. ἀτεχνῶς ] ἐκ παντὸς τρόπου . Γ ] τοῦτο παρατέλευτον λέγεται . πάντα ⌈ σοι , φησίν , δίδωμι
φησί , τὰ εἰς ρ βραχύτονα ἔχοντα τὴν ει δίφθογγον παρατέλευτον μετατιθέντες τὸ ι εἰς ἕτερον ρ προφέρονται τὸ κείρω
7783835 τρεπον
τὸ μέτρον συνεστάλη τὸ ω . Τὸ δὲ Ἰάσων Ἰάσονος τρέπον τὸ ω οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν : οὐ γὰρ ἔστι
: εἴπομεν ὡς πᾶν τρίτον ἑνικὸν ἔχον τὸ τ κλιτικὸν τρέπον τὴν ἐσχάτην εἰς θε δεύτερον πληθυντικὸν ποιεῖ : καὶ
7767433 ὑποτακτικον
ἀνήνηται : ἀναίνω ἀνανῶ , ὁ ἀόριστος ἤνηνα , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνήνω , τὸ ὑποτακτικὸν παθητικὸν ἐὰν ἀνήνωμαι ,
εἴδην , ἡ μετοχὴ εἰδείς , εἰδέντος , καὶ τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν εἰδῶ , ἐὰν εἰδῇς . πλείονα ] περισσότερα
7696239 δισυλλαβον
: μέγαρον βλέφαρον γάργαρον ἔντερον ἔλλερον . τὸ μέντοι πτερόν δισύλλαβον , καὶ τὸ σαυρόν ἀττικῶς . Τὰ εἰς ΡΟΝ
γένους λάβωμεν ἀλλὰ τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ , τὸ εἶναι αὐτὸ δισύλλαβον , τὸ καλεῖσθαι αὐτὸ γένος , τὸ καθολικῶς αὐτὸ
7673849 ἀναπαιστικη
καταληκτικός . τὰ ἑξῆς πάλιν τρία κῶλα τοῦ χοροῦ . ἀναπαιστικὴ βάσις ἕκαστον τούτων . ἐπιμεμιγμένα καὶ ταῦτα τετραβράχεσιν .
ιʹ , τὸ ιαʹ ὅμοια δίμετρα ἀκατάληκτα : τὸ ιβʹ ἀναπαιστικὴ βάσις : τὸ ιγʹ , τὸ ιδʹ , τὸ
7654654 κερρω
καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ εἰς ρω λήγοντα ῥήματα
δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω κέρρω Αἰολικοῦ . ὁμοίως οὖν καὶ ἐκ τοῦ πλευράξ ἀφῄρηνται
7591316 ἰαμβικον
τὸ ἰαμβικὸν μέτρον καὶ ἄριστά γε εἰδέναι τί ἐστι τὸ ἰαμβικόν , οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν μελῳδουμένωνοὐ γὰρ ἀναγκαῖόν
. Καὶ ἀπορήσεις ἐντεῦθεν , πῶς ἐπεὶ καὶ τὸ Δημοσθένης ἰαμβικόν ἐστιν ὄνομα , ἅτε τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν ἔχων ,
7590485 τροχαϊκον
δίμετρα ἀκατάληκτα ἃ καλεῖται κρητικὰ δίρρυθμα . τὸ δὲ δʹ τροχαϊκὸν ἑφθημιμερὲς ὃ καλεῖται Εὐριπίδειον ἢ ληκύθιον , ὁ εʹ
ἑξῆς δʹ ἰαμβικὰ δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ εʹ , τροχαϊκὸν ἑφθημιμερές . ὁ κζʹ ἰαμβικὸς στίχος τρίμετρος ἀκατάληκτος .
7580281 δειρω
οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός :
τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ
7577902 θεμα
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας ,
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ
7556632 ἀμεταβολον
, πλὴν τῆς πέμπτης : οὔτε γὰρ ἠδύνατο τό τε ἀμετάβολον φυλάττειν καὶ προσέτι δέχεσθαι τὸ ς , ἀσύντακτον γάρ
γενικὴ ἔμελλε ψιλοῦσθαι , ἐπειδὴ τὸ α λῆγον εἰς λ ἀμετάβολον ἐπιφερομένου ἑνὸς τῶν συμφώνων τῆς τρίτης συζυγίας τῶν βαρυτόνων
7515796 ἀπαρεμφατον
τὸ ποτέ τῷ ἐν χρόνῳ εἶναι , τὸ δὲ εἶναι ἀπαρέμφατον ῥῆμα . Μηκύνας οὖν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν περὶ τῶν
, εἰ μὴ ὁ ἐνεστὼς καὶ ὁ παρατατικός : τὸ ἀπαρέμφατον ζευγνύναι ἐνεργητικὸν καὶ ζεύγνυσθαι παθητικόν : καὶ ἐπὶ τῶν
7492303 Σαπφικον
, τοῦ βʹ παίωνος γʹ καὶ συλλαβῆς . καλεῖται δὲ Σαπφικὸν ἢ Ἱππωνάκτειον : εὕρημα γάρ ἐστι Σαπφοῦς , ὁ
μετατιθεὶς ἐπὶ τὴν ἄρχουσαν . γεγένηται δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ .
7450681 κατακλειδα
καταβολὴ κατὰ τῆς ἀριστερᾶς ὠμοπλάτης , εἶτ ' ἐπὶ τὴν κατακλεῖδα φέρεται , καὶ κατὰ τοῦ στήθους ὑπὸ τὴν δεξιὰν
τῆς ἀδιαφόρου . τὸ ιγʹ χοριαμβικὸν δίμετρον καταληκτικὸν εἰς ἰαμβικὴν κατακλεῖδα περαιούμενον , τουτέστιν εἰς ἀμφίβραχυν ἢ βακχεῖον διὰ τὸ
7449288 δαγκανω
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς
7431569 καταληκτικον
ἢ δακτυλικὸν ὃ καλεῖται Φαλαίκειον . τὸ βʹ τροχαϊκὸν δίμετρον καταληκτικόν , ἤτοι ἑφθημιμερὲς Εὐριπίδειον . τὸ γʹ ἰαμβικὸν ἑφθημιμερές
ἀκατάληκτον μετρούμενον ὡς οἱ ἡρωϊκοί , τὸ δεύτερον δὲ ἑξάμετρον καταληκτικόν , τὸ τρίτον πεντάμετρον ἀκατάληκτον , τὸ τέταρτον πεντάμετρον
7401697 γαμμα
ἐν ἀντιστρόφῳ τοῦ μέλους καὶ τοῦ μέτρου γάμμα ἄλφα , γάμμα εἶ , γάμμα ἦτα , γάμμα ἰῶτα , γάμμα
τὸ βῆτα καὶ τὸ ξῖ , σὺν αὐτῷ καὶ τὸ γάμμα , τὸ ο , τὸ βῆτα πύματον , τὸ
7380879 Φερεκρατειον
καταληκτικοῦ , ὃς γίνεται δάκτυλος . Τὸ γʹ ἀντισπαστικὸν διπλοῦν Φερεκράτειον : σύγκειται γὰρ ἐκ βʹ κώλων Φερεκρατείων , ὧν
τὸ ζʹ τροχαικὸν δίμετρον ὅμοιον τῷ εʹ . τὸ ηʹ Φερεκράτειον λεῖπον μιᾷ συλλαβῇ . τὸ θʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον
7364319 ἑπτασημον
ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικήν , ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν ἰωνικὴν ἢ δευτέραν παιωνικήν ,
καὶ τὴν τροχαϊκήν , ὁπόταν προτάττοιτο τῆς ἰωνικῆς , γίνεσθαι ἑπτάσημον [ τροχαϊκήν ] , τὸν καλούμενον δεύτερον ἐπίτριτον :
7358329 τριμετρον
καὶ πρέπον ἥρωσιν , ἡ κωμῳδία δὲ συνέσταλται εἰς τὸ τρίμετρον ἡ νέα . Τὰ πολλὰ οὖν κώλοις † τριμέτροις
, ὅ ἐστι Φερεκράτειον παρὰ συλλαβήν . τὸ ζʹ ἐπιωνικὸν τρίμετρον καταληκτικόν . ἡ αʹ συζυγία ἰωνική : ἡ βʹ
7346014 προστακτικον
ηὔδαες ηὔδας , τὸ τρίτον ηὔδαε ηὔδα , καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα . Ὅμηρος : ἐξαύδα , μὴ κεῦθε
πρόσωπον τοῦ δευτέρου ἀορίστου τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔνυγον ἔνυγες ἔνυγε νύγε . τυπέτω .
7329892 ἑφθημιμερες
δίμετρον καταληκτικὸν ἐκ διτροχαίου καὶ παλιμβακχείου , καὶ ἔστιν [ ἑφθημιμερὲς ] φερεκράτειον : τὸ βʹ “ δι ' ἡμᾶς
τὸ Ϙʹ “ πρᾶγμ ' , ὃ τοῦτον ποιήσει ” ἑφθημιμερὲς [ ἐξ ] ἐπιτρίτου βʹ – ˘ – –
7320995 ἀναπαιστικον
, ἐκ δύο χοριάμβων καὶ συλλαβῆς , εἰ δὲ βούλει ἀναπαιστικὸν ἑφθημιμερές : τὸ βʹ ἰωνικὸν ἀπ ' ἐλάττονος δίμετρον
ἀπ ' ἐλάττονος δίμετρα ἀκατάληκτα καθαρά : τὸ δὲ γʹ ἀναπαιστικὸν ἑφθημιμερές . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος καὶ διπλαῖ .
