ἄρα ᾔδη ἰφθίμην ἄλοχον Σθενέλου Περσηϊάδαο . ἣ δ ' ἐκύει φίλον υἱόν , ὃ δ ' ἕβδομος ἑστήκει μείς
κόλπον καρπὸς μὲν ἐκεῖνος ἦν αὐτίκα ἀφανής , αὐτὴ δὲ ἐκύει : τεκούσης δὲ τράγος περιεῖπε τὸν παῖδα ἐκκείμενον .
5911775 Πελιαδας
οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ; καλῶς γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ '
ὑπομνήματος τοῦ εἰς Πίνδαρον [ . , ] ἔγραψα : Πελιάδας κόρας : τὰς Πελίου θυγατέρας ἔπεισεν ἡ Μήδεια τὸν
5546789 διαλλαττεται
προϊὼν ἥξει . θυμοῦται μὲν γὰρ ὑπὸ τῶν πραγμάτων , διαλλάττεται δὲ ὑπὸ τῆς φύσεως . ἐκεῖνον μὲν οὖν οὐκ
ἢ ὅτι ἑκάστοτε δι ' ἔχθρας ἀλλήλοις ὄντα οὐδέποτε πιστῶς διαλλάττεται . Σύλλου φιλία καὶ Μετέλλου τοῦ Πίου : ἐπὶ
5374354 Μινωϊ
κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν τῆς θεραπείας καιρὸν ἠκολούθει τῷ Μίνωϊ νεανίας εὐειδὴς , ὄνομα Ταῦρος , οὗ Πασιφάη ἔρωτι
δοτικὴν ποιεῖ ὁμότονον καὶ ὁμόχρονον , ἔρωτος ἔρωτι , Μίνωος Μίνωϊ , Αἴαντος Αἴαντι . τὸν Αἴαντα : πᾶσα δοτικὴ
5316726 δεημα
σὺ λέγεις ; Ὡς γέλοιον , ὦ θεοί , τὸ δέημα τῆς νύμφης , ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως
. κωφὸν γὰρ εἰσάγει τὸ πρόσωπον τῆς νυμφευτρίας . τὸ δέημα ] τοῦτο πρὸς τὸ “ γελοῖον ” συνάπτεται .
5135755 Ἀλκμεωνι
. . . κἀγὼ μὲν ἄτεκνος ἐγενόμην κείνης ἄπο : Ἀλκμέωνι δ ' ἔτεκε δίδυμα τέκνα παρθένος . [ καὶ
οὐχὶ μαίνεσθαί σοι δοκεῖ κατ ' ἴσον Ὀρέστῃ τε καὶ Ἀλκμέωνι , πλὴν τοῦ σοφοῦ ; ἕνα δὲ ἢ δύο
5096620 εὐλογει
δι ' αὐτοῦ καὶ ἡ θάλασσα ὑποστρέφει καὶ ὁ κοσμὸς εὐλογεῖ σε , καὶ πᾶν ὃ ἔχει πνοὴν τὸ σὸν
ἑρμηνεύων ὑφηγεῖται , προσαγορεύεται Μωυσῆς : ὁπότε δ ' εὐχόμενος εὐλογεῖ τὸν λεών , ἄνθρωπος θεοῦ : ἡνίκα δὲ Αἴγυπτος
5033395 παρωσαμενος
, ἀλλὰ δὴ καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας , ὁ δὲ παρωσάμενος τήν τε γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας ἀδίκως ἐγκρατὴς γίνεται
ἐμφαίνεται καὶ κηδεμονικὸν τοῦ θεοῦ . αὐτὸς δὲ ὁ Λάϊος παρωσάμενος τὰς τοῦ θεοῦ ἐντολὰς , ὑπὸ τῶν αὐτοῦ φίλων
5025604 κληθησομαι
κέκλημαι : . . . Ἑλλήνων οἰκήματα : ἀντὶ τοῦ κληθήσομαι : δούλα λιποῦς ' Ἀσίαν : καταλιποῦσα τὴν Ἀσίαν
τῶν Ἑλλήνων : ἐγὼ δ ' ἐν ξένῃ γῇ δούλη κληθήσομαι λιποῦσα τὴν Ἀσίαν δούλην , θεράπαιναν , τῆς Εὐρώπης
4921772 φθαρεισαν
ἐστὶν ὁ αὐτῆς φθορεὺς , καὶ αὐτὴν τιμωρήσηται , ὡς φθαρεῖσαν ἱέρειαν οὖσαν , καὶ ἐκεῖνον δὲ ἀμύνηται , ὡς
! αὑτοῦ παῖδα [ ] [ Λειμώνην ] ? ? φθαρεῖσαν λάθρα εἰς τὸν θάλαμον [ ] ? ? [
4891898 λευκωσεως
εἰς τὸν ξανθὸν , καὶ ἄλλοι ἄλλας : τῆς μέντοι λευκώσεως οὐδεὶς κατηξίωσεν μνημονεύσας , εἰ μὴ ἐγώ : ἣν
Ὁ πρῶτος τῆς ταριχείας τρόπος ἐστὶν ὁ τῆς τοῦ θείου λευκώσεως καθόσον ἡ χρεία καλεῖ , τοσοῦτον προδίδοται : τὸ
4878872 γεννητορος
ἐκ τῶν ὠδίνων ἐς φῶς προελθοῦσαν καὶ καταλειφθεῖσαν ἔρημον τοῦ γεννήτορος καὶ δεομένην σπαργάνων , οἷον ἀδελφὴν ἁπαλὴν καὶ νεαράν
κάμφθητε τὴν ψυχὴν , αἰδέσθητε θεὸν , οἰκτείρατε γῆρας ὑμετέρου γεννήτορος , ὃς δήπου τρυχό - μενος καὶ ἀλγῶν τῷ
4801875 πολυφατος
οἰκίαν τοῦ Ἱέρωνος τὴν εὐδαίμονα : τὸ δὲ ὅθεν ὁ πολύφατος μέχρι τοῦ Κρόνου παῖδα , διὰ μέσου οὕτως :
: καυστικὸν ἢ λαμπρόν ἄεθλα : ἔπαθλα ἔλδεαι : ἐπιθυμεῖς πολύφατος : πολύφημος ἀφνειάν : πλουσίαν θεμιστεῖον : δίκαιον πολυμάλῳ
4785081 ψευδεων
, ἀπέθανεν . Φρενῖτις . Γυναῖκα , ἥτις κατέκειτο ἐπὶ ψευδέων ἀγορῇ , τότε τεκοῦ - σαν πρῶτον ἐπιπόνως ἄρσεν
τότε μὲν φωνὴν ἀκούειν αὐτοῦ , δηλονότι τοῦ Ἀπόλλωνος , ψευδέων ἄγνωστον , ἤγουν οὐ γινώσκουσαν ψεύδη , ἐνεργητικῶς :
4760768 πεπατηκας
: Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς καὶ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας : ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι
Ἀριστοφάνης : ἀμαθὴς ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὔτ ' Αἴσωπον πεπάτηκας . ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν . Πέδη τοῦ λέγειν ἡ
4745615 ἐρριζωσε
. Ἡ δὲ Κόρη ἀγωνιῶσα περὶ Κυζίκου , τὰς πέτρας ἐρρίζωσε , καὶ νῆσον ἐποίησεν , ἥτις ἀφ ' ἑνὸς
γῆν σκοπήσας ἀμφιδεξίῳ τρόπῳ ἔστησε πλῆθος χιλίανδρον τεκτόνων καὶ γῆθεν ἐρρίζωσε πυργηρουμένην πόλιν φυλάττειν τὰς στροφὰς στρατευμάτων . Ὅμηρε ,
4733269 ἰοτητα
χρήσηται ἀντὶ ἀρνητικοῦ . οἷον , Μὴ δι ' ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων ἐνοσίχθων . ἀντὶ τοῦ , οὐ δι '
, ξίφει φησίν , ὡς τὸ μὴ δι ' ἐμὴν ἰότητα . δεῦρό γ ' ἀεὶ ] ἕως δεῦρο .
4722596 ἐπαποθανειν
συναποθανεῖν ηὐξάμην σοι , Χαιρέα : πάντως δέ μοι κἂν ἐπαποθανεῖν ἀναγκαῖον : τίς γὰρ ἔτι λείπεται ἐλπὶς ἐν τῷ
ὑπὲρ πόλεως κόρην ἀνῃρηκότος κατηγορεῖ : καὶ μὴν εἴπερ ἀνέγκλητον ἐπαποθανεῖν ἐρωμένῃ , πῶς ὑπεραποθανεῖν πατρίδος ὑπεύθυνον ; Εἰ μὲν
4703708 εἰσηγαγ
, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν . πάντας δ ' Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ ' ἑταίρους , οἳ φύγον ἐκ πολέμου , πόντος
γὰρ ποιητὴς φήσας „ πάντας δ ' Ἰδομενεὺς ” Κρήτην εἰσήγαγ ' ἑταίρους , οἳ φύγον ἐκ πολέμου , „
4686003 νεμοι
περὶ αὑτῆς , ὅτι παῖδα ἔχοι ποιμένα καὶ πολλάκις αὐτὴ νέμοι τὰ πρόβατα : ἔχειν δὲ μαντικὴν ἐκ μητρὸς θεῶν
χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών , εὐμενῆ βίαν κτίσας , καὶ κράτος νέμοι γυναι - ξίν : τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ
4669344 ἀπειλεε
κομίσαι : ὃς δ ' ἂν μὴ κομίσῃ , θάνατον ἀπείλεε . Κομισθῆναί τε δὴ χρῆμα πολλὸν ἀρδίων καί οἱ
: οὐ βουλομένου δὲ τὰ πρῶτα τοῦ φυλάκου διδόναι , ἀπείλεε τά μιν λυθεὶς ποιήσει , ἐς ὃ δείσας τὰς
4669301 χυτριδι
καὶ τὼ τρίποδ ' ἐξένεγκε καὶ τὴν λήκυθον . τὰ χυτρίδι ' ἤδη καὶ τὸν ὄχλον ἀφίετε . ἐγὼ καταθήσω
τὸν ἐραστὴν φιλῶν . ἐμπειρικῶς ἐγὼ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως τέτταρα χυτρίδι ' ἀκράτου τῆς τ ' ἀδελφῆς προσλαβὼν τῆς τοῦ
4666734 ἐπιστησασα
δι ' ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον ὄμματ ' ἐπιστήσασα ? [ ] ? κατ ' ἀστερόεσσαν [ ]
ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον [ ] ὄμματ ' ἐπιστήσασα [ ] κατ ' ἀστερόεσσαν [ ] Ἅμαξαν [
4652539 χαλεπηναντα
Οἰνοπίωνα , Μερόπην τὴν γυναῖκα βιάσασθαι οἰνωθέντα : Οἰνοπίωνα δὲ χαλεπήναντα ἐκτυφλῶσαι τὸν Ὠρίωνα καὶ ἐκ τῆς χώρας ἐκβαλεῖν :
ἠθῶν εἰς πανουργίαν μετέβαλεν : ἐφ ' ᾧ τὸν πατέρα χαλεπήναντα ἡ γὰρ πρᾶξις ὀργῆς ἀξία , ἐπεὶ παρελθόντες τὸ
4641054 ἀντιδους
ἤδη τῶν ἐν Πυθοῖ καὶ Ὀλυμπίᾳ καὶ Ἐπιδαύρῳ χρημάτων καὶ ἀντιδοὺς πρὸς λόγον τοῖς ἱεροῖς τὸ ἥμισυ τῆς Θηβαίων γῆς
τὸν ἀδελφὸν ὅδε Ἀντίοχον ἐξέλυσε τῆς ὑπὸ Ῥωμαίοις ὁμηρείας , ἀντιδοὺς τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Δημήτριον . Ἀντιόχου δὲ ἐπανιόντος ἐκ
4628028 ἐγγονῳ
ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος ἔσται πατὴρ τέκνῳ δικαζόμενος ἢ πάππος ἐγγόνῳ ἢ τοιαῦτα πρόσωπα , εἰ δὲ ἀφροδισιακὸν ἔσται ἡ
ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος ἔσται πατὴρ τέκνῳ δικαζόμενος ἢ πάππος ἐγγόνῳ ἢ τοιαῦτα πρόσωπα , ἐὰν δὲ ἀφροδισιαστικὸν ἔσται ἡ
4614624 περιειπε
μέγιστα τῶν στρατοπέδων , εἰ καὶ ἐκ μηκίστου φθέγξαιτο . περιεῖπε δ ' αὐτὸν ἐν τοῖς μάλιστα ὁ πολιορκητὴς Δημήτριος
γὰρ ἅπαντας εἶναι διεφθαρμένους καὶ φαύλους : οὓς καὶ εὖ περιεῖπε . . : καίτοι ὁ πατὴρ αὐτῶν Πεισίστρατος μετρίως
4600679 παιδος
: δεῖ δὲ αὐτὸν σοῦ βοηθοῦντος ἥττω γενέσθαι τῆς τοῦ παιδὸς καὶ δόξης καὶ εὐπορίας . Γένους μὲν ἕνεκα καὶ
, θάνατον δὲ τῆς μητρὸς ἑκούσιον , ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς ἀτιμίᾳ περιλύπου γενομένης , δοκεῖ κατεψεῦσθαι . . .
