τοξεύσας αὐτὸν περὶ ποταμὸν Ἀνθεμοῦντα . ἦν δὲ ὁ Γηρυόνης Χρυσάορος παῖς καὶ θυγατρὸς Ὠκεανοῦ Καλλιρόης . δύο δὲ δένδρα
ἔστι καὶ ἄλλη Καρίας , ἣν Ἰδριάδα ἀπὸ Ἰδριέως τοῦ Χρυσάορος . τὸ ἐθνικὸν Εὐρώπιος ὡς Ὠρώπιος . Εὔταια ,
5948611 Κεον
ὦ ποδάνεμον τέκος , γεραίρει προδόμοις ἀοιδαῖς ὅτι στάδιον κρατήσας Κέον εὐκλέϊξας . Ὦ λιπαρὰ θύγατερ Χρόνου τε καὶ [
' [ τινὲς ] τῶν Εὐξαντίου παίδων [ ] τὴν Κέον [ κατώικησαν ] [ ἀντὶ ] οἴχομαι υἱὸς Τηλ
5838513 Νειλοιο
ἔργων καλῶν τέτˈμανθ ' ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δι ' Ὑπερβορέους : οὐδ ' ἔστιν
ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀρίθμιοι : ἦ γὰρ ἐς αὐγὰς ἑπταπόρου Νείλοιο νενασμένον ἔλλαχον ἄστυ : ἄλλοι δὲ πλεῖστοι τήνδε χθόνα
5675730 γιγαντομαχιαν
ἐξαίσιον ἐχουσῶν , ἐν μὲν τῷ πρὸς ἕω μέρει τὴν γιγαντομαχίαν ἐποιήσαντο γλυφαῖς καὶ τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει διαφερούσαις
ἐξαίσιον ἐχουσῶν , ἐν μὲν τῶι πρὸς ἕω μέρει τὴν γιγαντομαχίαν ἐποιήσαντο γλυφαῖς καὶ τῶι μεγέθει καὶ τῶι κάλλει διαφερούσαις
5497470 Ἀρκαδιαι
Δαμάστης καὶ Φύλαρχος ἱστορήκασιν . . : ἐν δ ' Ἀρκαδίαι καὶ λοιδορίαν τοῦ Πυθέου καὶ τοῦ Δημοσθένους γενέσθαι πρὸς
Ἥλιος διένειμε τὴν χώραν , καὶ ἔλαβεν Ἀλωεὺς τὴν ἐν Ἀρκαδίαι , τὴν δὲ Κόρινθον Αἰήτης . Αἰήτης δὲ μὴ
5386317 Ἀρμενιου
καὶ τῆς Λυδικῆς ὁ Ἅλυς ποταμός , ὃς ῥέει ἐξ Ἀρμενίου ὄρεος διὰ Κιλίκων , μετὰ δὲ Ματιηνοὺς μὲν ἐν
μύθου . Ἦρ μέν ἐστιν ὁ τοῦ μύθου πατήρ , Ἀρμενίου τοὔνομα υἱός , Πάμφυλος γένος . τοῖς δὲ μυθικοῖς
5374337 ὀλεσεν
ὀΐσασθαι , ἐπεὶ στερεὴ λίθος ἦεν . ἐκ δ ' ὄλεσεν βοτάνης ὑγρὸν δέμας : ἀλλὰ καὶ ἔμπης ὀλλυμένης πάμπαν
Ἄθω σώματα γῆι πέλασαν δώδεκα , τοὺς δ ' ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας .
5331201 φθαρεισαν
ἐστὶν ὁ αὐτῆς φθορεὺς , καὶ αὐτὴν τιμωρήσηται , ὡς φθαρεῖσαν ἱέρειαν οὖσαν , καὶ ἐκεῖνον δὲ ἀμύνηται , ὡς
! αὑτοῦ παῖδα [ ] [ Λειμώνην ] ? ? φθαρεῖσαν λάθρα εἰς τὸν θάλαμον [ ] ? ? [
5321715 ἐσταλμενος
, καὶ τῶν τοῦ Πάνθου παίδων κάλλιστος ὢν καὶ κάλλιστα ἐσταλμένος ἀπέθανε μὲν οὕτω νέος , ὡς καὶ Ὁμήρῳ παρασχεῖν
ἂν δοκῇ τοῖς θεοῖς πάσχειν . Ἐκ τούτου Ξενοφῶν ἀνίσταται ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον ὡς ἐδύνατο κάλλιστα , νομίζων , εἴτε
5311782 κατηρε
σῖτον ἀπὸ Βοσπόρου τῷ Ῥωμαίων κομιζούσας στρατοπέδῳ , πλησίον Σινώπης κατῆρε : καὶ οἱ περὶ Κλεοχάρην καὶ Σέλευκον ἀνταναχθέντες Σινωπικαῖς
νῆσον : νύκτωρ δ ' ἀνήχθη , καὶ τῇ ὑστεραίᾳ κατῆρε περὶ τετάρτην ὥραν τριακοσίους καὶ εἴκοσι σταδίους τοῦ διάπλου
5290265 Ὑπεριονιδας
τὴν δύσιν Στησίχορος μὲν οὕτως φησίν : ἆμος δ ' Ὑπεριονίδας δέπας ἐσκατέβαινε χρύσεον , ὄφρα δι ' Ὠκεανοῖο περάσας
ἔφˈριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ . τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις , ὡς ἂν
5253120 Ταυρους
δὲ Ἀρτέμιδος Ἑκάτην εἶναι : τούτοις δὲ Ἡρόδοτος ὁμολογοῦντα ἔγραψε Ταύρους τοὺς πρὸς τῇ Σκυθικῇ θύειν παρθένῳ τοὺς ναυαγούς ,
ὑπὲρ εὐπλοίας , καὶ τῆς Ἀρτέμιδος αὐτὴν ἁρπασάσης καὶ ἐπὶ Ταύρους τῆς Σκυθίας τόπον ἀγαγούσης ἐπεδίωκεν ἐρῶν ὁ Ἀχιλλεὺς ,
5205024 Βοσποριον
, ὑποδέχεται τῷ καλουμένῳ κέρατι : κόλπος οὗτος ὑπὸ τὴν Βοσπόριον ἄκραν , βαθὺς μὲν πλέον ἢ καθ ' ὅρμονἑξήκοντα
. Βοσπ . : περὶ μὲν οὖν τῆς ἄκρας ἣν Βοσπόριον καλοῦμεν , διττὸς κατέχει λόγος : οἱ μὲν γάρ
5171642 ἐστασεν
ὀκτὼ παρθένοισι πˈρὶν μέσον ἆμαρ , ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον : ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορόν ἐν τέρμασιν αὐτίκ ' ἀγῶνος :
μὲν γὰρ ὅτι τούτου ἱερὸς ὁ τόπος : Ὀλυμπιάδα δὲ ἔστασεν Ἡρακλέης : ὅτι τὰς . . . μέμνηται ὡς
5157018 Δυσποντιον
δ ' ἔστι καὶ τὸ Κικύσιον τῶν ὀκτὼ καὶ τὸ Δυσπόντιον κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν ἐξ Ἤλιδος εἰς Ὀλυμπίαν ἐν
δὲ Μυκαλεύς φησιν ἐν παρωνύμοις . . . , : Δυσπόντιον . μέμνηται αὐτῆς καὶ Τρύφων ἐν παρωνύμοις γράφων οὕτως
5098541 Κυπριου
Ὑβλαῖον , καὶ τοῦ Κρητικοῦ τὸ Ἀκραμανμώριον , καὶ τοῦ Κυπρίου τὸ Χύτριον , καὶ τοῦ Κώου τὸ Καλύμνιον .
