γάμος αὐτῆς πρόξενος τούτων ὅλων ἐγένετο : ὡς Σοφοκλῆς ἐν Τραχινίαις [ ] ὡς τῆς κόρης ταύτης ἕκατι κεῖνος Εὔρυτόν | ||
τινὰ τῶν παλαιῶν φησιν ἐγκέφαλον : καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις , ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν |
κακία , ἐν ᾧ τὸ μετὰ κακίας περιποιεῖσθαι τὸ ζῇν ῥιπτοῦντα τὰ ὅπλα διαβέβληκε Νόμων ηʹ . Κάκη βαρέως ἡ | ||
: καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις , ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν , οὐκ ὀνομάσαι ἐγκέφαλον , |
ἐς θάλασσαν οὐκ ὀνομάσαι ἐγκέφαλον , ἀλλὰ λευκὸν μυελόν , ἐκκλίνοντα τὸ μὴ ὀνομαζόμενον : κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει | ||
βελόνην ἢ ἀνάπαλιν , ἑκατέρως δὲ πειρᾶσθαι τὴν φορὰν αὐτῆς ἐκκλίνοντα πρὸς τὸ ἄνω συρράπτειν οὕτως τὸ πέρας τῆς ὀθόνης |
ἐχίδνης ἰὸς ὣς ἐδαίνυτο . Ἐνταῦθα δὴ βόησε τὸν δυσδαίμονα Λίχαν , τὸν οὐδὲν αἴτιον τοῦ σοῦ κακοῦ , ποίαις | ||
καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν οὐκ ὀνομάσαι ἐγκέφαλον , ἀλλὰ λευκὸν μυελόν |
μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν . ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν ἔκαιον , τὴν δεξιάν , ἵνα μὴ ἐμποδίζωνται τοξεύουσαι | ||
τεθνηκὸς ὁρῶσα , ἐνηγκάλιστο δὲ καὶ παῖδα νήπιον καὶ τὴν θηλὴν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ προσῆγε τὰς τροφίμους ἐπιστάζουσα πηγὰς τοῖς |
, μεταπέμψασθαι τὴν Ἄκτορος θυγατέρα τοῦ Μυρμιδόνος , καὶ λόγους διασπεῖραι , ὅτι μέλλει γαμεῖν τὴν Θέτιν ὁ Πηλεὺς , | ||
, ῥῖψαι διαρρῖψαι , προέσθαι , σπαθῆσαι , ἀπολέσαι , διασπεῖραι . ἐπίρρημα δ ' ἓν μόνον τὸ ἐκκεχυμένως . |
Ἥρας τῆς μὲν κόρης ἁψάμενος εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν , ἀπωμόσατο δὲ ταύτῃ μὴ συνελθεῖν : διό φησιν Ἡσίοδος οὐκ | ||
! τῷ : περσίη , ἧς τ ' ἕνεκεν πένθος ἀπωμόσατο , ἰωνίζοντος πολλάκις τοῦ Καλλιμάχου ὑπολαβόντος αὐτοῦ καὶ τ |
. Δημαγόρας δὲ ὁ Σάμιος ἑπτὰ , Φιλόχορος ἐννέα . Τὸν δὲ ἐπ ' αὐταῖς μῦθον Ἀγήσανδρος ἐν τοῖς Περὶ | ||
οὐχ ἅπτεται . Ἑρμηνεία . Ἀγαπῶν τὴν πλάνην φιλοπόνηρος ἀνὴρ Τὸν ὅμοιον τοῖς τρόποις οὐκ ἀμύνεται . Λύκος γηράσας νόμους |
οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν | ||
τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν |
μηδὲν ἀπαιτῆσαι . τί οὖν ἐπὶ τούτοις ἡ θεός ; ἀμεῖψαί φασι τὸν ἄνθρωπον , καὶ ἀμείβεται νεότητι καὶ κάλλει | ||
μηδὲν ἀπατῆσαι : τί οὖν ἐπὶ τούτοις ἡ θεός ; ἀμεῖψαί φασι τὸν ἄνθρωπον , καὶ ἀμείβεται νεότητι καὶ κάλλει |
' ἐβουλεύσαντο πιεῖν μὲν τοῦ ὕδατος , μὴ μέντοι καὶ καθεῖναι κατὰ τοῦ λαιμοῦ τοὺς δακτύλους , ἀλλ ' ἐπὶ | ||
. ἀκήκοεν ὅτι λῃστεύεται ἡ ὁδός : μόνος οὐ τολμᾷ καθεῖναι , ἀλλὰ περιέμεινεν συνοδίαν ἢ πρεσβευτοῦ ἢ ταμίου ἢ |
μεγάλων ἰχθύων καὶ τῶν συμπεμφθέντων αὐτοῖς σύκων χλωρῶν , ὅτι αἰνιττόμενος Πάτροκλος ὁ Πτολεμαίου στρατηγὸς Ἀντιγόνῳ τῷ βασιλεῖ ἔπεμπεν , | ||
λάβωμεν , ἀλλὰ τὴν λεύκωσιν τῶν σωμάτων , εἴτουν ἀνάκαμψιν αἰνιττόμενος εἴρηκεν : ὧδε γὰρ τὰ λευκὰ πάντα εἶπεν : |
: Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς καὶ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας : ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι | ||