7298480 τρισυλλαβον
γρηὸς ὀδυρομένης . ἡ γὰρ εἰς ηυς εὐθεῖα δισύλλαβος γενικὴν τρισύλλαβον ἀποτελεῖ , καθάπερ ἡ γένυς τῆς γένυος . ἀποτελεῖ
καὶ τὰ λοιπά : τὸ ἰῶτα μόνον ἐκ πάντων καὶ τρισύλλαβον καὶ προπερισπώμενον : καὶ ἐχρὴν αὐτὸ προπαροξύνεσθαι , ἀλλ
7285328 Τυραννιων
ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ Αἰολικὸν φημί : διὸ βαρύνων ὁ Τυραννίων φῆμι γράφει βαρυτόνως Αἰολικώτερον , οἷον ” φῆμι γὰρ
: ” σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον
7266940 πενθημιμερες
δίμετρον ἀκατάληκτον παίωνα ἔχον ἀντὶ ἰωνικοῦ : τὸ δʹ δακτυλικὸν πενθημιμερές : τὸ αὐτὸ δὲ καὶ χοριαμβικὸν δύναται εἶναι δίμετρον
τῆς ἀμφήκης . λάμπων πρόβολος ἐμός ] τὸ ηʹ ἀναπαιστικὸν πενθημιμερές . πρόβολος ] τεῖχος , ἀσφαλὴς προστάτης . πρόβολος
7263263 πενταμετρον
, ἣ πεποίηκεν αὐτὸ ἄσημον ἐπισυνάπτουσα τῷ τρίτῳ κώλῳ , πεντάμετρον ἐλεγειακὸν ἔσται συντετελεσμένον τουτί : μήτ ' ἰδίας ἔχθρας
ἡρωϊκοί , τὸ δεύτερον δὲ ἑξάμετρον καταληκτικόν , τὸ τρίτον πεντάμετρον ἀκατάληκτον , τὸ τέταρτον πεντάμετρον καταληκτικόν , τὸ πέμπτον
7243311 ἰαμβικα
. ἐκ φυγᾶς ] ἐκ τῆς τοῦ Πολυνείκους ἐκβολῆς . ἰαμβικὰ ζʹ . οὐδ ' ἵκεθ ' ὡς κατέκτανεν :
εἰσῆλθεν . ἐν ἀνδρῶν γὰρ σχήματι εἰσήχθησαν . ἐντεῦθέν εἰσιν ἰαμβικὰ τετράμετρα καταληκτικὰ μέχρι τοῦ ” εὐρύπρωκτος εἶναι “ .
7237316 ἰαμβικην
, τὸ δὲ καὶ ἀποδέχεται . † ἐν εἰσθέσει δὲ ἰαμβικὴν τὴν “ ἄληθες ὦπίτριπτε ” . Γ καὶ συκοφάντης
: ἔστι γὰρ ἐκ χοριαμβικοῦ ἐπιμίκτου , τοῦ τὴν δευτέραν ἰαμβικὴν ἔχοντος καὶ τροχαϊκοῦ ἑφθημιμεροῦς : Εὔιε κισσοχαῖτ ' ἄναξ
7221364 δακτυλικον
τὸ δὲ βʹ παίων πρῶτος . τὸ δὲ δʹ ἤτοι δακτυλικὸν διπλοῦν ἢ τροχαϊκὸν πενθημιμερὲς εἴη ἄν . τὸ εʹ
αʹ τῆς στροφῆς . τὸ ζʹ ἐγκωμιολογικόν . τὸ ηʹ δακτυλικὸν πενθημιμερές . τὸ θʹ Στησιχόρειον ὁμοίως τῷ θʹ τῆς
7221294 δηκω
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται
7213413 βραχυκαταληκτον
τὸ ηʹ ἀντισπαστικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ θʹ ἀντισπαστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ ιʹ ἀντισπαστικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον : ἰδίως δὲ
τὸ βʹ τροχαϊκὸν μονόμετρον ὑπερκατάληκτον . τὸ γʹ Ἰωνικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ δʹ χοριαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον . τὸ εʹ
7212258 ἰαμβικη
] νέα γὰρ ἦν . κῶλα ιβʹ . τὰ πρῶτα ἰαμβικὴ βάσις , τὰ δὲ δεύτερα τροχαϊκὰ ἑφθημιμερῆ . +
ξένων βέλτιστε : διπλῆ καὶ ἄλλη περίοδος τοῦ χοροῦ , ἰαμβικὴ καὶ αὕτη , ἐκ τριῶν μὲν διμέτρων ἀκαταλήκτων καὶ
7209210 ὁριστικον
ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους : ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν : πρὸς ἃ ὁ φεύγων τῇ διανοίᾳ χρήσεται ,
πατρίδα τοῖς πολεμίοις ὑποχείριον ποιῆσαι . Ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν . Γνωστέον τοῦτο , ὅτι ὅταν μὴ ἐμπέσῃ τὸ
7203055 εὐκτικον
οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα , τὸν δὲ εὐκτικὸν ἀρατικόν , τὸν δὲ κλητικὸν προσαγορευτικόν , προστιθέντες τούτοις
θεωρίαν . τοῦ δὲ λόγου πολλά εἰσι μέρη , ἀποφαντικὸν εὐκτικὸν κλητικὸν προστακτικὸν πυσματικόν , καὶ ἄλλα δέ ἐστιν ,
7201485 ὀξυνομενον
μὴ διαστολὴν ἔχοι σημαινομένου , ὡς τὸ Κρότων βαρύνεται : ὀξυνόμενον γὰρ δηλοῖ ζωύφιον : ἢ χαρακτῆρι ὑπάγοιτο , ὡς
ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον . Ἔτι τὰ τρισύλλαβα ἀπὸ
7198856 φαζω
: φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω
φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω
7190390 ἀκαταληκτα
, καὶ ἀντισπαστικὰ πενθημιμερῆ καὶ ἑφθημιμερῆ καὶ ἡμιόλια καὶ δίμετρα ἀκατάληκτα καὶ τρίμετρα βραχυκατάληκτα , ὧν τελευταῖον “ μνήστορες ἐστέ
τῷ αʹ : τὸ ιʹ καὶ τὸ ιαʹ τροχαϊκὰ δίμετρα ἀκατάληκτα : τὸ ιβʹ καὶ ιγʹ , τὸ τῆς γυναικὸς
7188982 ἐρρω
ἀποβολῇ τοῦ ι Αἰολικῶς καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ
. οὕτω γοῦν καὶ φθείρω εἴρω , ἐξ οὗ Αἰολικῶς ἔρρω ὡς κείρω κέρρω , δείρω δέρρω : Αἰολεῖς γάρ
7185895 διμετρου
τὴν βάσιν : οἷον εἰ ἐκκειμένου μὲν ἑνὸς δακτύλου , διμέτρου δὲ ἀναπαιστικοῦ κατὰ μέσον πέσοι σπονδεῖος , ἄδηλον πότερα
δέ ἐστι παρὰ Ἀρχιλόχῳ ἀσυνάρτητον ἐκ δακτυλικοῦ πενθημιμεροῦς καὶ ἰαμβικοῦ διμέτρου ἀκαταλήκτου ἀλλά μ ' ὁ λυσιμελής , ὠταῖρε ,
7182679 τριμετρα
δὲ ζʹ ἀκατάληκτον δίμετρον : τὰ ηʹ θʹ ιαʹ δακτυλικὰ τρίμετρα : τὸ ιʹ τροχαϊκὴ βάσις : τὰ ιβʹ ιγʹ
ἰαμβικά . εἰσὶν οὖν τὰ τοῦ παρόντος χοροῦ κῶλα ἀντισπαστικὰ τρίμετρα βραχυκατάληκτα δʹ , τὸ δὲ εʹ δίμετρον βραχυκατάληκτον ἤτοι
7179078 δασυνομενον
, ὅτι τὸ ἁρμοῖ ψιλούμενον μὲν σημαίνει τὸ ἀρτίως , δασυνόμενον δὲ τὸ ἁρμοδίως . Μεθόδιος , . , .
καὶ μεγαλύνων τοὺς ἄνδρας . ἢ παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ δασυνόμενον , οἱονεὶ ὁ ἀναιρετικός : παρὰ τὸ αἱρῶ οὖν
7174740 τροχαικον
: τὸ εʹ ἰαμβικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον καθαρόν : τὸ Ϛʹ τροχαικὸν ἑφθημιμερὲς Εὐριπίδειον τὸν αʹ ἔχον πόδα χορεῖον : τὸ
δακτυλικὸν πενθημιμερές : τὸ βʹ ἀναπαιστικὸν πενθημιμερές : τὸ τρίτον τροχαικὸν ἑφθημιμερὲς Εὐριπίδειον : τὸ δʹ ὅμοιον τῷ αʹ :
7171607 ῥω
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων
7169371 πληθυντικον
πᾶσα εὐθεῖα δυϊκῶν εἰς ω λήγουσα εἰς οι ποιεῖ τὸ πληθυντικόν , Ὁμήρω Ὅμηροι , Σαπφώ Σαπφοί . τυπτόμεναι :
. βίωμι , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐβίων , ἐβίωμεν τὸ πληθυντικόν , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον βιῶναι , . . .
7161646 τηκω
θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν
] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ
7154747 φθερω
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν .
7148908 τετραμετρον
τὸ ὁμηρικὸν δεῦρο νῦν ἢ τρίποδος περιδώμεθα . εἰ μὴ τετράμετρον : πρὸς τὸ “ τετράμετρον ” ἀπήντησεν . τὸ
γʹ καὶ συλλαβήν , ὡς εἴρηται : τὸ δʹ δακτυλικὸν τετράμετρον ἀκατάληκτον , ὃ καλεῖται καὶ αὐτὸ ἀρχιλόχειον : καὶ
7146217 διμετρα
ιβʹ . τὸ αʹ τὸ βτερον καὶ τὸ γʹ ἰαμβικὰ δίμετρα ἀκατάληκτα , ἃ καλεῖται Ἀνακρεόντεια ὡς κατακόρως τούτοις τοῦ
τροχαϊκὴ βάσις : τὰ ιβʹ ιγʹ χοριαμβικὰ εἰς βακχεῖον περαιούμενα δίμετρα : τὸ ιεʹ ἀναπαιστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον : τὰ ιζʹ
7140932 θεματικον
ἀλλοτρίως ἡ παραγωγὴ τοῦ ι παραδεδέχθαι : ἦν γὰρ τοῦτο θεματικὸν ἐν τρίτῳ προσώπῳ τῆς εὐθείας . . Πῶς οὖν
τὸ ἐφίλησαν , ὅπερ οὐκ ἔστι θεματικόν . Τὸ γὰρ θεματικὸν φιλῶ ποιεῖ : ἁπλῆ εἴπομεν διὰ τὸ Γεώργιος :
7136858 κερω
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε .
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ
7136094 ἀντισπαστικον
ὅμοιον εἴη τῷ τῆς ἀντιστροφῆς ἤτοι δίμετρον : τὸ Ϙʹ ἀντισπαστικὸν ἐξ ἀντισπάστου καὶ κρητικοῦ ἤτοι ἀμφιμάκρου : τὸ ζʹ
καταληκτικόν . τὸ ηʹ ἰαμβικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ θʹ ἀντισπαστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ ιʹ τὸ αὐτό . τὸ
7128843 ἑνδεκασυλλαβον
Ἰωνικὸν ἀπ ' ἐλάσσονος τρίμετρον καταληκτικόν . τὸ εʹ Σαπφικὸν ἑνδεκασύλλαβον . τὸ Ϛʹ Ἰωνικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ζʹ
τὰ πυκνότατα παραθησόμεθα . Ἐπιχοριαμβικὸν μὲν οὖν τὸ Σαπφικὸν καλούμενον ἑνδεκασύλλαβον , οἷον Ποικιλόθρον ' ἀθανάτ ' Ἀφρόδιτα : τοῦτο
7128222 Αἰολικως
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ
7124970 ἐκτεινομενου
. φωνή ἐστιν ἡ γινομένη καθ ' ὁρμὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ ἐκτεινομένου καὶ συνεκτείνοντος τὸ πνεῦμα τὸ διὰ φάρυγγος μέχρι τοῦ
τοῦ μηροῦ κεφαλῆς , καὶ τοῦ μὲν σκέλους τῇ κατατάσει ἐκτεινομένου , τοῦ δὲ πάσχοντος κατ ' ἀνατροπὴν ὑπτίου σχηματιζομένου
7102518 τροχαϊκου
εἰκοσίκωλον , ὧν τὰ μὲν βʹ ἐξ ἰαμβικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ ἑφθημιμεροῦς : τὰ δὲ ἑξῆς δύο ἐν ἐκθέσει ἰαμβεῖα
. Ἄλλο ἀσυνάρτητον ὁμοίως κατὰ τὴν πρώτην ἀντιπάθειαν , ἐκ τροχαϊκοῦ διμέτρου ἀκαταλήκτου καὶ ἰαμβικοῦ ἑφθημιμεροῦς , ὅπερ ἐὰν παραλλάξῃ
7097062 ἀκαταληκτος
οἶμαί γε τῶν νεωτέρων τὰς καρδίας ” στίχος τρίμετρος ἰαμβικὸς ἀκατάληκτος : τὸ βʹ “ πηδᾶν ὅ τι λέξει ”
δʹ κῶλα . μεθ ' ὃ ἐν εἰσθέσει ἰαμβικὸς τρίμετρος ἀκατάληκτος . τῆς βʹ περιόδου κῶλα Ϛʹ , ὧν ὁ
7095920 ἰαμβος
ἁπασῶν τελευταίας συλλαβὰς εἰς μακρὰν ποιήσει τις , ὁ Ἱππώνακτος ἴαμβος ἔσται . ὅτι ἐν τῷ βυρσηναίων καλουμένῳ χορῷ ἕκαστον
ἔχειν αἱμάτων ἄγος ἐπαίροντα . στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ . ἴαμβος . μάντι ] ὦ . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ
7087749 ἐπιχοριαμβικον
