κἀναισχυντίας . αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τῆς θύρας . χοιρίδιον εὐάρτυτον Ἱππόλυτον μιμήσομαι . ἀπόλογος Ἀλκίνου . . . ἑορτὴ
: τοῖς ἡδονικοῖς , φησίν , ἁμαρτολόγοις , ὦ χοιρίδιον εὐάρτυτον : ἔχουσι γάρ τι κέντρον ἐν τοῖς δακτύλοις μισάνθρωπον
5020248 τελεσφορηθηναι
ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάζωσιν . τοῦτο δ ' ἐρινάζειν λέγεται .
ἔστιν γόνιμα καὶ τὰ ὑπηνέμια ? ? ᾠὰ οὐ δύναται τελεσφορηθῆναι [ ] ? . Ἡ δ ' ἐν τῆι
5012434 συνεσμεν
θεῶν ψυχῆς καὶ αὐτοῦ τοῦ οὐρανοῦ κατ ' ἐκείνην καὶ σύνεσμεν τοῖς σώμασιν : ἡ γὰρ ἄλλη ψυχή , καθ
πρὸς ἀνάγκην ἐξηγούμεθα καὶ μισοῦσί τε ἅμα καὶ ἐπιβουλεύουσιν ἀνθρώποις σύνεσμεν , ὅπου μηδὲ τῶν μορμολυκείων ὄφελός τι ἡμῖν γίγνεται
4772286 ἐνθετεον
τὴν γενναίαν καὶ ἐπέτειον βλάστην , τὸν ἐξ αὐτῆς ὀφθαλμὸν ἐνθετέον κατὰ ἀκριβῆ περιχάραξιν κατὰ τοῦ ἐναλλασσομένου στελέχους . αὐτὸν
, εἰς μικρὰ πάνυ χυτρίδια ὠμὰ καθ ' ἓν μῆλον ἐνθετέον , πωμάσαντάς τε ἀποθετέον . τινὲς δὲ κεραμεικῇ γῇ
4757889 κοπεις
οἷς ἀλοῶσι , καὶ αἱ ἀγκυρωτοὶ δοκίδες καὶ οἱ χηλωτοὶ κοπεῖς πρὸς τὸ κωλύειν καὶ ἐκτραχηλίζειν τὰς προστιθεμένας κλίμακας .
οἷς ἀλοῶσι , καὶ αἱ ἀγκυρωτοὶ δοκίδες καὶ οἱ χηλωτοὶ κοπεῖς πρὸς τὸ κωλύειν καὶ ἐκτραχηλίζειν τὰς προστιθεμένας κλίμακας .
4564036 Δαφνος
πάντα λαλῶμεν . καὶ μελλόντων ἤδη δειπνεῖν ἐπισχεῖν ἐκέλευσεν ὁ Δάφνος , ἐπειπὼν τὸ ἐκ Μαμμακύθου ἢ Αὐρῶν Μεταγένους ἰαμβεῖον
τὸ μέγεθος αὐτοῦ ἐμφανίζων . πρὸς ὃν ὁ ἰατρὸς ἔφη Δάφνος ὠφελιμώτερά ἐστι , φίλτατε , τῷ παντὶ σώματι τὰ
4536658 μεσπιλου
τὸ μὲν ἐλάχιστον ἔχει μέγεθος πυρῆνος , τὸ δὲ μέσον μεσπίλου , τὸ δὲ μέγιστον ὥστε βασιλικοῖς παραβάλλεσθαι καρύοις .
περὶ διαμονῆς καὶ ἀποθέσεως συκαμίνων . οαʹ . περὶ φυτείας μεσπίλου . οβʹ . περὶ φυτείας κερατίων . ογʹ .
4523275 ἐξερασαι
τοῖς ἰατροῖς , εἴ τις δύναται τὰ ἔντερα πιέσας ὑγρὸν ἐξεράσαι ; ἀπειπόντων δὲ , θεῖναι αὑτὸν εἰς τὸν ἥλιον
ποθὲν μετὰ παρακοπῆς καὶ σπασμοῦ . Δεῖ δὲ μετὰ τὸ ἐξεράσαι αὐτοὺς ποτίζειν οἴνον ἀψινθίτην , σὺν κινναμώμῳ , ἢ
4521869 ἐμφορουμενοις
, σταφυλὴ ἐπισχεθεῖσα καὶ μὴ διαφθαρεῖσα . Τοῖς ἄδην σικύων ἐμφορουμένοις ψυχρὸν χυμὸν ἀθροίζειν συμβέβηκε καὶ ἔτι κοιλίαν ἐσθίουσι καὶ
, σταφυλὴ ἐπισχεθεῖσα καὶ μὴ διαχωρηθεῖσα . Τοῖς ἄδην σικύων ἐμφορουμένοις ψυχρὸν χυμὸν ἀθροίζειν συμβέβηκεν οὐκ εὐπετῶς ἐπιδέξασθαι δυνάμενον τὴν
4458890 ῥυτην
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
4453062 ἀναδιδομενον
οἱ δὲ ποταμὸν εἶναί τινα λέγουσι Κελτὸν ἐκ τῆς Πυρρήνης ἀναδιδόμενον , ἀφ ' οὗ πρῶτον μὲν τὴν συνεγγύς ,
προστίθεσθαι ] τοῖς σώμασιν , τὸ δὲ μὴ ? [ ἀναδιδόμενον εἰς ] τοὺς κατὰ τὴν κύστιν [ τόπους φέρεσθαι
4421420 ψηλαφιᾳ
καὶ συμμέτρως ἀλεεινῷ , ἡσυχίαν ἐμποιοῦντες καὶ πάντων ἀποχήν , ψηλαφίᾳ χρώμενοι καὶ διακρατήσει σκελῶν καὶ καρπῶν , θερμάσματα προσάγοντες
τὴν γαϲτέρα ἀλείφειν δεῖ καὶ θάλπειν τὰ καθυποχόνδρια μέρη καὶ ψηλαφίᾳ τῶν ἄκρων χρηϲτέον . ὑπελθούϲηϲ δὲ τῆϲ κοιλίαϲ ἐπὶ
4419859 γυμνοσοφιστας
κατακαίουσι τοῖς θεοῖς αὐτῶν ” : Ἰνδῶν δὲ | τοὺς γυμνοσοφιστὰς ἄχρι νῦν , ἐπειδὰν ἄρχηται καταλαμβάνειν ἡ μακρὰ καὶ
Μάγους , παρὰ δὲ Βαβυλωνίοις ἢ Ἀσσυρίοις Χαλδαίους , καὶ γυμνοσοφιστὰς παρ ' Ἰνδοῖς , παρά τε Κελτοῖς καὶ Γαλάταις
4412177 ἐξεταζομενοις
ἢ ἔθος προστεθείη τοῦ δύνασθαι τοῦτο πράττεσθαι , ἐν τοῖς ἐξεταζομένοις ἔσται τὸ παρὸν ζήτημα : ἰστέον δὲ , ὅτι
ἂν εἴη πρόφασις καὶ τὰ ῥηθησόμενα τῶν οὔρων τοῖς συμπεπλεγμένως ἐξεταζομένοις οὔροις . Τάχα γὰρ εἰ μὴ ἐν πᾶσιν ἀλλ
4385684 ἐπιταραττει
ἀντιλογία καὶ τὰ περὶ τῶν ἀριθμῶν θεῖα νοήματα συγχεῖ καὶ ἐπιταράττει . Ὃ ἀπορεῖ τοιοῦτόν ἐστιν . ἐκ τοῦ ἑνὸς
ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν , ἐνίοτε δὲ καὶ ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς , καὶ ὅλως λυπηρός ἐστιν .
