: ἢ παρὰ τὸ μῶ , τὸ ζηθῶ . παράγωγον μαζῶ , καὶ μαστὸς , ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες . | ||
, ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες . δύναται καὶ παρὰ τὸ μαζῶ μάζα , ἡ ζητουμένη τροφή . Μήτηρ ἡ μαστεύουσα |
ὡς τὸ ὦ μόριον ἐπεκταθὲν διὰ τοῦ τα ἐποιεῖτο καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο | ||
ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν , ἢ μᾶλλον προσφωνηματικόν : διαφέρει δὲ |
, ὦ πᾶσα πόλι , τὸν φρόνιμον ἄνδρα , τὸν ὑπέρσοφον , οἷ ' ἔχει σπεισάμενος ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν , | ||
: ἐπὶ τῶν κοσμίων καὶ σοφῶν : οἱ γὰρ Ἀττικοὶ ὑπέρσοφον καὶ ἔννουν εἶχον τὸ βλέμμα . Ἀτενὲς ὁρᾷς : |
ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν | ||
, ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος |
. Ἑνικά . Τιθείς , τιθεῖσα , τιθέν : πᾶν ῥῆμα εἰς ν λῆγον μετὰ φυσικῆς μακρᾶς μὴ ἔχον τὸ | ||
παρὰ τὸ βάλλειν εἰς στόμα . Βλάπτω , βρῶ ἐστὶ ῥῆμα ὁμοίως δηλοῦν τὸ ἐσθίω : καὶ μεταθέσει τοῦ ρ |
? ? κόρακαϲ [ ] ! ω φέρων τὸν [ ἔϲτ ] ? ' εὐμάρεια πλ ! [ ] ! | ||
περὶ Μίνῳαν αὐτὸϲ οὑτοϲί . ὅμοιον ᾄδειν : οὐ γὰρ ἔϲτ ' ἄλλωϲ ἔχον . ἀνδρογύνων ἄθυρμα . τί δῆτ |
† καιλύω [ ἦιϲέν ? ποτ ? ' αὐτῶν θάτεροϲ ϲαφέϲτερον ? [ ] ? ? [ : τὸν ἄνδρα | ||
κατὰ τὴν καρδίαν θερμαϲίαϲ ἔοικέ πωϲ μᾶλλον κατὰ τὴν ἀρτηρίαν ϲαφέϲτερον φαίνεϲθαι , ἠξίωϲαν καὶ τοῦτο τὸ γένοϲ τῶν ϲφυγμῶν |
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
λέγεσθαι : τοῦ δ ' Ἐμπεδοκλέους εἰρηκότος οὕνεκεν ὀψίγονοί τε σίδαι καὶ ὑπέρφλοια μῆλα τὸ μὲν τῶν σιδῶν ἐπίθετον νοεῖν | ||
, ἵνα σημαίνῃ ἄδηρον ἄβδηρον , δύω βδύω , καὶ σίδαι σίβδαι . ἢ παρὰ τὸ ἀμφίς ἐπίρρημα , τὸ |
λέγει . πάλιν δὲ φῶς ἐγένετο αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ἡμετέρας φω - νῆς : ἄνευ γὰρ κιθάρας ἢ ἄνευ ἀνδρὸς | ||
ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν , ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φω - νηέντων , ἐπεὶ εἰ οὕτω ἐγένετο ὦ ἀκαμαντοχάρμα |
. Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ | ||
ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων |
τοῦ ἔπειτα γεγονὸς , καὶ τὸ εἰὲν , ὅ τινες ὀξύνουσιν : καὶ τὸ αἰὲν ὁμότονον καὶ ὁμόσημον τὸ αἰεί | ||
καὶ τὸ ὑδρορρόη οἱ παλαιοὶ ἐβάρυναν , οἱ δὲ μεταγενέστεροι ὀξύνουσιν οὐχ ὑγιῶς . Τὰ εἰς Η θηλυκὰ προσηγορικὰ ἀπὸ |
Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . | ||
παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : |
ἐλέγχεσθαι , ὁ διδάσκαλός σου ὁ βέλτιστος ὃν εἶχε σκύφον Νεστόρειόν τινα καταφέρει αὐτοῦ πλησίον κατακειμένου , καὶ οὕτως ἐκράτησεν | ||