μεʹ . τὸ δὲ μέτρον καλεῖται εὐπολίδειον : ἔστι δὲ ἐπιχοριαμβικόν , οὗ τὸ τροχαϊκὸν μέρος οὐ κατὰ τάξιν δέχεται
ἀντίστροφος κώλων θʹ . τὸ αʹ τροχαϊκὸν ἐπίτριτον , ἢ ἐπιχοριαμβικόν . τὸ βʹ ἰωνικὸν ἀπ ' ἐλάσσονος , τρίτου
7087402 δωδεκασημον
. ἡ ἐπῳδὸς κώλων ἐστὶν ἕνδεκα . τὸ αʹ προσοδικὸν δωδεκάσημον . τὸ βʹ μονόμετρον ἰωνικὸν ἢ ἀναπαιστικόν . τὸ
. τὸ εʹ τὸ αὐτὸ τῷ γʹ , ἀλλὰ τοῦτο δωδεκάσημον , τὸ δὲ γʹ ἑνδεκάσημον . τὸ Ϛʹ δίμετρον
7086533 θαλλω
ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω , καὶ φλέγω φλεγέθω , καὶ θάλλω θαλέθω : ὃ τρέπει τὸ θʹ εἰς τʹ ,
τὸ τιθῶ γέγονε θᾶκος καὶ θῶκος . . , : θάλλω : τὸ αὔξω . παρὰ τὸ θῶ , τὸ
7084535 προτακτικον
, οὐ δυνάμενον ἐν ἀρχῇ παραλαμβάνεσθαι , τό γε μὴν προτακτικόν , ἠθισμένον κατ ' ἀρχὰς λόγων παραλαμβάνεσθαι , οὐκ
τοῦ ω μεγάλου γράφονται , εἴτε ὑποτακτικὸν εἴη , εἴτε προτακτικόν : καὶ ἐπὶ μὲν τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν ἔχουσι
7083862 ἐγκωμιολογικον
ἐννέα , καὶ ἡ ἐπῳδὸς κώλων ἐννέα . τὸ αʹ ἐγκωμιολογικὸν δίμετρον καταληκτικόν . τὸ βʹ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ
ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων ὀκτώ . τὸ αʹ Πινδαρικὸν ἐγκωμιολογικὸν , τὴν τελευταίαν συλλαβὴν μεταθὲν εἰς τὴν πρώτην .
7072548 κλιτικον
ς αὐτῶν ἡ μετοχή : τὸ ἐτυπτόμην τὸ μ ἔχει κλιτικόν . τυφθεῖσα , τυφθέν : ἀμφότερα γέγονεν ἀπὸ τῆς
τῶν ἀπὸ ὁριστικῶν γινομένων , τῶν μὴ ἐχόντων τὸ μ κλιτικόν [ , τὸ τρίτον πρόσωπον ] πληθυντικῶν ὁμοφώνως ποιοῦσι
7055342 παιωνικον
ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον τοῦ δευτέρου ποδὸς χορείου . τὸ εʹ παιωνικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ παίωνος δʹ καὶ κρητικοῦ : τὸ
: ζʹ ηʹ θʹ ἐν μὲν τῇ βʹ περικοπῇ ἐστι παιωνικὸν τρίρρυθμόν τε καὶ δίρρυθμα δύο , . . .
7043959 ληγον
: μόνον γὰρ τὸ σῶς ἐστι περισπώμενον μονοσύλλαβον εἰς ως λῆγον ἀρσενικόν , γεγονὸς ἢ ἐκ τοῦ σόος , ὡς
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ῥύβδην καὶ ὁλόκληρον εἰς ον λῆγον ῥυδόν : καὶ παρὰ τὸ χύω τὸ χύδην .
7042931 ἰαμβικος
ποιῆσαι πρίν με τὰς πληγὰς λαβεῖν . ὁ ξʹ μέντοι ἰαμβικὸς ἑφθημιμερής . εἶτα κῶλον ἀντισπαστικὸν ἐξ ἐπιτρίτου πρώτου ἡμιόλιον
τοῦ τέλους τῆς ἐπῳδοῦ τὰ σημεῖα , ὡς εἴρηται . ἰαμβικὸς τρίμετρος . τάδ ' αὐτόδηλα : αὐτὰ δὲ ταῦτα
7039266 μετοχη
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ
7031504 Γλυκωνειον
ἰαμβικήν . Τὸ δʹ ἀντισπαστικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον , ὃ καλεῖται Γλυκώνειον , ἐκ διτροχαίου ἢ ἐπιτρίτου . Τὸ εʹ ἰαμβικὸν
τὸ ιγʹ ἐξ ἀντισπάστου καὶ ἰαμβικοῦ ἑφθημιμεροῦς . τὸ ιδʹ Γλυκώνειον . τὸ ιεʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ιϚʹ
7031105 δυϊκον
συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ
καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ .
7028381 Φαλαικειον
ἐξ ἀντισπάστου , διτροχαίου καὶ ἀναπαίστου . καλεῖται δὲ τοῦτο Φαλαίκειον , ὅτε τὴν μὲν αʹ ἔχει ἀντισπαστικήν , τὰς
συζυγίαν . Τὸ γʹ ἀντισπαστικὸν τρίμετρον καταληκτικόν , ὃ καλεῖται Φαλαίκειον : Φάλαικος γὰρ τούτου εὑρετής . ἔχει δὲ τὴν
7024552 χοριαμβος
ιʹ χοριαμβικὸν ἑφθημιμερές . αʹ χορίαμβος δίμετρος ἀκατάληκτος . βʹ χορίαμβος δίμετρος καταληκτικός . γʹ ἴαμβος πενθημιμερής . δʹ ἀπὸ
χοριαμβικὸν † δίμετρον . τὸ ιʹ χοριαμβικὸν ἑφθημιμερές . αʹ χορίαμβος δίμετρος ἀκατάληκτος . βʹ χορίαμβος δίμετρος καταληκτικός . γʹ
7019734 συναλοιφῃ
οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα ,
φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται
7018304 κειρω
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα
7009767 χοριαμβικον
κατὰ τὸ ἰαμβικόν . τὸ δὲ δʹ ὅμοιον τοῖς πρώτοις χοριαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον , τὸ εʹ χοριαμβικὸν καθαρόν , τὸ
βραχυκατάληκτον . τὸ δʹ ἰαμβικὸν δίμετρον καταληκτικόν . τὸ εʹ χοριαμβικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ Ϛʹ ἀναπαιστικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον .
7006542 φλεγω
βαρύτονα διὰ τοῦ ε γράφονται : οἷον , λέγω : φλέγω : στέγω : οἷς ὅμοιον τὸ ἀλέγω : ὀρέγω
παραγωγὴν τελέθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω , καὶ φλέγω φλεγέθω , καὶ θάλλω θαλέθω : ὃ τρέπει τὸ
7004440 φωνηεν
νῦν πολλὴ χρεία . Ἡ δὲ δαϲεῖα τίθεται εἰϲ γράμμα φωνῆεν δαϲυνόμενον , οἷον ἡμέρα ὥρα καὶ εἰϲ τὰ ὅμοια
παραλῆγον φωνῆεν εἰς ε μεταβάλλειν : ἀλλὰ μὴν τὸ παραλῆγον φωνῆεν εἰς ε μεταβληθῆναι οὐ δύναται : τὰ γὰρ μεταβαλλόμενα
6989264 ὀρυσσω
ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός
παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ
6987098 κλιτικην
ἀόριστος τὴν ον εἰς ω μεταβαλὼν καὶ τὴν ἐν ἀρχῇ κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβαλὼν δεύτερον μέλλοντα ποιεῖ πάντως περισπώμενον καὶ τὸ
τὸ ι δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην
6986490 μετατιθεασιν
Σικελοὶ τὸ ἀρκτικὸν ε ᾧ ἕπεται τὸ σ εἰς ι μετατιθέασιν , ἐπάγει ὅτι οὕτω τὴν τοιαύτην ἀκολουθίαν ἐκεῖνοι σώζουσιν
τὴν ου δίφθογγον παρατέλευτον οὖσαν ἐν τοῖς τοιούτοις εἰς η μετατιθέασιν , οἳ καὶ τὸ ἐκαλούμην καὶ ἐνοούμην καὶ ὅσα
6981481 σπερω
ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα
κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ :
6979549 προσθεσει
τοῦ χρόνου τοῦ παρεδρεύοντος σεσημειώσεταιὅθεν . διακριτέον , πότερον ἐν προσθέσει ἐστὶ τοῦ ς τὸ οὕτως ἢ ἐν ὑφαιρέσει τοῦ
ἠξίουν βαρυτονεῖν , οἰόμενοι ἀπὸ τῆς τέο τῇ τοῦ υ προσθέσει γεγενῆσθαι . Ἡ χρῆσις παρ ' Ἐπιχάρμῳ καὶ Σώφρονι
6977522 προπερισπωμενον
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ
6973376 ἀλφα
τῆι ἐπὶ παντὶ χρώμεσθα . ἐπίσταται δ ' οὐδ ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι , ἢν μή τις αὐτῶι ταὐτὰ πεντάκις
. τινὲς δὲ εἰρήκασιν ὅτι δεκατρία : τὸ γὰρ μεῖζον ἄλφα περὶ οὗ νῦν πρώτως διαλέγεται , οὔ φασιν εἶναι
6971987 βαρυνομενον
τοῦ ο μικροῦ : ἐπιστήσεις δὲ ὅτι τὸ μὲν θόλος βαρυνόμενον ἐπὶ οἰκοδομῆς : τὸ δὲ ὀξυνόμενον ἐπὶ ὕδατος τεταραγμένου
μὲν Αἴας κεῖται , ἔνθα κατεπλέομεν . δέδεικται ἄρα ἀναλόγως βαρυνόμενον τὸ ἔνθα . Βαρύνεται καὶ ὅσα ἀντιμεταλαμβάνεται ἑτέροις ἐπιρρήμασι
6970761 ᾱ
ἢ τὰ χρυσία : δύναται γὰρ συστέλλεσθαι καὶ ἐκτείνεσθαι τὸ ᾱ . περὶ δὲ τὸ ὄνομα , ὅταν καινὸν ἢ
κἀγώ : τέθλιπται γὰρ τὸ ῑ , κέκραται δὲ τὸ ᾱ καὶ ὁ τοῦ ε̄ χρόνος εἰς ᾱ μακρόν .
6970380 ἐδακον
σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον :
. δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ
6969868 σοβω
ἔργοις . οἷον , ταχέως ἅμα βοῆ . ἀνεσόβοω : σοβῶ ἐστὶ , τὸ ἐντρέχω . ἔνιοι δὲ τὸ ἐκδιώκω
δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ :
6966075 ὀνοματικως
ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται , τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶς λέγηται : καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια ,
συνεχέστερον , πρὸ τῶν ῥημάτων τιθεμένη , ἐπιρρηματικῶς ἀκούεται ἤπερ ὀνοματικῶς , εἰ οὕτως ἀποφαινοίμεθα , ταχὺ παρεγένου , ὅς
6965637 ἀκαταληκτον
στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων δέκα . τὸ αʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον , ὡς τὸ τίς σὰς παρήειρε φρένας . τὸ
] διὰ τὸ δριμύ . ἰοὺ ἰού ] ἰαμβικὸν μονόμετρον ἀκατάληκτον . ἰοὺ ἰού : ἔκθεσις κορωνίδος ἐκ στίχων ἰαμβικῶν
6963622 Αἰολικον
. τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ προκείμενον . Ἐκφεύγοντάς φασι τὸ Αἰολικὸν τοὺς περὶ Κομανὸν ἀντωνομασίας καλεῖν , εἴγε τὸ μὲν
τοῦ ι γράφεται : οἷον , ἄλλυδις : ἄμυδις , Αἰολικὸν ἔχον τὸ πνεῦμα . Τὰ εἰς δις ἐπιῤῥήματα ἔχοντα
6956307 Εὐριπιδειον
τὰ τροχαικά : τὸ βʹ ὅμοιον δίμετρον καταληκτικὸν ἤτοι ἑφθημιμερὲς Εὐριπίδειον : τὸ γʹ ὅμοιον τὸν τρίτον ἔχον πόδα ἴαμβον
τούτου λέγουσιν , οὔ μοι δοκεῖ εὔλογα . Τὸ ζʹ Εὐριπίδειον ἢ ληκύθιον : τροχαϊκὸν γάρ ἐστιν ἑφθημιμερές . Τὸ
6954110 τυψω
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω
6943864 συστειλαν
ἐσχάτην εἰς θαι καὶ τὴν κατ ' ἀρχὰς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν ἀπαρέμφατον ποιεῖ : καὶ εἰ μὲν καθαρεύοι τὸ τ
δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην τυψαίμην ,
6941966 ἐνεργητικος
ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ
γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως
6940749 πλησσω
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην :
6936400 φθερρω
, καὶ τὸ κείρω κέρρω λέγουσι βαρυτόνως καὶ τὸ φθείρω φθέρρω : ἡ γὰρ θέσει μακρὰ ἐλάττων ἐστὶ τῆς φύσει
τὸ ι πρὸς τὸ ἐπιφερόμενον σύμφωνον τρέπειν , οἷον φθείρω φθέρρω , γείνω γέννω , κτείνω κτέννω , ὡς τὸ
6934850 λειβω
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ
6930451 ἰωτα
, ἰσχνοὺς σπονδύλους ἔχοντας , σημεῖον ἐν τὸ στῆθος . ἰῶτα καὶ ἄλφα ψήφισον , ἰῶτα καὶ τὸ θῆτα ,
τοῦ σιλλαίνειν ὅ ἐστι λοιδορεῖν : γράφεται δὲ διὰ τοῦ ἰῶτα κεραοῖο : ὅτι οἱ ἀρχαῖοι κέρασιν ἐχρῶντο ἐν τῇ
6920970 συντασσομενον
τῶν ὁμοίων . . Οὐκ ἀπεμφαῖνον μέντοι ἐστὶν καὶ τὸ συντασσόμενον ῥῆμα ἐπὶ τὸν κτήτορα συντείνειν , εἰ σημαίνοι ὕπαρξιν
. , εὕρῃ , καταλάβῃ . σημείωσαι τὸ ἐπιτυγχάνω δοτικῇ συντασσόμενον , ὅπερ γενικῇ ὤφειλε συντάσσεσθαι , ὥσπερ καὶ τὸ
6920575 ἁδω
θυμῷ : ὡς κλῶ κλάνω , φθῶ φθάνω , οὕτως ἁδῶ ἁνδάνω . ἀφαδία οὖν ἡ ἀφανδάνουσα . καὶ ἀφάδιος
ἐν τῇ φλυαρίᾳ εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο

Back