . Ἀλλ ' οἵ
5878760 ἁλλομαι
τοῦ ἄλδω τὸ αὐξάνω , τοῦτο δ ' ἐκ τοῦ ἅλλομαι τὸ πηδῶ πλεονασμῷ τοῦ δ , καὶ ἐξ αὐτοῦ
πρὸ φωνήεντος ὄντα κατὰ διάστασιν ψιλοῦται . ὁμοίως καὶ τὸ ἅλλομαι τὸ πηδῶ δασυνόμενον ποιεῖ μέσον ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο
5873318 ἀκερσεκομης
θάρσει , Τριτογένεια , φίλον τέκος καὶ ἐν ἄλλοις Φοῖβος ἀκερσεκόμης : τὸ μὲν γὰρ τὴν Ἀθηνᾶν , τὸ δὲ
ἦλθεν Ἀπόλλων : χρυσείοις δ ' ἑκάτερθε τινασσόμενος πλοκάμοισι βότρυς ἀκερσεκόμης ζεφύρῳ στυφελίζετο χαίτης . τὸν δὲ μεθ ' ὡμάρτησε
5870663 στερνοιο
δ ' Ἰτυμονῆα πελώριον ἠδὲ Μίμαντα , τὸν μὲν ὑπὸ στέρνοιο θοῷ ποδί , λὰξ ἐπορούσας , πλῆξε καὶ ἐν
ἰξάλου αἰγὸς Ἀγρίου , ὅν ῥά ποτ ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας [ βάλε ] Πέτρης ἐκβαίνοντα : ἰδοὺ γὰρ
5869058 ἠϊον
ἕκαστος . Ἀνστάντες δ ' ἅμα πάντες ἀπὸ ψαμάθοιο βαθείης ἤϊον , ἔνθά τ ' ἔμιμνεν ὑπὲρ ψαμάθου ἁλίη ναῦς
δὲ χαλκῷ , ὤϊξαν δὲ θύρας , ἐκ δ ' ἤϊον : ἦρχε δ ' Ὀδυσσεύς . ἤδη μὲν φάος
5865590 ῥωπας
αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ
ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά
5861291 αἰθω
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται
5858828 γυμνασιου
, σοὶ τόνδ ' ἱδρύσατο βωμὸν Χάρμος ἐπὶ σκιεροῖς τέρμασι γυμνασίου . . : Προοικίαι . Παρὰ Κλειτοδήμῳ , ἐν
μετὰ ταῦτα ἀναλαβὼν ἐλλεβορίσαι . Εἶτα γυμναζέσθω καὶ ἀφιδρούτω : γυμνασίου δὲ τρίψις , πάλη ἀπὸ ὄρθρου : δρόμου δὲ
5854432 Ἀπιων
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
5854244 μεταφορικως
ὀΐομαι εἰσορόωντα γινώσκειν . ” ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησι “ μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν . καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ
ἰατρικὰ οὐδὲν Ἀνάγκης μεῖζον εὗρον : ἀντιτεμών : εὑρών : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν τὰς ῥίζας εὑρισκόντων καὶ τεμνόντων : ἐκ
5848942 ψαιρειν
ὅταν οὐκ εὐπραγῶσι ἀνέμους . διαψαίρουσι : κινοῦσιν : τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ
τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ ἀνέμῳ . τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τῶν ἀρμενίων λέγεται , ὅταν μὴ εὐπορῶσιν
5844324 ὠψ
διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφεται , ὥσπερ δὴ καὶ ὁ ὤψ ὁ ὀφθαλμός : ὁ δὲ νυκτάλωψ εἶδός ἐστι νοσήματος
νυκτὸς καὶ τοῦ ἄλη , ἡ πλάνη , καὶ τοῦ ὤψ , ὁ ὀφθαλμός , ἐτυμολογεῖται , διὰ τοῦτο διὰ
5842042 προμαχων
: εὐήθεια : μωρία : ἄνοια : ἔπαλξις , ὁ προμαχῶν : ἐπάλαξις τὶς οὖσα : ἀπὸ τοῦ ἀλεξῶ ῥήματος
: εὐήθεια : μωρία : ἄνοια : ἔπαλξις , ὁ προμαχῶν : ἐπάλαξις τὶς οὖσα : ἀπὸ τοῦ ἀλεξῶ ῥήματος
5835438 φασγανον
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ
5830079 δορατος
καιρίαν ἔλαβε πληγὴν εἰς τὸν θώρακα . κλασθέντος δὲ τοῦ δόρατος , καὶ τοῦ σιδήρου καταλειφθέντος ἐν τῷ σώματι ,
ἀνέστρεψαν . Φιλοποίμην ἐδίδαξε τοὺς Ἀχαιοὺς ἀντὶ μὲν θυρεοῦ καὶ δόρατος ἀσπίδα καὶ σάρισαν λαβεῖν , κράνεσι δὲ καὶ θώραξι
5815508 αἰολλω
αἰολοπώλους : ταχυπώλους ποικίλως ἱππαζομένους . γίνεται δὲ ἐκ τοῦ αἰόλλω , ὃ σημαίνει τὸ κινῶ , καὶ † τὸ
παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα , τὸ κινῶ : καὶ ἀπὸ τοῦ αἰόλλω
5811130 κυφοτητος
Κύβος , ὁ κύκλωθεν βάσιν ἔχων . Ἀπολλόδωρος ἀπὸ τῆς κυφότητος : τὸ γὰρ ἐπὶ κεφαλὴν κυλισθῆναι κυβιστῆσαι ἔλεγον .
