οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα , τὸν δὲ εὐκτικὸν ἀρατικόν , τὸν δὲ κλητικὸν προσαγορευτικόν , προστιθέντες τούτοις | ||
θεωρίαν . τοῦ δὲ λόγου πολλά εἰσι μέρη , ἀποφαντικὸν εὐκτικὸν κλητικὸν προστακτικὸν πυσματικόν , καὶ ἄλλα δέ ἐστιν , |
ηὔδαες ηὔδας , τὸ τρίτον ηὔδαε ηὔδα , καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα . Ὅμηρος : ἐξαύδα , μὴ κεῦθε | ||
πρόσωπον τοῦ δευτέρου ἀορίστου τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔνυγον ἔνυγες ἔνυγε νύγε . τυπέτω . |
τὸ ποτέ τῷ ἐν χρόνῳ εἶναι , τὸ δὲ εἶναι ἀπαρέμφατον ῥῆμα . Μηκύνας οὖν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν περὶ τῶν | ||
, εἰ μὴ ὁ ἐνεστὼς καὶ ὁ παρατατικός : τὸ ἀπαρέμφατον ζευγνύναι ἐνεργητικὸν καὶ ζεύγνυσθαι παθητικόν : καὶ ἐπὶ τῶν |
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ | ||
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ |
οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα : | ||
, πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ |
ἀνήνηται : ἀναίνω ἀνανῶ , ὁ ἀόριστος ἤνηνα , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνήνω , τὸ ὑποτακτικὸν παθητικὸν ἐὰν ἀνήνωμαι , | ||
εἴδην , ἡ μετοχὴ εἰδείς , εἰδέντος , καὶ τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν εἰδῶ , ἐὰν εἰδῇς . πλείονα ] περισσότερα |
ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους : ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν : πρὸς ἃ ὁ φεύγων τῇ διανοίᾳ χρήσεται , | ||
πατρίδα τοῖς πολεμίοις ὑποχείριον ποιῆσαι . Ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν . Γνωστέον τοῦτο , ὅτι ὅταν μὴ ἐμπέσῃ τὸ |
τὸ ἔρχομαι , καὶ τὸ παθητικὸν ἵκομαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἱκόμην ἵκου ἵκετο , καὶ κατὰ συγκοπὴν , ἷκε | ||
τὸ πληρῶ , καὶ τὸ παθητικὸν πλῆμαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἐπλήμην , ἔπλησο , ἔπλητο , καὶ ἀφαιρέσει τοῦ |
Χ ἀεὶ ἐκφέρεται λέλεχα , πέπλεχα : ἔτι καὶ ὁ παθητικὸς παρακείμενος τῆς τοιαύτης συζυγίας διὰ τοῦ Γ καὶ Μ | ||
, ὁ μέλλων ἕσω , ὁ παρακείμενος εἷκα , ὁ παθητικὸς εἷμαι καὶ ἡ μετοχὴ εἱμένος , οἷον : εἱμένος |
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν . | ||
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς |
. Ἑνικά . Τιθείς , τιθεῖσα , τιθέν : πᾶν ῥῆμα εἰς ν λῆγον μετὰ φυσικῆς μακρᾶς μὴ ἔχον τὸ | ||
παρὰ τὸ βάλλειν εἰς στόμα . Βλάπτω , βρῶ ἐστὶ ῥῆμα ὁμοίως δηλοῦν τὸ ἐσθίω : καὶ μεταθέσει τοῦ ρ |
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας , | ||
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ |
πᾶσα εὐθεῖα δυϊκῶν εἰς ω λήγουσα εἰς οι ποιεῖ τὸ πληθυντικόν , Ὁμήρω Ὅμηροι , Σαπφώ Σαπφοί . τυπτόμεναι : | ||
. βίωμι , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐβίων , ἐβίωμεν τὸ πληθυντικόν , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον βιῶναι , . . . |
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ | ||
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων |
ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται . Τὰ εἰς ΝΩ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται , εἰ προκατάρχοιτο ὄνομα , ἐξ οὗ γέγονε : | ||
τὴν τοῦ μέτρου χρείαν καὶ ὀξύνεται παρὰ τοῖς ποιηταῖς καὶ περισπᾶται . χρὴ τοίνυν περισπᾶν τοῦτο ἐνταῦθα ἵν ' εἴη |
ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ Αἰολικὸν φημί : διὸ βαρύνων ὁ Τυραννίων φῆμι γράφει βαρυτόνως Αἰολικώτερον , οἷον ” φῆμι γὰρ | ||
: ” σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον |
ΕΥ ΜΑΛΑ ΟΙΣΘΑ . Ὅτι τὸ οἶσθα οὕτω κανονίζεται , εἴδω τὸ γινώσκω , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ μέσος | ||
. Ἡσίοδος ἐκ τοῦ ἥσις ἡ εὐφροσύνη , καὶ τοῦ εἴδω τὸ λέγω γίνεται Ἡσίοδος , ἐκβολῇ τοῦ ι καὶ |
, οὐ δυνάμενον ἐν ἀρχῇ παραλαμβάνεσθαι , τό γε μὴν προτακτικόν , ἠθισμένον κατ ' ἀρχὰς λόγων παραλαμβάνεσθαι , οὐκ | ||
τοῦ ω μεγάλου γράφονται , εἴτε ὑποτακτικὸν εἴη , εἴτε προτακτικόν : καὶ ἐπὶ μὲν τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν ἔχουσι |
, τετύπατε , τετύπασι . Ἑνικά . Ἐτετύφειν : πᾶς παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ειν ὑπερσυντέλικον ποιεῖ : εἰ | ||
ἐντεταλμένον : καὶ προστεταγμένον , ἀπὸ τοῦ ἐφίημι : ὁ παρακείμενος ἐφῆκα : ὁ παθητικὸς ἐφέεμαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
ὡς τὸ ὦ μόριον ἐπεκταθὲν διὰ τοῦ τα ἐποιεῖτο καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο | ||
ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν , ἢ μᾶλλον προσφωνηματικόν : διαφέρει δὲ |
ἐν τῷ σώματι καὶ ταπεινώσῃς αὐτὴν καὶ εἴπῃς , οὐδὲν νοῶ , οὐδὲν δύναμαι : φοβοῦμαι τὴν θάλασσαν , εἰς | ||
εἰς τὸ ω κίρνανται , οἷον ποιέω ποιῶ , νοέω νοῶ : εἰ γὰρ ἐγένετο ἀπὸ τῆς κοινῆς γενικῆς ἡ |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
Ἑνικά . Ἐτετύπειν : ὥσπερ ὁ ἐνεργητικὸς παρακείμενος ποιεῖ τὸν ἐνεργητικὸν ὑπερσυντέλικον , οὕτω καὶ ὁ μέσος παρακείμενος τὸν μέσον | ||
καὶ τοῦτον ἐπ ' ἀμφοτέρων λέγεσθαι . Ἔχεις δεύτερον ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
συμφώνου τρόπον ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ | ||
ποιοῦσι : τὸ γοῦν ἔχω ἴσχω φασὶ καὶ τὸ ἔπω ἴσπω καὶ ἐνίσπω , οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , |
: μόνον γὰρ τὸ σῶς ἐστι περισπώμενον μονοσύλλαβον εἰς ως λῆγον ἀρσενικόν , γεγονὸς ἢ ἐκ τοῦ σόος , ὡς | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ῥύβδην καὶ ὁλόκληρον εἰς ον λῆγον ῥυδόν : καὶ παρὰ τὸ χύω τὸ χύδην . |
χρόνου γίνεται , ὁ ἐνεστὼς ἀπὸ τοῦ ἐνεστῶτος , ὁ ἀόριστος ἀπὸ τοῦ ἀορίστου καὶ ὁ μέλλων ἀπὸ τοῦ μέλλοντος | ||
' . . . . ἀτυχθείς : τεύχω ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔτυχον ἐτύχην , ἡ μετοχὴ τυχείς καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
ὅ ἐστι τοῦ κτήτορος . πῶς γάρ φασι πληθυντικὸν καὶ ἑνικὸν ὑφ ' ἓν κεκλήσεται ; εἰ γοῦν ἰσάριθμα γένοιτο | ||
σύλληψιν ἀναδέχεται τὴν εἰς τὸ πρῶτον , ἥτις κατὰ τὸ ἑνικὸν ἐδείχθη ὑποθετική . καὶ δῆλον ὅτι τῇ ἐπικρατείᾳ τῇ |
θυμῷ : ὡς κλῶ κλάνω , φθῶ φθάνω , οὕτως ἁδῶ ἁνδάνω . ἀφαδία οὖν ἡ ἀφανδάνουσα . καὶ ἀφάδιος | ||