Ἀριστοφάνης : ἀμαθὴς ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὔτ ' Αἴσωπον πεπάτηκας . ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν . Πέδη τοῦ λέγειν ἡ |
Ἄγγαρος , διαφέρει . ὀροσάγγαι μὲν οἱ σωματοφύλακες , ὡς Σοφοκλῆς Ἑλένης γάμῳ καὶ Τρωίλῳ : Ἡρόδοτος δέ , ” | ||
ἡ Πυθία δοκεῖ τὸν περὶ τοῦ Σωκράτους χρησμὸν εἰπεῖν σοφὸς Σοφοκλῆς , σοφώτερος δ ' Εὐριπίδης , ἀνδρῶν δὲ πάντων |
Εὐβούλου ⌊ τόδε ⌋ δούλου σῆμα ? κενὸν ⌊ ⌋ κενόφρων ⌊ θῆκεν Ἀριστοτέλης - ⌋ : ὃς ⌊ γαστρὸς | ||
: Ἑρμίου εὐνούχου ἠδ ' Εὐβούλου ἅμα δούλου σῆμα κενὸν κενόφρων τεῦξεν Ἀριστοτέλης , ὃς διὰ τὴν ἀκρατῆ γαστρὸς φύσιν |
καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας ἰσχναίνεται , | ||
ἐν φρεσὶ βάλλεο μῦθον . Εὖτε γὰρ αἰγλῆεν σφέτερον δέμας εὐρύστερνος Οὐρανός , ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην |
τοῦ χωρίου πεπλάσθαι , ὡς καὶ αὐτὸ προεδηλώθη , τὴν Ψυχοστασίαν τῶι Αἰσχύλωι κῆρε νοήσαντι τὰς ψυχάς , ὡς καθόλου | ||
. . . . . , . : πρὸς Αἰσχύλον Ψυχοστασίαν γράψαντα καὶ τὸ κήρ ἀκούσαντα οὐκ ἐπὶ τῆς Μοίρας |
' Αἴγυπτον ἀνθρώπων . τὸ μὲν οὖν πνεῦμα Δία προσαγορεῦσαι μεθερμηνευομένης τῆς λέξεως , ὃν αἴτιον ὄντα τοῦ ψυχικοῦ τοῖς | ||
' Αἴγυπτον ἀνθρώπων . τὸ μὲν οὖν πνεῦμα Δία προσαγορεῦσαι μεθερμηνευομένης τῆς λέξεως , ὃν αἴτιον ὄντα τοῦ ψυχικοῦ τοῖς |
ῥίζαν , ὅμως ἔτι καρποφορήσω , ὅσον ἐπιλεῖψαί σοι , τράγε , θυομένῳ . “ ” ἀσκωλιάζειν “ μὲν καθ | ||
πρότερον τὸ πῦρ καὶ προσελθόντι φιλῆσαι : μὴ ἅψηι , τράγε : ἁψάμενος γάρ σου ἐμπρήσεις τὰ γένεια . . |
τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . / αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην φορέων τετράζυγα μορφήν / ὀφθαλμοὺς [ κάμμυσε ] κεδαζομένης ? | ||
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ὀνείρατα καλὰ προφαίνει . πάντα γὰρ ἀλθήσαιο πόνον φορέων περὶ σῶμα , ὀφθαλμῶν δέ τε πᾶσαν ἐρητύσειας ἀνίην |
τυραννικὴν ὕβριν εἰς ἓν σῶμα ἐλεύθερον γενομένην , ὑμεῖς δὲ πολυκέφαλον τυραννίδα πάσῃ παρανομίᾳ τε καὶ ἀσελγείᾳ χρωμένην καὶ ἔτι | ||
κόσμῳ ζῆν ἀπῆν τῆς νήσουοἱ δὲ ἔφασαν τὸν Τυφῶ , πολυκέφαλον δὲ εἶναι , νεώτερα ἀπειλεῖν τῇ Σικελίᾳ , ὁ |
ἰάλλω Ἰητὴρ ἑτάρῳ δῶρον ἀοιδοπόλῳ , Ὀφθαλμῶν μὲν ἄκος , Δημήτερα τῶν ὑποχεῖσθαι Ἀρχομένων , ὑπ ' ἐμῆς δ ' | ||
α δισυλλάβων , ἀβλῆτος ἀβλῆτα , λιμένος λιμένα , Δημήτερος Δημήτερα , Διομήδεος Διομήδεα , καλοῦ καλόν , μάντιος μάντιν |
Σιμύλος ὁ ναύκληρος ὁ Μεγαρικός , ἐπομοσάμενος ἦ μὴν αὐτὸς ἑωρακέναι τὸ ἔργον . πλεῖν μὲν γὰρ ἔφη ἐξ Ἰταλίας | ||
ἐν τῷ Τιμοθέου ναυτίλῳ χειμῶνος ἔφασκεν ἐν κακκάβᾳ ζεούσᾳ μείζονα ἑωρακέναι χειμῶνα . περὶ τούτου φησὶν Ἀριστόδημος : Δωρίωνος τοῦ |
Ἀλύβων , ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη . ἤτοι τῆς γραφῆς μετατεθείσης ἀπὸ τοῦ ” τηλόθεν ἐκ Χαλύβης „ , ἢ | ||
διὰ μιᾶς πτώσεως τὸ τοιοῦτον ἐπαγγέλλεται , ἢ τῆς γενικῆς μετατεθείσης καὶ τὰ τῆς κτήσεως συμμετατίθεται . προσθείην δ ' |
ἡ πόλις . ὀρθῶς δ ' ἔχει τὰς τειχοποιίας ποιεῖσθαι προορῶντα τοὺς τόπους : ἄλλη γὰρ ἄλλῃ ἁρμόττει , οἷον | ||
αἰσθήσομαι : πολλὰ γάρ φασι καὶ ἵππον ἀνθρώπῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς προορῶντα δηλοῦν , πολλὰ δὲ τοῖς ὠσὶν προακούοντα σημαίνειν . |
ἐκτετρυχωμένον καὶ πρὸς τὴν θεραπείαν σκάζοντα καὶ ἀπηυδηκότα , τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν . ὅλως γὰρ ὅπερ ἦν νοστιμώτατον ἐν | ||
βουβῶνα καὶ μηροὺς καὶ πόδας ἐποίησε περὶ ταῦτα σίνος καὶ ποδάγραν : καὶ γὰρ αὐτὸς νεύρων κυριεύει . τοῦ δὲ |
ἀμαυρός . ἀβλῆτα . ἅπαξ εἴρηται ἡ λέξις : “ ἀβλῆτα , πτερόεντα , μελαινάων ἕρμ ' ὀδυνάων , ” | ||
ἡ γενικὴ , πλὴν τῶν εἰς Α δισυλλάβων : ἀβλῆτος ἀβλῆτα , λιμένος λιμένα , Διομήδεος Διομήδεα , καλοῦ καλόν |
καὶ δίδωσι Χείρων Πηλεῖ δόρυ μείλινον , Ποσειδῶν δὲ ἵππους Βαλίον καὶ Ξάνθον : ἀθάνατοι δὲ ἦσαν οὗτοι . ὡς | ||
: ὅτι θηλυκῶς . Ὅμηρος [ Π ] Ξάνθον καὶ Βαλίον καὶ [ Ψ ] Ποσειδάων δὲ πόρ ' αὐτούς |
ἐν Ὀλυμπίαι ] δεῦρο ἀνενεχθῆναι εἰς τὴν κρήνην , καὶ θολοῦσθαι ἀπὸ τῶν ἐν Ὀλυμπίαι βουθυσιῶν : ὅ τε Πίνδαρος | ||
ἐνόμισαν ἐν Ὀλυμπίᾳ δεῦρο ἀνενεχθῆναι εἰς τὴν κρήνην , καὶ θολοῦσθαι ἀπὸ τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ βουθυσιῶν . ὅ τε Πίνδαρος |
καὶ κύων αὐτοῦ στέλεχος ἔτεκε , καὶ ὃς ἐκέλευσεν αὐτὸ κατορυχθῆναι , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔφυ ἄμπελος πολυστάφυλος : διὸ | ||
Θηρογόνον ] ὀνομαζόμενον λόφον : ἅμα γὰρ τῷ τὴν πρεσβῦτιν κατορυχθῆναι ἑρπετῶν πλῆθος ἐκ τῆς ἀκρωρείας ἐξέρχεται καὶ τὰ περιιστάμενα |
. πενταετηρίδ ' ἁμᾶ : ἰδίως τὰ κεφάλαια ἐκθεὶς ὁ Πίνδαρος τὸ κατὰ μέρος ἐπέξεισιν , ὥστε εἶναι τὸ ἑξῆς | ||
τελέως ἐν πᾶσιν εὐτυχεῖν καὶ ἀπαθῆ εἶναι . ὁ μέντοι Πίνδαρος οὕτως ἐδέξατο , δύο πίθους εἶναι φαύλων καὶ ἕνα |
: διὸ μή σε λανθανέτω ἡ Κυρήνη ἀνυμνουμένη . ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας : κῆπον Ἀφροδίτης τὴν Κυρήνην ὠνόμασεν ὡς καλλίκαρπον | ||
λέγει , δι ' ἧς ἔστι χαρίσασθαι . ἄλλως : κᾶπον : τὸν ποιητικόν . ὅτι δὲ πάροικοι ταῖς Μούσαις |
Μάθε . ἄκουσον ] Αἴσθησιν ἀντ ' αἰσθήσεως . : ὀξυστόμους κτλ . . . ] Πρῶτος Ἡσίοδος ἐτερατεύσατο τοὺς | ||
τριοτο τοτοβριξ : οἵ θ ' ἑλείας παρ ' αὐλῶνας ὀξυστόμους ἐμπίδας κάπτεθ ' , ὅσα τ ' εὐδρόσους γῆς |
' οὕτως ὁ κωμικός : πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ' ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ | ||
διαναπαῦσαί τε τὴν ἀκοὴν καὶ ἐφηδῦναι τὸν λόγον . τῷ Νηρεῖ τῷ θαλαττίῳ , ὅνπερ οὖν ἀληθῆ τε καὶ ἀψευδῆ |
, πάλιν , ὡς ὁρᾶτε , δικάζεται , πάσας αἰτίας συμπλάσας καὶ ἐγκλήματ ' ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου τοῦ πρὸ | ||
Λιβύῃ γράφειν , ἴσως ἄν τῳ καὶ μῦθον ἐδόκουν τινὰ συμπλάσας κομπάζειν , εἶτα ἐπὶ φήμῃ τοῦ θηρίου τῆς φύσεως |
ὀΐσασθαι , ἐπεὶ στερεὴ λίθος ἦεν . ἐκ δ ' ὄλεσεν βοτάνης ὑγρὸν δέμας : ἀλλὰ καὶ ἔμπης ὀλλυμένης πάμπαν | ||
Ἄθω σώματα γῆι πέλασαν δώδεκα , τοὺς δ ' ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας . |
εὐεξαπάτητον γὰρ ἄνθρωπος δυστυχῶν . καταρρηξάμενος οὖν τὴν ἐσθῆτα καὶ σπαράξας τὰς τρίχας , τὸ στέρνον ἅμα παίων ἔλεγεν “ | ||
ἦν ἀκατάσχετος . Λαβὼν δὴ τὴν κόμην ὁ Ἁβροκόμης καὶ σπαράξας τὴν ἐσθῆτα φεῦ μοι τῶν κακῶν εἶπε , τί |