4370899 λιβανοιο
θύου ἢ σμύρνης ἢ εὐόδμου καλάμοιο ἢ καὶ θεσπεσίοιο πεπαινομένου λιβάνοιο ἢ κασίης : ἐτεὸν γὰρ ἀνὰ χθόνα λύσατο κείνην
Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν εἶπε ἐπεὶ περίκειται ἡ λιβανωτὶς τοῖς κλάδοις
4369273 εὐτραπελιας
τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸ δημόσιον καὶ τριώβολον τῷ γραμματεῖ . εὐτραπελίας . εὐτραπελία ἐστὶν ἕξις τις ἐν μεσότητι θεωρουμένη βωμολοχίας
ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός : τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα , ἢ τὸν πανοῦργον καὶ συκοφάντην , καὶ
4351517 δανα
θιασῶται καὶ συμπόται καὶ οἷον συνδαιταλεῖς . οὕτως Ἀριστοφάνης . δανά : εὐκέαστα , ξηρά : παρὰ τὸ δαίεσθαι .
θιασῶται καὶ συμπόται καὶ οἷον συνδαιταλεῖς . οὕτως Ἀριστοφάνης . δανά : εὐκέαστα , ξηρά : παρὰ τὸ δαίεσθαι .
4309134 λιποθυμιας
οὕτως γοῦν πολλάκις προγινώσκοντες μέλλοντας παροξυσμοὺς εἰσβάλλειν μετὰ συγκοπῆς ἢ λιποθυμίας ἢ παραφορᾶς , παρέχοντες τροφὰς ἢ βοηθήμασιν ἐπιτηδείοις παρεσχηκότες
στρόφων καὶ ἀπορίας τινὸς καὶ ἐκλύσεως , ὡς ἐγγὺς ἥκειν λιποθυμίας : διψῶσί τε καὶ πυρέττουσι , καὶ τὸ σκύβαλον
4291266 διατρησαι
ἐξικμασθῆναι περιγράφειν μαχαιρίῳ τὸν ἀστερίσκον ὡς μὴ εἰς τὸ ἐντὸς διατρῆσαι , καὶ ἐκ πλαγίων δὲ τὰς κωδύας εὐθείας ἐκτέμνειν
καὶ πύον ἤδη τό γε μὴ πολύ , χωρὶς τοῦ διατρῆσαι τὸ δέρμα , διαφορεῖν δύνασθαι : μαλάττει δὲ τὰ
4289913 οἰνοποσιαν
' ὧν ἐξευρόντες ἡμεῖς τὸν ἔρωτα ἐπί τε λουτρὰ καὶ οἰνοποσίαν αἰωρήσεις τε καὶ θεάματα καὶ ἀκούσματα τὴν διάνοιαν ἀπηγάγομεν
συνεχεῖ ποτῷ παρυγραίνοντας τὰ κατάξηρα τῶν σωμάτων γενόμενα διὰ τὴν οἰνοποσίαν ἐκλύειν . Τὸ διάκλυσμα δίψος παρηγορεῖ καὶ ξηρότητα στόματος
4252083 ἀφρολιτρον
' αὐτῆς ἤδη , καὶ τῶν διαφορούντων μίγνυμεν , τὸ ἀφρόλιτρον καὶ τὸ λίτρον ἢ τὸ θεῖον ἄπυρον , ὅπερ
μὴ μεγάλης δ ' ἀνάγκης οὔσης , οὐδὲ καταπίνει τις ἀφρόλιτρον κακοστόμαχον ὄν , ἐπεί τοι μᾶλλόν ἐστι λίτρου τμητικόν
4227890 κασιαν
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς
4177006 ἰωμενοι
πάντες εἶναι φυλακτήρια περιαπτόμενοι καὶ ὠκυτοκίαν ἐργαζόμενοι καὶ ἀλγήματα στομάχου ἰώμενοι , καὶ ὀδύνης . . . Λίθος ἱασπαχάτης ἐκ
σώματος νόσους ἐξαιροῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν πόλεων νοσήματα ἰώμενοι , μᾶλλον δὲ οὐδ ' ἐγγίγνεσθαι τὴν ἀρχὴν ἐῶντες
4173471 χριοντες
ὑάλου τροχοειδὲς παχὺ † τοῦτο † τεχνασθέν : ὅπερ ἐλαίῳ χρίοντες καὶ ἡλίῳ θερμαίνοντες προσάγουσι θρυαλλίδα καὶ οὕτως ἅπτουσιν .
τε κἀκείνοις τὰ ἐκτὸς ὑποπίπτει . καί γε οἱ γόητες χρίοντες τὰς θρυαλλίδας ἰῷ χαλκοῦ καὶ θολῷ σηπίας ποιοῦσιν ὁτὲ
4168311 κυναρα
ὑδρηλὴν κρήνῃσι καὶ ὀχετοῖσιν , ἐν δὲ τοῖς οὔρεσι πέφυκε κυνάρα καὶ βοτάνη ἄλλη , καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς :
ὑψηλὰ καὶ δασέα ὕλῃσιν , ἐπὶ δὲ τοῖσιν οὔρεσιν ἄκανθα κυνάρα . καὶ ἑξῆς : Πάρθων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Χοράσμιοι
4164764 ὑλοτομειν
ἡμέρας ἐλάττωσις , ἡ τῆς νυκτὸς ἐπίδοσις , τηνικαῦτα δεῖ ὑλοτομεῖν . μετὰ θέρος ἀρχομένου τοῦ μετοπώρου τῶν δένδρων φυλλοροούντωνὅσα
ὀροφὴν καὶ τῶν πρὸς νεῶν κατασκευήν . τὸ μὲν οὖν ὑλοτομεῖν τηνικαῦτα συμβαίνει τοῖς ἔμπροσθεν ἐν οἷς εἶπε τότε χρῆναι
4157560 βουκερας
φακόν : τοῦτο δὲ ὅμοιον μὲν τῇ ὄψει καὶ τὸ βούκερας , θερίζεται δὲ περὶ Πλειάδος δύσιν . Διαφέρει δὲ
ῥίζαν δὲ ὑποστρόγγυλον : οὐθὲν δὲ ἕτερον ἀφαυαίνεται παρὰ τὸ βούκερας . γίνεται δὲ ταῦτα ἐν ταῖς λεπταῖς οὐκ ἐν
4131242 ῥανιδα
. Γ οὐδ ' ἂν στριβιλικίγξ : ἀντὶ τοῦ οὐδὲ ῥανίδα . στρίβος δὲ καλεῖται ἡ λεπτὴ καὶ ὀξεῖα βοή
, διὰ τοῦ ὄνυχος ἀσφαλῶς δοκιμάζοντες : εἰ γὰρ ἐπιστάξαντες ῥανίδα τῷ ὄνυχι , εὕρομεν αὐτὸ μήτε ὑδατῶδες ἐκτρέχον ἐν
4106519 φακοις
αἰγίλωψ δοκεῖ μᾶλλον ἐν ταῖς κριθαῖς , ἐν δὲ τοῖς φακοῖς ἄρακος τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν , ἐν δὲ ταῖς
ἀφροδισίων βουλομένοις ἐπιτήδειόν ἐστιν . Τὸ σχῆμα τούτων ἔοικε τοῖς φακοῖς : ἐν λιμῷ δ ' ἐσθίουσιν αὐτοὺς οἱ ἄνθρωποι
4104879 λεπτοτητος
ἐν τῷ περὶ κάλλους . ἔνθα μέντοι λογισμῶν δεῖ καὶ λεπτότητος , ἐνταῦθα καὶ πλεονάζειν προσήκει τοῖς τοῦ κάλλους ῥυθμοῖς
Οὐ δεῖ δὲ λανθάνειν ὡς ὑφαιρεῖταί τι τῇ φαντασίᾳ τῆς λεπτότητος , τὰ ταῖς λεπταῖς συστάσεσιν ἐπιμιγνύμενα χρώματα , ὥσπερ
4104876 μεγαλονουν
, εἴ γε μηδὲν ἄλλο ἄτοπον φαίνοιτο , ἄνδρα δηλοῦσι μεγαλόνουν , συνετόν , δίκαιον , εὐφυῆ , παιδεραστὴν δὲ
ὀφθαλμοῖς καί γε μηδὲν ἄλλο ἄτοπον φαίνοιτο , ἄνδρα δηλοῦσι μεγαλόνουν , δίκαιον , συνετόν , εὐφυῆ , παιδεραστὴν δὲ
4095486 ἐχεων
τι περὶ αὐτῶν φησιν , καὶ ἀμφιβάλλει τὴν μετὰ τῶν ἔχεων μίξιν αὐτῶν εἰ ἔτυμον τοῦτο λέγων : κείνην σὺν
[ ιδʹ . Πρὸς ὑποχύματα . ] Θηριακὴν τὴν ἐξ ἔχεων παρασκευαζομένην τῷ μέλιτι διαμίξας ἄνευ καπνοῦ ἐπιτίθετι . συμφέρουσι
4075975 περιστρεφεσθαι
. . . μάστιγι † † κόμενος . . . περιστρέφεσθαι . στροφὴ κώλων ιʹ . τοῦ θαλασσίου : ⌈
Θησέως Εὐριπίδου . Θ . περίδρομοι : Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ
4062616 ἐμπλαττει
ἀλλ ' οὕτως μὲν ἁπλῶς τοὺς τοῦ σώματος πόρους [ ἐμπλάττει ] : ἐντεῦθεν ἀπολαμβάνει τε αὐτοὺς καὶ κωλύει τὴν
ὠοῦ λευκὸν καὶ τῇ γλιϲχρότητι ῥᾳδίωϲ ἐκκενοῖ τὸ δάκρυον καὶ ἐμπλάττει τοὺϲ πόρουϲ καὶ κατακεράννυϲι τὴν τῶν ὑγρῶν δριμύτητα καὶ
4062554 ἰουλοις
, οἷος ὀφθῆναι , ὡς χαρίεις καὶ εὐπρόσωπος , ὡς ἰούλοις κατάκομος , ὡς ἄρτι ἡβάσκων : τῆς παρθένου δὲ
χνοάζων τὰς παρειάς , καὶ τὸ ἀρτίχνοος , καὶ τὸ ἰούλοις ὑποσκιαζόμενος ἤδη , καὶ τὸ πρῶτος ὑπηνήτης . Ὤ
4046668 χειραγωγειν
τὸ κάειν , Ἀθηναίοις δὲ καὶ τὸ μὴ τρέφειν ἢ χειραγωγεῖν ἔγκλημα ἐδόκει . τινὲς δὲ καὶ τοῦτό φασιν :
εἰς τοὺς ὑπὸ χεῖρα τὴν ὀργὴν ἀφῆκεν . χειραγωγός , χειραγωγεῖν . καὶ χεῖρα ὑπέχειν . τὸ κατὰ χειρὸς ὕδωρ
4030592 κοψαντας
εἰ διαβαίνοντας ἴδοιεν τοὺς πολεμίους , τὸ χῶμα τοῦ ποταμοῦ κόψαντας ἐπαφεῖναι τὸ ὕδωρ πᾶν τοῖς ἐναντίοις . ἔχει γὰρ
ὕδατι προαποβρέχοντας καὶ ἀποξύνοντας , ἢ καὶ τὴν οὐσίαν αὐτὴν κόψαντας καὶ μίξαντας ὕδατι θερμῷ ἢ μελικράτῳ , ἢ ὡς
4029309 ὀδμων
μεγίστας ἐκπνοὰς ὄζουσιν , ἐπιχρωννυμένου του πνεύματος ἀπὸ τῶν ἐκεῖθεν ὀδμῶν , ἔτι δὲ καὶ παρὰ ταῦτα βλεννωδῶν χυμῶν ἐνταῦθ
ηʹ θʹ ιʹ , Πρὸς τοὺς ὁρισμοὺς αʹ , Περὶ ὀδμῶν αʹ , Περὶ οἴνου καὶ ἐλαίου , Πρώτων προτάσεων
4026975 ὀρχηστικοι
τὴν ἔνοπλον ὄρχησιν κατ ' ἐνίους τοὺς Διοσκούρους εὑρεῖν : ὀρχηστικοὶ γάρ τινες οἱ Διόσκουροι . ὁ δὲ Ἐπίχαρμος τὴν
καὶ θυμώδεις εἰσὶ καὶ πολεμικοὶ τῇ βίᾳ τοῦ θερμοῦ καὶ ὀρχηστικοὶ δὲ διὰ τὰς ἑτοίμους φυγὰς τῶν βελῶν : ἔστι
4017770 θυμιαται
τοὺς διαφανέας λίθους [ τῷ πυρί ] : τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν
. καλεῖται δὲ βράθυ , ἢ καὶ σαβίνα . αὕτη θυμιᾶται τοῖς θεοῖς ἀντὶ λιβάνου . Βρύσις κοινὸν ζῷόν ἐστιν
4010576 ὑπεραιροντας
, πράττειν δὲ τοῦτο χαμαὶ πετομένους καὶ μικρὸν τῆς γῆς ὑπεραίροντας . ἀνθρώποις δὲ πλέουσι μὲν τὸ τοῦ πελάγους χάσμα
ἐπειδὴ τοὺς πλείστους ἢ ὀλίγῳ ἀποδέοντας ζῶντας ὁρῶμεν ἢ ὀλίγῳ ὑπεραίροντας , ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ τὸν λόγον τῶν ἀποτελεσμάτων
4005643 περιτιθεμενα
ἔνιοι θηλύπρινον καλοῦσιν . οὕτως Ἐρατοσθένης . ἅρκυες : λίνα περιτιθέμενα θηρίοις , ἀπὸ τῶν ἑρκῶν . Ἀττικοὶ δασέως ,
κέκτηνται δύναμιν . ὅθεν καὶ αὐτὰ τὰ φύλλα τῆς κράμβης περιτιθέμενα τῇ κεφαλῇ καλῶς ποιεῖ . χρὴ δ ' αὐτὰ
4000062 κορωνιδας
, πολλὰ δὲ μύρσινα φύλλα καὶ ῥοδίνους στεφάνους ἴων τε κορωνίδας οὔλας . καὶ Ἀλκμάν . ἔτι δὲ Κάνθαρος ἐν
, πολλὰ δὲ μύρσινα φύλλα καὶ ῥοδίνους στεφάνους ἴων τε κορωνίδας οὔλας . λιθαργύρεον ποδανιπτῆρα οὐκ ἔστ ' ἔτυμος λόγος
3987581 καθεψοντες
' ἰδίαν . ὅμοια δὲ τούτοις καὶ τὰ ἐγκαθίσματα παρασκευάζομεν καθέψοντες τῷ ὕδατι σταφυλῖνον καὶ δαῦκον Κρητικὸν καὶ γλήχωνα ,
βοτάνη κεγχρῖτις προσαγορευομένη , μελικήρῳ παρόμοιος : ἣν οἱ ἰατροὶ καθέψοντες πιεῖν διδόασι τοῖς ἀπηλλοτριωμένας ἔχουσι τὰς φρένας καὶ ἀπαλλάττουσιν
3978199 οἰνωδες
Ἕψημα θερμαίνει καὶ ὑγραίνει καὶ ὑπάγει , θερμαίνει μὲν ὅτι οἰνῶδες , ὑγραίνει δὲ ὅτι τρόφιμον , ὑπάγει δὲ ὅτι
Μάρων καλός τε καὶ ἁβρὸς καὶ ἀναπνέων ποτιμόν τε καὶ οἰνῶδες . γιγνώσκειν δὲ χρὴ καὶ τὰ τοῦ Θρᾳκὸς Ῥήσου
3974909 νιτρωδες
. χυμὸν δ ' ἁλυκὸν ἀναδίδωσι , διότι τὸ μὲν νιτρῶδες ἀπεδείχθη τὰ σῦκα ἔχοντα , ἁλυκώτερον δὲ ποιήσει ἢ
που καὶ οἶνον πλείω φέρειν τὰ τοιαῦτα , ἵνα τὸ νιτρῶδες ἐκνικηθῇ . διαφέροι δ ' ἂν οὐ μικρὸν καὶ
3962635 εἰσφερονται
ἐπαινεῖν ἢ ψέγειν : τρίτον , ἀναμιμνήσκειν τὰ εἰρημένα : εἰσφέρονται δὲ ὑπὸ μὲν τῶν κατηγόρων τοπικῶς , μετὰ τὰς
μὲν καὶ γραφεῖς ἐν ὕλῃ φθαρτῇ χειρῶν εὐστοχίας ἐνδεικνύμενοι τοσούτους εἰσφέρονται πόνους , ὥστε καὶ φλέβια καὶ πτίλα καὶ χνοῦς
3958963 ἁλμωδεις
ὅμοια τούτοις προεσθιόμενα : χειμῶνος δ ' ἰσχάδες καὶ ἐλαῖαι ἁλμώδεις καὶ ἡψημένα ἢ διαβεβρεγμένα Δαμάσκηνα ξηρὰ μελικράτῳ καλὸν ἔχοντι
χώραν κἀκεῖνο ποιοῦνται σημεῖον : πανταχοῦ γὰρ ὅπου πλῆθος φοινίκων ἁλμώδεις αἱ χῶραι : καὶ γὰρ ἐν Βαβυλῶνί φασιν ,
3951121 ἀναγαργαριζομενον
χρίειν καὶ ἀψινθίῳ : τοῦτο οὖν διαχριόμενον ἢ μετά τινος ἀναγαργαριζόμενον θαυμαστῶς ποιεῖ . ἐὰν ἐπιμένῃ τι τῆς φλεγμονῆς μετὰ
πρὸς τὰ θερμὰ καθιέντα εἰς ὕδωρ θερμὸν καὶ τὸ στόμα ἀναγαργαριζόμενον θερμῷ , ὅπως δηλονότι ἐν τοῖς θερμοῖς δυσκίνητος ᾖ
3949075 φασσας
τὴν σάρκα , συῶν τὰ ἄκρα , πέρδικάς τε καὶ φάσσας καὶ περιστερὰς λαγωούς τε καὶ λεβηρίδας . ποτὸν δὲ
μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας . τοιούτοις δὲ καὶ
3940954 μεταγαγωμεν
δριμύτητος ἐκείνῃ προσῆν , τοῦτο πᾶν ἐπὶ τὴν ἡμετέραν εἰκόνα μεταγάγωμεν ἀκριβεῖ τῇ στάθμῃ : πλὴν ὅσον ἐκείνη μὲν ἐν
τάχιον ἀκτέον τοὺς χολὴν ἐμοῦντας , ἵνα ἐπὶ τὴν ἐπιφάνειαν μεταγάγωμεν τὰς ὕλας : ἀλλὰ καὶ ὑποστύφων ὁ οἶνος τόνον
3923960 χρωννυσιν
ὀρῶδες ὑγρὸν καὶ ἀναχύνονται ἐν αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο χρώννυσιν αὐτό : ἡ δὲ ὑπόστασις κάτω ὑφίσταται : λοιπὸν
εἰσί , καὶ διὰ τοῦτο οὐ διεισέρχονται ἐν αὐτοῖς καὶ χρώννυσιν αὐτά . Θανατωδέστερα δὲ τῶν οὔρων τά τε δυσώδεα
3918526 ἐπισπαστικοις
ἀρωμάτων δυναμένων κατασπᾶν τὰ καταμήνια , καὶ πεσσοῖς αἱμαγωγοῖς χρηστέον ἐπισπαστικοῖς , ἐξ ὧν ἐστὶ ὁ τοιοῦτος : κνεώρου ,
λόγῳ προείρηται : τινὲς δὲ καὶ στύφοντα φάρμακα προσέμιξαν τοῖς ἐπισπαστικοῖς , εὐλαβούμενοι τοὺς ῥευματισμούς : ἕλκουσι γὰρ ἐνίοτε πλέον
3918191 μισανθρωπον
μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε ; καὶ μὴν εἰκὸς ἦν μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε τοσαῦτα ὑπ ' αὐτῶν δεινὰ πεπονθότα
ἔργον . ἔχουσι γάρ τι κέντρον ἐν τοῖς δακτύλοις , μισάνθρωπον ἄνθος ἥβης : εἶθ ' ἡδυλογοῦσιν ἅπασιν ἀεὶ κατὰ
3913958 εὐκαμπεις
καὶ ἡ διὰ πυρός : διὸ καὶ τοὺς κλάδους φησὶν εὐκαμπεῖς εἶναι τῶν δένδρων , ἐξ ὧν οἱ τροχοί :
εἰς β ὅρρα κεραίας : ὅπερ τὸ βούκερας κεραίας τινὰς εὐκαμπεῖς κάτωθεν ὑπὸ τοῖς ὑπηνεμίοις φύλλοις αὔξει ὅρρα ] ὃ
3913786 πινεσθαι
κτήνεσιν ἐφύετο διαρκής , τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν , τὰ δ ' ὑπελίμπανε θέρους ,
. Εἰ δὲ εἴη ὑδατῶδές τε καὶ πλεῖον τοῦ προστασσομένου πίνεσθαι , σημαίνει μὴ πείθεσθαι τὸν ἄνθρωπον , ἀλλὰ πλέονι
3908423 καταψυχουσι
δάκρυ πίνωσιν , πεπύθοιο καθυπνέας : ἀμφὶ γὰρ ἄκρα γυῖα καταψύχουσι , τὰ δ ' οὐκ ἀναπίτναται ὄσσε ἀλλ '
ἐνδιατριπτέον καὶ τῆς πόλεως καὶ τῆς ἰδίας οἰκήσεως εὐπνόοις καὶ καταψύχουσι : τῶν δὲ σφοδροτέρων αἱρετέον μὲν τὰ συμμέτρως ψύχοντα
3907437 σηπτικον
τοῖς φυτοῖς : τὸ γὰρ τῆς σελήνης φῶς χλιαρὸν ὂν σηπτικόν ἐστι . τότε οὖν τὰ τμηθέντα ξύλα σήπεται καὶ
τοῖς φυτοῖς : τὸ γὰρ τῆς σελήνης φῶς χλιαρὸν ὂν σηπτικόν ἐστι . τότε οὖν τὰ τμηθέντα ξύλα σήπεται καὶ
3895975 ἠρτυμενον
χυλῷ τῆς πτισάνης δίδου καὶ ἰχθύν τινα τῶν εὐπέπτων ἁπλῶς ἠρτυμένον . δίδου δ ' ὁμοίως εἰς ἑσπέραν τοῦ διὰ
χρηστὸν ἐπὶ τούτου . χρηστὸν γὰρ ἔδεσμα καλοῦμεν τὸ εὖ ἠρτυμένον . καὶ Ὅμηρος “ οὐ χρηστὸν μελίτωμα , τὸ
3878863 πτορθοι
πάντων ἔχουσί τινας ἀρχὰς ἐν αὑτοῖς βλαστητικὰς ἢ κλῶνες ἢ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες ἢ ὅτι χρὴ καλεῖν τὰ ἐσχατεύοντα τῶν
συνεχῆ τὰ δένδρα : συνηρεφῆ τὰ πέταλα : συνῆπτον οἱ πτόρθοι τὰ φύλλα , καὶ ἐγίνετο τοῖς ἄνθεσιν ὄροφος ἡ
3872840 ἀφοβιας
τε καὶ πρακτικήν , κακίας δὲ τὸν μὲν ἀπὸ τῆς ἀφοβίας ὑπερβάλλοντα ἀνώνυμόν τινα λέγει , εἴη δ ' ἄν
αὐτοὶ μεμηχανήμεθα τοὺς γὰρ γόητας οὐκ ἐν θοίνῃ λέγωτῆς δὲ ἀφοβίας καὶ τοῦ λίαν θαρρεῖν καὶ ἀκαίρως ἃ μὴ χρή
3858403 χειμεριῃσι
μὲν παῦρά τε καὶ λιγέως , νῦν δὲ νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσι τοὺς Ὁμηρικοὺς ἐκείνους δημηγόρους νῦν μὲν μιμούμενος , νῦν
δ ' ὁπότε βριαρῇ ὑπὸ χερμάδι καρπὸς ἐλαίης οὔ πω χειμερίῃσι μελαινόμενος ψεκάδεσσι χεύῃ πολλὸν ἄλειφα , περιτρίζωσι δὲ μακρὰ
3850700 ἀκατεργαστον
ἀργόν , ἀνέψητον , ἀδιέργαστον , ἀδιάπεπτον παναεργέα ] τὴν ἀκατέργαστον δόρπον ] δεῖπνον , ἤτοι ἅπερ κατὰ τὸ δεῖπνον