ἐλέγχεσθαι , ὁ διδάσκαλός σου ὁ βέλτιστος ὃν εἶχε σκύφον Νεστόρειόν τινα καταφέρει αὐτοῦ πλησίον κατακειμένου , καὶ οὕτως ἐκράτησεν |
κλίνεται ἀπτῆνος : ἡ μηδέποτε πτᾶσα : παρὰ τὸ πέτω πέτην , συγκοπῇ πτήν καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπτήν | ||
? Ἀπτήν : τὴν μηδέπω πτᾶσαν : παρὰ τὸ πέτω πέτην , καὶ πτήν , καὶ ἀπτήν * * * |
' ἑαυτῶν πλανώμενοί φησιν : εἰ δὲ μεθύω καὶ χιόνα πίνω καὶ μύρον ἐπίσταμ ' ὅτι κράτιστον Αἴγυπτος ποιεῖ . | ||
Ι ἐκτεταμένῳ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην |
καὶ βάσκα - νος : εἰ δὲ καὶ τὸ σῶμα ἐπικεκλασμένον , φειδωλὸς καὶ φιλάργυρος . Κλεῖδες συμπεφραγμέναι οὐκ εὐαίσθητον | ||
σκολιόβουλοι . ἀγκύλον : ἐπικαμπές , στρεβλόν , σκολιόν , ἐπικεκλασμένον . ἀγναπτότατος αὖος βάτος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ |
[ ] τούτων ἴσως εἴρηται τὰ μὲν Ὀρφεῖ τὰ δὲ Μουσαίωι κατὰ βραχὺ ἄλλωι ἀλλαχοῦ , τὰ δὲ Ἡσιόδωι τὰ | ||
οὖν τελέους ὕμνους τε καὶ λόγους περὶ Διονύσου Ὀρφεῖ καὶ Μουσαίωι παρῶμεν καὶ τοῖς ἀρχαίοις τῶν νομοθετῶν . . . |
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν . | ||
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς |
ἐν τῷ σώματι καὶ ταπεινώσῃς αὐτὴν καὶ εἴπῃς , οὐδὲν νοῶ , οὐδὲν δύναμαι : φοβοῦμαι τὴν θάλασσαν , εἰς | ||
εἰς τὸ ω κίρνανται , οἷον ποιέω ποιῶ , νοέω νοῶ : εἰ γὰρ ἐγένετο ἀπὸ τῆς κοινῆς γενικῆς ἡ |
γ ? ' ἐϲτὶν ἐξ ἀρχῆϲ [ ἔχων πάνθ ' ὅϲ ' ἐϲτ ' αὐτῶι , τὰ μὲν [ ! | ||
λόγου καὶ τὴν ἐπιφερομένην ϲυλλαβὴν ἀρχομένην ἔχωϲιν ἀπὸ φωνήεντοϲ , ὅϲ ἐϲτι παλιμβάκχειοϲ , ὡϲ τὸ πλάγχθη ἐπεὶ Τροίηϲ ἱερὸν |
παραληγούσης γίνεται κατὰ τὸν ἀόριστον Ἀττικῶς ἆρα , ὡς μιαίνω μιανῶ ἐμίανα , καὶ λοιπὸν ἐκ τούτου γίνεται ἡ μετοχὴ | ||
μελαίνω , μελανῶ : ὑφαίνω , ὑφανῶ : μιαινῶ , μιανῶ . Τὰ διὰ τοῦ αιρω , εἴτε δισύλλαβα , |
τῇ αι διφθόγγῳ παραλήγονται οἷον τὸ γέλαιμι καὶ τὰ λοιπὰ Αἰολικὰ ὄντα τῆς Λεσβίων ἔχονται διαλέκτου . εἶτα εἰπὼν ἡμαρτῆσθαι | ||
δέγμενος : εἰ μὴ ἀνάπαλιν τὸ βλήμενος καὶ δέγμενός εἰσιν Αἰολικὰ συγκοπέντα κατὰ τὸ μέσον . Συστολὴ δέ ἐστιν ὅταν |
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς | ||
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν |
τέ μοι αἰεὶ ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίστασαι , οὐδέ σε λήθω κινύμενος : νῦν αὖτε μάλιστά με φῖλαι Ἀθήνη , | ||
καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Σωκράτης , οἱ λέγοντες ὅτι οὐδέ σε λήθω Κινύμενος . Πολὺ πρότερον οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι περὶ ἑκάστου |
ἐπιθυμῶ : τὸ δὲ λελιημένος παρ ' Ὁμήρῳ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ | ||