: ξηρὰ γὰρ καὶ ὀστώδης ἐστίν : ἢ ἀπὸ τῆς κυφότητος : ἢ κελυσφὴν [ ] διὰ τὸ σκέπειν τὸν
5809261 ἁρπη
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή
5808476 ἱημι
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς ,
5806234 παλαιστου
ἀληθῶς , καὶ τῶν μεγάλων ἀγώνων ὁ διαβόητος , οὐ παλαιστοῦ τινος ἀγωνίαν ἐν ταῖς πρὸς τὸν ἀντίπαλον τοῦ σώματος
, * δίαλμα * , δίσκος καὶ πάλη . πατρὸς παλαιστοῦ : Ἡρακλῆς ἐν Ὀλυμπίᾳ τὸν ἀγῶνα ἐπιτελῶν προεκαλέσατο εἰς
5805325 ἐρυσσαμενος
' Αἴας τε μέγας . . . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει χείρεσσι
' Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ : αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἧσθαι , μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
5803161 εὐθεος
ἢ καὶ τορνευθέντων μεστὸς τοῦ ἐναντίου ἐστὶν τῷ πέμπτῳτοῦ γὰρ εὐθέος ἐφάπτεται πάντῃαὐτὸς δέ , φαμέν , ὁ κύκλος οὔτε
δόλοις καὶ σοφίσμασιν ἐξαπατῶντες τὰ θηρία , ἀλλὰ ἐκ τοῦ εὐθέος διαγωνιζόμενοι . καὶ ἔστιν τὰ θεάματα , ἐμοὶ δοκεῖν
5791618 Σιγειου
ἐκ τοῦ ἄστεος ἐᾷς προσελαύνειν , αὐτὸς δὲ ἀπὸ τοῦ Σιγείου προσβαλὼν ἐν μέσῳ σαυτοῦ τε κἀκείνων ποιεῖς ; ὅτι
καταφθατουμένην ] καταφθάνουσα . Μιτυληναῖοι ἐμάχοντο πρὸς Ἀθηναίους περὶ πόλεως Σιγείου : ἔδοξεν οὖν μονομαχίωι λῦσαι τὸν πόλεμον , καὶ
5789921 γναθμοιο
: ἡ δ ' ἀντίη ἵστατο παιδός καί μιν ἄφαρ γναθμοῖο κατασχομένη προσέειπεν : “ Τίπτ ' ἐπιμειδιάᾳς , ἄφατον
δ ' ἐπὶ Νῖρον ὄλεσσε βαλὼν ἀνὰ δηιοτῆτα δουρὶ διὰ γναθμοῖο , πέρησε δ ' ἀνὰ στόμα χαλκὸς γλῶσσαν ἔτ
5787768 οὐτασαι
κεραυνῷ . οἱ δὲ νεώτεροι οὐκ ἴσασι τὴν διαφορὰν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν . Ὅμηρος δὲ οὐτάσαι μὲν τὸ ἐκ
θαμειὰς αἰχμάς : ἀλλ ' οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν : πρὶν γὰρ περίβησαν ἄριστοι Πουλυδάμας τε
5786903 ἀρυειν
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ
5783220 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
5782838 βαλβιδος
εὐσέβειαν ψυχικῆς | ὁρμῆς . οὓς ἰδὼν Μωυσῆς ὥσπερ ἀπὸ βαλβῖδος ἁμιλλωμένους „ εἰ μὴ μόνον τοῖς σώμασιν „ εἶπεν
δὲ τῆς πόλεως ἀφεστήκει , ὅσον ἡ νύσσα ἀπὸ τῆς βαλβῖδος ἤτοι τῆς ἀφετηρίας . χρίμψε : πλησίον ἐγένετο .
5781832 ἠνοπι
δ ' ὕδωρ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ , ἔς ῥ ' ἀσάμινθον ἕσασα λό '
ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἐπί τι εἶδος
5781409 Ὑρτακου
φοβουμένων αὐτὸν τῶν βελῶν . ὅταν δὲ περὶ Ἀσίου τοῦ Ὑρτάκου , ὅτι τοῦ στρατηγοῦ κελεύσαντος ἔξω τῆς τάφρου καταλιπεῖν
θ ' Ἑλένοιο ἄνακτος Ἀσιάδην τ ' Ἀδάμαντα καὶ Ἄσιον Ὑρτάκου υἱὸν φοίτα ἀνὰ προμάχους διζήμενος , εἴ που ἐφεύροι
5780891 σιαγονος
, κύων . ἄρξει γὰρ αὐτοῖς διποδία καλῶς . περὶ σιαγόνος βοείας μαχόμενος . ἆρ ' ἀληθῶς τοῖς ξένοισιν ἔστιν
ὅ ἐστι τοῦ δράκοντος , ἀποθανεῖν ὑπὲρ τῆς πατρίδος : σιαγόνος : ἐκπέφυκε παῖς : λέγεται δὲ ἐν τῇ μάχῃ
5773631 ἐπιθετου
λόγιος ἄνθρωπος ἕτερον ἄρθρον : προανενήνεκται γὰρ διὰ τοῦ συνόντος ἐπιθέτου . . Τρύφων φησὶν προτάττεσθαι καὶ τῶν ἄλλων πλαγίων
τῆς εἱμαρμένης ἐνηνεγμένους . κητώεσσαν τὴν Λακεδαίμονα . οὕτως ἐξ ἐπιθέτου λέγεται : “ Λακεδαίμονα κητώεσσαν . ” τὸ μὲν
5770607 μαρψαντος
γηγενὴς ἀπὸ Ἐρεχθέως . κέλωρ υἱὸς τοῦ γίγαντος Θησέως τοῦ μάρψαντος τὰ ὅπλα δηλονότι τοῦ Αἰγέως ἐκ τῆς κοίλης πέτρας
ἐλαφρόν * ἤμερσε : ἐστέρησε , ἠφάνισε ἀπεστερήθη ἐστέρησε * μάρψαντος : περιλαβόντος τοῦ ἀετοῦ περιλαβόντος διὰ τῶν ὀνύχων τοῦ
5770315 χευεν
ἐβάλοντο . Ὕῃ ταυροκέρωτι Διωνύσῳ κοτέσασα Ῥειώνη ἄμυδις βλαψίφρονα φάρμακα χεῦεν , ὅσς ' ἐδάη Πολύδαμνα , Κυτηϊὰς ἢ ὅσα
ἄρ ' ἔφη , βλεφάρων δὲ κατ ' ἀθρόα δάκρυα χεῦεν . οἵη δ ' ἀφνειοῖο † διειλυσθεῖσα δόμοιο ληιάς
5769331 στιζεσθαι
Ὠθουμένη , στενοχωρουμένη . στιγματίαις δὲ δούλαις . ἀπὸ τοῦ στίζεσθαι . ἀραμένη : Ἐπάρασα τὴν ὑδρίαν . τυφογέροντας :
κωλύεται . ἀπὸ δὲ τοῦ φεύγοντος , οἷον τοὺς μοιχοὺς στίζεσθαι , στίζων τις μοιχὸν ἀπέκτεινε καὶ κρίνεται φόνου :
5766084 κτιδεην
ἑξῆς ἀναμφισβητήτως κτιδέην λέγει : τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην . . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ '
ὀξὺν ἄκοντα : ἡ διπλῆ ὅτι νῦν μὲν ἀμφίβολον πότερον κτιδέην ἢ συναλοιφὴν ἐκδεκτέον , ἰκτιδέην : διὰ μέντοι τῶν
5765038 Λερνης
' πολακτίσῃς λέχος τὸ Ζηνός , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν λειμῶνα , ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός ,
ναῦται πρῶτα Καρνῖται κύνες , οἳ τὴν βοῶπιν ταυροπάρθενον κόρην Λέρνης ἀνηρείψαντο , φορτηγοὶ λύκοι , πλᾶτιν πορεῦσαι κῆρα Μεμφίτῃ
5761657 κιονος
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ
5759754 ὑποδηματος
ὑπὲρ Βακχίου καὶ Πυθαγόρου , εἰ γνήσιος . εἶδός τι ὑποδήματός εἰσιν αἱ Σκυθικαί . καὶ Ἀλκαῖος ἐν ηʹ καὶ
λαμβανομένη , οἷον οὐδεὶς ὁριζόμενος ἢ ὑπογραφόμενος τὴν ἐξοχὴν τοῦ ὑποδήματός φησιν γλῶσσαν , ἢ τὸ ὑλακτικὸν ζῷον κύνα .
