τὴν δύσιν Στησίχορος μὲν οὕτως φησίν : ἆμος δ ' Ὑπεριονίδας δέπας ἐσκατέβαινε χρύσεον , ὄφρα δι ' Ὠκεανοῖο περάσας
ἔφˈριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ . τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις , ὡς ἂν
5960335 Νειλοιο
ἔργων καλῶν τέτˈμανθ ' ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δι ' Ὑπερβορέους : οὐδ ' ἔστιν
ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀρίθμιοι : ἦ γὰρ ἐς αὐγὰς ἑπταπόρου Νείλοιο νενασμένον ἔλλαχον ἄστυ : ἄλλοι δὲ πλεῖστοι τήνδε χθόνα
5877191 Λεσβιακων
. . Νάπη : πόλις Λέσβου : Ἑλλάνικος ἐν β Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος : καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος .
ἐποίησεν , ὅθεν Τραγασαῖοι ἅλες , ὡς Ἑλλάνικος ἐν α Λεσβιακῶν . ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πεδίον Ἁλήσιον καλεῖται
5749019 Βοσποριον
, ὑποδέχεται τῷ καλουμένῳ κέρατι : κόλπος οὗτος ὑπὸ τὴν Βοσπόριον ἄκραν , βαθὺς μὲν πλέον ἢ καθ ' ὅρμονἑξήκοντα
. Βοσπ . : περὶ μὲν οὖν τῆς ἄκρας ἣν Βοσπόριον καλοῦμεν , διττὸς κατέχει λόγος : οἱ μὲν γάρ
5616382 Κεον
ὦ ποδάνεμον τέκος , γεραίρει προδόμοις ἀοιδαῖς ὅτι στάδιον κρατήσας Κέον εὐκλέϊξας . Ὦ λιπαρὰ θύγατερ Χρόνου τε καὶ [
' [ τινὲς ] τῶν Εὐξαντίου παίδων [ ] τὴν Κέον [ κατώικησαν ] [ ἀντὶ ] οἴχομαι υἱὸς Τηλ
5537152 φθαρεισαν
ἐστὶν ὁ αὐτῆς φθορεὺς , καὶ αὐτὴν τιμωρήσηται , ὡς φθαρεῖσαν ἱέρειαν οὖσαν , καὶ ἐκεῖνον δὲ ἀμύνηται , ὡς
! αὑτοῦ παῖδα [ ] [ Λειμώνην ] ? ? φθαρεῖσαν λάθρα εἰς τὸν θάλαμον [ ] ? ? [
5490484 κυανην
ὠχράν , μετρίως θερμόν . καί τινων ταύρων ἐθεασάμην χολὴν κυανῆν , ὑπεροπτηθείσης τῆς ξανθῆς , ἣν οὐκ ἠξίωσα βαλεῖν
μὲν γὰρ οἰδαίνεται , μετὰ δὲ οὐ πολὺ τὴν χροιὰν κυανῆν δείκνυσιν , ὀδυνᾶται περὶ τὴν καρδίαν , ὠγκωμένην ἔχει
5380665 αἰδοιης
[ ! ] ? [ τοῖς ἴκελοι μ [ Ἥρης αἰδοίης ? [ εὖτ ' ἂν Τυνδαρίδαι ? ? ?
. Αἰδοίης : τιμίας , τῆς αἰδοῦς ἀξίας . δίκης αἰδοίης : σωματοποιοῦσι γὰρ ὡς θεὸν τὴν κυρίως δικαιοσύνην ,
5290266 Χρυσαορος
τοξεύσας αὐτὸν περὶ ποταμὸν Ἀνθεμοῦντα . ἦν δὲ ὁ Γηρυόνης Χρυσάορος παῖς καὶ θυγατρὸς Ὠκεανοῦ Καλλιρόης . δύο δὲ δένδρα
ἔστι καὶ ἄλλη Καρίας , ἣν Ἰδριάδα ἀπὸ Ἰδριέως τοῦ Χρυσάορος . τὸ ἐθνικὸν Εὐρώπιος ὡς Ὠρώπιος . Εὔταια ,
5253367 ἀμπελινοις
πλουτέοντες . . . εἶτ ' ἐπάγει : ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες . ΑΓΚΥΛΗ ποτήριον πρὸς τὴν τῶν κοττάβων
ἢ σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις παράπτου , ποιεῖ καλῶς . ἄλλο . βάτου
5229639 διασκεδασει
πάχνην , ὕφαψον τὴν κόπρον : ἐνεχθεὶς γὰρ ὁ καπνὸς διασκεδάσει τὴν πάχνην . τὰς δὲ ὑπὸ πάχνης εὐκόλως ἀποκαιομένας
τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἣν σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . λέγει δὲ ὃν ἔμελλε
5189649 χρωτ
παντοτρόφον Αἰθιόπων , ἵν ' ὁ παντόπτας „ Ἥλιος αἰεὶ χρῶτ ' ἀθάνατον κάματόν θ ' ἵππων ” θερμαῖς ὕδατος
λίμναν παντοτρόφον Αἰθιόπων , ἵν ' ὁ παντόπτας Ἥλιος αἰεὶ χρῶτ ' ἀθάνατον κάματόν θ ' ἵππων θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ
5189277 Αἰγιοχος
ὑψηλότατε , καὶ κρεῖττον . Αἰγιόχου : τοῦ Διός : Αἰγιόχος υἱὸς τοῦ Κρόνου : διὰ τοῦτο ἐκλήθη οὕτως ,
ὑψηλότατε , καὶ κρεῖττον . Αἰγιόχου : τοῦ Διός : Αἰγιόχος υἱὸς τοῦ Κρόνου : διὰ τοῦτο ἐκλήθη οὕτως ,
5179170 ἀνθεον
οἷς λέγει ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον ὄρος , ἀνθέον ὕλη , τηλοῦ Φοινίκης , σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων .
, λέγων , Ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον κέρας ἀνθέον ὕλῃ , τηλοῦ Φοινίκης , σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων .
5164887 ἰοτητα
χρήσηται ἀντὶ ἀρνητικοῦ . οἷον , Μὴ δι ' ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων ἐνοσίχθων . ἀντὶ τοῦ , οὐ δι '
, ξίφει φησίν , ὡς τὸ μὴ δι ' ἐμὴν ἰότητα . δεῦρό γ ' ἀεὶ ] ἕως δεῦρο .
5160680 λωτευντα
Τρῶες δὲ προύτυψαν ἀολλέες ἀντὶ τοῦ προέτυψαν , καὶ πεδία λωτεῦντα , ἀντὶ τοῦ λωτεύοντα . καὶ τὸ ὑφαιρεῖν τὸ
αὐτὴν Ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους καλύπτειν καὶ πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα , καί τ ' ἐφ
5105666 ξηρανθεισαν
φυσικώτερον ἀνάγουσιν , Εὐριπίδης μὲν φάσκων ἐρᾶν μὲν ὄμβρου γαῖαν ξηρανθεῖσαν , ἐρᾶν δὲ σεμνὸν οὐρανὸν πληρούμενον ὄμβρου , πεσεῖν
τῆς καλῆς κράδης τὴν τριπετῆ τῶν σύκων πόσιν τὴν ἱκανῶς ξηρανθεῖσαν καὶ ὀμφαλόεσσαν ἐν νέκταρι μίξαις τριπετῆ οὖν οἱονεὶ τριπέτηλον
5049124 χαλασθεις
διὰ τέσσαρα κύκλος : κείνου δ ' ἡμίτονον φαίνων ἀνίησι χαλασθείς , τοῦ δὲ τόσον φαέθων ὅσον ὄβριμος Ἄρεος ἀστήρ
διὰ τέσσαρα κύκλος : κείνου δ ' ἡμίτονον Φαίνων ἀνίησι χαλασθείς , τοῦ δὲ τόσον Φαέθων ὅσον ὄβριμος Ἄρεος ἀστήρ
5039999 θαλπνοτερον
Ἔλδεαι , φίλον ἦτορ , Μηκέτ ' ἀελίου σκόπει Ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέραι φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δι ' αἰθέρος .
τὸ δὲ ὅλον εἰπεῖν : ὥσπερ ἐν ἄστροις ἥλιον εἴποις θαλπνότερον , οὕτως ἐν ἀγῶσι προκρίναις Ὀλυμπίαν . αἰθέρος ἐρήμας
4976541 κρηναιον
ἔν τε Βοιωτῶν χθονὶ διώλλυθ ' , οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος δίψῃ πονοῦντες , οἱ δ ' ὑπ '
, ὅθεν ὁ Πρωτεσίλαος πρῶτος τῆς νεὼς πηδήσας ἀπέθανε . κρηναῖον : φασὶ γὰρ ὅτι πηδήσαντος τοῦ Ἀχιλέως ἐκ τῆς
4972818 Μινωϊ
κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν τῆς θεραπείας καιρὸν ἠκολούθει τῷ Μίνωϊ νεανίας εὐειδὴς , ὄνομα Ταῦρος , οὗ Πασιφάη ἔρωτι
δοτικὴν ποιεῖ ὁμότονον καὶ ὁμόχρονον , ἔρωτος ἔρωτι , Μίνωος Μίνωϊ , Αἴαντος Αἴαντι . τὸν Αἴαντα : πᾶσα δοτικὴ
4956862 ταυροιο
τε χύτλα καὶ εὐχωλὰς μειλίγματ ' ἐνὶ χθονὶ χεύῃ θελγομένου ταύροιο κλυτοῦ μένει ἠελίοιο , καὶ τότε δὴ πεφύλαξο πόλει
μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ ' ἁλμυρὸν ὕδωρ . Στέψασθαι δ
4940272 λιβανοιο
θύου ἢ σμύρνης ἢ εὐόδμου καλάμοιο ἢ καὶ θεσπεσίοιο πεπαινομένου λιβάνοιο ἢ κασίης : ἐτεὸν γὰρ ἀνὰ χθόνα λύσατο κείνην
Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν εἶπε ἐπεὶ περίκειται ἡ λιβανωτὶς τοῖς κλάδοις
4926931 κουριδιαν
περάσας ἀφίκοιθ ' ἱερᾶς ποτὶ βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς ποτὶ ματέρα κουριδίαν τ ' ἄλοχον πάϊδάς τε φίλους . ὁ δ
πάντα μὰψ οἴχεσθ ' ἀνάγοντες : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν κουριδίαν , ὡς ἐκ παρθενίας αὐτὴν ἔσχεν ὁ Μενέλαος ,
4923606 Ἀρκαδιαι
Δαμάστης καὶ Φύλαρχος ἱστορήκασιν . . : ἐν δ ' Ἀρκαδίαι καὶ λοιδορίαν τοῦ Πυθέου καὶ τοῦ Δημοσθένους γενέσθαι πρὸς
Ἥλιος διένειμε τὴν χώραν , καὶ ἔλαβεν Ἀλωεὺς τὴν ἐν Ἀρκαδίαι , τὴν δὲ Κόρινθον Αἰήτης . Αἰήτης δὲ μὴ
4903685 σχεθεμεν
, καθάπερ καὶ Πίνδαρος λέγει τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακῇ σχεθέμεν μεγάλῃ . τοῦτον γοῦν μαθὼν τὸν χρησμὸν θύσας τῷ
μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος τὸν μονοκˈρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ , εὖτ ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθˈμῶν ἐς
4813147 ἀμερσεν
, μαντιπόλου Φοίβοιο χολωσάμενος περὶ νίκης , καί οἱ φέγγος ἄμερσεν , ἀναιδέα φῦλα δ ' ἔπεμψεν ἁρπυίας , πτερόεντα
τ ' ἀμέρδει αὐχμηροὺς , τέκνων δὲ γονῆς ἢ πάμπαν ἄμερσεν , ἢ ἕνα τηλύγετόν περ ἐνὶ μεγάροισιν ἔδωκεν :
4787735 Τοξευτῃ
τοι τούτων μᾶλλον Κρόνος Ὑδρηχόῳ , Ζεὺς δ ' ἐνὶ Τοξευτῇ καὶ Σκορπίῳ ἥδεται Ἄρης , Κύπρις δ ' ἐν
ἠδὲ Λέοντι δῖα Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ '
4782121 ἁλωος
φηγοὶ Πανὸς ἄγαλμα , γογγυλίδας σπείροις δὲ κυλινδρωτῆς ἐφ ' ἅλωος ὄφρ ' ἂν ἴσαι πλαθάνοισι χαμηλοτέροις θαλέθωσι : βουνιὰς
τῆς βουνιάδος μνημονεύει : γογγυλίδας σπείροις δὲ κυλινδρωτῆς ἐφ ' ἅλωος , ὄφρ ' ἂν ἴσαι πλαθάνοισι χαμηλότεραι θαλέθωσι .
