τις ἡ ἑκατέρων φύσις : καὶ ἵνα ὁ μὲν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ νεβρῶν καὶ ἀρνίων εἰσάγηται , ὁ δὲ κολοιὸς
εὐήθη καὶ μετὰ ἀνοίας , καὶ ἵνα ὁ μὲν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ νεβρῶν καὶ ἀρνῶν εἰσάγηται , ὁ δὲ κολοιὸς
5280923 εἰσαγηται
τὸ τῆς διακεκαυμένης πλάτος . κἂν τῶν νεωτέρων δὲ ἀναμετρήσεων εἰσάγηται ἡ ἐλαχίστην ποιοῦσα τὴν γῆν , οἵαν ὁ Ποσειδώνιος
καὶ ἵνα ὁ μὲν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ νεβρῶν καὶ ἀρνῶν εἰσάγηται , ὁ δὲ κολοιὸς μηδὲν τοιοῦτον μηδὲ ἐννοῶν :
4722168 ἐζωγρηθη
περιελὼν δὲ ὄνυχας , ἀπαμφιάσας δὲ τὴν ἐσθῆτα ἣν ἔχουσα ἐζωγρήθη , τριάκοντα δὲ ἡμέρας ἀνεὶς καὶ ἐπιτρέψας αὐτῇ πενθῆσαι
τῶν Μαμερτίνων ἀγωνιζόμενος ἐκθύμως καὶ περιπεσὼν πολλοῖς τραύμασι καὶ λιποψυχήσας ἐζωγρήθη . οὗτος ἀνεκομίσθη ἔμπνους εἰς τὴν τοῦ βασιλέως παρεμβολὴν
4638826 εἱλιξας
πάλιν προστιθέσθω . Ἕτερον πειρητήριον : νέτωπον ὀλίγον ἐν εἰρίῳ εἱλίξας προσθεῖναι , καὶ ὁρῇν ὅθεν ἂν τοῦ στόματος ὄζῃ
ἂν ἄλλων θηρίων ὀσμὴν λάβῃ , στρόβιλος ἀμφ ' ἄκανθαν εἱλίξας δέμας , κεῖται θιγεῖν τε καὶ δακεῖν ἀμήχανος .
4583228 φθεγγηται
θεῶν φασὶν αἰτίην εἶναι . Ἢν δὲ ὀξύτερον καὶ εὐτονώτερον φθέγγηται , ἵππῳ εἰκάζουσι , καὶ φασὶ Ποσειδῶνα αἴτιον εἶναι
πολὺ τῆς φύσεως ἀφεστηκὸς εἶναι . ἡ γὰρ φύσις ὅταν φθέγγηται τὴν ἑαυτῆς φωνήν , ἀκολουθεῖν κελεύει ταῖς ἡδοναῖς καὶ
4137173 ἀγελης
κατὰ χωρίου , εἴτε κατὰ φοσσάτου ἐχθρῶν , εἴτε κατὰ ἀγέλης , εἴτε κατὰ τούλδου ἢ ἑτέρου τινὸς ἡ ἐπέλευσις
πάγῃ : ὃ δὲ τῶν ἀγρίων κορυφαῖος ἀντᾴσας πρὸ τῆς ἀγέλης μαχούμενος ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ
4069379 ἐπικαλυμμα
ὄμμα τοῖς σκληροφθάλμοις , τοῖς δὲ τὸν ἀέρα δεχομένοις ἔχειν ἐπικάλυμμα , ὃ ἀναπνεόντων ἀνακαλύπτεται , διευρυνομένων τῶν νεύρων καὶ
λεπυρήν : λεπυρὸν λέγεται τὸ τοῦ ὠοῦ καὶ τῆς ῥοιᾶς ἐπικάλυμμα * θάλπουσι : θερμαίνουσι μηδ ' ὅτε : ἀπὸ
4036643 ἠθυμει
ἁλῴη πεπληροφόρητο . Διαψευσθεὶς οὖν τῶν ἐλπίδων ἠνιᾶτο μὲν καὶ ἠθύμει καὶ ἔστενε καὶ ἐδάκρυεν , οὐ μὴν πέπαυστο τῆς
ἔμελλεν , ἀμηχανίᾳ συνεσχέθη περὶ τὴν ἄνοδον καὶ τὰ μέγιστα ἠθύμει . ἀλώπηξ δὲ ἐλθοῦσα κἀκεῖσε τοῦτον εὑροῦσα ἔφη πρὸς
4000603 ἀρουρᾳ
καταῤῥανθεῖσα . Φησὶ δὲ Ἀπουλήϊος , ἐὰν δάφνης ἐν τῇ ἀρούρᾳ κλάδους βάλῃς , μεταβαίνειν εἰς αὐτοὺς τὴν βλάβην τῆς
τύχην ἀπηλλάχθαι : ἔτυχε γὰρ πήγανον ἄγριον κόπτων ἐν τῇ ἀρούρᾳ καὶ σύνδουλος αὐτοῦ σεληνιακὸς ὢν ἔπεσεν . ὁ δὲ
3961952 νεβρων
παίδων κρατεῖν δεῖ τῶν νεωτέρων σοφούς γῆρας λεόντων κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν γάμος κράτιστός ἐστιν ἀνδρὶ σώφρονι , τρόπον γυναικὸς χρηστὸν
ἅ τε ξυνεθέμην πρέσβυς ὢν γεραιτέρωι , θύρσους ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰς ἔχειν στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν . ὦ
3933519 βρεχομενη
κωλύεται μὴ ἐν καιρῷ κινούμενα καὶ ἡ γῆ δυσδιάτηκτος ἡ βρεχομένη : ὃ δὲ ἐν : ἀρχῇ μέγα καὶ διατενὲς
τροφὴν θερμαίνεσθαι τὸ σῶμα ὑγραινόμενον : ὥσπερ γὰρ ἡ ἄσβεστος βρεχομένη ἐλέγχει τὴν ἐν αὐτῇ θερμασίαν πάλιν ψυχρὰ φαινομένη ,
3922674 δελφυος
διὰ τοῦ υος κλῖνε καὶ μὴ διὰ τοῦ εος : δελφύος γὰρ καὶ οὐ δελφέος κλίνεται . Καν . ιαʹ
οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος : ἤγουν μήτρας : αὐχὴν παρὰ τὸ ξηρὰ εἶναι
3859191 κυνηγετου
, σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου ζητητὴς θηρίων , πολέμιος θηρίων , ἐχθρός ἀντίπαλος ,
ὁμώνυμον . ἰχνευτής , ἀρκυωρός , σκοπιωρούμενος . σκευὴ δὲ κυνηγέτου χιτὼν εὐσταλὴς ἔσται , πρὸς τὴν ἰγνύαν καθήκων ,
3805225 ὀσπριον
. Ἀθηναῖοι τοὺς τελευτήσαντες ἐπὶ τὸν τάφον ἄγοντες καὶ πᾶν ὄσπριον ἐπέφερον , σύμβολον τῆς παρ ' αὐτῶν εὑρέσεως τῶν
ἀρδευομένη τῇ τῶν ποταμίων ναμάτων δαψιλείᾳ , πολὺ δ ' ὄσπριον καὶ διάφορον , ἔτι δ ' ὄρυζα καὶ ὁ
3792055 εὐαρτυτον
κἀναισχυντίας . αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τῆς θύρας . χοιρίδιον εὐάρτυτον Ἱππόλυτον μιμήσομαι . ἀπόλογος Ἀλκίνου . . . ἑορτὴ
: τοῖς ἡδονικοῖς , φησίν , ἁμαρτολόγοις , ὦ χοιρίδιον εὐάρτυτον : ἔχουσι γάρ τι κέντρον ἐν τοῖς δακτύλοις μισάνθρωπον
3777802 ἐτυμολογειν
τὴν ἀρχήν . ἑκάτερος οὖν τούτων , φησί , καὶ ἐτυμολογεῖν ἐπιχειρεῖ τὸ τῆς ψυχῆς ὄνομα πρὸς τὴν οἰκείαν δόξαν
δὲ κόραις καὶ κόροις ἐστὶν οἰκεῖα , ὥστε πλεοναχῶς τὸ ἐτυμολογεῖν τοὺς Κουρῆτας ἐν εὐπόρῳ κεῖται . εἰκὸς δὲ καὶ
3771479 κορωνης
πτερὰ τέμνει , Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ
διὰ τὸ ἐπικαμπὲς σχῆμα . εἴρηται δὲ ταῦτα ἀπὸ τῆς κορώνης τοῦ ζῴου : εὐλύγιστον γὰρ ἔχει καὶ οἷον ἐπικαμπῆ
3703098 γενναια
ὅσον μοι θυμὸς ἡδονὴν φέρει . Αὕτη γὰρ ἡ λόγοισι γενναία γυνὴ φωνοῦσα τοιάδ ' ἐξονειδίζει κακά : Ὦ δύσθεον
ἀγροῦ μ ' ὁ δεσπότης . προχύτης ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστι γενναία γυνή . ἦσαν ἄνθρωποι δὲ πέντε καὶ γυναῖκες τέτταρες
3698928 θηριοισι
! ] [ ἔγωγε ] θαυμάζω ? [ ] ἐν θηρίοισι μᾶλλον ? ? ? ? [ ! ! !
δ ' ἀντ ' αὐτοῦ τάμνουσα ἰχθῦς παρέχει βορὴν τοῖσι θηρίοισι . Τροφὴ μὲν δὴ αὐτοῖσι τοιαύτη ἀποδέδεκται . Τὸ
3690368 ὑποδεξεται
καὶ γᾶς , οὐδ ' ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται : ἁ δ ' ἀρετὰ βαίνει διὰ μόχθων .
Ἥλιον ἢ τὴν Σελήνην κατοπτεύσει ἢ τὴν τῆς Σελήνης συναφὴν ὑποδέξεται , ἐάνπερ ἐκτὸς τῆς τῶν ἀγαθοποιῶν ἀκτῖνος εὑρεθῇ .
3672350 ἐσθης
ἐρῶσιν ἐοίκασιν . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ἐσθής : παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα * * * †
ἀπαιτεῖ διάλεκτον , ἀλλ ' ἔστιν ὥσπερ σώμασι πρέπουσά τις ἐσθής , οὕτως καὶ νοήμασιν ἁρμόττουσά τις ὀνομασία . τὸ
3666835 μαγνητιδος
φύσεως , ἀλλὰ καὶ ἄψυχα ψυχὴν ἔχειν ὁπωσοῦν ἐκ τῆς μαγνήτιδος καὶ τοῦ ἠλέκτρου . ἀρχὴν δὲ τῶν στοιχείων τὸ
φύσεως . ἀλλὰ καὶ ἄψυχα ψυχὴν ἔχειν ὁπωσοῦν ἐκ τῆς μαγνήτιδος καὶ τοῦ ἠλέκτρου . ἀρχὴν δὲ τῶν στοιχείων τὸ
3665690 ὀπωρας
καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους , ἃ καὶ κορήματα κλητέον . παῖς ἐκκορείτω
Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀπήμονα , ἀβλαβῆ . Ἄπια , εἶδος ὀπώρας . Ἀπίους εἴρηκε Πλάτων ἐν Νόμοις . Ἀπιστεῖν ,
3651006 Νυμφῃ
πρῶτον μὲν ὡς καὶ αὐτοὶ πεσόντες ἐξ οὐρανοῦ καὶ τῇ Νύμφῃ συνόντες ἐν κατηφείᾳ ἐσμὲν σίτου τε καὶ τῆς ἄλλης
, ὁ δὲ Νύμφης ἐρασθεὶς τὴν Θεῶν Μητέρα ἀπολιπὼν τῇ Νύμφῃ συνῆν . Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Μήτηρ τῶν Θεῶν
3647002 δρυος
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς
3644580 ἁβρα
] ! ων ποσὶν α [ [ ] ! ορος ἁβρὰ β [ [ ] αρμαν [ [ ] ωναι
[ [ αὐλητῆρος ] ? ? ἀειδο [ [ ] ἁβρὰ παντῶς [ ] ? [ [ ] ! ος
3637536 βροτεια
μοι πραπίδων διῆλθε φροντίς , εἴτε τύχα εἴτε δαίμων τὰ βρότεια κραίνει , παρά τ ' ἐλπίδα καὶ παρὰ δίκαν
καθ ' ἑαυτὸν καὶ προεκτέθνηκέ σου . Καὶ ταῦτα μὲν βρότεια καὶ θνητῶν νόμοι , τὰ δ ' ἔνθεν ὡς
3626292 θηρας
ἐλεφάντων σοφίας εἶπον ἀλλαχόθι , καὶ μέντοι καὶ περὶ τῆς θήρας αὐτῶν καὶ ταύ - της εἶπον ὀλίγα ἐκ πολλῶν
ἔχων ὁ τέταρτος ἡνίκα ἂν παρεῖναι τὸν καιρὸν γνοίη τῆς θήρας , τὸν περιφερῆ μόλυβδον ἐκεῖνον ἐμβάλλει τῷ κύρτῳ ῥύμῃ
3624968 ἀκαμπης
προέφερον , ἀνακόπτοντα αὐτοὺς τοῦ ἐγχειρήματος . σιδηρόφρων γὰρ καὶ ἀκαμπὴς καὶ σκληρὸς θυμὸς αὐτῶν ἔπνει ἀναπτόμενος τῇ ἀνδρείᾳ ,
. καὶ ὁ φλοιὸς τῆς μὲν ἄρρενος παχύτερος καὶ περιαιρεθεὶς ἀκαμπὴς διὰ τὴν σκληρότητα , τῆς δὲ θηλείας λεπτότερος καὶ
3612758 σφαζων
ἁλὸς ᾧ ζωή , τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα , σφάζων ἀκρόνυχος ταύτῃ θεῷ ἱερὸν ἰχθύν , ὃν λεῦκον καλέουσιν
τοῦθ ' ὡρμημένος ἦισσε κἀκέντει φαεννὸν αἰθέρ ' , ὡς σφάζων ἐμέ . πρὸς δὲ τοῖσδ ' αὐτῶι τάδ '
3600565 σκανδικας
ἐν τοῖς Ἱππεῦσι δεδήλωται ὅτι ἡ μήτηρ Εὐριπίδου πωλεῖν ἐλέγετο σκάνδικας . θηλυκῶς δὲ ἡ σκάνδιξ ἔλεγον . ἔστι δὲ
παρέρχεσθαι αὐτὸν συχνοὺς ἐπαγόμενον μαθητάς , Μητροκλέα δὲ τὸν κυνικὸν σκάνδικας πλύνοντα εἰπεῖν , “ σὺ ὁ σοφιστὴς οὐκ ἂν
3586070 κεραιος
βλαπτόμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν τοῖς κέρασιν ἀμυνομένων ζῴων . κεραῖος καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος
, . Ἀκέραιος : ὁ ὑγιής : ἀπὸ τοῦ κέρας κεραῖος κεραία , κυρίως ὁ μὴ θυμούμενος καὶ διὰ τοῦ
3583075 καρπουμενη
ταύτης ἔπι τελοῦσα μὲν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ καθαίρουσα καὶ καρπουμένη τὰς τῶν χρωμένων οὐσίας ἐξέθρεψε τοσούτους τουτουσί , διδάσκων
? ἀνὴρ τοιάνδε ? μοῖραν παρὰ [ ] ? θεῶν καρπουμένη [ τέκμαρ ? ? δὲ λέξω ? τῶι ?
