| τοῦ χρῶ ῥήματος τοῦ σημαίνοντος τὸ παρέχω γίνεται ῥῆμα χρῆμι χρῆς χρῆσι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν χρή : οὐ χρὴ παννύχιον | ||
| τῶν ἡμετέρων , πάρα δ ' ἄλλ ' ὅ τι χρῆς . Ὑμῶν εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπηξ δωροδοκεῖται . Τυρῷ |
| σύμφημι , εἰμί σύνειμι , πάρειμι : οὕτως οὖν καὶ χρῆμι χρῆς χρῆσι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν χρή : οὐ χρὴ | ||
| δέον εἶναι , χρεὼν ὑπάρχειν , πρέπον εἶναι . . χρῆμι καὶ ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς |
| χρῶ ῥήματος τοῦ σημαίνοντος τὸ παρέχω γίνεται ῥῆμα χρῆμι χρῆς χρῆσι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν χρή : οὐ χρὴ παννύχιον εὕδειν | ||
| εἰμί σύνειμι , πάρειμι : οὕτως οὖν καὶ χρῆμι χρῆς χρῆσι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν χρή : οὐ χρὴ παννύχιον , |
| ἐπιθυμῶ : τὸ δὲ λελιημένος παρ ' Ὁμήρῳ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ | ||
| γὰρ λεγομένης φωνῆς ἦν τὸ πάθος . καὶ ἔτι τὸ λῶ ἀφῃρημένον ἐκ τοῦ θέλω , ἢ καὶ τὸ βῆ |
| ΕΥ ΜΑΛΑ ΟΙΣΘΑ . Ὅτι τὸ οἶσθα οὕτω κανονίζεται , εἴδω τὸ γινώσκω , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ μέσος | ||
| . Ἡσίοδος ἐκ τοῦ ἥσις ἡ εὐφροσύνη , καὶ τοῦ εἴδω τὸ λέγω γίνεται Ἡσίοδος , ἐκβολῇ τοῦ ι καὶ |
| κατὰ συγκοπὴν κράσω : ῥηματικὸν ὄνομα κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος , ἐξ οὗ καὶ κρατήρ , ἀφ | ||
| καὶ πλεονασμῶ τῆς λι συλλαβῆς σπαλιεύς : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπαλιεὺς . ἀφροντιστήσας : ἀμεριμνήσας , ἢ ἀμελήσας |
| . . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω | ||
| κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος . |
| ἐμαυτοῦ . τὸ παύομαι . μετὰ μετοχῆς , καὶ μετὰ ἀπαρεμφάτου , καὶ μετὰ γενικῆς . συκοφάντης . ὁ ἀποδεικνύων | ||
| καθ ' ἕνα σχηματισμόν ἐστι διὰ τὴν σύνταξιν τὴν τοῦ ἀπαρεμφάτου , ὅπερ τρίτον ὂν ἀμέριστον ἦν κατὰ τὴν προσωποποιίαν |
| . Ἑνικά . Τιθείς , τιθεῖσα , τιθέν : πᾶν ῥῆμα εἰς ν λῆγον μετὰ φυσικῆς μακρᾶς μὴ ἔχον τὸ | ||
| παρὰ τὸ βάλλειν εἰς στόμα . Βλάπτω , βρῶ ἐστὶ ῥῆμα ὁμοίως δηλοῦν τὸ ἐσθίω : καὶ μεταθέσει τοῦ ρ |
| τοῖς δαίμοσι διαλεκτικοὺς τρεῖς τῶν παρεγγεγραμμένων . καὶ μὴν φιλοσοφεῖν φιλολογεῖν τ ' ἀκηκοὼς ὑμᾶς ἐπιμελῶς καρτερεῖν θ ' αἱρουμένους | ||
| ἢ χρή , ὡς εἰ καὶ λέγοιμεν οὐ λείπει τὸ φιλολογεῖν . καὶ διὰ τῆς τοιαύτης συντάξεως ἄρα δέδεικται ὅτι |
| ἡ πέμπτη τὰ ἀμετάβολα τηρεῖ μετὰ συστολῆς τῆς παραληγούσης καὶ περισπωμένου τόνου , σπείρω σπερῶ , ψάλλω ψαλῶ : ἡ | ||
| πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς . χρῶνται δὲ τῷ ἔμπαν ἀντὶ περισπωμένου τοῦ ὁμῶς , ὅ ἐστιν ἴσον τῷ ὁμοίως : |
| ηὔδαες ηὔδας , τὸ τρίτον ηὔδαε ηὔδα , καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα . Ὅμηρος : ἐξαύδα , μὴ κεῦθε | ||
| πρόσωπον τοῦ δευτέρου ἀορίστου τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔνυγον ἔνυγες ἔνυγε νύγε . τυπέτω . |
| τὸ ἐπιτεταμένως βλέπειν : τείνω τενῶ τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀτενίζω , * ? Ἄπλητα ἄπειρα , πολλά | ||
| παρὰ τὸ ῥαίω , τὸ φθείρω , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀραιή , ὅθεν καὶ δασύνεται . ἔστιν ὅτε |
| ἴσπω καὶ ἐνίσπω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἔχω γίνεται ἴσχος , καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ δηλοῦντος τὸ κακὸν | ||
| γράφεται : σύνθετον γὰρ παρὰ τὸ ἔχω : ἴσχω καὶ ἴσχος , καὶ μετὰ τοῦ α δηλοῦντος τὸ κακὸν , |
| γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , βοῶ : γοῶ : θροῶ : νοῶ : ποῶ , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ | ||
| καθαρὸν παραληγόμενα τῷ Ο μόνῳ περισπᾶται : νοῶ βοῶ γοῶ θροῶ ποῶ μακκοῶ . αἱ μέντοι ἐντέλειαι τῶν περισπωμένων βαρύνονται |
| καὶ τὸ αρι , καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . | ||
| οὗ σημαίνει τὸ ἐγκοτεῖν . ὅθεν κρεῖττον νοεῖν ἐκ τοῦ ζα καὶ τὸ ὀφέλλειν ἐπὶ τοῦ αὔξειν τίθεται . μεγάλως |
| οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα : | ||
| , πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ |
| μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
| ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
| καὶ παραλαμβάνει αὐτὸ παρὰ τὸ ἔτης μετὰ μορίου τοῦ ὦ κλητικοῦ . Πρὸς ὅν φησι Τρύφων , ὡς τὰ τῆς | ||
| ἵνα χωρίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἄλλων λόγων , οἷον τοῦ κλητικοῦ ἢ τοῦ εὐκτικοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἁπλῶς , εἴτε |
| . . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται | ||
| τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . , |
| δ ' ἐς νῆσον : ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : † λέγεται δὲ τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον | ||
| χθών παράκειται τῇ εὐθείᾳ κατὰ λόγον τὸν τῆς προθέσεως , ἐπιρρήματος δὲ τοῦ πέριξ : ἢ καθ ' ὑπερβατόν ἐστι |
| φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν . | ||
| : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς |
| τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
| ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
| ἀπορήσομεν : ἡ γὰρ τοῦ δυνάμει ποιητικοῦ καὶ τοῦ δυνάμει παθητικοῦ πρὸς ἄλληλα ἐντελέχεια κίνησίς ἐστιν . ἁρμόσει δὲ καὶ | ||
| ἀλλὰ τὸν θηλαζόμενον χοῖρον : ἐνεργητικὸν γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . Βίβλινον οἶνον τὸν Θρᾳκικὸν ἀπὸ τόπου Θρᾴκης ἔχοντος |
| χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς | ||
| τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν |
| ἐπίρρημα χρονικόν . ὁλοτελῶς σεαυτὸν ] ἀπολεῖς ἐς κόρακας ] ἀττικόν : ἤγουν ἀπέλθῃς νὴ τοὺς θεούς ] λείπει τὸ | ||
| : τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ |
| λέγει . πάλιν δὲ φῶς ἐγένετο αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ἡμετέρας φω - νῆς : ἄνευ γὰρ κιθάρας ἢ ἄνευ ἀνδρὸς | ||
| ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν , ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φω - νηέντων , ἐπεὶ εἰ οὕτω ἐγένετο ὦ ἀκαμαντοχάρμα |
| εἶπεν ὦ θαυμάσιε λυτικέ , ἐὰν ἀφέλῃς τοῦ Σωτῆρος τὸ σω καὶ τοῦ Σωσιγένους τὸ σι καὶ τοῦ Βίωνος τὴν | ||
| τοῦ ἐνεστῶτος ἐκβολῇ τοῦ τι καὶ τροπῇ τοῦ μι εἰς σω : σημείωσαί σοι περὶ τῶν μελλόντων καί τι θαυμάσιον |
| τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος | ||
| τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος |
| τῇ πραότητι : τὸ κολακεύειν . Κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω . κλᾶται γὰρ ἡ τῶν | ||
| . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὁμοκλή : κλῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ |
| βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
| ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
| δ ' ὁ πράττων συγχρῆταί τισι πρὸς τὴν τελειότητα τῆς προθέσεως , μέρη ταῦτα οὐ χρὴ νομίζειν τῆς ἐνεργείας , | ||
| κατὰ τὴν Αἰολίδα διάλεκτον , ἵνα μὴ τὸ ἴδιον τῆς προθέσεως ἀποστήσωσιν , λέγω τὴν ἀναστροφήν : εἰ γὰρ καὶ |
| , ἔξω φρενῶν εἰμι . , ἄφρων εἰμί , μαινόμενος ὑπάρχω , παραφρονῶ . κύων ] σκύλος . . ἔπαιξε | ||
| [ ἀηθέσσω ] ἀήθεσσον , ἀηθέσσω δέ ἐστι τὸ ἀήθης ὑπάρχω : καὶ χωρὶς τοῦ ἐν τῇ συνηθείᾳ [ ] |
| ἐξισωτέον τὸ γοῦν ἴς ' ἀντιλέξαι : τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ : οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος , ἀλλὰ | ||
| τὸ κρατήσας καὶ κόψας : παρὰ τὸ ἔχω : τὸ κρατῶ : ὁ παθητικὸς πα - ρακείμενος εἶχμαι : καὶ |
| καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : ” τῷ δ | ||
| , . , . Ἄμαξα : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις : |
| . ἡνίκα μέντοι οὐ κατηγορεῖ ὀνόματος , τοῦ δὲ συντασσομένου ῥήματος , ὡς ἐν τῷ ταχὺ περιπατεῖ τὸ μειράκιον , | ||
| τάσιν ἀπαιτεῖ , εἴτε ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω γενομένου τοῦ ῥήματος , περιπλεονάσαντος τοῦ σ , ὥς φησι Φιλόξενος , |
| γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης δ ' | ||
| μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν |
| τὸ σμήχω ἔχει τὴν παραλήγουσαν φύσει μακράν . τὸ δὲ τρέχω ἔχει Ε , καὶ τὸ ἄρχω Α . Τὰ | ||
| : Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . |
| ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
| ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
| Ε , ἢ προτακτικὸν ὂν ἢ ὑποτακτικόν , οἷον ἔχω ἴσχω , μένω μίμνω , τέκω τίκτω , ῥέπω ῥίπτω | ||
| : τὰ λεπτυνθέντα σῦκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . παρὰ τὸ ἴσχω παράγωγον ἰσχνῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ ἰσχνάδες , αἱ λεπταί |
| ] Τῷ πολέμῳ . Θεάομαι σαφὲς ] * Θεάομαι καὶ βλέπω πρᾶγμα σαφές , τὸν Ἀλκμαίωνα πρῶτον διεξάγοντα καὶ ἰθύνοντα | ||
| : ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω , βλεπέαρόν τι ὄν : τὰ γοῦν |
| καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀπαφῶ , ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπό τὸ ἄποθεν δηλοῖ | ||
| δεῖνα ἀντὶ τοῦ σοφίαν διδάσκω . σοφίζομαι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπατῶ . Τὸ τὰ προσήκοντα πρὸς ἀνθρώπους ποιεῖν λέγεται δίκαιον |