καλύψαι ἢ κοσμῆσαι , ἐπείπερ ἦν ὅλος ἁμάρτημα χύσεων , ἐνέδυσεν αὐτὸν σάκκον χιτῶνα , καὶ λακινάριον αὐτὸν ὑποζώσας μέσον | ||
. τὸν δὲ γραμματικὸν λεπτὸν ἀπὸ τῶν σφυρῶν τυγχάνοντα βαθὺν ἐνέδυσεν χιτῶνα καὶ βαθὺν ὑπόδημα ὑπέδησεν , ἵνα τὸ βαθὺ |
, : Μυρωνιανὸς δ ' ἐν Ὁμοίοις φησὶν , ὅτι Κούρητα αὐτὸν ἐκάλουν Κρῆτες . , , : Μυρωνιανὸς δ | ||
. Μυρωνιανὸς δὲ ἐν Ὁμοίοις [ . ] φησὶν ὅτι Κούρητα αὐτὸν ἐκάλουν Κρῆτες : καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ φυλάττουσι |
νὴ τοὺϲ θεούϲ , ἐπὰν ] θεωρῶν [ ] τυγχάνω κωμωιδίαν ὅπου ] ? ? ? [ μάγειρόϲ ] ἐϲτιν | ||
πρὸϲ αὐτοῦ νέον ἀρχομένου ] [ ] γράφειν [ ] κωμωιδίαν καὶ ταῦτα ] αὐτῶν οντοειν ! [ ! ! |
προθήσομεν δέλεαρ , ὃ μήτε πημανεῖ γευσαμένους μήτε ὕπουλον καὶ δολερὰν ἕξει τὴν ἡδονήν , ἀλλὰ προσέξεται ἀβλαβῶς καὶ γοητεύσει | ||
τοῦ κακοῦ καὶ τῶν φαρμάκων οὐ δυνηθέντων , κακοήθη καὶ δολερὰν τὴν θεραπείαν γεγονέναι . Καὶ τὰ μὲν τῆς γυναικός |
. Ὅτι χρήσιμος ὁ τῶν αὐλῶν ἦχος ἐν τοῖς πολέμοις ἀδιάσπαστον καὶ καλῶς συντεταγμένην τὴν φάλαγγα δυνάμενος συντηρεῖν . τούτου | ||
δ ' αὐτὸ ἀποκρίνῃ ἡ ἄνω , ἐπιπολάσαν τε καὶ ἀδιάσπαστον ὃ γίνεται ὑπὸ τῶν πνευμάτων . οὐκοῦν οὐ χρὴ |
ὠνομάσθαι ἀγνοεῖσθαι εὐήθη φήσομεν τὸν λόγον : ὅπου γε οὐδὲ Μέλητα τὸν παρὰ τὴν Σμύρναν ῥέοντα ὠνόμακε ποταμόν , τὴν | ||
καὶ Κλεάνθης τὸν πατέρα αὐτοῦ Μαίονα λέγουσιν , Εὐγαίων δὲ Μέλητα , Καλλικλῆς δὲ Δμασαγόραν , Δημόκριτος δὲ Τροιζήνιος Δαήμονα |
σεβασμίας καὶ τιμωμένας . προσκυνῶν δῆθεν ταῦτα λέγει . βούλομαι ἀνταποπαρδεῖν : ἀντηχεῖν . ἔπαιξε δὲ ὁμοιῶν τῇ πορδῇ τὸν | ||
καὶ σέβομαί γ ' , ὦ πολυτίμητοι , καὶ βούλομαι ἀνταποπαρδεῖν πρὸς τὰς βροντάς : οὕτως αὐτὰς τετραμαίνω καὶ πεφόβημαι |
ἠὲ τόγ ' ἄτης πῆμα δυσιμέρου ἦ μιν ἐνίσπω φύζαν ἀεικελίην ᾗ κάλλιπεν ἔθνεα Κόλχων . Ἤτοι ὁ μὲν δήμοιο | ||
, εἰ καί τίς σε καταχθονίων ἀνθρώπων / ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν „ . οὐκ εἶπεν ὀφθαλμῶν . ἔτι δὲ |
χυλῷ τῆς πτισάνης δίδου καὶ ἰχθύν τινα τῶν εὐπέπτων ἁπλῶς ἠρτυμένον . δίδου δ ' ὁμοίως εἰς ἑσπέραν τοῦ διὰ | ||
χρηστὸν ἐπὶ τούτου . χρηστὸν γὰρ ἔδεσμα καλοῦμεν τὸ εὖ ἠρτυμένον . καὶ Ὅμηρος “ οὐ χρηστὸν μελίτωμα , τὸ |
τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων . ἀφικόμενος οὖν παρηγόρησον αὐτὸν ὡς εἴωθας , ὅπως | ||
μὲν οὖν ἀστραγάλοις οὗτοι , γεγράφαται δὲ ὁ μὲν ὑβριστικῶς ἐπιτωθάζων ὁ Ἔρως καὶ πλήρη τῆς νίκης τὸν κόλπον ἀνασείων |
ἀρχαῖον πατέρ ' ἔμμεναι , εἰ μὴ ἄρα τὸν μὲν Ἀστραῖον ποιητὴν τῶν ἀστέρων ὑποβάλλει , τὸν δὲ Δία κοσμητὴν | ||
Δία ἔοικεν ἀναφέρειν , τὴν δὲ γέννησιν καὶ ἔννοιαν εἰς Ἀστραῖον : περὶ μὲν γὰρ τοῦ Διὸς λέγων ἐπιφέρει αὐτὸς |
οἶνον ὀνομασθῆναι Σανάπην [ ἐπειδὴ μεταφραζόμενον τοῦτο σημαίνει τὴν πολλὰ πίνουσαν ] , ἐπειδὴ αἱ μέθυσοι σανάπαι λέγονται παρὰ Θρᾳξίν | ||
, ὀνομασθῆναι Σανάπην , ἐπειδὴ μεταφραζόμενον τοῦτο σημαίνει τὴν πολλὰ πίνουσαν . . . . , : Διοφάνης ἐν τῇ |
“ ἐνηλύσια : εὐκίνητα . καὶ ἤλυσιν τὴν ἔλευσιν . Αἰσχύλος ἐν Ἀργείοις : Καπανέως μοι καταλείπεται ˈ † λοιποῖς | ||
. . . , . : ὑδρηλοὺς πίθους καὶ οἰνηροὺς Αἰσχύλος Καβείροις . . Συμποσ . προβλήμ . , : |