ἐν τῇ φλυαρίᾳ εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο |
εἰς ΓΩ ὑπερδισύλλαβα μὴ παρ ' ὄνομα σύνθετα , εἰ παραλήγοιτο φύσει μακρᾷ , βαρύνεται : [ ἐπείγω ] ἀρήγω | ||
λυῶ λυήσω : εἰ δὲ τῷ ε ἢ τῷ ι παραλήγοιτο , διὰ τοῦ α μακροῦ ποιεῖ τὸν μέλλοντα , |
: μέγαρον βλέφαρον γάργαρον ἔντερον ἔλλερον . τὸ μέντοι πτερόν δισύλλαβον , καὶ τὸ σαυρόν ἀττικῶς . Τὰ εἰς ΡΟΝ | ||
γένους λάβωμεν ἀλλὰ τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ , τὸ εἶναι αὐτὸ δισύλλαβον , τὸ καλεῖσθαι αὐτὸ γένος , τὸ καθολικῶς αὐτὸ |
ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ | ||
τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται |
δ ' ἐς νῆσον : ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : † λέγεται δὲ τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον | ||
χθών παράκειται τῇ εὐθείᾳ κατὰ λόγον τὸν τῆς προθέσεως , ἐπιρρήματος δὲ τοῦ πέριξ : ἢ καθ ' ὑπερβατόν ἐστι |
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
τὸ μέτρον συνεστάλη τὸ ω . Τὸ δὲ Ἰάσων Ἰάσονος τρέπον τὸ ω οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν : οὐ γὰρ ἔστι | ||
: εἴπομεν ὡς πᾶν τρίτον ἑνικὸν ἔχον τὸ τ κλιτικὸν τρέπον τὴν ἐσχάτην εἰς θε δεύτερον πληθυντικὸν ποιεῖ : καὶ |
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
τὸ Ζεύς , οὐ κλίνεται διὰ τοιαύτην αἰτίαν πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον εἰς ς λῆγον ὀξύτονον καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος | ||
ἐγκλινομένων εἰ σπονδειακὴ προηγεῖται λέξις ἢ τροχαϊκὴ , εἰ μὲν μονοσύλλαβον εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἐγκλιτικὸν , ὥσπερ ἐθέμην , ἐγκλίνεται |
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος | ||
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος |
. τύπτοις : πᾶν ῥῆμα εἰς μι λῆγον τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , λέγοιμι λέγοις , | ||
τὸ ω εἰς η ποιοῦσι ῥήματα εἰς μι πλεονασμῷ τῆς μι συλλαβῆς ἐπὶ τέλους : οὕτω φασὶ καὶ ἀπὸ τοῦ |
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός . | ||
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ |
τὸ ο . Τὸ τυπτοίμην χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ : γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ ἐνεστῶτος | ||
. πάλιν γὰρ τὸ γράφειν , μεταληφθὲν ἐξ ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ κατὰ τὴν αὐτὴν φωνήν , ἐν τῇ προκειμένῃ συντάξει |
τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου : τοῦ τέτυμμαι γίνεται , τροπῇ τῆς μαι εἰς μην καὶ προσόδῳ τοῦ ε τέτυμμαι ἐτετύμμην : | ||
μέλλων τὸ ἐὰν τύπωμαι γίνεται : προσόδῳ γὰρ μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . |
δὴ πάντως ὀφείλει συντετάχθαι τοῦ αὐτοῦ προσώπου ῥῆμα , ἐμαυτοῦ ἔτυψα παῖδα . ἀλλ ' εἰ καὶ ἡ συντασσομένη αἰτιατικὴ | ||
, ὡς εἰ καὶ ἔλεγεν οὕτως , ἐγὼ ἐμὲ αὐτὸν ἔτυψα . τοῦ οὖν ῥήματος συνόντος τῇ πλαγίᾳ πτώσει κατὰ |
ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ | ||
σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν |
Πληθ . Ἐὰν τιθώμεθατιθῆσθετιθῶνται . Ἑνικά . Ἐὰν τεθῶμαιτεθῇτεθῆται : τέθεμαι τὸ ὁριστι - κόν , καὶ τροπῇ τῆς παραληγούσης | ||
καὶ ἀποβολῇ τοῦ κατ ' ἀρχὴν συμφώνου : ἦν οὖν τέθεμαι ἐτέθην : ἐπειδὴ γὰρ ἔδει πάντως εἰς θην λήγειν |
μὴ ἀπὸ δύο συμφώνων ἄρχοιτο , ἢ ὄνομα προκατάρχοιτο : μίμνω κάμνω τέμνω . τὸ δὲ κρημνῶ περισπᾶται , ὅτι | ||
, αὐτίκ ' ἀεικίσσουσιν ἐμὸν δέμας : εἰ δέ κε μίμνω , Τρῳαὶ καὶ Τρῶές με περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλαι αἶψα |
φυγγάνω καὶ ἐρύγω πρὸς τὸ ἐρυγγάνω καὶ τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω πρὸς τὸ δαγκάνω μανθάνω λαγχάνω ἁνδάνω . ταύτῃ | ||
ἐὰν λάχῃ μοι . ὡς ἐπὶ τῶν καταδικαζομένων . ἢν λάχω ] ὅτε ὁ κλῆρος ὁ ἐμὸς ἔλθῃ . εἰ |
: οἷον τοῦ ἔτυπτον ἡ μετοχὴ τύπτων οὐκ εἰς ς ὀξύτονος : τὸ τρίτον τοίνυν τῶν πληθυντικῶν ἐνδεήσει τε συλλαβῇ | ||
τύψας : ἡ μετοχὴ εἰς ς μὲν ἀλλ ' οὐκ ὀξύτονος : ἔσται τοίνυν ἐτύψαμεν ἔτυψαν . Ἑνικά . Τέτυφα |
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ | ||
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς |
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου | ||
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε |
τέ μοι αἰεὶ ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίστασαι , οὐδέ σε λήθω κινύμενος : νῦν αὖτε μάλιστά με φῖλαι Ἀθήνη , | ||
καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Σωκράτης , οἱ λέγοντες ὅτι οὐδέ σε λήθω Κινύμενος . Πολὺ πρότερον οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι περὶ ἑκάστου |
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς | ||
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν |
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
ῥῆμα βαρύτονον καὶ περισπώμενον , ὡς αἵρω καὶ ἀρῶ , σίνω καὶ σινῶ : Ἥτ ' ἄνδρας μέγα σίνεται , | ||
βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην . τούτοις |
, ἔξω φρενῶν εἰμι . , ἄφρων εἰμί , μαινόμενος ὑπάρχω , παραφρονῶ . κύων ] σκύλος . . ἔπαιξε | ||
[ ἀηθέσσω ] ἀήθεσσον , ἀηθέσσω δέ ἐστι τὸ ἀήθης ὑπάρχω : καὶ χωρὶς τοῦ ἐν τῇ συνηθείᾳ [ ] |
. οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα | ||
κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ : |
, ὅτι τὸ ἁρμοῖ ψιλούμενον μὲν σημαίνει τὸ ἀρτίως , δασυνόμενον δὲ τὸ ἁρμοδίως . Μεθόδιος , . , . | ||
καὶ μεγαλύνων τοὺς ἄνδρας . ἢ παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ δασυνόμενον , οἱονεὶ ὁ ἀναιρετικός : παρὰ τὸ αἱρῶ οὖν |
καὶ τίμιον . τούτων μὲν ὀβολόν , εἰ πολύ , τίθημι . λογιοῦμαι γάρ . αὗται δὲ ῥόαι . ὡς | ||
' οἶκον ἐγκεκρυμμένη οὐ πρὸς θυραίων οὐδαμῶς ἀκουσίμη . ἐξαίρετον τίθημι τὴν ἀκουσίαν ἀντάρης νυκτερὶς ὄψεσιν ῥήξασα κίρκους οἴμοι , |
: Σφαῖρος : Σκαῖρος : ὀνόματα κύρια : τὸ καιρὸς ὀξύτονον : τὸ γὰρ δαῖρος περὶ τόνον διαφορεῖται . Τὰ | ||
: τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ τοῦ |
τὸ ἠεράνεον . Χρὴ δὲ γινώσκειν , ὅτι τοῦ κυανοῦ ἐντελὲς τὸ κυάνεον : ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ κῦμα κυμάνεον | ||
εἴρηται ἡ βουθυσία δηλοῦσα τὸν ὄγκον τοῦ μεγέθους καὶ τὸ ἐντελὲς τῆς θυσίας , ἣν ἑκατόμβην καλοῦσιν . ἐντελὴς δὲ |
ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ | ||
γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως |
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ | ||
τῷ Ποσειδῶνι , ταύρειος ἐκλήθη Βοιωτικῶς . . ΑΡΗΑΙ . Κανόνισον , αἴρω τὸ ἐπαίρω , ὁ μέλλων ἀρῶ , |
γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης δ ' | ||
μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν |
ἐλθόντες . τὸ μὲν παραχρῆμα : ἀντὶ τοῦ κατὰ τὸ ἐνεστώς . ἐξέλεξαν : ἤγουν ἀπῄτησαν . ἀνελκύσαντες τὰς ναῦς | ||
κατ ' αὐτὸν γινόμενος μέλλων ἔσται , ἀλλ ' οὐχὶ ἐνεστώς . ὅθεν οὐδὲ τοῖς ἄλλοις χρόνοις ἐνδέχεται καταμετρεῖν τὸν |
συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ | ||
καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ . |
ἐπιθυμῶ : τὸ δὲ λελιημένος παρ ' Ὁμήρῳ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ | ||
γὰρ λεγομένης φωνῆς ἦν τὸ πάθος . καὶ ἔτι τὸ λῶ ἀφῃρημένον ἐκ τοῦ θέλω , ἢ καὶ τὸ βῆ |
Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
, τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
. Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ | ||
ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων |
ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . . | ||
δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ |
. ἀτεχνῶς ] ἐκ παντὸς τρόπου . Γ ] τοῦτο παρατέλευτον λέγεται . πάντα ⌈ σοι , φησίν , δίδωμι | ||
φησί , τὰ εἰς ρ βραχύτονα ἔχοντα τὴν ει δίφθογγον παρατέλευτον μετατιθέντες τὸ ι εἰς ἕτερον ρ προφέρονται τὸ κείρω |
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
ἀπορήσομεν : ἡ γὰρ τοῦ δυνάμει ποιητικοῦ καὶ τοῦ δυνάμει παθητικοῦ πρὸς ἄλληλα ἐντελέχεια κίνησίς ἐστιν . ἁρμόσει δὲ καὶ | ||
ἀλλὰ τὸν θηλαζόμενον χοῖρον : ἐνεργητικὸν γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . Βίβλινον οἶνον τὸν Θρᾳκικὸν ἀπὸ τόπου Θρᾴκης ἔχοντος |
γένους καὶ ἀριθμοῦ ἐπιφέρεται , τῇ δὲ ἐμαυτοῦ οὔποτε εὐθεῖα συντάσσεται . τὸ δ ' αἴτιον προῦπτον . αἱ γὰρ | ||
καὶ φονεργάτην πέμπουσιν . γράφεται καὶ διὰ δέ τοι καὶ συντάσσεται οὕτως : οἱ διὰ τῶν ἱππείων δέ τοι γενύων |
' ἐγένοντο στρατός : ἡ φράσις κατὰ σχῆμα : ἀπὸ πληθυντικοῦ γὰρ ἑνικὸν ἐπήγαγε . καὶ ἔστι τὸ ἐναντίον παρ | ||
οὐ γὰρ ἐν ὑποκορισμῷ εἴρηκεν . παρήγαγε δὲ ἀπὸ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ οἱ νοῖ τὸ νοΐδιον ὑποκοριστικόν : τινὲς δέ |
, τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν | ||
, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
γελοίου ὅμως τοῦτό φησιν . ψύλλαν ] ἡ διά ἔξωθεν ἀττικῶς , διά . , διὰ τήν , περὶ τῆς | ||
ἐπὶ , ἀνά . ἐπί : ἀνά . Οὐδέν : ἀττικῶς , οὐδαμῶς . οἰσάμενοι : ὑπολαβόντες . ὀϊόμενοι : |
: τῷ δὲ ἑκάστου τῶν ὑποκειμένων τῶν λοιπῶν πτωτικῶν , μετοχῆς ἄρθρου ἀντωνυμίας . Ὑποκείμενα δέ ἐστι τὰ ὄντα καὶ | ||
προτάττεσθαι καὶ τῶν ἄλλων πλαγίων τὸ ἄρθρον τὸ ὁ , μετοχῆς ἐπιφερομένης καὶ τῆς οὗτος ἀντωνυμίας μετὰ ῥήματος τοῦ ἔστιν |
ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν | ||
, ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος |
ἀόριστος τὴν ον εἰς ω μεταβαλὼν καὶ τὴν ἐν ἀρχῇ κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβαλὼν δεύτερον μέλλοντα ποιεῖ πάντως περισπώμενον καὶ τὸ | ||
τὸ ι δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην |
τοῦ θελῶ : θελησμός : ὡς μελήσω μελησμός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ , θελημός . Θύελλα : παρὰ τὸ | ||
φώς φωτός , χρώς χρωτός , εἰ δὲ πεπονθότα , ἀποβολῇ τοῦ ς , ὁ σῶς τοῦ σῶ , ὁ |
δὲ περισπωμέ - νων ὁ παρατατικὸς προσόδῳ τοῦ ν καὶ συστολῇ τῆς ἀρχούσης , ἐποίει ποιεῖν , ἐβόα βοᾶν , | ||
ἀνίᾳ ταύτῃ καὶ τὰ λοιπὰ μόρια συστελλόμενα , οὕτω τῇ συστολῇ ταύτῃ ὠθεῖται , καὶ οἷον ἐκθλίβει τε καὶ ἀπελαύνει |
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου | ||
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω |
ὡς λέγετον τύπτετον . ἢ παρὰ τὸ ἀῶ γίνεται παράγωγον ἄημι καὶ τὸ γʹ ἄησι καὶ τὸ δυϊκὸν ἄετον καὶ | ||
[ δέ ] ἐστι περισπώμενον δῆλον ἐκ τοῦ ἄησις καὶ ἄημι : [ καὶ οἱ ] Αἰολεῖς τὴν ἀῶν μετοχήν |
τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι | ||
; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν |
ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν | ||
λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους : |
τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου γίνεται καὶ αὐτός : ἐκ γὰρ τοῦ τέτυμμαι , ἐὰν ἀποβάλῃς τὸ κατ ' ἀρχὰς Τ καὶ | ||
τοῦ φα εἰς μαι καὶ προσλαμβανομένου ἑτέρου μ , τέτυφα τέτυμμαι . Τοῦτο γάρ σοι κοινῶς περὶ τῶν παθητικῶν παρακειμένων |
εἴδους δὲ πρωτοτύπου , σχήματος δὲ ἁπλοῦ , ἀριθμοῦ δὲ ἑνικοῦ , χρόνου δὲ ἐνεστῶτος , συζυγίας δὲ πρώτης τῶν | ||
στίχος πρόσκειται , ἐπεξερ - γασίαν περιέχων καὶ ὅτι προκειμένου ἑνικοῦ τοῦ τίς ἐπήνεγκε τὸ οἱ μέν . καὶ ὁ |
Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . | ||
παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : |
ἥ τε λήγουσα τοῦ στεφάνων μορίου δυσὶ περιλαμβάνουσα ἡμιφώνοις φωνῆεν γράμμα φύσει μακρὸν καὶ ἡ συναπτομένη ταύτῃ τρισὶ μηκυνομένη γράμμασιν | ||
. καὶ Καλλίμαχος δέ , ποτὲ μὲν τὸ ποίημα καλῶν γράμμα ποτὲ δὲ τὸ καταλογάδην σύγγραμμα , φησί : Κρεοφύλου |
. τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ προκείμενον . Ἐκφεύγοντάς φασι τὸ Αἰολικὸν τοὺς περὶ Κομανὸν ἀντωνομασίας καλεῖν , εἴγε τὸ μὲν | ||
τοῦ ι γράφεται : οἷον , ἄλλυδις : ἄμυδις , Αἰολικὸν ἔχον τὸ πνεῦμα . Τὰ εἰς δις ἐπιῤῥήματα ἔχοντα |
αὐτὰ ὄντα μαχομένην πολλάκις ὀνομασίαν ἀνεδέξατο . φαμὲν τὸ μάχομαι παθητικόν , καὶ δῆλον ὅτι τῷ τύπῳ τῆς φωνῆς : | ||
τοῦ λόγου , παθητικὸν καὶ ἀποδεικτικὸν , καὶ τὸ μὲν παθητικόν ἐστι τά τε προοίμια καὶ οἱ ἐπίλογοι : ἐν |
, πλὴν τῆς πέμπτης : οὔτε γὰρ ἠδύνατο τό τε ἀμετάβολον φυλάττειν καὶ προσέτι δέχεσθαι τὸ ς , ἀσύντακτον γάρ | ||
γενικὴ ἔμελλε ψιλοῦσθαι , ἐπειδὴ τὸ α λῆγον εἰς λ ἀμετάβολον ἐπιφερομένου ἑνὸς τῶν συμφώνων τῆς τρίτης συζυγίας τῶν βαρυτόνων |
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι | ||
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται |