πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ | ||
, ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν |
μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν | ||
, ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ |
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν | ||
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς , |
: μαυροῦσι : κατὰ ἀντίφρασιν ἀπὸ τοῦ μαίρω δηλοῦντος τὸ λάμπω . . . . . . μαυροῦσι : μαυροῦσι | ||
ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον : παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον , ὁ μέλλων μαρῶ |
ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
τῇ πραότητι : τὸ κολακεύειν . Κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω . κλᾶται γὰρ ἡ τῶν | ||
. οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὁμοκλή : κλῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ |
ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν | ||
λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους : |
ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως | ||
τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον |
τοῦ Ν γινόμενα : κυνῶ καὶ ἐν συνθέσει προσκυνῶ , πλανῶ σινῶ . τὸ δὲ τιῶ τίνω κατ ' ἐπένθεσιν | ||
ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω , . , . . . + |
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ||
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . |
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου | ||
ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς |
βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον . ἢ κατὰ ἀντίφρασιν τὸ ἄβατον εἶναι διὰ | ||
: ὃ καὶ ὑγιές . καὶ πρὸς τὸ παραφθάς ὅτι Ἰακῶς ἀντὶ τοῦ παραφθάσας . . . Η Ρ . |
. οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ | ||
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς |
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
καὶ ἄβροτος , ἡ βρῶσις . Βορά , παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω , οὗ μέλλων βώσω , ἀφ ' | ||
. παρὰ τὸ πλέκω πλοχμός . Πρόμος . παρὰ τὸ βῶ , πρόβος , καὶ πρόμος . οἷον παρὰ τὸ |
δ ' ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἔδω τὸ ἐσθίω : ἐδάνη , εἶδος ἀμπέλου : ἐδανὸν τὸ λεπτόν | ||
βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω : τὸ ἐσθίω : εἴρηται παρὰ τὴν βοράν , βορύκω καὶ βρύκω |
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη | ||
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται |
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | ||
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ | ||
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ |
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : | ||
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
ε παρεδρευόμενα , δισύλλαβα μέντοι , πλέω , ῥέω , κέω , ἢ τὰ παρ ' Ἴωσι διῃρημένα , φιλέω | ||
. : ἀκέων : . . . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : ” |
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , | ||
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών |
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα : | ||
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω |
στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ | ||
μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν |
ἀνδρῶν ἠΐθεος . ἠΐθεος ὁ νέος ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ καὶ τοῦ θέω τὸ τρέχω : ἡ γὰρ ἡλικία | ||
ἀναίνετο : ἀπηρνεῖτο : ὥσπερ παρὰ τὸ λιπῶ λιπαίνω καὶ ὁρμῶ ὁρμαίνω καὶ ὑφῶ ὑφαίνω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ |
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ | ||
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ |
ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα | ||
βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω : |
ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' | ||
. ῥῆμα ἐστὶ δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω , ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος : οὗ ὁ |
καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . | ||
περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα |
βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον ' . . . | ||
