ἔνδον ὑπὸ στέρνοισιν ἔτι κραδίη ἀλεγεινὴ ταρφέα παλλομένη πτερόεν πελέμιξε βέλεμνον . Ἄλλον δ ' ἰὸν ἀφῆκεν ἐπὶ θρασὺν Ἠετίωνα
μάλα βαιόν , ὑπὲρ τόξω δὲ βέλεμνον τυτθὸν μὲν τὸ βέλεμνον , ἐς αἰθέρα δ ' ἄχρι φορεῖται καὶ χρύσεον
7661642 βαιον
τὴν τῆς θαλάσσης ἀναρρόφησιν * . ἀπορία . πῶς φησὶ βαιὸν ; ζʹ γὰρ ἔτη ἐποίησεν ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ τῇ
οὐ μὲν ὅσον τὸ πάροιθεν , ὅμως δ ' ἄρα βαιὸν ἰάνθη πολλῆς ἐκ κακότητος , ἔχει δ ' ἔτι
7254723 δουρατι
δούρατα μακρὰ διεσκέδας ' . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἀμφ ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε , κέληθ ' ὡς ἵππον ἐλαύνων , εἵματα
καρπαλίμως σφετέρων ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ
7213145 ποντοιο
ἀελλόποδες δέ μιν ἵπποι , ὡς ἐτεόν , σπεύδοντες ὑπὲρ πόντοιο φέρεσκον χρυσείῃ μάστιγι πεπληγότες : ἀμφὶ δὲ κῦμα στόρνυτ
βαλλόμενον , κἂν λίθος εἴη : “ ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα . ” βεβολημένος ὥσπερ
7156240 νηδυος
ἔχιδναν Ὀρφεύς : ἂν δὲ Φάνης ἄλλην γενεὴν τεκνώσατο δεινήν νηδύος ἐξ ἱερῆς , προσιδεῖν φοβερωπὸν Ἔχιδναν , ἧς χαῖται
οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ , ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν . ἀλλ '
7093214 οὐδας
Σαρωνίδα κικλήσκουσιν . πρόσθε γε μὴν Ἰσθμοῖο πρὸς αὐγὰς Ἀττικὸν οὖδας , τοῦ διὰ θεσπεσίου φέρεται ῥόος Ἰλισσοῖο , ἔνθεν
ἀμύμονος οἶδα γενέθλην : οὐ Πύλον ἠμαθόεσσαν ἔχεις , Νηλήιον οὖδας , Ἀντίλοχον δεδάηκα , τεὴν δ ' οὐκ εἶδον
7042695 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
7014543 ποσσιν
' ἀπίθησε διάκτορος Ἀργεϊφόντης . αὐτίκ ' ἔπειθ ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν
κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο , ὅσς ' Ἀγαμέμνονος ἵπποι ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο . δώσει δ ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα
6974972 ποσσι
. καὶ πάλιν : Ἵππος δ ' Ὑδροχόοιο νέον περιτελλομένοιο ποσσί τε καὶ κεφαλῆι ἀνελίσσεται : ἀντία δ ' Ἵππου
τοῦ Ὑδροχόου κατὰ μέσον τὸ σῶμα ἀνατέλλοντος „ ὁ Ἵππος ποσσί τε καὶ κεφαλῇ ἀνελίσσεται ” , καὶ οὐχὶ τὸ
6912511 ἠλασα
ἡ τῆς ἐπιβουλῆς αἰτία ; οὐ γὰρ πώποτε σὰς βοῦς ἤλασα , ἐπειὴ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά
, τῇ δ ' ἑτέρῃ ῥόπαλον κόρσης ὕπερ αὖον ἀείρας ἤλασα κὰκ κεφαλῆς , διὰ δ ' ἄνδιχα τρηχὺν ἔαξα
6874114 πολλακι
? ἐπαύλους [ Αὐτολυκ ? [ ] καὶκαρτο ? [ πολλάκι ? δ [ ] ! ! ! ! ανεγειρε
ἀμελάθρους , καὶ λιτῆς πενίης χερνήτορας , ἀκτεάνους τε : πολλάκι καὶ θανάτῳ κακομήχανος ὤλεσε δεινῷ . Ἢν δέ τ
6872967 τοσον
καὶ τὸν μὲν Ἡρακλέους ] , γέννημα οὕτω λαμπρὸν καὶ τόσον ὑπὲρ τῆς πατρίδος σπουδαῖον ὡς ὑπὲρ αὐτῆς προέσθαι τοι
κείνου δ ' ἡμίτονον Φαίνων ἀνίησι χαλασθείς , τοῦ δὲ τόσον Φαέθων ὅσον ὄβριμος Ἄρεος ἀστήρ : Ἠέλιος δ '
6836230 ἠυτε
. . . οὕτω δὴ νῦν καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠύτε θῆρος , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί . πέλας †
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο ἀνδρῶν ἐν στήθεσι ἀέξεται ἠύτε καπνός ” . καὶ γὰρ τὸ εὖ βέλτιον ἐν
6820244 Πηλειωνα
καὶ οὐ ταὐτόν ἐστιν . . καὶ οὔ . . Πηλείωνα δ ' ἱκέσθαι : ἡ διπλῆ ὅτι οὕτως εἴρηκε
' ἄρα πάντα πονησάμενοι κατὰ κόσμον κάτθεσαν ἐν κλισίῃσι δεδουπότα Πηλείωνα . Τὸν δ ' ἐσιδοῦς ' ἐλέησε περίφρων Τριτογένεια
6813757 τηλοσε
ἡ μοῖρα πεποίηκεν . τηλόθι : καὶ νῦν ἔδει εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς
νυ μήτηρ τῖλε κόμην , ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε : κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ ' ἐσιδοῦσα .
6801522 διφροιο
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [
6798994 ἑλισσομενος
κράτος αἰὲν ἀείσω . σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος , ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν , πείθεται , ᾗ κεν ἄγῃς ,
ἕτεραι δὲ τῶν λοιπῶν μερῶν , καταπηδῶν δὲ καὶ ἄτακτα ἑλισσόμενος ποτὲ μὲν εἰς τὸ βάθος κάτεισι , ποτὲ δ
6746238 αἰψα
ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς δινεῖται : ταὶ δ ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν σύμπεσον ἀλλήλαισι , καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
τοῖο λίθοιο , τί τοι πλέον οὐρανιώνων φθέγγωμαι ; τῶν αἶψα καὶ ὑψόθι περ μάλ ' ἐόντων ἦτορ ἐπιγνάμπτει καὶ
6737073 μαζοιο
δόρυ μακρὸν ὑπαὶ Χείρωνι πονηθέν . Αἶψα δ ' ὑπὲρ μαζοῖο δαΐφρονα Πενθεσίλειαν οὔτασε δεξιτεροῖο , μέλαν δέ οἱ ἔρρεεν
καὶ γὰρ ὅν ποτε γράφει . . τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί , Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς
6735504 στιβαροις
βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος . πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ ' ὤμοις , ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ '
ἤδη κατὰ πᾶσαν ἀνασταχύεσκον ἄρουραν γηγενέες : φρίξεν δὲ περὶ στιβαροῖς σακέεσσι δούρασι τ ' ἀμφιγύοις κορύθεσσί τε λαμπομένηισιν Ἄρηος
6732957 γαιαν
, ἐπεί κε τέκωσι , τοκῆες . εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε , ὄφρα σε
εὐωδία : οὗ κινυμένου Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶμα ἔμπης εἰς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . καὶ στρωμνὰς
6732520 ἰωης
κυλίνδεται , ὑψόσε δ ' ἄχνη σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς : ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ ' ὑφ ' Ἕκτορι
, καὶ ἐς βρόχον αὐτοὶ ἵενται , θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην
6723623 μεσσην
τὸν δ ' ἰθὺς μεμαῶτα βάλ ' ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεὺς μέσσην κὰκ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη
καὶ αὖθις βαῖνεν ἐπ ' αὐτόν , τύψε δέ οἱ μέσσην κατὰ γαστέρα : πᾶς δέ οἱ εἴσω ὀξύσχοινος ἔδυνε
6721454 ῥιμφα
