μὲν παῦρά τε καὶ λιγέως , νῦν δὲ νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσι τοὺς Ὁμηρικοὺς ἐκείνους δημηγόρους νῦν μὲν μιμούμενος , νῦν
δ ' ὁπότε βριαρῇ ὑπὸ χερμάδι καρπὸς ἐλαίης οὔ πω χειμερίῃσι μελαινόμενος ψεκάδεσσι χεύῃ πολλὸν ἄλειφα , περιτρίζωσι δὲ μακρὰ
7057672 νιφαδεσσιν
ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν , οὐκ ἂν ἔπειτ ' Ὀδυσῆί γ
, καὶ ἐξηπλωμένην , πλατύ . σκιάσει : σκεπάσει . νιφάδεσσιν : χιόνι , χιόσι , χιόνεσσιν . ἀλωήν :
5194623 ποησειν
γειαι ? καὶ οἱ θεοὶ δῴησαν αὐτῷ [ ] ! ποησειν ? : φιλότεκνος ? [ ] γὰρ ὡς [
γειαι ? καὶ οἱ θεοὶ δῴησαν αὐτῷ [ ] ! ποησειν ? : φιλότεκνος ? [ ] γὰρ ὡς [
5055495 ἐγκωμιαζοντα
εὔηθες εἶναι ὑπολαμβάνω : τὸν μὲν γὰρ ἄλλους τινὰς ἀνθρώπους ἐγκωμιάζοντα , οἳ πολλαχόθεν εἰς μίαν πόλιν συνεληλυθότες οἰκοῦσι γένος
' ἐγκωμιαστικά εἰσι : πλὴν δείκνυσιν , ὡς χρεία τὸν ἐγκωμιάζοντα καὶ γλυκὺν εἶναι κατὰ προφορὰν καὶ πειθήνιον , ἔνθα
4977071 Βρισηος
, μετὰ δ ' ἔσσεται ἣν τότ ' ἀπηύρων κούρη Βρισῆος : ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι μή ποτε τῆς
, μετὰ δ ' ἔσσεται ἣν τότ ' ἀπηύρα κούρη Βρισῆος : ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμεῖται μή ποτε τῆς
4908297 ἀτασθαλιης
ἑταῖρε , δικαίως χρήματα ποιοῦ , σώφρονα θυμὸν ἔχων ἐκτὸς ἀτασθαλίης , ἀεὶ τῶνδ ' ἐπέων μεμνημένος : εἰς δὲ
μέγ ' ἔτρεμεν : οὐδ ' ὅ γε λυγρῆς λῆγεν ἀτασθαλίης , ἐπεὶ ἦ φρένας ἄασε Κύπρις . Πάντῃ δ
4711107 αἰθοπος
] γάρ κεν πρὶν τοῦτο κατὰ ? [ στένος ] αἴθοπος [ ὁρμήν ] οἴνου ἐρωήσαιτε καὶ ἐκ κακότητα φύγοιτε
πολύμορφον ἄγων μιξόχροα κύκλον . Καὶ πρόμος Ἠελίοιο , προάγγελος αἴθοπος Ἠοῦς , ἀστερόεις ἀνέτειλεν Ἑωσφόρος ἡδὺ φαείνων , λαμπάδα
4702997 καθοραι
ἔθ ' εὑρήσεις δῆμον φιλοδέσποτον ὧδε ἀνθρώπων , ὁπόσους ἠέλιος καθορᾶι . Ζεὺς ἄνδρ ' ἐξολέσειεν Ὀλύμπιος , ὃς τὸν
, σχεδὸν οἱ ὁμοτράπεζοι καλούμενοι . σὺν τούτοις δὲ ὢν καθορᾶι βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ
4653636 ἐδαμνατο
. , . ; . . , . . [ ἐδάμνατο ] Φοῖβος Ἀπόλλων [ [ ] ανης ? ὑπο
] φῦλα νευρῆι ἔπι ψάλλων ἀλλ ' οὐκ Ἄστερον ἰὸς ἐδάμνατο | : τρὶς γὰρ ἐπ ' [ αὐτῶι ]
4649346 ἐκκεκηρυχθαι
ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν : τοῦτον σχολῆς τῆσδ ' ἐκκεκηρῦχθαι λέγω . Καὶ ὃς ἀναστάς : οἱ μὲν ἐκήρυσσον
: τὸν δ ' ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα , ἐᾶν
4644456 ἀλκυονεσσι
, τηλόθι δ ' οἴη λυγρῇσιν κατὰ πόντον ἅμ ' ἀλκυόνεσσι φορεῦμαι , σῶν ἕνεκεν καμάτων , ἵνα μοι σόος
εἴην , ὅς τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις .
4630707 μεγαθεα
παρὰ σέο εἰρημένος . Εἰ δὲ τοιοῦτοί τε ἐόντες καὶ μεγάθεα τοσοῦτοι ὅσοι σύ τε καὶ οἳ παρ ' ἐμὲ
ἐλάσσων εἶναι τοῦ Ἴστρου . Νήσους δὲ ἐν αὐτῷ Λέσβῳ μεγάθεα παραπλησίας συχνάς φασι εἶναι , ἐν δὲ αὐτῇσι ἀνθρώπους
4594809 βαρυθει
: ὀρφανοὶ κατὰ μητέρα * ἐξεγένοντο : ἐγεννήθησαν οἵη γὰρ βαρύθει : μόνη γὰρ βαρύνεται ὑπὸ τῷ κυήματι τῆς γαστρός
ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ ' αὐτοῦ : ἔγχος δ
4582064 κηδεων
γένετ ' ἄλλος ἀποτμότερος ζωόντων οὐδὲ τόσων σφετέρῃσιν ἐγεύσατο φροντίσι κηδέων . σχέτλιος , ὃς τόξοισιν , ἅ οἱ πόρεν
κακὴν βασιλῆος ἐφετμήν , αὐτίκ ' † ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν κηδέων τε λαθέσθαι , ὄφρ ' αὐτός με τεῇσι φίλαις
4562839 ἀποσυλησας
γῆ , ] ἣν Αἰγυπτίοις χαρίζεται : ὁ δὲ πλωτῆρας ἀποσυλήσας τὴν θάλασσαν | γηπόνοις σχίζειν ἔδωκεν ἀρότροις ἀντὶ κυμάτων
' αὐτόν : μόνος γὰρ οὗτος τὰς μεθόδους τῶν πραγμάτων ἀποσυλήσας τέχνην συνεστήσατο λογικήν . οἱ δὲ πρώην οὐκ ἠγνόουν
4514024 Φυσιγναθος
δ ' ὑπὲρ ὕδατος εἶχε τράχηλον . τοῦτον ἰδὼν κατέδυ Φυσίγναθος , οὔ τι νοήσας οἷον ἑταῖρον ἔμελλεν ἀπολλύμενον καταλείπειν
τρίτος ἦν ἀγαπητὸς ἐμοὶ καὶ μητέρι κεδνῇ , τοῦτον ἀπέπνιξεν Φυσίγναθος ἐς βυθὸν ἄξας . ἀλλ ' ἄγεθ ' ὁπλίζεσθε
4485817 δηριαασθαι
θήῃς , τοὺς δ ' ἔτ ' ἐᾶν πεδίον κάτα δηριάασθαι . αἲ γὰρ Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ
αὐτὸν ἀποκταμένοιο ἄνακτος εἷλεν ἄχος : κρατεροῖο δ ' ἐναντία δηριάασθαι Μέμνονος ὡρμήθησαν ἀν ' αἱματόεντα κυδοιμόν . Ὡς δ
4478429 ψαλλων
. ὑμέναιον : τὴν ᾠδὴν τοῦ στεφανώματος . ἀείδων : ψάλλων . Γαμήλια : πράγματα . Ἀλόχου : γυναικός .
Πρὸς Ἄτταλον ἐπιστολῇ . Ἔστι δὲ μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον
4430052 κοχωνα
πρὸ χελιδόνων ] ἤτοι κατὰ τὸν χειμῶνα . εἰς τὰ κόχωνα : κοχώνη τόπος ὑπὸ τὸ αἰδοῖον , τὸ μεταξὺ
Γ ἀπώμνυν ] ὅρκοις ἐπὶ τῷ μὴ κεκλοφέναι . Γ κόχωνα ] κοχώνη τόπος ὑπὸ τὸ αἰδοῖον καὶ τὸν μηρόν
4423900 βουλεων
ἀπεκρύψατο αὐτὸ , ἀλλ ' εἶπεν ἄντικρυς Καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιον , πείθοντό τε μύθῳ , ὄντες , φησὶ
ἀπὸ εἶδος ἄητο : τῆς μὲν Σίσυφος ] Αἰολίδης πειρήσατο βουλέων ? βοῦς ἐλάσας [ : ἀλλ ' οὔ τι
4422260 θυμιατε
ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵτε τὰς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐράνιαι πτάμεναι νόημα ποττὰν
καὶ Πίνδαρος : αἵ τε τὰν χλωρὰν λίβανον ξανθὰ δάκρυα θυμιᾶτε . ⌋ Λιβδοῦμεν : ἀπὸ τῆς λιβάδος , οἱονεὶ
4408725 τοιῃδ
πτερόεντ ' ἀγόρευον : οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς
τὰ τοῦ Ὁμήρου ἔπη Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν , ὥσπερ
4399906 Πινδαρε
ἡγεῖσθαί τε καὶ ἄρχειν . καίτοι τοῦτό γε , ὦ Πίνδαρε σοφώτατε , σχεδὸν οὐκ ἂν παρὰ φύσιν ἔγωγε φαίην
Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . ἀναλάμβανε δέ , ὦ Πίνδαρε , τὴν Δωρίαν φόρμιγγα καὶ ὕμνει τὸν Φερένικον ἵππον
4367379 λιαρῳ
Πάτροκλος πρῶτον τῷ εὐπορηθέντι μαχαιρίῳ διαχειρίζει , ἔπειτα ἀπονίψας ὕδατι λιαρῷ , ὡς ἀνωδυνώτερον γένοιτο , ῥίζαν ἐπιβάλλει : πολλαὶ
ἐπικλείουσι Μέλαιναν : τῇ δ ' ἐπὶ καὶ Μελίτην , λιαρῷ περιγηθέες οὔρῳ , αἰπεινήν τε Κερωσσόν , ὕπερθε δὲ
4356271 στειλαμενος
γλήν . Οἵην μὲν φίλος υἱὸς ἀνήγαγεν Οἰάγροιο Ἀργιόπην Θρῇσσαν στειλάμενος κιθάρην Ἁιδόθεν : ἔπλευσεν δὲ κακὸν καὶ ἀπειθέα χῶρον
τουτέστι μὴ διότι φθονεροί εἰσιν οἱ ἄνθρωποι , παρὰ τοῦτο στειλάμενος τὴν τοῦ πατρὸς ἀρετὴν σιγάτω : λεγέτω δὲ τῶν
4346971 ἀσφαλεως
Ἀλαὸς δὲ πέλει βίος ἀνθρώποισι : τοὔνεκ ' ἄρ ' ἀσφαλέως οὐ νίσεται , ἀλλὰ πόδεσσι πυκνὰ ποτιπταίει : τρέπεται
ἐφέλκεται καὶ πάντες εἰς αὐτὸν ὁρῶσιν : Ὁ δ ' ἀσφαλέως ἀγορεύει , αἰδοῖ μειλιχίῃ , μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν
4307300 ὀλβιστηρων
ἐπεὶ φρένα οὐκέτ ' ἀείρω , ὄλβιον εἰσορόων πατέρων γόνον ὀλβιστήρων σώφρονα δημοτελῆ πανυπείροχον ἐγγὺς ἀνάκτων . θάλλε μοι ,
? ? ? ? ? ? [ γόνος τῶν ] ὀλβιστήρων ? ? [ ] ? ? ? [ ,
4287730 μεμηλεν
πάντες ] δ ' εὐχετόωντο [ ] , θύος δὲ μέμηλεν ἑκάστῳ [ βωμὸν ] ἀναι ? [ ! !