γὰρ λεγομένης φωνῆς ἦν τὸ πάθος . καὶ ἔτι τὸ λῶ ἀφῃρημένον ἐκ τοῦ θέλω , ἢ καὶ τὸ βῆ |
η εἰς τὴν ει δίφθογγον , ὡς ἥρωες εἵρωες . τέθεικας , τέθεικε . Δυϊκά . Τεθείκατον , τεθείκατον . | ||
κωμικός φησι : τί τἀργύριον , ἄνθρωπε , τιμιώτερον σαυτοῦ τέθεικας ἢ πέφυκε τῇ φύσει ; ἀλυσιτελὴς εἶ τῇ πόλει |
τὰς Ἀθήνας λέγει . τὸ δὲ ἑξῆς : πόλιν τύραννον παραστησώμεθα ʃ πλεονάζει τὸ τῆς τυραννίδος ὄνομα , ἵνα μᾶλλον | ||
ὥστε τῶν μὲν ἤδη ἄρχειν , τῶν δὲ διανοεῖσθαι , παραστησώμεθα ἐπελθόντες , καὶ αὐτοί τε ἀκινδύνως τὸ λοιπὸν οἰκῶμεν |
τῶν πολυσπέρμων ζῳδίων μαρτυρούμενοι ὑπὸ τῶν ἀγαθοποιῶν τεκνοποιίαν δίδουσιν . Ἐπισκοπεῖν δὲ χρὴ τὰ δύο θεμάτια τῶν γαμουμένων καὶ ἐπεὶ | ||
ἱερᾶς ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε πᾶσα . Βαῖνε καρπαλίμοιν ποδοῖν . Ἐπισκοπεῖν δὲ πανταχῇ κυκλοῦσαν ὄμμα χρὴ χοροῦ κατάστασιν . Ἅμα |
τε καὶ σύ , ὑπ ' ἀγροικίας ῥῆμά τι εἰπεῖν ἀπαίδευτον εἰς τοὺς ταῦτα γεγραφότας τε καὶ διδάσκοντας ὡς ῥητορικὴν | ||
εἶπε καταχρηστικῶς . φλαῦρον ] φλύαρον , κακόν . , ἀπαίδευτον , ἀνόητον . , αἰσχρόν , ἄσχημον , ἀπρεπές |
. Τῶν γὰρ τοιούτων τὰ ἐντελῆ δασύνεται , τὰ δὲ συγκοπέντα ψιλοῦται . Ὡς τὸ ὁλόλαμπος , ἁρμοζόμενος , ἁλλόμενος | ||
: εἰ μὴ ἀνάπαλιν τὸ βλήμενος καὶ δέγμενός εἰσιν Αἰολικὰ συγκοπέντα κατὰ τὸ μέσον . Συστολὴ δέ ἐστιν ὅταν τὰ |
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν | ||
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . |
Δίκη γὰρ καὶ διὰ σκότου βλέπει . τόν θ ' ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς | ||
: κακὸν γὰρ ἄνδρα χρὴ κακῶς πάσχειν ἀεί . τὸν ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς |
καὶ τίμιον . τούτων μὲν ὀβολόν , εἰ πολύ , τίθημι . λογιοῦμαι γάρ . αὗται δὲ ῥόαι . ὡς | ||
' οἶκον ἐγκεκρυμμένη οὐ πρὸς θυραίων οὐδαμῶς ἀκουσίμη . ἐξαίρετον τίθημι τὴν ἀκουσίαν ἀντάρης νυκτερὶς ὄψεσιν ῥήξασα κίρκους οἴμοι , |
σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις , καὶ τέξῃ υἱόν , καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσμαήλ , ὅτι ἐπήκουσε κύριος τῇ | ||
: πολλὴν σὺ γῆν ἐπιὼν πολλάκις ὥσπερ νῦν τοὺς σεαυτοῦ καλέσεις . Θόρυβός τις ἐν τοῖς παρ ' ἡμῖν ἐγένετο |
ὅταν δὲ λούεσθαι τὴν ἑβδομάδα ἅπαξ , ἀεὶ δὲ πότε νήστης λούου . καὶ ἐὰν δίψῃς , πίε εὔκρατον ὕδωρ | ||
οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νήστης , ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων . τέως δὲ μάγειροι |
. ἄλλως : ἐπὶ τῇ νῦν εὐτυχηθείσῃ νίκῃ χαίρω , ἄχνυμαι δὲ διὰ τὸν Ἱπποκράτην . τὰ καὶ τά : | ||
μὲν νῦν εὐτυχηθείσῃ καὶ γεγονυίᾳ νίκῃ χαίρω , φησίν , ἄχνυμαι δέ τι καὶ λυποῦμαι κατὰ τόδε : τὸν φθόνον |