3581617 δρεπεσθαι
αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις , θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ '
ὄσπρια . [ εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ τῇ χειρὶ αὐτὰ δρέπεσθαι , ὡς καὶ Νίκανδρος ἐν Γεωργικοῖς φησι : Χειροδρόποι
3570835 ἀποσχιζεσθαι
. ἀλλοτριωθεὶς δὲ τῶν ἑαυτοῦ περιαχθήσεται ἐπὶ ξενῶν διὰ τὸ ἀποσχίζεσθαι τοὺς δύο ἵππους καὶ κτηνοτροφήσει καὶ ἱππηλατήσει διὰ τὸν
ψυχῇ | προσβλέπειν , καὶ μὴ τῷ πόθῳ τῶν παιδικῶν ἀποσχίζεσθαι . γνωρίζω τὸ πάθος , ἐμὴν ἑρμηνεύει [ γνώμην
3568430 Δηλιασι
Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν : ἐν τῇ Δήλῳ σὺν ταῖς Δηλιάσι κόραις τῆς Ἀρτέμιδος ἄμπυκα εὐλογήσω καὶ ὑμνήσω : ὁ
Σφηξίν : ἐν λοπάδι πεπνιγμένον . Κρατῖνος δ ' ἐν Δηλιάσι : τῷ δ ' ὑποτρίψας τι μέρος πνῖξον καθαρύλλως
3567355 οἰνοφλυξ
ταχύφωνον , ὀξύφωνον , τὴν χροιὰν ὑποφοινίσσοντα . Φιλόκωμος καὶ οἰνόφλυξ ἔσται δασὺς ἀνὴρ θριξὶν εὐθυ - γένειος μέλας ,
ἀπορίας καὶ μήτε διψῶντα πιεῖν αἰτεῖν τολμᾶν , μὴ δόξῃς οἰνόφλυξ τις εἶναι , μήτε τῶν ὄψων παρατεθέντων ποικίλων καὶ
3558933 ἀπεκτον
Ἀνδροτίων , τῆς ἐπιγονῆς ἕνεκα τῶν θρεμμάτων μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον : διὸ τὰ ἤδη τέλεια ἤσθιον :
Ἀνδροτίων , τῆς ἐπιγονῆς ἕνεκα τῶν θρεμμάτων μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον : 〚 διὸ τὰ ἤδη τέλεια ἤσθιον
3545769 εἰθισμενῳ
ἀμύζειν ] ἕλκειν , σπαράττειν . . συμμαθόντι ] τῷ εἰθισμένῳ καὶ μαθόντι πίνειν αὐτό . . ὥσπερ βοῦν ]
τῇ κοιλίῃ παρέχει παρὰ τὸ ἔθος βρωθεῖσα τῷ μὴ μαζοφαγέειν εἰθισμένῳ , ἢ ὁκοῖον ἄρτος βάρος καὶ τάσιν κοιλίης τῷ
3540442 κνισσης
τὴν κεφαλήν , ὀσφραινόμενος αὐτὸ μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι
. Τῶν φθισικῶν οἷσιν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὄζει τὸ πτύαλον κνίσσης βαρὺ , καὶ αἱ τρίχες ἐκ τῆς κεφαλῆς ῥέουσιν
3539299 δᾳδουχιας
: ἀνάπτει δέ σοι δᾷδας κακῶν . ὢ πονηρᾶς ταύτης δᾳδουχίας : ἡ νυμφική σοι δᾳδουχία ταφὴ γίνεται . ”
ἑτέροις , ἅς τις παρέλαβε τελετάς , παραδοῦναι δύνασθαι , δᾳδουχίας τυχόντα ἢ ἱεροφαντίας ἤ τινος ἄλλης ἱερωσύνης : πέμπτη
3530604 αὐαινηται
μέν γε ὕλην , ἔφην ἐγώ , καταβάλλειν , ὡς αὐαίνηται , ἐπιπολῆς , τὴν δὲ γῆν στρέφειν , ὡς
ἤδη σφίσι τὰ σπέρματα ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ δένδρα αὐαίνηται , τηνικαῦτα ὁ ἱερεὺς τοῦ Λυκαίου Διὸς προσευξάμενος ἐς
3525897 ὑς
κατὰ τὴν τοῦ αἵματος πῆξίν τε καὶ ψῦξιν ἀποθνήσκει , ὗς δὲ κωνείου ἐμπίπλαται καὶ ὑγιαίνει . Οἱ Ἰνδοὶ τέλειον
. Καὶ τούτων λεγομένων , ἄλλος οἰκέτης ἦλθεν ἀπαγγέλλων ὡς ὗς τὴν χώραν λυμαίνεται : ὁ δὲ ὁρμήσας ἀνῃρέθη .
3514521 ἀστροισι
, Σειρίου ἀντέλλοντος , ὅτε σκυλακόδρομος ὥρη νυκτιφαής τ ' ἄστροισι θεὰ πλήθουσα Σελήνη δέρκηται † τότε δ ' ἠελίῳ
δορός . καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ ' ἀσπίδος ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν τάχ ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ
3512076 πεμπομενη
κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων πεμπομένη βοή : ἐπειδὴ γὰρ καὶ σόν ἐστι τὸ πάθος
διέβαινε : κυθηροδίκης , ἀρχή τις παρὰ Λακεδαιμονίοις εἰς Κύθηρα πεμπομένη . προσβολή : ἀντὶ τοῦ προσόρμισις καὶ καταγωγή ʃ
3505161 σφαζεσθαι
βλάπτοντα τὰς φρένας . Κτῆνος : διὰ τὸ κτένεσθαι ἤγουν σφάζεσθαι . Κύων : εἰς τὸ κράζειν ὤν . Κάμηλος
τοῦ δὲ ἑνὸς λέγοντος , ὅτι οὐκ ἦν δίκαιον πρόβατα σφάζεσθαι διὰ τὸ φέρειν γάλα καὶ ἔριον , καὶ τοῦ
3501150 παγης
ἢ γῆς ἔντερον , ᾧ δελεασθὲν τὸ ὄρνεον ἐπιψαύει τῆς πάγης καὶ ἐνσχεθήσεται , περιστραφέντων ἐκείνων , ὁπόσα τ '
οὗ † γνωμηστος δεσμεῖν ἀμάλας δρομιάμφιον ἦμαρ δρύες οἰνοχίτωνες ἔξωθε πάγης εὐσπάρτεος ἱστός ἡμεδαπῆς γῆς κακὴ κόνις καμπεσίγουνος καμπεσίγυια κατὰ
3500567 ἀποδιδομενη
καὶ ἡ κατὰ τοῦτον τάξις καὶ ἡ πρὸς τὴν τάξιν ἀποδιδομένη τιμή ; νόμος μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ
παρακολουθοῦσα τὸν βίον εὐδαίμονα ποιήσει , καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν ἀποδιδομένη καθάπερ εἰκὸς εὔκλειαν ἀθάνατον οἴσει . καὶ εἴ τις
3494901 κλεψαντος
οὐσιῶν : ἢ δημιόπρατα ἔμιξεν ὡς ἐκ δημοσίου πράγματα αὐτοῦ κλέψαντος . ΓΘ ἄλλως : τὰ τὸν δῆμον ἐξωνούμενα .
ἡλικίας πολλὰ καὶ δεινὰ τετολμηκὼς φαίνοιτο , οὐδεὶς ὡς ἰδιωτικὰ κλέψαντος ἀνέξεται : ἐκ γὰρ τῶν ἐναντίων σύστασιν ἂν λάβοι
3481391 κερασβολα
τι ἐπεμβάλῃ : ὃ δεῖ φυλάττεσθαι . γίνεται δὲ καὶ κερασβόλα σπέρματα , ἐὰν τοῖς τῶν βοῶν κέρασι προσπέσῃ :
βοὸς ὑπὸ πυρὸς οὐ δαπανᾶται . καλεῖται δὲ τὰ τοιαῦτα κερασβόλα . ἡ μαγνῆτις λίθος , ἤτοι σιδηρῖτις , ἐφέλκεται
3471584 ὑπουργῃ
δέ τις μέτρια λέγουσα * * * τοῖς δεομένοις τινῶν ὑπουργῇ πρὸς χάριν , ἐκ τῆς ἑταιρίας ἑταίρα τοὔνομα προσηγορεύθη
καιρῷ ὑπάρχοι , μέμνησο , ὅτι μὴ κάμνων ὑπὸ καμνόντων ὑπουργῇ , ἐσθίων ὑπὸ μὴ ἐσθιόντων , πίνων ὑπὸ μὴ
3469459 ἰταμοτητος
: θάρσος γὰρ τὸ εὔλογον , θράσος δὲ τὸ μετὰ ἰταμότητος . οὕτω καὶ Ἀρίστιππος ὁ φιλόσοφος . ᾗ τε
λήψεται : ὅ τε δεσπότης ἐκ τῆς πρὸς τοὺς οἰκέτας ἰταμότητος ἢ φιλανθρωπίας εὐπρόσιτος , ἢ φιλαπεχθήμων τοῖς ἐντυγχάνουσιν δόξειεν
3463138 καρητος
τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε
ἔθειραι . πάλιν δ ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ
3458733 ὠχριωσα
' ἐπὶ παιδίων . σταφυλὴ περὶ τὸν κίονα μηκυνομένη καὶ ὠχριῶσα , ῥαγὶ παραπλήσιος . σῦκον σὰρξ ἑλκώσει ἐπανθοῦσα ,
αὐτοῦ πολλοὶ τῶν ὑπηκόων προσεχώρουν . Γ ἡ πόλις γὰρ ὠχριῶσα : οὐ παρὰ τὸ φοβουμένη τὸ “ ὠχριῶσα ”
3441781 πολυκεφαλου
: ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὸν ἐν ἡμῖν θεῖον ἄνθρωπον τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐγκρατῆ ποιητέον , ὅπως ἂν τὰ μὲν ἥμερα
τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος ἔσται ἐγκρατέστατος , καὶ τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐπιμελήσεται ὥσπερ γεωργός , τὰ μὲν ἥμερα τρέφων
3440235 κεφαλοδεσμια
καὶ Ἅιδου , λέγω δὴ ἡγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον , τὰ κεφαλοδέσμια ῥίψασα ἀπὸ τῆς ἐμῆς κεφαλῆς , τὴν στολίδα κροκόεσσαν
ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα , Σελήνης ἐν Ταύρῳ χρυσός ,
3437347 διαλαθῃ
λόγων ἐστίν , ὡς ἂν μηδὲν τῶν πανταχοῦ σοφῶς εὑρημένων διαλάθῃ τοὺς ἐν Ἀκαδημίᾳ φιλοσοφοῦντας . Οἶον καὶ περὶ τῆς
ὀρέξει θεωρίας καὶ εὐλαβείᾳ τοῦ μή τι αὐτὸν τῶν ἀξιομαθήτων διαλάθῃ ἐν θεῶν ἀπορρήτοις ἢ τελεταῖς φυλαττόμενον , προσμαθών τε
3435433 θηρῃ
εἰπὼν οὕτως : Πυθαγόρην τε γόητας ἀποκλίνοντ ' ἐπὶ δόξας θήρῃ ἐπ ' ἀνθρώπων , σεμνηγορίης ὀαριστήν . περὶ δὲ
τ ' οὔρεσι πολλὰ φύονται . τερπωλὴ δ ' ἕπεται θήρῃ πλέον ἠέ περ ἱδρώς . ὅσσοι δ ' οἰωνοῖσιν
3432958 πεπειρου
γὰρ λέγεται ἡ ῥυτίς . ψώρας ἐλαίης : τῆς μὴ πεπείρου , ἀλλὰ δι ' ὠμότητα τραχείας . | χλοώδει
τὸ χύλισμα ξηραινόμενον ἐν ἡλίῳ , μέλαν μὲν ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ , ὑπόκιρρον δὲ τὸ ἐκ τοῦ ὠμοῦ .