| προτέρου ἄναξ ἄνακτος , Ἀστυάναξ Ἀστυάνακτος , τοῦ δὲ δευτέρου νεκροβαστάξ νεκροβαστάγος , αὐτοσφάξ αὐτοσφάγος : τὸ πολυπάταξ σημειῶδες κατὰ | ||
| τὰ δὲ ἀπὸ ῥήματος συγκείμενα : βλεφαριπάξ καὶ λητροβαστάξ καὶ νεκροβαστάξ . τὸ δὲ Ἄσφαξ βαρύνεται ὡς ἐθνικόν . Τὰ |
| τὰ ἄχυρα λικμώμενα ἐπιφέρονται , οἱονεὶ ἀχυριαί τινες οὖσαι , πλεονασμῷ τοῦ μ ἀχυρμιαί , . , . . , | ||
| . : δάπτομαι : Καὶ κατὰ ἀναδιπλασμὸν δαδάπτομαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ δαρδάπτομαι . : Κέαρ παρὰ τὸ κεκρᾶσθαι |
| ἐξωγκωμένος : οἰδῶ γὰρ τὸ ὀγκοῦμαι . ᾠδήκαντι : οἰδῶ οἰδήσω ᾤδηκα . οἱ Δωριεῖς τὸ γʹ πρόσωπον τῶν πληθυντικῶν | ||
| εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . Οἶδμα . οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . |
| . ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσσα καὶ ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , οὕτως καὶ παρὰ τὸ φρῶ , ὃ παρὰ | ||
| βλῶ βλήσω : βλήτρον : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ . ἄμαξα ἐκ τοῦ ἄγω , ἄξω : ἄξα : καὶ |
| καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η μένοντος καὶ τοῦ ι προσγεγραμμένου . . . . ὁ Θύρσις δὲ τοῦτο λέγει | ||
| ἐκτάσει τοῦ ο εἰς ω δῴη μένοντος καὶ τοῦ ι προσγεγραμμένου , οὕτως ἅλωμι ἁλώσω ἥλων ἁλούς ἁλόντος ἁλοίην ἁλοίης |
| ἐᾶν ἵππον : οἷον ἀπὸ χαλινοῦ ἢ ἄνευ χαλινοῦ . ἀπονίψασθαι τὼ χεῖρε καὶ ἀπονίψασθαι τὼ πόδε . ἄρρατον : | ||
| οἱ Ἀττικοὶ κατὰ χειρὸς ἔλεγον , μετὰ δὲ τὸ δειπνῆσαι ἀπονίψασθαι . Σοφοκλῆς Οἰνομάῳ : σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος . καὶ |
| μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ | ||
| ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων |
| Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
| μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
| δ ' ἄγε σύν μοι βούλευσον , ποτέρην εἰς ὑμέναιον ἄγω . εἶπεν : ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον | ||
| μοί μοι . κώλῳ , πάτερ , ᾇ ς ' ἄγω . ˘˘˘ – ˘˘ – ˘ – – – |
| βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
| , ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
| ! [ ης ? [ εξ [ ε ! [ ενε ! [ πεπλο ? [ κλε ? [ πο | ||
| ? ? δῶρα κυθηγενέος : [ ] ο σαρωνίδας οὖδας ενε ? ? [ [ ] ν δαῖτα παλαιοτάτην [ |
| εἰς ες λήγοντα φάναι ῥήματα , σχές , σπές , ἕς , οἷς συνενεχθήσεται καὶ τὸ χθές , εἰ ἦν | ||
| ἔχοντες εἰς ς ὀξυτόνους τὰς μετοχάς , ἀλλὰ θές δός ἕς . Ἑνικά . Θήσω , θήσεις , θήσει : |
| τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου : τοῦ τέτυμμαι γίνεται , τροπῇ τῆς μαι εἰς μην καὶ προσόδῳ τοῦ ε τέτυμμαι ἐτετύμμην : | ||
| μέλλων τὸ ἐὰν τύπωμαι γίνεται : προσόδῳ γὰρ μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . |
| οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου | ||
| ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς |
| * ? Ἄπλητα ἄπειρα , πολλά : παρὰ τὸ πλῶ πλήσω , τὸ πελάζω , πλητός καὶ ἄπλητος , . | ||