5751956 ἀμπυξ
παρὰ τὸ ἀμφέχειν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς , ἄμφυξ καὶ ἄμπυξ : ἡ ἄνω πυκάζουσα καὶ ἀνέχουσα : τὰς αἰθήρας
διαδήματα : ἴσως καὶ διὰ τὸ ἀμπέχειν τὰς κόμας . ἄμπυξ δὲ καὶ εἶδος χαλινοῦ , ὅθεν καὶ τὸ χρυσάμπυκας
5748987 ἱμαν
! διηρτημένωι ? ! ! ? ! ! ! τοῦ ἱμαν ? ? ? [ ] . [ ] .
! διηρτημένωι ? ! ! ? ! ! ! τοῦ ἱμαν ? ? ? [ ] . [ ] .
5741059 πληξ
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ
5730191 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
5729517 βωμου
ἀνεχόμενος , καὶ ἤμην οἷά τις Σπαρτιάτης ἀνὴρ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς Ὀρθίας τυπτόμενος . ἀλλ ' οὐκ ἦν Λακεδαίμων
τοῦ Κελτικοῦ θρέμμα εἶναι . φέρε δή , ἐποιησάμεθα γὰρ βωμοῦ τοῦ μεγίστου μνήμην , ἐπέλθωμεν καὶ τὰ ἐς ἅπαντας
5716242 φαρος
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ .
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ
5700342 ξυστον
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς
5698169 ὑσπληξ
ἔφθαρται . Ἡ ὕσπληξ λέγεται , ἀλλ ' οὐχ ὁ ὕσπληξ . Ἰλὺς οἴνου οὐκ ὀρθῶς λέγεται : ποταμοῦ μὲν
τοῦ βρόχου , κἂν ἐπιψαύσωσιν οἱ κολοιοί , ἡ μὲν ὕσπληξ κατολισθαίνει , ἐνειλιχθεῖσα δ ' ἡ ῥάβδος ὀρθοῦται καὶ
5697448 βρετας
οὐ μόνον δὲ τῇ γλώττῃ προσέπαιξε , τῇ παρονομασίᾳ τοῦ βρέτας , ἀλλὰ καὶ φησὶν ὅτι εἰ μὴ ἦσαν θεοί
' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν ὥστε
5681429 νεω
, καὶ τοὺς ἐλλογιμωτάτους ἀνηρτήσατο , Κριτίαν μὲν καὶ Ἀλκιβιάδην νέω ὄντε , Θουκυδίδην δὲ καὶ Περικλέα ἤδη γηράσκοντε .
κνάμιδες ⌊ , ἄρκος ⌋ ἰσχύρω βέλεος , θόρρακές τε νέω λίνω κόιλαί τε κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι : πὰρ δὲ
5680072 λειβον
ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο , λεῖβον δ ' ἀθανάτοισι θεοῖς ' αἰειγενέτῃσιν , ἐκ πάντων
. τοὺς οἵ γ ' εἰσορόωντες ὑπ ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον : οὐ γὰρ ἔφαν φεύξεσθαι ὑπ ' ἐκ κακοῦ
5679089 Ταιναρου
] πέλαγος . Ἑξῆς δὲ μετὰ Μαλέαν Λακωνικὸς κόλπος ἕως Ταινάρου ἐκ δεξιῶν , ὅπερ ὁρίζει ἐξ εὐωνύμων τὸν Μεσσηνιακὸν
Ἔγημε θαυμαστὴν γυναῖχ ' ὡς σώφρονα . Πύλη τίς ἐστι Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις . Οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει
5677103 πρυμνηθεν
καθάπερ ὑμεῖς ἄνω καὶ κάτω τῆς πόλεως ἰοῦσαι . θ πρύμνηθεν ] ἀπὸ τῆς πρύμνης . θ εὗρε ] ἐπέτυχε
τευχήρεις , ποτὶ δὲ ζυγὸν ἷζον ἕκαστος . Τῖφυς δὲ πρύμνηθεν ἐπήπυεν ἠδ ' ἐκέλευε κλίμακα νηὸς ἔσω ἐρύσαι ,
5671225 λαειν
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ
5670689 ἐτυμολογων
: λήιον : τὸ σιτοφόρον χωρίον : ὁ δὲ Ἀπίων ἐτυμολογῶν φησί : „ λεαίνει γὰρ τῇ τροφῇ : ἀγριοῦνται
δρύϊνος : “ φήγινος ἄξων . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται , ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑρέσεως
5659051 μυλου
