πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ . Αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς , ἆλτο δ ' ἐπὶ μέγαν οὐδὸν
μέρος τοῦ γόνατος , ὡς καὶ Ὅμηρος : οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει . καμπυλώτατον . ῥαιβὸν γὰρ
6021635 ἐπιγουνιδα
ἐθαύμαζον | αὐτοῦ , οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων [ ἐπιγουνίδα ] | φαίνει ; ἐκεῖνοι μὲν οὖν τὴν ἐπιγουνίδα
γάλακτος ὀρὸς λέγεται : “ καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο . ” εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἐξορούειν τοῦ
5743948 Κυκλωπος
' εἰς ἔσχατον ἐλθών ζωός , καὶ σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος , δηναιὸν κλέος ἔσχεν , ἐσιγάθη δ ' ἂν
οἱ γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ
5602713 στηθεων
, κοιλίαι σκληραὶ , δυσουρίαι φρικώδεες , ὀδύναι πλευρέων , στηθέων ὁκόταν οὗτος δυναστεύῃ , τοιαῦτα ἐν τῇσιν ἀῤῥωστίῃσι προσδέχεσθαι
λάβεσκεν ἀίδηλα πάντα τίθεσκε , . . καὶ τότε δὴ στηθέων Ἀθάμα φρένας ἐξέλετο Ζεύς . . . , .
5570723 γερων
λεγον ; ἐπ ' αὐτοφώρωι τόνδε τὸν ζητούμενον ἔχω . γέρων οὗτός γε πολιὸς φαίνεται , ἐτῶν τις ἑξήκονθ '
τὰ μείζω πρὸ τῶν ἐλαττόνων ζητοῦντι . εἰ δὲ ἐρῶ γέρων τε καὶ γεραιτέρου , μὴ θαυμάσῃς : ψυχῆς γὰρ
5563152 ἀναπηδᾳ
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας
5441098 διφροιο
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [
5291740 οἱην
ἀντικρὺ τότε κεν μήκιστα γένοιτο . εἰ δὲ θέσιν τοίην οἵην Φαίνοντος ἔλεξα σχοίη Ἄρης Μήνης καθ ' ὑπέρτερον ἡμισφαίριον
ἐπιγουνίδα | , ἐγὼ δὲ ἕτερόν τι θαυμάζω , [ οἵην ἐκ ] | ῥακέων ὁ γέρων , καὶ προσέτι
5161496 φαιδρος
εἰς ἄφθαρτον , ἱλαραῖς ὄψεσιν ἐκ τῆς κατὰ ψυχὴν εὐθυμίας φαιδρὸς καὶ γεγηθώς φησιν : „ ἐμοὶ μὲν ἀπαλλάττεσθαι καιρὸς
βασιλείαν διὰ τὴν πρὸς Πολυσπέρχοντα ὀργήν . ταῦτα ἀναγνοὺς Κάσσανδρος φαιδρὸς καὶ περιχαρὴς ἐγένετο καὶ τὸν Νικάνορα παραπέμποντα ἐπισπασάμενος εὐηγγελίσατο
5146282 κρατα
ἐπὶ οἷ πελέμιξεν : ὁ δ ' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν
ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ σπεῦδον ἀποφθίσασθαι ἑῆς
5146089 βελεμνον
ἔνδον ὑπὸ στέρνοισιν ἔτι κραδίη ἀλεγεινὴ ταρφέα παλλομένη πτερόεν πελέμιξε βέλεμνον . Ἄλλον δ ' ἰὸν ἀφῆκεν ἐπὶ θρασὺν Ἠετίωνα
μάλα βαιόν , ὑπὲρ τόξω δὲ βέλεμνον τυτθὸν μὲν τὸ βέλεμνον , ἐς αἰθέρα δ ' ἄχρι φορεῖται καὶ χρύσεον
5139072 κηδεων
γένετ ' ἄλλος ἀποτμότερος ζωόντων οὐδὲ τόσων σφετέρῃσιν ἐγεύσατο φροντίσι κηδέων . σχέτλιος , ὃς τόξοισιν , ἅ οἱ πόρεν
κακὴν βασιλῆος ἐφετμήν , αὐτίκ ' † ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν κηδέων τε λαθέσθαι , ὄφρ ' αὐτός με τεῇσι φίλαις
5119393 νευρης
, ἥν τ ' ἐδάμασσε βαλὼν αἰζήιος ἀνὴρ ἰῷ ἀπὸ νευρῆς , αὐτὸς δ ' ἀπαλήσεται ἄλλῃ χώρου ἄιδρις ἐών
τῶν κερῶν συνάφεια ποιεῖται τὰ τόξα . Ἀλλ ' εἴη νευρῆς ] ἀλλὰ γένοιτο νευρᾶς σημεῖα τὰ δεξιὰ τοῦ Πόντου
5104903 ἀποιχεται
δ ' ἄχος αἰὲν ἄλαστον κείνου , ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται , οὐδέ τι ἴδμεν , ζώει ὅ γ '
. τοιοῦτον οὖν ἐστι τὸ κείνου , ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται : ἀντὶ γὰρ τοῦ ὡς . Ὄφρα . Πάλιν
5075338 Ὀιλεος
τάχα πάντες ὄλοντο δυσμενέων παλάμῃσι περιστρεφθέντες ὁμίλῳ , εἰ μὴ Ὀιλέος υἱὸς ἐύφρονα Πουλυδάμαντα ἔγχεϊ τύψε παρ ' ὦμον ἀριστερὸν
ἔην , ἐπεὶ ἦ νύ οἱ ἔνδοθι νηοῦ Κασσάνδρην ᾔσχυνεν Ὀιλέος ὄβριμος υἱός , θυμοῦ τ ' ἠδὲ νόοιο βεβλαμμένος
5072542 ὀνομαζεν
. τρὶς δὲ περιστείχουσα καὶ Ἀργείους ἐρέθουσα πάσας ἠυκόμους ἀλόχους ὀνόμαζεν Ἀχαιῶν φωνῇ λεπταλέῃ : τοὶ δ ' ἔνδοθι θυμὸν
αὐτῆς προπάροιθεν ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζεν : Ἥρη πῇ μεμαυῖα κατ ' Οὐλύμπου τόδ '
5069138 δουρατι
δούρατα μακρὰ διεσκέδας ' . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἀμφ ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε , κέληθ ' ὡς ἵππον ἐλαύνων , εἵματα
καρπαλίμως σφετέρων ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ
5060690 Ἀιδην
: θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ Ἄιδης τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς
ὑλικοῖς στοιχείοις . τούτων δὲ τὴν μὲν διὰ τοῦ ἀέρος Ἄιδην ἀειδῆ προσαγορεύει , τὴν δὲ διὰ τοῦ ὑγροῦ Ποσειδῶνα
5058600 ἠρτημενον
' οὖν ἀναγκαίως : τὸν γὰρ νοῦν ἑαυτῷ συνηγμένον καὶ ἠρτημένον , ὡς εἴρηται , μετὰ τῆς σφῶν αὐτῶν συνθέμενοι
δ ' ἔχον : εὐθὺ δ ' ἐκ τῆς ῥίζης ἠρτημένον καὶ ἐπιγειόφυλλον : πολύρριζον δ ' εὖ μάλα ταῖς
5048585 γενετης
. ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα ἐκ γενετῆς : πάντας γὰρ ἐπ ' ἀνθρώπους ἐκέκαστο ὄλβῳ τε
καὶ σωφρονικοὶ καὶ ἀνδρεῖοι : καὶ τἄλλα ἔχομεν εὐθὺς ἐκ γενετῆς τῆς μὲν φρονήσεως καὶ δεινότητος , ὥσπερ ἐν τοῖς
5044150 Μεροπων
πῆμα πολύστονον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἰς ἀγαθόν . Μερόπων δὲ πανόλβιος οὔ τις ἐτύχθη ἐς τέλος ἐξ ἀρχῆς
τοῦτο , ὥστε τοὺς ἐργασαμένους αὐτὸ τῶν καθ ' Ἡρακλέα Μερόπων φασὶν εἶναι . ἀλλὰ μὴν καὶ τῷ κατακομίζοντι παιδὶ
5016213 Ἑκτορεον
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο θύρετρα : Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι , χαλκῷ ῥωγαλέον ,
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηΐοιο θύρετρα , Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον : πολέες
5008261 λαξ
παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα , οὗ μέλλων λήξω , λὴξ λὰξ , τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι
ἦν δ ' ἐγώ , ” ἔδωκεν ἀμηγέπη δίκην ἢ λὰξ πατήσας ᾤχετο ; “ ” Καὶ μὴν ἐκεῖνός γε
4991579 ὀδυρομενῃ
ἄνεμος κατ ' ὄρος δρυσὶν ἐμπεσών : ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ
ἑ νέον πολέεσσιν ὀνείδεσιν ἐστυφέλιξεν , τῇ δέ τ ' ὀδυρομένῃ δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ , οὐδ ' ἔχει ἐκφλύξαι
4990821 πταμενη
κατ ' ἀσπίδα : τῆς δὲ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη θώρηκι πελάσθη : τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε
οὔ τι θεοὺς λίσσεσθαι ἐρύκω . εἰ δέ κεν ἀντικρὺ πταμένη μεσσηγὺς ὄληται , ἄψορροι στέλλεσθαι , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον
4987648 Χαρικλεους
Κριτίας , ὥστε καὶ ὅτε τῶν τριάκοντα ὢν νομοθέτης μετὰ Χαρικλέους ἐγένετο , ἀπεμνημόνευσεν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς νόμοις ἔγραψε
πάνυ τῶν ἑαυτοῦ μεμνημένον , τὸν δὲ Κλεινίαν ὑποδακρύοντα μνήμῃ Χαρικλέους , βουλόμενος αὐτοὺς τῆς λύπης ἀπαγαγεῖν , ἐμβάλλω λόγον
4981868 ἀνδροκτασιης
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερόνδ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ , ὅτε παῖδα κατέκτανον
με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερον δ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
4964201 Ὁμηρ
Ὁμήρου ὑπερτεροῦντος φθονῶν ὁ Ἡσίοδος ἄρχεται πάλιν : υἱὲ Μέλητος Ὅμηρ ' εἴ περ τιμῶσί σε Μοῦσαι , ὡς λόγος
Ὁμήρου ὑπερτεροῦντος φθονῶν ὁ Ἡσίοδος ἄρχεται πάλιν : υἱὲ Μέλητος Ὅμηρ ' εἴ περ τιμῶσί σε Μοῦσαι , ὡς λόγος
4961962 στηθεος
βαρὺ ἐκ τοῦ πλευροῦ , καὶ διαπνέειν δοκέει διὰ τοῦ στήθεος . Τοῦτον λούειν θερμῷ πολλῷ δὶς τῆς ἡμέρης ,
τὰ προσηρτημένα τούτοισιν εὐαπόλυτά ἐστιν ἀπὸ τῶν πλευρέων καὶ τοῦ στήθεος , καὶ διὰ τοῦτο δύναται καὶ ἀνωτέρω πολὺ ἀνάγεσθαι
4958060 ἀνεστη
. α . . . . Ἀνόρουσεν : ἀνώρμησεν , ἀνέστη . ἔστιν ὄρω , τὸ διεγείρομαι , ἐξ οὗ
ὄψ ' : ἦμος δ ' ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά
4953854 Ἀϊδοσδε
ἐν ἑτέρῳ λέγει : Ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει , καὶ πάλιν : Θάπτε με ὅττι τάχιστα
μέλας δ ' ἐπεριείδετο [ εὐρὼς ] | ὀφθαλμοῖς , Ἄϊδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ] | θυμὸς ἀναιδής .
4951984 νιφαδεσσιν
ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν , οὐκ ἂν ἔπειτ ' Ὀδυσῆί γ
, καὶ ἐξηπλωμένην , πλατύ . σκιάσει : σκεπάσει . νιφάδεσσιν : χιόνι , χιόσι , χιόνεσσιν . ἀλωήν :
4935208 γηραλεος
καθιζόμενον ἔμπροσθεν τῶν βοῶν αὐτοῦ εἰς ἀροτριασμόν : ὑπῆρχεν δὲ γηραλέος πάνυ τῇ ἰδέᾳ : εἶχεν δὲ ἐνηγκαλισμένον τὸν υἱὸν
ὁπόσον κεν ἔχων ἀφίκοιο οἴκαδ ' ἄνευ προπόλου μὴ πάνυ γηραλέος . ἀνδρῶν δ ' αἰνεῖν τοῦτον ὃς ἐσθλὰ πιὼν
4929886 δενδιλλων
. τοῖσι δὲ πόλλ ' ἐπέτελλε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ , δενδίλλων ἐς ἕκαστον , Ὀδυσσῆι δὲ μάλιστα : ἡ διπλῆ
διὰ τὸ αὐτουργεῖν τοῦτο πασχόντων . . , : Ὀξέα δενδίλλων . Ἀντὶ τοῦ ὀξέως παρεπιστρεφόμενος , καὶ εἰς αὐτὸν
4928784 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
4925852 ἐρετῃσιν
μειρακίου γὰρ ἤδη τι φρονεῖς πλέον : Νῆ ' ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν , ἥ τις ἀρίστη , ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς
ἐοῦσαν , σεύατ ' ἴμεν Πόντονδε , φίλα φρονέους ' ἐρέτῃσιν . ὡς δ ' ὅτε τις πάτρηθεν ἀλώμενος ,
4920626 κλισιης
τὴν ἀντίαν θύραν : “ στῆ δὲ παρ ' ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσσῆϊ φανεῖσα . ” ἀναβησάμενοι ἀναβιβάσαντες . ἀνενήκατο ἀνεστέναξεν
περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπε : τίφθ ' οὕτω
4920084 ἐκερσεν
. , . . . . ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν , ἥ τ ' ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν
, ἤλασε μηρόν ἀίγδην , μέσσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν . ὀξὺ δ ' ὅγε κλάγξας , οὔδει πέσεν
4900321 φρενα
, αἰθέρα Διὸς δωμάτιον , ἢ χρόνου πόδα , ἢ φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ ' ἱερῶν , γλῶτταν
, τέχνασμα . Μὴ τὰ πελώρια μέτρα γύης ὑπὸ σὴν φρένα βάλλου : οὐ γὰρ ἀληθείης φυτὸν ἐν χθονί ἐστιν
4892735 νηπιος
οἴσει : αὕτη παραπλήσιόν τι λέγει τῷ Ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἁλιεὺς γὰρ , ὡς φασὶ , τοὺς
: τὸ ἐπιτήδειον νήθεσθαι . καὶ τὸ ἤδη νησθέν . νήπιος : ὁ καθ ' ἡλικίαν ἄφρων . ἄπειρος .
4874057 Θεομνηστος
ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὑπὸ Στεφάνου ἀναβέβηκα κατηγορήσων Νεαίρας ταυτησί , Θεόμνηστος εἴρηκεν πρὸς ὑμᾶς : ὡς δ ' ἐστὶ ξένη
μαρτύρων , ἀποστερούμενος [ ] [ ] ἀναγκάζομαι δικάζεσθαι . Θεόμνηστος δὲ πρὸ τοῦ μὲν ἦν μοι φίλος καὶ ἑταῖρος
4870281 μηδεα
ῥήματι τούτῳ τετίμηκεν Ἀλκίνοος δὲ τότ ' ἦρχε θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς . μή μου πύθῃ , φησὶ , ποίαν
κατὰ μεταβολὴν εἰς σῆψιν ἐπιδεδεγμένον . πυκιμήδεος συνετῆς κατὰ τὰ μήδεα , ὅ ἐστι βουλεύματα . πύκα ποιητοῖο ἐπιμελῶς κατεσκευασμένου
4862517 ῥιψε
νῆας , παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐϋπλοκάμοιο τιθήνης ῥίψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλαβε
νῆας , παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐϋπλοκάμοιο τιθήνης ῥίψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλαβε
4861314 Ὁμηρικον
: Ἀντὶ τοῦ , περὶ τῶν πετομένων . ἔστι δὲ Ὁμηρικὸν [ . Ζ , ] τὸ σχῆμα : εἰρόμεναι
ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος . ἀργινόεντι μαστῷ : Ἀρίσταρχος μὲν τὸ Ὁμηρικὸν οὖθαρ ἀρούρης παράγειν αὐτόν φησι πιθανῶς , ὑπαλλαξάμενον τὸν
4830438 πεφυλαγμενος
φιλόνεικον τοῦτο καὶ δύσερι καὶ προσυλακτοῦν εἰκῇ πᾶσιν ἐν παντὶ πεφυλαγμένος τῷ βίῳ μέχρι τοῦ παρόντος καὶ οὐδεμίαν ἐκδεδωκὼς γραφήν
ἐστι καὶ αὐτή . [ Ἤματα δ ' ἐκ Διόθεν πεφυλαγμένος εὖ κατὰ μοῖραν πεφραδέμεν δμώεσσι τριηκάδα μηνὸς ἀρίστην ἔργα
4829848 γεροντος
γενόμενον , εἰκὸς δὲ καὶ σὲ παρεῖναι καιομένου τότε τοῦ γέροντος . Οὐδὲ ἀνῆλθον , ὦ πάτερ , εἰς Ὀλυμπίαν
ὃ δ ' Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύειδον υἱέας Εὐρυδάμαντος ὀνειροπόλοιο γέροντος : τοῖς οὐκ ἐρχομένοις ὃ γέρων ἐκρίνατ ' ὀνείρους
4825205 ὀνομαζε
ἵππων προπάροιθεν ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τῆ σπεῖσον Διὶ πατρί , καὶ εὔχεο οἴκαδ
ὡς τὸ ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε , καὶ ἐν ἀντωνυμίαις κὰδ δέ μιν αὐτόν ,
4823071 πολυμηχαν
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
4819502 Καλλιοπας
ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α Καλλιόπας ανε [ ! ! ! ! ! ] δια
εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα . Πρέπει σε φερτάταν ἴμεν ὁδὸν παρὰ Καλλιόπας λαχοῖσαν ἔξοχον γέρας . † Τιην † Ἄργος ὅθ
4818315 ἀψ
τῶ ς ' οὔ τι πάλιν πλαγχθέντα γ ' ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας . ὑμέων
θοῇ συνάρασσε κορώνῃ ζεύγληθεν . καὶ τὼ μὲν ὑπὲκ πυρὸς ἂψ ἐπὶ νῆα χαζέσθην : ὁ δ ' ἄρ '
4812573 μεγαροιο
δ ' αὖτε δυώδεκα δῶκεν ἕπεσθαι Μηδείῃ δμωὰς Φαιηκίδας ἐκ μεγάροιο . Ἤματι δ ' ἑβδομάτῳ Δρεπάνην λίπον : ἤλυθε
] : [ ] [ [ ] ε διὲκ ? μεγάροιο [ ] θύραζε συν ? [ [ μελάμπυγον ]
4808936 ῥοῃσι
θεείῳ πρῶτον , ἔπειτα δ ' ἔνιψ ' ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι , νίψατο δ ' αὐτὸς χεῖρας , ἀφύσσατο δ
ἐξίκανε περικλυτός ὅν ποτε Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα παρ ' Ἀσωποῖο ῥοῇσι τίκτεν , ἄμωμον ἔχοντα δέμας καὶ ἐπίφρονα μῆτιν .
4808635 φευγεμεν
' Ἀγαμεμνονέην , ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι . Ὣς φάθ ' , ὃ δ
θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ φύλοπιν αἰνὴν
4803480 δεμνια
ἐνὶ οἴκῳ , ἢ χαμάδις στορέσας , ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων . ” ὣς εἰποῦς ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα
λέχος καὶ σῶμα φυλάσσει . ἐς γάρ μιν κομίσας ὑπὸ δέμνια κάτθεο λάθρη χείλεσιν ἀείδων θελξίμβροτον ἀτρέμας ᾠδήν : ἣ
4802336 κραδιης
Βλέπε , Παλλάς , Ἀφροδίτης τὸ ῥόδον τὸ μικρὸν ἄνθος κραδίης τεῆς κρατῆσαν δροσερὸν βέλος κομίζον . Κραδίην θεῶν ἰαίνει
Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα , ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης , Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ . φίλτρα δὲ
4792720 ἀνδρωδους
. διάμετρος . ] Κατὰ τούτους τοὺς χρόνους ὑπὸ τῆς ἀνδρώδους γυναικὸς ἔργον τι κατετολμήθη καὶ συνεπράχθη γενναῖον οὕτω καὶ
κόσμιον καὶ ἡσύχιον μετὰ τοῦ δραστηρίου αὐτῷ ἐτέτακτο καὶ τοῦ ἀνδρώδους : ἐπιεικὴς γὰρ ὢν καὶ πρός γ ' ἔτι
4789137 ἀταρ
τῆς εὐπαιδίας , ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων . ἀτὰρ καταβατέον γ ' ἐπ ' αὐτούς μοι : σὺ
ζωγράφου πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα ὁμολογεῖ τὴν χειρουργίαν ἀγαθὴν οὖσαν ἀτὰρ οὖν καὶ τόδε τὸ γράμμα . ὁπλίτης ἐστὶν ἐκβοηθῶν
4788875 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
4780570 ἐστυφελιξεν
: ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ , πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν . ζώει μὲν ἀποθανοῖσα : ἠστειεύσατο πρὸς τὴν τῆς
θεῷ ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ , πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο ! ! ! νέων δὲ
4780394 θεραπων
γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου ,
' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος ,
4774604 ἑρκεος
μέγα φρεσὶ Τρώιοι υἷες : ὡς δ ' ὁπόθ ' ἕρκεος ἐντὸς ἐεργμένοι ἀθρήσωσιν ἥμεροι ἀνέρα χῆνες ὅ τίς σφισιν
ἀπηχθήραντο γενέθλην , καί οἱ παῖδ ' ἐβάλοντο καθ ' ἕρκεος αἰπεινοῖο , νήπιον , οὔ πω δῆριν ἐπιστάμενον πολέμοιο
4768371 ἐσακουσε
φάτο βουκόλος ἀνήρ . Τῆς δ ' ἄφαρ , ὡς ἐσάκουσε , τρόμῳ περιπάλλετο θυμός , γυῖα δ ' ὑπεκλάσθησαν
ῥηγμῖνος ἑὸν νόμον ἐρροίζησε κικλήσκων φιλότητα : θοῶς δ ' ἐσάκουσε κελαινὴ ἰϋγὴν μύραινα καὶ ἔσσυτο θᾶσσον ὀϊστοῦ . ἡ
4758677 ἑσσαμενος
. δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους κρατῆρας ἑοῦ
ὤρνυτ ' ἄρ ' ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος εἵματα ἑσσάμενος , περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ ' ὤμῳ ,
4757735 ἀθεσφατος
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ
4749496 στας
ς ' ἐς Ἑλλάδα πέμπει : ἐλεφαντοδέτων πάροιθεν θρόνων ὃς στὰς Ἑλένας ἐν ἀντωποῖς βλεφάροις ἔρωτά τ ' ἔδωκας ἔρωτί
οὔ : ἀλλ ' ἄν τίς σε δέρῃ , κραύγαζε στὰς ἐν τῷ μέσῳ ὦ Καῖσαρ , ἐν τῇ σῇ