δρῦς καὶ ἄλλα τινὰ φυτά . Ἐπαφρόδιτος δὲ παρὰ τὸ αὔω , τὸ σημαῖνον τὸ καίω : ἵνα μή ποθεν |
ὀλίγον : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ὀλίον ἢ βάρβαρον ἢ Ἰακόν . ὅμαιμος καὶ ὁμαίμων : ἀδελφὸς ἢ συγγενής [ | ||
γεγονότες . ἀστραγάλους : οἱ Ἀττικοί , τὸ γὰρ θηλυκὸν Ἰακόν : καὶ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς θηλυκῶς , οἷον |
πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , | ||
πυκτεύω , πυκταλεύω . Ἐναλίγκιος . παρὰ τὸ εἴκω τὸ ὁμοιῶ : ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος |
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα | ||
ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ |
φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , οὕτως ἅρπη ἁρπῶ . οὕτως Φιλόξενος Περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου , . , | ||
φωνή φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , ἅρπη ἁρπῶ . . . . Ἅρπυιαι : αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί |
ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός | ||
παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ |
σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε | ||
, πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ τοῦ φῶ Μακεδονικῶς γέγονε |
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται | ||
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : |
τὸ βλάπτω , γίνεται ἀτέμβω , τὸ 〚 οὐ 〛 βλάπτω στερῶν : οὕτως Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : οὐ γὰρ | ||
Ἰπνὸς λέγεται ὁ φοῦρνος : ἐκ γὰρ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ιπτος |
φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν . | ||
: ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς |
” , ὀφείλω ὄφλω , ἵνα εἴη οὕτω καὶ δαγκάνω δάκνω . αὐτὸς μέντοι ἐκ τοῦ δήκω πεποιῆσθαί φησι τοῦτο | ||
: ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν |
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ | ||
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην : |
ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . . | ||
δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ |
ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν | ||
] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ |
ὅμως πρεσβυτέρα καὶ προφερεστέρα . ΔΡΑΚΟΝ . Τὸ θέμα , δέρκω τὸ βλέπω , ὁ μέλλων δέρξω , ὁ ἀόριστος | ||
δέος , ὡς νείφω νέφος . . . . . δέρκω : δέρκω : τὸ ὁρῶ . παρὰ τὸ δρῶ |
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
. “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
: παρὰ τὸ ἔζω : τοῦτο παρὰ τὸ ἔω τὸ καθέζομαι . τὸ γὰρ ἔδω , οὐ μόνον τὸ ἐσθίω | ||
αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας ἄφωνος καθέζομαι δεικνύς , ὡς οὐ τοῦ πολλὰ πράττειν ἐπιθυμῶ , |
κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω . . δοκίμως ] ὀξέως καὶ μεγάλως | ||
καὶ ἀκαταπαύστοις . κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο |
δορκάς : ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς , λάμπω λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ | ||
: ὡς παρὰ τὸ λάμπω γίνεται λαμπὰς καὶ παρὰ τὸ νείφω νιφάς , οὕτως καὶ παρὰ τὸ δέρκω δερκὰς καὶ |
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη . | ||
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον |
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
ἀφίγμεθα ' . . . . ἀφίει : ἔστι ῥῆμα ἱῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ τοῦ ὦ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἱῶ | ||
ἱῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ τοῦ ὦ καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἱῶ , ὁ παρατατικὸς ἵουν ἵεις ἵει καὶ ἐν συνθέσει |
Λυσίμαχος : μίξω , μιξόθηρ : μιξοπόλιος : μιξοβάρβαρος : ὄρσω , ὀρσόθριξ : ὀρσοθώραξ : δρύψω , δρυψόπαις : | ||
παρὰ τὸ ὁρῶ τὸ διεγείρω : ὁ μέσος Αἰολικὸς , ὄρσω : καὶ τὸ θύρα γίνεται , ὀρσοθύρη . ὀθνεῖον |
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α | ||
ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α |
; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω . | ||
ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ |
ἀλδήσκω : πιπήσω , πιπίσκω : μαχέσω , μαχέσκω : ἀέσω , ἀέσκω : δείσω , διδείσκω : καὶ ἐπεὶ | ||
τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον : ὁ μέλλων ἀήσω καὶ ἀέσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄελλα κατὰ πλεονασμὸν τοῦ λ |
παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται | ||
ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε |
οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , ὅθεν τὸ καθέζομαι , ἵζω λέγουσι διὰ τὸ φύσει ἑπόμενον σ τὸ ἀρκτικὸν τῆς | ||
λεπυθέντα σύκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . Ἱστία . παρὰ τὸ ἵζω . ἡ δὲ ἑστία παρὰ τὸ ἕζω . τὸ |
βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι | ||
δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται |
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ | ||
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων |
. . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται | ||
τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . , |
: αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί : παρὰ τὸ ἁρπῶ , τὸ ἁρπάζω , ὡς αἴθω αἴθυια . . . . ἁρπίδες | ||
. καὶ τοῦ φρίξω ἀποβολῇ τοῦ ω φρίξ , ὡς ἁρπάζω ἁρπάξω ἅρπαξ . . , : φρούριον : οὐκ |
λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ | ||
παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , , |
γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ , τὸ χωρῶ , γώνη καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη : ἡ | ||
. διὸ πιστεύω καὶ μαρτυρῶ : εἰς ζωὴν καὶ φῶς χωρῶ . εὐλογητὸς εἶ , πάτερ . ὁ σὸς ἄνθρωπος |
ἢ παρὰ τὸ αἴρειν τὰ σώματα γίνεται ἁρμός , ὡς καθαίρω καθαρμός , οὕτω αἴρω ἁρμός , ἀφ ' οὗ | ||
. παρὰ τὸ αἴρω τὸ προσφέρω , ἁρμός . οὕτω καθαίρω καθαρμός . παρὰ οὖν τὸ ἁρμὸς , ἁρμία , |
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , οὕτω καὶ | ||
ἐπίφθεγμα θαυμαστικὸν λέγωσιν οἱ θεαταί , ὡς παρὰ τὸ οἴμοι οἰμώζω . Γ ἀντὶ τοῦ θαυμαστικόν τι λέγωσιν . στροφὴ |
. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ κῆρυξ παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρέθη συστέλλον τὸ υ κατὰ τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν , ὅπερ | ||
α , οἷον Δ λᾶας ἀναιδής , καὶ λοιπὸν ὡς συστέλλον τὸ α οὐκ ἠκολούθησε τῷ κανόνι τούτῳ : ὁ |
διὰ τοῦ η γράφονται : οἷον , νήχω , τὸ κολυμβῶ : σμήχω : τρήχω , ἐξ οὗ τὸ τετρήχει | ||
ἀρθεὶς δηῦτ ' ἀπὸ Λευκάδος πέτρης , εἰς πολιὸν κῦμα κολυμβῶ μεθύων ἔρωτι . Ὥσπερ δὲ ταῦτα εὑρίσκεται , οὕτω |
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
πτω λήγοντα βαρύτονα μετατιθέασιν εἰς δύο σσ , οἷον πέπτω πέσσω , ὄπτω ὄσσω „ ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν „ | ||
τὸ νίπτω οὖν παρ ' Αἰολεῦσι νίσσω λεγόμενον ὡς πέπτω πέσσω οἱ Ταραντῖνοι μεταθέσει τῶν δύο σσ εἰς τὸ ζ |
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ | ||
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω , |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
τοῦτο ποιεῖν , ” ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρω ” , ἐκ δευτέρου ὁ αἴλουρος ἔλεγεν : „ | ||
λάμπω . Ἀλεείνω : ἐκκλίνω . φεύγω . Ὀρίνω : διεγείρω . Ὠδίνω : γεννῶ . Ἴκελος : ὅμοιος . |
τὸ πάντα τὰ φάη περιάγειν . Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα | ||
τὸ Ν , συστέλλουσι τὴν ἄρχουσαν οἷον λήθω λανθάνω , πήθω πανθάνω : οὕτως οὖν καὶ λείπω λιμπάνω . εἰ |
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
“ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ||
πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην |
αἰολοπώλους : ταχυπώλους ποικίλως ἱππαζομένους . γίνεται δὲ ἐκ τοῦ αἰόλλω , ὃ σημαίνει τὸ κινῶ , καὶ † τὸ | ||
παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα , τὸ κινῶ : καὶ ἀπὸ τοῦ αἰόλλω |
, καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός | ||
νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ παθητικὸς |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
ἀποβολῇ τοῦ ν καίω καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ | ||
ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος |
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
οὕτω Φιλόξενος . . , : ξυρόν : παρὰ τὸ ξύω ξυρόν . . . . . ὀβολός , , | ||
παρὰ τὸ κνάπτω , ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ ξύω . ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκίδα . |