ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται , τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶς λέγηται : καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια ,
συνεχέστερον , πρὸ τῶν ῥημάτων τιθεμένη , ἐπιρρηματικῶς ἀκούεται ἤπερ ὀνοματικῶς , εἰ οὕτως ἀποφαινοίμεθα , ταχὺ παρεγένου , ὅς
7884679 προσηγορικον
εἴτε ἄρα πρόθεσιν αὐτῶν δεῖ τὸ ἡγούμενον καλεῖν , τὸ προσηγορικὸν ἐπικείμενον μόριον τὸ κλυτὰν ἀντίτυπον πεποίηκε καὶ τραχεῖαν τὴν
εἰκόνα ἔστησαν οἱ πολέμιοι ὁπότερον δὴ προσέλθοι πρόσωπον ὡρισμένον ἢ προσηγορικὸν , σώζουσι τὴν ἑαυτῶν δύναμιν : καὶ γὰρ ἐξὸν
7749835 ὀξυνομενον
μὴ διαστολὴν ἔχοι σημαινομένου , ὡς τὸ Κρότων βαρύνεται : ὀξυνόμενον γὰρ δηλοῖ ζωύφιον : ἢ χαρακτῆρι ὑπάγοιτο , ὡς
ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον . Ἔτι τὰ τρισύλλαβα ἀπὸ
7436215 βαρυτονον
ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ
σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν
7390444 ὑποτακτικον
ἀνήνηται : ἀναίνω ἀνανῶ , ὁ ἀόριστος ἤνηνα , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνήνω , τὸ ὑποτακτικὸν παθητικὸν ἐὰν ἀνήνωμαι ,
εἴδην , ἡ μετοχὴ εἰδείς , εἰδέντος , καὶ τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν εἰδῶ , ἐὰν εἰδῇς . πλείονα ] περισσότερα
7347860 περισπαται
ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται . Τὰ εἰς ΝΩ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται , εἰ προκατάρχοιτο ὄνομα , ἐξ οὗ γέγονε :
τὴν τοῦ μέτρου χρείαν καὶ ὀξύνεται παρὰ τοῖς ποιηταῖς καὶ περισπᾶται . χρὴ τοίνυν περισπᾶν τοῦτο ἐνταῦθα ἵν ' εἴη
7318258 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
7305836 ὀρσω
Λυσίμαχος : μίξω , μιξόθηρ : μιξοπόλιος : μιξοβάρβαρος : ὄρσω , ὀρσόθριξ : ὀρσοθώραξ : δρύψω , δρυψόπαις :
παρὰ τὸ ὁρῶ τὸ διεγείρω : ὁ μέσος Αἰολικὸς , ὄρσω : καὶ τὸ θύρα γίνεται , ὀρσοθύρη . ὀθνεῖον
7281368 Αἰολικως
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ
7280750 φαζω
: φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω
φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω
7280551 σπερω
ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα
κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ :
7267398 ὀπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω
7252334 θηλυκον
? ! ! ! ! γένη τρία , ἀρσενικόν , θηλυκόν ? [ ] ? , [ οὐδέτερον ] .
ἀρσενικόν ἐστιν , οἷον ὁ Ζεῦξις , τὸ δὲ προσηγορικὸν θηλυκόν ἐστιν , οἷον ἡ ζεῦξις : ἐπειδὴ οὖν διήλλαξε
7237658 ἠλακατη
ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ
βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε
7184088 μετοχη
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ
7181592 παροξυτονον
ἡ βαρεῖα . Τούτου χάριν τὸ μὲν Αἴὰς ἐπειδή ἐστι παροξύτονον , καλεῖται βαρύτονον , καὶ τὸ δῆμὸς ἐπειδή ἐστι
τὸν μὲν ἕνα ὀξύτονον τὸν λουτῆρα , τὸν δὲ ἄλλον παροξύτονον τὸν Πίερα . Καίτοι καὶ τῶν ὀξυτόνων τὰ μὲν
7172184 ψιλουμενον
. ἄλσος βʹ : δασυνόμενον μὲν τὸν σύνδενδρον τόπον . ψιλούμενον δὲ τὸ ἱερόν . ἆλτο βʹ : ἥλατο .