τε τοῦ Κενταύρου καὶ Βάκιδος Δρύμωνός τε καὶ Εὔκλου τοῦ Κυπρίου καὶ Ὥρου τοῦ Σαμίου καὶ Προναπίδου τοῦ Ἀθηναίου .
5058197 Κρητην
καλούμενον ὄρος ἐθεάσατο τὰς πέριξ νήσους , κατιδὼν δὲ καὶ Κρήτην , καὶ τῶν πατρῴων ὑπομνησθεὶς θεῶν , ἱδρύετο βωμὸν
] Πασιφάης [ ] [ ἦσαν πάντες ? ] τὴν Κρήτην ἐπεὶ πολλαὶ ἐκεῖ [ κυπάρισσοι ] γίγνονται [ !
5049248 στειλαντος
ἀρχῆς ὁ πλοῦς ἐπὶ Φᾶσιν ἔχει πιθανόν τι τοῦ Πελίου στείλαντος , καὶ ἡ ἐπάνοδος καὶ ἡ ἐν τῷ παράπλῳ
Σπαρτιατῶν τὸν νομοθέτην Λυκοῦργον πέντε γενεαῖς νεώτερον Ἀλθαιμένους εἶναι τοῦ στείλαντος τὴν εἰς Κρήτην ἀποικίαν : τὸν μὲν γὰρ ἱστορεῖσθαι
5026207 ἐγκλεισας
τρίτῳ Στράτωνος , τοῦτο : κύνα ἐφ ' ἡμέρας ιδʹ ἐγκλείσας ὀστᾶ μόνον παράβαλε αὐτῷ φαγεῖν . τῇ δὲ πεντεκαιδεκάτῃ
. ὅμως οὐχ ἡδέως μέν , πλὴν ἐπηγγείλατο . καὶ ἐγκλείσας με εἰς τὸν οἶκον καὶ καθῖσαι κελεύσας ἄντικρυς τοῦ
5000042 κηρε
' ἐλέγχον . ἀπέχει : βλέπω γὰρ αὐτήν : τάχα κηρὲ καὶ λαλήσεις . Γράφε μοι Βάθυλλον οὕτω τὸν ἑταῖρον
' ἐλέγχον . ἀπέχει : βλέπω γὰρ αὐτήν : τάχα κηρὲ καὶ λαλήσεις . Γράφε μοι Βάθυλλον οὕτω τὸν ἑταῖρον
4998625 σπηλαιον
πεδίου τὸ ὄρος ἐστὶν ἡ Ὀστρακίνα , ἐν δὲ αὐτῷ σπήλαιον , ἔνθα ᾤκησεν Ἀλκιμέδων , ἀνὴρ τῶν καλουμένων ἡρώων
τειχέων , ὡς τοῦ σηκοῦ πλησίον τοῦ τείχους ὄντος : σπήλαιον : μέλανα σκοτεινόν : ὁ Τειρεσίας : ἐκέλευσεν :
4976477 μονολιθον
: τὴν ὀροφήν τε πᾶσαν ἐπὶ πλάτος δυοῖν ὀργυιῶν ὑπάρχειν μονόλιθον , ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένην : ἑξῆς δὲ τοῦ
τὴν δύναμιν ἐνδεδυμένοι εἰσί . διὰ τοῦτο βλέπεις τὸν πύργον μονόλιθον γεγονότα μετὰ τῆς πέτρας : οὕτω καὶ οἱ πιστεύσαντες
4959202 ἀπωμοσατο
Ἥρας τῆς μὲν κόρης ἁψάμενος εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν , ἀπωμόσατο δὲ ταύτῃ μὴ συνελθεῖν : διό φησιν Ἡσίοδος οὐκ
! τῷ : περσίη , ἧς τ ' ἕνεκεν πένθος ἀπωμόσατο , ἰωνίζοντος πολλάκις τοῦ Καλλιμάχου ὑπολαβόντος αὐτοῦ καὶ τ
4954495 λωτευντα
Τρῶες δὲ προύτυψαν ἀολλέες ἀντὶ τοῦ προέτυψαν , καὶ πεδία λωτεῦντα , ἀντὶ τοῦ λωτεύοντα . καὶ τὸ ὑφαιρεῖν τὸ
αὐτὴν Ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους καλύπτειν καὶ πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα , καί τ ' ἐφ
4909210 ταωνα
πότερον ὄρνις : ὁ μῦθος δὲ λέγει τὸν Ἄργον εἰς ταῶνα μεταβεβλῆσθαι . διὰ τοῦτό φησι , πότερον ὄρνις εἶ
τῷ ταῶνι : τὸν Ξενοφῶντα , τὸν Ποσειδῶνα , τὸν ταῶνα : ὦ Ξενοφῶν , ὦ Πόσειδον , ὦ ταῶν
4889391 μετεμορφωθη
Λευκοθόῃ τῇ Ὀρχομένου μιγῆναι θελήσας εἰς τὴν μητέρα τῆς προειρημένης μετεμορφώθη . ταύτην ὁ πατὴρ ζῶσαν κατώρυξεν , Ἥλιος δὲ
πρὸς τοῦ μητροπάτορος [ ! ! ! ! ! ! μετεμορφώθη ] εἰς [ ] ἐλάφου ? δόκησιν διὰ βουλὴν
4884367 Μαραθωνιον
πάντας ἀγῶνας νικᾷ . τοῦτον Αἰγεὺς στέλλει μὲν ἐπὶ τὸν Μαραθώνιον ταῦρον , διαφθείρεται δὲ ὑπ ' αὐτοῦ , ἢ
ζητεῖν τοὺς κακῶς ἀπολωλότας , Ἱμεραῖον τὸν Φαληρέα καὶ τὸν Μαραθώνιον Ἀριστόνικον καὶ τὸν ἐκ Πειραιῶς Εὐκράτην , τῶν ῥαγδαίων
4868799 Μεμνονος
ἔστιν ἃ ἐγένετο νῦν καὶ ἀεὶ ἔσται . Ἀνεγνώσθη βιβλίον Μέμνονος ἱστορικὸν , ἀπὸ τοῦ θ ' λόγου ἕως ιϚʹ
Θησέως , διὰ τοῦτο ἀρχῆθεν οὐκ ἐπιγραφέντας : [ καὶ Μέμνονος ἐν Αἰγύπτῳ κολοσσὸν εἶναι λέγουσιν ] . ἀλλ '
4865123 κατεπληττεν
πλάσμα , ὡς ἂν τὸν Ἀλέξανδρον , ἐπειδὴ τῶν φαινομένων κατέπληττεν οὐδέν , ἀφανεῖς φόβους ἀναπλάττοντες καταπλήξωσι . Τότε γὰρ
μὲν ὄντα Τυφῶνα ἔβαλλε κεραυνοῖς , πλησίον δὲ γενόμενον ἀδαμαντίνῃ κατέπληττεν ἅρπῃ , καὶ φεύγοντα ἄχρι τοῦ Κασίου ὄρους συνεδίωξε
4861765 Πιτθηος
' ἡρωίνης τὸ ἐπίθετον , καὶ ἐν τῷ ἀθετουμένῳ Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη δὲ βοῶπις . . ὦμον :
ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ ' ἕποντο , Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη τε βοῶπις : αἶψα δ '
4837546 ποτωι
δ ' ἐπεγχέων ἄλλην ἐπ ' ἄλληι σπλάγχν ' ἐθέρμαινον ποτῶι . ἄιδει δὲ παρὰ κλαίουσι συνναύταις ἐμοῖς ἄμους '
] ! ηδουκαθε ? ! ! ! ! ? ? ποτῶι [ ] Ἀρσινοης ? ? [ ] ? ?
4833264 κατεχωσε
φιλοπονίᾳ τε καὶ ἀτρύτοις πόνοις ἐγκείμενος , εὐφυεστέρων καὶ πρεσβυτέρων κατέχωσε δόξας τῷ ἑαυτοῦ ὀνόματι . , . . ὄχλου
Κρόνος , μετὰ γνώμης τοῦ Ἑρμοῦ εἰς βάθος γῆς ἐμβαλὼν κατέχωσε . Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον οἱ ἀπὸ τῶν Διοσκούρων
4825366 ὁπλισαντα
ἀκμὴν φωτὸς κελάδοντος , ἀλκῇ τριγλώχινι νόον ψυχήν θ ' ὁπλίσαντα , πᾶν τριάδος σύνθημα βαλεῖν φρενὶ μηδ ' ἐπιφοιτᾶν
κελεύομεν αὐτὸν τιμωρεῖσθαι , ὡς γυμνώσαντα αὑτὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὁπλίσαντα . Χρὴ ἐν ἑνὶ τόπῳ στρατὸν πολὺν μὴ συναγαγεῖν
4815584 προσεδραμεν
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
4809444 δεξομενος
τρία ταῦτα ἀναγκαῖα πρῶτα πρὸς εὐπορίαν : ὁ οἶκος ὡς δεξόμενος , ἡ γυνὴ ὡς φυλάξουσα , ὁ βοῦς ὡς
κατέστην , ὥσθ ' ὑπεῖχον τὰς χεῖρας , ὡς ἀεὶ δεξόμενος . τροφῆς δὲ καὶ παντάπασιν ἀπεκεκλείμην , ὅτι μὴ
4808164 τειχιοεσσαν
μὲν δισυλλάβως Γόρτυν , οἱ δὲ τρισυλλάβως „ Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν „ . οἱ δὲ Γόρτυναν ὡς ἄμυναν . Γότθοι
. Οἳ δ ' Ἄργός τ ' εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε , βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας ,
4807984 Μεσσηνιακην
, τραχεῖά τε δυσείσβολός τε πολεμίοις , ” τὴν δὲ Μεσσηνιακὴν „ καλλίκαρπον κατάρρυτόν τε ” μυρίοισι νάμασι , καὶ
. „ Ἐφεξῆς δ ' οὖν τῷ Κυπαρισσήεντι ἐπὶ τὴν Μεσσηνιακὴν Πύλον παραπλέοντι [ καὶ ] τὸ Κορυφάσιον ἥ τε
4798706 ἀντρον
. Ἔνιφεν ὁ Ζεύς : αἰπόλος δέ τις φεύγων εἰς ἄντρον εἰσήλαυνε τῶν ἀοικήτων τὰς αἶγας ἁδρῇ χιόνι λευκανθιζούσας .
ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδίαν προσηνεστάτην . εἰς τοῦτο οὖν τὸ ἄντρον τὸν Ἄμμωνα παραγενόμενον παραθέσθαι τὸν παῖδα καὶ παραδοῦναι τρέφειν
4779871 Λιχαν
ἐχίδνης ἰὸς ὣς ἐδαίνυτο . Ἐνταῦθα δὴ βόησε τὸν δυσδαίμονα Λίχαν , τὸν οὐδὲν αἴτιον τοῦ σοῦ κακοῦ , ποίαις
καὶ Σοφοκλέα γοῦν ἐν Τραχινίαις ποιήσαντα τὸν Ἡρακλέα ῥιπτοῦντα τὸν Λίχαν ἐς θάλασσαν οὐκ ὀνομάσαι ἐγκέφαλον , ἀλλὰ λευκὸν μυελόν
4746469 Ἀκταιονος
κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης . τὰ μὲν δὴ τῶν Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ
. . Ἄνδρων καὶ Μενεκράτης ὁ Ὀλύνθιος ἀπὸ Φοινίκης τῆς Ἀκταίονος θυγατρός . . , : Ἰνοῦς ἄχη : Ἰνὼ
4746234 ἐπερσεν
ἧττον ἡσθῆναι ταῦτα ἀκούσας Ὀδυσσεὺς ἢ ὅτι Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν . οἶσθα δέ που καὶ ἄλλον εὐδαιμονίας μέρος ἡγούμενον
δὴ λίπε δῶμα Καλυψοῦς ἠυκόμοιο , ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν . ἔστι δὲ κἀκ τοῦ βίου τοιαῦτα τεκμήρασθαι .
4741086 πειρασιν
ἐπιβῆναι Ἀχαιίδος ἡρώεσσιν , ὄφρ ' ἔτι καὶ Λιβύης ἐπὶ πείρασιν ὀτλήσειαν : ἤδη μὲν † ποτὶ κόλπον ἐπώνυμον Ἀμβρακιήων
] μυχον ημ [ ! ! ! ! ! ] πείρασιν ἄντρου ἀραιεγ [ [ ] ου λώβαν τα ?
4727975 στρατ
˘˘ – × – – [ ] δ ' ἐπὶ στρατ ! ! [ νῦν ἐεργμέν ! [ πημεσωσερ ?
γὰρ αὐτοθ [ μεταπέμψεθ ' ἑτέρους [ ! ! ] στρατ ? [ οὔ ς ' ἄρα φυλάξει . παῖδες
4727173 κατελθοντ
καὶ διδάσκαλόν φησι γενέσθαι Δημοκρίτου . τὸν δ ' Ἀρίμνηστον κατελθόντ ' ἀπὸ τῆς φυγῆς χαλκοῦν ἀνάθημα τῷ ἱερῷ τῆς
τὴν φυγήν . . . . εἰ κεῖνόν γε ἴδοιμι κατελθόντ ' Ἄιδος εἴσω , φαίην κε φρέν ' ἄτερ
4710852 τετρακυκλον
ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην , τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων : αὐτὰρ ὄπισθεν
καὶ ἀπάνη καὶ τροπῇ ἀπήνη : πρόσθεν μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην , . , . * ? Ἀπηρής :
4705298 κατεσπασε
καὶ τὸ ἐπὶ τῷ Θεοῦ προσώπῳ φρούριον ἐπιτεθέν , ἃ κατέσπασε Πομπήιος , ἀφ ' ὧν τήν τε Βύβλον κατέτρεχον
μὴ λογίζοιτο , ὡς νύκτωρ ἐς τὸ ἱερὸν παρῆλθε καὶ κατέσπασε τὰ ἀναθήματα καὶ τοῦ ξοάνου ἥψατο , κατηγοροίη δὲ
4704354 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
4702569 Ἀρωματων
ιβʹʹ , διέστηκε δὲ τοῦ ἰσημερινοῦ καὶ ὁ διὰ τῶν Ἀρωμάτων παράλληλος πρὸς τὰς ἄρκτους μοίρας δʹ δʹʹ , ὥστε
ἄρκτους μέχρι Μερόης : ὁμοίως δὲ καὶ τὸν ἀπὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐπὶ τὰς λίμνας ἐξ ὧν ὁ Νεῖλος ῥεῖ πλοῦν
4696450 Θεοκλεους
ὥς φασιν , ἀπὸ τῶν Τρωικῶν δεκάτηι γενεᾶι μετὰ ταῦτα Θεοκλέους στόλον παρὰ Χαλκιδέων λαβόντοςἦν δ ' οὗτος γένει ἐκ
πρὶν Ἡρακλείδας κατελθεῖν , ἵδρυτο δὲ ἐν οἰκίᾳ Κριοῦ τοῦ Θεοκλέους , ἀνδρὸς μάντεως : τούτου δὲ τοῦ Κριοῦ γεμιζούσῃ
4691399 πλησον
. Αἴσωπε , τὸ βαλανεῖον ὑπόκαυσον . Αἴσωπε , ὕδωρ πλῆσον . Αἴσωπε , τοῖς κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα
, παράσχες Αἰγαῖον πόρον τρικυμίαις βρέμοντα καὶ δίναις ἁλός , πλῆσον δὲ νεκρῶν κοῖλον Εὐβοίας μυχόν , ὡς ἂν τὸ
4679953 μαινομεναις
Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον , μακˈρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον , μαινομέναις φρασίν Ἥρας ὅτ ' ἐράσσατο , τὰν Διὸς εὐναὶ
λέγων : Ὦ πάντων ἀνοσιώτατοι καὶ ἀσεβέστατοι , τί ταῦτα μαινομέναις φρεσὶν ἐτολμήσατε ; Πολέμου μὲν τὴν ἀγροικίαν ἐνεπλήσατε τὴν
4676014 πηξασθαι
καὶ περὶ ἁμάξης ὡς εὔκολον αὐτήν , ὅταν θέλῃ , πήξασθαι , ἀγνοῶν ὅτι τὰ ξύλα αὐτῆς πολλά ἐστιν ἃ
τῶν Στηλῶν , ἃς ὅρια τῆς γῆς τὸν Ἡρακλέα φασὶ πήξασθαι , τὰ μὲν μυθώδη ἐῶ , τὰ δ '
4669312 Ψυχοστασιαν
τοῦ χωρίου πεπλάσθαι , ὡς καὶ αὐτὸ προεδηλώθη , τὴν Ψυχοστασίαν τῶι Αἰσχύλωι κῆρε νοήσαντι τὰς ψυχάς , ὡς καθόλου
