καὶ ὡς ἐγρηγορότος τὸ πρόσωπον φλογιᾷ , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἐρυθραίνονται , καὶ ἡ γνώμη ἐπινοεῖ τι κακὸν ἐργάζεσθαι :
εἰσιν αὐτὰ παρὰ πάντα τὰ μόρια τοῦ προσώπου , καὶ ἐρυθραίνονται . ἢ ἐκ τῆς κακοχυμίας ἀτμοὶ δριμεῖς ἀναπέμπονται περὶ
5152946 ὀφθαλμοι
Ὁρᾷ δ ' οὖν φοβερόν , καὶ πῦρ ἐκλάμπουσιν οἱ ὀφθαλμοί : ἄλλως τε καὶ ἡ κεφαλὴ φρικῶδές τί ἐστιν
μὴ φοβοῦ : ἅμα γὰρ φάγῃς , ἀνοιχθήσονταί σου οἱ ὀφθαλμοί , καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ ἐν τῷ γινώσκειν τί
5142953 βλεφαρα
κριοῦ , ἣν Ἀθηναῖοι καλοῦσι τριττύν . ἔδακνε γὰρ τὰ βλέφαρα [ : μεταβολὴ ] παντός , εἰ ὁ μὲν
ἀσυνέτους εἶναι νόει τοὺς ἄνδρας . εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτῶν κρατοῦνται , πλείονα τὴν ἄνοιαν αὐτοῦ σημαίνουσιν .
5082079 διακρινουσι
, φίλα τέκνα : περιπτύξασθε τιθήνην . σήμερον ἀγλαΐαι με διακρίνουσι προσώπων : δειμαίνω , τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος
' ἡμῖν οἱ ἀγαθοὶ νομεῖς οἳ μυρίων ὄντων τῶν βοσκημάτων διακρίνουσι ῥᾳδίως ᾗ χρὴ ἕκαστα καὶ οὐ δέος μή ποτε
5021549 ἐξιστησιν
ὄν τί πως εἶναι , καθ ' ὃ τοῦ ὄντος ἐξίστησιν : ἀλλ ' οὐκ εἴ τινι συμβέβηκε μὴ ὄν
, ὅταν ἐπὶ κόρρης . ταῦτα κινεῖ , ταῦτ ' ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν , ἀήθεις ὄντας τοῦ προπηλακίζεσθαι . οὐδεὶς
4969697 ὠτα
ὕπνους ἐμποιεῖν εἰωθόσιν ἐπιβρέγμασι χρήσῃ : καὶ ὀπίῳ δὲ χρῖσον ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις . Φλεγμαίνων ὁ ἐγκέφαλος
τε καὶ ὁ φθόγγος παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα , ὥστε μόγις τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ ἀναμιμνῄσκομαι ἐμαυτοῦ
4919843 θελγει
ὑπὸ τῆς ἡδονῆς πτεροῦσθαι . ἄλλο γὰρ ἄλλοθεν τὸ μὲν θέλγει , τὸ δὲ ἐκπλήττει , καὶ τὸ μὲν κατέχει
μάλιστα ζῶντες τῷ παρόντι χαίρουσι , καὶ ὃ τὴν αἴσθησιν θέλγει . τῆς ἡλικίας δὲ μεταπιπτούσης καὶ τὰ ἡδέα γίνεται
4865557 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
4817368 κατεσθιειν
ἀπωθεῖν [ καὶ ] μέγα καὶ λαμπρόν , τὸ δὲ κατεσθίειν ἅ τις νέμει , θαυμαστὸν οὐδέν . Οὕτω μέν
σκαιὸς ἦν ἅνθρωπος , ἀλλ ' ἠπίστατο γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν . Ταῦτ ' οὖν ὁ θεός , ὦ φίλ
4816138 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
4765334 πελια
δὲ πυρία συνεχὴς διὰ ὕδατος θερμοῦ . ταῦτα πρὸς τὰ πέλια τῶν ὑπωπίων : ἐφ ' ὧν δὲ αἱματώδη εἰσὶν
χυλῷ ῥαφάνου ἀναλειφθεῖσα : ἄκρως ποιεῖ πρὸς τὰ πρόσφατα καὶ πέλια τῶν ὑπωπίων σπόγγος ἐν ἅλμῃ ἀποβαπτόμενος καὶ συνεχῶς προστιθέμενος
4750088 προϲεϲτι
καὶ ῥᾳδίωϲ διαβιβρωϲκομένουϲ . καὶ μάλιϲτα τῷ παχυτέρῳ γάλακτι τοῦτο πρόϲεϲτι . τὸ γὰρ ὄνειον γάλα διὰ τὸ λεπτὸν ὑπάρχειν
, φυγεῖν οὐ δυνηθέντα τὴν κακοχυμίαν οὐδ ' αὐτά . πρόϲεϲτι δὲ τοῖϲ ϲύκοιϲ ἀγαθὰ τό τε κατὰ γαϲτέρα πορίμοιϲ
4719820 φαρμακα
ἐν ταῖς οὐσίαις ποιοτήτων συντελεῖσθαι : διὸ καὶ τὰ καθαίροντα φάρμακα τοῖς μὲν ἑλκομένοις χυμοῖς ὑπάρχειν ἀναγκαῖον οἰκεῖα , δραστικώτερα
' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα εὕρητ ' ἐκεῖθεν . μεταφορὰ δ ' ἐστὶν τέχνης
4668925 ἐπῃνηται
ὡϲ κατὰ μέϲον τὸ θέροϲ ξηρότερον καὶ παχύτερον γίγνεϲθαι . ἐπῄνηται δὲ τὸ θερινὸν ὡϲ εὐπεπτότερον καὶ εὔοϲμον . Περὶ
καὶ ἄριστος μοιχεύειν , καὶ τὰ ὅμοια . σαρκασμοῦ τρόπῳ ἐπῄνηται εἰς ὑπερβολὴν τοῦ κακοῦ . ἀπέδραμεν : τετρασυλλάβως ,
4667878 λιθιδια
διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα καλλίω : ὧν καὶ τὰ ἐνθάδε λιθίδια εἶναι ταῦτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια , σάρδιά τε καὶ
τοῖϲ ἄλλοιϲ προϲφόρωϲ χρηϲόμεθα . Ἐμπίπτει τοῖϲ ὠϲὶν οὐ μόνον λιθίδια ἀλλὰ καὶ ὕαλοϲ καὶ κύαμοι καὶ τὰ τῶν κερατίων
4614975 προσπταιον
ἱδρῶτες περὶ τὸν τράχηλον , καὶ διαπορήματα , καὶ πνεῦμα προσπταῖον ἐν τῇ ἄνω φορῇ πυκνὸν ἢ μέγα λίην ,
, καὶ γνώμη καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα
4598120 ἀφιασι
τῆς μάχης τοιοῦτός ἐστιν . οἱ μὲν ἄνθρωποι δόρατα ἰσχυρὰ ἀφιᾶσι στοχαζόμενοι αὐτῶν , οἱ δὲ ἐλέφαντες τὸν παραπεσόντα ἁρπάζουσι
ἀφιᾶσιν , οὕτω καὶ αἱ ψυχαὶ ἀποροῦσαι διὰ τῆς ζητήσεως ἀφιᾶσι τὸ τῆς ἀληθείας φῶς . ἐπειδὴ οὖν ὁ Ἀριστοτέλης
4593947 ἐπηρμενα
κεχηνότες καθεύδωσιν , ἢ πρίζωσι τοὺς ὀδόντας , καὶ ἢν ἐπηρμένα ἔχωσι καὶ σκληρὰ τὰ ὑποχόνδρια καὶ οὐχὶ τὴν ἐπαφὴν
, εἰ δὲ μωρὸς καὶ ὑπέρκομπος , μωρὰ πάλιν καὶ ἐπηρμένα βοᾷ . τὴν ἐνοῦσαν ἀφροσύνην ἡ γλῶττα ἐμφαίνει .
4581590 μηλα
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα ,
4577482 μανδραγορας
χαλκοῦ λεπίς , ὤχρα , ἀνδράχνη , μήκωνος ὀπός , μανδραγόρας . τὰ δ ' αὐτὰ ταῦτα καὶ τὰς ἐφ
: τὸ γὰρ κώνειον κατὰ ψῦξιν ἀναιρεῖ , ὥσπερ ὁ μανδραγόρας κατὰ καρηβαρίαν : διακέκριται δὲ ταῦτα μέτρῳ καὶ ἀμετρίᾳ
4562298 ἀρρωστηματα
μὲν γὰρ ὁρᾶν οὓς ἐπιθυμοῦμεν ἡδύ : τὸ δ ' ἀρρωστήματα ἄττα προσπεσεῖν τῇ θυγατρὶ τρέμειν τε ἡμᾶς ἠνάγκασε καὶ
: δυσίατα γὰρ ἤδη καὶ παντελῶς ἀθεράπευτα τὰ ἐκ φαρμακειῶν ἀρρωστήματα . χαλεπώτερα μέντοι συμβαίνειν φιλεῖ τῶν ἐν τοῖς σώμασι
4560455 κρουσματα
ἐν ῥισὶν μετ ' ὄξους , ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς κρούσματα : ἐξόχως δὲ ποιεῖ καὶ πρὸς χοιράδας καὶ τὰ
, ἐπεὶ πάνθ ' ὅσσα βροτοῖσιν φλεγμαίνοντα πάθη παύει καὶ κρούσματα πληγῶν ὑστερικαῖς τε γυναιξὶ λίην σωτήριόν ἐστιν στραγγουροῦντά τε
4560302 πασχομεν
' οὐκ ἔχω . γόους πρὸς αὐτὴν θησόμεσθ ' ἃ πάσχομεν . ὥστ ' ἐκδακρῦσαί γ ' ἔνδοθεν κεχαρμένην .
ἐλευθέρων . ἔπειτ ' ἔχειν προῖκ ' , οὐχὶ τιμὴν πάσχομεν ; πικράν γε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς . ἡ
4559281 ψηλαφαν
ποδῶν καὶ χειρῶν ὁμοίως . ψατάλλειν καὶ ψαθάλλειν : τὸ ψηλαφᾶν καὶ μαλάττειν αἰσχρῶς . ψιλῆται : οἱ ἐν μάχῃ
. ὄνον ἄρρωστον λύκος ἐπεσκέπτετο καὶ ἤρξατο τὸ σῶμα αὐτοῦ ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν , ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν .
4552967 γεγηθος
, ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Τοῦ ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτά ἐστι : λευκὸς πάνυ
, ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ
4537130 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
4520651 ὀϲτρακοδερμα
Κήρυκεϲ καὶ πορφύραι καὶ τὰ λοιπὰ ὄϲτρεα καὶ χῆμαι καλεῖται ὀϲτρακόδερμα . κοινὸν μὲν οὖν ἁπάντων τῶν τοιούτων ἁλυκὸν ἔχειν
γαϲτέρα . Φακῆ κράμβη καὶ τῶν θαλαττίων ϲχεδὸν πάντων τὰ ὀϲτρακόδερμα καὶ κοχλίαι ϲύνθετον ἔχουϲι τὴν φύϲιν ἐξ ἐναντίων δυνάμεων
4518423 ληθαργους
, ταῦτα διαφαίνεται : καὶ μωρώσεις μὲν καὶ κάρους καὶ ληθάργους ὕπνους τε τοὺς κωματώδεις καὶ νωθροτάτους , ψυχροὶ ἂν
δὴ καὶ τὰ κώματα καὶ τὰς μωρώσεις , ἔτι τε ληθάργους καὶ δυσαισθησίας , ποιαί τινες συστάσεις καὶ ἀναδρομαὶ τῆς
4502574 μαντευεται
ἐντυγχάνω ἀνθρώποις , ἀλλὰ μόνος νόσῳ . τάχα καὶ ψυχὴ μαντεύεται ἀπόλυσιν ἑαυτῆς ἤδη ποτὲ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου τούτου ,
δὲ καταφιλεῖν δοκεῖν νοσοῦντι μὲν ἄτοπον : ὄλεθρον γὰρ αὐτῷ μαντεύεται : ἐρρωμένῳ δὲ παραγγέλλει λόγοις σπου - δαίοις [
4490600 ὑγιεινα
πράγματος κανὼν καὶ μέτρον ὁ κατὰ φύσιν διακείμενος , οἷον ὑγιεινὰ σιτία καὶ ποτὰ τὰ τῷ κατὰ φύσιν διακειμένῳ ἁρμόζοντα
τὰ ἐναντία τῶν πραγμάτων θεωρεῖν , ὡς καὶ ἰατροῦ τὰ ὑγιεινὰ καὶ νοσώδη . Βούλεται οὖν διὰ τῶν νῦν λεγομένων
4463900 κρηναια
κεχρωσμένον . οἱ δὲ νῦν , φησίν , κισσόπληκτα καὶ κρηναῖα καὶ ἀνθεσιπότατα μέλεα μελέοις ὀνόμασι ποιοῦσιν . ἄγευστος .
παντὶ τῷ ἱκανῶς τεθαλαττωμένῳ συνᾴδει τὰ σκληρὰ τῶν ὑδάτων οἷον κρηναῖα καὶ ὄμβρια , ἐὰν ᾖ διυλισμένα καὶ πλείονα χρόνον
4460122 μαϲτοιϲ
καθ ' ἑαυτὰ λεῖα , παύει δὲ καὶ τὰϲ ἐν μαϲτοῖϲ ἀποϲτάϲειϲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ καταπλαϲϲόμενα . πυοποιεῖ γὰρ
ἑαυτῆϲ τὰ μέλη παραλελύϲθαι , ἄχριϲ οὗ γένηται ἐν τοῖϲ μαϲτοῖϲ τὸ γάλα : ἢ ἕλμινθαϲ ἁλιέων τὰϲ εὑριϲκομέναϲ ἐν
4455928 τραγοι
μὲν ὑπὲρ τῶν θηλειῶν ὡς ὑπὲρ ὡραίων γυναικῶν καὶ οἱ τράγοι πρὸς τράγους καὶ οἱ ταῦροι πρὸς ταύρους καὶ ὑπὲρ
, τοῦτο εἶπεν ὃ οἱ κριοὶ ποιοῦσι τὰς ὄϊς καὶ τράγοι τὰς αἶγας . Ὁρᾷς ὡς μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον
4446119 βρωματα
αὐτῷ , αἵτινες εἴποτε μέλλοι ἐσθίειν , αὐτοῦ [ τὰ βρώματα ] διήρπαζον ἐμβάλλουσαι φθοράν τινα . Καὶ οὕτω Φινεὺς
δὲ ιβʹ λαβὼν ἑταίρους μόνους καὶ οἴνου Μαρωνείτου ἀσκὸν καὶ βρώματα εἰσῆλθεν εἰς τὸ τοῦ Κύκλωπος σπήλαιον ἐκείνου περὶ νομὴν
4442435 παλιμβολα
συνεχεῖ ἐγνωσμένον μελέτῃ . τὰ γοῦν ἐξ ἐπινοίας καλὰ καὶ παλίμβολά εἰσιν : ἔλαχεν : καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης :
συνεχεῖ ἐγνωσμένον μελέτῃ . τὰ γοῦν ἐξ ἐπινοίας καλὰ καὶ παλίμβολά εἰσιν : ἔλαχεν : καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης :
4439997 μεταφρενα
δασείαις θερμοβούλους , εὐψύχους ἄνδρας σημαίνει . ὤμους δὲ καὶ μετάφρενα τετριχῶσθαι παρομοίους δηλοῖ τοῖς ὄρνισιν ἐν ταῖς ψυχαῖς :
τύψαντα , τὸν Πηλέα , τὸν δὲ Τελαμῶνα σιδήρῳ τὰ μετάφρενα , καὶ οὕτω τὸ μύσος φεύγοντας τῆς Αἰγίνης ἐκπεσεῖν
4429578 σαρκωδεστερα
μάλιστα ἄχρι τοῦ γόνατος , τὰ δὲ ἄνωθεν τούτου καὶ σαρκωδέστερα καὶ ἰσχυρότερα . Τὴν δὲ διάστασιν τοῖν σκελοῖν ἐχέτω
, κρεῶν δὲ τὰ πίονα καὶ νεογνά : τὰ γὰρ σαρκωδέστερα καὶ διαπεπονημένα , καὶ ὅσα ταῖς ἡλικίαις ἀκμάζοντα ,
4426945 φθεγγομενοι
τὰ πολλά , τοὺς δ ' αὖ λόγους παρακλήσεως ἕνεκεν φθεγγόμενοι πρὸς αὑτοὺς καὶ τῶν ἄλλων ἀεὶ τὸν ἐντυγχάνοντα ;
ἀνακεχωρηκὸς ὄνομα ἢ ῥῆμα εἴρηται , τοῦτο θηρῶντες καὶ πανταχοῦ φθεγγόμενοι , ἐπ ' ἀρχαιότητι δή τινι σεμνυνόμενοι : γελοῖον
4425949 ἐπιληψιας
στρεβλοῦσθαι : τὸ δὲ σῶμα ἰλίγγους τε καὶ σπασμοὺς καὶ ἐπιληψίας καὶ τἄλλα νοσήματα , ὅσα [ δὲ ] οὐδὲ
πυκνὸν ἀναφαῖνον αὐτούς , οὗτος ὁ ἀνὴρ εἰς τέλος ἤλασεν ἐπιληψίας . Ὀφθαλμοὶ παρατετραμμένοι εἰ μὲν εἰς τὰ δεξιὰ χωροῦσι
4422345 κνωδαλα
δὲ καὶ ἄπυστος ὁποίποτε κείσομαι σηπόμενος , εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων . Συνάπτεις γάρ , ὦ Ἀξίοχε , παρὰ
πάντα τεοῖσι δ ' ὑπὸ σπλάγχνοις ἔσκ ' ἁβρὰ Μουσᾶν κνώδαλα : Πιερίδων θ ' ἁλιευτὰς ἔπλεο , θυμέ ,
4420158 σπλαγχνα
μέρος νωτιαίου λαμβάνει τινὰ μόρια καὶ διασπείρεται πρὸς τὰ ταύτῃ σπλάγχνα , καὶ τοῖς εἰρημένοις πρόσθεν ἀπὸ τῆς τρίτης συζυγίας
τοῖς πίνουσιν οἶνον ἢ ἀκόνιτον ἢ δορύκνιον . τὰ δὲ σπλάγχνα τῆς χηνὸς ὀπτὰ ἐσθιόμενα , τὸ μὲν ἧπαρ ὠφελεῖ
4418009 κνισῃ
δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν χολή , λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν : κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον εἰς
φῇ ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ , κνίσῃ μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . περὶ μέντοι τοῦ πότου ,
4415515 δυσπεπτα
περὶ τῆς ἰατρικῆς δέ : τῶν γὰρ βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα καὶ τιμωρίαν ἔχοντ ' ἔνι ' ἔστιν , οὐ
οὐ πάνυ δὲ εὐστόμαχος . Ὁλόκληρα δὲ λαμβανόμενα τὰ ἀμύγδαλα δύσπεπτα πέφυκε . τόν γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων
4395239 ὀφρυς
, τὴν κόμην δὲ ἐν χρῷ εἶναι , τὰς δὲ ὀφρῦς ἐλευθέρας τε καὶ ὀρθὰς καὶ ξυμβαλλούσας πρὸς τὴν ῥῖνα
οὐχ οἷοί τέ εἰσι τὰ βλέφαρα ἔχειν ὀρθὰ οὐδὲ τὰς ὀφρῦς ἀκλινεῖς , ἀλλὰ τρόμος αὐτοῖς ἔνεστι καὶ ἅμα τὸ
4390955 ποκοι
: ἐπὶ τῶν ἑτέροις κακοπαθούντων καὶ εὐφροσύνην παρεχόντων . Ὄνου πόκοι : ἐπὶ τῶν ἀχρήστων . Ὄνου παρακύψεως : ἐπὶ
πρὸς τοὺς εἰς τὰ ἀδύνατα ἀναβαλλομένους , παρόσον ἀπὸ ὄνου πόκοι οὐ γίνονται : οἱ δὲ ἐπὶ κατάρας τοῦτο λέγουσιν
4389490 προβαλλοντες
φυλάξωνται τὸν αὐλίσκον , ἀλλ ' ἀπὸ ταύτης ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες : ὑποφραττόμενον γὰρ ὑπὸ τῶν ἀντερεισάντων τὸ τρύπημα τοῦ
τῆς Πλατωνικῆς ἐνεφοροῦντο σοφίας , οἱ δὲ τῶν θειοτέρων τι προβάλλοντες , ἀνδριάντι συνετύγχανον : οὐκοῦν ἐφθέγγετο πρὸς αὐτῶν οὐδένα
4388723 ἀῤῥενες
τίκτεται : γεννῶνται . Οὔτε τι θῆλυ : οὔτ ' ἄῤῥενες , οὔτε θήλεις εἰσίν . ἀπ ' ἀμοιβῆς :
ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν : οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ
4384992 πεπωκοϲιν
ἐπέχεται . βοηθεῖ δὲ αὐτοῖϲ , ὅϲα καὶ τοῖϲ κανθαρίδαϲ πεπωκόϲιν : ἰδίωϲ δὲ ὠφελοῦνται μετὰ τὸ καὶ διὰ τῶν
ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἐν αὐτῷ χρίεϲθαι : παρακολουθεῖ δὲ τοῖϲ πεπωκόϲιν χειλῶν καὶ γλώϲϲηϲ φλεγμονὴ μανία τε ἀκατάϲχετοϲ ποικίλαιϲ ἐπιβάλλουϲα
4383314 μαλακια
φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει ,
φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις
4371164 τριχας
πολὺ ἔχει τοῦ ἄρρενος κεφαλὴν μικροτέραν , σῶμα ἔλαττον , τρίχας μαλακωτέρας μελαντέρας , πρόσωπον στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ
τοῦ Νίσου λέγεται θυγατέρα ἐρασθῆναι Μίνω καὶ ὡς ἀπέκειρε τὰς τρίχας τοῦ πατρός . ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι :
4367343 στωμυλα
. “ αἱ Μοῦσαι ποτὶ Κύπριν : ” Ἄρει τὰ στωμύλα ταῦτα : ἡμῖν οὐ πέτεται τοῦτο τὸ παιδάριον .
: ἔγωγ ' οὖν ἐθεασάμην πολλάκις εὔμορφα παιδισκάρια καὶ φύσει στωμύλα δυσὶν ὁρμητηρίοις , ὄψεως κάλλει καὶ τῇ περὶ λόγους
4360879 περικειμενοι
τοῦ θέρους ἀεὶ διαπνέον διὰ τῆς φάραγγος : οἵ τε περικείμενοι δρυμοὶ μαλακοὶ καὶ κατάρρυτοι , ἥκιστα μὲν οἶστρον τρέφοντες
δ ' ἄρα τοίγε πόλων ἔντοσθεν ἐόντες ἐντὸς ἐέργουσιν δίνην περικείμενοι ἄστρων . οἵδε μὲν ἐν πραπίδεσσιν ἀριφραδέες τελέθουσιν γνώσασθαι
4347784 πισσοι
, καὶ ἔτι μᾶλλον τηγανιστά , θέρμοι , φάσιλοι , πισσοί , σήσαμον , ἐρύσιμον , βάλανοι , μῆλα καὶ
δὲ κύαμοί τε καὶ ἐρέβινθοι καὶ ὦχροι καὶ δόλιχοι καὶ πισσοί , πνεύματος ὑποπιμπλάντες καὶ τῷ ἀφθόνῳ τῆς τροφῆς .
4347732 ἠπιαλους
δὲ ἐκωμῴδησεν ἐκεῖ αὐτόν , λέγω ἐν ταῖς Νεφέλαις . ἠπιάλους δὲ τοὺς φιλοσόφους φησίν : ἠπίαλοι δέ εἰσιν οἱ
ἀνδριάς . ἢ οὐ νομίζεις τοῦ αὐτοῦ εἶναι καὶ ἐπιπέμπειν ἠπιάλους οἷς ἂν ἐθέλῃ , εἴ γε καὶ ἀποπέμπειν δυνατὸν
4341169 ἀποστρεφει
ὁδοῖς , ἐν τούτῳ προσελάσας ἐφ ' ἵππου ὁ Λεοντιάδης ἀποστρέφει τε τὸν Φοιβίδαν καὶ ἡγεῖται εὐθὺς εἰς τὴν ἀκρόπολιν
. τί δ ' ἐστὶ χρῆμα ; τίς ς ' ἀποστρέφει φόβος ; φεῦ φεῦ . τί τοῦτ ' ἔφευξας
4340542 διαφθειρει
τῷ ἵππῳ παρέχει , ἀγνοεῖν αὐτὸν οἴει ὅτι τὸν ἵππον διαφθείρει ; Οὐκ ἔγωγε . Οὐκ ἄρα οἴεταί γε ἀπὸ
μὴ φράσει ' ὀρθῶς ὁδὸν ἢ πῦρ ἐναύσει ' ἢ διαφθείρει ' ὕδωρ , ἢ δειπνιεῖν μέλλοντα κωλύσαι τινά .
4333906 ἀμετρα
ἐκφυγόντεςὡς μὲν γὰρ ἐν θεάτρῳ κλωσμὸς συριττόντων , καταμωκωμένων , ἄμετρα χλευαζόντων , ὡς δὲ ἐν εἱρκτῇ πληγαὶ κατὰ τῶν
ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ μετρίῳ ὄντι φίλον ὑπάρχει , τὰ δὲ ἄμετρα οὔτε ἀλλήλοις οὔτε τοῖς συμμέτροις δύναται ἐφαρμόσαι . Εἰσὶ
4321002 δακετα
εἴη ἂν καὶ ταύτῃ : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι δάκετα καὶ ἐνίησιν ἀπὸ τοῦ ὀδόντος φάρμακον , βλητικὰ δὲ
. . . ἑρπετὰ καὶ δάκετα : Καὶ τὰ ἄλλα δάκετα , ὥσπερ εἰ τύχοι ὁ σκορπίος . 〚 δάκετα
4318276 μηχανωνται
ἄνδρας μεταβαίνωμεν , ἰσχύν τε αὐτῶν καὶ φρόνησιν καὶ ὅσα μηχανῶνται κατὰ θηρίων ἐν δόλοις , ἐν ἐπιβουλαῖς καταλέγοντες .
αἱ πλεονεξίαι καὶ ἀντεπιθέσεις , ἃς ἄνδρες ὁμοῦ καὶ γυναῖκες μηχανῶνται κατά τε αὑτῶν καὶ κατ ' ἀλλήλων , τὸ
4317724 ἡδεα
: διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ ἡδέα γίνεται : φύσει δὲ ἡδέα φησὶν ἃ ποιεῖ πρᾶξιν τῆς τοιᾶσδε φύσεως . πρᾶξιν
μάλιστ ' ἂν δηλώσειεν ὅτι ἐπιφανέστατα ὧν ἴσμεν τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι , τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια . καίτοι
4314605 παροξυνει
: ἡ γὰρ ἐπ ' ἔλαττον ἀνακινοῦσα τὰ σώματα ἐνίοτε παροξύνει τοὺς πυρετούς . ἐπὶ μὲν οὖν πυρεσσόντων τοὺς εἰς
σῶμα στερεὸν καὶ μυῶδες νεῦρά τε κρατύνει καὶ τὰ αἰσθητήρια παροξύνει καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας ἐπιρρώννυσιν : σάρκα δὲ πυκνὴν
4296816 δυσωδη
οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν
νεμόμενα εἴη τὰ ἕλκη , ὕφαιμα συνεκκρίνεται καὶ ἰχωρώδη καὶ δυσώδη , σὺν δὲ τούτοις δυσουρία τε καὶ τοῦ αἰδοίου
4293939 ὀστρακινδα
ὀργισθείης . Γ ] ἤγουν εἰ βουληθείης αὐτὸν ἐξορίσαι . ὀστρακίνδα ] ὄνομα παιδιᾶς . τὰς εἰσβολὰς τῶν ἀλφίτων :
αὐτὸν ἐξοστρακίσαι , τουτέστιν ἐξορίσαι . παροξῦναι δὲ δεῖ τὸ ὀστρακίνδα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἐπὶ παιδιᾶς τασσόμενα . ΓΘ
4292026 οἰκουν
τοῖς Ἐγχελέαις προσεχεῖς , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ὑπὸ Ἄμυρον ὄρος οἰκοῦν . Δέρα , τόπος Λακωνικῆς . τὸ ἐθνικὸν Δεραῖος
γῆ ] ἐστὶν ἣν βαίνω τί γένος ] τὸ ἐνταῦθα οἰκοῦν φῶ ] εἴπω λεύσσειν ] βλέπειν χαλινοῖς ] δεσμοῖς
4288676 ἐγκατα
κρατεροῖσιν ὀδοῦσι πρῶτον , ἔπειτα δέ θ ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει δῃῶν : ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες
, τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται τὰ ἔγκατα τοῦ θύννου μετὰ τῶν ἐμβραγχίων καὶ τοῦ ἰχῶρος καὶ
4282041 γλωσσῃ
τῆς μανίης , στέρησις τοῦ ὀφθαλμοῦ γίνεται . Ὁκόσοι τῇ γλώσσῃ παφλάζουσι τῶν χειλέων μὴ κρατέοντες , ἐὰν ταῦτα παύσηται
μικρὸν ἔχουσα τὸν στάχυν , πικρὸς τῇ γεύσει καὶ τῇ γλώσσῃ ἀναξηραντικός , ἐπιμένων τῇ εὐωδίᾳ . διαπιπράσκεται δὲ καὶ
4277990 θηριωδη
περὶ τὰ ἕρποντα καὶ ὁλκὰ τῶν ζῴων : τὰ μὲν θηριώδη περὶ τὰ ἄγρια καὶ βλαπτικὰ τῶν ἀνθρώπων , τὰ
ἀταξίαν εἰς τάξιν ἀγαγών , ὁ τὰ ἄμικτα ἔθνη καὶ θηριώδη πάντα ἡμερώσας καὶ ἁρμοσάμενος , ὁ τὴν μὲν Ἑλλάδα
4276030 ἐσθιοντα
ἐστιν ἐπὶ τοσοῦτον , ὥστε αὔξεσθαι τὰ παιδία ταχύτερον κράμβην ἐσθίοντα . καὶ βωλίτας δὲ φαύλους εἴ τις φάγοι ,
Συμεὼν καὶ Γὰδ ἀνέλωσιν αὐτόν . Καὶ ὁρῶντες κἀμὲ μὴ ἐσθίοντα , ἔθεντό με τηρεῖν αὐτὸν , ἕως οὗ ἐπράθη
4267978 παρενοχλει
καὶ ἰσχάδες . Οὐδὲ γὰρ ἡ ἱερὰ νόσος ἢ δαίμων παρενοχλεῖ τῷ τόπῳ , ἐν ᾧ δάφνη ἐστίν , ὥσπερ
ἡ ἐξ ἱδρῶτοϲ δὲ γιγνομένη περίψυξιϲ ἑτοίμωϲ ἀποκαθίϲταται καὶ οὐδὲν παρενοχλεῖ : ἐπιμόνου δὲ τοῦ ῥίγουϲ ἢ τῆϲ περιψύξεωϲ οὔϲηϲ
4267409 ὀδυρομενῃ
ἄνεμος κατ ' ὄρος δρυσὶν ἐμπεσών : ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ
ἑ νέον πολέεσσιν ὀνείδεσιν ἐστυφέλιξεν , τῇ δέ τ ' ὀδυρομένῃ δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ , οὐδ ' ἔχει ἐκφλύξαι
4255530 μαρτυρομενον
δὲ συνεισπεσόντες ἦγον αὐτὸν βίᾳ , βοῶντα καὶ κεκραγότα καὶ μαρτυρόμενον . συνδραμόντων δὲ ἀνθρώπων πολλῶν καὶ ἀγανακτούντων τῷ πράγματι
τῶν τριχῶν σύρουσα τὰς χεῖρας ὀρέγοντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μαρτυρόμενον τοὺς θεούς . ἡγεῖται δὲ ἀνὴρ ὠχρὸς καὶ ἄμορφος
4252813 ἀπροσπελαστους
Ἄρες , κώλυσον τὴν ἰσχυράν σου ὁρμὴν , καὶ τὰς ἀπροσπελάστους χεῖρας : οὐ γάρ ἐστι δίκαιον ἀποδῦσαι σὲ τὸν
δόρατος κληθείση εὐωχίᾳ τρέφονται . Ἀλλ ' ὅμως , καίτοι ἀπροσπελάστους ὄντας κατὰ τὴν μάχην καὶ φοβεροὺς , ἡ τοῦ
4246780 ἐσθιομενα
φηγοῦ ἢ πρίνου , γάλακτι συνεκλεανθείς : καὶ μῆλα κυδώνια ἐσθιόμενα λεῖα : ἢ σὺν γλήχωνι καὶ ὕδατι πινόμενα ,
πιεῖν , καὶ ἀβλαβὴς διατηρηθήσεται . τὰ δὲ ἔντερα αὐτοῦ ἐσθιόμενα κωλικοὺς καὶ νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ ὀξυδορκίαν
4243532 τονοι
τῶν ὀργάνων νευραί , χορδαί , λίνα , μίτοι , τόνοι , πήχεις , ἀγκῶνες , κέρατα , κόλλοπες ,
ἐμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην . Οὗτοί μοι δοκέουσιν οἱ τόνοι τοῦ σπλάγχνου καὶ τῶν ἀγγείων , ἀρχαὶ τῇσιν ἀορτῇσιν
4243343 λυματα
' ἀποήρυγε δειρῆς , σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα χεύατο δαιτρός
ἀναπνοή μόλις ] μόγις , βραδέως πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα
4240374 συνεργει
μὲν ἀπόβρεγμα , τῆς αὐτῆς ποιότητος ὂν τοῦ ἐλλεβόρου , συνεργεῖ πρὸς τὴν κάθαρσιν , αἱ δ ' ἐμετικαί ,
σοφὴ ψυχὴ συνεργεῖ τῇ οὐρανίᾳ ἐνεργείᾳ ὥσπερ ὁ ἄριστος γεωργὸς συνεργεῖ τῇ φύσει διὰ τῆς ἀροτριάσεως καὶ ἀνακαθάρσεως . Τὰ
4237081 βρωϲιν
' ὅτε κἀν τοῖϲ ἐπιτεταμένοιϲ κρύεϲιν . λυϲϲήϲαντεϲ δὲ καὶ βρῶϲιν καὶ πόϲιν ἀποϲτρέφονται καὶ διψώδειϲ μέν εἰϲιν , οὐ
ἐν τοῖϲ | ἐπιτεταμένοιϲ κρύεϲιν . λυϲϲήϲαϲ δὲ ἀποϲτρέφεται καὶ βρῶϲιν καὶ πόϲιν , καὶ φλέγμα πολὺ καὶ ἀφρῶδεϲ ἐκ
4236327 περιλειχουσι
καὶ κατὰ τῶν μικρῶν ἰχθύων , καὶ ὅσοι τὸ ἀλλήλων περιλείχουσι σῶμα ὡς τροφήν εἰσιν οὗτοι . τευθίδος ἢ θυσάνοις
εὐωχία , βρῶσις . ἀγαθή : εὔκολος . περιλιχμάζουσιν : περιλείχουσι , λείχουσιν . Βορή . τροφὴ , ζωή .
