: διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ ἡδέα γίνεται : φύσει δὲ ἡδέα φησὶν ἃ ποιεῖ πρᾶξιν τῆς τοιᾶσδε φύσεως . πρᾶξιν
μάλιστ ' ἂν δηλώσειεν ὅτι ἐπιφανέστατα ὧν ἴσμεν τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι , τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια . καίτοι
8654830 λυπηρα
ὁ Φειδιππίδης τῷ Στρεψιάδῃ , ὅσα μέλλει ποιῆσαι εἰς αὐτὸν λυπηρά : διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ “ ἀχθέσῃ ”
μάτην αἰνουμένης τὸ μὲν πρόσωπον ἡδύ , τἀν δόμοισι δὲ λυπηρά : τίς γὰρ μακάριος , τίς εὐτυχής , ὅστις
8088897 βλαβερα
τε περικόπτοντας καὶ μετατι - θέντας εἰς ὠφέλειαν τὰ δοκοῦντα βλαβερά , μάλιστα μὲν τῶν θείων ἀγαθῶν ἑαυτοὺς ἀξίους παρέχεσθαι
περὶ χρήσεως ἀφροδισίων ἐπιτηρεῖν , εἴτε ἀβλαβῆ αὐτοῖς ἐστιν εἴτε βλαβερά , πολλοὺς γὰρ ἱστορήσαμεν μεγάλως βλαπτομένους ἐπὶ τῇ τῶν
7925682 τερπνα
γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα . εὐάντητος : ἐπιθυμητὴ , εὐσυνάντητος ,
τόρευσον ἔαρος κύπελλον ἤδη : τὰ πρῶτ ' ἡμῖν τὰ τερπνά ῥόδα φέρουσαν ὥρην . ἀργύρεον δ ' ἁπλώσας ποτὸν
7651401 πονηρα
δ ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ : πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο . παραινέσαι σοι βούλομαι : τῶν γὰρ
σεμνὴ καὶ πομπική , συνθέσεως τετυχηκυῖα τῆς πρὸς ἡδονήν . πονηρὰ δὲ ἡ πολλὴ τῆς τῶν φωνηέντων φυλακὴ συγκρούσεως καὶ
7613456 αἰσχρα
τοῖς ἀκούουσι γνώριμα , ἀκίνδυνα δὲ τῷ μαρτυροῦντι καὶ μὴ αἰσχρά , ταῦτα γέγραφα . Ἐὰν μὲν οὖν ἐθελήσῃ ὁ
, εἰ μὲν εἴη καλά , ἐθαύμασαν , εἰ δὲ αἰσχρά , ἐχλεύασαν καὶ τῆς ὑποκρίσεως ἐμίσησαν . λέγωμεν οὖν
7588022 φαυλα
δὲ φυόμενα μὲν ἀναυξῆ δὲ καὶ ἄκαρπα καὶ τὸ ὅλον φαῦλα . περὶ ὧν ἴσως λεκτέον ἐφ ' ὅσον ἔχομεν
ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅμα τοῖς κήτεσι . μαντεύεται δὲ πάντα φαῦλα : καὶ γὰρ ἐπιτηροῦσιν οἱ ἁλιεῖς νύκτα , καθ
7431641 χρηστα
θεοῦ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον . τὰ τοῦ θεοῦ μὲν χρηστά , τοῦ δὲ δαίμονος βαρέα : χρόνον γὰρ ὅν
μόνον φασὶν ὅτι διὰ τῶν θεῶν πάνθ ' ἡμῖν τὰ χρηστά , ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς θεούς . εὑρήσεις δὲ
7353040 μοχθηρα
μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων ἐϲτὶν ἰϲχάδεϲ
πρὸς τὰ αὐτὰ χρήσιμα εἶναι : φαίνοιτο γὰρ ἂν ἐνίοτε μοχθηρὰ πράγματα πρὸς ἀγαθόν τι χρήσιμον εἶναι . ἔτι δὲ
7274367 ἀλγεινα
ἐπῆλθε : καὶ λεγόμενα ταῦτα λυπηρά εἰσι , καὶ σιωπώμενα ἀλγεινά . . ἐπεὶ τάχιστ ' ἤρξαντο : Ἐπεί ,
δυστυχία ἐπῆλθε : καὶ λεγόμενα ταῦτα λυπηρά εἰσι καὶ σιωπώμενα ἀλγεινά . . ἀλγεινὰ ] λυπηρά . . ἄλγος ]
7183155 ὑγιεινα
πράγματος κανὼν καὶ μέτρον ὁ κατὰ φύσιν διακείμενος , οἷον ὑγιεινὰ σιτία καὶ ποτὰ τὰ τῷ κατὰ φύσιν διακειμένῳ ἁρμόζοντα
τὰ ἐναντία τῶν πραγμάτων θεωρεῖν , ὡς καὶ ἰατροῦ τὰ ὑγιεινὰ καὶ νοσώδη . Βούλεται οὖν διὰ τῶν νῦν λεγομένων
7168660 προσφερομενα
παρὰ τὴν ποικιλίαν ἢ παρὰ τὸ ἰσχυρὰ καὶ δυσκατέργαστα τὰ προσφερόμενα ? ? συμβαίνει ? ? ? περισσώματα ἀπογεννᾶσθαι [
ὠφελέειν ἀπὸ τῆς θεραπείης ἐς τὸ ἀνυστόν . Τὰ δὲ προσφερόμενα τοῖσι νοσέουσιν ὧδε χρὴ φυλάσσειν τά τε ὀρθῶς καὶ
7158904 προσπιπτοντα
ἐν τῷ σώματι . “ καὶ παρὰ τὰ ἔξωθεν δὲ προσπίπτοντα καὶ προσφερόμενα καὶ ποιούμενα καὶ τὰ ἐκ τοῦ σώματος
αὐτέου , καὶ τὰ σιτία ἃ πρόσθεν ἐβεβρώκει πνίγει αὐτὸν προσπίπτοντα καὶ καίει καὶ στρέφει τὴν κοιλίην . Ταῦτα μὲν
7106691 ὠφελιμα
, ὅτι οὐκ εὔχομαι γενέσθαι ὑμῖν τὰ ἡδέα καὶ τὰ ὠφέλιμα . πλὴν . . . εὔξασθαι ] πλὴν εἰ
τῶν ζῴων , ἄλλα καὶ ἄλλα λέγων τὰ ἑκάστῃ φύσει ὠφέλιμα , ὥστε καὶ διαφέρειν τὰς ἀντιποιουμένας αὐτῶν ἕξεις καθ
7100634 χαλεπα
. μετὰ ταῦτα πάλιν ἀπὸ τοῦ δυνατοῦ ἀντέπεσεν ἀντίθεσις ἀλλὰ χαλεπὰ καὶ ἐργώδη λέγεις , Δημόσθενες : εἶναι δὲ αὐτὴν
ἐσθλὸν ἔμμεναι : Σόλωνα δὲ μαλακίαν αὐτοῦ καταγνόντα φάναι : χαλεπὰ τὰ καλά . Φασὶ δὲ Περίανδρον τὸν Κορίνθιον κατ
7091416 ψυχοντα
δύναμιν προσάγουσι , τὰ δὲ ἐντὸς διδόμενα στύφοντα μᾶλλον καὶ ψύχοντα τὰς διαθέσεις ; τοιαύτας γὰρ καὶ τὰς τροφὰς εἰώθασιν
μάλιϲτα τὰϲ ὑπὸ τῆϲ γλώϲϲηϲ φλέβαϲ διαίρει καὶ πρόϲφερε τὰ ψύχοντα , οἷϲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἐρυϲιπελάτων χρώμεθα .
7048965 διουρητικα
ἐπέχοντα , τὰ δὲ τῷ ἀμβλύνειν . Τὰ μὲν οὖν διουρητικὰ πᾶσίν ἐστι φανερὰ καὶ πλειστάκις ἐν τῇδε τῇ πραγματείᾳ
ἐκφράττοντα καὶ διαρρύπτοντα τὸ ϲπλάγχνον , οἷάπερ εἰϲὶ τά τε διουρητικὰ καὶ λίθων θρυπτικά , μετὰ τῶν ἀρτίωϲ πρὸϲ τὴν
7026481 Παντα
αἰτίαν , εἰ μὴ ὅτι ἐκεῖθέν πως καὶ τοῦτο . Πάντα ταῦτα ἕπεται τοῖς δύο μὲν ἀρχὰς ποιοῦσι τῶν ὅλων
φαίνεται τῶν νοσημάτων εἶναι τοῦτό τε καὶ ἡ ἀστροβολησία . Πάντα γὰρ ὡς εἰπεῖν σκώληκα ἴσχει πλὴν τὰ μὲν πλείους
6984354 ἐναντιωτατα
χρῄζουσι μὲν γὰρ οἱ λιθιῶντες φαρμάκων καὶ διαιτημάτων λεπτυνόντων : ἐναντιώτατα δέ ἐστι ταῦτα τοῖς ἰσχνοῖς σώμασιν : οἶδα γάρ
οὐδέ γε πλείω ἢ πάντα , ἐὰν ἕτερ ' ἄττα ἐναντιώτατα . λέγω δ ' οἷον ἔνια γυμνόκαρπα μέν ,
6971351 φευκτα
! ! ! καὶ οἶμαι δηλοῦντες . ην . εντα φευκτὰ γίγνεται . : ►οἶδεν◄ οἶδεν . ►πραγεῖν . .
ἢ φρόνησίς ἐστιν ἀρετὴ τοῦ λογιστικοῦ περὶ τὰ αἱρετὰ καὶ φευκτὰ καὶ τὴν κρίσιν τῶν χειρόνων ἢ βελτιόνων . ]
6970821 μετρια
προσφέρεσθαι , διδάσκοντες ὡς ἡ μὲν τάξις καὶ συμ - μετρία καλὰ καὶ σύμφορα , ἡ δ ' ἀταξία καὶ
τε γὰρ ὕδατος ὥσπερ εἴπομεν ἐξομοιοῦται τὴν χρόαν ἑαυτῇ , μετρία μὲν οὖσα ἐλάττονος , ἡ δὲ μεγίστη παντός ,
6969927 μωρα
ὁ δέ φησι νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι . ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρὰ ὅτι καθ ' ἑκάστην ἡ μήτηρ αὐτῆς νοῦν αὐτὴν
Λουκιανὸς τάδ ' ἔγραψα παλαιά τε μωρά τε εἰδώς , μωρὰ γὰρ ἀνθρώποις καὶ τὰ δοκοῦντα σοφά . οὐδὲν ἐν
6921994 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
6916175 φοβερα
] διὰ τὰ προσόντα κακὰ τοῖς εἰσερχομένοις καὶ τὰ λεγόμενα φοβερά . κακῶν γὰρ ] παρὰ τὸ λεγόμενον ἐν τῆι
θάνατος δεινόν , ἀλλ ' ἡ περὶ τὴν τελευτὴν ὕβρις φοβερά . Πῶς δὲ οὐκ οἰκτρὸν βλέπειν ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος
6898809 σκληρα
καὶ πρὸς τὰ δύσπεπτα καὶ δυσμετάβλητα τῶν ὄγκων , καὶ σκληρὰ καὶ πελιδνὰ διαπυΐσκει διὰ ταχέων , τὰς δὲ χοιράδας
ἑκάστοτε ἐν τοῖς συρίχοις πωλοῦντας ; οἳ κάτωθε μέν τὰ σκληρὰ καὶ μοχθηρὰ τῶν σύκων ἀεί τιθέασιν , ἐπιπολῆς δὲ
6886203 πανουργα
. Σύροι πρὸς Φοίνικας : ἑκάτερα τὰ ἔθνη διαβέβληται ὡς πανοῦργα , ἢ ὅτι ἑκάστοτε δι ' ἔχθρας ἀλλήλοις ὄντα
διετέλουν . Ἄπνους : νεκρά . Αἰόλα : ποικίλα , πανοῦργα . παραβλήδην : ἐξηπλωμένως , ὁμοιωματικῶς , ἀπὸ τοῦ
6858216 δριμεα
δυσωδίας μετέχον ἡδύ τε καὶ βραχεῖαν ἔχον γλυκύτητα πρὸς τὰ δριμέα καὶ δάκνοντα ῥεύματα συμφορώτατόν ἐστιν , οὐ μόνον ἀποπλῦνον
. σκόροδον , κρόμμυον , πράσον , ἀμπελόπρασον ἱκανῶς ἐστι δριμέα : ἑψηθέντα δὲ δὶς ἢ τρὶς ἀποτίθεται τὴν δριμύτητα
6846246 γλυκεα
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ
6827398 τιμια
! εὐκλείας θεοῦ : [ ] δονδε ! ! ? τιμία . . . [ ] ειν [ [ ]
. πρέσβειρα θεάων : ἡ παλαιοτάτη τῶν ἀρετῶν , ἡ τιμία , δίκη , ἔντιμος δικαιοσύνη . Μετά : ἐν
6817459 αἰσχη
καὶ ἀκούω ταῦτα ὕψιστα καὶ μέγιστα τῶν κακῶν ὅλων , αἴσχη τε καὶ ὀνείδη καὶ ἀτιμίας ὄντα τοῖς Πέρσαις καὶ
κακά . αἰαῖ , κακῶν ὕψιστα δὴ κλύω τάδε , αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα . ἀτὰρ φράσον μοι
6795725 ἀηδη
τὴν λέξιν αὐτοῦ , τὸ δὲ μὴ κρατεῖν τῶν καιρῶν ἀηδῆ . ὁ δὲ ῥήτωρ τοῦ τε ἀρκοῦντος στοχάζεται καὶ
ὄντως ἡδέα , ἀλλ ' ἅμα τε ἐπράχθη καὶ ἅμα ἀηδῆ καὶ λυπηρὰ τοῖς πράξασιν ἔδοξε . διὸ καὶ ἐπ
6777422 δυσπεπτα
περὶ τῆς ἰατρικῆς δέ : τῶν γὰρ βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα καὶ τιμωρίαν ἔχοντ ' ἔνι ' ἔστιν , οὐ
οὐ πάνυ δὲ εὐστόμαχος . Ὁλόκληρα δὲ λαμβανόμενα τὰ ἀμύγδαλα δύσπεπτα πέφυκε . τόν γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων
6753654 ξηραινοντα
στύφουσι μάλιστα : αἱ δὲ διὰ στόματος ἀναγωγαὶ οὔτε τὰ ξηραίνοντα προσδέχονται οὔτε τὰ εἰρημένα , εὐαρεστοῦσι δὲ τοῖς παρεμπλάσσουσιν
. Οἱ δὲ ἐξ ἀρχῆς πειρώμενοι τῇ ὑστέρᾳ προσάγειν τὰ ξηραίνοντα καὶ ἐπέχοντα , μεγάλως βλάπτουσιν , ἀνατρέχει γὰρ ἐπὶ
6736928 εὐπεπτα
οὐρητικός : τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ γλίσχρα , εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον
οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ , γλίσχρα εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον
6723850 φαρμακα
ἐν ταῖς οὐσίαις ποιοτήτων συντελεῖσθαι : διὸ καὶ τὰ καθαίροντα φάρμακα τοῖς μὲν ἑλκομένοις χυμοῖς ὑπάρχειν ἀναγκαῖον οἰκεῖα , δραστικώτερα
' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα εὕρητ ' ἐκεῖθεν . μεταφορὰ δ ' ἐστὶν τέχνης
6720462 ἐπιπονα
δηλητήρια , συλληπτικῶς ἀπὸ μέρους μοχθήεντα δέ , ἀντὶ τοῦ ἐπίπονα ἄλλως παρ ' ἀνέρι : ἡ παρὰ πρὸς τὸ
ὑπὲρ κτήσεως τῶν | ἀμεινόνων , ἀλλὰ τὰ καματηρὰ καὶ ἐπίπονα , ἅπερ Ἀττικοὶ τὴν πρώτην ὀξυτονοῦντες συλλαβὴν καλοῦσι πόνηρα
6715445 γλισχρα
τοιοῦτοι : καὶ ἡ σεμίδαλις δὲ καὶ ὁ χόνδρος ἱκανῶς γλίσχρα . τένοντες καὶ ἀπονευρώσεις καὶ τὰ περὶ τὰ χείλη
ὕλην μήτε λεπτὴν καὶ ὑδατώδη : τὰ γὰρ παχέα καὶ γλίσχρα ἔχουσι τὸ ἐχέκολλον καὶ δυσαπόσπαστον καὶ οὐκ ἀνάγονται :
6710583 βρωματα
αὐτῷ , αἵτινες εἴποτε μέλλοι ἐσθίειν , αὐτοῦ [ τὰ βρώματα ] διήρπαζον ἐμβάλλουσαι φθοράν τινα . Καὶ οὕτω Φινεὺς
δὲ ιβʹ λαβὼν ἑταίρους μόνους καὶ οἴνου Μαρωνείτου ἀσκὸν καὶ βρώματα εἰσῆλθεν εἰς τὸ τοῦ Κύκλωπος σπήλαιον ἐκείνου περὶ νομὴν
6707070 ἀνιατα
διαιροῦντος . ὅμως οὐκ ἔστιν ἄλυτα τὰ ἐγκλήματα οὐδ ' ἀνίατα τὰ ἁμαρτήματα , ἀλλ ' ἐνδέχεται λῦσαι ταῦτα καὶ
ῥαγοειδοῦϲ καὶ τοῦ κρυϲταλλοειδοῦϲ . ἔϲτι δὲ πάντα τὰ γλαυκώματα ἀνίατα , τὰ δὲ ὑποχύματα ἰᾶται οὐ πάντα . θεραπεύειν
6704379 ἀλλοτρια
, . . , . ἀλλοτριόγνωμος : σημαίνει ὁ τὰ ἀλλότρια ἐν γνώμῃ ἔχων , καὶ μὴ τὰ ἑαυτοῦ .
: Οὐκ ἔστι παρ ' Αἰγυπτίοις πρὸ ἀποδείξεως ἀφαιρεῖσθαι τὰ ἀλλότρια . Ταῦτα εἶπε περὶ τοῦ μεταβόλου , καὶ περὶ
6699366 περιττα
. τὸ δὲ ξύμπηκτα πρὸς οὐδὲν , ἀλλ ' οἷον περιττὰ καὶ σοφά . τοῦτο δὲ πρὸς Εὐριπίδην . .
εὐσεβείας σκοποῦ τυγχάνοι , τὰ δὲ τούτων ἄνωθεν [ τὰ περιττὰ ] καὶ ἀντίφωνα , τοῖς ἔμπροσθεν ῥηθεῖσιν νυνδή .
6693208 αἱρετα
ἄλλως ἀπὸ τῶν πραγμάτων : πάντα τὰ πράγματα ἢ αὐτόθεν αἱρετά ἐστιν καὶ ἀγαθά , ἢ αὐτόθεν κακὰ καὶ φευκτά
. Ἔτι τῶν ἀγαθῶν τὰ μέν ἐστι δι ' ἑαυτὰ αἱρετά , τὰ δὲ δι ' ἕτερα . Δι '
6689425 ἀνιαρα
αὖθις αὖ τὰ ἀνιαρὰ ὡσαύτως οὕτως οὐ καθ ' ὅσον ἀνιαρά , κακά ; Οὐκ οἶδα , ὦ Σώκρατες ,
ὦ βουλή , εἴθ ' ἡδέα ἐστὶν ἀκούειν εἴτ ' ἀνιαρά , μετὰ πάσης ἀληθείας καὶ παρρησίας εἴρηται , τοῖς
6687744 τἀγαθα
μὴ ἀντέχεν μηδὲ κρατέν . καὶ διὰ τοῦτο συμβαίνει φεύγεν τἀγαθὰ τὼς ἀνθρώπως διὰ λύπαν , ἀποβάλλεν δ ' αὐτὰ
καὶ τἆλλα καὶ τὰ ἡδέα πράττειν , ἀλλ ' οὐ τἀγαθὰ τῶν ἡδέων . Πάνυ γε . Ἆρ ' οὖν
6667278 ποιητικα
αὐτῆς , ὡς ἐν τῷ περὶ ὕπνου δεδήλωται τόπῳ . ποιητικὰ δ ' ἐγρηγόρσεως τρῖψις σκληροτέρα χωρὶς λίπους , καὶ
συνίστασθαι διπλάσιον καὶ τὰ τοῦ ἐπιμορίου δύο πρώτιστα εἴδη συντεθέντα ποιητικὰ εἶναι τοῦ τῶν πολλαπλασίων πρωτίστου εἴδους . πάλιν δὲ
6655072 ἐνυπνια
τῷ ἐγρηγορέναι . Ἀλλὰ τίνων μὲν καὶ ὅπως σημεῖα τὰ ἐνύπνια , εἴρηται , ὅπως δὲ καὶ αἴτια καὶ τίνα
δὲ τεταραγμέναι φαίνονται αἱ ὄψεις καὶ τερατώδεις καὶ χείρονα τὰ ἐνύπνια , οἷον τοῖς μελαγχολικοῖς καὶ πυρέσσουσι καὶ οἰνωμένοις :
6645012 ταπεινα
, διαμαρτάνει : καὶ γὰρ πάθη τινὰ διεστῶτα ὕψους καὶ ταπεινὰ εὑρίσκεται , καθάπερ οἶκτοι λῦπαι φόβοι , καὶ ἔμπαλιν
τοὺς κανθάρους , ὦ τάλαν , ἐκείνους τοὺς ἁδρούς , ταπεινὰ δὲ καὶ γλαφυρὰ πάντες ὥσπερ αὐτὰ τὰ ποτήρια ,
6640053 ἐμποιουντα
λάζομαι ἐλαζόμην καὶ συναρχομένως λάζετο . Λαθικηδέα : τὸν λήθην ἐμποιοῦντα τοῖς παισὶ τῶν κακῶν ⌊ πάντων ⌋ . Λαισήια
καὶ Ἀλεξίκακον προσαγορεύουσιν , ὡς ἀποτρέποντα τῶν κακῶν καὶ ὑγίειαν ἐμποιοῦντα ταῖς ψυχαῖς καὶ σώμασιν , οὐ νόσον οὐδὲ μανίαν
6592368 πολυτροφα
προειρημένοις καὶ πολυτροφώτερα . λέγεται δέ τινα καὶ ἄγρια ὄστρεα πολύτροφα καὶ βρομώδη καὶ εὐτελῆ τὴν γεῦσιν . Ἀριστοτέλης δὲ
λαλεῖν πόρε Φερσεφόνεια . δεῖπνά μοι ἔννεπε , Μοῦσα , πολύτροφα καὶ μάλα πολλά , ἃ Ξενοκλῆς ῥήτωρ ἐν Ἀθήναις
6581702 ἑκουσια
ποιούμενος , τῶν μὲν ἀκουσίων συγγνώμην ἔχων , τὰ δὲ ἑκούσια πειρώμενος ἀποτρέπειν : ταῦτα γάρ ἐστι φιλίας πολὺν χρόνον
, περὶ ὧν ὀλίγον ὕστερον ἐπισκοπεῖ : καὶ δοκεῖ μᾶλλον ἑκούσια εἶναι . τὸ δὴ καθαρῶς βίαιον τοῦτό ἐστιν ,
6580797 στρυφνα
τὰ δὲ μέλανα , τὰ δὲ λευκὰ , τὰ δὲ στρυφνὰ , ἐπὶ ἕλκη , οὕτω καὶ δίαιται . Τὰ
πικρὰ τὰ δὲ δριμέα τὰ δ ' αὐστηρὰ τὰ δὲ στρυφνὰ τὰ δὲ ἄλλας ἔχοντα δυσχερείας . Οὐκ ἀλόγως δ
6555376 νοσηματα
θεὸν τοῦτον καὶ βοηθὸν νόσων καθεστηκέναι : τὰ μὲν δὴ νοσήματα αὐτοῖς Ἀμφικλειεῦσι καὶ τοῖς προσοικοῦσιν ἰᾶται δι ' ὀνειράτων
καὶ ἀνεύροισι πεφύκασιν . Τὰ δὲ πρὸ ἥβης οὐ γίνεται νοσήματα , περιπλευμονικὰ , πλευριτικὰ , ποδαγρικὰ , νεφρῖτις ,
6552496 ὑγραινοντα
γίνεται τὸ σῶμα , τὰ πυκνοῦντα δηλονότι καὶ θερμαίνοντα καὶ ὑγραίνοντα καὶ ῥωννύντα δεῖ προσάγεσθαι . τινὲς δὲ σπέρμα πολὺ
σῶμα διδόντα , ἀντίσπασιν ποιέεται ἐς τὴν κοιλίην , καὶ ὑγραίνοντα διαχωρέει . Ὁκόσα δὲ διαθερμαίνοντα ξηραίνει ἢ σῖτα ἢ
6551843 ἀκουσια
ἐν δὲ τοῖς πάθεσι πῶς ἂν εἴη ; δοκεῖ γὰρ ἀκούσια εἶναι τὰ πάθη : ἢ τὸ διαθεῖναί πως οὕτως
τὸ δὲ δεύτερον μεῖζον : μεγάλα γὰρ ἀποτίκτει καὶ οὐκ ἀκούσια μόνον ἀλλ ' ἤδη κἀκ προνοίας ἀδικήματα . περὶ
6550545 κουφοτερα
λίθου καταφορᾷ διαφθείρει τὴν πορφύραν αὐτοῖς ὀστράκοις . ἐὰν δὲ κουφοτέρα ἡ πληγὴ γένηται , καταλειφθῇ δὲ τὸ ζῷον ἔτι
ἂν πλείων ᾖ , τοσούτῳ καὶ μείζων καὶ καλλίων καὶ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται , πολλάκις δὲ καὶ τοὺς φέροντας αὐτὴν
6539042 ἁρμοδια
ἐσκεπασμένοις . ἐναίσιμα : καλὰ , δίκαια , ἐπαινετὰ , ἁρμόδια . Ἔνθ ' : τότε . ὑψικόλωνον : ὑψηλὴν
καὶ ἐπὶ πολὺ προσαγομένοις τῇ πληγῇ . Καταπλάσματα δὲ αὐτοῖς ἁρμόδια : βολβοί , πολύγονον , πράσα , πίτυρα ,
6537338 εὐτυχηματα
' ἀναλγησίαν ἀλλὰ διὰ μεγαλοψυχίαν : τοὐναντίον δὲ τὰ μεγάλα εὐτυχήματα προσγενόμενα τῷ ἀγαθῷ μακαριώτερον , φησί , ποιήσει τὸν
, ἀλλὰ διακένους ὄντας . οὐ ῥᾴδιον φέρειν ἐμμελῶς τὰ εὐτυχήματα οἷον οὔτε πλοῦτον οὔτ ' ἄλλο τι , ὅτι
6521936 ἰσχυρα
αὐτοῦ μέτρου τὸ κῶλον . καττύματα δέ ἐστι δέρματά τινα ἰσχυρὰ καὶ σκληρά , ἅπερ τοῖς σανδαλίοις καὶ τοῖς ἄλλοις
ἐξ ὧν ἁπάντων καὶ ἡ δύναμις ἤτοι γε ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὰ γίνεται . τὰ δ ' ἐξαιρόμενα τῶν οἰδημάτων διὰ
6514189 ἀφροδισια
ἐσθίειν καὶ πίνειν ψεκτόν ἐστιν . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἀφροδίσια ἡδέα εἰσι καὶ ἀναγκαῖα τοῖς ἔχουσι λιθῖτιν νόσον ἢ
κοίτην ἐπιτίθει ὑπὸ τὰ στρώματα καὶ κατέχει τὰς ἐπὶ τὰ ἀφροδίσια ὁρμάς . ἄλλο . κορίαννον ἢ γλήχων ἐσθιόμενος πολλάκις
6514054 μισουμενα
μοιχοὶ κόλακες διαβεβλημένα καλεῖ τὰ διὰ τὴν φαυλότητα τοῦ τρόπου μισούμενα , ὧν αἱ πράξεις αὐταὶ κατηγοροῦσιν . ἀπορήσειε δ
δύσκολος : ἀλλὰ λέγομεν , ὅτι διαβεβλημένα ἐνταῦθα λέγει τὰ μισούμενα : οὐ γὰρ ἐν ψιλῇ μόνον διαβολῇ ὑπάρχει τὰ
6513187 ἀσθενεστερα
παραρρέοντος , Γάγγου καλουμένου , παρ ' ᾧ φύεται , ἀσθενεστέρα κατὰ δύναμιν οὖσα διὰ τὸ ἔφυδρον τῶν τόπων καὶ
, πρὸς τὰς τῶν ῥητορευόντων φύσεις μεταβαλλομένη , εὐπορωτέρα καὶ ἀσθενεστέρα γίνεται : διὸ καὶ , ὡς Πορφύριός φησι ,
6513136 προϲαγομενα
διαιρετική : διεγερτικὴν δὲ δύναμιν ἔχει καὶ ἐπ ' αὐτῶν προϲαγόμενα ταῖϲ ῥιϲὶ καθ ' ἑαυτὰ καὶ μετ ' ὄξουϲ
δὲ βραχὺ προϲφέρειν καὶ οὐδόλωϲ ἀνατρίβειν . ἔϲτω δὲ τὰ προϲαγόμενα τῇ κεφαλῇ ψύχοντα ὀμφάκινόν τε καὶ ῥόδινον τὸ ἐξ
6502694 ἐδεσματα
: προσαγορεύειν ἐμπολήσαντες : ἀγοράσαντες , κερδάναντες πανδαισία : παντοδαπὰ ἐδέσματα ἐπύργωσεν : ὕψωσεν κολάκων : εἰρώνων ἔδεισεν : ἐφοβήθη
οὔτε δ ' οἴνου παχυχύμου προσφέρεσθαι χρὴ τὸν πρεσβύτην οὔτε ἐδέσματα τοιούτου πού τινος γένους : καὶ γὰρ ὕδερον ἢ
6485877 αἰσχρ
εὖ τὰ δ ' ἔρ . . . οἷς λέγει αἴσχρ ' ἐστὶν αὐτοῦ , τὸ σοφὸν οὐκ αἰνῶ τόδε
οὐχὶ συγκλήισεις στόμα καὶ μὴ μεθήσεις αὖθις αἰσχίστους λόγους ; αἴσχρ ' , ἀλλ ' ἀμείνω τῶν καλῶν τάδ '
6476214 ἁλμυρα
ἐκεῖνος ὁπανίκα καὶ τὺ φιλάσεις . ἁνίκα τὰν κραδίαν ὀπτεύμενος ἁλμυρὰ κλαύσεις . ἀλλὰ τύ , παῖ , καὶ τοῦτο
ῥύπτουϲι χρηϲτέον : τοιαῦτα δέ εἰϲι μάλιϲτα τὰ γλυκέα καὶ ἁλμυρὰ καὶ ἄλλωϲ ϲμηκτικὰ θερμαίνοντα . οἶνον [ τε ]
6456484 ὠμα
χρόνου δὲ προϊόντος ταῖς ἀνέταις μᾶλλον τῶν ἡμερῶν ἀθρόα καὶ ὠμὰ δείκνυται τούτοις τὰ παρυφιστάμενα . Καί ποτε δι '
παχύχυμα πλὴν τῶν καλουμένων πνικτῶν : ταῦτα δὲ γίνεται ἀναδευθέντα ὠμὰ μετὰ γάρου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ ἐν διπλώματι
6453820 νοσωδη
ἀπρεπῆ τοῖς μετιοῦσι μοχθηρίαν τε μηδεμίαν ἐμποιοῦντα τῇ ψυχῇ μήτε νοσώδη τῶν τε ἄλλων νοσημάτων καὶ δῆτα ἀσθενείας τε καὶ
ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ , οὐδέτερά ἐστιν , οὐδὲ ὑγιεινὰ οὐδὲ νοσώδη . Κεφ . ζʹ . [ Πόσα μέρη ἰατρικῆς
6447313 πεφυκοτα
ἀναλῶσαι . αἰσχρὸν οὖν ἡγοῦντο τὸν μὲν ἀπ ' ἀθανάτων πεφυκότα πάντα ποιεῖν ἕνεκα τοῦ τὴν πατρίδ ' ἐλευθερῶσαι ,
καὶ ῥίζα , σὺν αὐτῷ προελθοῦσα τὸν ἀπ ' ἐκείνου πεφυκότα τρόπον , ὥσπερ καὶ ἡ μία ῥίζα τῶν πάντων
6442113 ὀξεα
λιγαίνειν ] θρηνεῖν . Ξ λιγαίνειν ] ἤγουν λίγα καὶ ὀξέα θρηνεῖν . λιγαίνειν ] ὑμνεῖν . λιγαίνειν ] βοᾶν
μνώοντ ' ὀλοοῖο φόβοιο . πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ ' ὀξέα δοῦρα πεπήγει ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφι θορόντες ,
6433030 φασματα
πορεύεται τὴν αὑτοῦ χώραν φυλάττων δι ' αἰῶνος καὶ σελήνης φάσματα καὶ ἀστέρων φορὰ χωρεῖ καὶ ὡρῶν περίοδοι καὶ τάξεις
ἡμᾶς αὐτοὺς ἐξετάζοντες , ἅττα ποτ ' ἐστὶ ταῦτα τὰ φάσματα ἐν ἡμῖν ; ὧν πρῶτον ἐπισκοποῦντες φήσομεν , ὡς
6428522 ἀψυχα
πραγμάτων ἀσχολεῖται εὐφημίας τὸ ἐγκώμιον : τὰ δὲ πράγματα ἢ ἄψυχά ἐστιν , ὄντα ἐν σώμασιν οἷον ἀσπὶς ἢ δόρυ
τὰ ἔμψυχα καὶ ἄλογα , οἷον ὁ βοῦς , τὰ ἄψυχά φησι χρῆναι παρασκευάζειν καὶ ἔχειν οἴκοι κείμενα : καὶ
6424305 θερμαινοντα
. Τὰ ῥᾷστα ἐκπεσόντα ἥκιστα φλεγμαίνει : τὰ δὲ ἥκιστα θερμαίνοντα , καὶ μὴ ἐπιθεραπευθέντα , μάλιστα αὖθις ἐκπίπτει .