4586770 συνεστιον
κῶλον αὑτοῦ καὶ μὴ κλειόμενον κατεσθίει . Ὅτι ἡ πίννη συνέστιον ἔχει καρκῖνον τὸν ὀνομαζόμενον πιννοφύλακα : ἡνίκα οὖν ἰχθὺς
, καὶ μή ποτ ' ἔτι κοινῇ παιδοποιήσασθαι , μηδὲ συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαί ποτε μηδὲ κοινωνὸν
4575453 διδαχθῃ
παρέσχεν τοιᾶσδε ] τοιαύτης σφε ] αὐτόν δίκην ] τιμωρίαν διδαχθῇ ] ἤγουν μάθῃ τυραννίδα ] τὴν ἐξουσίαν στέργειν ]
τῇ σοφίῃ καὶ ἐν τῇ τέχνῃ : πρόσθε μὲν ἢ διδαχθῇ , ἐς τὸ ἀρχὴν λαβεῖν ἡ φύσις κατεῤῥύη καὶ
4571811 ἐπιτηδευσαντος
καθεύδουσιν ὑπὸ πόνου ἴσως καὶ Ἀπόλλωνος , τοῦ τραγωιδοποιοῦ τοῦτο ἐπιτηδεύσαντος ἵνα διὰ τούτου ἐμφανὲς γένηται τὸ ἄγριον αὐτῶν καὶ
καθεύδουσιν ὑπὸ πόνου ἴσως καὶ Ἀπόλλωνος , τοῦ τραγῳδοποιοῦ τοῦτο ἐπιτηδεύσαντος , ἵνα διὰ τούτου ἐμφανὲς γένηται τὸ ἄγριον αὐτῶν
4570475 κατατραγειν
ἔχουσι , καὶ τοὺς κλάδους δὲ διακόπτουσιν , οὐδὲ ἐκείνους κατατραγεῖν ἀδυνατοῦντες . οὐκοῦν ἀμυνούμενοι οἱ Κάσπιοι τὴν ἐκ τῶν
εὐνοίας οὐκ ἔχοντα τὴν ὑπόθεσιν : ἐκ γάρ τοι τοῦ κατατραγεῖν τὴν σάρκα φιλεῖν τὸ βρέφος ἡ μήτηρ ἰσχυρῶς ἄρχεται
4565468 κατωφερους
τὸ τῶν ἰχθύων : ψυχροῦ δὲ τοῦ λοιποῦ καὶ ἤδη κατωφεροῦς ὑπάρχοντος τὴν τῶν ἑρπετῶν αἱ ψυχαὶ φύσιν ἐκαινούργουν .
μετὰ πλοίου πορεύεσθαι . τρήρωνος τῆς δειλῆς καὶ ταχείας καὶ κατωφεροῦς : οἰκεῖον γὰρ Ἀφροδίτης τὸ ζῷον . ἢ ἐπεὶ
4543205 λαχανῳ
ἐπὶ τὴν τράπεζαν , ἢ σεαυτὴν αἰτιῶ . ἐν τῷ λαχάνῳ τούτῳ γάρ , ὡς λόγος , ποτὲ τὸν Ἄδωνιν
ἐπὶ τὴν τράπεζαν , ἢ σεαυτὴν αἰτιῶ . ἐν τῷ λαχάνῳ τούτῳ γάρ , ὡς ὁ λόγος , ποτέ τὸν
4542597 κατεκταν
. Καίτοι νιν οὐ κεῖνός γ ' ὁ δύστηνός ποτε κατέκταν ' , ἀλλ ' αὐτὸς πάροιθεν ὤλετο . Ὥστ
Ζεῦ , γενέσθαι τῆσδέ μ ' ἐξάντη νόσου τὸν σὸν κατέκταν παῖδα μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους Χρυσεὺς
4533650 Ἐλπιδα
διανοίᾳ παραθολωθείη , ἔξω ἡμᾶς τῆς αἰωνίου τιθέντος ζωῆς . Ἐλπίδα οὖν ζωῆς αἰωνίου ἔχοντες , τῶν ἐν τούτῳ τῷ
τις ζώει καὶ ὁρᾶι φῶς ἠελίοιο , εὐσεβέων περὶ θεοὺς Ἐλπίδα προσμενέτω : εὐχέσθω δὲ θεοῖσι , καὶ ἀγλαὰ μηρία
4523346 Γελωτος
τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ ' ἀμφοτέροις πολλάκις ᾀσόμεθα . Γέλωτος οὖν ἐπὶ τούτοις , ὡς τὸ εἰκός , γενομένου
ἦν ἀκράτως αὐστηρὸς ὁ Λυκοῦργος : ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ Γέλωτος ἀγαλμάτιον ἐκεῖνον ἱδρύσασθαι Σωσίβιος ἱστορεῖ , τὴν παιδιὰν ὥσπερ
4520659 προπαροξυνθηναι
πρὸ τριῶν συλλαβῶν ; Διατί δὲ μακρᾶς οὔσης οὐ δύναται προπαροξυνθῆναι λέξις ; Καὶ λέγομεν , ὅτι ἡ μακρὰ φορτίου
ὀνόματι τὸ ο εἰς ω τρέπουσιν αὐτό , κἂν φθάσῃ προπαροξυνθῆναι ἡ εὐθεῖα πᾶσα πτῶσις προπαροξύνεται . τῷ Μενέλεῳ :
4517152 τεχθεντα
, Ἄρης ἀγαθοῦ μέρους , ἐκ ταπεινῶν ἀπέδειξαν γονέων τὸν τεχθέντα ἢ καὶ πρὸς τάχος ὀρφανὸν ἀποτελοῦσι τόνδε : δεδίασι
, ἀλλ ' ὃν ἡ πρωτοσπόρος ἐγέννησεν ἀρχὴ τέλειον εὐθὺ τεχθέντα : σὺ γὰρ ἐξ ἀφανοῦς καὶ κεχυμένης ἀμορφίας τὸ
4515262 κενοφρων
Εὐβούλου ⌊ τόδε ⌋ δούλου σῆμα ? κενὸν ⌊ ⌋ κενόφρων ⌊ θῆκεν Ἀριστοτέλης - ⌋ : ὃς ⌊ γαστρὸς
: Ἑρμίου εὐνούχου ἠδ ' Εὐβούλου ἅμα δούλου σῆμα κενὸν κενόφρων τεῦξεν Ἀριστοτέλης , ὃς διὰ τὴν ἀκρατῆ γαστρὸς φύσιν
4502541 μητρος
ἀρσενικὸν εἴη τὸ ὡροσκοποῦν ζῴδιον τὸν πατέρα εὐγενέστερον εἶναι τῆς μητρός , εἰ δὲ θηλυκὸν τὴν μητέρα τοῦ πατρός .
. . . . . . . μὴ χρυσία τῆς μητρός , μὴ δάνεια τοῦ πατρὸς κομιούμενος . μακαρία Φιλῶτις
4492839 ἐλεουσα
ταῖς θεαῖς , εἰς φρέαρ ἐξελιττόμεναι πίπτουσι . Γῆ δὲ ἐλεοῦσα τὸ πάθος φυτὰ εὐθαλῆ ὅμοια ταῖς κόραις ἀνῆκε ,
ὁ μὲν Πλάτων φησίν . πραεῖα γὰρ ἡ θεὸς τὰς ἐλεοῦσα . κατὰ δέ τινας , Ληθώ : τὸ γὰρ
4484590 διατεθεισα
ἡμέραι γεννηθέντα τῶν ἐξ ἑαυτοῦ βασιλεύσειν . Ἥρα δὲ ζηλοτύπως διατεθεῖσα τὰς μὲν Ἀλκμήνης ὠδῖνας ἐπέσχεν , Ἀντιβίαν δέ ,
ἢ ὑγροῦ ἢ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ ἅμα τε ἔπαθεν ὑλικῶς διατεθεῖσα , θερμανθεῖσα καὶ ψυχρανθεῖσα , καὶ τὸ εἶδος ἐγνώρισε
4479392 ἐπερχομενου
ὃς καί σφισι καὶ θέρεος καὶ χείματος ἀρχομένοιο σημαίνειν ἐπένευσεν ἐπερχομένου τ ' ἀρότοιο . τὰς οὖν τῶν καρπῶν γενέσεως
τὼς γὰρ ἄμεινον : ὁ γὰρ καὶ πρόσθεν ἀκούει ἀνδρὸς ἐπερχομένου καὶ ἐς ἕρκεα θηρὸς ἰόντος . ταῦτα ἀκούσας ὁ
4469323 μαιναδας
ἐρημίαν πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν , πρόφασιν μὲν ὡς δὴ μαινάδας θυοσκόους , τὴν δ ' Ἀφροδίτην πρόσθ ' ἄγειν
Διονύσου , μιμουμένας τὰς ἱστορουμένας τὸ παλαιὸν παρεδρεύειν τῷ θεῷ μαινάδας . κολάσαι δ ' αὐτὸν πολλοὺς μὲν καὶ ἄλλους
4465642 σκεδασαι
ἀμειγῆ † φοράν , σὲ ἐκ τῶν οὐρανίων ἀψίδων ἐκλάμψαντα σκεδάσαι μὲν τὸ χάος ἐκεῖνο , ἀπολέσαι δὲ τὸν ζόφον
' ἐξῄδησθ ' ὅσον ἦν κέρδος σιγῇ κεύθειν καὶ μὴ σκεδάσαι τῷδ ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ ' ὕπνον ;
4450154 παρθενου
τυχὼν οὔτε πορθήσας τὴν πόλιν , νέος δέ τις τῆς παρθένου πολίτης ἐκτόπως ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν
γονῇ : καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ
4443312 ὁδοιπορει
πάτερ , δι ' ὄμματος ἀστακτὶ λείβων δάκρυον ὧδ ' ὁδοιπορεῖ . Τίς οὗτος ; Ὅνπερ καὶ πάλαι κατείχομεν γνώμῃ
χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ ' ἅμα ταχεῖα πειθὼ τῶν κακῶν ὁδοιπορεῖ ἀλλ ' οὑμὸς ἀεὶ πότμος ἐν πυκνῷ θεοῦ τρόχῳ
4442056 βρωσεις
παρ ' ἀνθρώποις θητείας αὐτοῖς ὠνείδισαν , ἀλλὰ καὶ παίδων βρώσεις καὶ πατέρων ἐκτομὰς καὶ μητέρων δεσμοὺς καὶ πολλὰς ἄλλας
, ὁ δὲ περὶ οἶνον οἰνόφλυξ , ὁ δὲ περὶ βρώσεις ποικίλος , ὁ μὲν οὐ περιμένων τοὺς προσήκοντας καιροὺς
4429370 παιδα
δῆτ ' ἐστὶ πάσχειν τοῦτ ' ἐμέ , τὸν Λευκολοφίδου παῖδα τοῦ Πορθάονος ; Ἐξ Ἡρακλείας ἀργύριον ὑφείλετο . Ἔστι
ἐπὶ Κρεούσῃ τῇ ταύτης ἀδελφῇ , ἐξ ἧς Κρεούσης ἔσχε παῖδα Ἀσκάνιον . ὕστερον δὲ τῆς Τροίας πορθουμένης ἐλευθερωθεὶς ὑφ
4426059 ἐρρευσε
τὰ δ ' ἄνθεα πάντ ' ἐμαράνθη : μάλων οὐκ ἔρρευσε καλὸν γλάγος , οὐ μέλι σίμβλων , κάτθανε δ
τὸ δωδέκατον τοῦ ῥυέντος , καὶ ἐσκέπτοντο ἐν πόσῳ τοῦτο ἔρρευσε χρόνῳ : ἐν τοσούτῳ γὰρ ἔλεγον καὶ τὸ δωδέκατον
4424175 ἐμπλησει
, σὲ δὲ ὁ Πρωτεσίλεως ἱστορίας τε δι ' ἐμοῦ ἐμπλήσει καὶ ἡδίω ἀποφανεῖ καὶ σοφώτερον . τὸ γὰρ πολλὰ
: ὁ δὲ τρίτος , ὃν ζοφόεντα κεκλήκασι , μεγάλων ἐμπλήσει τοὺς πληγέντας κακῶν : ὀδυνῶνταί τε καὶ πάνυ σφόδρα
4407987 Ὑπεριονιδας
τὴν δύσιν Στησίχορος μὲν οὕτως φησίν : ἆμος δ ' Ὑπεριονίδας δέπας ἐσκατέβαινε χρύσεον , ὄφρα δι ' Ὠκεανοῖο περάσας
ἔφˈριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ . τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις , ὡς ἂν