, ἐπειδὴ ἐνδείκνυται τὸ αἷμα λεπτὸν ὂν καὶ ἄπεπτον καὶ ἀκατέργαστον καὶ τὸν πρέποντα κόσμον μὴ δεξάμενον . καὶ τὸ
3847962 κρημνοβατειν
δὲ Ἀμαζόνας , ἃς εἰκάζει χιμαίρᾳ ἤτοι αἰγὶ διὰ τὸ κρημνοβατεῖν αὐτὰς δίκην αἰγῶν καὶ ἐν κρημνοῖς κατοικεῖν , τὴν
χηλῶν , καὶ αἱ αἶγες πολὺ θρασύτερον , οἷα καὶ κρημνοβατεῖν εἰθισμέναι . Καὶ ταῦτα μὲν περιίσταται κύκλῳ τὴν Χλόην
3847692 πεπονι
συνάγουσι τὰς ὀφρῦς τε καὶ τὴν κοιλίαν , ἀνθοσμίᾳ δὲ πέπονι , νεκταροσταγεῖ . ] Κηφισοφῶν ἄριστε καὶ μελάντατε ,
περὶ τὴν μασχάλην καὶ τὴν ἥβην , τὸ δὲ τῷ πέπονι παρὰ τὴν τοῦ μαστοῦ θηλήν , καὶ μᾶλλον τὴν
3838841 ἐνοντι
ποιότησι τῶν ἐπεισιόντων καὶ τὸ πάσχειν ἐμποιούντων . Τῷ γὰρ ἐνόντι θερμῷ ἡ ἀλλοίωσις ἡ παρὰ τοῦ ψύχοντος καὶ τῷ
τὸν νοῦν ἀφομοιῶν πρὸς τὸ ὄν , ποτὲ δὲ τῷ ἐνόντι αὐτῷ ἑνουμένῳ ἀνάγων αὐτὸ πρὸς τὸ πρὸ αὐτοῦ ἡνωμένον
3829961 προπεποται
ὥρμητο δὲ τὸ τοῦ μεθύειν ὄνομα ἀπ ' ἀρχῆς τοῦ προπέποται , ἐδόκει δὲ εἶναι γελοιότερον εὐθὺς παρακείμενον τῷ προπέποται
μήτε ἀψύχων , οὕτω χρῆται τοῖς ἀλλοτρίοις ὀνόμασιν , οἷον προπέποται τὰ τῆς πόλεως πράγματα , ἀντὶ τοῦ προδέδοται ,
3828147 λωτευντα
Τρῶες δὲ προύτυψαν ἀολλέες ἀντὶ τοῦ προέτυψαν , καὶ πεδία λωτεῦντα , ἀντὶ τοῦ λωτεύοντα . καὶ τὸ ὑφαιρεῖν τὸ
αὐτὴν Ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους καλύπτειν καὶ πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα , καί τ ' ἐφ
3823819 ἁλωνος
τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος :
τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος :
3822797 βοωμενοις
ἐμφερὲς μὰ τὸν Δία τῷ γνῶθι σαυτόν , οὐδὲ τοῖς βοωμένοις τούτοις : ὑπερεῖδε ταῦθ ' ὁ προσαιτῶν καὶ ῥυπῶν
μὰ τὸν Δία , τῷ γνῶθι σαυτόν , οὐδὲ τοῖς βοωμένοις τούτοις , ὑπὲρ δὲ ταῦθ ' ὁ προσαιτῶν καὶ
3813317 τηλιαν
μητέρα τηλίᾳ εἰκάζει , τῇ πλατείᾳ σανίδι . πρὸς δὲ τηλίαν ξύλον φαμὲν πλατύ , εἰς ὃ τιθέασιν οἱ ἀρτοκόποι
ἀγορᾶς ] ἐπίπρασκον . τῇ κάπνῃ βούλεται ἐπιθεῖναι πῶμα τὴν τηλίαν . βούλεται δὲ ταύτην ἐπιθεῖναι τῇ κάπνῃ καὶ ἀσφαλίσαι
3792220 τριφθεντα
' οἴνου ποθεὶς τοὺς κοιλιακοὺς ὑγιαίνει : τὰ δὲ φύλλα τριφθέντα καὶ ἐγχρισθέντα εἰς ὀθόνιον , τῶν ὀφθαλμιώντων καὶ ὑπὸ
σακτοὶ καλοῦνται , κῶνος σὺν ἀσταφίσι καὶ ἀμυγδάλαις , ἅπερ τριφθέντα καὶ μιχθέντα ὀπτᾶται . ὁ δ ' ἐχῖνος νησιωτικὸς
3792055 ἁρπακτικος
τις ἡ ἑκατέρων φύσις : καὶ ἵνα ὁ μὲν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ νεβρῶν καὶ ἀρνίων εἰσάγηται , ὁ δὲ κολοιὸς
εὐήθη καὶ μετὰ ἀνοίας , καὶ ἵνα ὁ μὲν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ νεβρῶν καὶ ἀρνῶν εἰσάγηται , ὁ δὲ κολοιὸς
3776421 ἐκπληξεις
πυριῶντες καὶ καθιέντες εἰς ὕδωρ θερμόν . καὶ μὴν καὶ ἐκπλήξεις τινὰς ἐπιμηχανησόμεθα καὶ ὀνειδιοῦμεν αὐτοῖς καὶ μέγα εἰσπνεῖν προστάξομεν
καὶ τάξει κεχρημένος , ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις , ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὢν οὐδεμίαν ὠφέλειαν
3772400 κατατραγειν
ἔχουσι , καὶ τοὺς κλάδους δὲ διακόπτουσιν , οὐδὲ ἐκείνους κατατραγεῖν ἀδυνατοῦντες . οὐκοῦν ἀμυνούμενοι οἱ Κάσπιοι τὴν ἐκ τῶν
εὐνοίας οὐκ ἔχοντα τὴν ὑπόθεσιν : ἐκ γάρ τοι τοῦ κατατραγεῖν τὴν σάρκα φιλεῖν τὸ βρέφος ἡ μήτηρ ἰσχυρῶς ἄρχεται
3771900 καπτειν
αὐτοκάβδαλα ] λέγεται τὰ ἐπικαθα ? [ ἅπερ εἰώθαϲι ] κάπτειν αἱ ἀλετρίδεϲ [ ] ἐκ҅φατνίϲματα ? δὲ τὰ [
στιβάδα ἢ φύλλα δάφνης φέρειν , ὅπως ἔχωσι τὰ ἐπάικλα κάπτειν μετὰ δεῖπνον : γίνεται γὰρ ἄλφιτα ἐλαίῳ ἐρραμένα .
3771657 κονειν
: κεβληγόνου Ἀτρυτώνης . μήκων δὲ εἴρηται παρὰ τὸ μὴ κονεῖν , τουτέστι μὴ ἐνεργεῖν : κονεῖν γὰρ λέγεται τὸ
εἴρηται παρὰ τὸ μὴ κονεῖν , τουτέστι μὴ ἐνεργεῖν : κονεῖν γὰρ λέγεται τὸ ἐνεργεῖν , κωλυτικὸν δὲ τοῦτο τῶν
3759494 ἐσθιεσθαι
οὕτως αὐτοὺς ὠνομακέναι . φαίνεσθαί τε τούτους ἀεὶ καὶ μὴ ἐσθίεσθαι . τοὺς δ ' ἐν τῷ φθινοπώρῳ φαινομένους δύο
, . : φυξίμηλα : δένδρα τὰ διὰ ὕψος ἐκπεφευγότα ἐσθίεσθαι ὑπὸ τῶν βοσκημάτων . . Π . ἀοργησίας :
3732768 ἐπικαθησθαι
: τοὺς γὰρ λοιποὺς ταῖς ᾠδαῖς ἀναπείθουσι πλησιάσαντας τοῖς κλάδοις ἐπικαθῆσθαι τοῖς νόθοις : τοῖσδε ἅμα τῷ ξυνιζῆσαι καὶ τὸ
φεύγειν ἄποθεν τὰς τῆς συμφορᾶς ὑπομνήσεις , καὶ οὐκ ἐθέλειν ἐπικαθῆσθαι τῷ δένδρῳ . Οἱ δὲ ὄρνεις οἱ μέμνονες γένος
3719074 φλεβοτομον
ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τὸ καθάρσιον διὰ τὴν ὑγίειαν καὶ τὸ φλεβότομον . τὸ βίαιον δὲ ἀναγκαῖον , ὅταν τις ἐπιθῇ
ἴσασιν : παρελθὼν δέ τις εἰς τὸ μέσον τῶν μεμαθηκότων φλεβότομον εὖ μάλα ἠκονημένον ἔχων ἰοῦ τἄλλα μεστὸν ἀπήλλαξε τῆς
3716686 ξανθωσεις
τῆς λευκῆς : Δύο εἰσὶν λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις : μία διὰ λειώσεως , καὶ ἑτέρα διὰ ἑψήσεως
καί φησιν : Δύο εἰσὶ λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις , καὶ δύο συνθέματα , ξηρὸν καὶ ὑγρὸν ,
3716365 ἀκρητεστερῳ
. Πυριήσιες ῥόων : αἰρῶν ἄλευρα πεφωσμένα ἕψε ἐν ὀξυκρήτῳ ἀκρητεστέρῳ καὶ ἐς ὀθόνιον ἐγχρίων πυρία . Ἢ φακοὺς φώξας
σηπεδὼν ἐν τοῖς ἕλκεσιν ᾖ καὶ τὰ ἀπιόντα δυσώδεα , ἀκρητεστέρῳ τῷ σμήγματι : ἢν δὲ μηδὲν ᾖ τοιοῦτον ,
3702831 εὐθετειν
τοῦ βοὸς μέρος κόλλοψ καλεῖται , διὰ τὸ εἰς κόλλαν εὐθετεῖν . τοῦ προοιμίου κτλ . γʹ . περὶ τοῦ
φύσεως ἀδιάφθορον καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ὁμογενές : ταύτας γὰρ εὐθετεῖν πρὸς τὸ τηρεῖν τὰ ἀπόρρητα τῶν χρησμῳδουμένων . ἐν
3697286 τραχυ
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ]
3696939 βρωθεισα
καὶ πλέον ἐκχυθεῖσα τὸν ἐν αὐτῇ χυλὸν κἄπειθ ' οὕτως βρωθεῖσα μᾶλλον ἐπέχει τὴν γαστέρα . καὶ οὐδὲν θαυμαστόν ,
σαρδώνιος λεγομένη πόα , βατραχίου εἶδος οὖσα , ποθεῖσα ἢ βρωθεῖσα , παραφορὰν διανοίας ἐπιφέρει καὶ σπάσματα μετὰ συνολκῆς χειλέων
3689454 ἀνωγεων
' ἔθεσαν καί τινα ψιλογραφούμενα , γράψαντες οὕτως πλὴν τοῦ ἀνώγεων κατώγεων γεώλοφος . ἇτε μυρῖκαι : εἶδος φυτοῦ ὡς
ἀνάγαιος , κατάγαιος : οἷς ἠκολούθησε καὶ τὸ ἐνοσίγαιος : ἀνώγεων δὲ καὶ κατώγεων ψιλὸν καὶ μέγα . Τὰ διὰ
3682530 ῥυθμοις
πρὸς πόλεμον χρησίμων . ὡς δ ' αὔτως καὶ τοῖς ῥυθμοῖς Κρητικοῖς χρῆσθαι κατὰ τὰς ὠιδὰς συντονωτάτοις οὖσιν , οὓς
πρεπόντων τε καὶ μὴ πρεπόντων , ἐν μέλεσί τε καὶ ῥυθμοῖς συντείνουσα πρὸς ἠθῶν κατασκευήν . Τί ἐστι μέλος ;
3669296 ἐνεψηθεισης
τούτῳ καὶ πάρετοί τινες γενόμενοι κατέστησαν . Καλόν ἐστιν ἔλαιον ἐνεψηθείσης αὐτῷ βρυωνίας ῥίζης ἐπὶ μακρόν : τοῦτο καὶ τετανὸν
σκευαζόμενον : καταντλείσθω δ ' ὕδατι τὸ μόριον ἀλθαίας ῥίζης ἐνεψηθείσης . ὅταν δὲ δυσεκπύητος ᾖ καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος
3669078 μεσεντεριον
μεσάραιον ἀπὸ τῶν συμβεβηκότων αὐτῷ τὰς προσηγορίας ἀμφοτέρας θέμενοι , μεσεντέριον μὲν ἀπὸ τῆς θέσεως , μεσάραιον δ ' ἀπὸ
