οὕτως αὐτοὺς ὠνομακέναι . φαίνεσθαί τε τούτους ἀεὶ καὶ μὴ ἐσθίεσθαι . τοὺς δ ' ἐν τῷ φθινοπώρῳ φαινομένους δύο | ||
, . : φυξίμηλα : δένδρα τὰ διὰ ὕψος ἐκπεφευγότα ἐσθίεσθαι ὑπὸ τῶν βοσκημάτων . . Π . ἀοργησίας : |
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός | ||
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον , |
πρὸς τὸ ἑαυτοῦ ἰδίωμα μεταποιεῖ πως . Κρόνος μὲν γὰρ μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ | ||
τρόπῳ . Τούτων οὖν ἡ χολὴ μετὰ νίτρου σμηχομένη , μέλανας ἀλφοὺς ἰᾶται καὶ οὐλὰς μελαίνας ὁμόχρους ποιεῖ . καὶ |
ἡ γὰρ ἐπὶ πλέον αὐτῶν χρῆσις ἔτι μᾶλλον ξηροτέρους καὶ παχυτέρους ἐργάζεται τοὺς χυμούς . ἀσφαλέστερον δὲ καὶ πέψεως ἤδη | ||
δὲ γίνεται ἐξ αὐτῶν χυμός , διότι τὰ μὴ κατεργαζόμενα παχυτέρους ἕξει χυμούς , παχυτέρους δὲ ἔτι μᾶλλον αὐτοὺς ποιεῖ |
κατὰ Πάχυνον , ὃς λέγεται τιθασσοὺς ἰχθῦς ἔχειν ἀπὸ χειρὸς ἐσθίοντας , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικῶν πρώτῃ . : Μυοῦς | ||
. ἐσθιόμενος δὲ πυκνῶς εὐστόμαχός ἐστι καὶ εἰς ἀφροδίσια τοὺς ἐσθίοντας παρορμᾷ . Περὶ βουγλώσσου . Βούγλωσσος θαλάσσιος , τὸ |
χρεία δὲ ἄλλων ἄλλη : πρὸς ἔνια γὰρ ζητοῦσι τοὺς μαλακούς , οἷον ἐν τοῖς σιδηρείοις τοὺς τῆς καρύας τῆς | ||
: τῶν δὲ ὀκνούντων καὶ ἀποστρεφομένων , λοιδορεῖν αὐτοὺς ὡς μαλακούς τε καὶ ἀναξίους αὑτοῦ καὶ τῇ μητρὶ μᾶλλον ἐοικότας |
Ὑπὸ κύνα καὶ πρὸ κυνὸς ἐργώδεες αἱ φαρμακεῖαι . Τοὺς ἰσχνοὺς τοὺς εὐημέας ἄνω φαρμακεύειν , ὑποστελλομένους χειμῶνα . Τοὺς | ||
ὑπόχολον , τὸ ὑπέρυθρον : οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς , ἰσχνοὺς δὲ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι : καίτοι οὐκ ἄν τις |
κόπρος αὐτοῦ ῥυπτική , ὥστε καὶ ἐφήλεις ἀποσμήχειν , καὶ φακοὺς καὶ ψύδρακας ὄψεως . τοῦτο ἐσθιόμενον , βοηθεῖ πᾶσιν | ||
στʹ . [ αʹ . Πρὸς ἀλφοὺς καὶ ἔφηλιν καὶ φακοὺς καὶ τὰ τοιαῦτα προσώπου πάθη . ] Σικύου ἀγρίου |
γόνασι διειλημμένον , πηχυαῖον , περὶ ὃν τὰ φύλλα ὅμοια μαράθῳ , μείζονα δὲ καὶ δασύτερα , δυσώδη , καὶ | ||
ἄτοπον . Ἔχει δὲ ἡ θαψία φύλλον μὲν ὅμοιον τῷ μαράθῳ πλὴν πλατύτερον καυλὸν δὲ ναρθηκώδη ῥίζαν δὲ λευκήν . |
κρίνειν χυμοὺς ὀξεῖς , δριμεῖς , ὀδαξητικούς , πικρούς , ἁλμυρούς , ἁλυκούς Πλάτων γὰρ καὶ τῷ ἁλυκῷ ὀνόματι ἐν | ||
συντήκειν πικρούς , τοὺς δὲ ἠρέμα καθαίροντάς τε καὶ ῥύπτοντας ἁλμυρούς , τῶν δὲ συναγόντων τοὺς πόρους καὶ συγκρινόντων τοὺς |
' ἔχει λεπτήν , ἄχρηστον . φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις . Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν | ||
τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , τίνας δὲ αὐχμηροῖς καὶ ξηροῖς ξυμμετρίας τε ποτίμων φαρμάκων , ὑφ ' |
πρόσωπον τετράγωνον , χείλη λεπτά , ῥῖνα ὀρθήν , ὀφθαλμοὺς ὑγροὺς χαροποὺς γοργοὺς φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς : εὐοφθαλμότατον | ||
δέχεσθαι τὸ δ ' ὑγρὸν διἱέναι . διὸ καὶ τοὺς ὑγροὺς τῶν σκληρῶν ὀφθαλμῶν ἀμείνους εἶναι πρὸς τὸ ὁρᾶν , |
θαυμάσεις . [ Πρὸς πόνον πλευροῦ . ] Κράμβης χλωρᾶς καυλοὺς σὺν ταῖς ῥίζαις κατακαύσας ἀναλάμβανε στέατι χοιρείῳ καὶ χρῶ | ||