4390830 ἀλειψῃς
δὲ τὰς ἐν τοῖς ῥόδοις εὑρισκομένας κάμπας ἐν ἐλαίῳ ἑψήσας ἀλείψῃς τὰ δρέπανα , οὔτε ἀπ ' ἄλλου ζώου ,
κακόν τι γεγονὸς βουλομένων συντόμως δηλῶσαι . Ἑρμῆν μήτ ' ἀλείψῃς μήτ ' ἀπαλείψῃς : ἐπὶ τῶν διὰ προσποιητῆς χάριτος
4373100 ἀποκομισθηναι
λαβεῖν , ἐπυνθάνετο τῶν πολιτῶν τίνας δὴ βούλοιντο τῶν ἰχθύων ἀποκομισθῆναι αὐτοῖς , καὶ κομίζων οὓς ἂν ἤθελον , Γλαῦκος
ἑώρων , ἀποκομίσαι τε τοῦτον ἐν ταῖς ὁλκάσι καὶ αὐτοὶ ἀποκομισθῆναι σῶς , καίτοι τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου πολλὰ παρακαλοῦντος αὐτοὺς
4372657 ἐτειρετο
ἔμεινε μόνος , οὔ τι ἑκὼν , ἀλλ ' ἵππος ἐτείρετο , τὸν βάλεν ἰῷ δῖος Ἀλέξανδρος , Ἑλένης πόσις
τοῖον γὰρ ὑποτρομέουσιν ἅπαντες : ἀλλ ' ἐμὸς ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ . νῦν δ ' ἰθὺς μεμαῶτε μαχώμεθα
4368262 μελαινηι
] γὰρ ἢ δίβαμος [ ἔρχεται ; δίπους ] [ μελαίνηι ] δασκ [ ἦ καί ] ? τι πρὸς
τ ' εἰθεῖάπαντα : πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνηι κειμένους ἐπὶ χθονί , πολλάκις δ ' ἀνατρέπουσι καὶ
4367881 κορης
ἀκοῇ παραπέμπει . ἀλλὰ τοῦ μὲν ὑγροῦ τοῦ ἐπὶ τῆς κόρης προεβάλλετο ὑμένας ἡ φύσις τὴν σκέδασιν αὐτοῦ φυλαττομένη :
αὐτῆς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κέρατα βοὸς ἐγγλύφουσιν , σημαίνοντες τῆς κόρης τὴν ἐπὶ βοῦν μεταβολήν . Αἰγυπτιστὶ ὁ τράγος καλεῖται
4353383 ὑπερθυμοισι
κατὰ μέρος ἄρχοντάς φησιν . . . . . . ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν . ὡς ἔθνους τινὸς τῶν γιγάντων μέμνηται γενναίου
ἀρίστη , ὁπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Εὐρυμέδοντος , ὅς ποθ ' ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν . ἀλλ ' ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν
4346286 ἀναβλαστησαι
ῥίζας ἁπάντων καθεὶς ὁ θεὸς αἴτιός ἐστι τοῦ τὸ μέγιστον ἀναβλαστῆσαι φυτόν , τόνδε τὸν κόσμον , ὃν καὶ νῦν
καρπῶν πληθὺν ἕκαστον . τὸν δὲ Σὴθ σπέρμα ἕτερον εἰπὼν ἀναβλαστῆσαι , ὁποτέρου ἕτερον οὐ δεδήλωκε . ἆρά γε τοῦ
4339933 διαλεχθεντος
καὶ τοῦ Πεισιστράτουχρὴ γὰρ καὶ τοῦτον μὴ παρεῖναι δορυφορήματος τρόπονκαὶ διαλεχθέντος εὐσχημόνως περὶ τῆς αἰδοῦς τοῦ Τηλεμάχου , πάλιν ἐπιβάλλει
δὲ Ἀμφιλόχου τε ἤκουσα ἐν Μαλλῷ , τοῦ ἥρωος ὕπαρ διαλεχθέντος μοι καὶ συμβουλεύσαντος περὶ τῶν ἐμῶν , καὶ ἃ
4330765 εὐτελιζων
ὅταν βλάπτῃ αὐτὴν τὶς , σκολιῶς ὀνοτάζων , ἤγουν πανούργως εὐτελίζων , αὐτίκα παρὰ τῷ Διῒ τῷ πατρὶ αὐτῆς τῷ
θηρεύει , ὅτι πωλεῖ , ὅτι ζʹ τοῦ ὀβολοῦ ὡς εὐτελίζων αὐτούς . τοῖς τε κοψίχοισιν : Οἱ κόψιχοι γὰρ
4329675 ἀταρβητον
δὲ ποιήματα ὧδ ' ἔχει : ἥξεις δὲ Λιγύων εἰς ἀτάρβητον στρατὸν , ἔνθ ' οὐ μάχης , σάφ '
δὲ ποιήματα ὧδ ' ἔχει : ἥξεις δὲ Λιγύων εἰς ἀτάρβητον στρατόν , ἔνθ ' οὐ μάχης , σάφ '
4323773 εἰδεχθης
ἀδιαπτώτως ἐπιλύειν . ἦν δὲ οὗτος μέλας τὴν χροιάν , εἰδεχθὴς τὰς ὄψεις , γραμματιστὴς τὴν ἐπιστήμην , ἐκ Πανὸς
παρεκάθητο δὲ αὐτῷ γυνὴ ἐπὶ ζεύγους ὁδοιποροῦντι τά τε ἄλλα εἰδεχθὴς καὶ ξηρὰ τὸ ἥμισυ τὸ δεξιὸν καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
4317614 μετεμορφωθη
Λευκοθόῃ τῇ Ὀρχομένου μιγῆναι θελήσας εἰς τὴν μητέρα τῆς προειρημένης μετεμορφώθη . ταύτην ὁ πατὴρ ζῶσαν κατώρυξεν , Ἥλιος δὲ
πρὸς τοῦ μητροπάτορος [ ! ! ! ! ! ! μετεμορφώθη ] εἰς [ ] ἐλάφου ? δόκησιν διὰ βουλὴν
4310507 πολυμητιν
ποιητὴς περὶ ἀρετῆς γένηται , ἐμὲ μὲν ποιήσει πολύτλαντα καὶ πολύμητιν καὶ πολυμήχανον καὶ πτολίπορθον καὶ μόνον τὴν Τροίαν ἑλόντα
καίτοι οὔτε τὰς Ὁμήρου Σειρῆνας ἔφην μιμεῖσθαι , αἳ τὸν πολύμητιν ἔθελξαν Ὀδυσσέα γλυκεῖάν τε καὶ ἄμαχον ἁρμονίαν αὐτοῦ καταχέουσαι
4309680 ὀρινῃς
ἡμετεράων . τὼ νῦν μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς , μή σε γέρον οὐδ ' αὐτὸν ἐνὶ κλισίῃσιν
λυθεὶς ὑπὸ δείματος ἔξω ἐκ χειρῶν οὖδάσδε βαλὼν χόλον αἰνὸν ὀρίνῃς ἀθανάτων . Τόλμα δὲ θεοπροπίην ἐρεείνειν : πάντα γὰρ
4302663 ἐνηργησε
φύσιν ὀνομάτων οὐκ ἂν ἐποίησε τοῦτο διὰ τῶν μεταφορικῶς σημαινομένων ἐνήργησε : τό τε γὰρ μέλαν ὀλίγου ταὐτὸν ἀκουόμενον ὥσπερ
τῶν ἀψύχων ποιεῖν λέγομεν , οἷον τὸ πῦρ θερμαίνειν καὶ ἐνήργησε τὸ φάρμακον . Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων ἅλις .
4301987 Κρηθηϊς
τὰ μάλιστα . γʹ . Χρόνου δὲ προϊόντος ἐξελθοῦσα ἡ Κρηθηῒς μετ ' ἄλλων γυναικῶν πρὸς ἑορτήν τινα ἐπὶ τὸν
τοῦ ποταμοῦ τὴν ἐπωνυμίαν λαβοῦσα . τέως μὲν οὖν ἡ Κρηθηῒς ἦν παρὰ τῷ Ἰσμηνίῃ : προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου
4295383 κοιμιζειν
τέτοκεν . Τὸν Μουσῶν τέττιγα Πόθος δήσας ἐπ ' ἀκάνθαις κοιμίζειν ἐθέλει πῦρ ὑπὸ πλευρὰ βαλών : ἡ δὲ πρὶν
ἀναβαλλόμενος . Πανόλβιος γὰρ τῶν ἄλλων ἐλαίῳ τὰς ἀλγηδόνας ἀξιούντων κοιμίζειν τέμνει μοι φλέβα , καὶ ῥᾴων μὲν εὐθὺς ἐγενόμην
4280301 ἐξαπλουσθαι
Εὐριπίδης τὴν ῥίζαν τῆς πορνείας ἄνωθεν ἐξ εὐγενίδων συστᾶσαν τῷ ἐξαπλοῦσθαι εἰς πολλὰς τὸ κακόν . εἰ γὰρ ἐβεβλαστήκει ἐξ
ἐπίσκοπον ἑκάστης , ὃν κακία κρύπτεσθαι οὐ πέφυκεν , | ἐξαπλοῦσθαι δὲ καὶ φανερῶς ὁρᾶσθαι . ὅταν μέντοι διὰ πάντων
4278107 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
4262957 ὀδυνωμενην
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δ ' ἑτέρῳ μέρει τρίψας εὔφραινεν ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ποιήσας
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δὲ ἕτερα μέρη τρίψας εὔφραινεν , ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ἐποίησεν
4250210 ἐξοικιζεσθαι
οἵδε οἱ νόμοι ἔσονται , ἀναγκαίως ἔχει εἰς ἄλλην χώραν ἐξοικίζεσθαι τὸν ἀπάτοραπρὸς γὰρ τοῖς τετταράκοντα καὶ πεντακισχιλίοις οἴκοις οὐκ
τοῦτο αὐτομάτως τε καὶ ἄνευ πόνου ὑπορρυέν , ἐντεῦθεν ἀναγκαῖον ἐξοικίζεσθαι τὴν ἀρετήν . Ἀλλὰ φιλοσοφώτερος ἄρα , ὡς ἔοικεν
4249450 κατεχωσεν
καὶ τὸ βλέπον τῆς διανοίας καὶ προσήλωσε τῷ σώματι καὶ κατέχωσεν ἂν αὐτῆς τὴν ἐπὶ τὰ ὄντως ὄντα μεταβατικὴν ὁρμήν
διὰ τὸ μὴ ἐπάγεσθαι ἀμυντήριον . Ὁ δὲ λίθους ὕσας κατέχωσεν αὐτούς . Ὅθεν τὸ Λίθινόν ἐστι πεδίον ἐκεῖσε οὕτω
4238202 δεδουλωμενος
ὁ Κάλανος , ἀκόλαστος ἄνθρωπος , καὶ ταῖς Ἀλεξάνδρου τραπέζαις δεδουλωμένος : τοῦτον μὲν οὖν ψέγεσθαι , τὸν δὲ Μάνδανιν
κατηφῆ καὶ σκαιὸν ὀνομάζοντες καὶ μέχρι τίνος ἔσῃ παιδίον πατρὶ δεδουλωμένος καὶ ὅλως αὐτὰ τοῦ βίου τὰ καλὰ μὴ γινώσκων
4227094 ὀρνυμενος
ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακεν φρένας ,
ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακε φρένας ,
4217946 εὑρηι
. . . ] . ! ασταε ! ! ἵνα εὕρηι ? ? ? ωμαυνλεγε ! ! ! διὰ ?
λάθω δέδοικα καὶ τύραννον , ἡνίκ ' ἂν κενὰς κρηπῖδας εὕρηι λαΐνας ἀγάλματος . πῶς οὐ θανοῦμαι ; τίς δ
4212832 Νηρει
' οὕτως ὁ κωμικός : πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ' ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ
διαναπαῦσαί τε τὴν ἀκοὴν καὶ ἐφηδῦναι τὸν λόγον . τῷ Νηρεῖ τῷ θαλαττίῳ , ὅνπερ οὖν ἀληθῆ τε καὶ ἀψευδῆ
4209218 ἀκουσμ
ἀγαπῶν δι ' ἐλάχιστ ' ὀργίζεται . οὐκ ἔστ ' ἄκουσμ ' ἥδιον ἢ ῥηθεὶς λόγος πατρὸς πρὸς υἱὸν περιέχων
γραφόμενος πρὸς γονεῖς μαίνῃ , τάλαν . οὐκ ἔστ ' ἄκουσμ ' ἥδιον ἢ ῥηθεὶς λόγος πατρὸς πρὸς υἱὸν περιέχων
4201992 παιδοποιον
Ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ γῇ γίνονται μύρμηκες , καὶ ἔχουσι τὸ παιδοποιὸν σῶμα ἐς τοὐπίσω μετεστραμμένον , ἀντίως τοῖς ἄλλοις καὶ
ζυγέντα : ζευχθέντα συναφθέντα . ἀκούω σε ἐν γάμοις ζυγέντα παιδοποιὸν ἔχειν ἡδονήν : ξένοισιν ἐν δόμοις : ταῦτα διὰ
4200800 μεταβασαι
τὰς φρένας ἐν ἱμέρῳ καὶ τῇ σῇ ἐπιθυμίᾳ , ὥστε μεταβᾶσαι καὶ μετενεγκεῖν εἰς τὸ ὕπατον καὶ ὑπερεξοχώτατον δῶμα τοῦ
Πέλοπος . καὶ ἔστι τὸ ὑπερβατὸν οὕτω : Διὸς δῶμα μεταβᾶσαι δευτέρῳ χρόνῳ , ἔνθα ἦν καὶ Γανυμήδης : ἔξωθεν
4177939 καταποσεις
φανταστικὸν θειάζουσιν , οἱ μὲν σκότος συνεργὸν λαβόντες οἱ δὲ καταπόσεις τινῶν οἱ δ ' ἐπῳδὰς καὶ συστάσεις : καὶ
καὶ μεγάλαι γένοιντ ' ἄν , εἴπερ καὶ χάσματα καὶ καταπόσεις χωρίων καὶ κατοικιῶν , ὡς ἐπὶ Βούρας τε καὶ
4177020 κατορωρυχθαι
κατὰ τοῦ βαράθρου καὶ Ταρτάρου ἐς τὸν ὄλεθρον ἥκειν καὶ κατορωρύχθαι σταδίους ἀναρίθμους . Λυγκεὺς δὲ διαγράφων τὸ Λαμίας τῆς
ὑποπτεύων τὴν εὐδαιμονίαν ἢ ἐν Σάρδεσιν ἐν τῷ χρυσῷ ψήγματι κατορωρύχθαι , ἢ ἐν Καρίᾳ ἐν τοῖς Μαυσωλοῦ θησαυροῖς ,
4176053 ἐταχθην
σπουδῇ ἦλθον πρὸς σὲ λιποῦσα τὰς δεσποσύνους σκηνὰς , ὅπου ἐτάχθην φυλάττειν ἀπελαθεῖσα καὶ ἐκβληθεῖσα ἀπὸ τῆς Τροίας ἐκ τοῦ
τοῦ ῥυθμίζειν ἀπὸ τῶν χορδῶν . . οὕτως ἢ ἐνταῦθα ἐτάχθην . Ζηνὸς ] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ]
4175765 ἀνασυραμενος
καύματος ὄντος , ὁ Ξάνθος ἐν τῷ περιπατεῖν τὸν χιτῶνα ἀνασυράμενος οὔρει . ὅπερ ἰδὼν Αἴσωπος καὶ τῶν ἱματίων ἐκείνου
, ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος , οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον . καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν ,
4174732 Μαμβρη
τοῦ θεοῦ κατῆλθεν πρὸς τὸν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ , καὶ εὗρεν τὸν δίκαιον Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν χώραν
ἐν τῇ γῇ τῆς ἐπαγγελίας , ἐν τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῆ , τήν τε τιμίαν αὐτοῦ ψυχὴν ὠψίκευον οἱ ἄγγελοι
4172287 ἁρπασθεισης
: ἰστέον ὅτι τῆς κόρης , ἤγουν τῆς Περσεφόνης , ἁρπασθείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος ἡ μήτηρ αὐτῆς , ἡ Δηὼ
, Κάδμον καὶ Κίλικα . τῆς δὲ Εὐρώπης ἀπὸ Διὸς ἁρπασθείσης ὁ Φοῖνιξ ἀπέστειλεν ἐπὶ ζήτησιν ταύτης τοὺς παῖδας ,
4161912 προσεδραμεν