ὡς δ ' ὅτ ' ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι : τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ
χαλεπά , καὶ “ ῥιγεδανῆς Ἑλένης ” τῆς φρικώδους . ῥίμφα ταχέως . ῥινός ἐπὶ μὲν τοῦ δέρματος τοῦ μυκτῆρος
6719188 νειατον
ἀγχίμολόν ῥά οἱ ἦλθε κατὰ στίχας , οὖτα δὲ δουρὶ νείατον ἐς κενεῶνα , διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε :
Διομήδους Ἄρης οὐ κατ ' ἄλλο τι μέρος , ἀλλὰ νείατον ἐς κενεῶνα , σφόδρα πιθανῶς : ἐπὶ γὰρ τὰ
6692511 Βορεω
ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ καὶ ὡς δ ' ὑπὸ φρικὸς Βορέω . [ ἡμεῖς δὲ λέγομεν ψῦχος κρύος καὶ πάχνην
Βορέην πρότερον καὶ τότε ἐκεῖνα κατεργάσασθαι , καὶ ἱρὸν ἀπελθόντες Βορέω ἱδρύσαντο παρὰ ποταμὸν Ἰλισσόν . Ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ
6689785 πετρῃ
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ
6674047 θεῃ
θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο : ὁ διπλῆ ὅτι θέῃσιν ἀντὶ τοῦ θέῃ . πλεονάζει δὲ τῷ τοιούτῳ σχήματι Ἴβυκος . καὶ
δ ' ἐπάγουσιν . ἢν δ ' ἐπὶ συνδέσμου Μήνη θέῃ Ἄρεος ἄντα ἢ τετραγώνου ἐόντος , ἀνιηροὶ τότε φῶτες
6667172 μεσσον
θυμὸν ἀλυίων , [ οἱ ] δ ' ἄλλοι κατὰ μέσσον ἐελμένοι ἠύτε κάπροι [ ! ! ] θόμενοι ?
ἀποπροέηκε χαμᾶζε κτεινόμενος : τῷ τόν γε κατ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη
6663546 γαιας
, κρύψω τόδ ' ἔγχος τοὐμόν , ἔχθιστον βελῶν , γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται : ἀλλ ' αὐτὸ
μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν ὠιδαῖς , ἅ ποτε Καδμογενῆ
6663059 ὀφθαλμοιο
δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ ' . αὐτὰρ ὁ μοχλὸν ἐξέρυς ' ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ . τὸν μὲν ἔπειτ ' ἔρριψεν
σῶμα περιστερεῶνα τὸν ὀρθόν Ἠελίου κόσμον τὸν ἀτέρμονα κυκλώσαντος παύσεις ὀφθαλμοῖο δυσαυγέας ἀμβλυντῆρας . καὶ κεφαλῆς πόνος ἐν ταύτῃ παράχρημα
6660058 πετασσας
αὐτὴν δ ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων , ὑπὸ λῖτα πετάσσας , καλὸν δαιδάλεον : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν
μελέσθω : ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν
6656145 πρηνης
. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν , αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε , χεῖρε πετάσσας , νηχέμεναι μεμαώς .
ὄχθης [ ἀκροτάτης ] κεφαλῆς κατὰ ἰνίον οὔτασε χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ]
6652842 τυτθον
τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων . Ἀλλ ' ἢ τρίορχος
, ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' αὖ πύματόν με
6643563 γυια
ἐξορμήσεις . ἐν γυιοδάμαις δὲ , τοῖς ἀθληταῖς τοῖς τὰ γυῖα τῇ γυμνασίᾳ καταπονοῦσιν , ἢ τοῖς καταπονοῦσι τὰ τῶν
. γάνος . . . : γάνος ἀπὸ τοῦ τὰ γυῖα ἰαίνειν λέγεται : τὸ μέλι , τὸ ὕδωρ ,
6639950 τεγεος
τὸ τηνικαῦτα : “ ὄφρα τέως αὐτὸς μενέω . ” τέγεος τῆς στέγους . τετευχῆσθαι καθωπλίσθαι . τετράοροι τέθριπποι .