3431821 ἀλεκτωρ
] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν
σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει
3409439 ἐσθητος
καρπῶν χάριν , τὸ βʹ προσόδου ἢ κοσμίων βαρυτίμων ἢ ἐσθῆτος , τὸ τρίτον περὶ πράγματος λάθρᾳ βεβουλευμένου καὶ τῶν
καὶ τὸ μὴ δεῖσθαι ὑποδημάτων , μὴ ὑποστρωμάτων , μὴ ἐσθῆτος , ἡμεῖς δὲ πάντων τούτων προσδεόμεθα . τὰ γὰρ
3403578 χαυνουμενος
ὁ Κλεινίου ἐπειδὴ νέος ὢν ἔτι τοὺς ὁμοτέχνους ἐνίκα , χαυνούμενός τε τῇ νίκῃ καὶ τῷ μεγέθει διαθρυπτόμενος τῶν τιμῶν
ὁ Κλεινίου ἐπειδὴ νέος ὢν ἔτι τοὺς ὁμοτέχνους ἐνίκα , χαυνούμενός τε τῇ νίκῃ καὶ τῷ μεγέθει διαθρυπτόμενος τῶν τιμῶν
3396081 συναπασων
, ὄλβιε πρέσβυ , ἣ κάλλιστα φέρει χώρα δύο τῶν συναπασῶν , κόσμον μὲν μακάρεσσι λίθον , θνητοῖς δὲ πλακοῦντας
, ὄλβιε πρέσβυ , ἣ κάλλιστα φέρει χώρα δύο τῶν συναπασῶν , κόσμον μὲν μακάρεσσι λίθον , θνητοῖς δὲ πλακοῦντας
3385518 Σιωπης
ἐστιν ὁ τολμήσας ἅψασθαι παιδὸς ἀστῆς καὶ τί βουλόμενος . Σιωπῆς δὲ γενομένης Μάρκος Κλαύδιος ὁ τῆς παιδὸς ἐπιλαβόμενος τοιοῦτον
τῶν πολεμίων : οὐ δήπου γε ἀναπτῆναι δυνάμεθα . “ Σιωπῆς ἐπὶ τούτοις γενομένης Λακεδαιμόνιος ἀνήρ , Βρασίδου συγγενής ,
3381693 ἀδιηγητου
ὄλεθρον τῶν πολεμίων ἱππέων . καὶ ἐλπὶς μὲν ὑπὸ τοῦ ἀδιηγήτου πλήθους τῶν βελῶν μὴ ἐπὶ πλεῖον πελάσειν τῆι πεζικῆι
δὲ ἐν τῷ μέσῳ φορᾶς φιλοσόφων τε ἀνδρῶν καὶ σοφιστῶν ἀδιηγήτου γενομένης κατὰ τὸ μέγεθος καὶ τὸ ποικίλον τῆς ἀρετῆς
3372260 συκης
. ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται
μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον ,
3371282 σωφρονουσῃ
ἴσως ἀνάγκῃ τι εἴργασται : ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς .
' : τὸ οὔ πρὸς τὸ αἰσχρά : οὐκ αἰσχρὰ σωφρονούσῃ , ἀλλὰ γενναία ἡ τοιαύτη φυγὴ , τουτέστι :
3366775 Αἰγυος
πολῖται Αἰγῦται , ὡς Παυσανίας . Λυκόφρων δὲ τὸ ἐθνικὸν Αἴγυος , τὸ θηλυκὸν λέγων οὕτως ” καὶ πάντα τλήσεσθ
Πίναμυς , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Πιναμύτης , ὡς Αἴγυος Αἰγύτης . ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα ,
3365221 φιληματος
ὄνομα πεποιῆσθαι . ποικίλον καὶ ἡδύ . ἔστι δὲ εἶδος φιλήματος πολλαῖς γλώτταις μεμιγμένον . γλῶττα δέ ἐστι καὶ ἡ
σῶμα . τυχὼν δ ' εὐμαρῶς τούτου τρίτην πεῖραν ἐπάγει φιλήματος , οὐκ εὐθὺ περίεργον , ἀλλ ' ἠρέμα χείλη
3362159 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
3361161 εὐκνημου
πρὸς τὴν βοήθειαν : καὶ βότρυς ἐν οἴνῳ βεβρεγμένος μετὰ εὐκνήμου τῆς βοτάνης βρωθεὶς οὔκ ἐστι βοηθεῖν ἀδόκιμος : καὶ
ἀμύνει : ἄλλοτε δέ , φησίν , ἀμύνει καὶ βότρυς εὐκνήμου , ὡσανεὶ τῆς καλὰς κνήμας ἐχούσης ἀμπέλου : κνήμας
3353093 ἀγρας
ὃ δὲ πέπυσμαι , ἐκεῖνό ἐστιν . ἀνὴρ τῆς τούτων ἄγρας οὐκ ἄπειρος , δύναμιν λαβὼν ἐκ βασιλέως τοῦ Ῥωμαίων
καὶ ἀμῦναί σφισιν ἀδυνάτους . ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο ἔκ τινος ἄγρας ὅ τε πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ καὶ εἶδον τοὺς
3347786 παμ
, πλατεῖαν , προμήκη ὑπερμήκη μηκίστην , μεγάλην μεγίστην ὑπερμεγέθη παμ - μεγέθη , ὑπέρογκον , ἡπλωμένην , ἐκτεταμένην ,
χρωννύντες δολοῦσιν ὡς πρὸς τὴν ὄψιν ἀνθεῖν . σχοινίον πλεξάμενοι παμ - μῆκες , ἰσχυρόν τε καὶ καρτερὸν ὡς ἐνθαλαττεύειν
3344278 ἐξαλλομενοι
τὰ σώματα γεγυμνωμένοι , ἐσπασμένας ἔχοντες τὰς μαχαίρας , δεινὸν ἐξαλλόμενοι καὶ τῇ παραθήξει τῶν ὀδόντων συῶν δίκην τὸ μανικὸν