4745912 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
4739424 προσθα
ἀναγκαίως τοῦ ν ἀποστάντος , καθότι καὶ ἐπὶ τοῦ πρόσθεν πρόσθα , ἔνερθεν ἔνερθα . Τῇ αὐτῇ ἀκολουθίᾳ σκεπτέον καὶ
ὄπισθεν ὄπισθα : ὁ δ ' ἐξύπισθα κασταθείς : πρόσθεν πρόσθα : καὶ παρ ' Ἀλκμᾶνι οὕτω δεκτέον τὴν συναλοιφήν
4733037 ἀποκταμενοιο
καί ῥά μιν ὡς βασιλῆα περικτίονες τίον ἄνδρες , Γλαύκου ἀποκταμένοιο καὶ οὐκέτι κοιρανέοντος , πάντες ὅσοι Φοίνικος ἕδος περὶ
οἱ ἔκπεσε χειρός . τοῦ δ ' Ὀδυσεὺς μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
4727436 τουδ
ἀσύλητον γένος . οἶκον πρὸς ἄλλον νύν τιν ' ἀντὶ τοῦδ ' ἴθι . οὔκ , ἀλλ ' ἔσω πάρειμι
πρὸς ἧπαρ ὦσαι δίστομον ξίφος τόδε τύμβου ' πὶ νώτοις τοῦδ ' , ἵν ' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι :
4716161 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
4715242 πτωχοτερος
, καὶ προσέτι γε καὶ ἀλήτης [ ] | Ἴρου πτωχότερος , τὴν εὐψυχίαν καὶ [ θάρσος ] | ἐνδείκνυται
προσκρούεται : ὅταν τὸ κακὸν ὑπὸ κακοῦ θεραπεύεται . Παύσωνος πτωχότερος : οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ διατεθρύλλητο .
4709913 συμποσιου
πλείους . ὁ γοῦν ἑξήκοντα ἀριθμὸς εἰς ἓξ συμπληρωθέντος τοῦ συμποσίου ἄρξεται οὕτως . εἰσῆλθεν εἰς τὸ συμπόσιον ὁ πρῶτος
καινὸς Ζεὺς μετὰ τῶν ὑπηκόων γελώμενος θεῶν ἔφυγεν ἐκ τοῦ συμποσίου , ὡς Ἡγήσανδρος ἱστορεῖ : μνημονεύει δὲ τοῦ Μενεκράτους
4709609 ἰων
καὶ ὁ θρασύτητι ἐς τοὺς [ μὴ ] προσήκοντας κινδύνους ἰὼν , [ παρὸν ] βίον σὺν ἀσφαλείᾳ σώζεσθαι .
δὲ πάλιν οὔτε ἀπὸ τῶν νοτίων ὡς ἐπὶ τὰ βόρεια ἰὼν τὸν θερινὸν τροπικὸν ὑπερβαίνει , οὔτε ἀπὸ τούτου ὡς
4704574 πεμπον
Ἱπποκράτης , καὶ εἰ εὗρε πᾶν τὸ σῶμα ὡς πληθωρικὸν πέμπον τῷ χωρίῳ , ἐχρήσατο φλεβοτομίᾳ , τὰς ἐγγὺς τέμνων
με φέρουσιν , ὅσον τ ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι , πέμπον , ἐπεί μ ' ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
4703250 θυραζε
ἀέρα καὶ γίνεσθαι ἀναπνοήν , ἄνω δ ' ἰόντος ἐκπίπτειν θύραζε καὶ γίνεσθαι τὴν ἐκπνοήν , παρεικάζων τὸ συμβαῖνον ταῖς
' Ἀνθεστήρια . τινὲς δὲ οὕτω τὴν παροιμίαν φασίν : θύραζε κῆρες , οὐκ ἔνι Ἀνθεστήρια ὡς κατὰ τὴν πόλιν
4698757 ἠλθ
ἀύτα Δαρδάνιον ] πέδιον κατῆχε : Αἴας δὲ λύσσαν ] ἦλθ ' ὀλόαν ἔχων ἐς ναῦον ] ἄγνας Πάλλαδος ,
γὰρ ν ? [ ὑπὸ μητρυῶν τε καὶ [ οὐκ ἦλθ ' ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [
4697798 ἐλλαβεν
ἐπιδεῖξαι , ἐν οἷς δὶς τὸ αὐτὸ στοιχεῖον παραλαμβάνεται , ἔλλαβεν , ἔννεπε : ἀλλὰ καὶ συλλαβή , Λέλεξ ,
ὀλεσίμβροτον ἰὸν ἐλάσσας : τὸν μὲν ἔπειτ ' ὀλοὴ νόσος ἔλλαβεν , οὕνεκ ' ἔμελλεν αὖθι λελείψεσθαι , τό ῥά
4695908 πελασεν
παρεπομένων τοῦ ἕλκε δ ' ὁμοῦ καὶ νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν συνίστησι τὴν ἔντασιν γεγενημένην , εἶθ ' ἑξῆς λέγει
ἀκουστέον , ἐμπεσεῖν ταῖς ναυσίν . . ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσιν , νήπιος , οὐδ ' ἄρ '