. . : Πολύϊδος : οὕτως καὶ Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου : καὶ ἔστι , φησί , πολυΐδμων , μάντις | ||
μακρὸν χρόνον αὑτοῦ . κρεῖττον οὖν λέγει Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχιβίου , ὅτι παρὰ τὸ λεῖον γέγονεν ἄλειον , καὶ |
, ὡς ἂν εἴ τις τὰ τῶν ἀρχαίων ζωγράφων ἔργα θεασάμενος ἱκανὸς οἴοιτο ζωγράφος εἶναι καὶ προστάτης τῆς τέχνης . | ||
παραφανεῖσι τῶν ὀρνέων . Οὑτοσὶ δὲ τὴν ἀσπίδα ἢν μόνον θεασάμενος ὁ ἰχνεύμων τύχῃ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἐν χωρίῳ κατηρεφεῖ |
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ | ||
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ |
. βοός , νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ | ||
πλευρῇσι βοὸς νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλησι καὶ ἐθελοπόρνοισιν ὁμιλέων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ |
τυράννου θράσος καὶ τὰ μὲν εἰποῦσαν , τὰ δὲ καὶ πράξασαν , ἐν οἷς ἀμφοτέροις ταῖς εἰς ἐκεῖνον ὕβρεσιν ἐχαρίζετο | ||
ἀναθεῖναι κατὰ τὴν εἰς τὸ ἱερὸν εἴσοδον , καὶ τοῦτο πράξασαν ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν . τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους |
. σατυρικὸν δὲ Πραττίναν οἶδα μόνον : ἄλλους δ ' ἐφευρών , εἰ θέλεις , τέκνον , γράφε . εἰ | ||
. σατυρικὸν δὲ Πραττίναν οἶδα μόνον : ἄλλους δ ' ἐφευρών , εἰ θέλεις , τέκνον , γράφε . εἰ |
Περικλέα ἤδη γηράσκοντε . καὶ Ἀγάθων δὲ ὁ τῆς τραγωιδίας ποιητής , ὃν ἡ κω - μωιδία σοφόν τε καὶ | ||
ἐστιν εἰς τοὐπίσω , καὶ ἐξ ὑποστροφῆς , ὡς ὁ ποιητής : παλίντονα τόξα τιταίνων . . . . Ἄλλως |
πολῖται Αἰγῦται , ὡς Παυσανίας . Λυκόφρων δὲ τὸ ἐθνικὸν Αἴγυος , τὸ θηλυκὸν λέγων οὕτως ” καὶ πάντα τλήσεσθ | ||
Πίναμυς , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Πιναμύτης , ὡς Αἴγυος Αἰγύτης . ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα , |
ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὡ νόος ἐκπέταται . οὐκ ἀγοράσαντος δέ ποτε τοῦ παιδὸς ἰχθῦς , μαστιγῶν αὐτὸν ἐκέλευσε | ||
περὶ αὐτοῦ : Δωρίων ὁ ὀψοφάγος , τοῦ παιδὸς οὐκ ἀγοράσαντος ἰχθῦς , μαστιγῶν αὐτὸν ἐκέλευε τῶν ἀρίστων ἰχθύων ὀνόματα |
γὰρ ὅτι ὁ Ζεὺς ἐκέλευσεν Ἥφαιστον περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν . Ζεὺς Κρονίδης ποίησε : ἔστω δὲ ἡ | ||
τε : Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν , ἐν δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ |
Κίρκης , ὡς προείρηται , Σοφοκλῆς δὲ Νέαιραν μίαν τῶν Νηρηίδων , Ἡσίοδος δὲ Ἰδυῖαν : Αἰήτης δ ' υἱὸς | ||
, καὶ Ἥρης καὶ Ἰστίης καὶ Θέμιος καὶ Χαρίτων καὶ Νηρηίδων , τῶν ἄλλων θεῶν Αἰγυπτίοισι αἰεί κοτε τὰ οὐνόματά |
καὶ τῷ Νέστορι γηραιῷ ὄντι κρέας ὀπτὸν βοὸς δίδωσι καὶ Ἀλκίνῳ δὲ τρυφερὸν ᾑρημένῳ βίον , σπουδάζων ἡμᾶς ἀποστῆσαι τῶν | ||
. διὸ καὶ Ὀδυσσεὺς τρυφὴν καὶ λαγνείαν τέλος βίου παρὰ Ἀλκίνῳ τίθεται . διαβόητοι δὲ ἐπὶ τρυφῇ πρῶτοι ἀνθρώπων Πέρσαι |
στρατηγέτου δίχα : μέσον γὰρ αὐτὸς ἱπποτῶν ἐζωσμένος τανύστομον μάχαιραν ἠκονημένην , πῇ μὲν πατάσσων εἵπετο ξενοτρόπως , πῇ δ | ||