4236242 ξυει
ταῖς τοιαύταις τὰ καταμήνια , τὰ μὲν χολώδη δάκνει καὶ ξύει τὰς ὑστέρας καὶ τῇ χρόᾳ ξανθὰ ὑπάρχει καὶ κατάκορα
μὴν καὶ τὸ ὀξύμελι , χρηϲαμένων ἀμέτρωϲ , ἔντερόν τε ξύει καὶ βῆχα κινεῖ καὶ τὰ νευρώδη μόρια βλάπτει ,
4234030 ἐκκαλειται
τῶν δακρύων φερομένων : φυσικῶς γὰρ ἀπροσδόκητος χαρὰ πλείονα λύπης ἐκκαλεῖται δάκρυα . ἐπανελθόντες δὲ ἐκ τοῦ ἄλσους ἐπὶ τὴν
κενὰ καὶ νομοθεσίας φυσιολογητέον , ἀλλ ' ὡς τὰ φαινόμενα ἐκκαλεῖται : οὐ γὰρ ἤδη ἀλογίας καὶ κενῆς δόξης ὁ
4229107 δερματα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν .
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν
4222083 ἐνυπνια
τῷ ἐγρηγορέναι . Ἀλλὰ τίνων μὲν καὶ ὅπως σημεῖα τὰ ἐνύπνια , εἴρηται , ὅπως δὲ καὶ αἴτια καὶ τίνα
δὲ τεταραγμέναι φαίνονται αἱ ὄψεις καὶ τερατώδεις καὶ χείρονα τὰ ἐνύπνια , οἷον τοῖς μελαγχολικοῖς καὶ πυρέσσουσι καὶ οἰνωμένοις :
4220958 ἠπια
καὶ ἤπιος , οὐδὲ θεμίστων λήθεται , ἀλλὰ δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν : αὖτις δ ' αὖ Θαύμαντα μέγαν
μάλα μυρίαι , ᾗσι συβώτης ἐσθλὸς ἐὼν ἐνίαυεν , ἀνάκτεσιν ἤπια εἰδώς . Τὼ δ ' αὖτ ' ἐν κλισίῃ
4217815 πολυποδεϲ
καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν οἱ
μηρῷ , ὥϲπερ ζώνη καὶ τὰ κρέα αὐτοῦ ἐϲθιόμενα καὶ πολύποδεϲ θαλάττιοι καὶ ἐχῖνοι καὶ τῶν πτηνῶν οἱ ψᾶροι :
4217395 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
4207620 λειχουσι
“ ἀκρατῆ πράσσετε ” , ἐπειδὴ μετὰ συνουσίαν οἱ τράγοι λείχουσι τὰ αἰδοῖα ἑαυτῶν . πήραν ἔχοντα : ὅτι παρὰ
αἶγας , καὶ μηκωμένων αὐτῶν ἀκούοντες οὗτοι ἐξέρχονται , καὶ λείχουσι τοὺς ὄνυχας αὐτῶν περιχαρῶς συμπαρόντες αὐταῖς καὶ οὕτως θηρεύονται
4199329 πυρωδεστατον
ἐμποιεῖ φρίκην , ἐπισχόντι δὲ ὀλίγον ἅτε φάρμακον θερμαίνει τὸ πυρωδέστατον . καὶ ὅσαις μὲν πηγαῖς θαῦμά τι ἦν καὶ
οὐκ ἔστιν οὕτως ἔχον . Ἀλλ ' ἐπεὶ κατὰ τὸν πυρωδέστατον καιρὸν τοῦ ἐνιαυτοῦ οὗτος ὁ ἀστὴρ ἐπέτελλε , τῇ
4195797 λειοβατοι
σμύραιναι : [ καὶ ] τρυγόνες δὲ καὶ ῥίναι καὶ λειόβατοι καὶ νάρκαι καὶ βατίδες μικρὸν μέν τι ὑπόμυξον ἔχουσι
, τευθίδες καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι ,
4193526 μελη
Ἄρτεμιν , μάλ ' ἡδέως . τῇ κλίμακι διαστρέφονται κατὰ μέλη στρεβλούμενοι . ἀγάλματα χρυσοῦ ' στ ' ἀπέφθου ,
πράξεις καὶ τὴν τούτων συμμετρίαν , καθάπερ μουσικὴ περὶ τὰ μέλη . τῶν οὖν ὑποκειμένων ἐστὶ καὶ ὕλης λόγον ἐχόντων
4189288 δεδησεται
δὲ τὸ δυσέκπλυτον . δέκετες Ἀττικοί , δεκάετες Ἕλληνες . δεδήσεται Ἀττικοί , δεθήσεται Ἕλληνες . διαβιβῶ Ἀττικοί , διαβιβάσω
τὸ δεῖνα , ὅπως ἀσφαλῶς Ἀμέλει , πρὸς τὸν ἱστὸν δεδήσεται . Καὶ μὴν ἐν τῇ προεδρίᾳ καθέζεσθαί με δεῖ
4187268 ἐγγονα
οὗ γὰρ ἐνεκολπίσασθε τὰ προπαιδεύματα , τῆς ἐμῆς θεραπαινίδος τὰ ἔγγονα , τὴν μὲν ὡς γαμετὴν ἐξετιμήσατε , ἐμὲ δὲ