ἰκέλην φύσιν οἷα γυναικῶν . τόφρα μὲν οὖν τοίῃσι τιθηνείῃσι μέμηλεν : ἀλλ ' ὅτε κουρίζωσιν ἑὸν σθένος , αὐτίκα
4287248 ἀποφθιμενος
, νηὸς ἄπο προθορόντας , ὅθι ξένος ἐν ψαμάθοισι κεῖται ἀποφθίμενος : τῷ οἱ κτέρεα κτερεΐξαι παμμήτειρα Ῥέη κέλεται γέρα
τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος ὕστατον εἶπε φίλοις τοὔπος ἀποφθίμενος : θερμὴν δὲ πύελον γὰρ ἐληλύθεεν καὶ ἄκρατον ἔσπασεν
4268349 ἐγκυρσας
φερέμεν δύναται , βαρύθει δέ θ ' ὑπ ' αὐτῆς ἐγκύρσας ἄτῃσιν : ὁδὸς δ ' ἑτέρηφι παρελθεῖν κρείσσων ἐς
φερέμεν δύναται , βαρύθει δέ θ ' ὑπ ' αὐτῆς ἐγκύρσας ἄτῃσιν : ὁδὸς δ ' ἑτέρηφι παρελθεῖν κρείσσων ἐς
4257136 δηυτε
κατὰ τὸν ἀνακλώμενον χαρακτῆρα πολὺ παρὰ τῷ Ἀνακρέοντί ἐστι παρὰ δηῦτε Πυθόμανδρον κατέδυν ἔρωτα φεύγων : τῷ δὲ καθαρῷ ἑφθημιμερεῖ
δίμετρα , οἷον τὰ Ἀνακρεόντεια ὅλα ᾄσματα γέγραπται ἐρῶ τε δηῦτε κοὐκ ἐρῶ καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι : τρίμετρα δὲ
4255263 ἡσθαι
: ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν .
ἔξεστί μοι , καὶ δύναμαι , εἴ μοι δόξει , ἧσθαι καὶ πεφυλάχθαι ; Ἔξεστιν , εἴποις ἄν , καὶ
4252419 εὐπροσιτος
' ἂν τούτῳ κατ ' ἄλλην χρείαν ὁ εὐπρόσοδος , εὐπρόσιτος , εὐέντευκτος , εὐεπίμικτος , εὐξύμβολος , μειλίχιος ,
τε δεσπότης ἐκ τῆς πρὸς τοὺς οἰκέτας ἰταμότητος ἢ φιλανθρωπίας εὐπρόσιτος , ἢ φιλαπεχθήμων τοῖς ἐντυγχάνουσιν δόξειεν : τόν τε
4247272 κακομηχανον
δ ' ἀναπτύξας τὸ πλευρὸν ὁ χαλκουργὸς ἐκεῖνος δόλον τὸν κακομήχανον ἐξεῖπεν ἀπανθρώπως , Εἴ τινα βούλει , Φάλαρι ,
θ ' ἱππιοχάρμην [ , ] [ κείνην δὲ τριτάτην κακομήχανον ] , ὀψὲ δὲ ποινή [ ] [ ὑπ
4244786 σκολοπεσσι
χοίρου , ὅταν φοβηθεὶς ὀρθὰς ἑαυτοῦ τὰς τρίχας στήσῃ . σκολόπεσσι : ἀκάνθαις , κέντροις : ἐπαινεῖται τὴν εὐπορίαν τοῦ
ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἀλλ ' ἄνα
4226133 φιλιης
ἐποικοδομέουσι , χαρίζονται , εἶτα μετανοοῦσι , καὶ ἀφαιρεῦνται τὰ φιλίης δίκαια , κακοπραγεῦντες ἐς ἔχθρην , τὰ ξυγγενείης πολεμοποιεῦντες
προθελύμνους ἱππαλέη νοῦσος πρόλιπεν δύο , μητέρα μούνην καὶ μητρὸς φιλίης ὑπομάζιον εἰσέτι πῶλον . αὐτὰρ ἐπεὶ μέγας ἦν ,
4223362 φρητρας
τοῦ Νέστορος ; κρῖν ' ἄνδρας κατὰ φῦλα , κατὰ φρήτρας , Ἀγάμεμνον : ὣς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγει , φῦλα
ἦ δ ' ὅς , “ ἢ κατὰ φῦλα καὶ φρήτρας μετὰ τῶν φίλων καὶ συγγενῶν διατρίβουσιν ἐπὶ τοῦ ἀσφοδέλου
4211955 ἡδυποτοιο
τοῖς δ ' ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου ἡδυπότοιο , τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον
, οὕτω καλέσας αὐτόν : Ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο . Ποιεῖ δὲ Ὅμηρος καὶ τὰς κόρας καὶ τὰς
4206217 ζεφυροις
νέμεται γῆν καὶ οἵων μὲν πίνει πηγῶν , οἵοις δὲ ζεφύροις τρυφᾷ , ἔστι δὲ καὶ οὐκ ἰδόντι τὴν πόλιν
. Ὑψίκομον παρὰ τάνδε καθίζεο φωνήεσσαν φρίσσουσαν πυκινοῖς κῶνον ὑπὸ ζεφύροις , καί σοι καχλάζουσιν ἐμοῖς παρὰ νάμασι σῦριγξ θελγομένῳ
4188135 χεε
ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί .
δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί
4152344 μηλοτροφον
σφι πρὸς ταῦτα χρᾷ τάδε : Αἰ τὺ ἐμεῦ Λιβύην μηλοτρόφον οἶδας ἄμεινον , μὴ ἐλθὼν ἐλθόντος , ἄγαν ἄγαμαι
ἦλθες : ἄναξ δέ σε Φοῖβος Ἀπόλλων ἐς Λιβύην πέμπει μηλοτρόφον οἰκιστῆρα . τὸ δὲ σημεῖον , ὅτι ἑπτακαιδεκάτῃ γενεᾷ
4131146 ὠκυτατος
ῥ ' ὁ μὲν ἠϊθέοισι μετέπρεπεν , αὐτὰρ ὁ πόντῳ ὠκύτατος δελφὶς ἑτέρων προφερέστατος ἦεν , δή ῥα τότ '
ἐπ ' αὐτοῦ τάχιστα . Ἰδού σοι οὑτοσὶ δελφίνων ὁ ὠκύτατος . Εὖ γε : ἀπελαύνωμεν : σὺ δὲ παρανήχου
4125795 στραφεντα
τοῦ διώκειν ἢ τοῦ ἀποχωρεῖν ἕνεκα . ἀγαθὸν οὖν τὸ στραφέντα ταχύνειν μελετᾶν . ὅταν δὲ ἱκανῶς ἤδη δοκῇ τὸ
μικρῶν μὲν ὄντων αὐτὴν ἐκβάλλειν , αὐξηθέντων δὲ διδάσκειν ἔξω στραφέντα τὰ νεόττια ἀφοδεύειν . Τὰς δὲ περιστερὰς οὐ θέλειν
4118854 καθηρῃ
καὶ τὸ ξὺν τῷ ναρκισσίνῳ . Ἢν δὲ ταῦτα μὴ καθήρῃ , κατανοῶν πολὺ προστιθέναι , τέως τὸ ξὺν τῇ
νοσήλια , μέχρις ἅπασαν ἄτην γυιοβόρους τε δύας ὀδύνας τε καθήρῃ : ὣς οἵγ ' ἀρτιφύτοισιν ἀναΐσσουσιν ἐλύτροις δειδιότες νούσοιο
4110253 ὀξυστομους
Μάθε . ἄκουσον ] Αἴσθησιν ἀντ ' αἰσθήσεως . : ὀξυστόμους κτλ . . . ] Πρῶτος Ἡσίοδος ἐτερατεύσατο τοὺς
τριοτο τοτοβριξ : οἵ θ ' ἑλείας παρ ' αὐλῶνας ὀξυστόμους ἐμπίδας κάπτεθ ' , ὅσα τ ' εὐδρόσους γῆς
4106986 ἠνθε
ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , πάλιν ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα , λάθρη
ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ τᾶς ἁμᾶς αὐλητρίδος ἅ
4106568 ἀναξιν
ἀπὸ πλευρῆς τε τριγώνου , δωρεῖται φιλίην βασιλήιον ἢ καὶ ἄναξιν εἰκελίων ἀνδρῶν , αὐτοὺς δ ' ἄρα φῆμιν ἀρίστην
. ἥμισυ δ ' αὖτε ὄφιν , διὰ τὴν σφοδρὰν ἄναξιν τῶν ἀτμίδων , οἷος καὶ ὁ ὄφις ἐστίν ,
4095610 ἀντιπαθη
ὥσπερ Ὅμηρος : ἑτεραλκέα δῆμον ἔχοντες . ἑτεραλκέα δὲ τὴν ἀντιπαθῆ , τὴν ἐναντίαν ἀλκὴν ἔχουσαν κήδευς : τὸ δὲ
δῆγμα ιδ ϲκορπίου πληγὴ καὶ περίαπτα πρὸϲ τὸ αὐτὸ καὶ ἀντιπαθῆ ιε φαλαγγίων πόϲα γένη καὶ βοηθήματα πρὸϲ τὰ αὐτὰ
4091323 ἀφανεων
Πειρίθου υἱὸς Βροτίνωι καὶ Λέοντι καὶ Βαθύλλωι : περὶ τῶν ἀφανέων κτλ . τὴν γὰρ περιφερομένην ὡς Τηλαύγους ἐπιστολήν ,
καὶ αὖθις ἐπικάρσιον τὸ ὀστέον , τῶν ῥηξίων εἵνεκα τῶν ἀφανέων ἰδεῖν , καὶ τῆς φλάσιος εἵνεκα τῆς ἀφανέος ,
4088809 Θεσσαλαι
σελήνην ταῖς ἐπῳδαῖς κατασπῶσι . τοῦτο δὲ ποιεῖν δοκοῦσιν αἱ Θεσσαλαὶ σφαλεῖσαι τῆς ὑπολήψεως : καθὸ Ἀγλαονίκη , Ἡγέμονος θυγάτηρ
] [ ] ! ρακλεωτης ? Ἐργῖνος ! [ [ Θεσσαλαὶ [ αἱ βόες αἵδε , παρὰ προθύροισι δ '
4086943 πολειϲ
Εὐθυκράτηϲ προὔδωκε τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα Ὄλυνθον καὶ αἴτιοϲ ἐγένετο τὰϲ πόλειϲ τῶν Χαλκιδέων οὔϲαϲ τετταράκοντα ἀναϲτάτουϲ γενέϲθαι καὶ τὰ ἑξῆς
? [ ! ] ! ! ! ν ὅϲαϲ ἀναϲτάτουϲ πόλειϲ ἑόρακαϲ [ ] [ , τοῦτ ] ' ἀπολώλεκεν
4086721 ὀψωνων
καὶ εἰπεῖν ἀκουόντων πάντων : Εὐωχοῦ , Τίβειε . καὶ ὀψωνῶν δὲ ὑπομιμνήσκειν τὸν κρεωπώλην , εἴ τι χρήσιμος αὐτῷ
βαρύς , πλουτῶν , φιλάργυρος δὲ κἀλιτήριος , ὀψοφάγος , ὀψωνῶν δὲ μέχρι τριωβόλου . οὐκ ἂν δυναίμην ἐμφαγεῖν ἄρτον
4074578 εἰαρινῃ
ὅτε μυῖαι σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ , ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει : ὣς ἄρα
ἀνταγωνισταὶ πλείους ἢ ὅσαι μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήιον ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ . ὃν δέ φημι σοφιστήν , ἀγνοεῖν προσποιῇ πάλαι
4065853 ἀπορριψαντες
καὶ ὑπερεχαίρομεν καὶ πᾶσαν ἐκ τῶν παρόντων εὐφροσύνην ἐποιούμεθα καὶ ἀπορρίψαντες ἐνηχόμεθα : καὶ γὰρ ἔτυχε γαλήνη οὖσα καὶ εὐσταθοῦν
] ην φιλότητα κομίζειν [ ] θαλάμους μέμψειε Λακαίνης [ ἀπορρίψαντες ] Ἐνυώ [ Πολυξείνην ] Ἀχιλῆος [ ] ρεις
4065547 Ἀρητης
τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς , καὶ τότε δή ῥ
πολλὰ μὲν αὐτούς Αἰσονίδεω ἑτάρους μειλίσσετο , πολλὰ δὲ χερσίν Ἀρήτης γούνων ἀλόχου θίγεν Ἀλκινόοιο : “ Γουνοῦμαι , βασίλεια
4061379 τριφθεις
θερμὸν φθείρεται ὑπὸ τοῦ πλείονος : ] ὁ δὲ ὀφθαλμὸς τριφθεὶς πλείω λαμβάνει θερμότητα τῆς ἐν τῇ ῥινί . διὰ
ἑλλέβορος ὁλοσχερέστερος μὲν ληφθεὶς καθαίρει , εἰς δὲ πάνυ σμικρὰ τριφθεὶς πνίγει : οὕτω καὶ ἡ κατὰ φιλοσοφίαν λεπτολογία .
4057585 ἐρατεινα
πεδίον κάτα μέρμερα ῥέζε : πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα , οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς
τε καὶ ἰχθύες . . πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα : ἡ διπλῆ ὅτι ἄκαιρον τὸ ἐπίθετον :
4053984 ὀξυσχοινος
τὸ δὲ καλούμενον ἄνθος θερμότερον . Σχοίνου λείας ἡ μὲν ὀξύσχοινος , ἡ δ ' ὁλόσχοινος : ὁ καρπὸς δὲ
τῶν κραμβῶν εἰς ἀσπίδας εὖ ἤσκησαν , ἔγχος δ ' ὀξύσχοινος ἑκάστῳ μακρὸς ἀρήρει , καί ῥα κέρα κοχλιῶν λεπτῶν
4050843 πεπιθειν
τὴν Νέστορος ἐντολήν , οὗτοι δὲ μετὰ ταῦτα . . πεπιθεῖν : . Α . . τὴν ἄρετ ' ἐξ
καὶ ἀπὸ στόματος φράσας ἃ χρήσιμα ἐνόμιζεν πρὸς τὸ ῥηϊδίως πεπιθεῖν μεγάλας φρένας Αἰακίδαο . ὁ μὲν οὖν Πρίσκος ἦλθε
4044158 αὐδων
αἷσιν ἐξεστέλλετο , ἄρας ἔπαισεν ἄρθρα τῶν αὑτοῦ κύκλων , αὐδῶν τοιαῦθ ' , ὁθούνεκ ' οὐκ ὄψοιντό νιν οὔθ
] ὅ γε Δηριαδῆα καὶ ἄλλους [ ] ἴαχεν [ αὐδῶν : ] [ ὧδ ] ' ἄρα νῦν φράζεσθε
4041863 ἀληθεες
ὄμμα φαεινὸν ὑπὲρ βιότοιο χέουσαν , ἔνθα γάμοι κεδνοὶ καὶ ἀληθέες , ἔνθα μιγεῖσα θεσπεσίοις ἐπέεσσι νοήματα φάεα τίκτει .