4767370 κατηρε
σῖτον ἀπὸ Βοσπόρου τῷ Ῥωμαίων κομιζούσας στρατοπέδῳ , πλησίον Σινώπης κατῆρε : καὶ οἱ περὶ Κλεοχάρην καὶ Σέλευκον ἀνταναχθέντες Σινωπικαῖς
νῆσον : νύκτωρ δ ' ἀνήχθη , καὶ τῇ ὑστεραίᾳ κατῆρε περὶ τετάρτην ὥραν τριακοσίους καὶ εἴκοσι σταδίους τοῦ διάπλου
4739150 Κωλιαδα
ἄνεμος ζέφυρος ἐξέφερε τῆς Ἀττικῆς ἐπὶ τὴν ἠιόνα τὴν καλεομένην Κωλιάδα , ὥστε ἀποπεπλῆσθαι τὸν χρησμὸν τόν τε ἄλλον πάντα
ἀκτῆς , ἐφ ' ἧσπερ ἡρπάγη , ναὸν ἱδρύσατο , Κωλιάδα δὲ προσηγόρευσε τὸν τόπον ἀπὸ τῶν κώλων , ἃ
4737008 Ψυχοστασιαν
τοῦ χωρίου πεπλάσθαι , ὡς καὶ αὐτὸ προεδηλώθη , τὴν Ψυχοστασίαν τῶι Αἰσχύλωι κῆρε νοήσαντι τὰς ψυχάς , ὡς καθόλου
. . . . . , . : πρὸς Αἰσχύλον Ψυχοστασίαν γράψαντα καὶ τὸ κήρ ἀκούσαντα οὐκ ἐπὶ τῆς Μοίρας
4735488 εὐηλιον
παλίσκιον , ψυχεινόν , εὐχείμερον , ἀλεεινόν , ὑπόθερμον , εὐήλιον , δίκαιον ταῖς ὥραις , καλῶς οὐρανοῦ κείμενον ,
καὶ ὁ χυλὸς ἐρυθρός . φιλεῖ δὲ λιπαρὰν γῆν , εὐήλιον , δρυμοὺς καὶ γεώλοφα : πλεονάζει δ ' ἐν
4693375 δακτυλικος
: τὸ ιδʹ ” ἀλλ ' ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον “ δακτυλικὸς τετράμετρος : [ τὸ ιεʹ ] ” ἀθανάταις ἰδέαις
δίμετρον : τὸ ζʹ ⌋ ” τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα “ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ ηʹ ” καρπούς τ ' ἀρδομέναν
4692661 Δημητερα
ἰάλλω Ἰητὴρ ἑτάρῳ δῶρον ἀοιδοπόλῳ , Ὀφθαλμῶν μὲν ἄκος , Δημήτερα τῶν ὑποχεῖσθαι Ἀρχομένων , ὑπ ' ἐμῆς δ '
α δισυλλάβων , ἀβλῆτος ἀβλῆτα , λιμένος λιμένα , Δημήτερος Δημήτερα , Διομήδεος Διομήδεα , καλοῦ καλόν , μάντιος μάντιν
4692535 προσεδραμεν
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
4665360 χωνευε
γράμμα αʹ , καὶ ἀργύρου πρωτείου ἀραιωθέντος γράμματα γʹ , χώνευε καὶ ποίει πέταλα , καὶ χρίσον τοῦ σιδήρου τοῦ
καὶ τῇ ἐμβαφείᾳ . Λαβὼν χαλκὸν λευκὸν μνᾶν μίαν , χώνευε : ἐπίπασον ἅλας λευκὸν μετὰ στυπτηρίας , ἴσον ,
4659905 μετεμορφωσε
δὲ ὑφ ' Ἥρας τῆς μὲν κόρης ἁψάμενος εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν , ἀπωμόσατο δὲ ταύτηι μὴ συνελθεῖν : διό
. ἀγανακτήσασα οὖν ἡ Ἥρα εἰς ἀπρεπῆ τὴν ὄψιν ὄρνιν μετεμόρφωσε πολέμιόν τε καὶ στυγητὴν κατέστησε τοῖς τιμήσασιν αὐτὴν Πυγμαίοις
4656790 ἀποσεισαμεναι
] αὐγάζει . μαρμαρέαισιν ] λελαμπρυσμέναις , λαμπροτάταις . . ἀποσεισάμεναι ] ἀποτιναξάμεναι , ἀποβαλοῦσαι . , ἀποβαλόμεναι . ἀποσείω
ἐν αὐγαῖς “ ὅμοιος : τὸ ιδʹ ” ἀλλ ' ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον “ δακτυλικὸς τετράμετρος : [ τὸ ιεʹ
4644312 Θειας
ἀνδρείου καὶ ἰσχυροῦ τύχοις . Παροιμία δέ ἐστιν ἐντεῦθεν : Θείας τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρὸς ἐγένοντο παῖδες δύο : οὗτοι τοὺς
τῆς ψυχῆς θείας ἔστι πάντῃ πάντως καὶ μακρᾶς διηγήσεως . Θείας μὲν ἐπειδὴ περὶ τῶν οὕτω μεγάλων πραγμάτων οἱ ἐνθουσιῶντες
4612583 ἐβρωθη
πολυφάγον φησί . λέγουσι δὲ αὐτὸν εἶναι καὶ ἀνδρεῖον . ἐβρώθη δὲ ὑπὸ κυνῶν : ἐλθὼν γὰρ εἰς ὄρος καὶ