οὖν ὑπονοητικοί ἐσμεν , οἷς μὴ φυσικὴ ἔστι πρὸς τὰ ἔγγονα φιλοστοργία ; διὰ τί ἀποσυμβουλεύεις τῷ σοφῷ τεκνοτροφεῖν ;
4186142 ῥιναϲ
καταϲτάϲιαϲ τῶν νούϲων τρέπει . ἄριϲτον δὲ καὶ ἐϲ τὰϲ ῥῖναϲ ἐμφυϲῆν : καὶ γὰρ καὶ τῇδε πνευμάτων καταρρηκτικὸν πταρμοῖϲι
ἐξίϲχοντεϲ , ἀναπετέεϲ , ἐξέρυθροι : τὸ ποτὸν ἐϲ τὰϲ ῥῖναϲ ἀνακόπτεται . πόνοι καρτεροί , ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῆϲ
4177268 τευθιδας
ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ παρέθηκα σηπίας καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , ἐμβαμματίοις γλαφυροῖσι
γόγγρον , ταλαντιαῖον δὲ τὸν πολύποδα , διπήχεις δὲ τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος
4171804 βρωθεντες
] λυποίη τὸ δὲ πολλάκι μὲν στέρνοισιν ἀνοιδέον , καθὸ βρωθέντες οἱ μύκητες ἀνοιδοῦσιν ἐν τῇ γαστρί στέρνοισιν ] τοῖς
δύναμιν δ ' ἔχουσι μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην
4169438 προσπεφυκασι
οὐδετέρη ἐξήκει οὐδ ' ἑτέρωθεν , ἀλλὰ πρὸς τῷ ὀστέῳ προσπεφύκασι πρὸς τῷ μηρῷ . Ὁ δὲ μηρὸς ἄνωθεν μὲν
Ἐπεὶ δὲ τῷ τε φάρυγγι καὶ τῷ λάρυγγι μύες ὑπηρετοῦντες προσπεφύκασι , καὶ τούτοις πάθη προσεδρεύει ποικίλα , ἐνστηριζομένων αὐτοῖς
4169293 ἀνιστᾳ
ἐτελέσθη τὸ θεῖον ὕδωρ . Τοῦτο τὸ ὕδωρ τὰ νεκρὰ ἀνιστᾷ καὶ τὰ ζῶντα νεκροῖ , τὰ σκοτεινὰ φωτίζει καὶ
κυλίνδρου ἑξάπουν ἐστίν . Ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἐγγεγραμμένου τετραγώνου πρίσμα ἀνιστᾷ , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ περιγραφομένου πρίσμα ἀνιστᾷ καὶ
4166077 μαρμαρυγας
γοῦν Ὀδυσσεὺς προσέχει τοῖς τῶν Φαιάκων ᾀσματοποιοῖς : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν , θαύμαζε δὲ θυμῷ , καίπερ ἔχων
ἐπὶ τὰ ὀπτικὰ νεῦρα , τότε τὰ πυραυγῆ καὶ τὰς μαρμαρυγὰς καὶ τὰ μελάσματα ὁρῶσιν . εἰ δὲ ἐνεχθῇ παχυτέρα
4163919 ἀτιθασων
αὐτὸν ἑρπετῶν τε καὶ πτηνῶν καὶ τῆς ἄλλης ἀλόγου τῶν ἀτιθάσων θηρίων πληθύος ἐφ ' οἷς ἀνίατα ἠδικήκει τίσασθαι :
, ἅπερ βεβαιοτάτην ταῖς ψυχαῖς εὔνοιαν ἐνσφραγίζεται τῶν μὴ λίαν ἀτιθάσων καὶ μὴ ἐπιτηδευόντων ὠμότητα : οἳ χάριν κέρδους ἐκνομωτάτου
4162355 ἐκστασεις
ὀργίλοι τε καὶ μανικοί . ὁμοίως δὲ καὶ ὅσαι ἄλλαι ἐκστάσεις μὴ φυσικαὶ ἀλλ ' ἀπό τινων συμπτωμάτων γεγένηνται δυσαπάλλακτοι
θανατικοῖς τοὺς πάσχοντας περικυλίοντες , κατὰ δὲ τὰς μανίας καὶ ἐκστάσεις ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλοτριώσεσι τῶν οἰκείων καὶ γυμνητείαις καὶ βλασφημίαις
4157582 στερνα
καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ
, ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν
4153432 ὀδοντες
, ἄλλα δ ' ἔτ ' ἐν γενύεσσι θοοὶ τρίβουσιν ὀδόντες , ἄλλα δέ τ ' ἀσπαίρει καὶ ἑλίσσεται ἡμιδάϊκτα
στομάτεσσι προσώπατα : τοῖον ὕπερθε νεύει ἐπισκύνιον : τοῖοι σελαγεῦσιν ὀδόντες . ὠκυτέρη τελέθει δὲ θοῶν πανυπείροχα θηρῶν : αὐτῷ

Back