δασυνόμενον ἀπὸ τοῦ ἵημι τὸ πέμπω γίνεται , τὸ δὲ ψιλούμενον ἀπὸ τοῦ ἴω τὸ πορεύομαι . Οὐδέ κεν :
7171702 παθητικα
μέρος ἐπιβολὴν ἤδη τινὰ παρατηρήσεως ἔτυχεν ἐξαιρέτου σινωτικά τε καὶ παθητικὰ σχήματα διὰ τῶν ὡς ἐπίπαν κατὰ τὰς ὁμοιοσχήμονας θέσεις
διαιρῶν φησι τῶν ζητημάτων τὰ μὲν εἶναι ἠθικὰ τὰ δὲ παθητικὰ τὰ δὲ πραγματικὰ τὰ δὲ μικτά : τούτους γὰρ
7170548 ὁμοιωματικον
, ἐθνικόν , ἐρωτηματικόν , ἀόριϲτον , ἀναφορικόν ὃ καὶ ὁμοιωματικὸν καὶ δεικτικὸν καὶ ἀνταποδοτικὸν καλεῖται , περιληπτικόν , ἐπιμεριζόμενον
ὁποῖοϲ ὁπόϲοϲ ὁπηλίκοϲ . Ἀναφορικὸν δέ ἐϲτιν , ὃ καὶ ὁμοιωματικὸν καὶ δεικτικὸν καὶ ἀνταποδοτικὸν καλεῖται , τὸ ὁμοίωϲιν ϲημαῖνον
7163594 περισπωμενως
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός .
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ
7154233 δηκω
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται
7151201 Τυραννιων
ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ Αἰολικὸν φημί : διὸ βαρύνων ὁ Τυραννίων φῆμι γράφει βαρυτόνως Αἰολικώτερον , οἷον ” φῆμι γὰρ
: ” σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον
7135261 ὑποτασσεται
ἕνεκα τίθεμεν . γράμμα σύμφωνον ἡμίφωνον ὑγρὸν καὶ προτάσσεται καὶ ὑποτάσσεται , ὡς τό . ὁμοίως συμφώνοις ὑποτάσσεται , ὡς
κέκληται ὑποτακτική , καθότι , ὡς εἶπον , ἀεὶ συνδέσμοις ὑποτάσσεται . Σημαίνει δὲ πράγματα ἢ γινόμενα , ἅ ἐστιν
7129074 κειρω
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα
7112084 πρωτοτυπον
ἐδέξαντο . . Τὸ ΕΡΡΙΓΟΝΤΙ οὕτω κανονίζεται . Ῥιγέω ῥιγῶ πρωτότυπον , ὁ μέσος παρακείμενος ἔῤῥιγα , καὶ ἐκ τούτου
γὰρ λέγω ἀπό τινος οὐ παράγεται καὶ διὰ τοῦτό ἐστι πρωτότυπον , τὸ δὲ εὐλογῶ ἀπὸ τοῦ εὖ παράγεται καὶ
7110218 πλησσω
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην :
7101726 φθερω
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν .
7098333 βαρυτονως
/ φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον
καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων
7095063 μετοχικον
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν .
7089934 ὑποκοριστικον
μείλιον τρύβλιον . τὸ δὲ θηρίον ἔχει τὸ Η καὶ ὑποκοριστικόν ἐστιν . ἔτι τὸ βιβλίον καὶ σμιλίον . Τὰ
καθὼς καλαμίσκος καὶ πυργίσκος , ἀγνοοῦντες ὅτι , εἰ ἦν ὑποκοριστικόν , ἔδει διὰ τοῦ κ ἐκφέρεσθαι . τὸ δὲ
7088722 βαρυνομενον
τοῦ ο μικροῦ : ἐπιστήσεις δὲ ὅτι τὸ μὲν θόλος βαρυνόμενον ἐπὶ οἰκοδομῆς : τὸ δὲ ὀξυνόμενον ἐπὶ ὕδατος τεταραγμένου
μὲν Αἴας κεῖται , ἔνθα κατεπλέομεν . δέδεικται ἄρα ἀναλόγως βαρυνόμενον τὸ ἔνθα . Βαρύνεται καὶ ὅσα ἀντιμεταλαμβάνεται ἑτέροις ἐπιρρήμασι
7083197 γυου
ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας
κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου :
7066144 προπερισπαται
Ὀλυμπιᾶσιν ἐφεξῆς ἐνίκησεν ὁ δεῖνα “ , ⌈ προπερισπαστέον [ προπερισπᾶται ] . Γ γίνεται γὰρ τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ
ἀφίκηαι ” . ἔστι δὲ μέσος δεύτερος ἀόριστος καὶ οὐ προπερισπᾶται οὐδὲ προσγράφεται τὸ ι . τὸ μέντοι ὄρηαι ,
7064540 περιττοσυλλαβως
λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ
λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ
7044824 ἐγκλινομενη
ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ . Ἡ ἀπό ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ . Ἡ ὑπέρ ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη
, τοῦτο γὰρ δασύνεται : καὶ τὸ ἡμῖν οὖν ἀντωνυμία ἐγκλινομένη καὶ συστελλομένη παρ ' Ἴωσι δασύνεται , παρὰ γὰρ
7032691 θεμα
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας ,
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ
7016797 συναλοιφῃ
οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα ,
φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται
7013559 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
7001861 προτακτικον
, οὐ δυνάμενον ἐν ἀρχῇ παραλαμβάνεσθαι , τό γε μὴν προτακτικόν , ἠθισμένον κατ ' ἀρχὰς λόγων παραλαμβάνεσθαι , οὐκ
τοῦ ω μεγάλου γράφονται , εἴτε ὑποτακτικὸν εἴη , εἴτε προτακτικόν : καὶ ἐπὶ μὲν τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν ἔχουσι
6995902 δεσμευω
. ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον
τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ
6986590 ἐγκλισις
τῆς μετοχῆς , ὁ τυραννοκτονήσας τιμάσθω . ἡ γὰρ ὁριστικὴ ἔγκλισις ἐπὶ ἐνεστῶσι καὶ παρῳχημένοις ἀναφορικωτέραν τὴν σύνταξιν ποιεῖται ,
ἀνῄρηται τὸ ὀξυτονούμενον , ἄτοπος , φησί , καὶ ἡ ἔγκλισις . . . , : ἰστέον δὲ ὡς δυνατὸν
6978201 ὀξυνονται
εἰς ων καταλήξεως : τὰ γὰρ εἰς ων λήγοντα ἢ ὀξύνονται , ὡς τὸ Σαρπηδών Ἑλικών , ἢ βαρύνονται ,
, ὡς ἐμάθομεν , τὰ εἰς ους λήγοντα ὀνόματα οὐδέποτε ὀξύνονται , χωρὶς τοῦ πούς καὶ ὀδούς , ταῦτα γὰρ
6972253 κερσω
Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , .
παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος :
6966075 παρατελευτον
. ἀτεχνῶς ] ἐκ παντὸς τρόπου . Γ ] τοῦτο παρατέλευτον λέγεται . πάντα ⌈ σοι , φησίν , δίδωμι
φησί , τὰ εἰς ρ βραχύτονα ἔχοντα τὴν ει δίφθογγον παρατέλευτον μετατιθέντες τὸ ι εἰς ἕτερον ρ προφέρονται τὸ κείρω
6963913 Τρυφων
. . , : Ἁλαὶ Ἀραφηνίδες καὶ Ἁλαὶ Αἰξωνίδες . Τρύφων ἐν παρωνύμοις ‚ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως .
περιπατεῖν Τρύφωνα : καὶ ἔτι ἐπὶ προστακτικῆς ἐγκλίσεως , περιπατείτω Τρύφων , εἴποι ἂν προσέταξε περιπατεῖν Τρύφωνα . Ἔνθεν μοι
6962784 περισπωμενα
πόλεως εὕρηται . Ὡς εἰρήκαμεν δὲ πάντα τὰ εἰς ων περισπώμενα διὰ τοῦ ντ κλίνονται , χωρὶς δηλονότι τοῦ Ποσειδῶν
τος ἔχουσι τὴν γενικήν . Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ περισπώμενα , οἷον διὰ τὸ Σωκλῆς Σωκλοῦς , Προκλῆς Προκλοῦς
6957375 δειρω
οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός :
τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ
6952372 τυπτω
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν
6948619 περισπωμενον
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν .
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς
6947228 προπερισπωμενον
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ
6933126 ἐνεργητικως
ἢ χωρίον . ἐλέγετο δὲ ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργητικῶς ἀποτιμᾶν , ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι . ὁ δ
ὥς φησιν Ἐρατοσθένης . τὸ δὲ ἀντέλλειν τὸ φύειν ἐνταῦθα ἐνεργητικῶς σημαίνει . πῆλε δὲ χεῖρας : οἷον : προσεπάλλετο
6929896 Λαας
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ
6929608 πατρωνυμικον
ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . .
δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ
6920240 λειβω
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ
6919147 δασυνομενον
, ὅτι τὸ ἁρμοῖ ψιλούμενον μὲν σημαίνει τὸ ἀρτίως , δασυνόμενον δὲ τὸ ἁρμοδίως . Μεθόδιος , . , .
καὶ μεγαλύνων τοὺς ἄνδρας . ἢ παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ δασυνόμενον , οἱονεὶ ὁ ἀναιρετικός : παρὰ τὸ αἱρῶ οὖν
6916823 παλαιω
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ
6915151 ὀξυτονως
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί ,
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον
6905580 ὀξυνομενη
οἷς ἐγκλινομένη προπερισπᾶται , αἰ γὰρ ἇμιν τούτων μέλοι : ὀξυνομένη τε ἁμὶν δ ' ὑπαυλήσει μέλος , Ἀλκμάν .
ἀλλ ' ἐπὶ μόνων τῶν φύσει μακρῶν . Πᾶσα λέξις ὀξυνομένη ἐν τῇ συνθέσει τρέπει τὴν ὀξεῖαν εἰς βαρεῖαν ,
6892802 μετοχικα
τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ
: Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν
6889316 ἀρσενικον
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν
6883055 ὀξυτονον
: Σφαῖρος : Σκαῖρος : ὀνόματα κύρια : τὸ καιρὸς ὀξύτονον : τὸ γὰρ δαῖρος περὶ τόνον διαφορεῖται . Τὰ
: τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ τοῦ
6864251 φθειρω
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω ,
6863401 φρας
ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ
, φράζω , ὁ μέλλων φράσω , ἀποβολῇ τοῦ ω φράς καὶ ἐν συνθέσει ἀποφράς , . , , .
6853705 ἀϊξω
. . . , : ἀκτίς : παρὰ τὸ ἀΐσσω ἀΐξω ἀκτός : καὶ παρώνυμον ἀκτίς : ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν
τὸ ζῷον . παρὰ τὸ ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , ἀΐξω , ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται ἄϊξ καὶ κατὰ συναίρεσιν
6849990 προσθεσει
τοῦ χρόνου τοῦ παρεδρεύοντος σεσημειώσεταιὅθεν . διακριτέον , πότερον ἐν προσθέσει ἐστὶ τοῦ ς τὸ οὕτως ἢ ἐν ὑφαιρέσει τοῦ
ἠξίουν βαρυτονεῖν , οἰόμενοι ἀπὸ τῆς τέο τῇ τοῦ υ προσθέσει γεγενῆσθαι . Ἡ χρῆσις παρ ' Ἐπιχάρμῳ καὶ Σώφρονι
6842822 δισυλλαβου
τοὐναντίον γὰρ τὸ Λᾶς τὸ μονοσύλλαβον ἀπὸ τοῦ Λάας τοῦ δισυλλάβου γέγονε κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα εἰς ἓν α
, σέθεν ἕθεν . δῆλον οὖν ὡς τῆς μὲν σαυτόν δισυλλάβου ἀκόλουθον δισύλλαβον τὸ αὑτόν , τῆς δὲ σεαυτόν τρισυλλάβου
6838103 ἰσοσυλλαβως
Μηριόνου , καὶ Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὴν Δημοσθένεος γενικὴν Δημοσθένους φασὶν ἰσοσυλλάβως : ἐπειδὴ δὲ πᾶσα εὐθεῖα εἰς ς λήγουσα ,
τὰ ἐντελῆ αὐτῶν ἰσοσυλλάβως κλίνονται , οὕτω καὶ τὰ συνῃρημένα ἰσοσυλλάβως κλίνονται . Καλῶς δὲ εἴρηται , ὅτι τὰ συνῃρημένα
6834776 νευς
. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , νεῦς ' Αἴας Φοίνικι : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς ,
θεοειδὴς ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην , ὦκα δ ' ἔπειτα νεῦς ' ἐπὶ οἷ καλέσας : ὁ δὲ παπτήνας ἕλε
6833694 ὀξυτονος
: οἷον τοῦ ἔτυπτον ἡ μετοχὴ τύπτων οὐκ εἰς ς ὀξύτονος : τὸ τρίτον τοίνυν τῶν πληθυντικῶν ἐνδεήσει τε συλλαβῇ
τύψας : ἡ μετοχὴ εἰς ς μὲν ἀλλ ' οὐκ ὀξύτονος : ἔσται τοίνυν ἐτύψαμεν ἔτυψαν . Ἑνικά . Τέτυφα
6831496 παιζω
ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ
ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων
6823657 κερρω
καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ εἰς ρω λήγοντα ῥήματα
δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω κέρρω Αἰολικοῦ . ὁμοίως οὖν καὶ ἐκ τοῦ πλευράξ ἀφῄρηνται
6821540 κερω
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε .
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ
6815474 βαρυνεται
Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς
δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ
6813379 λουω
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω :
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω ,
6812905 ἐνεργητικα
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς
6805439 τυψω
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω
6801383 βοω
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ
6801171 ἐδακον
σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον :
. δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ
6777877 Κανονισον
χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ
τῷ Ποσειδῶνι , ταύρειος ἐκλήθη Βοιωτικῶς . . ΑΡΗΑΙ . Κανόνισον , αἴρω τὸ ἐπαίρω , ὁ μέλλων ἀρῶ ,
6772950 ψιλουται
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε
6769277 ὀξυνεται
ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται
ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς
6766882 δαγκανω
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς
6764666 ἀναδεξαμενα
ὡς οὖν προείπομεν , τὰ τοιαῦτα τὴν ἐξ ἐνεστῶτος σύνθεσιν ἀναδεξάμενα μετῄει καὶ ἐπὶ τοὺς παρῳχημένους , οὐκ ἰδίᾳ συντεθειμένους
ἀδυνατεῖ τὴν ἐξ αὐτῶν συνάρτησιν ἀναδέξασθαι , καὶ τίνα ἅπαξ ἀναδεξάμενα αὐτὰ οὐ μεθίησι καθάπερ ἰδίας συλλαβάς . καὶ πρῶτόν
6759706 ὀρω
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα :
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε
6756341 ὁμοφωνει
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον
6745430 ἐνεργητικην
πρὸς τὸ κτῆμα συντρέχουσα διάθεσις , ἐάν τε κατ ' ἐνεργητικὴν ᾖ ἐκφορὰν ἐάν τε κατὰ παθητικήν , μόνως ἀναλύεται
εὐκτικῇ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων , οὐ μὴν κατὰ διάθεσιν ἐνεργητικὴν ἢ παθητικήν : ἢ καὶ ἔτι οἷς μὲν μετὰ
6744919 βω
καὶ ἄβροτος , ἡ βρῶσις . Βορά , παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω , οὗ μέλλων βώσω , ἀφ '