τοῦ ξίφους . τὸ τεταμένην ἔχον τὴν ἀκὴν , τουτέστι ἠκονημένην . ἡ δὲ ἀκὴ παρὰ τὸ εἵκω , ὡς |
κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης . τὰ μὲν δὴ τῶν Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ | ||
. . Ἄνδρων καὶ Μενεκράτης ὁ Ὀλύνθιος ἀπὸ Φοινίκης τῆς Ἀκταίονος θυγατρός . . , : Ἰνοῦς ἄχη : Ἰνὼ |
ὁμοίου τὸ ὅμοιον καταλαμβάνεσθαι πέφυκεν : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ ' | ||
ψυχὴν ἀπεφήνατο , οὕτω λέγων : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ ' |
καὶ τὰς σπονδὰς μετ ' αἰδοῦς τὴν συνουσίαν ποιῆται . Ὅμηρος οὖν φησιν : ἦλθεν δ ' Ἀθήνη ἱρῶν ἀντήσουσα | ||
ἢ τῷ παραυλίζεσθαι καὶ παρακοιμᾶσθαι τοὺς δορυφόρους τοῖς βασιλείοις . Ὅμηρος δὲ τὴν αὐλὴν ἀεὶ τάττει ἐπὶ τῶν ὑπαίθρων τόπων |
τιθέμενον : μυθεύονται γὰρ καὶ αὗται τὸν Ὠρίωνα φεύγειν , διωκομένης τῆς μητρὸς αὐτῶν Πληιόνης ὑπὸ τοῦ Ὠρίωνος . ἡ | ||
, σπουδαιότερον ἐλαύνειν , κωπηλατεῖν . ἐλάτῃσι : κώπαις . διωκομένης : ἐλαυνομένης , τρεχούσης . ἀκάτοιο : νηός . |
ὀσμὴν ἔχειν τόδε τί φαμεν , αὐστηρὰν δ ' ἢ στρυφνὴν ἢ ἁλυκὴν ἢ πικρὰν οὐκέτι λέγομεν , ἀλλ ' | ||
χρὴ τὸν ἀέρα τοῦ οἴκου τρέπειν εἰς ψύχουσάν τε καὶ στρυφνὴν ποιότητα μυρσίνης τε καὶ ἀμπέλων ἕλιξι καὶ ῥόδοις καταστρωννύειν |
ἥδεται . πρὸς ταῦτα ὁ Ὑστάσπας εἶπε : Νὴ τὴν Ἥραν , ὦ Κῦρε , ἥδομαί γε ταῦτά σε ἐρωτήσας | ||
μέλλοντα κύριον ἔσεσθαι τοῦ ὕστερον . κατανεύσαντος οὖν τοῦ Διὸς Ἥραν ἐν τάχει ποιῆσαι τὴν Εὐρυσθέως γονήν . λέγει οὖν |
πρὶν ἄν τις τόγε : τοῦτο λέγει ὅτι δεῖ τὸν συγγράφοντα ἐπιστήμην ἔχειν τῶν πραγμάτων , καὶ ὅσα ἄλλα ἤδη | ||
' ὅπως εἴπωσιν . ὅλως δὲ , νομιστέον τὸν ἱστορίαν συγγράφοντα Φειδίᾳ χρῆναι ἢ Πραξιτέλει ἐοικέναι ἢ Ἀλκαμένει ἤ τῳ |
τοξεύσας αὐτὸν περὶ ποταμὸν Ἀνθεμοῦντα . ἦν δὲ ὁ Γηρυόνης Χρυσάορος παῖς καὶ θυγατρὸς Ὠκεανοῦ Καλλιρόης . δύο δὲ δένδρα | ||
ἔστι καὶ ἄλλη Καρίας , ἣν Ἰδριάδα ἀπὸ Ἰδριέως τοῦ Χρυσάορος . τὸ ἐθνικὸν Εὐρώπιος ὡς Ὠρώπιος . Εὔταια , |
] γὰρ ἢ δίβαμος [ ἔρχεται ; δίπους ] [ μελαίνηι ] δασκ [ ἦ καί ] ? τι πρὸς | ||
τ ' εἰθεῖάπαντα : πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνηι κειμένους ἐπὶ χθονί , πολλάκις δ ' ἀνατρέπουσι καὶ |
σωτηρίας χάριν ἀποδιδόναι βουλόμενον τῶι ζώιωι πόλιν κτίσαι πλησίον , ὀνομάσαντα Κροκοδείλων : καταδεῖξαι δὲ καὶ τοῖς ἐγχωρίοις ὡς θεοὺς | ||
τὰς κύλικας πλήρεις ἅπασι προπίῃ . ποτήρια δὲ πρῶτον οἶδα ὀνομάσαντα τὸν Ἀμόργιον ποιητὴν Σιμωνίδην ἐν Ἰάμβοις οὕτως : ἀπὸ |
Διόνυσον . ἐφόνευσε δὲ αὐτὸν μανεὶς εἰς θήραν δόρατι νομίσας ἔλαφον εἶναι , ὅθεν καὶ τῆς βασιλείας ἐξέπεσε καὶ τῆς | ||
Ἴλιον ἦν Ἀγαπήνωρ . οὗτος μὲν δὴ ἐπιδείκνυσιν ὁ λόγος ἔλαφον εἶναι πολλῷ καὶ ἐλέφαντος μακροβιώτερον θηρίον : μετὰ δὲ |
ὄνος , συνουσίας ἀλλ ' οὐδὲ τῆς ὄνοις συνήθους ἔτυχον ἁψάμενος οὐδὲ γυναικὶ ἐχρησάμην ὄνῳ : καὶ μὴν καὶ τοῦτό | ||
εἴη δι ' ὃ προσκαλοῖτο καὶ ὃς τῶν ἀμφίων αὐτοῦ ἁψάμενος μεθίστησι τοῦτον ἐκεῖθεν ἠρέμα , ἀντεισάγει δὲ τὸν ἕτερον |
ἐξ οὗ τὰ κάστανα . τῶν δὲ καστάνων τὸ μὲν Σαρδιανόν , τὸ δὲ λόπιμον , τὸ δὲ μαλακόν , | ||
ἐξ οὗ τὰ κάστανα . τῶν δὲ καστάνων τὸ μὲν Σαρδιανόν , τὸ δὲ λόπιμον , τὸ δὲ μαλακόν , |