. . . . . , . : πρὸς Αἰσχύλον Ψυχοστασίαν γράψαντα καὶ τὸ κήρ ἀκούσαντα οὐκ ἐπὶ τῆς Μοίρας
4664707 ἐρριζωσε
. Ἡ δὲ Κόρη ἀγωνιῶσα περὶ Κυζίκου , τὰς πέτρας ἐρρίζωσε , καὶ νῆσον ἐποίησεν , ἥτις ἀφ ' ἑνὸς
γῆν σκοπήσας ἀμφιδεξίῳ τρόπῳ ἔστησε πλῆθος χιλίανδρον τεκτόνων καὶ γῆθεν ἐρρίζωσε πυργηρουμένην πόλιν φυλάττειν τὰς στροφὰς στρατευμάτων . Ὅμηρε ,
4660897 Ἀμφιονος
: ἄλλως : κοινὸς μὲν ἀμφοῖν ὁ τάφος Ζήθου καὶ Ἀμφίονος , συλληπτικῶς δὲ εἶπεν . τινὲς δέ φασι τὸν
τὸ ἀμουσότατον τῶν ὀνομάτων εἵλου , εἰ σεαυτὸν ἀντ ' Ἀμφίονος Ζῆθον καλεῖς . Μακεδόνα δέ τινα κιθαρίζειν διδάσκων ἐκπικρανθεὶς
4658585 σχεθεμεν
, καθάπερ καὶ Πίνδαρος λέγει τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακῇ σχεθέμεν μεγάλῃ . τοῦτον γοῦν μαθὼν τὸν χρησμὸν θύσας τῷ
μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος τὸν μονοκˈρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ , εὖτ ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθˈμῶν ἐς
4651816 τραπεζιτην
* ῥακτῶν βουστάθμων τραχειῶν βουστάσεων * . τὸν θυωρίτην τὸν τραπεζίτην , ἀργυρογνώμονα , κριτὴν Ἥρας καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἀθηνᾶς
τέχνης γὰρ οὐχ ἥμαρτες τίεσκε μύθους Τιρύνθιον πλίνθευμα Κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν
4650952 Μυσος
τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν ἥδιον καλεῖν : Μῦσός τις μυσὸς ἐβούλετο καλεῖσθαι : ἀπὸ τούτου ἡ παροιμία
τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν ἥδιον καλεῖν : Μῦσός τις μυσὸς ἐβούλετο καλεῖσθαι : ἀπὸ τούτου ἡ παροιμία
4642204 ὀπασσε
πόλιν ὄφρα κομίζοι , παῖδα δ ' ἑὸν σφετέροισι κασιγνήτοισιν ὄπασσε : βῆ δ ' ὅγε Μαιναλίης ἄρκτου δέρος ἀμφίτομόν
πολυμήλου , τόν ῥα μάλιστα Ἑρμείας Τρώων ἐφίλει καὶ κτῆσιν ὄπασσε : τῷ δ ' ἄρ ' ὑπὸ μήτηρ μοῦνον
4638573 ἀνθρωποφαγοι
δὲ Παλλήνην ὀνομαζομένην κατοικοῦντες ἦσαν ἄνθρωποι ὠμοὶ καὶ ἱερόσυλοι καὶ ἀνθρωποφάγοι , οἱ καλούμενοι Γίγαντες , οὓς Ἡρακλῆς λέγεται χειρώσασθαι
, εἰσὶ δὲ ἐν Σικελίᾳ , ὡς ληροῦσιν , ὑπάρχοντες ἀνθρωποφάγοι , διὰ τὸ ἀνελεῖν τοὺς τοῦ Ὀδυσσέως ἑταίρους :
4631789 κακομηχανον
δ ' ἀναπτύξας τὸ πλευρὸν ὁ χαλκουργὸς ἐκεῖνος δόλον τὸν κακομήχανον ἐξεῖπεν ἀπανθρώπως , Εἴ τινα βούλει , Φάλαρι ,
θ ' ἱππιοχάρμην [ , ] [ κείνην δὲ τριτάτην κακομήχανον ] , ὀψὲ δὲ ποινή [ ] [ ὑπ
4627062 Ἀργος
εἰς βοῦν μετημείφθη οἶδεν , οὔτε τὸ πῶς ἐφονεύθη ὁ Ἄργος , ὡς γυνή . : ἀπεστέρησεν ] Καὶ γὰρ
δὲ ὁ τραγικός φησι σὺν Αἰγυπτίοις τὸν Αἴγυπτον ἥκειν εἰς Ἄργος . λέγεται δέ τις ἐν Ἄργει Πρὼν , ὅπου
4623405 ματροπολιν
δίφˈρους τε νωμάσοισιν ἀελλόποδας . κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι , τόν ποτε Τˈριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας
, ἰὲ Παιάν , χαῖρεν Ἀσκλαπιέ , τὰν σὰν Ἐπίδαυρον ματρόπολιν αὔξων , ἐναργῆ δ ' ὑγίειαν ἐπιπέμποις φρεσὶ καὶ
4622648 ἐστρατοωντο
' ἄκοιτιν ἐπὶ κραναὴν Φιγάλειαν . Οὔρεος ἀργεννοῖο περὶ πτύχας ἐστρατόωντο χείματά τε ποιάς τε δύω καὶ ἐείκοσι πάσας .
Ῥιανοῦ πεποιημένα ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους : οὔρεος ἀργεννοῖο περὶ πτύχας ἐστρατόωντο χείματά τε ποίας τε δύω καὶ εἴκοσι πάσας :
4615876 Πελοπος
ταῦτα ἔρχεται πρὸς Οἰνόμαον ὁ Μυρτίλος , καὶ τὰ παρὰ Πέλοπος διηγήσατο : ὁ δὲ τὸν στρατὸν ἁλίσας καὶ αὐτὸς
τῶν Ἀσωποῦ θυγατέρων καὶ τῶν Αἰακῷ γενομένων υἱῶν . Περὶ Πέλοπος καὶ Ταντάλου καὶ Οἰνομάου καὶ Νιόβης . Περὶ Δαρδάνου
4613255 Γηρυονην
Γηρυόνην . ἐπεὶ δέ σφισιν ἐναντιούμενος ἀπέφαινον ἐν Γαδείροις εἶναι Γηρυόνην , οὗ μνῆμα μὲν οὔ , δένδρον δὲ παρεχόμενον
μίαν καὶ ἓν δόρυ ; Ἔγωγε . Ἦ καὶ τὸν Γηρυόνην ἄν , ἔφη , καὶ τὸν Βριάρεων οὕτως σὺ
4612810 ηος
[ ] ! σωπω [ ] κηος [ ] ! ηος [ ] ! υσσης [ ] ! ! !