ἡ πέμπτη τὰ ἀμετάβολα τηρεῖ μετὰ συστολῆς τῆς παραληγούσης καὶ περισπωμένου τόνου , σπείρω σπερῶ , ψάλλω ψαλῶ : ἡ | ||
πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς . χρῶνται δὲ τῷ ἔμπαν ἀντὶ περισπωμένου τοῦ ὁμῶς , ὅ ἐστιν ἴσον τῷ ὁμοίως : |
] ? [ καὶ ] τὰ πολλὰ ἀκήκοα τούτου ] λέγοντοϲ ἄρτι πρὸϲ τὸν [ δεϲπότην ] ? ? [ | ||
προϲθέϲει . ἀκούωμεν δ ' αὐτοῦ καὶ τὰ ἀπὸ τούτου λέγοντοϲ : “ προϲτεκμαρτέα τε καὶ ἡ ἰϲχὺϲ καὶ ὁ |
ἀφενειός , καὶ συγκοπῇ ἀφνειός , ὡς ἀδελφεός , καὶ ἀδελφειός . Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω | ||
: καὶ μετὰ τοῦ ι , ζαχρειής : ὡς ἀδελφὸς ἀδελφειός . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Μονοσυλλάβων . Εἰρά |
, καὶ εἴ που νεανίσκον ἐξ Αἰτωλίας ἢ γέροντα Πύλιον ὑποκρίνοιτο ἤ τινα ὅλως τῶν Ἀχαιῶν καὶ οἷς ἐπολέμουν οἱ | ||
τοῦτο καθελοῦνται ζητοῦντες οἱ δικασταὶ , ἀλλ ' εἴ τις ὑποκρίνοιτο . Τὸ τέταρτον εἶδος τῶν προσώπων ἐπεξείργασται , καὶ |
δαυ ' [ [ ] [ [ ] γον ? εἴμειν [ [ ] ! ! [ [ ] ! | ||
δ ' οἴομαι πὸτ τὰν ἕλαν ] κ ? ' εἴμειν , ἢ πονηρότερον ἔτι ] ! ωϲ λέγω τὰν |
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
καὶ δουλεύουσαι . Πῶς τις ἄνευ θανάτου σε φύγοι , βίε ; μυρία γάρ σευ λυγρά , καὶ οὔτε φυγεῖν | ||
ἆθλα . ” Πῶς τις ἄνευ θανάτου σε φύγοι , βίε ; μυρία γάρ σευ λυγρά : καὶ οὔτε φυγεῖν |
Ξέρξης μὲν ἤγαγεν , ποποῖ : πόποι καὶ τότοι ἐπιρρήματα σχετλιαστικὰ ἀντὶ τοῦ φεῦ λεγόμενα , ποποῖ δὲ καὶ τοτοῖ | ||
τὸ οἴμοι καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐπιρρημάτων , λέγω τὰ σχετλιαστικὰ καὶ εὐαστικά . Πρὸς ὃν ἔστι φάναι , ὡς |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
κτανέτην ἰσονόμους τ ' Ἀθήνας ἐποιησάτην . Ἀδμήτου λόγον ὦ ἑταῖρε μαθὼν τοὺς ἀγαθοὺς φίλει , τῶν δειλῶν δ ' | ||
κυκλεῖς ἄνω καὶ κάτω ; καλῶς γε ποιῶν , ὦ ἑταῖρε , τὸ σὸν δὴ τοῦτο , καὶ τἀληθῆ λέγων |
παρὰ τὸ λίαν μᾶν : ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι . Λαῖτμα : τὸ χάσμα | ||
νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος , . , . |
ἀποθνῄσκειν , εἴρηται , γένος , παιδεία , χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων συνήθεια , τῆς ὅλης πολιτείας ὑπόθεσις : ἃ δὲ κατὰ | ||
ἡδόμενος , ἐχθρὰ δὲ αὐτῷ τὰ πρότερα , καὶ ἡ συνήθεια τὴν φύσιν ἐξέκρουσε . τοιοῦτόν τί φημι καὶ τοὺς |
κἂν μυρίοι γράφωσι δεσπότας ἑαυτούς . ἀναφθέγξεται γὰρ ἐκεῖνο τὸ Σοφόκλειον οὐδὲν τῶν πυθοχρήστων διαφέρον : ” θεὸς ἐμὸς ἄρχων | ||
, ἐν ζʹ τῆς ἀπορουμένης λέξεως , Ἀρίσταρχος δὲ τὸ Σοφόκλειον ἐξηγούμενος τὸν ὄφιν ἀπέδωκε . μήποτε δὲ μᾶλλον ἂν |
οὔσῃ τῇ τοῦ νέου ψυχῇ τροφὴν μαλακωτέραν τὴν ἀπὸ τοῦ μύθου εὐθὺς προσάγειν , ὥσπερ καὶ τὰ ἀρτίτοκα βρέφη μαλακὰ | ||
