πλείους . ὁ γοῦν ἑξήκοντα ἀριθμὸς εἰς ἓξ συμπληρωθέντος τοῦ συμποσίου ἄρξεται οὕτως . εἰσῆλθεν εἰς τὸ συμπόσιον ὁ πρῶτος
καινὸς Ζεὺς μετὰ τῶν ὑπηκόων γελώμενος θεῶν ἔφυγεν ἐκ τοῦ συμποσίου , ὡς Ἡγήσανδρος ἱστορεῖ : μνημονεύει δὲ τοῦ Μενεκράτους
7383594 θεατρου
ἀρίστους : διόπερ οὐ ῥᾳθυμητέον . Ὀρχήστρα . τὸ τοῦ θεάτρου μέσον χωρίον , καὶ τόπος ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν ,
καὶ συντοξεύοντος , ὅς γε τὴν ἄκραν τὴν ὑπερκειμένην τοῦ θεάτρου καταλαβὼν ἀδοκήτως καὶ ἐξαπιναίως , τὸ πολὺ πλῆθος τῶν
7098314 βηματος
τοῖς γνωριμωτάτοις καὶ τῶν ἔξωθεν τοῖς ἐνδοξοτάτοις λοιδορουμένους ἐπὶ τοῦ βήματος περιποιεῖσθαι παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν ὡς εἰσὶ δημοτικοί .
συστρατεύεσθαι . ἀποστρεφομένου τε τοῦ Καίσαρος καὶ ἀπιόντος ἀπὸ τοῦ βήματος , οἱ δὲ σὺν ἐπείξει πλέονι βοῶντες ἐνέκειντο παραμεῖναί
6962559 κιθαρῳδου
μή ποτ ' ἐπιβὰς κήρυκι τὸν πόδα παρῶ . Κλεῶνος κιθαρῳδοῦ , ὃς ἐκαλεῖτο Βοῦς , ἀκούσας εἶπεν : ὄνος
ἄκρατον τὴν δυστυχίαν . διὸ καὶ περὶ τοῦ Δημοδόκου τοῦ κιθαρῳδοῦ φησιν : ὃν πέρι Μοῦς ' ἐφίλησε , δίδου
6928311 φρεατος
τοῦ ρος , ἥπατος οὔθατος ἔαρος κέαρος : σεσημείωται τὸ φρέατος στέατος . τῷ ἥπατι , τὸ ἧπαρ , ὦ
λόγῳ καὶ περὶ ποταμῶν καὶ πηγῶν εἰπεῖν καὶ λίμνης καὶ φρέατος . Ποταμοὶ καθαρὸν καὶ διειδὲς ἔχοντες ὕδωρ καὶ ἠρέμα
6850278 δικαστηριου
οἱ δικασταὶ κατήγαγον αὐτόν , ὁ δὲ λυθεὶς ἐξῆλθεν τοῦ δικαστηρίου , μεῖναι ἐκεῖσε μὴ ἀνασχόμενος . μετὰ δὲ τὸ
ταῦτα ? αὐτὸς ? [ ὑμῖν ἐμαρτύρησεν [ ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου [ ? , ὅτ ' ἦν τούτωι ? [
6804452 μαντειου
ἐν γὰρ τῷ Παρνασῷ οἱ Δελφοί . * * τοῦ μαντείου . τῷ αὐτοῦ . . Μὴ λάβῃς εἰς τὸ
θάνατον αὑτοῦ τιμήν . θανὼν γὰρ αὐτὸς ἐμαντεύετο ἐκ τοῦ μαντείου : ὅθεν καὶ ἐτιμήθη ὡς θεὸς παρὰ τοῖς Θηβαίοις
6764805 Αἰσωπου
σῶμ ' . ἐγώ . ψυχὴν δ ' ἐπανήκειν ὥσπερ Αἰσώπου ποτέ . Εἰπέ μοι ὡς ὀλίγα λοιπὰ τῶν ἐπιτραπεζωμάτων
τὸν σοφῶς τοῦτον ἀποκριθέντα μόνον . „ οὕτως οὖν τοῦ Αἰσώπου ἀπολελογημένου , ὀρθῶς ἅπαντες λέγειν αὐτὸν ἐψηφίσαντο . Καὶ
6502471 νικηφορου
ἐξενέγκωμεν , φίλαι , στέψω τ ' ἀδελφοῦ κρᾶτα τοῦ νικηφόρου . σὺ μέν νυν ἀγάλματ ' ἄειρε κρατί :
αὐτὸν συγγενῆ Λακεδαιμονίων καὶ Κυρηναίων , οὕτω δὲ καὶ τοῦ νικηφόρου . Αἰγεῖδαι ἐμοὶ πατέρες : θέλει δεῖξαι τὸν Ἀρκεσίλαον
6491989 βουλευτηριου
διοικοῦντες καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων προσλαμβάνοντες τοὺς ἐπὶ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου πόῤῥωθεν προκατελάμβανον τὰς
κατέστρεψε τὸν βίον , εἰ μὴ Μάρκος Αἰμίλιος προκαθήμενος τοῦ βουλευτηρίου , τηρῶν τό τε περὶ αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ
6418123 προφανους
ἄφαρκτον , ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς , καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ
; τρόπῳ : τίνα τρόπον , λαθὼν ἢ ἐκ τοῦ προφανοῦς βιασάμενος ἢ ἀπατήσας ; τόπῳ , ἐν ἄστει :
6377684 νεου
ἡ τύχη με κατέστησεν ἐπίτροπον τοῦ σώματος τοῦ σοῦ , νέου παντελῶς ὄντος , καὶ τῆς ὅλης βασιλείας , ἀπ
δυνατὸν εἶναι παντὶ τρόπῳ πότερον εἴδωλον καὶ ψεῦδος ἀποτίκτει τοῦ νέου ἡ διάνοια ἢ γόνιμόν τε καὶ ἀληθές . ἐπεὶ
6358154 κηπου
ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ καὶ ὁ ὀχετός : Δίδυμός
καὶ τερπνὸν ἔχοντας οὐδέν . ἡμῖν δὲ καὶ τοῦ Ἀλκίνου κήπου καὶ τοῦ χρυσᾶ μῆλα φέροντος , ἐφ ' ἃ
6344632 χρηστηριου