τἆλλα τὸ φυτόν : ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους , τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες |
τοῖσι πλείστοισιν ἢ βαρὺ κῶμα παρείπετο , ἢ μικροὺς καὶ λεπτοὺς ὕπνους κοιμᾶσθαι . Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα πυρετῶν ἐπεδήμησεν | ||
πρὸς ὕψος μάλ ' εὐρώστους : εἶθ ' ἑτέρους ἑπτὰ λεπτοὺς καὶ ἀσθενεῖς ἀναπεφυκέναι πλησίον , ὑφ ' ὧν ἐπιδραμόντων |
τῇ μὴ ὑομένῃ τῆς Λιβύης ἄλλα τε πλείω φύεσθαι καὶ φοίνικας μεγάλους καὶ καλούς : οὐ μὴν ἀλλ ' ὅπου | ||
δὲ τὰς προδιαθέσεις , ὅτι ὁ αὐτὸς οἶνος τοῖς μὲν φοίνικας ἢ ἰσχάδας προφαγοῦσιν ὀξώδης φαίνεται , τοῖς δὲ κάρυα |
ποταμίους ἐμβαλεῖν κόχλακας : γινέσθωσαν δὲ διάπυροι , ὥστε τὸ ὀρρῶδες τοῦ γάλακτος διὰ τούτων ἀναλυθῆναι . τοῖς δὲ μὴ | ||
καλούμενον τῆς κοίλης φλεβὸς περὶ τοὺς νεφροὺς διακρινόμενον χωρεῖ τὸ ὀρρῶδες οὖρον μόνον ἐκεῖθεν φερόμενον . Ὅσον δὲ τοῦ αἵματος |
προσηνὲς καὶ διὰ τὸ περισφίγγεσθαι τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς : τρυφεροὺς δὲ χάριν τοῦ μὴ μετὰ περιθλάσεως τὴν σκέπην τρυφεροῖς | ||
Ἰάμβοις : * * * : τοὺς οὖν ἀλαζόνας καὶ τρυφεροὺς μύρῳ χρίεσθαι ἀκολουθεῖ . καὶ ἀπὸ τούτου δηλαδὴ τοὺς |
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῷ χρώματι | ||
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῶι χρώματι |
γάρ τις θυμῷ κατέχεται , ἴδοις ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐρυθρούς , ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τις ἐρᾷ , ἴδοις | ||
τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους , τέσσαρας ἢ πέντε , λεπτούς , ἐρυθρούς , ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς : κεφαλὴν δ ' |
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν | ||
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ] |
ἐξυγραίνεσθαι τὸ σπέρμα ὥστε καὶ ἐκ τοῦ αὐτομάτου ῥεῖν : ἀγόνους φησὶ τοὺς πίνοντας γίνεσθαι διὰ τὸ διαλύεσθαι τὸ σπέρμα | ||
φύσεις τῶν γυναικῶν καὶ ποιεῖ τεκνοσπορῆσαι , ὥστε καὶ τὰς ἀγόνους καὶ στεῖρας συλλαμβάνειν . Ἡ δὲ σκευὴ τοῦ ξηρίου |
. ἐρινεοῦ γὰρ ἑστώσης Κάλχας τῷ Μόψῳ εἶπε , πόσους ὀλύνθους ἔχει : ὁ δὲ , ὥσπερ τὸ ἀληθὲς εἶχεν | ||
, ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ζέσας , ἀφεῖναι , |
καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως . | ||
κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε |
ἐναντίον ὀπωδεστέρους τούτους ἀλλ ' ἕως ἂν ὦσιν ἁπαλοὶ φαίνεσθαι γλυκυτέρους . ἀλλ ' ἐπὶ τῆς ῥαφάνου τοῦτο ὁμολογούμενον , | ||
γε καὶ τὰ τῶν σικύων σπέρματα γάλακτι βρεχόμενα καὶ μελικράτῳ γλυκυτέρους ποιεῖ . Νομίσειε δ ' ἄν τις ταῦτα καὶ |
καταγματικούς , ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων πίπτοντας καὶ ὑπὸ θηρίων δακνομένους καὶ ὑπὸ συμπτώσεως ἢ ἐμπρησμοῦ σινουμένους , ἔτι καὶ | ||
πλακούντων ἢ τραγημάτων οὐδὲν ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς ὑπὸ χολῆς δακνομένους καὶ ὀδυνωμένους τὸ κῶλον . Λουτρὰ δὲ τὰ ἀπὸ |
ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , ἑλεδώνας , | ||
, τρίγλας , κεφάλους , λυθρίνους , ἀθερίνας , καὶ μελανούρους , τηγάνου : χρυσόφρυα δὲ καὶ τὰ λεχθέντα , |