γεγονέναι . καταδικασθεὶς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἐθηριομάχησε καὶ προσδεθεὶς ξύλῳ ἐβρώθη ὑπὸ ἄρκτου [ τοῦτο γὰρ καὶ τῇ χειρὶ συμβαίνει
4608985 Ἀστραιον
ἀρχαῖον πατέρ ' ἔμμεναι , εἰ μὴ ἄρα τὸν μὲν Ἀστραῖον ποιητὴν τῶν ἀστέρων ὑποβάλλει , τὸν δὲ Δία κοσμητὴν
Δία ἔοικεν ἀναφέρειν , τὴν δὲ γέννησιν καὶ ἔννοιαν εἰς Ἀστραῖον : περὶ μὲν γὰρ τοῦ Διὸς λέγων ἐπιφέρει αὐτὸς
4599947 Νεριον
μδʹ γοʹʹ [ Ἀρτάβρων ] Ἀρτάβρων λιμὴν εʹ γʹʹ μεʹ Νέριον ἀκρωτήριον εʹ δʹʹ μεʹ Ϛʹʹ Ἡ δὲ ἀρκτικὴ πλευρὰ
τοῦ ἱεροῦ ἀκρωτηρίου μέχρι τῆς πρὸς Ἀρτάβροις ἄκρας ἣν καλοῦσι Νέριον : τέταρτον δὲ τὸ ἐνθένδε μέχρι τῶν βορείων ἄκρων
4597368 ἀνεχωρησα
' ] ' νέκαμψ ' . ' νέκαμψ ' ] ἀνεχώρησα . ἀπὸ τοῦ ” ἐξέπτυσα “ δῆλόν ἐστιν ,
εἰδωλίου ἀπελθὼν κατήνεγκα αὐτὸ εἰς τὸ ἔδαφος , καὶ οὕτως ἀνεχώρησα εἰς τὸν οἶκόν μου , κελεύσας ἀσφαλισθῆναι τὰς θύρας
4584943 ἐπαλειψας
τὴν Σειρήνων ᾠδὴν οὐ κηρῷ τὴν ἀκοήν , πόθῳ δὲ ἐπαλείψας τῆς πόλεως . χρηστὸς βασιλεὺς [ . . .
στέαρ συὸς παλαιὸν , ξυμμίξας ῥητίνῃ καὶ ἀσφάλτῳ , αὐτὸ ἐπαλείψας ἐς ὀθόνιον , θερμήνας πρὸς πῦρ , ἐπιθεὶς ἐπιδεῖν
4580783 ἐνεντες
Αἰγεσταῖοι δὲ τοῖς πολιορκοῦσι νυκτὸς ἀπροσδοκήτως ἐπιθέμενοι , καὶ πῦρ ἐνέντες ταῖς κατὰ τὴν παρεμβολὴν σκηναῖς , εἰς πολλὴν ταραχὴν
ἀκροστόλια περιέσπασαν , ὕλην δὲ ξηρὰν καὶ δᾷδας ταῖς ναυσὶν ἐνέντες ἐνέπρησαν . τούτων δὲ περὶ ταῦτ ' ὄντων οἱ
4575980 διηθων
] καὶ ὁ τριπτὴρ εἶδος ὑλιστῆρος , ὁ τὰ τριβόμενα διηθῶν ἢν δέ τις ἀζαλέῃ : ἐὰν δέ τις ,
κείμενος , καὶ τὸ ἀπορρέον τοῦ σώματος ὑγρὸν εἰς κύστιν διηθῶν . ἥ γε μὴν κύστις κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν τῶν
4568176 περιεζωσμενοι
βίον ἀνυπόδετοι γʹ σφενδόνας κατέχοντες , μίαν τῷ τραχήλῳ ἑτέραν περιεζωσμένοι τῇ ὀσφύι καὶ τρίτην τῇ χειρὶ κατέχοντες , ὅπου
παρῆλθε , καὶ τὸν νεὼν περιέστησαν οἱ στρατευόμενοι ξιφίδια ἀφανῶς περιεζωσμένοι , Καννούτιος δὲ πρότερον ἐδημηγόρει κατὰ τοῦ Ἀντωνίου .
4554232 Ἀκορου
ἐνίοτε δὲ καὶ τὸν λίθον ἀπὸ μιᾶς πόσεως ἐκφέρει . Ἀκόρου , μείου , φοῦ , ἀσάρου , σαρξιφάγου ,
ἔξωθεν λίθων δύνασθαι θρυβεῖν , ὡς τὸ πρὸ αὐτοῦ : Ἀκόρου , φοῦ , ὑπερικοῦ ἀνὰ ⋖ Ϛʹ , πράσου
4550140 ἐγγεγραμμενην
τῷ συμπεράσματι , καὶ διὰ παραδείγματος δείκνυσι τὴν ἐν ἡμικυκλίῳ ἐγγεγραμμένην γωνίαν παραλαμβάνων . τίς μὲν οὖν ἡ ἐν ἡμικυκλίῳ
εἰσεκομίσθη γράμματα τρόπῳ τοιῷδε . Ἄνθρωπος ἐπέμφθη ἐπιστολὴν ἔχων φύλλοις ἐγγεγραμμένην , τὰ δὲ φύλλα ἐφ ' ἕλκει καταδεδεμένα ἦν
4546411 ἠλιβατοι
, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι πέτραι τ ' ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα . στῆ δ ' ἄρ '
: γλαυκὴ δέ ς ' ἔτικτε θάλασσα πέτραι τ ' ἠλίβατοι , ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής . οἱ δὲ
4544361 κυπαρισσινον
τοῦ Θεοῦ . Οἰκοδομεῖν δὲ ἐναλλὰξ δόμον λίθινον καὶ ἔνδεσμον κυπαρίσσινον , πελεκίνοις χαλκοῖς ταλαντιαίοις καταλαμβάνοντας τοὺς βʹ δόμους .
ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ : τό σφ ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθˈρον ἀμφ ' ἀνδριάντι σχεδόν , Κρῆτες ὃν τοξοφόροι
4541156 ἐξενιτευσε
μειζόνων φιλίας ἀρρενικῶν τε καὶ θηλυκῶν . τῷ λαʹ ἔτει ἐξενίτευσε καὶ ἐπὶ τῆς ξένης ἡδέως μὲν καὶ ἐπωφελῶς κατ
, κλίμα αʹ . τῷ ιηʹ ἔτει σὺν ἐπισήμῳ γυναικὶ ἐξενίτευσε διὰ φιλίαν καὶ δόξαν καὶ πρὸς ἄλλην συνήθειαν καὶ
4533047 κατεσπασε
καὶ τὸ ἐπὶ τῷ Θεοῦ προσώπῳ φρούριον ἐπιτεθέν , ἃ κατέσπασε Πομπήιος , ἀφ ' ὧν τήν τε Βύβλον κατέτρεχον
μὴ λογίζοιτο , ὡς νύκτωρ ἐς τὸ ἱερὸν παρῆλθε καὶ κατέσπασε τὰ ἀναθήματα καὶ τοῦ ξοάνου ἥψατο , κατηγοροίη δὲ
4527580 Θευθ
φύσις ἐστὶν ἡ μεταξὺ , διὰ τοῦτο ἐμνήσθη τοῦ δαίμονος Θεὺθ , τοῖς ὑφειμένοις ἡμῖν τὴν μετάδοσιν τῶν εὑρεμάτων ποιουμένου
. Καὶ λέγει μῦθόν τινα , ὃν ἤκουσε περὶ τοῦ Θεὺθ καὶ Ἄμμωνος , ὡς ἄρα ὁ Ἑρμῆς εὗρε πρὸς
4523733 ἀπωμοσατο
Ἥρας τῆς μὲν κόρης ἁψάμενος εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν , ἀπωμόσατο δὲ ταύτῃ μὴ συνελθεῖν : διό φησιν Ἡσίοδος οὐκ
! τῷ : περσίη , ἧς τ ' ἕνεκεν πένθος ἀπωμόσατο , ἰωνίζοντος πολλάκις τοῦ Καλλιμάχου ὑπολαβόντος αὐτοῦ καὶ τ
4516538 σεληνων
ἐδόκει δὲ παραπορευόμενος τοῦ κοινοῦ ἀφέξειν πρὸς μεσημβρίαν πλεῖον τριῶν σεληνῶν : ὥστε ἐπέχειν πάλιν κατὰ τὰς ἡμετέρας ἀρχὰς Ταύρου
λʹ ] . πέμπτον δὲ ὑποτίθεται τὸ τῆς σκιᾶς πλάτος σεληνῶν εἶναι δύο , ἕκτον δὲ τὴν σελήνην ὑποτείνειν ὑπὸ
4510567 ἐπιστησασα
δι ' ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον ὄμματ ' ἐπιστήσασα ? [ ] ? κατ ' ἀστερόεσσαν [ ]
ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον [ ] ὄμματ ' ἐπιστήσασα [ ] κατ ' ἀστερόεσσαν [ ] Ἅμαξαν [
4503730 Κουρουλα
τοῦ τε διὰ τοῦ Κῶρυ ἀκρωτηρίου καὶ τοῦ διὰ τῆς Κούρουλα πόλεως , σταδίων μὲν ἑξακοσίων σεʹ , μοίρας δὲ
. . . . . . . ρκζ ιϚ Ϛʹ Κούρουλα πόλις . . . . . . . .
4491466 περιθεουσης
πρότερον λεχθέντι ἀμφισβατέων λέγεται , ὡς ἐπ ' ἀσπίδος αἰεὶ περιθεούσης καὶ οὐδαμὰ ἀτρεμιζούσης ἐφόρεε ἐπίσημον ἄγκυραν , καὶ οὐκ
τι χωρίον ἡγεῖτο προβεβλημένον τοῦ ἄστεος . ἐγὼ δὲ κύκλῳ περιθεούσης αἱμασιᾶς τὸ χωρίον βίᾳ πως ἐντὸς γεγονώς , ὡς
4490045 Βρεττιος
ποιησάμενος ἔπεισε τὰ Ῥωμαίων φρονεῖν , ὥστε καὶ συνθέμενος ὁ Βρέττιος ἔδειξε , καθ ' ὃ μέρος χρὴ προσβαλεῖν τοῖς
παρὰ Φαβίῳ . τούτου τῆς ἀδελφῆς καλῆς οὔσης ἐν Τάραντι Βρέττιος ἤρα ἀνὴρ ὑπὸ Ἀννίβου τὰ τείχη φυλάττειν πεπιστευμένος .