. παρὰ τὸ πλέκω πλοχμός . Πρόμος . παρὰ τὸ βῶ , πρόβος , καὶ πρόμος . οἷον παρὰ τὸ
6744243 Κυδωνιατης
ὡς Ὑριεύς Ὀρθωσιεύς Ἀφροδισιεύς Δημητριεύς , καὶ Αἰσωνιάτης , ὡς Κυδωνιάτης καὶ Κροτωνιάτης . τὸ δ ' Αἰσωνίς ἀπὸ τῆς
Θρᾴκης , Θεόπομπος Φιλιππικῶν γʹ . τὸ ἐθνικὸν Ζειρηνιάτης ὡς Κυδωνιάτης . Ζέλεια , πόλις Τρωάδος . „ οἳ δὲ
6739511 πιπτω
Πταίω . πέτω , καὶ συγκοπῇ πτῶ , καὶ διπλασιασμὸς πίπτω . τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ
διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην . πίτυλος ὁ θόρυβος ἀπὸ τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων
6731636 πτω
ρ [ . . . . . . [ ] πτω ? [ ] ? [ ] ? [ [
δὲ κατὰ Ἡρακλείδην ἔχει τὸ ὄσσεσθαι . τὰ γὰρ εἰς πτω , φησί , βαρύτονα οἱ Αἰολεῖς εἰς δύο σσ
6731468 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
6722878 συστελλον
. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ κῆρυξ παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρέθη συστέλλον τὸ υ κατὰ τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν , ὅπερ
α , οἷον Δ λᾶας ἀναιδής , καὶ λοιπὸν ὡς συστέλλον τὸ α οὐκ ἠκολούθησε τῷ κανόνι τούτῳ : ὁ
6719820 ἀμεταβολῳ
διὰ πασῶν ἐν τῷ προκειμένῳ συστήματι , καλουμένῳ δ ' ἀμεταβόλῳ , διὰ τὴν εἰρημένην αἰτίαν περιέχουσιν ἥ τε παραμέση
περιεχόμενα τῶν ὑπὸ διαφώνων . σύμφωνα δέ ἐστιν ἐν τῷ ἀμεταβόλῳ συστήματι ἕξ : ἐλάχιστον μὲν τὸ διὰ τεσσάρων ,
6709038 κοπτω
ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ '
. ῥῆμα ἐστὶ δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω , ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος : οὗ ὁ
6707851 ὀνοματικον
ὥστε διαφέρειν τὸ ἀνωτάτω τοῦ ἀνώτατα , ᾗ τὸ μὲν ὀνοματικόν ἐστιν ἐπίρρημα , τὸ δὲ ἐπιρρηματικόν . Καὶ τὸ
ἂν βεβήκοι , εἰ πρῶτον μὲν εἰς ὄνομα καταλήγοι ἢ ὀνοματικόν τι μὴ ἔλαττον ὂν τριῶν συλλαβῶν , οἷον εἰς
6707594 παραληγοντα
σπονδεῖον καὶ ἀνάπαιστον . καταληκτικὸν δὲ ὅτε ἐστί , τὸν παραλήγοντα μάλιστα μὲν τροχαῖον δέχεται , ἔστι δὲ ὅτε καὶ
τὸ μέντοι τὸν σπονδεῖον ἔχον , ἀλλὰ μὴ τὸν ἀνάπαιστον παραλήγοντα εἰσὶν οἳ Λακωνικὸν καλοῦσι , προφερόμενοι παράδειγμα τὸ ἄγετ
6706533 μονοσυλλαβον
τὸ Ζεύς , οὐ κλίνεται διὰ τοιαύτην αἰτίαν πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον εἰς ς λῆγον ὀξύτονον καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος
ἐγκλινομένων εἰ σπονδειακὴ προηγεῖται λέξις ἢ τροχαϊκὴ , εἰ μὲν μονοσύλλαβον εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἐγκλιτικὸν , ὥσπερ ἐθέμην , ἐγκλίνεται
6701948 ἀϊσσω
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη
6699317 μονοσυλλαβιαν
ἀποροῦσί τινες λέγοντες , τί δήποτε τῶν πευστικῶν ὑπερβαινόντων τὴν μονοσυλλαβίαν , οἷον ποῖος πόσος πηλίκος πόστος ποδαπός , τὸ
ἐχρὴν βαρύνεσθαι : οὐκ ἦν δὲ τοῦτο πῶς διὰ τὴν μονοσυλλαβίαν : ἀναγκαίως περισπᾶται , ἵνα δυνάμει βαρύνηται : ἀμέλει
6698654 μησω
η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς
μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι ,
6695755 φθινω
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας .

Back