' ἴσης ἀλλήλοις προσκρουσάντων ὅμοιος ἀποτελεῖται κτύπος , ὥσπερ καὶ μύλου περιαγομένου ἢ χειρῶν συμπαταγουσῶν , τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ
κύμβος : κόχλου , κατοικίας , ὀστράκου , οἰκίας , μύλου . μονῆς : κύμβη τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ
5657423 λαιμων
: ἀλλ ' ἄσπετον χέασα παμμιγῆ βοὴν δαφνηφάγων φοίβαζεν ἐκ λαιμῶν ὄπα , Σφιγγὸς κελαινῆς γῆρυν ἐκμιμουμένη . τῶν ἅσσα
Λιβυσσᾶν γένος . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος γόνον γηγενῆ :
5657062 ἐσκιρτα
εὐθὺς γὰρ ὡς ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν , ἀνήλατ ' , ἐσκίρτα , ' πεπόρδει , κατεγέλα , ὥσπερ καχρύων ὀνίδιον
ἀκριβῶς καὶ τὰ κέρατα εὐκαμπὴς καὶ τὸ βλέμμα ἥμερος : ἐσκίρτα οὖν καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς ἠϊόνος καὶ ἐμυκᾶτο ἥδιστον
5653470 βαινω
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω
5651895 κρανους
εἰς τουτὶ τὸ ὄρνεον αὐτοῖς ὅπλοις , ὡς ἔτι τοῦ κράνους τὸν λόφον ἔχειν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ . διὰ τοῦτο
τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου ' πήδησεν εὐχάλκου κράνους , πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον . ἵππους δ '
5645083 ἀσαμινθου
μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα , ἔκ ῥ ' ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας ἤϊε : Ναυσικάα δὲ θεῶν
Μενέλεῳ δύ ' ἀσαμίνθους , καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων . κυλίσκιον δ ' ἡ σμικρὰ κύλιξ
5645068 θειν
μετὰ λόγου καὶ φρονήσεως ζῆν , ἵππου δὲ τὸ ὀξέως θεῖν καὶ ἐν πολέμοις ἐπιτήδειον εἶναι . καὶ ἐν αὐτοῖς
θηρίων ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς κρατοῦσιν . κυνὸς ἡλικία ἐς τὸ θεῖν : θήλειαν μὲν μετὰ μῆνα ἑνδέκατον ἐξάγειν ἐπὶ θήραν
5642288 σμινυην
[ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . ! ! ] λ '
ὦ Ξανθία ] πρός τινα δοῦλον . δοῦλος αὐτοῦ . σμινύην ] ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος :
5639688 Σκειρωνος
ῥώθωνας κεραοί τε καὶ ἀργίλιπες τελέθουσιν , αἱ μὲν ὑπὸ Σκείρωνος ὄρη Παμβώνιά τ ' αἴπη , Ῥυπαῖον , Κόρακός
ἦν τὸ κῦμα ὥστε μηκέτι καθορᾶν ἡμᾶς τὸ ὄρος τοῦ Σκείρωνος . ἐκ τοῦ ὕψους τοῦ κύματος οὐκέτι ἑωρῶμεν τὴν
5639482 ἱστου
τῆς Ἀργοῦς : αὐτὴ μέντοι , ἡμίσεια οὖσα ἕως τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ
ἐκ τῶν ἱστοπόδων : τέμνεται γὰρ τὸ ὕφασμα ἐκ τοῦ ἱστοῦ , ὅταν τελεσθῇ . ἄμμες δ ' ἐς δρόμον
5638159 εἰκω
, ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον ᾖ : τοῦ δὲ δευτέρου ἐκάλουν ,
ὄνομα εἴη : ῥέγκω δέρκω πλέκω τέκω πέκω ἕλκω δείκω εἴκω . τοιαῦτα καὶ τὰ ὑπερδισύλλαβα τῷ Ε παραληγόμενα :
5632840 λιπτω
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ]
5632327 κυναριον
ὃ θέλεις . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ
ὕστερον ἔκριναν τοὺς πάλαι διδασκάλους . Ἦν δέ τις χαλκεὺς κυνάριον κατέχων . Ὁ δὲ χαλκεύων , ὁ κύων ἐκοιμᾶτο

Back