ἄγαν λελεπτυϲμένοι . ὠφελοίη δ ' ἂν αὐτοὺϲ ἅπαντα τὰ θερμαίνοντα καὶ ἡϲυχῆ πνευματοῦντα : οἶνόν τε οὖν ϲυμμέτρωϲ θερμὸν
6414749 ἀχρηστα
ἐπείγουσιν αἱ τῶν ἐκ παρατάξεως ἀγώνων ἀνάγκαι , καὶ τὰ ἄχρηστα διὰ τὴν τῶν σωμάτων ἄσκησιν ἐπιτάττειν . ἱκανὴ γὰρ
, ἀλλ ' ἄνευ γε τούτου πάντα γίγνεται τὰ λοιπὰ ἄχρηστα . Ἐπεὶ δὲ τῶν διαστηματικῶν μεγεθῶν τὰ μὲν τῶν
6414553 ἀσυμφορα
οὕτως ἔχει : συμβαίνει γὰρ πολλὰ τῶν ἡδέων αἰσχρὰ καὶ ἀσύμφορα εἶναι : ὥστε φανερόν , ὅτι περὶ ἡδονὰς καὶ
ἑαυτῷ τὸ δυνατόν . ὁ γὰρ τὰ ἀδύνατα κατασκευάζων τὰ ἀσύμφορα κατασκευάζει , ὡς ἂν εἰ κατασκευάζοιμεν Μαρωνείτας ἄρξαι τῆς
6408277 βρωτα
τῶν ἀπὸ φλέγματος νούσων ὠφέλιμον . Θερμοκοιλίοισιν ἰσχυρὰ ποτὰ ἢ βρωτὰ , ταρακτικά . Μελαίνης χολῆς , ὡς ὅμοιον ,
ἀθρόως μήτε χανδὸν μήτε ἄοινα . τινὲς δ ' ἐξευρήκασι βρωτὰ καὶ ποτὰ πρὸς τὰς τῶν ὑδάτων κακίας ἰάματα ,
6407936 εὐστομαχα
τὰ δὲ καλούμενα ὀρβικλᾶτα μετὰ στύψεως ἡδείας ἔχοντα καὶ γλυκύτητα εὐστόμαχα εἶναι . τὰ δὲ σητάνια λεγό - μενα ,
νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ εὐστόμαχα ἔχει καὶ εὔπεπτα . τὰ δ ' ἄλλα οὔ
6407624 σπουδαια
ἐπειγόντων , ὡς ἂν ὑπὸ Μακρίνου ἔτι βασιλεύοντος ἐπί τινα σπουδαῖα πεμφθέντων . ὃ μὲν οὖν ἔφυγεν , ὡς εἴρηται
ἐφύετο διαρκής : τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν , τὰ δ ' ὑπελίμπανε θέρους , τὰ
6403116 ἐμψυχα
οὐχ ὡς ἐκεῖνοι λέγουσι τὸ ἀπὸ τῶν ἀψύχων ἐπὶ τὰ ἔμψυχα καὶ τὸ ἀνάπαλιν : ἀλλὰ καθόλου ἡ ῥητορικὴ πολυπραγμονοῦσα
ἐμψύχων ἐπὶ ἔμψυχα , οἷον ποιμένα λαῶν , ἄμφω γὰρ ἔμψυχα . ἀπὸ ἀψύχων ἐπὶ ἄψυχα , οἷον σπέρμα πυρὸς
6400124 καλα
τί ἐστιν αὐτὸ τὸ καλόν , ταῦτ ' ἂν εἴη καλά ; “ ἐγὼ δὲ δὴ ἐρῶ ὅτι εἰ παρθένος
καὶ σωφροσύνης πρόσωπον , καὶ οὔτε ἕσπερος οὔτε ἑῷος οὕτω καλά . Ἀλλὰ δεῖ ἰδόντας μὲν εἶναι ᾧ ψυχὴ τὰ
6399006 ξηροτερα
δέοντος καὶ διὰ τοῦτο οὐ γίνεται σύλληψις , δίαιτα μὲν ξηροτέρα ἁρμόζει καὶ πυρίαι ξηραί , φάρμακά τε πρόσθετα στύφοντα
ἐκλεκτέον δὲ λευκὴν καὶ ἁπαλὴν τὴν ἐντεριώνην : ἡ γὰρ ξηροτέρα καὶ ἡ μελανίζουϲα φαύλη . κοπτέϲθω δὲ καὶ λεαινέϲθω
6398261 πικρα
κερατίτιδος μήκωνος , λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν
ἁπλῶς , ὃ ἁρμόττει τοῖς νοσοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ πικρὰ καὶ γλυκέα καὶ θερμὰ καὶ βαρέα τὰ μέν ἐστιν
6389232 αὐτοματα
τῇδε δ ' αὖ ταγηνίαις . τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ
: ἄπεπτα γάρ . χρὴ ὦν ἡμᾶϲ , εἰ ῥηϊδίωϲ αὐτόματα , δέχεϲθαι , ἢν δὲ μή , ὀτρύνειν διδόνταϲ
6371918 ἡδιστα
ἐς τὴν δίαιταν , ὑποδήματα ἄριστα Λακωνικὰ καὶ ἱμάτια φορεῖν ἥδιστα καὶ χρησιμώτατα : κώθων Λακωνικός , ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς
, οἶδα ἔγωγε καὶ σφάττειν καὶ δέρειν καὶ κατακόπτειν , ἥδιστα δὲ τῶν σπλάγχνων αὐτῶν καὶ τῆς καρδίας ἅπτομαι .
6367121 πραττομενα
ἀπρονόητος . τὸν γὰρ Δία φασὶν εἰς διφθέρας γράφειν τὰ πραττόμενα τοῖς ἀνθρώποις . Ζωὴ πίθου : ἐπὶ τῶν μετρίως
γινώσκειν τὰ ἐν τῇ ὑπ ' αὐτὸν χώρᾳ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ⋮ Μάξιμος δὲ ὁ Τύριος περὶ αὐτοῦ ὧδέπως ἱστόρηκεν
6350127 κουφα
τὰς θερινάς . ἀνάγκη γὰρ λαμπρὰ εἶναι καὶ εὐώδη καὶ κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ
πολυπραγμονεῖν . καί μοι λέγε : θερμὰ καὶ σκληρὰ καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι ' ὧν αἰσθάνῃ , ἆρα οὐ
6344921 ποτα
ἄγι ? μὴ τα [ ´ταβάσομεν ? ] ! αἴ ποτα κἄλλοτα ! [ ! ! ] ην ὄττινα τῶνδε
πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν . . . κατθάνοισα δὲ κείσηι οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν ἔσσετ ' οὐδὲ † ποκὔστερον ' †
6323784 φρονιμα
εἰ τύχοι , καὶ γραμματικὰ καὶ γεωμετρικὰ καὶ δίκαια καὶ φρόνιμα καὶ ἀνδρεῖα καὶ σώφρονα πάμπολλά ἐστιν : αὐτὸ δὲ
φανείη ἡ πόλις . ταῦτα λέγοντα , λέγειν γὰρ δόξαι φρόνιμα , πεῖσαι Ἀλέξανδρον . καὶ τοὺς μὲν ἱππέας ξυμπέμπειν
6322451 ὑπερχεται
τὴν γεῦσιν . τὰ τῶν πάνυ νέων ζῴων κρέα ῥᾷον ὑπέρχεται κατὰ γαστέρα ὁμοίως . τῶν σελαχίων νάρκη τε καὶ
καὶ φυϲωδεϲτέρα τῶν κριθίνων ἄρτων ἐϲτίν , μέλιτοϲ δὲ προϲλαβοῦϲα ὑπέρχεται . ὁ δὲ βρόμοϲ θερμόϲ τε καὶ ὀλιγότροφοϲ .