. Τὰς εἰς ευς ληγούσας εὐθείας ἐπὶ γενικῆς διὰ τοῦ ηος ἐκφέρουσιν : Ἀχιλλεύς Ἀχιλλῆος , βασιλεύς βασιλῆος : κατὰ
4610400 φορεειν
, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην , σῇ δ ' ἀλόχῳ φορέειν . αὕτη δ ' ἡ φιλεργία τὴν σωφροσύνην αὐτῆς
ζεύγλης τε βιαζομένων τε χαλινῶν . οὐ μέν μιν μοῦνον φορέειν θέλεν , ἀλλὰ καὶ ἄλλῳ πείθετο , τῷ μιν
4604530 Βριαρεω
διὰ κέρδος εὐτελὲς μέγαν ὑφισταμένων κίνδυνον . Κόττου ἰσχυρότερος καὶ Βριάρεω : φασὶ περὶ τούτων ὡς ἔσχον ἑκατὸν χεῖρας ἄνδρες
. Αἱ δὲ τοῦ Διονύσου ἑῷαι . Ὁ δὲ Παρθένιος Βριάρεω τὰς στήλας φησὶν εἶναι : μάρτυρα δ ' ἄμμιν
4589945 Γηρυονου
τοῦ ἐς Σικελίαν στόλου ὁμολογῶν εἶναι , καὶ πλείονας τοῦ Γηρυόνου χεῖρας καὶ πόδας ἕξων , μᾶλλον δὲ τοῦ Βριάρεω
καλεῖ . ὁ δὲ Λίγυς οὗτος κωλύων Ἡρακλῆ ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βοῦς ἀνελθεῖν ἀνῃρέθη . καὶ κατὰ μὲν τοὺς μὴ
4588599 Ἀναξιβιαν
δὲ αὐτῷ ὄρος Ἀνατολὴ καλούμενον δι ' αἰτίαν τοιαύτην . Ἀναξιβίαν νύμφην Ἥλιος θεασάμενος χορείαις προσευκαιροῦσαν εἰς ἐπιθυμίαν αὐτῆς ἐνέπεσεν
αὐτῷ ὄρος Ἀνατολὴ καλούμενον δι ' αἰτίαν τοιαύτην . τῷ Ἀναξιβίαν νύμφην Ἥλιος θεασάμενος χωρίοις προσευκαιροῦσαν , εἰς ἐπιθυμίαν αὐτῆς
4586317 τρηρωνος
ἱερὰ θέντες , νῆα θοὴν εἴσβαινον ἐρεσσέμεν : οὐδὲ πελείης τρήρωνος λήθοντο μετὰ φρεσίν , ἀλλ ' ἄρα τήνγε δείματι
. τρήρωνος εἰς ἅρπαγμα εἰς τὴν ἁρπαγὴν τῆς λαγνεστάτης * τρήρωνος * ἤτοι περιστερᾶς τῆς ἀξίας φονευθῆναι κυνός . τόργος
4585924 Ἰνδιαν
Ἀσίας * τῆς ἰδίως Ἰωνίας λεγομένης . Τὸ πεντεκαιδέκατον περιέχει Ἰνδίαν καὶ Περσίδα . Τὸ ἑκκαιδέκατον περιέχει τὴν Ἀσσυρίων χώραν
ἐκ γαίας , ταῦτα πάνυ τε βλαπτικὰ σημαίνει κατὰ ταύταις Ἰνδίαν τε καὶ τῶν Περσῶν ὡς ξηροτάτας οὔσας . Ἡλίου
4581734 ξανθιζεται
ἐξέφρασεν : πυρσαῖς : πρὸ γὰρ τοῦ τοὺς ἰούλους ἐκβαλεῖν ξανθίζεται τὰ γένεια τῇ θερμότητι τῶν τριχῶν : εἰς ἄνδρας
ὁμιλήσῃ , χεῖταί τε καὶ ἐξανθεῖ , καὶ τὸ μὲν ξανθίζεται , τὸ δὲ κυαναυγὲς γίνεται , τὸ δὲ ἄλλο
4572994 πεφευγασιν
Κρόνου ἐπὶ τὸν ὡροσκόπον ἢ τὸ μεσουράνημα γένηται , δύο πεφεύγασιν : Ἀφροδίτη , λέγε νεώτερον , ἀπὸ μʹ ἕως
μᾶλλον δὲ αὑτῶν ἔξω . Οὐ δύνανται οὖν ἑλεῖν ὃν πεφεύγασιν , οὐδ ' αὑτοὺς ἀπολωλεκότες ἄλλον ζητεῖν , οὐδέ
4566329 Δημητερα
ἰάλλω Ἰητὴρ ἑτάρῳ δῶρον ἀοιδοπόλῳ , Ὀφθαλμῶν μὲν ἄκος , Δημήτερα τῶν ὑποχεῖσθαι Ἀρχομένων , ὑπ ' ἐμῆς δ '
α δισυλλάβων , ἀβλῆτος ἀβλῆτα , λιμένος λιμένα , Δημήτερος Δημήτερα , Διομήδεος Διομήδεα , καλοῦ καλόν , μάντιος μάντιν
4562923 ἐπιηρανος
δὴ μήκιστον πραπίδων ἐκτήσατο πλοῦτον , παντοίων τε μάλιστα σοφῶν ἐπιήρανος ἔργων : ὁππότε γὰρ πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσι , ῥεῖά
ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω . τρίγλη δ ' οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι : παρθένου Ἀρτέμιδος γὰρ ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ
4560417 Σκοπαν
συγγραφέως . Προθέμενος γὰρ πρώτην διασαφεῖν τὴν τῶν περὶ τὸν Σκόπαν ἔκταξιν , τῷ μὲν δεξιῷ κέρατί φησι τῆς ὑπωρείας
τήν τε Γάζης πολιορκίαν καὶ τὴν γενομένην παράταξιν Ἀντιόχου πρὸς Σκόπαν ἐν Κοίλῃ Συρίᾳ περὶ τὸ Πάνιον , περὶ μὲν
4560075 ζητησοντας
ἀπολαβὼν οὖν ὁ δῆμος τὴν ἐλευθερίαν εἵλετο πολίτας κʹ τοὺς ζητήσοντας καὶ ἀναγράψοντας τοὺς διεφθαρμένους τῶν νόμων . καὶ ἐψηφίσαντο
Λήμνου νήσου . τῷ τοῦ ποδὸς τραύματι . πιεζόμενον . ζητήσοντας . ἐκ Τροίας . Ὀδυσσέα καὶ Νεοπτόλεμον . ἰσοθέους
4556999 οἰκο
τοὺς δὲ περισσεύοντας αὐτῶν καθαρίσας καὶ λατομήσας ἐκέλευσεν εἰς τὴν οἰκο - δομὴν τεθῆναι . αἱ δὲ παρθένοι αὐτοὺς ἄρασαι
τῇ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἔφθασαν παροικοδομήσαντες καὶ παρελθόντες τὴν τῶν Ἀθηναίων οἰκο - δομίαν , ὥστε μηκέτι μήτε αὐτοὶ κωλύεσθαι ὑπ
4556472 καταστερισας
θρηνοῦσαι ἀπόλλυνται , † τὰς δὲ λοιπὰς δι ' οἶκτον καταστερίσας Ζεὺς Ὑάδας ἐπωνόμασεν ἐπωνυμίαι τοῦ ἀδελφοῦ . αἱ δὲ
ἐκόμισεν ἐν Νύσῃ κατοικούσας τῆς Ἀσίας , ἃς ὕστερον Ζεὺς καταστερίσας ὠνόμασεν Ὑάδας . Αὐτονόης δὲ καὶ Ἀρισταίου παῖς Ἀκταίων
4553668 βαθυν
βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων ἕλκοις , ἀντὶ τοῦ ἕλκε τὸν ἰὸν μετὰ
οἷον ἐλαιηραὶ στάγες ὕδασιν ἐμφορέοντο . Ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσεπέρησαν , ὅς τ ' εἰς Ἠριδανὸν μετανίσσεται
4544341 Ἀφˈροδιτας
τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις παίδων τ '
σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν , τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφˈροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν , Ῥόδον , εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον
4533120 Ταλω
. ἐν Κρήτῃ δὲ κατάρας ὑπὸ Λεύκου ἢ Ἀμύκτου τοῦ Τάλω στασιασάντων καὶ δέκα πόλεις πορθησάντων τῆς Κρήτης ἐκβάλλεται .
, ἓξ γενεαῖς ὕστερον . μετὰ δὲ τὴν Δαιδάλου δίκην Τάλω σοφίας πέρι ἀγωνιζόμενον ἀδελφιδοῦν ἀποκτείναντος δολόεντι θανάτωι καὶ φυγόντος
4527770 κρηνην
ἐν τῷ ὀχετῷ εἰσιν . Ἐν Πέρσαις φασὶν Ἀλεξάνδρῳ φανῆναι κρήνην ἐλαίου πληρουμένην αὐτομάτως . Παρὰ Κιλικίᾳ φασὶν ὕδατος εἶναι
τὰς χαίτας . ἦλθεν δ ' ἐκείνην καὶ κολοιὸς εἰς κρήνην , γέρων , κορώνης υἱός , ἄλλο δ '
4523785 κεραυνωθεντα
Ποταμῶν φησὶ , τὸν Ἴναχον διὰ πανουργίαν ὑπὸ τοῦ Διὸς κεραυνωθέντα , ξηρὸν γενέσθαι . Παράκεινται δ ' αὐτῷ ὄρη
διὰ τὸ μετὰ μεγάλων βροντῶν καὶ πολλοῦ χειμῶνος καταφέρεσθαι οὔτε κεραυνωθέντα λαθεῖν ἔστιν : πλουσίων δὲ τοὺς μὲν χρυσοφορεῖν μέλλοντας
4523266 ἐλατηρα
ποτήριον ποιὸν Ῥίνθων ἐν Ἡρακλεῖ : ἐν ὑστιακῷ τε καθαρὸν ἐλατῆρα σὺ καθαρῶν τ ' ἀλήτων κἀλφίτων ἀπερρόφεις . ΦΙΑΛΗ
λόγον , ὅτι καὶ ἐπὶ κάλλει μέγα φρονεῖ καὶ τὸν ἐλατῆρα βαστάζει . ὅμοιος δέ ἐστι καὶ πλοίῳ : ἁλὸς
4513815 ἐρεισμ
Μελανώπου ἑκάστοτε ἀκούεις λέγοντος ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἀοίδιμοι Ἑλλάδος ἔρεισμ ' Ἀθᾶναι , καὶ ὅτι Πινδάρου τοῦ Θηβαίου τὸ
δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον , ὄπῑ δίκαιον ξένων , ἔρεισμ ' Ἀκˈράγαντος , εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν :
4513760 βαπτουσα
καὶ ξανθουμένη ξανθοῖ πᾶν ἔκλευκόν τε σῶμα καὶ τρέπει , βάπτουσα καὶ μορφοῦσα ποιέει χρυσὸν καὶ γίνεται εἰς θαῦμα θαυμάτων
ὁλκαίης ἀκάτῳ ἴσος ἥ τε δι ' ἅλμης πλευρὸν ὅλον βάπτουσα κακοσταθέοντος ἀήτεω εἰς ἄνεμον βεβίηται ἀπόκρουστος λιβὸς οὔρῳ .