ἀναπηδῶσιν , ὡς ἡδόμενοι , καὶ προσάψασθαι τῶν αἰγῶν ποθοῦσιν ἐξαλλόμενοι , καίτοι οὐ πάνυ τι ὄντες ἁλτικοὶ τὴν ἄλλως
3331967 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
3331926 ἐλεεινη
Καὶ μὲν πρὸς βορρᾶν ταύτης τῆς Σικελίας ὁδὸς ὀλεθρία καὶ ἐλεεινή ἐστι τοῖς ναύταις , στενὴ καὶ σκολιὰ καὶ ἄβατος
ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν : ἄπειμι κάτω δηλονότι : ἐλεεινή : συναλοιφὴ τῶν δύο : ἔστι δὲ ἐγώ :
3328850 γνωμεων
. Ἀμείβεται πρὸς ταῦτα Ξέρξης : Ἀρτάβανε , τῶν ἀπεφήναο γνωμέων σφάλλεαι κατὰ ταύτην δὴ μάλιστα , ὃς Ἴωνας φοβέαι
Ὡς δὲ δίχα τε ἐγίνοντο καὶ ἐνίκα ἡ χείρων τῶν γνωμέων , ἐνθαῦτα , ἦν γὰρ ἑνδέκατος ψηφιδοφόρος ὁ τῷ
3327962 ὀλβιστηρων
ἐπεὶ φρένα οὐκέτ ' ἀείρω , ὄλβιον εἰσορόων πατέρων γόνον ὀλβιστήρων σώφρονα δημοτελῆ πανυπείροχον ἐγγὺς ἀνάκτων . θάλλε μοι ,
? ? ? ? ? ? [ γόνος τῶν ] ὀλβιστήρων ? ? [ ] ? ? ? [ ,
3326832 συνεσμεν
θεῶν ψυχῆς καὶ αὐτοῦ τοῦ οὐρανοῦ κατ ' ἐκείνην καὶ σύνεσμεν τοῖς σώμασιν : ἡ γὰρ ἄλλη ψυχή , καθ
πρὸς ἀνάγκην ἐξηγούμεθα καὶ μισοῦσί τε ἅμα καὶ ἐπιβουλεύουσιν ἀνθρώποις σύνεσμεν , ὅπου μηδὲ τῶν μορμολυκείων ὄφελός τι ἡμῖν γίγνεται
3321581 συριγγι
μέμφομαι , ὅσοι τὰς ἑαυτῶν ἀφέντες ἀγέλας μέλει ποιμαίνειν καὶ σύριγγι , πληγὴν ἀπειλοῦσι καὶ μάστιγας . τῆς δὲ ἡμετέρας
ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν , ὑγρὸν ἱεὶς ζευκτῶν χεῖλος ὑπὲρ
3320030 κωκυτου
τῆς πρὸς ἡμᾶς κοινωνίαςποτὲ δ ' ἔμπληκτοι καὶ ἀλλόκοτοι καὶ κωκυτοῦ τινος καὶ Ἐρινύων θρέμματα καὶ γεννήματα ἐπὶ λύμῃ καὶ
ἐν τῇ ψυχῇ βύθιον , τῷ δὲ νῷ κλέψας τοῦ κωκυτοῦ τὸν ψόφον , “ Ὦ θεοὶ καὶ δαίμονες ,
3318850 διηνεκους
ἀπώλεσεν , τοῦτο Μακεδόνας , τοῦτο Ἕλληνας . Ὢ νοσήματος διηνεκοῦς , καὶ ἐπὶ πολλὰς περιόδους χρόνων καταλαβόντος τὴν γῆν
βασιλεύς , τέως μὲν ὑπ ' εἰρήνης μακρᾶς καὶ ἡδονῆς διηνεκοῦς μὴ συνιέναι τῆς εὐτυχίας : ᾧ παρεσκεύαζε μὲν ἡ
3317924 ἐρυθραινονται
καὶ ὡς ἐγρηγορότος τὸ πρόσωπον φλογιᾷ , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἐρυθραίνονται , καὶ ἡ γνώμη ἐπινοεῖ τι κακὸν ἐργάζεσθαι :
εἰσιν αὐτὰ παρὰ πάντα τὰ μόρια τοῦ προσώπου , καὶ ἐρυθραίνονται . ἢ ἐκ τῆς κακοχυμίας ἀτμοὶ δριμεῖς ἀναπέμπονται περὶ
3316883 μικροπρεπη
. Σκνιφὸν κατὰ διαφθορὰν οἱ πολλοὶ λέγουσι τὸν γλίσχρον καὶ μικροπρεπῆ περὶ τὰ ἀναλώματα , οἱ δ ' ἀρχαῖοι σκνῖπα
ὁμολογεῖν οὐ μάλα ἐν ἐλευθέροις ἐστὶν , ἢ κἂν εἰ μικροπρεπῆ καὶ γλίσχρον καὶ τοῦ κέρδους ἥττω καλοίης , τυγχάνοις
3314862 γενναιᾳ
γεωργικὸς λαός . Ἀγροῖκος ὀπώρα , ἀπ ' ἐναντίου τῇ γενναίᾳ , ὡς ἐν διαφορᾷ τῆς μὲν πρὸς τὸ ὀπωρίσαι
καὶ δεξιοὶ πρὸς πόλεμον , ἐν τλήμονι καὶ καρτερικῇ καὶ γενναίᾳ δόξῃ καὶ γνώμῃ ψυχῆς . . δόξῃ ] ἢ
3310938 βουπρηστιδος
τὰ πρόποδα τῶν ὀρῶν τὰ καυλεῖα αὐτῆς , τουτέστι τῆς βουπρήστιδος , φάγωσιν ὁππότε θῆρα ] ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ἐνταῦθα
τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] τὰς βοῦς ἐριγάστορας ] βρωτικάς μόσχους ]
3310153 σοβει
σφαγὰς καὶ πλῆθος αἰχμαλώτων καὶ λάφυρα . τοιαῦτα φυσᾷ καὶ σοβεῖ καὶ θυμοῦσθαι δοκεῖ ἐκφυγόντων δὴ τῶν πολεμίων τὴν αὑτοῦ
* * * * ὁ δὲ παῖς ἔνδον τὰς ἀλεκτρυόνας σοβεῖ . βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω
3308087 νδε
! ] νικας ? ? [ ! ! ] ! νδε ? ? ? ! ωλιμ ? [ ! !