| ὀρθώσιος , ἀσπάσομαι ἀσπάσιος , φυλάξομαι φυλάξιος . τὸ μέντοι πλήσω πλησίος καὶ τὸ δέξομαι δεξιός καὶ ἕψομαι ἀνεψιός . |
| τὸ πάνυ βλέπω , ἀπὸ τοῦ τείνω , ὁ μέλλων τενῶ , καὶ κατὰ παραγωγὴν τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ | ||
| . . . ἀτενίζω : τὸ πάνυ βλέπω : τείνω τενῶ τενής καὶ ἀτενής ἀτενίζω , τοῦ α ἐπίτασιν σημαίνοντος |
| [ ] κρω [ ] [ ] οναικ [ ] εο [ ] ! ι [ ] ! ! [ | ||
| ! τε ? ? ! [ ] [ ] ! εο ? [ ] [ ] ! αικ [ ] |
| θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν | ||
| τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς , |
| ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν | ||
| , ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος |
| οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα , τὸν δὲ εὐκτικὸν ἀρατικόν , τὸν δὲ κλητικὸν προσαγορευτικόν , προστιθέντες τούτοις | ||
| θεωρίαν . τοῦ δὲ λόγου πολλά εἰσι μέρη , ἀποφαντικὸν εὐκτικὸν κλητικὸν προστακτικὸν πυσματικόν , καὶ ἄλλα δέ ἐστιν , |
| παραληγούσης γίνεται κατὰ τὸν ἀόριστον Ἀττικῶς ἆρα , ὡς μιαίνω μιανῶ ἐμίανα , καὶ λοιπὸν ἐκ τούτου γίνεται ἡ μετοχὴ | ||
| μελαίνω , μελανῶ : ὑφαίνω , ὑφανῶ : μιαινῶ , μιανῶ . Τὰ διὰ τοῦ αιρω , εἴτε δισύλλαβα , |
| ' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ | ||
| εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης |
| Φάγρητος καὶ Μάγνης Μάγνητος καὶ Ἴγνης Ἴγνητος ἔχουσιν ἄφωνον πρὸ ἀμεταβόλου καὶ κοινὴν τὴν συλλαβὴν ἔχουσιν , καὶ ὡς ἔχοντα | ||
| ἔλεγον , ὡς ἡνίκα τὸ ε πρὸ [ τοῦ ] ἀμεταβόλου , εἰς α τρέπεται , ὡς δερῶ ἔδαρον ἐδάρην |
| : ἀχρεῖον : ἔστι ῥῆμα χρῶ δηλοῦν τὸ ἅπτομαι καὶ πλησιάζω , ἐξ οὗ παράγωγον χραύω : ” χραύσῃ μέν | ||
| : ἀχρεῖον : χρῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ ἅπτομαι καὶ πλησιάζω , οὗ παράγωγον χραύω : ” χραύσῃ μέν τ |
| τὴν προφοράν , παθητικὴν δὲ τὴν σημασίαν , ὡς τὸ πονῶ , πάσχω , μοχθῶ καὶ ἕτερα . Ἰστέον ὅτι | ||
| Ὑμεῖς δέ γ ' , ὑπὲρ ὧν τοὺς πόνους ἐγὼ πονῶ , μὴ βδεῖτε μηδὲ χέζεθ ' ἡμερῶν τριῶν : |
| ἄρχουσαν ἐκτείνων χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς τὸν παρατατικὸν ποιεῖ , λέγομαι ἐλεγόμην , αἰδοῦμαι ᾐδούμην . ἐτύπτου : καὶ τοῦτο ἀπὸ | ||
| ἐλάβου : παρατατικοῦ δὲ ὄντα ἀπὸ βαρυτόνων θεμάτων βαρύνονται : ἐλεγόμην ἐλέγου . εἰ δὲ ἀπὸ περισπωμένων ῥημάτων , περισπῶνται |
| . τύπτοις : πᾶν ῥῆμα εἰς μι λῆγον τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , λέγοιμι λέγοις , | ||
| τὸ ω εἰς η ποιοῦσι ῥήματα εἰς μι πλεονασμῷ τῆς μι συλλαβῆς ἐπὶ τέλους : οὕτω φασὶ καὶ ἀπὸ τοῦ |
| ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' | ||
| . ῥῆμα ἐστὶ δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω , ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος : οὗ ὁ |
| πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ | ||
| , ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν |
| καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω , φεύγω | ||
| τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , καὶ διὰ |
| : ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , ἡ πλοκή : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ , εἴρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ , | ||
| ἀπὸ τοῦ ἀϊσσης : παράγωγον αἰσύω : αἰσυτήρ : καὶ πλεονασμῶ τοῦ η αἰσυητήρ . ἀΐσυλος , ὁ ἄδικος καὶ |
| Ἀττικοῖς ὀξύνονται . Πᾶν ῥῆμα εἰς Ω μονοσύλλαβον περισπᾶται : ζῶ κλῶ κνῶ θλῶ δρῶ , ἐὰν δρῶ , ἐὰν | ||
| προσόδων εἰς ταῦτα ἐκποιουσῶν , οὐ καθάπερ ὑμῶν ἔνιοι δεκαζόμενος ζῶ καὶ μοιχεύων . καὶ κατέλεξέ τινας ἐπ ' ὀνόματος |
| ' , εἶπεν ἡ Γλυκέριον , μέλλει γὰρ ὥσπερ μαινίδας ἀποτηγανίζειν , φησί , μοῦ τὸ λῄδιον . ὁ τοῦ | ||
| . Βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν . Ἡδὺ δ ' ἀποτηγανίζειν ἄνευ συμβολῶν . Ὦ χρυσοκέφαλοι βεμβράδες θαλάσσιαι . Τὸν |
| . . ἄρκτος : τὸ ζῷον : εἴρηται παρὰ τὸ ἀρκῶ ἄρκος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ ἄρκτος , τὸ | ||
| . . Ἄρκτος : τὸ ζῷον : εἴρηται παρὰ τὸ ἀρκῶ , ὅπερ καὶ ἐπαρκῶ λέγεται , ἄρκος , καὶ |
| ἔχει , ἀλλὰ τοῦ πρώτου πληθυντικοῦ ὁριστικοῦ , οἷον ἐτύφθημεν τύφθητι , ἔγνωμεν γνῶθι : ἡ δὲ τροπὴ τοῦ θ | ||
| δὴ τοῦ ἐτέτυψο , κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ε . Τὸ τύφθητι χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου αʹ καὶ μέλλοντος . Κανονίζει |
| : ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
| , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
| τοῦ Ν γινόμενα : κυνῶ καὶ ἐν συνθέσει προσκυνῶ , πλανῶ σινῶ . τὸ δὲ τιῶ τίνω κατ ' ἐπένθεσιν | ||
| ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω , . , . . . + |
| σύνδεσμον λέγεσθαι : ἐπεὶ ἀνάγκη καὶ τὰ ἄλλα πρόσωπα οὕτως ἐκφέρεσθαι , οἷον : Κἀμοὶ , Κἀσύ , ταῦτα δὲ | ||
| ὀξύτονα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς μὴ εἰωθότα καὶ διὰ τοῦ α ἐκφέρεσθαι , ὡς ἔχει τὸ ὀπαὼν , διὰ τοῦ ε |
| σχοινία παρὰ τὸ οἴω τὸ κομίζω οἶσα καὶ τροπῇ τοῦ διχρόνου εἰς δίχρονον καὶ ἰωνικῶς οὖσα . ἢ τὰ ἀπὸ | ||
| γάρ ἐστιν ὁ λέγων : τὰ εἰς Σ λήγοντα μετὰ διχρόνου ἀποβολῇ τοῦ Σ τὸ οὐδέτερον ποιοῦντα συνεσταλμένον ἔχουσι τὸ |
| ; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω . | ||
| ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ |
| στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
| , . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
| Τευθρανίαν ; Νὴ Δία , ἀλλά φησι δεῖν ἔνια καὶ ἀκύρως προστιθέμενα δέχεσθαι , ὡς καὶ „ τῆλ ' ἐξ | ||
| , ὡς καὶ ὁ Καλλίμαχος μαρτυρεῖ . ἕδνα τε : ἀκύρως τὰ δῶρα ἕδνα εἶπε . τῷ μὲν γὰρ Πηλεῖ |
| τέ μοι αἰεὶ ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίστασαι , οὐδέ σε λήθω κινύμενος : νῦν αὖτε μάλιστά με φῖλαι Ἀθήνη , | ||
| καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Σωκράτης , οἱ λέγοντες ὅτι οὐδέ σε λήθω Κινύμενος . Πολὺ πρότερον οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι περὶ ἑκάστου |
| δὲ περισπωμέ - νων ὁ παρατατικὸς προσόδῳ τοῦ ν καὶ συστολῇ τῆς ἀρχούσης , ἐποίει ποιεῖν , ἐβόα βοᾶν , | ||