4489556 μεταβασαι
τὰς φρένας ἐν ἱμέρῳ καὶ τῇ σῇ ἐπιθυμίᾳ , ὥστε μεταβᾶσαι καὶ μετενεγκεῖν εἰς τὸ ὕπατον καὶ ὑπερεξοχώτατον δῶμα τοῦ
Πέλοπος . καὶ ἔστι τὸ ὑπερβατὸν οὕτω : Διὸς δῶμα μεταβᾶσαι δευτέρῳ χρόνῳ , ἔνθα ἦν καὶ Γανυμήδης : ἔξωθεν
4488805 ὀρνυμενος
ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακεν φρένας ,
ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακε φρένας ,
4482640 ὑδρευσασθαι
Ἀμφιφορίτης : ὅτι ἐν Αἰγίνῃ ἔδραμον περὶ τὴν Ἀσωπίδα κρήνην ὑδρεύσασθαι , ὅθεν καὶ ἀγὼν ἄγεται Ἀμφιφορίτης λεγόμενος παρὰ τοῖς
Ἄρεως κατασταθεὶς τῆς Δίρκης πρὸς τὸ μηδένα ἀπ ' αὐτῆς ὑδρεύσασθαι : Ἄρεος ὠμόφρων φύλαξ : ὡς τὸ βασιλέως ἄρχων
4482335 ἀμυδροις
ὁρῶμέν τινα στήλην χαλκοῦ πεποιημένην , Ἑλληνικοῖς γράμμασιν καταγεγραμμένην , ἀμυδροῖς δὲ καὶ ἐκτετριμμένοις , λέγουσαν Ἄχρι τούτων Ἡρακλῆς καὶ
τοῦ δ ' ἐν Πυθίου ἔτι καὶ νῦν δῆλόν ἐστιν ἀμυδροῖς γράμμασι λέγον τάδε : μνῆμα τόδ ' ἧς ἀρχῆς
4479026 ἐκκαιομενον
ἐργάζεται καὶ εἰϲ ἀνέμου χρονίου ῥύϲιν ποιεῖ τὸ κατὰ βραχὺ ἐκκαιόμενον . κοινῶϲ μὲν οὖν πᾶϲ ἄνεμοϲ ἐκτενεϲτέραν ἀπόλαυϲιν ἀέροϲ
ἐσθιόμενα , σύμφυτον πετραῖον διαμασώμενον , καταπλασσόμενα δὲ ὠφελεῖ στόμαχον ἐκκαιόμενον , πολύγονον , σέρις , σόγχος , σέλινον κηπαῖον
4474898 καταβαπτειν
πινόμενον μετ ' οἴνου : ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγράν , ἔπειτα εἰς οἶνον ἀποκλύζοντα πίνειν
τὰ μὲν ἄκρα διαδεσμεύειν ἢ καὶ εἰς ζεστὸν ὕδωρ αὐτὰ καταβάπτειν , κατὰ δὲ τοῦ στόματος τῆς κοιλίας πλατύστομον σικύαν
4470251 πλησον
. Αἴσωπε , τὸ βαλανεῖον ὑπόκαυσον . Αἴσωπε , ὕδωρ πλῆσον . Αἴσωπε , τοῖς κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα
, παράσχες Αἰγαῖον πόρον τρικυμίαις βρέμοντα καὶ δίναις ἁλός , πλῆσον δὲ νεκρῶν κοῖλον Εὐβοίας μυχόν , ὡς ἂν τὸ
4461610 Νηρει
' οὕτως ὁ κωμικός : πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ' ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ
διαναπαῦσαί τε τὴν ἀκοὴν καὶ ἐφηδῦναι τὸν λόγον . τῷ Νηρεῖ τῷ θαλαττίῳ , ὅνπερ οὖν ἀληθῆ τε καὶ ἀψευδῆ
4457393 ὀπαζομενος
ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισι χειμάρρους κατ ' ὄρεσφιν ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ , πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας , πολλὰς
τὸ καταφέρεσθαι ὡς ἐν ἐκείνοις : χειμάρρους κατ ' ὄρεσφιν ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ , ποτὲ δὲ τὸ ἐπιλέγεσθαι ὡς ἐκεῖ
4443218 ἐτειρετο
ἔμεινε μόνος , οὔ τι ἑκὼν , ἀλλ ' ἵππος ἐτείρετο , τὸν βάλεν ἰῷ δῖος Ἀλέξανδρος , Ἑλένης πόσις
τοῖον γὰρ ὑποτρομέουσιν ἅπαντες : ἀλλ ' ἐμὸς ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ . νῦν δ ' ἰθὺς μεμαῶτε μαχώμεθα
4440298 καθιδρυσιν
φέροντες μηδὲ οὗτοι τὴν ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου τοῦ Βοτανειάτου καθίδρυσιν , ἅτε καὶ τοῦτον σὺν ἑαυτοῖς ἀποστάτην κατὰ τοῦ
' ἀέρος ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης , καὶ πρὸς καθίδρυσιν ἑαυτῆς καὶ τιμὰς αἰωνίους ἐκλελέχθαι τὸν εὐσεβέστατον ἁπάντων τῶν
4428539 ἀκανθινον
. : Κτησίας δ ' ἐν Καρμανίᾳ φησὶ γίνεσθαι ἔλαιον ἀκάνθινον , ᾧ χρῆσθαι βασιλέα : ὃς καὶ καταλέγων ἐν
. : Κτησίας δ ' ἐν Καρμανίαι φησὶ γίνεσθαι ἔλαιον ἀκάνθινον , ὧι χρῆσθαι βασιλέα : ὃς καὶ . .
4427899 τριστοιχους
τοὺς ὀδόντας , κατὰ δὲ τὴν Ἴωνος τοῦ Χίου δόξαν τριστοίχους Ἡρακλῆς . ὀνόματα δ ' ἐξ ὀδόντων σίδηρος ὠδοντωμένος
τοὺς ὀδόντας , κατὰ δὲ τὴν Ἴωνος τοῦ Χίου δόξαν τριστοίχους Ἡρακλῆς . , : βομβυλιὸς δὲ τὸ στενὸν ἔκπωμα
4425919 κασιαν
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς
4420890 Ὑπερηνορα
ἀνδράγρια . . Ἀτρείδης δ ' ἄρ ' ἔπειθ ' Ὑπερήνορα ποιμένα λαῶν οὖτα κατὰ λαπάρηνἡ διπλῆ ὅτι οὗτος ἴσως
προείρηται γὰρ ” Ἀτρείδης δ ' ἄρ ' ἔπειθ ' Ὑπερήνορα ποιμένα λαῶν / οὔτασε ” , καὶ ἴσως κατὰ
4408366 ἰταλικους
ἐναρίξατο : ἔσφαζεν . φῶτας : ἀνθρώπους . Βαλίους : ἰταλικούς . Μόθοισιν . τοῖς ἐν σταδίοις μόθοις . Οἰνείδης
γλεύκους ἀμιναίας σταφυλῆς τοῦτ ' ἔστι στυφούσης λευκῆς ξε ρνʹ ἰταλικούς , ἑλενίου λι ιβʹ , ἀσπαλά - θου λι
4408278 μιξασα
μία τις αὐτῶν κηρία μέλιτος εὑροῦσα πρώτη ἔφαγε καὶ ὕδατι μίξασα ἔπιε , καὶ τὰς ἄλλας δὲ ἐδίδαξε , καὶ
πόλιν μόνη παρῆλθες τῷ θαύματι , τοσοῦτον κάλλος τῷ μεγέθει μίξασα , ὡς καὶ τοὺς ἐκείνης οἰκήτορας οὐκ ἔχειν ὅ
4407988 ἐκυει
ἄρα ᾔδη ἰφθίμην ἄλοχον Σθενέλου Περσηϊάδαο . ἣ δ ' ἐκύει φίλον υἱόν , ὃ δ ' ἕβδομος ἑστήκει μείς
κόλπον καρπὸς μὲν ἐκεῖνος ἦν αὐτίκα ἀφανής , αὐτὴ δὲ ἐκύει : τεκούσης δὲ τράγος περιεῖπε τὸν παῖδα ἐκκείμενον .
4405508 ἐκομισσεν
μέγαν ἤγαγες αἶνον . Αὐτὸς δ ' οἱ δηναιὰ πατὴρ ἐκόμισσεν ἀπ ' αὐτῆς Μέμφιδος , ὁππότε νηῒ πολυζύγωι ἤλυθεν
ἐς ὁλκάδα : τοῖσι δ ' Ἀθήνη ἀμβροσίῃ κεράσασα θεῶν ἐκόμισσεν ἐδωδὴν δεῖπνον ἔχειν , ἵνα μή τι πανημέριοι λοχόωντες
4402299 εὐχροον
ἐϲ ἄκρουϲ πόδαϲ καὶ ἀνὰ ῥῖνα : τὸ δὲ πρόϲωπον εὔχροον : ϲφυγμοὶ ἐϲ μέγεθοϲ ἠρμένοι , ἄτρομοι , ϲφοδροί
ἔσω περὶ ἀρτηρίην καὶ φάρυγγα , ὑπεσύριζε κερχναλέον : πρόσωπον εὔχροον , ἐπὶ γνάθοισιν ἐρύθημα , οὐ κατακορὲς , ἀλλ
4402124 περιζωστραν
ἢ ταινίδιον , τὸ δὲ περὶ τῇ κοιλίᾳ περίζωμα ἢ περιζώστραν . τὸ δὲ περὶ τοῖς αἰδοίοις , οὐ μόνον
μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι . ὡς δὴ παχεῖαν τὴν περιζώστραν ἔχει . τρίκλινον δ ' εὐθέως συνήγετο καὶ συναυλίαι
4399046 ῥηξαντος
βροντὴν ἐνδέχεται γίνεσθαι , πλείονος γενομένου καὶ πνευματωθέντος ἰσχυρότερον καὶ ῥήξαντος τὸ νέφος διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ὑποχωρεῖν εἰς τὰ
” οἶνος καὶ ἀλήθεια , “ τοῦ Διονύσου καὶ τότε ῥήξαντος αὐτοῖς παρὰ πότον τὴν ἐπικρυπτομένην στάσιν , διαλύεται μὲν
4395057 ὑποψαμμος
τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν : οὐ γὰρ στέριφος οὐδ ' ὑπόψαμμος ὁ βυθός , ὅθεν οὐδὲ ναυσίν , ὅτι μὴ
πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά ,
4393831 ἀντιρροπους
ἕτεροι βέλη , Μήδους δὲ καὶ Πέρσας καὶ Φοίνικας κατέπληττες ἀντιρρόπους δεικνὺς ταῖς ναυσὶν αὐτῶν τὰς Ἀττικὰς δεξιὰς καὶ δηλῶν
ἦρξαν καὶ ἐπὶ μέγα δυνάμεως ἤλασαν , ὡς καὶ Ῥωμαίοις ἀντιρρόπους μάχας θέσθαι , ἐνίοτε δὲ καὶ μεθ ' ἑαυτῶν
4391427 νασῳ
' εὐπλόκαμος [ νύμφα - ] [ φερεκυδέϊ ] [ νάσῳ ] [ – ˘˘ – ] πρύτανιν [ –
Ἀσίας οὐκ ἐπακούω , οὐδ ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν φύτευμ ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν , ἐγχέων
4383452 λευκωσεως
εἰς τὸν ξανθὸν , καὶ ἄλλοι ἄλλας : τῆς μέντοι λευκώσεως οὐδεὶς κατηξίωσεν μνημονεύσας , εἰ μὴ ἐγώ : ἣν
Ὁ πρῶτος τῆς ταριχείας τρόπος ἐστὶν ὁ τῆς τοῦ θείου λευκώσεως καθόσον ἡ χρεία καλεῖ , τοσοῦτον προδίδοται : τὸ
4375498 λυγρας
ἀνδρὶ πρὸς τὸ Τρωϊκὸν πόλισμα , πρῶτον μὲν νόσου παύσῃ λυγρᾶς , ἀρετῇ τε πρῶτος ἐκκριθεὶς στρατεύματος , Πάριν μέν