4691530 ἀψορρον
ἐμεῖο παρέσσεται , ἢν καὶ ὀπίσσω δή ποτε νοστήσας ἐθέλῃς ἄψορρον ἱκέσθαι : ῥηιδίως δ ' ἂν ἑοῖ καὶ ἀπείρονα
νυχίων ἀπὸ δείματα πέμψεν ὀνείρων , αὐτίκ ' ἔπειτ ' ἄψορρον ἀπέστιχε , τοὺς δ ' ἅμ ' ἕπεσθαι χειρὶ
4688990 θεοιο
ἀμήχανον , οὐδέ τις ἔτλη ἀντίον αὐγάσσασθαι ἐς ὄμματα καλὰ θεοῖο , στὰν δὲ κάτω νεύσαντες ἐπὶ χθονός : αὐτὰρ
ἰδέειν ἱερὸν φάος ἢ θανέεσθαι ἢ πόνῳ ἰητῆρος ἀμύμονος ἠὲ θεοῖο ὄμματ ' ἀπαχλύσαντος ἴδῃ φάος ἠριγενείης , οὐ μὲν
4687757 νεκρου
ἢ Ἀργεῖος : δειλαία νεκροῦ μορφά : ἥτις εἰμὶ δειλαία νεκροῦ μορφὴ καὶ νεκρῶν ἄγαλμα : ἄγαλμ ' , ἢ
, κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλε εἰς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων εἶναι ἔθνος
4683889 Ὀδυσσευς
ἄνδρα , ὅτι οὐδὲν αὐτῶι ἐμέλησεν ὅπως πιθανὸς ἔσται ὁ Ὀδυσσεὺς οὐ γιγνωσκόμενος ὑπὸ τοῦ Φιλοκτήτου . ἔχοι δ '
Ὀδυσσέα , ὁ δὲ χρόνος πάντας τοὺς καλούς . εἶτα Ὀδυσσεὺς μὲν ἀναλήψεται καὶ σάρκας καὶ κόμην καὶ χρῶμα :
4680886 ἑθεν
βλεφάροισιν ἐφίζανε : μή τι πάθοιεν Ἀργεῖοι , τοὶ δὴ ἕθεν εἵνεκα πουλὺν ἐφ ' ὑγρὴν ἤλυθον ἐς Τροίην πόλεμον
Κίον ἔκτισεν , εἴρηκεν Αὐτόχαρις ἐν αʹ Χρόνων . οὗ ἕθεν : ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ . αὐλείτης : ὁ ἀπὸ
4680498 κεινου
ξυστᾶς ' ἀεί τιν ' ἐκ φόβου φόβον τρέφω , κείνου προκηραίνουσα : νὺξ γὰρ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη
ηὔδα : “ Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές , ὄρχαμε λαῶν , κείνου μέν τοι ὅδ ' υἱὸς ἐτήτυμον , ὡς ἀγορεύεις
4677439 Ἀτρειδαο
ἐπανέρχεται ἐπὶ τὸ πρῶτον ὣς ὀξεῖ ' ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο . οὕτω καὶ Θουκυδίδης : ἐκ δὲ τεκμηρίων ,
ὁρμήματά τε στοναχάς τε , ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο , Κύκλωπος κεχόλωται , καὶ ἄλλα πλεῖστα , ἔχοντος
4672047 βαιον
τὴν τῆς θαλάσσης ἀναρρόφησιν * . ἀπορία . πῶς φησὶ βαιὸν ; ζʹ γὰρ ἔτη ἐποίησεν ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ τῇ
οὐ μὲν ὅσον τὸ πάροιθεν , ὅμως δ ' ἄρα βαιὸν ἰάνθη πολλῆς ἐκ κακότητος , ἔχει δ ' ἔτι
4668129 ἀνακομισθεις
τις ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς πάλιν τίκτεσθαι . ἀπὸ ξένης ἀνακομισθεὶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ κατέλαβε τὴν μητέρα νοσοῦσαν καὶ ἐκληρονόμησε
δ ' αὐτῇ : καὶ ὅτε ἀπὸ Τροίας ὁ Μενέλαος ἀνακομισθεὶς ἑώρα τὴν ἀλη - θῆ Ἑλένην παρὰ τῷ Πρωτεῖ
4665049 ἀλκιμον
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ '
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν
4662028 ἀτρεμας
“ δὲ διὰ τὴν τραχύτητα . ἀλλ ' ἔχ ' ἀτρέμας : μένε ἐφ ' ἡσυχίας . βαλλόμενος γὰρ ὁ
, χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν , ἀτρέμας πρῶτον , παππὰξ παππάξ , κἄπειτ ' ἐπάγει παπαπαππάξ
4660545 λωιστον
ὀργῆς δ ' ἐξανεὶς κακῆς , ἄναξ Θησεῦ , τὸ λῶιστον σοῖσι βούλευσαι δόμοις . κραυγῆς ἀκούσας σῆς ἀφικόμην ,