εἰς εις εὐθείας τῶν πληθυντικῶν εἰς εες μεταβάλλουσιν , ἀληθεῖς ἀληθέες : ἔτι καὶ τὰς ἀπὸ τῶν εἰς υς εὐθειῶν
4037288 νοστησειε
ὄφρα θεοῖο ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι , ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν , ἤδη δὴν ἀπεών ,
οἴκαδ ' ὑπεξαγάγοι , μηδ ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ , ὁππότε νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν : οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε
4035458 ξυνετοισι
τῷ Ἀριστοτέλει ἡ ἀσάφεια μονονουχὶ ἐπάγοντι τὸ Ὀρφικὸν ἐκεῖνο ἀείδω ξυνετοῖσι , θύρας δ ' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ
οἰκείων ἀνέμων ταμίας , δασύς , ἄλλοτε δεῖος , ἀξύνετα ξυνετοῖσι λέγων , νόμον ἐκ νόμου ἕλκων : ἓν δ
4035156 ποικιλοδειρον
ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς :
: εἶτα ἄρχεται τοῦ μύθου : ἴρηξ ὀνύχεσι μεμαρπὼς ἀηδόνα ποικιλόδειρον , ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν
4017475 ἐκομισσεν
μέγαν ἤγαγες αἶνον . Αὐτὸς δ ' οἱ δηναιὰ πατὴρ ἐκόμισσεν ἀπ ' αὐτῆς Μέμφιδος , ὁππότε νηῒ πολυζύγωι ἤλυθεν
ἐς ὁλκάδα : τοῖσι δ ' Ἀθήνη ἀμβροσίῃ κεράσασα θεῶν ἐκόμισσεν ἐδωδὴν δεῖπνον ἔχειν , ἵνα μή τι πανημέριοι λοχόωντες
4016427 κεκαφηοτα
' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα ῥιπίσασα ἡ
ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν : αὔρη δ ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
4015393 σκαπτηρα
ὡς οἱ κατορθοῦντες περὶ τὰς τέχνας . ἔστι γὰρ καὶ σκαπτῆρα τὸ σκάπτειν ἔργον ἔχοντα κατορθωτικὸν εἶναι περὶ τοῦτο καὶ
, λέγοντες , ὅτι σε , ὦ ἄνθρωπε , οὔτε σκαπτῆρα θεοὶ θέσαν οὔτ ' ἀροτῆρα , καὶ ὅτι ἄλλως
4005187 κοκκυ
[ ἐπεκαλεῖτο κόκκην [ πρῶτοι ἀντὶ τοῦ πρὶν [ εἰπεῖν κόκκυ ηδυϲτρ [ θαι ! ] πληνεϲτι ! ? [
ψωλοὶ πολλοί . καὶ ὅτ ' ἂν ὁ κόκκυξ εἴπῃ κόκκυ , τότε ὅλοι ἅμα τῇ φωνῇ ἐξήρχοντο εἰς τὸ
4004261 παρθενιων
, ἧς πάρα Κύπριδι ταῦτα μύροις ἔτι πάντα μυδῶντα κεῖνται παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν
ὅτε ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων † μετὰ κουρᾶν δ ' † ˘˘˘ – ἀελλόποδες
4004166 ἐκερσεν
. , . . . . ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν , ἥ τ ' ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν
, ἤλασε μηρόν ἀίγδην , μέσσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν . ὀξὺ δ ' ὅγε κλάγξας , οὔδει πέσεν
4002587 γλωσσης
Ἑλληνικὸν δὲ ἡ σιωπή . διὸ καὶ τοὺς φρονιμωτάτους ἐγκρατεστάτους γλώσσης πεποίηκε καὶ τὸν Ὀδυσσέα τῷ υἱῷ διακελευόμενον εἰ ἐτεόν
γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες . τῆς δὲ γλώσσης ῥίζα μὲν ἡ ἔκφυσις , αὐχὴν δὲ τὸ ἐφεξῆς
3987451 προκαλουμενη
] ἔφεσις ἡ ἔκκλησις ἡ ἀπὸ σμικροῦ εἰς μεῖζον κριτήριον προκαλουμένη . περὶ Ποτίδαιαν ] ἔναγχος λαβὼν τὴν Ποτίδαιαν καὶ
καὶ μὴ κάμῃς ἐκ τοῦ βάθους τὸν Θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς προκαλουμένη . ὦ Ζεῦ τεράστιε καὶ φίλοι Κορύβαντες καὶ Ἑρμῆ
3986218 γλωσσαν
ἐπιπεσούσης οὕτως ἐκλήθη . Ματόας δὲ λέγεται ἐς τὴν Ἑλληνίδα γλῶσσαν ἄσιος . ὅτι πολλάκις περαιούμενοι οὐδὲν ἐπεπόνθεισαν . ὁ
γλωσσώδεις , μηδὲν δὲ πλέον τοῦ λαλεῖν δυναμένους : οὗτοι γλῶσσαν μὲν οὖν ἔχουσι , ἰσχὺν δ ' οὐδ '
3981727 τοξευτης
οἱ χηλαὶ καὶ [ ἐπ ' αὐτῷ ] σκορπίος αὐτὸς τοξευτής τε καὶ αἰγόκερως , ἐπὶ δ ' αἰγοκερῆι ὑδροχόος
δυσὶ φωνήεσι παραληγόμενον : βαρύ - τονα δὲ διὰ τὸ τοξευτής τορνευτής , ἁπλᾶ δὲ ἢ παρασύνθετα διὰ τὸ ἐϋρρείτης
3979217 ἀκιχητα
ἀκίχητα : ἀκατάληπτα , ἄγνωστα : ἀπὸ τοῦ κιχῶ κιχήσω ἀκίχητα , Αἰσχύλος : ἀκίχητα γὰρ ἤθεα καὶ κέαρ ἀπαράμυθον
ἐπὶ δεξιὰ δέ τις ἐλαύνων μάτην ἂν πονῶν ὀφθείη καὶ ἀκίχητα , τὸ τοῦ λόγου , διώκων . ταύτης ἡ
3976964 ζακοτον
συμφατριώτης τοῦ νικητοῦ : Ἔγχεος ζακότοιο . οὐκ ἐκ παραδρομῆς ζάκοτον εἶπε τὸ ἔγχος , ἀλλ ' ὅτι ἰδιαίτερον παρὰ
τις ἂν , ὡς τὸ [ Γ ] φαίης κε ζάκοτον καὶ [ Δ ] ἔνθ ' οὐκ ἂν βρίζοντα
3974596 ἁπαντηι
ἔα , τὸν ἀπ ' ἀνθρώπων θεὸν ἐπλάσατ ' ἶσον ἁπάντηι ἀτρεμῆ ἀσκηθῆ νοερώτερον ἠὲ νόημα . . . διὰ
ὕψος , Νεῖκός τ ' οὐλόμενον δίχα τῶν , ἀτάλαντον ἁπάντηι , καὶ Φιλότης ἐν τοῖσιν , ἴση μῆκός τε
3969902 πν
? ? ἄλυπον [ ] [ ἄφθονος ] [ ] πν [ ! ! ! ! ] ! ! !