καὶ μαντικὸν τὸ φυτόν : εἰ δὲ βούλει καὶ τοῦ μύθου ἐφάπτεσθαι τοῦ περὶ τῆς Δάφνης , οὐδὲ τοῦτό σοι |
ἐξωγκωμένος : οἰδῶ γὰρ τὸ ὀγκοῦμαι . ᾠδήκαντι : οἰδῶ οἰδήσω ᾤδηκα . οἱ Δωριεῖς τὸ γʹ πρόσωπον τῶν πληθυντικῶν | ||
εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . Οἶδμα . οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . |
, ὅτι τὸ ἁρμοῖ ψιλούμενον μὲν σημαίνει τὸ ἀρτίως , δασυνόμενον δὲ τὸ ἁρμοδίως . Μεθόδιος , . , . | ||
καὶ μεγαλύνων τοὺς ἄνδρας . ἢ παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ δασυνόμενον , οἱονεὶ ὁ ἀναιρετικός : παρὰ τὸ αἱρῶ οὖν |
δὲ φύουσιν αὐτόμαται , παρέχει καὶ τοῦτο σκέψασθαι ὃ μέλλω ἐρέειν , ὁκόσον χῶρος χώρου κάρτα πλησιάζων διαφέρει ἐς τὴν | ||
τοῦτο πολλάκις ἤκουσα , κεῖναι διεβλήθησαν τρόπῳ τοιῷδε ᾧ μέλλω ἐρέειν : ὁκόταν αἱ μῆτραι πνεῦμα λάβωσιν ἐς σφᾶς αὐτὰς |
οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα : | ||
, πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ |
τοῦ χρῶ ῥήματος τοῦ σημαίνοντος τὸ παρέχω γίνεται ῥῆμα χρῆμι χρῆς χρῆσι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν χρή : οὐ χρὴ παννύχιον | ||
τῶν ἡμετέρων , πάρα δ ' ἄλλ ' ὅ τι χρῆς . Ὑμῶν εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπηξ δωροδοκεῖται . Τυρῷ |
τὸ Β ὑπάρχει , τούτῳ παντὶ τὸ Α ὑπάρχει , παραλογίζομαι : καὶ τὸ Β γὰρ εἰ ὑπάρχει τῷ Γ | ||
σύνθεσιν ἀπαφῶ : ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπὸ τὸ ἄπωθεν δηλοῖ : καὶ |
ψυχῇ κάλλος καλὸν αὐτὸν προσαγορεύει : οὑτωσὶ τοίνυν ὦ παῖ καλὲ ἐννόησον . Καὶ ἐκεῖνον μὲν τὸν λόγον οὔ φησιν | ||
ταῦτ ' ἀποτεινόμενος ὁ Ἔφιππος εἴρηκεν ὥρα σοι ζητεῖν , καλὲ Οὐλπιανέ , καὶ διδάσκειν ἡμᾶς , καὶ τῶν εἰρημένων |
Οὗτος ὑπὸ τῶν δορυφόρων ἀνῃρέθη . Ὁ δὲ δʹ Φίωψ ἑξαέτης ἀρξάμενος ἐβασίλευσε μέχρις ἐτῶν ἑκατόν . Γίνονται οὖν σὺν | ||
δὲ τοῖς Ἀθηναίοις βαρύνονται : οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι διέτης τριέτης ἑξαέτης λέγουσι βαρυτόνως , ὁμοίως τῷ εὐνέτης οἰκέτης καὶ ἱκέτης |
ὅπως παρῇ τὰ προσόντα , ἐπιγένηται δὲ τὰ ἀπόντα τῷ φίλω ἀγαθά . τινὲς μὲν τοὺς τοιούτους λέγουσιν εἶναι φίλους | ||
ἀεὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ὁ σὸς πατὴρ ἑταίρω τε καὶ φίλω ἦμεν , καὶ πρότερον ἐκεῖνος ἐτελεύτησε , πρίν τι |
οὕτω ϲπαϲθέντων οὔτ ' αὐτὸϲ εἶδον οὔτ ' ἄλλου λέγοντοϲ ἤκουϲα . οἱ μὲν οὖν προειρημένοι τρεῖϲ ϲπαϲμοὶ θεραπεύονται πολλάκιϲ | ||
πάππα , βούλομαι [ ἤκουϲ ' : ἃ δ ' ἤκουϲα ! ε ? [ ἔκπλεα γελωάγ ! ' ηπ |
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ | ||
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων |
ἐπεὶ καὶ ἡ τοῦ κτητικοῦ ἔλλειψις εὔλογος , εἴγε πᾶσα παράγωγος ἀντωνυμία ἀπὸ ὀρθοτονουμένης πρωτοτύπου σχηματίζεται , ὡς ἐν τοῖς | ||