] ἀνήμερος [ ος ] # ? εἶναι καὶ [ νδε ] ? πέλας [ ας ] ? ἀξιοῦσθαι [
3304434 θυηται
ἀποσβεννύμενον , σφάγια δὲ παντοῖα ἕπεται . ἀεὶ δὲ ὅταν θύηται , ἄρχεται μὲν τούτου τοῦ ἔργου ἔτι κνεφαῖος ,
. Διὸ καὶ πολεμίαν τῇ Δήμητρι νομίζουσι . Ὅταν γὰρ θύηται αὐτῇ , οὐ πάρεστιν ἡ τῆς Δήμητρος ἱέρεια .
3303739 θορυβηθεις
οὐκ αὐτὸς καλῶν κρυπτόμενον , ἀλλ ' , οἶμαι , θορυβηθείς , εἰσεπράττετο γὰρ χρυσίον , ἠναγκάζετο ἐμὲ διώκειν μᾶλλον
οὐκ αὐτὸς καλῶν κρυπτόμενον , ἀλλ ' , οἶμαι , θορυβηθείς , εἰσεπράττετο γὰρ χρυσίον , ἠναγκάζετο ἐμὲ διώκειν μᾶλλον
3296700 συγγονῳ
θέλους ' ἄκοντι κοινώνει κακῶν , ψυχή , θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενί . τούτου δὲ σάρκας . . . .
Πολυνείκει . ζῶσαφρενί ] διεγειρομένη ὑπὸ τῆς ἀδελφικῆς φρενός . συγγόνῳ ] ἀδελφικῇ . θ φρενί ] + γνώμῃ .
3295120 τελεσφορηθηναι
ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάζωσιν . τοῦτο δ ' ἐρινάζειν λέγεται .
ἔστιν γόνιμα καὶ τὰ ὑπηνέμια ? ? ᾠὰ οὐ δύναται τελεσφορηθῆναι [ ] ? . Ἡ δ ' ἐν τῆι
3294279 γεωργος
ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν . ὁ γὰρ γεωργός , ὡς ἔοικεν , οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ
ὡς ἐκδιδαχθέντα σε καὶ ἐκμελετήσαντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις ὀνήσιμα οὐ γεωργός , οὐχ ὑλοτόμος , οὐ βουκόλος , οὐχ ὁστισοῦν
3290433 Μαμβρη
τοῦ θεοῦ κατῆλθεν πρὸς τὸν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ , καὶ εὗρεν τὸν δίκαιον Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν χώραν
ἐν τῇ γῇ τῆς ἐπαγγελίας , ἐν τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῆ , τήν τε τιμίαν αὐτοῦ ψυχὴν ὠψίκευον οἱ ἄγγελοι
3285974 φερβει
τοιούτους καρποὺς ἐποίουν : ὅσα γὰρ γῆ τε καὶ πόντος φέρβει , τοιαῦτα καὶ γυναικὸς ἆθλα . ” Πῶς τις
χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων , ὕδωρ δ ' ἄλλα φέρβει , ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπˈλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν
3284301 ἀποβαλουσα
κατασπᾶν , καὶ παραχρῆμα περιέπιπτε συμφοραῖς , τῶν οἰκείων τινὰ ἀποβαλοῦσα . ὅθεν κατὰ τὸν βίον λέγεται παροιμία ἐπὶ .
ἔχουσα θανατᾷ , στειρωθεῖσα δὲ καὶ ἀγονήσασα τούτων ἢ καὶ ἀποβαλοῦσα ἀθρόα γίνεται μὲν ἐκ μεταβολῆς ἁγνὴ παρθένος , παραδεξαμένη
3279092 ἀπελαυνει
ἰκτίνου κόπρος . μιγέντα μετὰ στύρακος , καὶ θυμιώμενα , ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας
κόπρον καὶ βόρβορον , ἀλλὰ μᾶλλον ἀμφότερα ψύγει , καὶ ἀπελαύνει τὴν δυσωδίαν , οὕτω καὶ ὁ καθαρὸς νοῦς ἐν
3278024 ἁλωνος
τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος :
τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος :
3275898 ποιμνης
βεβολημένος ἦτορ ἐξ ὀρέων ἔλθῃσι λύκος χατέων μάλ ' ἐδωδῆς ποίμνης πρὸς σταθμὸν εὐρύν , ἀλευόμενος δ ' ἄρα φῶτας
κρούεις . ” Λύκος ποτ ' ἄρας πρόβατον ἐκ μέσης ποίμνης ἐκόμιζεν οἴκαδ ' : ᾧ λέων συναντήσας ἀπέσπας '
3260169 βους
γὰρ τοῦ βότρυς καὶ στάχυς καὶ τῶν ὁμοίων καὶ τοῦ βοῦς καὶ χροῦς καὶ τῶν ὁμοίων μὴ συναιρουμένων κατὰ τὴν
διὰ τοῦ παραλαμβανομένου , πρὸς ὃ παραλαμβάνεται , οἷον ἠΰτε βοῦς ἀγέλῃφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων . παρέπεται δὲ
3257725 ἀποτυγχανοντι
καὶ ἀπαθὲς περιγίνεται τῷ ἀνθρώπῳ ἢ ἐν ὀρέξει μὲν μὴ ἀποτυγχάνοντι , ἐν ἐκκλίσει δὲ μὴ περιπίπτοντι , τὴν μὲν
ἀγῶνος καὶ λύπην λύει καὶ τὴν ἀθυμίαν ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ

Back