τῶν ἐπιχωρίων γενομένην ὑπό τινος δαίμονος τῶν συγχορευτῶν ταῖς Μούσαις ἐγκύμονα , αἰδεσθεῖσαν τὸ συμβὰν διὰ τὸν ὄγκον τῆς γαστρός | ||
τὸν δὲ ταῦρον ὁρμήσαντα ὡς ἐπὶ ζῷον συγγενὲς ἐπιβαίνειν : ἐγκύμονα δὲ γενομένην χρόνοις ὕστερον ἀποτεκεῖν μιξόθηρα τὸν ἐπικαλούμενον Μινώταυρον |
καὶ τοῦτ ' εἴρηκεν αὐτός , δέν μὲν τὰς ἀτόμους ὀνομάζων , μηδέν δὲ τὸ κενόν . αἱ μὲν οὖν | ||
βούλομαι : ὃ γὰρ νομίζω τερπνὸν , τοῦτο καὶ μόνον ὀνομάζων ἀδαπάνως εὐφραίνομαι : ἄλλως : ἐξ ὧν οὐδὲν βλαπτόμεθα |
δὲ θυμιῇν φώκης ἔλαιον , ἐπ ' ὄστρακον ἐπιτιθέντα ἄνθρακας περικαλύψαι , καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπερίσχειν , ὡς μάλιστα ἡ | ||
εἶπε παραμένειν , καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ , ἐπειδὰν ἀποθάνῃ , περικαλύψαι αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ . ἡ |
' εἰς ἔσχατον ἐλθών ζωός , καὶ σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος , δηναιὸν κλέος ἔσχεν , ἐσιγάθη δ ' ἂν | ||
οἱ γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ |
, ὑπερφρονῶ τοῦτο ἐξετάζειν . Λέγουσι Κώων παῖδες ἐν Κῷ τεκεῖν ἔν τινι ποίμνῃ Νικίου τοῦ τυράννου οἶν : τεκεῖν | ||
τῇ Φυσκόᾳ Διόνυσον συγγενέσθαι λέγουσι , Φυσκόαν δὲ ἐκ Διονύσου τεκεῖν παῖδα Ναρκαῖον : τοῦτον , ὡς ηὐξήθη , πολεμεῖν |
' ἀθήρ βάλλει με καὶ τοῦδ ' αἰθαλοῖ πυκνὸν πτερόν Ἑρμῆι , σὺ γὰρ δὴ [ – ˘ – × | ||
ἔφην , Ἄρατος ἐν τῶι Κανόνι καὶ Ἐρατοσθένης ἐν τῶι Ἑρμῆι καὶ Ὑψικλῆς καὶ Θράσυλλος καὶ Ἄδραστος Ἀφροδισιεύς . ἤρξαντο |
αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως , τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ , καὶ | ||
δή που ἀμφοτέρους ἐρευνηθῆναι αὐτοὺς ὁπότερος ὑπὸ κόλπου ἔχει τὴν φιάλην . Καὶ μάλα . Ἔχει δὲ πάντως ὁ ἕτερος |
παράδοξον ἐπισημαινομένων , τὴν μὲν Ἡραΐδα φασὶν ἀποκαλυφθείσης τῆς αἰσχύνης μεταμφιάσασθαι τὸν γυναικεῖον κόσμον εἰς νεανίσκου διάθεσιν , τοὺς δὲ | ||
εἴτου βούλεται τυγχάνειν : τὸν δὲ συναπᾶραι μέχρι τέλους καὶ μεταμφιάσασθαι καὶ μεταθέσθαι τὴν δίαιταν συνόντα τῷ βασιλεῖ : ἐπιτιμώμενον |
καὶ εὖ ἤσκητο , οὐκ ἐπειδὴ χιτῶνα ἠμφίεστο λεπτὸν καὶ εὐήτριον , ἀλλ ' ὅτι μὴ τὴν ψυχὴν ἀκόσμητον εἶχε | ||
δὲ ἀπὸ τοῦ ἐν Κύμῃ χωρίου , τῆς Βλακείας . εὐήτριον . ἱμάτιον εὐϋφές . ἤτριον δὲ ἔνδυμα ὑμενῶδες . |
. Ἀλέξανδρος δ ' ὁ Μύνδιος οὐ πίνειν φησὶ τὴν φάτταν ἀνακύπτουσαν ὡς τὴν τρυγόνα καὶ τοῦ χειμῶνος μὴ φθέγγεσθαι | ||
ἐξετάζοντα καὶ συνετῶς , ὡς καὶ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων . φάτταν γάρ τις ἰδὼν οἰήσαιτο ἂν περιστερὰν οὐχὶ δὲ καὶ |
τοῖς συμπόταις ἐδίδοτο , ἀλλ ' ἐναλλάξ , διὰ τὴν σκολιὰν ⌈ οὖν τῆς λύρας περιφορὰν σκόλια ἐλέγετο . τινὲς | ||
ὁ ἔχις ποιεῖται τὴν ὁδόν , ὁ δὲ οὐ μόνον σκολιὰν καὶ ταῖς ἀποκλίσεσι κεχρημένος πλείοσιν βραδίον ἔρχεται ἐφ ' |
φέρεται οὗτος ὁ ἴαμβος : οὐδὲ μηνυτὴν χρόνον : οὐδὲ περιμενεῖς ὀλίγον χρόνον , ἵνα μάθῃς τὸ ἀσφαλές , ἀλλ | ||
εἶχον ” ἀφίημί σε ” εἶπε „ τῶν ἐγκλημάτων , περιμενεῖς δέ , ἔστ ' ἂν ἰδίᾳ ξυγγενώμεθα . „ |
τῶν ἐμπείρων συνεβούλευσεν αὐτῷ , ὡς λέγεται , Τυφῶνος κεφαλὴν ῥῖψαι ἔσω ἐν τῷ ναῷ : καὶ οὕτως ἔπαυ - | ||