6320502 κρυπτα
δὴ φύεται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ ὑπὸ μασχάλαις , κρυπτὰ καρκινώδη ὀνομαζόμενα . καὶ σπονδύλων δὲ κυφώματα , ὅσα
γίγνεται . Χαίρειν προσήκει τοῖς παθῶν ἐλευθέροις . Χρόνος τὰ κρυπτὰ πάντα πρὸς τὸ φῶς φέρει . Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ
6296081 εὐχυμα
δέ ἐστιν ὁ τῆς πτισάνης χυλός : ἐδέσματα δὲ αὐτοῖς εὔχυμά τε καὶ δύσφθαρτα δοτέον , φεύγειν δὲ τὰ λεπτύνοντα
ἰστέον καὶ τοῦτο ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττομένων ὑπάρχον . ὥσπερ γὰρ εὔχυμά τε καὶ τρόφιμα πάντα ἐστὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐδεσμάτων
6289588 μαλακια
φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει ,
φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις
6275112 βιαια
. οὗτος δ ' ὁ λόγος πάντα ποιεῖ τὰ ἀδικήματα βίαια : σχεδὸν γὰρ πάντες δι ' ἡδονὴν ἀδικοῦσιν οἱ
τοῦ ἀκουσίου λαβεῖν λόγον . εἰπὼν δὲ ἀκούσια εἶναι τὰ βίαια ἢ δι ' ἄγνοιαν , πρῶτον ὁρίζεται τὸ βίαιον
6267790 θερμα
ὄπτησον ἅπασαν ἁλσὶ μόνον λεπτοῖσι πάσας καὶ ἐλαίῳ ἀλείψας . θερμά τ ' ἔχειν τεμάχη βάπτων δριμεῖαν ἐς ἅλμην :
μέλαν λέγωμεν ὅμοιον εἶναι κατὰ τὸ θερμόν : ἀμφότερα γὰρ θερμά ἐστιν , ἀλλὰ κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον :
6266628 δηλητηρια
θανάσιμα φάρμακα ἐμέτῳ ἢ κλύσματι ἢ φαρμάκῳ τῷ πρὸς τὰ δηλητήρια ἀναλύονται , χρόνου δὲ ἐγγινομένου ἀδύνατον βοηθείας ἀξιῶσαι ,
σκευαζομένης πικρᾶς , διδόναι δὲ πίνειν συνεχῶς καὶ τὰ πλεῖστα δηλητήρια ὡς φάρμακα ἁρμόζοντα , οἷά ἐστιν ἡ θηριακὴ καὶ
6256170 στυφοντα
προστίθεται . ἔξωθεν δ ' ἐπιτιθέμενα συλλαμβάνεται τῇ ὠφελείᾳ τὰ στύφοντα καὶ τὰ διὰ φοινίκων καὶ κυδωνίων καταπλάσματα προσειληφότα βαλαύστιον
τὰ δριμέα σύμπαντα : μιγνύσθω δ ' αὐτοῖς καὶ τὰ στύφοντα χωρὶς τοῦ ψύχειν σαφῶς . ἄριστον δ ' ἅμα
6248331 ἀσθενη
αὐχμηρὰν ἢ καταπίμελον καὶ σαρκώδη ἢ ἄσαρκον καὶ λεπτὴν καὶ ἀσθενῆ ἢ στενὴν καὶ σμικράν , ἢ παρὰ τὸ τὰ
, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο γεγῶσιν , ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον . εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ '
6236920 ἀγρια
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι ,
6229677 ἐπιβουλα
τὴν Σελήνην ποιουμένην φάσιν ἀπατηλὰ καὶ δόλια καὶ πανοῦργα καὶ ἐπίβουλα σημαίνει τὰ πραττόμενα ἢ ἀγγελλόμενα , καὶ μάλιστα ὅταν
ἐν τῷ ἔθνει : ψυχῆς γὰρ ἀνελευθέρου καὶ σφόδρα δουλοπρεποῦς ἐπίβουλα ἤθη συσκιαζούσης ὑποκρίσει τὸ ἔργον . τὸν γὰρ ἄρχοντα
6224527 ὑγροτερα
κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα ὑγρότερα ἐστὶν ἐν τῇ διαίτῃ : οἶνος λευκὸς καὶ ὑδαρέστερος
καὶ ὁ ὑπὸ νότου ἀὴρ εὐτροφώτατος . Ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑγρότερα τῇ φύσει πέττουσιν αἱ ὑπερβολαὶ τῶν χειμώνων , ἀλλὰ
6222536 ἡγεμονικα
ἀφανῆ . γνωμικὰ γὰρ ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ καὶ ἡγεμονικὰ καὶ διδασκαλικὰ τῶ ἀπορουμένω παντὸς καὶ ἀγνοουμένω παντί .
ἐφάρμοζε , τὰ μὲν στρατιωτικὰ τῷ Ἄρει , τὰ δὲ ἡγεμονικὰ καὶ βασιλικὰ Διί , τὰ πρεσβυτικὰ τῷ Κρόνῳ ,
6219913 παραπληϲια
καὶ ὁ Μούϲα δὲ τροχίϲκοϲ καὶ ὁ ἀϲτὴρ καὶ τὰ παραπλήϲια καλῶϲ ἀποκρούεται : καὶ ἡ θηριακὴ οἴνῳ ϲτύφοντι διειμένη
τε καὶ ἀνδράχνη , καὶ τὰ ἄλλα δὲ ϲιτία τὰ παραπλήϲια : τῇ δὲ κύϲτει καὶ τῷ ἐπιγαϲτρίῳ καὶ τῇ

Back