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
4160986 παιδοποιϊαν
ὑπερβάλλειν εὐτυχίᾳ τοὺς γεννήσαντας . ὅσοι μὲν γὰρ τῶν κατὰ παιδοποιΐαν μόχθων ἐκτός εἰσιν , εἴτε καλὸν εἴτε λυπηρὸν οἱ
ἀρχὴν ἐξαλείφειν οἴεται τέλει χείρονι , παιδοκτονίᾳ προπετεῖ τὴν ἄβουλον παιδοποιΐαν ἀρνουμένη . εἰ δὲ βούλει , τὸν Ἀγαμέμνονα θέασαι
4160868 οτου
. [ ] του ? δουλ [ ? [ ] οτου [ . . . . . . ] ντο
] ος ἀπὸ [ ] εται ? καὶ [ ] οτου ? λ ! ! ! ! [ ] ἡ
4158516 παιδιον
ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν , πρὸ τριῶν
ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ
4150911 κλαπεις
μέγαν . * ἐν τῷ : * * τῇ . κλαπείς , ἤτοι ἐκ παίδων εἰς ἄνδρας ἐλθών . *
γράφεται δὲ ” κεκλαμμένον “ δωρικῶς ἀπὸ μετοχῆς τῆς ” κλαπείς “ , ὡς ” τραφείς “ . ὥσπερ οὖν
4145106 ἐκυσε
τυχεῖν : ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάοντος οὐρανοῦ πεσὼν ἔκυσε γαῖαν : ἣ δὲ τίκτεται βροτοῖς μήλων τε βοσκὰς
⌊ ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάεντος Οὐρανοῦ πεσὼν ⌋ ἔκυσε Γαῖαν , ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς ⌋ ? ⌊
4143133 ῥυεντα
ταῖς κάτω φαρμακείαις , καὶ εἰ δή ποτε αὐτόματα τύχοι ῥυέντα . πεφυλάχθαι δὲ καὶ κόπον καὶ ἀπεψίας , καὶ
τὸν Εὐφράτην ποιεῖν : ἀπὸ γὰρ τῶν ἄρκτων ἐπὶ μεσημβρίαν ῥυέντα ἐπιστρέφειν πρὸς τὰς ἀνατολάς , ἐκπίπτειν δὲ ἐπὶ μεσημβρίαν
4142397 ἀμερσεν
, μαντιπόλου Φοίβοιο χολωσάμενος περὶ νίκης , καί οἱ φέγγος ἄμερσεν , ἀναιδέα φῦλα δ ' ἔπεμψεν ἁρπυίας , πτερόεντα
τ ' ἀμέρδει αὐχμηροὺς , τέκνων δὲ γονῆς ἢ πάμπαν ἄμερσεν , ἢ ἕνα τηλύγετόν περ ἐνὶ μεγάροισιν ἔδωκεν :
4141038 ἐκμιμουμενος
ἀπαλλάττει τῶν τῆς πενίας ἀγχονῶν : τοῦτον ὦ θειότατε βασιλεῦ ἐκμιμούμενος ὁ τόλμιλλος ἐγὼ καὶ αὐθαδίας τὴν μετὰ ζειρὰς προσενη
δύο οὔ , Σφιγγὸς μὲν κελαινῆς κατὰ τὸν Λυκόφρονα γῆρυν ἐκμιμούμενος πολλὰ δὲ πράγματα τοῖς ἐξηγηταῖς παρασχών , τί ποτε
4139636 ἐτυθη
καὶ τιμαῖς πλείσταις αὐτὸν ἐτίμων , καθ ' ἣν ἡμέραν ἐτύθη , καὶ ἀγῶνα συνίστων . γηγενοῦς γίγαντος . Ἑρμοῦ
ποσὶ σκαλεύουσα τὸ ξίφος ἐφανέρωσε , μεθ ' οὗ καὶ ἐτύθη . Ὁ κάνης τῆς τύχης ὑπερέχει : ἐπὶ τῶν
4134403 βασανιζει
' ὄψιν τιθεὶς , ὅτι οὐκ ἔχθρας οὐδὲ δυσμενείας ἕνεκα βασανίζει τὰ λεγόμενα . Τὸ δὲ ὃ μέντοι ζητεῖς :
ἐπιθυμία . μὴ κτηθεῖσα μὲν γὰρ τρύχει , κτηθεῖσα δὲ βασανίζει ταῖς φροντίσιν , ἀποκτηθεῖσα δὲ ταῖς λύπαις . θεοῦ
4129996 προτεινουσης
' οὐ τῆς μεταίτου καὶ τὰς χεῖρας εἰς τὸ λαβεῖν προτεινούσης γενέσεως . δεύτερον δέ , κἂν λάβῃς , λάβε
ἀθλητὴς τέλειος καὶ βραβείων καὶ στεφάνων ἠξιώθης ἀγωνοθετούσης ἀρετῆς καὶ προτεινούσης ἆθλά σοι τὰ νικητήρια : κατάλυσον δὲ ἤδη τὸ
4129110 Πιτθηος
' ἡρωίνης τὸ ἐπίθετον , καὶ ἐν τῷ ἀθετουμένῳ Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη δὲ βοῶπις . . ὦμον :
ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ ' ἕποντο , Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη τε βοῶπις : αἶψα δ '

Back