τε φίλων τῶν ὑπὸ γαίας . τί μ ' ἐκώλυσας ῥῖψαι τύμβου τάφρον ἐς κοίλην καὶ μετ ' ἐκείνης τῆς |
χεῖρα ἐκβαλεῖν , σφυρὸν στρέψαι , πολλὴν ἁφὴν καταπιεῖν , μαστιγωθῆναι : καὶ μετὰ τούτων πάντων ἔσθ ' ὅτε νικηθῆναι | ||
χρὴ τύπτεσθαί με διὰ τὸν νόμοντοὺς βόας ἐκέλευσεν ὁ κεντουρίων μαστιγωθῆναι . Σιδόνιος ἰατρὸς λεγάτον ὑπὸ ἀρρώστου αὐτοῦ χιλίας δραχμὰς |
. Ποῦ γὰρ ἶσον ἰχθύν τε ἀνελκύσαι τοῦ βυθοῦ καὶ ὄρνιν ἐξ ἀέρος ἐπισπάσασθαι , καὶ θηρσὶν ἀγρίοις μάχην ἐν | ||
' ἄλλο σῶμα εἰς γῆν κύψασαι ποιοῦσι προσιέναι ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον , καὶ εἶτα ἐπιθέμεναι κτείνουσι . τοὺς δὲ |
τοῦ ἀγωγέως καταβεβλημένου προδιαβῆναι αὐτὸν τὴν τάφρον , ἔπειτα δὲ ἐντείνειν δεῖ τῷ ἀγωγεῖ ὡς διάλληται . ἢν δὲ μὴ | ||
ἢ περαίνεσθαι . ] τιτάν δὲ ἀπὸ τοῦ τιταίνειν ἤγουν ἐντείνειν . [ λάγνος δὲ παρὰ τὸ λα - ἐπιτατικὸν |
ἐνταῦθα δὲ ἡ τὸν Ἔρωτα τεκοῦσα θεὸς χάριν τοῦ μεγέθους κατέχεε , κἂν ἀφεὶς ταύτην ἔλθῃς ἑτέρωσε , τῆσδε μεμνήσῃ | ||
ὡς ἐν τῷ Κατὰ Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν ἣ τὰ καταχύσματα φησὶ κατέχεε καὶ πάλιν ἑτέρωθι τὴν ῥοδωνιὰν ἐκτίλλειν καὶ ἐν τῇ |
πότερον ὄρνις : ὁ μῦθος δὲ λέγει τὸν Ἄργον εἰς ταῶνα μεταβεβλῆσθαι . διὰ τοῦτό φησι , πότερον ὄρνις εἶ | ||
τῷ ταῶνι : τὸν Ξενοφῶντα , τὸν Ποσειδῶνα , τὸν ταῶνα : ὦ Ξενοφῶν , ὦ Πόσειδον , ὦ ταῶν |
οὐδὲν ἂν εἰπεῖν ἔχοι , ἐξαπατᾶν δ ' ὑμᾶς πειράσεται πλάττων καὶ παράγων πρὸς ἕκαστα τούτων κακούργους λόγους . ἔστι | ||
σιδηρᾷ , ὑποδύει παρὰ ταῦτα καὶ διασπᾷς , καὶ προφάσεις πλάττων καὶ ψευδεῖς αἰτίας συντιθεὶς τὰ κοινὰ δίκαι ' ἀνατρέψειν |
πόσιν σπεύσω πάλιν μολόντα δέξασθαιτί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν , ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι ; | ||
πρόσθεν ? ? ἐπεῖδ ' Ἀίδαν : θὴρ ἅπερ ἄντα δρακεῖν , συὸς ἤ ῥ ' ἀπὸ τᾶς Καλυδῶνος λείψανον |
καὶ περὶ ἁμάξης ὡς εὔκολον αὐτήν , ὅταν θέλῃ , πήξασθαι , ἀγνοῶν ὅτι τὰ ξύλα αὐτῆς πολλά ἐστιν ἃ | ||
τῶν Στηλῶν , ἃς ὅρια τῆς γῆς τὸν Ἡρακλέα φασὶ πήξασθαι , τὰ μὲν μυθώδη ἐῶ , τὰ δ ' |
χρὴ φυτεύειν ἄμπελον . Ἀναγκαιότατον ἡγοῦμαι πρό γε πάντων τὸν ἀμπελουργὸν προγινώσκειν , ποταπὸς ἔσται ὁ ἐκ τῆς μελλούσης φυτεύεσθαι | ||
τὸν γὰρ δίκαιον οὐ γεωργὸν μόνον , ἀλλὰ καὶ ἰδίως ἀμπελουργὸν εἰσάγει φάσκων : ” ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος εἶναι γεωργὸς |
, ἀγροίκῳ βούνῳ . . ἵν ' ] ὅπου . φωνὴν ] ἀκούσῃ δηλονότι . του ] τινός . βροτῶν | ||
κύκλων αὐτοῦ ἄνωθεν ἐφ ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα συμπεριφερομένην , φωνὴν μίαν ἱεῖσαν , ἕνα τόνον : ἐκ πασῶν ὀκτὼ |
, ὧν δεῖται τὰς ἐργασίας ποιεῖσθαι , καὶ ἡμέρας σελήνης ἐπιδεικνύει , τίνες τε αὐτῶν ἀποφράδες , καὶ τίνες ἀνύσιμοι | ||
. ἐπεὶ καὶ τὰ πρόβατα οὐ χόρτον φέροντα τοῖς ποιμέσιν ἐπιδεικνύει πόσον , ἔφαγεν , ἀλλὰ τὴν νομὴν ἔσω πέψαντα |
Ἀρχι - τέλους ἀθυμοῦντος ἐπὶ τούτῳ καὶ βαρέως φέροντος , εἰσέπεμψεν ὁ Θεμιστοκλῆς πρὸς αὐτὸν ἐν κίστῃ δεῖπνον ἄρτων καὶ | ||
προσήκειν ἤπερ Ὀλυμπιάδι τὴν βασιλείαν ἔκρινε μείζονος ἀξιῶσαι τιμωρίας . εἰσέπεμψεν οὖν αὐτῇ ξίφος καὶ βρόχον καὶ κώνειον καὶ συνέταξε |