συστροφὴν διαφοροῦσιν . Σπονδυλίου ἡ ῥίζα περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν δύο καὶ | ||
τὴν σύριγγα , τοσοῦτον περιγράφοντες τῆς κύκλῳ σαρκὸς ὥστε τοὺς τύλους ὅλους ἐκκοπῆναι . εἰ δὲ τοιοῦτον εἴη τὸ βάθος |
τολμῶσι . τὰ δὲ τῶν κολακευομένων ἐμφυσομένων τῇ κολακείᾳ , χαύνους καὶ κενοὺς ποιοῦντα , πάντων ἐν ὑπεροχῇ παρ ' | ||
κατὰ τὸ σῶμα ἡδονῶν ἢ τὰς τῆς ψυχῆς ἀραιὰς καὶ χαύνους ἐπάρσεις καθιεροῦν ὡς ἅγια , τὰ φύσει βέβηλα καὶ |
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ | ||
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς |
πιεζομένη , καὶ ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεκαυμένη , ἐνταῦθα δὲ σκληρούς τε καὶ ἰσχνοὺς καὶ διηρθρωμένους καὶ ἐντόνους καὶ δασέας | ||
Σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : πρὸς τοὺς ἀκάμπτους καὶ σκληρούς . Σκύτη βλέπει : ἐπὶ τῶν ὑφορωμένων πείσεσθαί τι |
πολλὴ ἔσται , οὔτε γενομένη ξηρανθήσεται , ὃ μάλιστα τοὺς οἴνους βλάπτει . Τῷ Ἰουνίῳ μηνὶ τὰς ἐγκεντρισθείσας ἀμπέλους δεῖ | ||
ἐπιπολὺ διαμένει . καὶ μονίμους καὶ τρέπεσθαι οὐ ποιεῖ τοὺς οἴνους καὶ τίλις ἡλίῳ φρυγεῖσα , εἰ κοπείη καὶ μιχθῇ |
σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ | ||
ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ |
, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον : μίξας ἐπιμελῶς ἐπίχριε τοὺς ἰόνθους τῷ δακτύλῳ καὶ παράτριβε . Ἄλλο : σχιστὴν λεάνας | ||
ἐπ ' αὐτοῦ φαρμάκων μαλαττόντων τε καὶ διαφορούντων . Πρὸς ἰόνθους : μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθος εἷς , ὄξους δριμυτάτου τὸ |
πρὸς κένωσιν γενήσονται . τοὺς δὲ ὑπὸ τοῦ χολώδους αἵματος ὀχλουμένους διαιτήσας , ὥσπερ εἰρήκαμεν , ὑγρᾷ καὶ εὐκράτῳ τροφῇ | ||
πηρώσεις διὰ τὴν ἄκανθαν , μανίας , δι ' ὑγρῶν ὀχλουμένους , ἔτι δὲ φρενίτιδας † γυναικοκαυσίαι τριβάδες ἀσελγεῖς λατρευτικοὶ |
ἡ χώρα μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης κρήνην Ἀζαριτίαν , τρέφουσαν κροκοδείλους μικρούς . . . . Ζάρητα : κρήνη ὑπὲρ | ||
τὸν ποταμόν , ἀλλὰ καὶ πολὺ μᾶλλον τοὺς ἐν αὐτῶι κροκοδείλους : διὸ καὶ τοὺς ληιστὰς τούς τε ἀπὸ τῆς |
τῶν καθ ' ἧπαρ συνισταμένους . ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς ἐπιληπτικοὺς καὶ τὰ ῥίγη τὰ κατὰ περίοδον , ὅσα παχέων | ||
πᾶσι . Ταύτης ὁ ἐγκέφαλος ξηρὸς μετ ' ὄξους πινόμενος ἐπιληπτικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ χολὴ τῆς καμήλου παγεῖσα ἐν |
καὶ μυρμηκιῶν . ] Ἀρίθμησον τοὺς ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' | ||
Γάγγης ἢ οἱ ἄλλοι Ἰνδῶν ποταμοὶ φέρουσιν , οὐδὲ τοὺς μύρμηκας τοὺς τὸν χρυσόν σφισιν ἐργαζομένους , οὐδὲ τοὺς γρῦπας |
δ ' ἱκαναῖς καὶ εὐτρόφοις . πειρᾶσθαι δὲ τὰς ὁρμὰς καταστέλλειν καὶ μὴ ταῖς προθυμίαις ὑπερθέσθαι τὰς ἑαυτῶν δυνάμεις : | ||
δυοῖν , πάλιν ὡσαύτως ἀνωθεῖν τὸ ἔμβρυον καὶ τὰς χεῖρας καταστέλλειν . εἰ δὲ διαστῆσαν τοὺς πόδας διαφόροις μέρεσι τῆς |
βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν | ||
καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν |
μεμορυχμένος ἀφρῷ . τῷ μέν τ ' ἢ ὀπόεντας ἀποκραδίσειας ἐρινούς ὄξει δ ' ἐμπίσαιο , τὸ δ ' ἀθρόον | ||
συκῆς ὀλύνθους : οὗτοι γὰρ μηδέπω ὄντες πέπειροι ἔχουσιν ὀπόν ἐρινούς ] διὰ τὸ ἐρίζειν εἰς ὕψος ἀεὶ τῷ πλησίον |
γυναικῶν παρὰ τοὺς ἀνδρῶν ὀδόντας , τούτων δὲ ὅσοι μὲν πυκνοὺς ἔχουσι καὶ συνεχεῖς , μακροβίους εἶναι , τὸ δ | ||
τὸ τῶν ἡμετέρων στρατευμάτων πλῆθος ἐθέλοιμεν , βάδην τε καὶ πυκνοὺς αὐτοὺς ἑστάναι τε καὶ πορεύεσθαι παραγγέλλωμεν : ἡ γὰρ |
αὐτῇ πόας ἐμφεροῦς , ἣν διὰ τὸ περὶ τὴν ὀσμὴν βρωμῶδες τράγον καλοῦσιν . εὐχερὴς δ ' ἡ ἐπίγνωσις : | ||
. παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ χυμὸν καὶ γλίσχρον καὶ δυσδιοίκητον ἐν |
κροκοδείλων κόπρος ὥσπερ τὴν ἔφηλιν ἀπορρύπτειν πέφυκεν , οὕτω καὶ ἀλφοὺς καὶ λειχῆνας . Κόστος βραχείας μὲν πάνυ τῆς πικρᾶς | ||
ἐν αὐτῷ λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος , ὃς κάλλιστα ποιεῖ πρὸς ἀλφοὺς καὶ λέπρας δι ' οἴνου τριβόμενος καὶ τοῖς πάσχουσιν |
ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , | ||
ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς |
ἀλκίμους , οὐ πρότερον μεθιέντας τὸ δηχθὲν πρὶν εἰς τοὺς ῥώθωνας ὕδωρ καταχυθῆναι : ἐνίους δ ' ὑπὸ προθυμίας ἐν | ||
ἀλκίμους , οὐ πρότερον μεθιέντας τὸ δηχθὲν πρὶν εἰς τοὺς ῥώθωνας ὕδωρ καταχυθῆναι : ἐνίοις δ ' ὑπὸ προθυμίας ἐν |
εὐθενεῖ καὶ οἱ καρποὶ καλλίους : ποιεῖ γὰρ καὶ τοὺς πυρῆνας ἐλάττους καὶ ὅσων ξυλώδη καὶ δερματικὰ τὰ ἐκτὸς οἷον | ||
δὲ καὶ χαίρει γεωργούμενα . . . καὶ γὰρ τοὺς πυρῆνας ὥσπερ εἴπομεν ἐλάττους ἔχει αὐτὰ δὲ βελτίονά ἐστι . |
βρύοις * : μνίον τὸ κεκολλημένον ἐν θαλασσίαις πέτραις ἢ ἐριῶδες ἢ βοτανῶδες , βρύον δὲ τὸ ἐκκοπὲν καὶ πλέον | ||
καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια : δι ' ὃ καὶ ἐριῶδες τοῦτο καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ ἐν Ἰνδοῖς τριχῶδες . |
μέγεθος μέν ἐστιν ὥσπερ λέων , καὶ χρόαν ἐρυθρὸς ὡς κιννάβαρι : τρίστιχοι δὲ ὀδόντες , ὦτα δὲ ὥσπερ ἀνθρώπου | ||
τὴν ἐν Αἰθιοπίᾳ τὸ μὲν ὕδωρ ἔχειν ἐρυθρόν , ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας |
δὲ τῷ χαλαζήεντα εἶδος ἀντὶ γένους παρέλαβεν : εἰσὶ γὰρ σκορπίοι χαλαζήεντες διὰ τὸ τοὺς δεδηγμένους ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν | ||
ἀνθρώπου ῥαινόμενος ἀσθενὴς καὶ ναρκώδης ὁρᾶται . γίνονται δὲ οἱ σκορπίοι οὐ μόνον ἐξ ἀλλήλων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σεσημμένων |
Ἐνδυόμενον γὰρ εἰς τοὺς φήληκας τὸ θηρίδιον στερεοῖ τούτους καὶ πεπαίνει . Διόπερ ἐπὶ τῶν ἅπερ ἂν λάβωσι μὴ διακρατούντων | ||
: ἄρχεται δὲ ἀνθεῖν μηνὸς Πυανεψιῶνος , τὸν δὲ καρπὸν πεπαίνει περὶ ἡλίου τροπὰς χειμερινάς : ἀείφυλλον δ ' ἐστίν |
ἐκ τῆς πόλεως ἣ οὐ φυλλοβολεῖ : φασὶ δὲ οὐ βλαστάνειν αὐτὴν ἅμα ταῖς ἄλλαις ἀλλὰ μετὰ Κύνα . λέγεται | ||
σαρκώδεις ἐοίκασιν ἕλκειν . τὰς γοῦν τῶν ἄρων πρὸ τοῦ βλαστάνειν στρέφουσι καὶ γίγνονται μείζους κωλυόμεναι διαβῆναι πρὸς τὴν βλάστησιν |
ὥρας τοῦ ἔαρος : χειμῶνα δὲ δηλοῖ . Γ ἡ ἀκαλήφη λάχανόν ἐστιν ἄγριον , λέγουσι δὲ εἶναι τὴν κνίδην | ||
τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη ὀνομάζεται : τάχα δὲ ἴσως διὰ ταύτην καὶ ἡ |
βούττεις τελείας προευτρεπίζειν καὶ γεμίζειν ὕδατος καὶ κόχλακας ἐν αὐτῷ ποταμίους ῥίπτειν , εἰς τὸ αὐταρκῆσαι μέχρι τῆς τοῦ χειμῶνος | ||
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ . Καρκίνους ποταμίους τρεῖς ἢ πέντε μόνον ἄζυγας ἐπ ' ἀνθράκων καύσας |
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι | ||
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες |
πόδας συὸς καὶ κεφαλάς : εἰ δὲ μὴ , ἀλεκτρυόνος κρέασιν ἢ ὑὸς τετριμμένοισι χρεέσθω , ἰχθύων δὲ σκορπίῳ ἢ | ||
θαψίαν ῥίζαν ᾗ οἱ ἰατροὶ χρῶνται , ἐάν τις σὺν κρέασιν ἑψήσῃ , τὰ πολλὰ ἓν γίγνεσθαι ὥστε ἐκ τοῦ |
ἀγαπῶντα καὶ ἀγαπώμενον . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἔχεις οὐδὲ τοὺς σκορπίους ἡ φύσις ἔξω πεποίηκε παντελῶς τοῦ ἐρᾶν καὶ τοῦ | ||
. ὁ δὲ Ἀριστοτέλης καὶ ἐκ τῶν σισυμβρίων φησὶν σαπέντων σκορπίους γίνεσθαι . Οὐχ ἧττον δὲ τούτων θαυμάσια τὰ φθαρτὰ |
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς διαδίδοται . ἐντεῦθεν δὲ καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἀποφύσεις ἤρτηνται , δι ' ὧν τε ὀσφραινόμεθα καὶ | ||
καστόριον μετ ' ὄξους λεῖον , καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον |
Συμβόλος : ἡ τοὺς σύας βόσκουσα . Νυκτερίους : τοὺς νυκτερινούς . νυχίην : νυκτερινήν . ἐπίκλοπον : κρυφίαν . | ||
φυλακτήριον ἐκ πάντων ζῴων ἰοβόλων . ἀποστρέφει δὲ καὶ ἰνδαλμοὺς νυκτερινούς . ποιεῖ δὲ καὶ ἐπὶ λιθιώντων . βασκανίαν δὲ |
καρτερά , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα γενναῖα , δάκτυλοι ἁπλοῖ εὐμήκεις διεστῶτες ἀπ ' ἀλλήλων , ἐπηρμένα πρόσωπα καὶ σαρκώδη | ||
πεπλεγμένας ἀλλήλαις , ποτὲ δὲ ἁπλᾶς : καὶ ποτὲ μὲν εὐμήκεις σφόδρα , ποτὲ δὲ μικρὰς , ὑπὸ ῥευματισμοῦ δηλονότι |
ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκοὺς ἐπὶ τὸ εὔχρουν καὶ μεσότριχας καὶ μεγαλοφθάλμους καὶ εὐμεγέθεις καὶ ἀξιωματικούς , τῇ δὲ | ||
μελίχροας καὶ συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι καὶ εὐρύθμους καὶ μικροφθάλμους καὶ μεσότριχας , τῇ δὲ κράσει τὸ πλεῖον ἔχοντας ἐν τῷ |
τὰ κακοήθη πάντα , χοιράδας , παρωτίδας , φύγεθλα , λειχῆνας , ἥλους , μελανίας , σύριγγας , αἱμορροΐδας φλεγμαινούσας | ||
ὄρυζαν μόνην ἐσθίωσιν . πρὸς δὲ τοὺς ἐπὶ γενείου προσφάτους λειχῆνας ἢ ἄλλου μέρους τοῦ προσώπου πυροὺς πολλοὺς λαμβάνων ἐπί |
δέ : τὰ γὰρ μετὰ Πλειάδα σπαρέντα καὶ πρὸ τροπῶν φύεσθαι ἑβδομαῖαἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ τριταῖα , τὰ δὲ μετὰ | ||
βλαστάνειν , ἐπιρρυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν |
ὕδωρ τροφῆς ἤδη κεκορεσμένα προακτέον : προνοητέον δὲ μὴ ὑπὸ κνιδῶν ἤ τινος ἀκάνθης νύσσοιντο . φυλακτέον δὲ ὁμοίως , | ||
κνησμὸς κατέχειν πέφυκεν , ἢ τούς γε τῇ τραχύτητι τῶν κνιδῶν ἐντετυχηκότας , ἢ οἷος ἀπὸ τῆς σκίλλης προστριβείσης κνησμὸς |
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ | ||
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ |
ταύτης προσούσης φυσικῶς μᾶλλον θρεπτικωτάτης , λευκοτάτους τὰ σώματα καὶ τετανοὺς τὰς τρίχας μεγάλους τε καὶ εὐτραφεῖς ὄντας πρὸς τὰ | ||
ταύτης προσούσης φυσικῶς μᾶλλον θρεπτικωτάτης , λευκοτάτους τὰ σώματα καὶ τετανοὺς τὰς τρίχας μεγάλους τε καὶ εὐτραφεῖς ὄντας πρὸς τὰ |
τῶν ὑδάτων κακίας ἐνοχλοῖτο , ὅταν αὐτῷ τῷ ὕδατι μιγνύῃ χυλοὺς συνήθεις τε καὶ πλείους ἐναντιουμένους τῇ τοῦ ὕδατος κακίᾳ | ||
Ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστὶ κατά γε τοὺς χυλοὺς καὶ τὰς δυνάμεις , ὥσπερ σίκυος ὅ τε ἄγριος |
. ἔχει δὲ καὶ ἡ θήλεια θηλὰς μὲν τέσσαρας , μαστοὺς δὲ δύο καὶ γάλα λεπτότατον πάντων τῶν ζῴων . | ||
, παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες δύο μαστοὺς ἔχουσι καὶ θηλὰς τέσσαρας . ὅτι τῶν βοῶν τὸ |
βάλανον ἐσδύνων καὶ μὴ ἀπορρέῃ ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος : ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες , | ||
πρὸς τόκον . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σύκων τῶν διὰ τοὺς ψῆνας πεπείρων . Ὑποβολιμαῖος εἶ : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν : |
μὲν γλαυκίδιον ἕψειν ἐν ἅλμῃ . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον : τὸν γαλεόν ; ἐνυποτριμματίζεσθαι . τὸ δ | ||
: καὶ τῶν ῥαφάνων ἕψειν χρὴ , ἰχθῦς τ ' ὀπτᾶν τούς τε ταρίχους , ἡμῶν δ ' ἀπὸ χεῖρας |
πολλαχῇ καὶ ἀντιτύποις ταῖς συμβολαῖς : ῥυθμοὺς δὲ ἐπιτηδεύει τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα | ||
τοῖς κώλοις ταῦτά τε ὁμοίως ἐπιτηδεύει καὶ τοὺς ῥυθμοὺς τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα |
καὶ τότε ἐστὶ δραστικώτερον . ἔχει δὲ ῥίζας δύο ἐμφερεῖς καρδάμῳ . Ἰδαία ῥίζα φύλλα ἔχει ὀξυμυρρίνῃ ἐοικότα , παρ | ||
, ἐν οἷς καὶ τοὺς νεφροὺς ἔφαμεν , καὶ προσέτι καρδάμῳ καὶ ἀλεύρῳ ὀροβίνῳ μετὰ μέλιτος καὶ περιστερῶν κόπρῳ μετ |
τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκερύθρους καὶ εὐμεγέθεις καὶ εὐέκτας καὶ γλαυκοφθάλμους καὶ δασεῖς καὶ μεσότριχας , τῇ δὲ κράσει τὸ | ||
Πρὸς γλαυκοφθάλμους ὥστε μέλανας ἔχειν τὰς κόρας . ] Τὰς γλαυκοφθάλμους γυναῖκας ποιεῖ ὑοσκυάμου τὸ κυανοῦν ἄνθος ξηραινόμενον ἐν σκιᾷ |
ψυγῆναι γεγυμνωμένον ἐν τῇ κατὰ μέρος σπαργανώσει , λαμβάνειν τελαμῶνας ἐρεοῦς τρυφερούς , [ τε ] καθαρούς τε καὶ μὴ | ||
ἐσθὴς δ ' αὐτοῖς ἐστι χιτὼν λινοῦς ποδήρης καὶ ἐπενδύτης ἐρεοῦς , ἱμάτιον λευκόν , κόμη μακρά , ὑπόδημα ἐμβάδι |
, φαρμάκῳ κάτω τὴν κοιλίην καθαίρειν : σιτίοισι δὲ χρήσθω μαλθακοῖσι καὶ ὑποχωρητικοῖσι , καὶ θαλασσίοισι μᾶλλον ἢ κρέασι , | ||
πειρεύμενος ὅ τι ἂν μάλιστα προσδέχηται : σιτίοισι δὲ χρήσθω μαλθακοῖσι , καὶ σκόροδα ἐσθιέτω ἑφθὰ καὶ ὠμὰ , καὶ |
πάσας . ἐπεύθυνον ] διῴκουν . νόστοι ] ὑποστροφαί . ἀπόνους ] † ἤγουν ἀβλαβεῖς καὶ μὴ τε - τρωμένους | ||
ἰχθύων ὁ ζωμὸς μιγνύμενος κονίᾳ στάκτῃ ὀμμάτια λαμπρύνει παλαιὰ καὶ ἀπόνους ποιεῖ . οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λίθοι |
χοίνικας βρέξας , ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι , ἰσχυρῶς ποιῆσαι λείους ἐν ὅλμῳ ἢ ἐν θυΐῃ : ἔπειτα ἐπιχέαι ὕδατος | ||
ὕδατι , κλύζειν . Ἢ κόκκους κνιδίους ὅσον ἑξήκοντα τρίψας λείους , ἐπιχέας τε μέλι καὶ ἔλαιον καὶ ὕδωρ , |
πεποικίλθαι δεινῶς , εἶναι δὲ καὶ ἅψασθαι ταύτας ἁπαλωτάτας . σαύρους δὲ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ τῶν Ἀράβων γῇ τίκτεσθαί φησι | ||
. Ἐν Αἰθιοπίᾳ τοὺς καλουμένους Σιβρίτας σκορπίους ἀκούω σιτεῖσθαι καὶ σαύρους καὶ ἀσπίδας καὶ σφονδύλας καὶ τίφας καὶ πᾶν ἑρπετόν |
ἐπὶ μύκησιν ἢ ὄμφαξι βρωθεῖσιν ἢ ἐπὶ τῷ ἀγαρικῷ , στρύχνῳ ἢ μανδραγόρᾳ ἢ ὑοσκυάμῳ : κατασπῶντες γὰρ εἰς ἔντερα | ||
οἰνοφόρου , ξυλώδη , τραχέα : φύλλα δ ' ὅμοια στρύχνῳ κηπαίῳ , πλατύτερα δὲ καὶ μακρότερα : ἄνθος ὡς |
φαντασίαν τὴν φλογώδη ἐμπεσόντες ὥσπερ οὖν ἐς ἕρμα τὴν ἔναλον μυρίκην τήνδε , τοῦ φαρμάκου τοῦ μὲν καταδεύσαντος αὐτούς , | ||
ποταμοὺς κατακειμένους γυμνοὺς τὸ πλέον , γένειον πολὺ καθεικότας , μυρίκην ἢ κάλαμον ἐστεφανωμένους : οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς μὴ χείρους |
κωρυκώδη τινὰ κοῖλα , καθάπερ ἡ πτελέα , ἐν οἷς θηρίδια ἐγγίγνεται κωνωποειδῆ : ἐγγίγνεται δέ τι καὶ ῥητινῶδες ἐν | ||
, ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς γλυκέσι καὶ μαλακοῖς ξύλοις , δάφνη δὲ καὶ |
. ἀπὸ δὲ τῆϲ τρίτηϲ θεραπεία πυοποιόϲ , ἔπειτα ἡ ἀναξηραίνειν ἐπαγγελλομένη . εἰ μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ βρέγματοϲ μόνου | ||
δὲ ἥλιον τοῦ χειμῶνος κατὰ τὴν Λιβύην ποιούμενον τὴν πορείαν ἀναξηραίνειν τὸν Νεῖλον , ἐπὶ δὲ τὰς θερινὰς τροπὰς μεθιστάμενον |
ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ ἁπαλούς : οἷον πέτρινε . πέτρας ἀπόκομμ ' ἀτεράμνω : | ||
, κομᾶν ὄπισθεν ἀφεὶς ὥσπερ οἱ νῦν τοὺς παῖδας τοὺς ἁπαλούς . καὶ ὁ Φίλιππος γελάσας [ λέγει ] , |
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτούς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν | ||
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτοὺς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν |
ἡπατικοὺς ἐν τάχει . Κεφ . κʹ . [ Πρὸς ἰκτερικοὺς καὶ νεφριτικοὺς καὶ λιθάρια μικρὰ ἐξουροῦντας . ] Ἀκάνθου | ||
ποιεῖ πρὸς πολλὰ τὸ καθάρσιον τοῦτο καὶ πρὸς τριταΐζοντας καὶ ἰκτερικοὺς καὶ ὀφθαλμιῶντας . καί ἐστιν ἄλυπον σφόδρα καὶ ὀξὺ |
φησὶ γίνεσθαι ἐκ συκαμίνων , ὧν τοὺς φάγοντας τριχορεύειν . Μνησίθεος δέ φησι τὸν ἄρτον τῆς μάζης εὐπεπτότερον εἶναι καὶ | ||
νῦν οὔτε κενός , ἀλλ ' ἡδέως ἔχων ἐμαυτοῦ . Μνησίθεος γάρ φησι δεῖν φεύγειν ἁπάντων τὰς ὑπερβολὰς ἀεί . |
διαχωρέουσιν : οἱ δὲ χυλοὶ τῶν μήλων πρὸς τοὺς ἐμέτους στατικοὶ καὶ οὐρητικοί : καὶ ὀδμαὶ πρὸς τοὺς ἐμέτους : | ||
πολύτροφοι , ἔτι δὲ βαρεῖς καὶ δυσοικονόμητοι διψώδεις τε καὶ στατικοὶ κοιλίας . ἡμεῖς δέ , φησὶν οὗτος , ἑταῖρε |
. ὁ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ μελίχροας καὶ συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι καὶ εὐρύθμους καὶ μικροφθάλμους καὶ | ||
δ ' ἀπὸ τῆς μετοπωρινῆς ἰσημερίας μέχρι τῆς χειμερινῆς τροπῆς μελίχροας , ἰσχνούς , σπινώδεις , παθήνους , μεσότριχας , |
δ ' ἔτι καὶ ἐπίπαστα λείχειν : ἦν δ ' ἔτνος , καὶ ἐπιπάττοντες ἀλφίτων λεπτῶν καὶ ἐλαίου ἤσθιον . | ||
βολβός , ἐλαία , σκόροδον , καυλός , κολοκύντη , ἔτνος . καὶ μυρία τοιαῦτ ' εἰπὼν ἐπάγει : πᾶς |
καὶ τῇ γεύσει τὴν διάγνωσιν αὐτῶν ποιεῖσθαι : καὶ γὰρ δυσώδεις καὶ ἀηδεῖς καὶ βλενώδεις εἰσὶν ὅσοι τὴν δίαιταν ἔχουσιν | ||
χείλους τε τοῦ κάτω τρόμοι καὶ ἀφωνία καὶ λήθη καὶ δυσώδεις δοκήσεις καὶ ὕπνοι βαθεῖς παρὰ τὸ εἰωθὸς ἢ ἐπιπόλαιοι |