ὁ ἀπὸ τῶν κρειττόνων χωρισμὸς ἄγει , ὃν διὰ τῆς λυγρᾶς μοίρας ᾐνίξατο τῆς ποιούσης ἡμᾶς ἔξω θείου χοροῦ :
4375332 κατεχωσεν
καὶ τὸ βλέπον τῆς διανοίας καὶ προσήλωσε τῷ σώματι καὶ κατέχωσεν ἂν αὐτῆς τὴν ἐπὶ τὰ ὄντως ὄντα μεταβατικὴν ὁρμήν
διὰ τὸ μὴ ἐπάγεσθαι ἀμυντήριον . Ὁ δὲ λίθους ὕσας κατέχωσεν αὐτούς . Ὅθεν τὸ Λίθινόν ἐστι πεδίον ἐκεῖσε οὕτω
4368529 θυμιατε
ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵτε τὰς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐράνιαι πτάμεναι νόημα ποττὰν
καὶ Πίνδαρος : αἵ τε τὰν χλωρὰν λίβανον ξανθὰ δάκρυα θυμιᾶτε . ⌋ Λιβδοῦμεν : ἀπὸ τῆς λιβάδος , οἱονεὶ
4359067 ἐυμμελιω
ὅταν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐυμμελίω Πριάμοιο . ” Πολυβίου δ ' αὐτὸν ἐρομένου σὺν
ἵππου δουρατέοιο μάλ ' ἀτρέμας ἔνθα καὶ ἔνθα πλευρὰ διεξώιξεν ἐυμμελίω ὑπ ' Ἐπειοῦ : βαιὸν δ ' ἐξανέδυ σανίδων
4357094 ἀγκυλομητεω
δῖος Ὀδυσσεύς , ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω . εἵλετο δ ' ὠκὺν ὀϊστόν , ὅ οἱ
ἢ ἐς δέμας Ἀρνειοῖο , οἴκους εἰς Ἄρεως ἢ ἀστέρος ἀγκυλομήτεω , Αἰγοκέρωτα καὶ Ὑδροχόον , στρατίῃσιν ἔνεσται κεῖνος ἀνήρ
4352137 ὁπλισαντα
ἀκμὴν φωτὸς κελάδοντος , ἀλκῇ τριγλώχινι νόον ψυχήν θ ' ὁπλίσαντα , πᾶν τριάδος σύνθημα βαλεῖν φρενὶ μηδ ' ἐπιφοιτᾶν
κελεύομεν αὐτὸν τιμωρεῖσθαι , ὡς γυμνώσαντα αὑτὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὁπλίσαντα . Χρὴ ἐν ἑνὶ τόπῳ στρατὸν πολὺν μὴ συναγαγεῖν
4344677 περιελθοντος
τὸ δὲ δεύτερον παρ ' ἕνα , ἤτοι ἐννέα : περιελθόντος δὲ τοῦ τρίτου ἀφεῖλεν ἕτερον : καὶ οὕτως ποιῶν
Ἐνιαυτός , ἔτος , δωδεκάμηνος χρόνος , ἡλίου περίοδος , περιελθόντος ἐξ ὡρῶν εἰς ὥρας τοῦ θεοῦ , τὸν κύκλον
4338426 διερχεσθω
δύνει : ἐν δὲ τῷ τῆς ἡμέρας χρόνῳ ὁ ἥλιος διερχέσθω περιφέρειαν τὴν οπʹ , καὶ τῇ ποʹ ἴση ἔστω
πεποιήσθω κατὰ τὸ Η , τὴν δὲ λοιπὴν τὴν ΗΕ διερχέσθω ἐν τετάρτῳ μέρει περιφορᾶς . Λέγω , ὅτι διὰ
4334759 Πινδαρε
ἡγεῖσθαί τε καὶ ἄρχειν . καίτοι τοῦτό γε , ὦ Πίνδαρε σοφώτατε , σχεδὸν οὐκ ἂν παρὰ φύσιν ἔγωγε φαίην
Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . ἀναλάμβανε δέ , ὦ Πίνδαρε , τὴν Δωρίαν φόρμιγγα καὶ ὕμνει τὸν Φερένικον ἵππον
4323345 χρησαμενας
ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης , νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας . Περὶ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν Ἀλκιβιάδης ἔχων τρισκαίδεκα
ἐτήσιον φορὰν πονηθείσας ἀνέσεως ἠξίωσε τοῦ διαπνεῦσαι χάριν καὶ ἀπελευθεριάσαι χρησαμένας ἀνεπικελεύστῳ τῇ φύσει . ἕτεροι δ ' εἰσὶ περὶ
4317663 συλλεαινε
τὸ ἀείζῳον λειοτριβήσας πρόσβαλε τὸν ἀφρὸν τοῦ νίτρου καὶ πάλιν συλλέαινε : τὰ δὲ τηκτὰ τήξας κατάχεε ἐν τῇ θυΐᾳ
παραχέων τι τοῦ ἐλαίου , ἐπίβαλλε καὶ τὰς λεκίθους καὶ συλλέαινε . τὸ δὲ στέαρ ἐξυμενίσας καὶ κόψας ἐν θυίᾳ
4312221 Δαρειογενης
ἑδράνων φύλακες , κατὰ πρεσβείαν οὓς αὐτὸς ἄναξ Ξέρξης βασιλεὺς Δαρειογενὴς εἵλετο χώρας ἐφορεύειν . ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ
ἄναξ : οὓς αὐτὸς ὁ Ξέρξης κατέλιπεν κατὰ τιμήν . Δαρειογενὴς Δαρείου υἱός : καὶ μὴν Δαρεῖοι τρεῖς . τούτων
4308999 κροκους
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
4308819 φανοτατῳ
μικρὰ συλλογιζομένην ἀκρίβειαν περιπατητικὴν εἰς τὴν διὰ Προμηθέως τινὸς ἅμα φανοτάτῳ πυρὶ καταπεμφθεῖσαν διαλεκτικήν , αὐτοψίαν τε καθαρώτατον οὖσαν νοῦ
προσεχῶς αὐτῆς ἐξηρτημέναι τῆς σοφίας καὶ δι ' αὐτῆς ἅμα φανοτάτῳ πυρὶ τῷ γένει δωρηθεῖσαι τῶν σωθήσεσθαι μελλουσῶν ψυχῶν .

Back