δίκη ἣν οἱ θεοὶ δικάζουσιν . . ΤΥΝΗ . Δωρικὴ παράγωγος ἀντωνυμία : οὗτοι γὰρ τὸ τύνη , ἀντὶ τοῦ |
μὴ ἀπὸ δύο συμφώνων ἄρχοιτο , ἢ ὄνομα προκατάρχοιτο : μίμνω κάμνω τέμνω . τὸ δὲ κρημνῶ περισπᾶται , ὅτι | ||
, αὐτίκ ' ἀεικίσσουσιν ἐμὸν δέμας : εἰ δέ κε μίμνω , Τρῳαὶ καὶ Τρῶές με περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλαι αἶψα |
. 〚 ἀπολιπόντε ποι : Τὸ ποι ἐνταῦθα οὐκ ἔστιν ἐρωτηματικὸν , ἀλλ ' ἀόριστον : ἐπὶ μὲν γὰρ κινήσεως | ||
. ἔχω : Κέκτημαι . ὁποῖον : Ἀττικόν . . ἐρωτηματικὸν ἀντὶ τοῦ ποῖον . . 〚 οὐκ ἐς κόρακας |
. Ἰσοκράτους : Ἡ δὲ τῆς ἀρετῆς κτίσις οἷς ἂν ἀκίβδηλος ταῖς διανοίαις συναυξηθῆ , μόνιμον συγγηράσκει : πλούτου δὲ | ||
οὐκ ἐγκρίνει τὴν φωνήν . , . . , . ἀκίβδηλος ἀνήρ : ὁ μὴ κίβδηλος , ἀλλὰ δόκιμος καὶ |
ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις ὀξυνομένου : ἐκεῖνοι γὰρ ψαλτής λέγουσιν ἐν ὀξείᾳ τάσει : | ||
παντός γενικῆς ὀξυνομένης τὸ πάντοθεν . ἢ ἐπιρρήματος τοῦ ἐκτός ὀξυνομένου τὸ ἔκτοθεν , ὅπου γε καὶ αἱ βαρυνόμεναι γενικαὶ |
Ἅγνωνα νῦν καὶ δῆμον η ? [ οὗτοϲ οὐ πλουτεῖ δικαίωϲ ἐνθάδ ' ὥϲτε ? [ κλαύϲεται . ἀλλὰ μὴν | ||
! ] οϲ : ἐμη ? [ πῶϲ ] οὐ δικαίωϲ τοῖϲ ἐρωμένοιϲ ? [ ] ? ? ? [ |
τὸ δρέπω δρόπος καὶ βατοδρόπος . Φιλόξενος , . . ῥηματ . Βάτραχος : παρὰ τὸ βοὴν τραχεῖαν ἔχειν βοάτραχός | ||
τὸ δρέπω δρόπος καὶ βατοδρόπος . Φιλόξενος , . . ῥηματ . Βάτραχος : παρὰ τὸ βοὴν τραχεῖαν ἔχειν βοάτραχός |
τροπῇ τοῦ ε εἰς ο ὄνομα : ἢ ἀπὸ τοῦ ὀνῶ , ὅ ἐστιν ὠφελῶ , ὄνημα καὶ τροπῇ τοῦ | ||
οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . ὀνῶ , ὄναρ , καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου , ὄνειαρ |
εἴτε ἄρα πρόθεσιν αὐτῶν δεῖ τὸ ἡγούμενον καλεῖν , τὸ προσηγορικὸν ἐπικείμενον μόριον τὸ κλυτὰν ἀντίτυπον πεποίηκε καὶ τραχεῖαν τὴν | ||
εἰκόνα ἔστησαν οἱ πολέμιοι ὁπότερον δὴ προσέλθοι πρόσωπον ὡρισμένον ἢ προσηγορικὸν , σώζουσι τὴν ἑαυτῶν δύναμιν : καὶ γὰρ ἐξὸν |
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας , | ||
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ |
δ ' ἄγε σύν μοι βούλευσον , ποτέρην εἰς ὑμέναιον ἄγω . εἶπεν : ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον | ||
μοί μοι . κώλῳ , πάτερ , ᾇ ς ' ἄγω . ˘˘˘ – ˘˘ – ˘ – – – |
τοῦ ὑγίεις . Τῷ χαρίεντι , τὸν χαρίεντα , ὦ χαρίει καὶ ὦ χαρίεν . Λέγει ὁ τεχνικός , ὅτι | ||
ἀττικῶς ] : διχῶς λέγεται τούτων ἡ κλητική , ὦ χαρίει , ὅτι τὰ εἰς ς λήγοντα μετὰ διφθόγγου ἀποβολῇ |
] ν Φορμίωναι ? ! [ ] ] τε πρώτην ελ [ ] φυλακήν εἰτου ] μον ? δῆτ ' | ||
! ! ! ! ! ! ! ! ] καὶ ελ [ ! ! ! ! ! ! ! ! |