4513002 ἀπενεχθεντες
ὁπλίτας ἀποσταλέντας , ἀφικομένους ἀπὸ τῆς Λιβύης ἐς Σελινοῦντα . ἀπενεχθέντες γὰρ ἐς Λιβύην , καὶ δόντων Κυρηναίων τριήρεις δύο
δὲ ἐς τὸν Αἰθίοπα Ὠκεανόν , ὃν μόνον ἐσπλέουσιν οἱ ἀπενεχθέντες ἄκοντες . Διαλεγομένους δὲ ὑπὲρ τῶν θηρίων τοὺς ἄνδρας
4507662 ἐλθουσαν
νῦν μὲν αὐτόνοὔτω σοι ζώιη ? ? Βατυλλὶς κἠπίδοις μιν ἐλθοῦσαν ἐς ἀνδρὸς οἶκον καὶ τέκν ' ἀγκάληις ἄραις ἄφες
ἀπειληφέναι ἀπελθόντες ἐς πόλεμον καθίσταντο : μετὰ τὴν ἀκρόασιν τὴν ἐλθοῦσαν ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων , ἀναχωρήσαντες ἐπὶ τὴν Σπάρτην ,
4505619 προσταχθεις
, γνοφώδους τῆς νυκτὸς οὔσης εἰς κατάπληξιν τῶν διωκόντων . προσταχθεὶς δὲ Μωυσῆς τῇ βακτηρίᾳ παίει τὴν θάλασσαν : ἡ
ταῖς ψυχαῖς ἀναπολούντων , αἰφνίδιος καὶ ἀπροσδόκητος ταραχὴ καταλαμβάνει . προσταχθεὶς γὰρ ὁ τῆς οἰκίας ἐπιμελητής , ἐπαγόμενος θεραπόντων πλῆθος
4503047 Κυρηνην
ὡς κατηγωνίσαντο τὰς Ἁρπυίας . ἑξῆς δέ ἐστι τὰ περὶ Κυρήνην τὴν Ὑψέως καὶ Ἀρισταῖον τὸν Ἀπόλλωνος καὶ αὐτῆς τῆς
εἰς Σικελίαν ἐγένοντο Διονυσίου μισθοφόροι , τινὲς δ ' εἰς Κυρήνην ἔπλευσαν , περὶ τρισχιλίους ὄντες , καὶ μετὰ τῶν
4496766 Κελαινας
δʹ Φρυγίας . Μαρσύας ποταμός ἐστι τῆς Φρυγίας κατὰ πόλιν Κελαινὰς κείμενος : προσηγορεύετο δὲ πρότερον πηγὴ Μίδα δι '
. : Μαρσύας ποταμός ἐστι τῆς Φρυγίας , κατὰ πόλιν Κελαινὰς κείμενος : κατηγορεύετο δὲ πρότερον πηγὴ Μίδου , δι
4491237 χιλι
δὲ Σκάμανδρον . . προσυστήσας . . Ξ . . χίλι ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο , πὰρ
ἔδωκε : πρῶθ ' ἑκατὸν βοῦς δῶκεν , ἔπειτα δὲ χίλι ' ὑπέστη αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς , τά οἱ
4489113 Ἁλυν
ἐπιστραφῇς ; ἢ τί γὰρ μᾶλλον ὁ Κροῖσος διαβὰς τὸν Ἅλυν τὴν αὑτοῦ ἀρχὴν ἢ τὴν Κύρου καταλύσει ; καίτοι
γῆς οὔσης διὰ τὸ μεγάλους εἰς αὐτὴν καταφέρεσθαι ποταμούς , Ἅλυν καὶ Ἶριν . καὶ οὕτως ἔχει ταῖς ἀληθείαις ,
4487684 προελθουσαν
τούτων πρὸς σὲ παρρησίαν ἀπὸ δείλης πρωίας μέχρι μέσων πολλάκις προελθοῦσαν νυκτῶν , ἐφ ' ᾗ τῶν μὲν φίλων τινὲς
λόγου ἔλλαμψιν ἐμφαίνει : καὶ πάντα ταῦτα κατὰ τὴν ἔξω προελθοῦσαν ἀποπεράτωσιν . καὶ καθ ' ὅσον σύνεγγύς ἐστι ταῦτα
4484658 ἀνακτοριην
Κυτηΐδα γαῖαν ἀμεῖψαι , οὐδ ' ἄρ ' ἐμὴν ἀλέγοντες ἀνακτορίην πεφόβησθε , οὐδὲ λεὼν σκήπτροισιν ἐπήρανον ἡμετέροισι Κόλχων ,
ἐρισχήλοις κορυνήταις καὶ εἰναλίην Ἀράφειαν Κώρυκος παρθένος ἣ Κιλίκων εἶχεν ἀνακτορίην , ἀγχίγαμος δ ' ἔπελεν , καθαρῷ δ '
4482446 περιβαδην
, ἀφ ' οὗ πνεῦμα ἐνθουσιῶδες ἀναθορὸν ἐπλήρου τὴν Πυθίαν περιβάδην ἀπολαβοῦσαν ἐκεῖνο τὸ χάσμα ἐπὶ τοῦ μαντικοῦ λέβητος ,
βῆμα , καὶ πλίγματα τὰ πηδήματα . ἔνθεν καὶ τὸ περιβάδην ἀμφιπλὶξ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Τριπτολέμῳ . καὶ Ὅμηρος “
4482392 σταδιαιας
, τὴν μὲν ἑαυτοῦ , τὴν δὲ τῆς γυναικός , σταδιαίας τὸ ὕψος , ἐφ ' ὧν ἐπέστησεν εἰκόνας λιθίνας
, τὴν μὲν ἑαυτοῦ , τὴν δὲ τῆς γυναικός , σταδιαίας τὸ ὕψος , ἐφ ' ὧν ἐπέστησεν εἰκόνας λιθίνας
4481925 Τροιαν
' αὐτῇ λόγοι : μόνους γὰρ ἄνδρας ἡγούμενοι τοὺς ἐς Τροίαν στρατεύσαντας ἀμελεῖτε πλειόνων τε καὶ θειοτέρων ἀνδρῶν , οὓς
δὲ μνησικακοῦσα θεραπεύσειν οὐκ ἔφη . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν εἰς Τροίαν κομιζόμενος ἐτελεύτα , Οἰνώνη δὲ μετανοήσασα τὰ πρὸς θεραπείαν

Back