| ἀνίᾳ ταύτῃ καὶ τὰ λοιπὰ μόρια συστελλόμενα , οὕτω τῇ συστολῇ ταύτῃ ὠθεῖται , καὶ οἷον ἐκθλίβει τε καὶ ἀπελαύνει |
| , ἀφ ' οὗ φάος , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αο εἰς ω φῶς : καὶ τὸ ὦς , ὃ | ||
| [ [ ] αυτ ? ! [ [ ] ! αο ? ! [ [ ] εμ ? [ [ |
| τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι | ||
| ; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν |
| ἀντίπαλον θανάτου . πάντα δ ' ὅσα σπλάγχνοισιν ἐνίσταται ἄλγεα παύω , βῆχά τε καὶ πνιγμόν , λύγγα τε καὶ | ||
| βλέπειν . Λῆρος . λήθω λήσω , λῆρος : ὡς παύω παύσω , παῦρος . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥέειν καὶ |
| δὴ καὶ ἀσαφῆ τὰ τῶν χρησμῶν ἐστιν καὶ πολλοὺς ἤδη ἐξηπάτηκεν . Ὁμήρῳ μὲν οὖν ἀσφαλὲς ἦν ἴσως πορεύεσθαι παρὰ | ||
| ' αὐτῷ γέγονεν τὰ δεινότατα καὶ τὰ αἴσχιστα . ὑμᾶς ἐξηπάτηκεν , ἀδοξεῖ , [ δικαίως ἀπόλωλε , ] κρίνεται |
| ὅτι τινὲς τῶν νεωτέρων ἀνέγνωσαν χωρὶς τὸ ο , ὡς ἄρθρου ὄντος , εἶτα Ἰλῆος . Ὁ δὲ Ὅμηρος σὺν | ||
| καὶ ἐπιμόνου τρίψεωϲ μετὰ τοῦ ἀποπειρᾶϲθαι καὶ τῆϲ τοῦ πεπονθότοϲ ἄρθρου κάμψεώϲ τε καὶ ἐκτάϲεωϲ . Χαλᾶται τὰ ἄρθρα πολλάκιϲ |
| αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , οὕτω καὶ | ||
| ἐπίφθεγμα θαυμαστικὸν λέγωσιν οἱ θεαταί , ὡς παρὰ τὸ οἴμοι οἰμώζω . Γ ἀντὶ τοῦ θαυμαστικόν τι λέγωσιν . στροφὴ |
| τὸ ποτέ τῷ ἐν χρόνῳ εἶναι , τὸ δὲ εἶναι ἀπαρέμφατον ῥῆμα . Μηκύνας οὖν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν περὶ τῶν | ||
| , εἰ μὴ ὁ ἐνεστὼς καὶ ὁ παρατατικός : τὸ ἀπαρέμφατον ζευγνύναι ἐνεργητικὸν καὶ ζεύγνυσθαι παθητικόν : καὶ ἐπὶ τῶν |
| δός ἀπόδος , θές ἐπίθες . σεσημείωται τὸ προές , σχές ἐπίσχες , σπές ἐνίσπες , χρή ἀπόχρη . Τὰ | ||
| ὀδύνης σπασμός , κατὰ συγγένειαν τοῦ π εἰς φ : σχές , ἀπειρηκός : ἐπίσχες , ὡς ἄν μου τὸ |
| ὃ σημαίνει : τὸ ἀπολαῦσαι , ἀπὸ τοῦ ὀνῶ τὸ ἀπολαύω , τὸ θέμα ὄνημι , τὸ παθητικὸν ὄναμε : | ||
| , καὶ ἀπολαύω . . . . , . : ἀπολαύω : λῶ ἐστι τὸ θέλω : Θεόκριτος : „ |
| συμφώνου τρόπον ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ | ||
| ποιοῦσι : τὸ γοῦν ἔχω ἴσχω φασὶ καὶ τὸ ἔπω ἴσπω καὶ ἐνίσπω , οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , |
| ἐξ αὐτοῦ αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , | ||
| Αἰαίην δ ' ἐς νῆσον . ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : λέγουσι τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον εἶναι |
| . οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
| ; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
| , ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
| δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
| καὶ τὸ χειμών . Λεῖον : τὸ ὁμαλόν . ἔστιν λαύω τὸ ἀπολαύω , ὄνομα ῥηματι - κὸν λαῦος , | ||
| ἔστι ῥῆμα χραύω χραύσω , ὡς ψῶ ψαύω , λῶ λαύω καὶ ἀπολαύω , οἷον : χραύσει μέν τ ' |
| ὡς τὸ ὦ μόριον ἐπεκταθὲν διὰ τοῦ τα ἐποιεῖτο καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο | ||
| ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν , ἢ μᾶλλον προσφωνηματικόν : διαφέρει δὲ |