δὲ τόξοις χεῖρ ' ἔχουσιν εὔστοχον , ἓν μὲν τὸ λῶιστον , μυρίους οἰστοὺς ἀφεὶς ἄλλοις τὸ σῶμα ῥύεται μὴ
4660251 Λαερτιαδη
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς
4655428 εἰσοροωντι
ἰδέειν : πάντῃ δέ μοι ὄσσε Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι : ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία , οὐδὲ δυνάσθη
ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προὔτυψε φίλον πατέρ ' εἰσορόωντι . κύσσε δέ μιν περιφὺς ἐπιάλμενος ἠδὲ προσηύδα :
4654486 ἰδνωθεις
Πόλυβος ποίησε δαΐφρων , τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω : ὁ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὑψός '
Πόλυβος ποίησεν δαΐφρων , τὴν ἕτερος ῥίπτασκεν ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω , ὁ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὑψός '
4654087 ἐφατ
τις Αἰγίσθου , ἀλλ ' ἔκταθεν ἐν μεγάροισιν . ὣς ἔφατ ' , αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ ,
ἴδοι , μὴ δὴ σχεδὸν ὦσι κιόντες . ” ὣς ἔφατ ' : ἐκ δ ' υἱὸς Δολίου κίεν ,
4653989 θυμοιο
ἑὸν πτολίεθρον , ὑπὲρ ξείνοιο δ ' ἄνακτος μάρναται ἐκ θυμοῖο καὶ οὐκ ἐμπάζεται ἀνδρῶν ἐνθεμένη φρεσὶ θάρσος ἀταρτηρόν τε
κρατερῆς χερὸς ἀλκῇ ἐγχείη στονόεσσα ποτὶ χθονὸς οὖδας ἔρεισε δευόμενον θυμοῖο . Βάλεν δ ' Εὐήνορα δῖον τυτθὸν ὑπὲρ λαπάρην
4651609 ἀναπηδησας
λαβόντας , ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας , ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ , οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ '
ἄλλοθεν : Χαιρεφῶν δέ , ἅτε καὶ μανικὸς ὤν , ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με , καί μου λαβόμενος
4647585 Σκυλλη
τρόπον καὶ τὸ ἐνθάδε διοίσει τοῦ ἔνθα δ ' ἐνὶ Σκύλλη ναίει : τὸ μὲν γὰρ παροξυνόμενόν ἐστι , τὸ
πέτρην . ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες : ἔνθεν γὰρ Σκύλλη , ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις δεινὸν ἀνερρύβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν
4644414 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
4631403 γουνων
Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί ' ἔκηαν , ἦ γούνων λίσσοιτο προσαΐξας Ὀδυσῆα . ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο
βοείην , Τηλέμαχον δ ' ἄρ ' ἔπειτα προσαΐξας λάβε γούνων καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ ὦ
4630995 καθημενος
εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσιν ἕτεροι δ ' , οἷς λέγω τὰς
ἐξηγητὴς [ ἐν μέσῳ ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται . Καὶ καλῶς γ ' , ἔφη ,
4628368 ἀγκλινας
κορήσατε ποιπνύουσαι ” ἀγκλίνας ἀνακλίνας , ὡς ἐπὶ τοῦ “ ἀγκλίνας δέ , πρόσθεν δὲ σάκεα σχέθον ἐσθλοὶ ἑταῖροι .
τις ἄλλος αἴτιος , ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν κάλλιπον ἀγκλίνας : τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων . ἀλλ '

Back