, μάλιστα περὶ βουβῶνάς τε καὶ μασχάλας καὶ σιαγόνας καὶ μεσεντέριον , περὶ ἃ καὶ αἱ χοιράδες συνίστανται . τῶν
3666849 ἀλαλκειν
τὸ μισητὸν γῆρας ἀπὸ τοῦ σώματος ἀποσοβήσοι . τὸ δὲ ἀλαλκεῖν τὸ ἐκβάλλειν δηλοῖ . σπαίροντα διὰ φλογός : ἁλλόμενον
καλοῦσιν οἱ ποιηταὶ καὶ ἀγεληΐδα , τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ ἀλαλκεῖν παράγοντες ἱκανὴ γὰρ ἐπαμύνειν ἐστὶ καὶ προσβοηθεῖν , ἐξ
3665674 μεταγοντες
διὸ οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἀκόλαστοί εἰσι , τὸ δαπανηρὸν αὐτῶν μετάγοντες εἰς τὰς ἡδονάς : πλὴν ἡ μὲν τῷ ὄντι
. ὡς οὖν καὶ ἐπ ' αὐτῶν τῶν σχημάτων ἐποιοῦμεν μετάγοντες αὐτῶν τοὺς λόγους καθ ' ὁμοιότητα καὶ ἐπὶ τοὺς
3663612 ἀφοριζομενον
καὶ μὴν οὐδὲ πᾶν μεμετρημένον ἔχει τὸ ἑσπέριον πλευρὸν τὸ ἀφοριζόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐφράτου , ἀλλὰ φησὶ τὸ πρὸς τῇ
τις ἐπιτιμῴη τῷ ὅρῳ ὡς ἀπὸ τῶν εἰδῶν τὸ γένος ἀφοριζόμενον , γιγνωσκέτω , ὅτι καὶ τὰ γένη τὰς δυνάμεις
3662095 κορι
τοῦτο οἱ Ἀττικοὶ τιγγάβαρυ φασίν : τάγυρι : χνάσμι : κόρι : σέσελι , καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ εἰς
ὃ μετὰ γύψου φυραθὲν , καὶ χρισθὲν εὐθέως πήγνυται : κόρι τὸ κορίαννον : κόμι : πέπερι : κιννάβαρι :
3642775 ὀρχηστρας
τὸν ἀγῶνα παρασκευαῖς . ὁ δὲ Δίδυμος τὰς ἑκατέρωθεν τῆς ὀρχήστρας εἰσόδους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι . Παράσημος ῥήτωρ : Δημοσθένης
ἔξεστιν ἐνίοτε , εἰ πάνυ πολλοῦ , δραχμῆς ἐκ τῆς ὀρχήστρας πριαμένους Σωκράτους καταγελᾶν , ἐὰν προσποιῆται ἑαυτοῦ εἶναι .
3640706 ἀποκαθαρσεως
δὲ νότος μετὰ πάχνην , ὅτι πέψεώς τινος γενομένης καὶ ἀποκαθάρσεως ἑκάτερόν τι πίπτει : μετὰ δὲ τὴν πέψιν καὶ
φιλοῦσι τοῖς κάμνουσινἰσχυρῶς οὖν ἀνθίστασθαι δεῖ τῷ πάθει τὴν ἀρχὴν ἀποκαθάρσεως ποιουμένους τῆς κάτω κοιλίας διά τε τοῦ ὀξυμέλιτος τοῦ
3636099 ὑγροις
εἶτα ἀποδέροντες τοῖς δακτύλοις τοὺς χιτῶνας , σὺν τοῖς ἐνοῦσιν ὑγροῖς κομιζόμεθα . τὰ δὲ ὑδροκέφαλα τὰ μὲν ὑπὸ τὸ
σημαίνουσιν , τὰς δὲ πράξεις δι ' ὑγρῶν ἢ ἐν ὑγροῖς , τὰ δὲ ἀμφίβια ἐπικοινωνίαν τῶν τε ἀπὸ γῆς
3635362 μυσαττεσθαι
ἄλλα πολλὰ καὶ ὡς εἰρηνοποιὸν τὸ ἐπιτήδευμα . ἐθιζόμενοι γὰρ μυσάττεσθαι φόνον ζῴων ὡς ἄνομον καὶ παρὰ φύσιν , πολὺ
κέρδει ἐξαπατᾶν ἀπομύττειν εἶπον . μυκτηρίζειν δὲ Λυσίας καὶ τὸ μυσάττεσθαι , ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν .
3623663 ἐκπεμπῃ
? , φησίν , τὴν ? ληφθεῖσαν τροφὴν μὴ ? ἐκπέμπῃ ? , ἀπογεννᾶται περισσώματα , ἃ δὴ ἀνενεχθέντα ⌈
. αὐτός γε μὴν ὅτ ' ἂν ἐπὶ τὴν λείαν ἐκπέμπῃ , τοῖς ψιλοῖς καὶ ἀνόπλοις συνταττέτω μαχίμους ἱππεῖς καὶ
3621942 κοππα
οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ φωνεῖ , κοὐδὲ κόππα γινώσκων . . . κεῖται δ ' ἄναυδος ἐν
γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος ἐν πίθῳ κολυμβήσας
3611973 πινομενους
δοκιμώτατα δὲ τοιαῦτα : τοὺς τῶν ὀρνίθων ἐγκεφάλους ἐν οἴνῳ πινομένους ἀρήγειν , καὶ τοῦ πάνακος τὴν ῥίζαν συγκαθεψομένην ἀκράτῳ
τὸ τοῦ λευκοΐου σπέρμα , καὶ κισσοῦ κορύμβους μέλανας τρεῖς πινομένους : ἀλύπως δὲ ἐλαττοῖ τὴν γονὴν πινόμενον συνεχῶς τὸ

Back