βουκολικὸν ποίημα . καὶ ἅμα ἀπὸ τοῦ εἴδω τὸ ὁμοιῶ εἰδύλλια ἂν εἰκότως λέγοιτο : ἐοικότες γάρ εἰσι τοῖς προσώποις | ||
τὴν προτέραν ὡς δυσχερεστέραν καταλιπὼν τὴν δευτέραν ἀσπάζεται . ὅτι εἰδύλλια , ἀλλ ' οὐ διαλόγους καλοῦσι τὰ βουκολικὰ ποιήματα |
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν | ||
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι |
τὰ ἄχυρα λικμώμενα ἐπιφέρονται , οἱονεὶ ἀχυριαί τινες οὖσαι , πλεονασμῷ τοῦ μ ἀχυρμιαί , . , . . , | ||
. : δάπτομαι : Καὶ κατὰ ἀναδιπλασμὸν δαδάπτομαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ δαρδάπτομαι . : Κέαρ παρὰ τὸ κεκρᾶσθαι |
ἐμοὶ γὰρ οὐ δοκεῖ : ἀλλ ' ἤτοι διαλεγέσθω ἢ εἰπέτω ὅτι οὐκ ἐθέλει διαλέγεσθαι , ἵνα τούτῳ μὲν ταῦτα | ||
ἠρωτημένα πατέρα τε καὶ νομοθέτην ἠρωτήσθω , ὁ δ ' εἰπέτω ὡς ὁ ζῶν τὸν ἥδιστον βίον ἐστὶν μακαριώτατος : |
ὅς περ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν . τοῦτον γὰρ ἀπεμιμήσατο καὶ ὁ εἰπών : ὦ θάνατε παιάν , ἰατρὸς | ||
κιναίδου τινὸς καὶ παιδίσκης ὑπὸ [ τῷ ] κιναίδῳ τρεφομένης ἀπεμιμήσατο τὴν ἀγωγὴν τῶν παρὰ τοῖς κιναίδοις διαλέκτων καὶ τῆς |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
, διδόντος αὐτῷ χώραν μεγάλην , ἵνα ἐνοικοδομήσηται οἰκίαν , φάναι , καὶ εἰ ὑποδημάτων ἔδει , καὶ βύρσαν μοι | ||
, παρὰ δὲ Λακεδαιμονίοις , ὅθεν ὅδε ἐστίν , οἶμαι φάναι τούτους Ἀπόλλωνα . ἦ γάρ ; Ναί . Μῶν |
κοροπλάθοι , κάναβος καλεῖται : ὅθεν καὶ Στράττις ἐν τῷ Κινησίᾳ τὸν Σαννυρίωνα διὰ τὴν ἰσχνότητα κάναβον καλεῖ : αὐτὸ | ||
Ἡρακλεῖ γαμοῦντί φησιν ἁλία πυξίνη , Στράττις δ ' ἐν Κινησίᾳ ἁλμυρόν θ ' ὕδωρ , ἕτερον τε λεπτὸν ἐν |
αὗται καὶ ἀσώδεες , καὶ κοπριήμετοι , οἷον καὶ τὸ Πιττακοῦ : γίνονται δὲ αὗται ἢ ἀπὸ πληγῆς , ἢ | ||
φιλοσοφίας , βραχυλογία τις Λακωνική . καὶ δὴ καὶ τοῦ Πιττακοῦ ἰδίαι περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα ἐγκωμιαζόμενον ὑπὸ τῶν σοφῶν |
αʹ τῆς στροφῆς . Τὸ θʹ Στησιχόρειον ἐξ ἐπιτρίτων Στησιχόρου εὑρόντος αὐτό : δεύτεροι δὲ οἱ ἐπίτριτοι . ἑξῆς δὲ | ||
Μυλάντειοι θεοί . ἀπὸ Μύλαντος ἀμφότερα , τοῦ καὶ πρώτου εὑρόντος ἐν τῷ βίῳ τὴν τοῦ μύλου χρῆσιν . Μύλασα |
ἔφη τοιοῦτον αὑτῷ καὶ περὶ Ἰβηρίαν γενέσθαι πολεμοῦντι Πομπηίῳ . ἀποκριναμένου δὲ τοῦ μάντεως , ὅτι καὶ τότε κινδυνεύσειε λαμπρῶς | ||
τούτων ἀγωνιεῖσθαι . παραπλησίως δὲ καὶ τοῦ Κλεάρχου περὶ τούτων ἀποκριναμένου , Πρόξενος ὁ Θηβαῖος εἶπεν , ὅτι νῦν τὰ |
Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
, τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
ΕΥ ΜΑΛΑ ΟΙΣΘΑ . Ὅτι τὸ οἶσθα οὕτω κανονίζεται , εἴδω τὸ γινώσκω , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ μέσος | ||
. Ἡσίοδος ἐκ τοῦ ἥσις ἡ εὐφροσύνη , καὶ τοῦ εἴδω τὸ λέγω γίνεται Ἡσίοδος , ἐκβολῇ τοῦ ι καὶ |