τοῦτο , ἀπὸ Τηλέφου καὶ τοῦ τρώσαντος Ἀχιλλέως καὶ τοῦ χρηστηρίου ἀνελόντος ὅτι ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται . βούλομαι γὰρ
προσήκουσαν . ὅθεν τοὺς Κᾶρας ὑπακοῦσαι βουλομένους τοῖς ἐκ τοῦ χρηστηρίου καταλῦσαι τὰς ἔμπροσθεν εἰθισμένας στεφανώσεις αὐτούς τε κατὰ πλῆθος
6328112 ξενου
δὲ τοὔμπαλιν , σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός , ἀνοσιωτάτου ξένου , ὃς οὔτε τοὺς γῆς νέρθεν οὔτε τοὺς ἄνω
καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ; ποδαποῦ ;
6324437 αὐλητου
ἦσαν ἄνδρες , ἐξ ὧν ὁ χορὸς συνεστὼς προκαταρχομένου τοῦ αὐλητοῦ τὸ μέλος προεφέρετο . οἱ δὲ κεφαλὰς ἀκούουσι τὰ
κήρυκι τὸν πόδ ' ἀναπαρῶ . αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος εὐφήμει , μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθα
6322415 κηρυκος
δὲ οἱ κήρυκες σάλπιγγας βαστάζοντες καὶ ἐσήμαινον . Γ τοῦ κήρυκος ] εἰς τὴν τῶν Χοῶν ἑορτὴν ἐκάλουν οἱ κήρυκες
συνθήκας ἢ πρεςβείας ποιεῖται : γίνεται δὲ παρὰ τῆς κήρυξ κήρυκος γενικῆς : τό δε κήρυξ , παρὰ τὸ κηρύσσω
6317171 Ξενοκλεους
τὸ ” ὦ Παλλάς , ὥς μ ' ἀπώλεσας “ Ξενοκλέους εἶναί φησιν ἐκ τοῦ Λικυμνίου λεγόμενον ὑπ ' Ἀλκμήνης
τοῦ “ τραγῳδοῦ ” : δῆλον , ὅτι Γ περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος . Γ διαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον .
6315809 ἀδελφιδου
ἰστέον , ὅτι τὰ εἰς δους λήγοντα εἰς ου , ἀδελφιδοῦ , ἔστι δὲ ὁ ἀνεψιός , ὁ θυγατριδοῦς τοῦ
γὰρ αὐτὰ οὐ Δίωνος ἀλλὰ τοῦ ὑέος , ὄντος μὲν ἀδελφιδοῦ αὐτοῦ κατὰ νόμους ἐπιτροπεύοντος . τὰ μὲν δὴ πεπραγμένα
6240597 ἀκροατου
, τὸ δὲ πάντα ὡς ἀνοήτῳ λέγειν καταγινώσκοντι ἔοικεν τοῦ ἀκροατοῦ . Ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ ἐπιστολικὸς χαρακτὴρ δεῖται ἰσχνότητος
οὐ πάντας δύναται πείθειν , ἀλλ ' ἀνάγκη τὴν τοῦ ἀκροατοῦ ψυχὴν ἔθεσί τισιν ἀγαθοῖς παρεσκευασμένην εἶναι πρὸς τὸ χαίρειν
6230581 ἐμπορου
Ἀρτέμιδι , εἰ βασιλεύσειε , τὸν οἶκον ἅπαντα καθιερώσειν τοῦ ἐμπόρου . Ἦν δέ τις Κροίσῳ φίλος , ἀνὴρ Ἴων
ἡ δὲ πόλις Σῖρις νῦν Πόλιον λέγεται ἀπὸ Πόλιδος Κασέως ἐμπόρου . Σῖρις πόλις Σικελίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός
6160059 Νικοκλεους
καὶ καλὸς πολλῶν ἀγαθῶν αἴτιόν σε τοῖς ἀρχομένοις γεγενῆσθαι : Νικοκλέους δὲ κακῶς ὑπὸ σοῦ πάσχοντος οὐκ ὀλίγοις ἀθυμεῖν συμβέβηκεν
πρότερον πρᾶγμα διαβεβαιούμενος . καὶ γὰρ καὶ ὁ λόγος ὑπὸ Νικοκλέους λέγεται , καὶ πρὸς τοὺς ξυμμάχους καὶ ὑπηκόους .
6136945 λαου
τῶν ἀδελφῶν εἷς . εἵποντο δὲ αὐτοῖς τοῦ τε οἰκείου λαοῦ συχνοί , πολυάνθρωπον γὰρ δὴ τὸ ἔθνος τοῦτο λέγεται
Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων θρόων ἀποτυχούσης , ἅτε
6135912 Θερσανδρου
, λέγειν , φθάσας ῥήτωρ ἕτερος , ὄνομα Σώπατρος , Θερσάνδρου συνήγορος , “ Ἀλλ ' ἐμός , ” εἶπεν
εἰς τὴν εἱρκτὴν ἐβέβλητο , δώσων δίκην , τοῦ δὲ Θερσάνδρου φυγὴν ἀπόντος κατέγνωσαν . ἡμᾶς δὲ ὁ ἱερεὺς ὑπεδέχετο
6109555 σοφιστου
ἐπιδίδωσι δὲ καὶ ἀρετὴν τοῖς χρωμένοις , πόρρω ἂν οὗτος σοφιστοῦ ἀποκρίνοιτο . Ἀλλ ' ἐγὼ ὄναρ ὑμῖν ἀλλότριον ἀπαγγέλλω
ποίει : λάγνης γυναικός ἐστιν οὐκ ἀνδρὸς τόδε . Ἔρως σοφιστοῦ γίγνεται διδάσκαλος σκαιοῦ πολὺ κρείττων πρὸς τὸν ἀνθρώπων βίον
6088668 ταφου
Ἀπολλώνιε , σοφοῖς γὰρ πρὸς σοφοὺς ἐπιτήδεια , τοῦ τε τάφου ἐπιμελήθητι καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Παλαμήδους ἀνάλαβε φαύλως ἐρριμμένον
. πέποιθ ' : ἀρωγὰς [ δ ' ] ἐκ τάφου πέμπει πατήρ . νεκροῖσί νυν πέπισθι μητέρα κτανών .