τῆς μακροθυμίας , εἰ ἐλπίζοιεν τέως ἀνθέξειν ἕως τελεσφορήσειεν ἡ γογγύλη : καὶ δὴ περιγενέσθαι πάντας φασὶ πλὴν ἀνδρῶν ὀλίγων | ||
. λέγε οὖν ἐπὶ τοῦ λαχάνου γογγυλίς , ἀλλὰ μὴ γογγύλη . Πάντοτε μὴ λέγε , ἀλλ ' ἑκάστοτε καὶ |
σκιλλητικῷ καὶ ὑπαλείψεσι τοῖς ὀξυδέρκοις ἐπαγγειλαμένοις . συμφέρει δὲ καὶ πταρμοὺς κινοῦν τι καθ ' ἡμέραν , χρίειν δὲ τὸ | ||
ἐλλέβορον μέλανα , καὶ ζωμὸν ὀρνιθείων πίονα θερμὸν , καὶ πταρμοὺς ἰσχυροὺς καὶ πολλοὺς ἐμποιέειν , καὶ πυριᾷν : ὁκόταν |
ἴρεως καὶ τὸ ἰσχυρὸν ὄξος αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην καὶ θερμοὺς καὶ πύρεθρον καὶ τερεβινθίνην καὶ θεῖον καὶ νίτρον καὶ | ||
θέω ῥήματος ὀνομάσαι τοὺς ἀρχαίους : ταύτῃ τοὺς μὲν ταχεῖς θερμοὺς λέγουσι , τοὺς δὲ ψυχροὺς βραδεῖς , ἀπὸ δὲ |
τῶν λαχανωδῶν , οἷον βλίτον ἀδράφαξυς ῥάφανος : ἐπεὶ καὶ ἐλάα ποιεῖ πως τοῦτο , καί φασιν ὅταν ἄκρον ἐνέγκῃ | ||
παρὰ πᾶν τὸ δεῖπνον ἅπαντας αὐτοὺς παραπέμπειν , κἂν ἄρα ἐλάα τις ἢ τυρὸς ἢ σύκον , κἄν τι λάβωσιν |
ἐγκέφαλον φορέουσι νέοις ἀσπαστὸν ἔδεσμα . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἱστορεῖ : οἱ τῶν φοινίκων ἐγκέφαλοι πλήσμιοι καὶ πολύτροφοι | ||
πεμμάτων ἔτι τε ἀλφίτων Ἀσκληπιαδῶν παῖδες . Δίφιλος μὲν ὁ Σίφνιος ἐν τῷ περὶ τῶν προσφερομένων τοῖς νοσοῦσι καὶ τοῖς |
δὲ Γαληνὸϲ πρὸ τῆϲ ἐπιϲημαϲίαϲ ἀνατρίβειν φηϲὶ τὸ δέρμα τῷ ἀβροτόνῳ ἢ καλαμίνθῃ ξηρᾷ ἢ κονύζηϲ τοῖϲ φύλλοιϲ τε καὶ | ||
, πραϲίῳ μετ ' οἴνου ἢ ἀψινθίῳ ἢ εὐζώμῳ ἢ ἀβροτόνῳ ἢ χαμελαίᾳ ἢ χαμαιπίτυι . ἁρμόϲει δὲ αὐτοῖϲ καὶ |
ὀπὸς σιλφίου μετὰ χαλκάνθου ἢ ἰοῦ . κυνεία λευκὴ ὄξει λειωθεῖσα καὶ ἐγχυματιζομένη ἢ καταχριομένη ποιεῖ ἄκρως . προσέτι δὲ | ||
τὴν ὑστέραν καλῶς ποιεῖ . ὅταν δ ' ἑψηθεῖσα καὶ λειωθεῖσα , ὡς εἴρηται , ἀντὶ τοῦ μέλιτος πάλιν ἐν |
, εἰς ὃ τιθέασιν οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπὶ τῷ ξηραίνεσθαι : ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα , | ||
γεγενῆσθαι . ἀζαλέην καὶ ὀπταλέην , ἐπεὶ δοκεῖ πρῶτα μὲν ξηραίνεσθαι , εἶτα ὀπτᾶσθαι . σφετέροισι τέκεσσι , τοῖς ἑαυτοῦ |
Τῶν δὲ ὀργάνων ἢ δυσκρασίᾳ ἁλόντων , ἢ ἐμπεπλασμένους ἐχόντων χυμούς τινας τοῖς ἐκεῖθεν ἀναφερομένοις ἀτμοῖς , ὁποῖαι δή τινες | ||
οὖν ἐγὼ δακνώδεις ἐν αὐτοῖς τοῖς χιτῶσι τῶν ἐντέρων ἀναπεπόσθαι χυμούς , δύσφθαρτον αὐτῷ παρέσχον τροφήν : εἶτα διαθεασάμενος ἧττον |
ὑπὸ τῶν κυνῶν ἔκπληκτοι γίγνεσθαι . κατακλίνεται δὲ ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας , τὰ δὲ πρόσθεν σκέλη τὰ | ||
, ὑγρὰς εὐκαμπεῖς , τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς δασύτερον . ὑποκώλια μακρὰ εὐπαγῆ . σκέλη δὲ εἰ μὲν τὰ ὀπίσθια |
νυκτὸς τὴν Σελήνην χρὴ προσβλέπειν . Βέλτιον μὲν οὖν τοὺς ἡμερινοὺς ἐν ἰδίοις τριγώνοις ἐπικέντρους ἢ ἐν χρηματιστικοῖς τόποις εὑρίσκεσθαι | ||
νυκτερινῆς οὔσης τῆς γενέσεως ἡμέρας ἡ ἀποκατάστασις εὑρεθῇ , τοὺς ἡμερινοὺς οἰκοδεσπότας συγκρινοῦμεν καὶ τὸν κύριον τοῦ ὁρίου καὶ τοῦ |
λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης , ἥν φασιν καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους , οὐ μακράν | ||
Καὶ λαβὼν τούτους εἰς ἀγγεῖα κεράμεα τετρημένα κάτωθεν ἐπιτίθει τοὺς βότρυας , καὶ σκέπασον τὸ ἄνωθεν μέρος ἐπιμελῶς , [ |