τῶν νενικημένων ἀναστρέφων . παλαιὸν βασιλέων χειμάδιον ἡ πόλις . μεινάτω τοίνυν ὁ περὶ τὸν χειμῶνα νόμος . κάλλη μὲν | ||
σημαίνει , καὶ ἀόριστον μόριον ἐν τῷ ὃς ἂν ἔλθῃ μεινάτω με , καὶ ἴσον τῷ οὗτος παρὰ Ἀττικοῖς , |
. ἡνίκα μέντοι οὐ κατηγορεῖ ὀνόματος , τοῦ δὲ συντασσομένου ῥήματος , ὡς ἐν τῷ ταχὺ περιπατεῖ τὸ μειράκιον , | ||
τάσιν ἀπαιτεῖ , εἴτε ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω γενομένου τοῦ ῥήματος , περιπλεονάσαντος τοῦ σ , ὥς φησι Φιλόξενος , |
ὁμολογεῖται . ἔστι δὲ πρὸς ταῦτα οὕτως εἰπεῖν : τὰ συνωνυμοῦντα διττά ἐστι : τὰ μὲν γὰρ μεταδίδωσιν ὀνόματος καὶ | ||
δὲ ὅμως ἐν τῷ αὐτῷ εἴδει , καὶ διὰ τοῦτο συνωνυμοῦντα τῷ τε ὅλῳ καὶ ἀλλήλοις : ἤδη δὲ ἔνια |
ὢν πατρὸς οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , | ||
δέ ποτε ὁ Ἀντιφῶν διαλεγόμενος τῶι Σωκράτει εἶπεν : Ὦ Σώκρατες , ἐγώ τοί σε δίκαιον μὲν νομίζω , σοφὸν |
. ἄλσος βʹ : δασυνόμενον μὲν τὸν σύνδενδρον τόπον . ψιλούμενον δὲ τὸ ἱερόν . ἆλτο βʹ : ἥλατο . | ||
δασυνόμενον ἀπὸ τοῦ ἵημι τὸ πέμπω γίνεται , τὸ δὲ ψιλούμενον ἀπὸ τοῦ ἴω τὸ πορεύομαι . Οὐδέ κεν : |
ὡς αὐτίκα ὀπτήσομαι , ἐν τῇ ὁδῷ τέλματι βαθεῖ ἐντυχὼν ῥίπτω ἐμαυτὸν τοῦ τέλματος ἐς τὸ ὑγρότατον : εἶτα ἐκύλιον | ||
φλῶ ἐγένετο , ἀφ ' οὗ παράγωγον φλάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω καὶ ἐνθουσιῶ ἐνθουσιάζω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παφλάζω |
οὐδὲ εἷς Ἀριστονίκου νομοθέτης : τά τ ' ἄλλα γὰρ νενομοθέτηκε πολλὰ καὶ παντοῖα δὴ νυνί τε καινὸν εἰσφέρει νόμον | ||
συμβέβηκε δυσωπούμενον θεηλάτῳ καταφλεγεῖσι πυρί , ὅτι τοιαῦτα οἷα οὗτος νενομοθέτηκε διεπράττοντο , ὡς καὶ τὴν γῆν καταφλεγῆναι αὐτὴν καὶ |
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
πρόσπολοι , δόμων πάρος , οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν φέρω τόδ ' , εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς διασπαρακτὸν κοὐδὲν | ||
, οἶμαι , βαδίζειν εἰς τὸ χωρίον τοῦ ἔργου : φέρω γὰρ ἐν ἐμαυτῷ τὰ τῆς ἐμῆς τέχνης ἀγάλματα , |
τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
κάλπιν , ἁλμυρόν . καίτοι ὁ πᾶς Πόντος πολύ τι γλυκυτέρου τοῦ ὕδατός ἐστιν ἤπερ ἡ ἔξω θάλασσα : καὶ | ||
ἐστιν ἢ τῷ οὗ μελάντερόν ἐστιν . καὶ ἐπὶ τοῦ γλυκυτέρου καὶ πικροτέρου ὁ αὐτὸς λόγος . ἐπεὶ οὖν δύο |
ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ ' | ||
μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ |
Πολλὴ ἀνάγκη . Καὶ τῶν θεῶν ἄρα , ὦ γενναῖε Εὐθύφρων , ἄλλοι ἄλλα δίκαια ἡγοῦνται κατὰ τὸν σὸν λόγον | ||
οὔ ; Οὐκ ἄρα τὸ θεοφιλὲς ὅσιόν ἐστιν , ὦ Εὐθύφρων , οὐδὲ τὸ ὅσιον θεοφιλές , ὡς σὺ λέγεις |