6082756 παρατυχοντος
κατέσχεν ὑπὸ σκότου τὸν φθόνον : ὡς δὲ πάλιν λέοντος παρατυχόντος ὁ μὲν αὖ ἥμαρτεν , οὐδὲν οἶμαι θαυμαστὸν παθών
, Νεάπολις , Ἐπιπολαὶ , Τύχη . οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος οὖν μεγαλοπόλεις εἴρηκε τὰς Συρακούσας . . . ἄλλως
6069710 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .
6055943 εἰσελθοντος
: ἕνα βούλεσθαι ἀριθμὸν εὑρεῖν , ᾧ ἕως τοῦ τελευταίου εἰσελθόντος ἐξ ἴσου πάντες ἕξουσιν ἤτοι μῆλα ἢ στεφάνους .
δὲ θᾶττον ἐπληρώθη τὸ θέατρον ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν . εἰσελθόντος δὲ μόνου Χαιρέου πᾶσαι καὶ πάντες ἐπεβόησαν ” Καλλιρόην
6051248 ὀνειρου
καʹ κοιναί , ἡ δὲ κβʹ παραχρῆμα ἐπιτελεῖ τὰ τοῦ ὀνείρου , ἡ δὲ κγʹ ἐν ἡμέραις η , ἡ
κατήγορος τῷ τοῦ φεύγοντος ὅρῳ ἀνατρέπων τὸ μεμυῆσθαι διὰ τοῦ ὀνείρου τὸν ἄνθρωπον : ζητητέον δὲ , τίς ἡ διαφορὰ
6047997 διατεθεις
γὰρ μάλιστα συμβαίνειν εἴωθενἢ καὶ ἄλλως πως ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθεὶς ὁ ἄνθρωπος , δίψα δ ' αὐτὸν ἔχει ,
λόγον ἐκίνησε καὶ τὰς τιμωρίας αὐτοῦ διεξῆλθεν , ὥσπερ φόβῳ διατεθεὶς πρὸς τὰ διηγήματα κατεύχεται τὸν Δία ἔχειν εὐμενῆ .
6044044 προσκληθεις
μεταθεῖναι τῇ πενίᾳ τὴν κλῆσιν : Ἀρναῖος γὰρ τὴν ἀρχὴν προσκληθεὶς Ἶρος μετωνομάζετο , τὴν ἐπωνυμίαν ἐκ τοῦ διακονεῖν κομισάμενος
ἐκ γενετῆς : καὶ πάλιν : Ἀρναῖος γὰρ τὴν ἀρχὴν προσκληθεὶς Ἶρος μετωνομάζετο , τὴν ἐπωνυμίαν ἐκ τοῦ διακονεῖν κομισάμενος
6024249 ἀναζευξαντος
ἐπὶ τοῦ Ἀρχιδάμου τοῦ διὰ τὸν χειμῶνα καὶ τοὺς σκηπτοὺς ἀναζεύξαντος ἐκ Πλαταιῶν : φέρει γὰρ συγγνώμη ἐπὶ πρόσωπον ,
μεταστάσει εὑρίσκομεν εὐεργέτημα ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀδικήματος ὡς ἐπὶ τοῦ ἀναζεύξαντος Ἀρχιδάμου ἐν τῇ νόσῳ , ἀπὸ γὰρ τῆς ἀναχωρήσεως
6023655 πυκτου
: καὶ ἐγὼ τὸ μὲν πρῶτον , ὡσπερεὶ ὑπὸ ἀγαθοῦ πύκτου πληγείς , ἐσκοτώθην τε καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα
καὶ πὺξ παίειν . εἴποις δ ' ἂν ἐπὶ τοῦ πύκτου χεῖρες ὡπλισμέναι , χεῖρες ὁπλίτιδες : καὶ τὰ ὅπλα
6014465 Διονυσιου
τῇ τραγῳδίᾳ εὑρίσκεται : πρὸς διάφορα ἀντίγραφα παραγέγραπται ἐκ τοῦ Διονυσίου ὑπομνήματος ὁλοσχερῶς καὶ τῶν μικτῶν : Ἐτεοκλῆς παραλαβὼν τὴν
γυνή . τὸ μοσχίον τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν . Διονυσίου δὲ δράματ ' ἐκμαθεῖν δέοι καὶ Δημοφῶντος ἅττ '
6010889 μειρακιου
τῇ Ἀσπασίᾳ : καί πως ἔπρεψεν αὐτῇ καὶ τὰ τοῦ μειρακίου , καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τῆς ὥρας αὐτῇ πρὸς
μονωθεὶς ὁ νεανίσκος μᾶλλον ὑπήκοος αὐτῷ γένηται . τοῦ δὲ μειρακίου ταῖς γενομέναις παρανομίαις προσκόπτοντος καὶ φανεροῦ καθεστῶτος ὅτι τιμωρήσεται
5997485 ταμειου
σιτήσεως , τοῦ νόμου κελεύοντος τοὺς πηροὺς τρέφεσθαι ἐκ τοῦ ταμείου : γίνεται δὲ καὶ κατὰ αἴτησιν ῥητὸν καὶ διάνοια
ἵνα μηκέτι πράγματ ' ἔχοι , οἰκουρὸς ἦν φίλος τοῦ ταμείου προκαθήμενος . Οὐδὲν δ ' εἰς οὐδὲν ὠφελῶν ὑπιδόμενος
5986616 γυμνασιου
, σοὶ τόνδ ' ἱδρύσατο βωμὸν Χάρμος ἐπὶ σκιεροῖς τέρμασι γυμνασίου . . : Προοικίαι . Παρὰ Κλειτοδήμῳ , ἐν
μετὰ ταῦτα ἀναλαβὼν ἐλλεβορίσαι . Εἶτα γυμναζέσθω καὶ ἀφιδρούτω : γυμνασίου δὲ τρίψις , πάλη ἀπὸ ὄρθρου : δρόμου δὲ
5975117 Λαμπιδος
κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον , τηνικαῦτα μεταβαλόμενος συνίσταται μετὰ τοῦ Λάμπιδος καί φησιν ἐκείνῳ τὸ χρυσίον ἀποδεδωκέναι , ἐφόδιον μὲν
μήποτε δέ φησιν ὁ Πλούταρχος : ἐκεῖνο λέγει τὸ τοῦ Λάμπιδος , ὅτι πλείων μὲν ἡ φροντὶς ἐπὶ τοῦ πλείονος
5971856 Ξανθου
μέλονται : πρὸς δ ' ἅλα κεκλιμένοι Λύκιοι χθόνα ναιετάουσι Ξάνθου ἐπὶ προχοῇσιν , ἐϋρρείτου ποταμοῖο : ἔνθα βαθυκρήμνοιο φαείνεται
ἀνδρὸς νεωνήτου θυμόν , ἱπποπόρνη . “ ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν ” πόθεν μοι τοῦτο τὸ κακόν ; “
5962573 θηραματος
ἄστυ παλινόρμητα στέλλεται κἄπειτα τὸν κύνα διαφίησιν εἰς εὕρεσιν τοῦ θηράματος : ἐκεῖνος δὲ τῆς λαγῴας ὀδμῆς ὀσφρανθεὶς ἰχνηλατεῖ μάλα
τῆς σπουδῆς τῆς προκειμένης ἐτετυχήκει , τῷ μὲν δεσπότῃ τοῦ θηράματος ἀπέστη , ἀναχωρήσασα δὲ ἐννέα φασὶ σκύλακας ἀποκυήσασα εἶτα
5956914 πυλωνος
καὶ βαθυτέρᾳ καθ ' ἑαυτὸν ἐννοίᾳ γενόμενος δι ' ἑτέρου πυλῶνος ἐκλαθόμενος ἀπηλλάγη , τό τε τῆς ἡμέρας λοιπὸν καὶ
. Τὰ εἰς ων τοπικὰ τὸ ω φυλάττει , πυλών πυλῶνος , Ἰτών Ἰτῶνος . Τὰ εἰς ων ὀνόματα μηνῶν
5953801 χρησμου
τὴν ἀπὸ Ἰολάου προσηγορίαν . τοῦ δὲ περὶ τῆς ἀποικίας χρησμοῦ περιέχοντος ὅτι τοῖς τῆς ἀποικίας ταύτης κοινωνήσασι διαμενεῖ τὰ
δέρμα κατὰ τὸ νόμιμον . μετὰ δὲ ταῦτα Αἰήτηι γενομένου χρησμοῦ , καθ ' ὃν ἐσήμαινε ὁ θεὸς τότε τελευτήσειν
5950201 Ἀδμητου
, ἦν ἡ Ἀθηνᾶ διὰ τὸν Ἕκτορα , καὶ χάριν Ἀδμήτου Φοῖβος ὁ ἀκερσεκόμης τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ
οὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Γαῖα λάβ ' Ἀδμήτου ἔλυτρον , βῆ δ ' εἰς θεὸν αὐτός ,
5916541 Ἱπποκλειδης
ἐγένοντο . Μέμνηται ταύτης Ἀλκαῖος . Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ : Ἱπποκλείδης μετὰ καὶ ἄλλων πολλῶν ἐμνηστεύσατο τὴν Κλεισθένους τοῦ Σικυωνίου
Ἀθήναις . * * τοῦ δὲ Μιλτιάδης , τοῦ δὲ Ἱπποκλείδης , ἐφ ' οὗ ἄρχοντος Παναθήναια ἐτέθη . *
5911787 παιδιου
εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ Γ “ ἐξεθρεψάμην ”
καταμήνια , καὶ τὰς μήτρας μᾶλλον στομοῦσθαι , οἷα τοῦ παιδίου χωρήσαντος διὰ σφέων καὶ βίην καὶ πόνον παρασχόντος :
5910185 Βελλεροφοντου
. τῷ θρόνῳ δὲ ἡρώων ἐπειργασμένα Ἀργείων ἐστὶν ἔργα , Βελλεροφόντου τὸ ἐς τὴν Χίμαιραν καὶ Περσεὺς ἀφελὼν τὴν Μεδούσης
ἀπατῆσαι . ἐνυπνίῳ δ ' ᾇ τάχιστα πείθεσθαι : τοῦ Βελλεροφόντου δὲ τὸ ὄναρ διηγησαμένου εἶπεν ὁ Πολύιδος ὡς τάχιστα
5907481 δωματιου
καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . Καὶ νὴ Δί ' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν
μετέωρον κομισθῆναι ἔξω τῆς οἰκίας , καὶ ἐξωσθεὶς πρὸ τοῦ δωματίου ἔξω γυμνὸς καλῶς ἐστεφανωμένος καὶ μεμυρισμένος τὴν γῆν γυμνὴν
5891680 νεανισκου
τοῦτο παρέσχεν αὐτῇ τὸ ἔργον εὑρεσιλογεῖν προφάσεις σκεπτομένῃ κατὰ τοῦ νεανίσκου , αἷς αὐτὸν ἀμυνεῖται : παραγενομένῳ γὰρ ἐξ ἀγορᾶς
κακοῦ τινος τραγῳδοποιοῦ ἀκρόασιν ποιούμενος [ καὶ ] λέγοντός τινος νεανίσκου ὅτι ἐξελεύσεται ” οὐκ ἐμοῦγε ” ἔφη „ πρότερος
5888871 διδασκαλου
εἰπόντος Ἀριστοφάνους ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ διδασκάλου . ἐν δ ' Εὐβούλου Ἴωνι εἴρηται τρύβλια δὲ
δὲ ἀνδριάντα ἐποίησε Σικυώνιος Κάνθαρος , Ἀλέξιδος μὲν πατρός , διδασκάλου δὲ ὢν Εὐτυχίδου . Εὐπολέμου δὲ Ἠλείου τὴν μὲν
5887477 μαθητου
ἥττων ἐστίν ; ὡς καὶ ὁ σεμνότατος Ἀριστοτέλης τοῦ Φασηλίτου μαθητοῦ . ἡμεῖς δ ' οὐχὶ καὶ τῶν ἀψύχων τὰ
παραδοθεὶς τῷ δημίῳ , σὺ δὲ τὴν Σωστράτου γυναῖκα τοῦ μαθητοῦ ἐμοίχευες , ὦ Κλεόδημε , καὶ καταληφθεὶς τὰ αἴσχιστα
5861940 καταπλαϲματοϲ
φλεγμαίνωϲι . καὶ γὰρ καὶ τὸ γάλα ϲβέννυται πρὸϲ τοῦ καταπλάϲματοϲ , ὥϲπερ καὶ τὸ τῶν παίδων ἐφήβαιον ἐπιπλαττόμενον ἀλεύρῳ
κατάπλαϲμα τὸν θώρακα καὶ τὰϲ πλευράϲ . ἀρθέντοϲ δὲ τοῦ καταπλάϲματοϲ , ϲκεπέϲθω ὁ θώραξ κηρωτῇ τῇ διὰ βουτύρου καὶ
5856320 ἀδυτου
ἀποκρύψειεν ἂν ἄνθρωπον . τὸ δὲ ἐντεῦθεν τοῖς ἐντὸς τοῦ ἀδύτου γενομένοις οὐχ εἷς οὐδὲ ὁ αὐτὸς τρόπος ἐστὶν ὅτῳ
ἐς θεὸν ἐλθών . τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας εὐώδεος ἐξ ἀδύτου ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς
5854781 Μενελεω
' ἐμὴν κτανεῖν , ἀλλ ' ἀντ ' ἀδελφοῦ δῆτα Μενέλεω κτανὼν τἄμ ' οὐκ ἔμελλεν τῶνδέ μοι δώσειν δίκην
φησι ταῖς Ψυλλικαῖς , δύ ' ἀδελφῶν κυνῶν ἐκεῖθεν ὑπὸ Μενέλεω περὶ τὴν Ἀργολικὴν τραφεισῶν . περὶ δὲ Κυρήνην ἐκ
5854664 διδασκαλειου
ἄμφω καὶ οὐ τοῦτο μόνον , ἀλλὰ καὶ τοῦ Πυθαγορικοῦ διδασκαλείου μεταλαβόντε , καθάπερ που καὶ Νικόμαχος ἱστόρησεν . .
ἐπιπόλαια καὶ ἐλαφρὰ καὶ ὅσα πρὸς διασκευὴν καὶ χλευασμὸν τοῦ διδασκαλείου ὑπὸ τῶν βασκάνως ὕστερον συκοφαντούντων προβάλλεται συναγαγεῖν καὶ ὡς
5851684 Πλουτου
ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἐνταυθοῖ παρὼν ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ Πλούτου μέρος . Καὶ δὴ βαδίζω . Τουτοδὲ τὸ κρεᾴδιον
, ἄχρις ἂν ἐξέλθοι τις ἀπαγγέλλων , ὅπως εἰσιόντος τοῦ Πλούτου πάντα τὰ τούτων πρὸς τὸ βέλτιον μεταβέβληται . 〛
5824264 συλλογου
, οὕτως εἶπεν . . . . συμμαχίας ] οἱονεὶ συλλόγου καὶ κοινοῦ συνεδρίου . . . εἰ μὲν πρὸς
πέρας , ἐκείμην ὑπὸ τοῦ σκέλους ἐν τῷ στρατοπέδῳ , συλλόγου δὲ περὶ ἐμὲ γεγονότος καὶ πάντων εἰς γῆν ἀμηχανίᾳ
5820525 δεσποτου
, δεύτερον ἀγωνιστὴν τοῦ δράματος ἔχουσα δήμιον δοῦλον , σφαγέα δεσπότου , μαστιγίαν ἀνδρὸς ἀλιτήριον , ὃς ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου
κάλλος , ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα . Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν . Ὡς ἡδὺ τῷ σωθέντι μεμνῆσθαι πόνων
5808594 ἀγωνος
ἐμαστιγοῦτο ἐφ ' ἡλικίας , ἢ ἐκπρόθεσμος ὢν ἤδη τοῦ ἀγῶνος ἀσφαλῶς τὰ τοιαῦτα ἐνεανιεύσατο ; Πρεσβύτης ἤδη ὢν ἔγραψε
, Δου . τεκνοτροφίη σφαλερόν : τὴν μὲν γὰρ ἐπιτυχίην ἀγῶνος μεστὴν καὶ φροντίδος κέκτηται , τὴν δὲ ἀποτυχίην ἀνυπέρθετον
5799176 ἰατρου
ὄνυχες , ὀδμή . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι ἀπὸ τοῦ ἰατροῦ , αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ .
τὸ πρὸς τὴν δυναστεύουσαν αἰτίαν ἀπομάχεσθαι : πᾶν γὰρ ἔργον ἰατροῦ ἐπανορθωτικόν ἐστι τῶν περὶ τὸ σῶμα σφαλμάτων . Ἰστέον
5797021 πυθομενου
ἐπ ' ἐρημίας γελῶν : ἄφνω δέ τινος ἐπιστάντος καὶ πυθομένου , διὰ τί μηδενὸς παρόντος γελᾷ : Δι '
. Ὁ αὐτὸς Πλάτωνος εἰσελθόντος πρὸς αὐτὸν μαλακῶς ἔχοντα καὶ πυθομένου , πῶς διάγει , ἔφη τὸν μὲν σπουδαῖον καὶ
5793331 Θεομνηστος
ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὑπὸ Στεφάνου ἀναβέβηκα κατηγορήσων Νεαίρας ταυτησί , Θεόμνηστος εἴρηκεν πρὸς ὑμᾶς : ὡς δ ' ἐστὶ ξένη
μαρτύρων , ἀποστερούμενος [ ] [ ] ἀναγκάζομαι δικάζεσθαι . Θεόμνηστος δὲ πρὸ τοῦ μὲν ἦν μοι φίλος καὶ ἑταῖρος
5789401 ἀγγελου
μὲν ἀποδρᾶσα , οὐ φυγαδευθεῖσα , κατάγεται ὑπαντή - σαντος ἀγγέλου , ὅς ἐστι θεῖος λόγος , εἰς τὸν δεσποτικὸν
ὁ μῦθος ] ὁ λόγος τούτου ὑπηρέτου ] δούλου , ἀγγέλου νέον νέοι ] νεωστί : οὐ γὰρ ἀρχαία ὑμῖν
5784402 τολμηματος
ὄντι . ταῦτα ἐνθυμούμενος ἐς Κελτοὺς ἠπείγετο . τοῦ δὲ τολμήματος ἂν αὐτῷ λαμπροτάτου γενομένου ὁ στρατὸς ὤκνει δι '
δωρεᾶς : κείμενον γὰρ καὶ ὥσπερ νεκρὸν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου τολμήματος τὸν τύραννον ἔτρωσε καὶ πρὸς τὴν σφαγὴν ἕτοιμον γενόμενον
5783078 Ἰουλιανου
εἰργάζετο καὶ τὰ πρὸς πόλεμον παρεσκευάζετο . μελλόντων δὲ τῶν Ἰουλιανοῦ στρατιωτῶν ἔτι καὶ τὰ πρὸς πόλεμον ἕτοιμα ποιούντων ,
. . . . , . ] Ὅτι μετὰ τὴν Ἰουλιανοῦ τῆς βασιλείας ἀναγόρευσιν πρεσβεῖαι πανταχόθεν συνέβαινον καὶ στέφανοι πολλοὶ
5781012 παρεσκευασμενου
ἑτοίμου κατακληρουχεῖν ἤλπιζον τὴν Σικελίαν . ἤδη δὲ τοῦ στόλου παρεσκευασμένου , τοὺς ἑρμᾶς τοὺς κατὰ τὴν πόλιν παμπληθεῖς ὄντας
τινὸς κατὰ τύχην ἰχθύος παρατεθέντος , ἄλλου δ ' οὐδενὸς παρεσκευασμένου , λαβὼν ὅλον ὁ Ζήνων ἀπὸ τοῦ πίνακος οἷος
5765169 Γυλιππου
, περὶ τὴν ναυμαχίαν τῶν Ἀθηναίων ἀσχολουμένων , οἱ πεζοὶ Γυλίππου συνταχθέντες ῥᾷστα κατέσχον τὸν λόφον τοὺς φύλακας τῶν Ἀθηναίων
στρατοπέδῳ , Ἀλκιβιάδου μὲν ἀπελθόντος , Λαμάχου δὲ τελευτήσαντος , Γυλίππου δὲ ἐπελθόντος , ταῦτ ' ἐστὶν ἃ τὴν τοῦ
5762309 Πολυδεκτου
οἰκείαν , καταλαβεῖν δὲ τὸν τοῦ ἀδελφοῦ υἱόν , τὸν Πολυδέκτου Χαρίλαον , βασιλεύοντα . εἶθ ' ὁρμῆσαι διαθεῖναι τοὺς
δὲ οἰκίας τῆς ἑτέρας Θεοπόμπου τοῦ Νικάνδρου τοῦ Χαρίλλου τοῦ Πολυδέκτου τοῦ Εὐνόμου τοῦ Πρυτάνιδος τοῦ Εὐρυπῶντος , Μεσσηνίων δὲ
5756979 προσελθοντων
αὐτοῖς τὴν ἀλκὴν καὶ βίαν . [ Μετὰ δὲ ταῦτα προσελθόντων αὐτῷ τῶν Χαλδαίων καὶ προλεγόντων ὡς , εἰ τὸν
κατειλημμένα τῶν τοιούτων μαθημάτων ὑπὸ τῶν γνησίως καὶ ζητητικῶς αὐτοῖς προσελθόντων , προαιρούμενοι δὲ καὶ αὐτοὶ τοσαύτην προσθήκην συνεισενεγκεῖν ,
5745871 ἐρωμενου
ἀπέθανον ἐκ φαρμάκων , ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ ἐρωμένου , τὸν δὲ ἄλλος ἴσως ὁμοιότροπος θάνατος κατέλαβεν .
, ἀλλ ' ὁ μὲν ἐραστὴς ἥδεται τῇ ὄψει τοῦ ἐρωμένου , ὁ δὲ θεραπευόμενος ὑπὸ τοῦ ἐραστοῦ . ληγούσης
5739384 οἰναριου
τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα ἦν Γνώμη , καὶ τοῦ οἰναρίου ἐπιλιπόντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς , Γνώμην δὲ
ναυτικῶς . Ἤσθιε δὲ ἀρτίδια καὶ μέλι καὶ ὀλίγον εὐώδους οἰναρίου ἔπινε . παιδαρίοις τε ἐχρῆτο σπανίως , ἅπαξ ἢ
5730167 καλλιϲτου
ϲτροβίλων ἀμυγδάλων πικρῶν ἴϲον ἑκάϲτου καὶ πεπέρεωϲ βραχὺ μέλιτοϲ ἀπηφριϲμένου καλλίϲτου τὸ ἱκανόν : δίδου ἐκ τούτου κοχλιαρίου μεγίϲτου πλῆθοϲ
καὶ ἑψῶν ἐπὶ πυρὸϲ ἐπ ' ὀλίγον , ἐπίβαλλε μέλιτοϲ καλλίϲτου τὸ ἴϲον καὶ ϲμύρνηϲ ⋖ β κρόκου ⋖ β
5723680 παππου
τοῖς Ταρκυνίου ἐγγόνοις , τὸν δ ' ἀξιοῦντα τῶν τοῦ πάππου δωρεῶν κληρονομεῖν ἁπάντων ἀνθρώπων παρανομώτατον ἀποφαίνων καὶ πονηρότατον καὶ
τριβὴν λαμβάνων τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων οὐχ ἥττων ἐγένετο τοῦ πάππου . οὐ μὴν ἀλλὰ τούτου εὑρεθέντος . . .
5722152 Σωσθενους
τε καὶ ἔλυσε τῶν δεσμῶν , οἷς ἦν ὑπὸ τοῦ Σωσθένους δεδεμένη , καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τε εἰσεδέξατο καὶ
μεγάλη θεὸς ἀμφοτέρους ἔσωσε , τὴν μὲν ἐκ τῶν τοῦ Σωσθένους χειρῶν ἐξαρπάσασα , τὸν δὲ τῶν σῶν . καὶ
5711266 σατραπου
ἐντυγχάνει αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν ὅ τε παῖς τοῦ Σουσίων σατράπου καὶ παρὰ Φιλοξένου ἐπιστολεύς . Φιλόξενον γὰρ εὐθὺς ἐκ
ὦ βασιλεῦ , πάντα πολυτελῶς : ἔδει δὲ λοιπὸν κεφαλὴν σατράπου τινὸς παρατεθεῖσθαι : “ ἀπορρίπτων πρὸς τὸν Νικοκρέοντα .
5710935 Κλεωνυμου
Κακοδαίμων ἐγώ . Ἔμ ' ἥτις εἴμ ' ἤρου ; Κλεωνύμου γυνή . Γιγνώσκεθ ' ὑμεῖς ἥτις ἔσθ ' ἡδὶ
γάρ τις αὐτοὺς ἔροιτο διὰ τί ἀξιοῦσι κληρονόμοι γενέσθαι τῶν Κλεωνύμου , τοῦτ ' ἂν εἰπεῖν ἔχοιεν , ὅτι καὶ
5704555 ἀλειπτου
ὑπεστάλη ἐν τῷ ἀγῶνι , εἶτα ὑπὸ τοῦ Ἴλα τοῦ ἀλείπτου ἀναῤῥωσθεὶς ἐνίκησε . διὸ ἐπάγει : τοὺς πύκτας δὲ
τοιγάρτοι διὰ τὸ καὶ τὸν Ἀγησίδαμον ἀπολήγοντα ἤδη ὑπὸ Ἰολάου ἀλείπτου ἀνερρῶσθαι εἰκότως ταῦτα ἐπηγάγετο . ἐχέτω οὖν , φησι
5704407 περιπατου
οὐ νοσεῖ , ἐνοχλῶν δὲ αὐτὸν Ἀριστοτέλης παραχωρῆσαι πεποίηκε τοῦ περιπάτου , καὶ ἀναχωρήσας ἐν τῷ κήπῳ τῷ ἑαυτοῦ φιλοσοφεῖ
στρατόπεδον , ἰδόντας τῶν ταξιαρχῶν τινας ἀνακάμπτοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς περιπάτου χάριν , μανίαν ὑπολαβόντας ἡγεῖσθαι τὴν ὁδὸν αὐτοῖς ἐπὶ
5700238 πεφονευμενου
ἐποίησεν . τὴν Περσίδα τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν . πεφονευμένου . οὐκ ἀληθῶς . αὐτά : ἀντὶ τοῦ τὰ
. ἐπήδησας . φεῦ . ἕνεκα πεφονευμένου . μετὰ μόχθων πεφονευμένου . τοῦ . φανερὰ . τῶν . λίαν .
5696142 λουτρου
Ἁπλοῦν δὲ ἐστὶ δόκιμον κυπαρίσσου φύλλα ἑφθὰ λειωθέντα καὶ ἀπὸ λουτροῦ καταπλασσόμενα τῇ γαστρὶ πρὸς κοίτην , μενέτω δὲ ὑπτία
τοῦ ἀλγοῦντος μέρους φυλαττόμενος , ὡς μήτε τῆς γῆς μήτε λουτροῦ θίγειν . Κορυδαλὸς ἐσθιόμενος τὸ αὐτὸ ποιεῖ καλῶς .
5686666 Γλαυκωνος
τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . Ἡρακλέων δὲ ὁ Γλαύκωνος παρὰ τὸ ἀίσσω φησίν . ἔστι δὲ ὡς παρὰ
ἄλλον μηδὲ γενέσθαι πώποτε , εἰ μὴ Ἱππόνικον ἐκ τῆς Γλαύκωνος θυγατρός : ἢ ἐξώλη εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ τὴν
5682881 Σκιπιωνος
τοῦδε προελθεῖν μόνου διὰ χάριν τὴν ἐς τὸν παῖδα τὸν Σκιπίωνος Ἀντιόχῳ γενομένην , καί τινες τὸν Σκιπίωνα ἐπανελθόντα διέβαλλον
, ὅταν ἀποστῶσιν αἱ προπομποὶ τριήρεις , ἐπιθέσθαι τοῖς τοῦ Σκιπίωνος . καὶ ὃ μὲν ἐπέθετο , καὶ τῶν πρέσβεών
5677633 γελοιου
οὐδὲ φύλακας ὡς Ἀθηναῖοι . Θ . ἐν τῷ περὶ γελοίου λεχθῆναι μέν φησι τὴν παροιμίαν ὑπὸ τοῦ Στρατονίκου ἀλλ
% γελοῖον γάρ ἐστι ? ? , μᾶλλον δὲ παντὸς γελοίου ? γελοιότερον , % πρὸς ? ? τῷ ?
5661956 Λαμωνος
λιμήν ἐστι : καὶ πόλιν ἔχει καὶ ὕδωρ . Ἀπὸ Λάμωνος ἐπὶ Ἀπολλωνιάδα στάδιοι λʹ . Ἀπὸ Ἀπολλωνίας εἰς Φοίνικα
φίλημα . Ἥκων δέ τις ἐκ τῆς Μιτυλήνης ὁμόδουλος τοῦ Λάμωνος ἤγγειλεν ὅτι ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ ὁ δεσπότης ἀφίξεται
5661708 ἀπολογουμενου
Λακεδαιμονίοις νικῶντες . Ἴωμεν ἐς τὸ δικαστήριον ἀκροασόμενοι τοῦ ἀνδρὸς ἀπολογουμένου ὑπὲρ τῆς αἰτίας , ἡλίου γὰρ ἐπιτολαὶ ἤδη καὶ
, ὀργισθεὶς ἀνεχώρησεν . οὕτως οὖν τοῦ Αἰσώπου πρὸς πολλοὺς ἀπολογουμένου ἀνεχώρουν ἅπαντες , ὕβριν τὸν λόγον νομίζοντες εἶναι .
5656118 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
5642536 κητους
ῥυεισῶν αὐτοῦ τῶν τριχῶν ὅτε ὑπὸ τοῦ ἐφορμῶντος τῇ Ἡσιόνῃ κήτους κατεπόθη , ἀλλ ' ἵνα τούτων ποιήσηται τὴν ἔκθεσιν
φόρτον κομίζων ἐπὶ νεὼς μεγάλης , ἣν ἐπὶ στόματι τοῦ κήτους διαλελυμένην ἴσως ἑωράκατε . μέχρι μὲν οὖν Σικελίας εὐτυχῶς
5636668 διαναστας
τῆς πατρίδος χρείαν , αὐτὸς δὲ καθοπλισθεὶς καὶ εἰς γόνυ διαναστὰς ἠμύνατο τοὺς πολεμίους καί τινας καταβαλὼν καὶ συνακοντισθεὶς κατέστρεψε
Ἀριάδνην ἐᾷν , καὶ ἀφικνεῖσθαι εἰς Ἀθήνας . Συντόμως δὲ διαναστὰς ποιεῖ τοῦτο . Κατολοφυρομένης δὲ τῆς Ἀριάδνης ἡ Ἀφροδίτη
5636164 σῳζομενου
εἴην ἂν ἐγὼ καὶ ἀπολλυμένου τούτου κατὰ λόγον ἀνεπιτίμητος καὶ σῳζομένου πάλιν οὐδαμῶς ἐπαινούμενος , ὅτι μηδὲ τοῦτο εἰργαζόμην ἐγώ
τὸ μὲν ἀποβαλόντα τὸ δὲ σῴζοντα , ἐκ δὲ τοῦ σῳζομένου τὸ λοιπὸν ἀναλαμβάνοντα . ἔχει γὰρ ὧδε ὅταν ὁ
5634064 Γυγου
ἵππῳ τῷ Λυδίῳ , ὃς κατωρώρυκτο μὲν ἐν Λυδίᾳ πρὸ Γύγου ἔτι , σεισμῷ δὲ τῆς γῆς διασχούσης θαῦμα τοῖς
κινούντων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπόρων . Γύγου δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης
5628690 ἐκπλαγεντος
ἔδειξε τὴν ἀρχὴν , καὶ δὴ καὶ τότε εὐθύς . ἐκπλαγέντος γὰρ τοῦ Εὐρυβιάδου πρὸς τὸ πλῆθος τῶν τριήρων τῶν
, μέλλοντος ἐπιδείξεσθαι σαυτοῦ λόγους , καὶ οὐδ ' ὁπωστιοῦν ἐκπλαγέντος , νῦν οἰηθείην σε θορυβήσεσθαι ἕνεκα ἡμῶν ὀλίγων ἀνθρώπων
5620366 παραδοξου
ὃ μὴ συνελογίσατο , συνεπέρανε . Σοφιστικὸν καὶ τὸ κειμένου παραδόξου τὸ φαινόμενον ἀξιοῦν ἀποκρίνεσθαι προσκειμένου τοῦ δόξαντος ἐξ ἀρχῆς
τὸν ἄριστον τῶν ἰατρῶν συντεταχέναι , τῆς ὑγιείας στοχαζόμενον . παραδόξου δ ' εἶναι δοκοῦντος τοῦ μὴ πᾶσαν ἔχειν ἐξουσίαν
5609241 Κλεοδαιου
ἐς δὲ Σικυῶνα ἦλθεν ὁ Φάνης , ὅτε Ἀριστόμαχος ὁ Κλεοδαίου τῆς γενομένης μαντείας ἁμαρτὼν δι ' αὐτὸ καὶ καθόδου
Πρυτάνιος τοῦ Εὐρυφῶντος τοῦ Προκλέος τοῦ Ἀριστοδήμου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέος , ἐὼν τῆς ἑτέρης οἰκίης
5608603 προστυχοντος
τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη
εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ
5606845 βαλανεως
. . . . βασιλίς : ἡ τοῦ βασιλέως , βαλανέως : ἀπὸ τοῦ βασιλεύς βασιλῆος Ἰωνικῶς γίνεται , βασιλίς
τοῦ βασιλέως γυνή , ὡς καὶ βαλανίς , ἡ τοῦ βαλανέως . ῥητορική . λέγει δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ
5605152 θεραποντος
χρηστὸν , πένητα δὲ ἄλλως : ὃς μετά τινος αὐτῷ θεράποντος ἐλθὼν εἰς Ἀπόλλω ἐρωτᾷ περὶ τοῦ ἰδίου παιδὸς ,
Καὶ πρόκατε δὴ κατ ' ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος ,
5602186 Ἀσσυριου
Ξάνθος δὲ ὁ Λυδὸς δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου . . . . : ὠικείωτο γὰρ ἐκ παλαιοῦ
Λυδὸς [ . ] δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου , ὃς ᾤκει ἐν Σιπύλῳ , ὃς ἀνῃρέθη ἐν
5599127 λιγνυϲ
γένηται ἀνελόμενοϲ ἀπόθου , ὡϲ εἴρηται . ἐκλαμβάνεται δὲ καὶ λιγνὺϲ ἐκ τῆϲ ῥητίνηϲ , ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ λιβάνου προείρηται
φλεγμονῶν , ϲταλτικὴν καρκινωμάτων . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ϲκευάζεται λιγνὺϲ καὶ ἐκ τῆϲ ϲμύρνηϲ καὶ ἐκ τοῦ ϲτύρακοϲ .
5599030 ῥυσασθαι
τοσοῦτον θυμοῦσθαι . οὐχ ὁρᾷς τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀχαιῶν ὡς ῥύσασθαι βουληθεὶς κεκακωμένην τὴν στρατιὰν οὐδὲ προσεποιεῖτο γινώσκειν , εἴτε
Ἀσίας ἀναγκαζόμενον , ἀλλ ' ἑκάστῳ κέρδος ἦν οὐ τὸ ῥύσασθαι τοὺς δουλεύοντας , ἀλλὰ κερδᾶναι τὰ παραπλήσια . μόνης
5598216 πλοιαριου
τὴν θήραν ἐξορμῶσα καὶ ἐξ οὗπερ ἐτάχθη πολλάκις κατὰ χώραν πλοιαρίου μένειν , ἐμφύει τοὺς ὀδόντας τοῦ ἀσπαλιευτοῦ τῷ σώματι
. λέμβος καὶ λέμφος διαφέρει . λέμβος μὲν γάρ ἐστι πλοιαρίου τινὸς εἶδος , λέμφοι δὲ παρὰ Ἀττικοῖς οἱ κορυζώδεις
5597068 διψησας
τοῦ φιλοσόφου τὰ περὶ τὰς προρρήσεις ἱστορηκότος εἰπόντος τε ὡς διψήσας ποτὲ ἐν Μεταποντίωι καὶ ἔκ τινος φρέατος ἀνιμήσας καὶ
πεπλησμένοι ὑδάτων διψῶσιν , οἱ δὲ χρημάτων . ” Πλάτων διψήσας πολλάκις ἐκ τοῦ φρέατος ἀνιμᾶτο τὸ ὕδωρ καὶ ἐξέχεεν

Back