Πάρις ἀπόλοιτο κρίσις . . . . [ ] ! πν [ ! ] ! ! ! [ [ ]
3966799 ἐπο
! ! ! ! ! ! ! ! ] | ἐπο [ ! ! ! ! ! ] πρὸς Μεαιον
! ! ! ! ! ! ! ] λιαν ? ἐπο ! ! ! ? ? [ . ] [
3965101 πεπλησιακοτων
τοίνυν ἐγὼ πάντα ἐνθυμούμενος , καὶ ἀκούων τὸν Θεόφημον τῶν πεπλησιακότων οἷος εἴη περὶ τὰ διάφορα , καὶ οὐκ ἀπολαμβάνων
ἄνθρωπον . Ἀλλ ' ἐπάνειμι δή : τῶν τις ἐμοὶ πεπλησιακότων ἀνὴρ ἀεί τινας ἑστιῶν καὶ τούτῳ χαίρων ὤν τέ
3964097 ἀργεννοιο
μακάρων ἀρνήσεται εὐχωλῇσι . κέκλυθι δ ' ὄφρα μάθοις μένος ἀργεννοῖο λίθοιο . εἰ γὰρ ἄτερ κρατεροῦ ἐθέλοις πυρὸς ἐκ
καὶ τάδε ἔπη Ῥιανοῦ πεποιημένα ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους : οὔρεος ἀργεννοῖο περὶ πτύχας ἐστρατόωντο χείματά τε ποίας τε δύω καὶ
3963010 δεδηε
ἐπὶ τούτου τοῦ στίχου πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε Κομανός φησι τὴν περὶ αὐτὸν τοῦ πολέμου καὶ τῶν
πάντεσσιν ἔασιν ἰχθύσιν : αἰεὶ δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ φῦζα δέδηε , πάντα δ ' ὑποτρομέουσι , σὺν ἀλλήλαις δὲ
3958256 πηριδιου
οἷον πτωχὸν Εὐριπίδης συσκευάζει τὸν Τήλεφον στρατηγὸν ὄντα Μυσίας μετὰ πηριδίου ἐλθόντα προσαίτην εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος αὐλῆς
εἶναι Μυσὸς φάσκων ” δίμετρον : τὸ μεʹ “ ἐκ πηριδίου ” μονόμετρον : τὸ μϘʹ “ γνώμας τρώγων Πανδελετίους
3954525 δειδοικα
καὶ λιγνύι : τείρετο δὲ χθών . Τοὔνεκ ' ἐγὼ δείδοικα Διὸς μένος ἤματι τῷδε . Ἀλλ ' ἴομεν ποτὶ
δ ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ . οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ Φαιήκων : λίην γὰρ
3954124 τελεσειε
δ ' ἄρα δεύτερον ἦμαρ ἄγοι φαεσίμβροτος αἴγλη , μειότερον τελέσειε πόνον λῆξίν τ ' ὀδυνάων . Ἰχθύσι δ '
' ἐσθλὸς ὄροιτο δαίμων , ὃς κατ ' ἐμὸν νοῦν τελέσειε τάδε . Ἆ δειλὴ πενίη , τί μένεις προλιποῦσα
3953383 ἐυμμελιω
ὅταν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐυμμελίω Πριάμοιο . ” Πολυβίου δ ' αὐτὸν ἐρομένου σὺν
ἵππου δουρατέοιο μάλ ' ἀτρέμας ἔνθα καὶ ἔνθα πλευρὰ διεξώιξεν ἐυμμελίω ὑπ ' Ἐπειοῦ : βαιὸν δ ' ἐξανέδυ σανίδων
3951941 ἀλεξια
εἴποιμι , ἀντὶ τοῦ καὶ βλαπτούσας καὶ ὠφελούσας βοτάνας εἴποιμι ἀλέξια ] τὰ θεραπεύματα , τὰς θεραπείας ἅτε φῶτας ἔδει
δολιχὸς δὲ διάπροθι χῶρος ἐέργει , ῥεῖά κέ τοι ποσίεσσιν ἀλέξια φαρμακοέσσαις αὐδήσαιμ ' ἅ τε φῶτας ἐνιχριμφθέντα δαμάζει .
3951901 ἀγρευματων
λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον . ἐντὸς δ ' ἁλοῦσα μορσίμων ἀγρευμάτων πείθοι ' ἄν , εἰ πείθοι ' : ἀπειθοίης
βαθείᾳ καὶ πολλῇ κεχυμένῃ . συχναὶ δὲ καὶ θῆραι παντοίων ἀγρευμάτων διὰ τὴν εὐπορίαν τῆς τροφῆς . Μετὰ δὲ τὴν
3950663 ὀνομηναν
τὴν φωριαμὸν Ἐρατοσθένης ἐν τῷ Ἑρμῇ : φωριαμὸν δ ' ὀνόμηναν , ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην : ἐκ τοῦ
μνήστευον , καὶ πολλὰ ⌋ [ περικλυτὰ ] δῶρ ' ὀνόμηναν ⌊ ἴφθιμοι βασιλῆες , ἀπειρέσιον ⌋ [ μετὰ ]
3946272 ῥεζε
' ἀπρίστων ἀπὸ φιτρῶν : ἄλλος δ ' ἄλλό τι ῥέζε πονεύμενος . Αὐτὰρ Ἐπειὸς ἵππου δουρατέοιο πόδας κάμεν ,
Πελίην αὐτοσχεδόν , ἀντιβολήσων εἰλαπίνης ἣν πατρὶ Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ῥέζε θεοῖς , Ἥρης δὲ Πελασγίδος οὐκ ἀλέγιζεν : αἶψα
3944298 μυρομενοισιν
καρήατα : δάκρυα δέ σφι θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν ἡνιόχοιο πόθῳ : θαλερὴ δ ' ἐμιαίνετο χαίτη ζεύγλης
Πηλείωνα : τοῖς δ ' ἄρ ' ἐπεβρόμεον νῆες παρὰ μυρομένοισιν , ἠχὴ δ ' ἄσπετος ὦρτο δι ' αἰθέρος
3943814 ῥεεν
Παρ ' ἐκεῖνο δὲ τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Θεόκριτος εἶπεν οὕνεκά οἱ γλυκὺ Μοῦσα κατὰ στόματος
λιγὺς Πυλίων ἀγορητής , τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : τῷ δ ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ
3937038 Ἑκαμηδη
πινόμενα λέγει ὁ ποιητής : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη . . . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε τράπεζαν
ὁ ποιητὴς ἐν τῷ : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ δέ : ἄλλος μὲν
3935699 στομαχοιο
γαστρός , τεύχεος ἣν κραδίην ἐπιδορπίου οἱ δὲ δοχαίην κλείουσι στομάχοιο , πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς πρῶτα κόλων ὅθι
δοχεῖον , ὑποδοχήν κλείουσι ] καλοῦσι , ὀνομάζουσι τὸ γὰρ στομάχοιο πρὸς τὸ ἐπιδόρπιον ἀποδοτέον πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς
3931148 σχεθεμεν
, καθάπερ καὶ Πίνδαρος λέγει τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακῇ σχεθέμεν μεγάλῃ . τοῦτον γοῦν μαθὼν τὸν χρησμὸν θύσας τῷ
μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος τὸν μονοκˈρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ , εὖτ ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθˈμῶν ἐς
3929381 ῥακεων
πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ . Αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς , ἆλτο δ ' ἐπὶ μέγαν οὐδὸν
μέρος τοῦ γόνατος , ὡς καὶ Ὅμηρος : οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει . καμπυλώτατον . ῥαιβὸν γὰρ
3926523 ἀνακος
ἱερὸν ἱδρυσάμενος ἀνακεῖον αὐτὸ προσηγόρευσαν : ἐὰν οὖν κλίνωμεν ἄναξ ἄνακος ἔμελλε συνεμπίπτειν ἡ γενικὴ αὕτη τῆς ἄναξ εὐθείας τῇ
α . * . . Ἀναγκάζω : ἀπὸ τοῦ ἄναξ ἄνακος , ἐξ οὗ τὸ ἄνακτος , γέγονεν ἀνάκη καὶ
3923916 Φρυγιη
Μηνόδωρον τὸν Εὐδάμου ἑνὸς τῶν συσχολαστῶν ἐρώμενον : τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα : ὦ Μηνόδωρε
νότια ὑγρά . Τῷ δ ' ὑπόκειθ ' Ἑλλάς , Φρυγίη θ ' ἅμα καὶ στόμα Πόντου . κατὰ δὲ
3912122 ἱεροιο
ἠδὲ λέοντι , οὕς κεν ἴδῃς προθύροισι τεοῦ δόμου ἐξ ἱεροῖο ἁμοῦ στείχοντας , μηδὲ φρεσὶ σῇσι πλανηθῇς . Καὶ
Σμύρνην ἁλιγείτονα ποντοτίνακτον ἥν τε δι ' ἀγλαὸν εἶσιν ὕδωρ ἱεροῖο Μέλητος : ἔνθεν ἀπορνύμεναι κοῦραι Διός , ἀγλαὰ τέκνα
3909743 ὠδ
! ] ναδ [ ! ! ] ὦδε . τὦναρ ὦδ ' ἰ [ ! ! ! ! ! !
] . ἄκουσον δή ἄ σοι χρεΐζους [ ] ' ὦδ ' ἔβην ἀπαγγεῖλαι : ὀ Ματαλίνης [ ] τῆς
3909418 ἀτασθαλου
! ] ? [ χλιαίνῃ δ ' ὑπ ' Ἔρωτος ἀτασθάλου [ ] , ὅς σε [ δή τι κατασμύξας
χολούμενος ] , αἶψα δ ' ἵκανεν λαοὺς Σαλμωνῆος ] ἀτασθάλου [ ] , οἳ τάχ ' ἔμελλον ? πείσεσθ

Back