φωτὶ μιγῆναι , ξείνια δ ' ἐχθρὰ κόμισσεν : ὑπὲρ τέγεος δέ τις ἄλλος μήπω παπταίνων τι θοῷ διέπιπτεν ὀιστῷ
6635365 Βορεαο
αὖθι λέλειπτο . τάων δ ' αὖ κατόπισθε δύω υἷες Βορέαο φάσγαν ' ἐπισχόμενοι ἐπ ' ἴσῳ θέον , ἐν
: ἴχνια γὰρ νυχίοισιν ἐπηλίνδητ ' ἀνέμοισιν κινυμένης ἀμάθου . Βορέαο μὲν ὡρμήθησαν υἷε δύω πτερύγεσσι πεποιθότε , ποσσὶ δὲ
6628410 ἠλθ
ἀύτα Δαρδάνιον ] πέδιον κατῆχε : Αἴας δὲ λύσσαν ] ἦλθ ' ὀλόαν ἔχων ἐς ναῦον ] ἄγνας Πάλλαδος ,
γὰρ ν ? [ ὑπὸ μητρυῶν τε καὶ [ οὐκ ἦλθ ' ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [
6617454 στηθεων
, κοιλίαι σκληραὶ , δυσουρίαι φρικώδεες , ὀδύναι πλευρέων , στηθέων ὁκόταν οὗτος δυναστεύῃ , τοιαῦτα ἐν τῇσιν ἀῤῥωστίῃσι προσδέχεσθαι
λάβεσκεν ἀίδηλα πάντα τίθεσκε , . . καὶ τότε δὴ στηθέων Ἀθάμα φρένας ἐξέλετο Ζεύς . . . , .
6615676 ἐκερσεν
. , . . . . ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν , ἥ τ ' ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν
, ἤλασε μηρόν ἀίγδην , μέσσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν . ὀξὺ δ ' ὅγε κλάγξας , οὔδει πέσεν
6613526 ἐρυκει
' ὑπ ' ἀνάγκης καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγας κατὰ δεσμὸς ἐρύκει . Ὀβριάρεῳ δ ' ὡς πρῶτα πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ
πεδίοιο εἵαται ἄγχι νεῶν , ὀλίγος δ ' ἔτι χῶρος ἐρύκει ; Ὣς φάθ ' , ὃ δ ' ἐξ
6602934 νερθεν
δὲ καὶ πόνου , ἔνθα ὁ βρόγχοϲ , ϲμικρόν τι νέρθεν ἢ ὕπερθεν : φωνὴν βραγχώδεεϲ , ἀϲαφέεϲ . ἢν
χαλκῷ νύξε : τὸ δ ' ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο , κέασσε δ ' ἄρ '
6600853 γας
κάλοι δέ ς ' ἆγον ὤκεες ] στροῦθοι [ περὶ γᾶς μελαίνας πύκνα ] δίννεντες [ πτέρ ' ἀπ '
καὶ ὁ ἅλιος φερόμενος διὰ τῶ ζῳοφόρω διανέμει τοῖς ἐπὶ γᾶς πᾶσι καὶ γενέσιος καὶ τροφᾶς καὶ βιοτᾶς τὰν ποθάκουσαν
6596926 ποδοιιν
μέμνῃ , ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα
οὐ μέμνῃ ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα
6591243 μελεων
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι
6587555 αἰεν
αἰνὰ ῥέεθρα , ἧχι θοαὶ ναίουσιν Ἐριννύες αἵ τε βροτοῖσιν αἰὲν ὑπερφιάλοισι κακὰς ἐφιᾶσιν ἀνίας . Αἴας δ ' ,
, μή τις ἔνδοθεν κλύῃ . Οὐ τὰν Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν , τόδε μὲν οὔ ποτ ' ἀξιώσω τρέσαι
6583517 Ἀιδαο
ὅ γ ' Ἀχιλλεύς ἐστι καὶ οὐ κίε δῶμ ' Ἀίδαο , εἴ τέ τις ἄλλος Ἀχαιὸς ἀλίγκιος ἀνέρι κείνῳ
γὰρ τῆς νήσου κεῖται ἡ Μαριανδυνία . ἔνθα μὲν εἰς Ἀίδαο : κατὰ τὸν ἐν τῇ Μαριανδυνίᾳ Ἀχέροντα ὡς ἐπὶ
6576704 ἑσσαμενος
. δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους κρατῆρας ἑοῦ
ὤρνυτ ' ἄρ ' ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος εἵματα ἑσσάμενος , περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ ' ὤμῳ ,
6575685 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
6575660 πετρης
' ἄρ ' Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς , ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης , ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας
κυκλώσαντες , ἅτ ' ἀνδράσι δυσμενέεσσι διπλὰ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης . καὶ τότ ' ἀνὴρ ἄργιλον ὁμοῦ πίειραν ἀείρας
6569363 ἀδινον
. καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἰσχνόν : „ ἀμφ ' ἀδινὸν κῆρ „ . καὶ τὸ ἠρέμα : ” ἀδινῶς
ἤδη καὶ πυλαωρὸς ἐέλδετο , καί τινα παίδων μητέρα τεθνεώτων ἀδινὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυπτεν , οὐδὲ κυνῶν ὑλακὴ ἔτ
6557294 σακεος
Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ '
Οἳ δ ' αἰχμὴν μεμαῶτες ἄφαρ χροὸς ἐντὸς ἐλάσσαι μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ὑψιλόφου τρυφαλείης πολλάκις ἰθύνεσκον ἑὸν μένος ,
6554900 νεφεων
, ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ] δ
, θηροτρόφε , ὑγροκέλευθε , μήτηρ μὲν Κύπριδος , μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν καὶ πάσης πηγῆς νυμφῶν νασμοῖσι βρυούσης : κλῦθί
6552387 ἐλασσας
[ ] δ ' αὖ βωμοῖο τόσον χάλκειον [ ] ἐλάσσας [ ] ! ου μῆκός τε , τὸν οὐ
ἔνι κυδιανείρῃ ὀφθαλμοῖσιν ὄπωπα , καὶ εὖτ ' ἐπὶ νηυσὶν ἐλάσσας Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ : ἡμεῖς δ '
6547572 τυψεν
πεσοῦσα : ὡς ὁπότ ' [ ἀγγελίη ] χαλεπὴ σέο τύψεν ἀκουάς [ δῖον ἐς ] Ἕρμον ? ? ἰοῦσα
πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ
6544270 κρατα
ἐπὶ οἷ πελέμιξεν : ὁ δ ' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν
ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ σπεῦδον ἀποφθίσασθαι ἑῆς
6534798 κυμ
ἔξω δ ' ἐγενόμην γνώμης ἐμῆς . κακῶν γὰρ ἄρτι κῦμ ' ὑπεξαντλῶν φρενί , πρύμνηθεν αἴρει μ ' ἄλλο
? [ ἴσα ] κἀς [ ] πολίας ? ? κῦμ ' ἄλος [ ] ἐσβάλην ? ? [ ]
6533559 Ἑκτορεον
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο θύρετρα : Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι , χαλκῷ ῥωγαλέον ,
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηΐοιο θύρετρα , Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον : πολέες
6531283 μοθον
ἦκα καὶ ἀτρεμέως ἐκβήμεναι : οἳ δ ' ἐπίθοντο ἐς μόθον ὀτρύνοντι καὶ ἐξ ἵπποιο χαμᾶζε ὥρμαινον πονέεσθαι . Ὃ
Νέστορος ὄβριμος υἱὸς ἀδελφειοῖο χολωθείς , ὃν Μέμνων ἐδάιξε κατὰ μόθον , ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ χερσὶν ὑπ
6520618 δηθα
ὀφθαλμὸν μέρη κοῖλα . καὶ παρὰ Θεοκρίτῳ [ , ] δηθὰ κυλοιδιόωντες . τὴν ὄψιν οἰδεῖν . . ὥσπερ σφηκιά
ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ ' ὑπὸ ζόφον , οὐδὲ ἔοικε δηθὰ θεῶν ἐν δαιτὶ θαασσέμεν , ἀλλὰ νέεσθαι . ”
6519120 γαιης
: [ βορέης ] τε νότος τ ' ἐν πείρασι γαίης [ ] οισι μινυνθάνει : ἀγλαὸν ἥβην [ ´πησι
καὶ ὁ Κολοφώνιος Ξενοφάνης : φησὶ γάρ : πάντες γὰρ γαίης τε καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα . ἐκ γῆς δὲ καὶ
6518436 γυιων
ἐκπροφύγοι : πολλοὶ δὲ καὶ ἐς βιότοιο τελευτὴν εἰλλάδας ἀργαλέας γυίων ἐφόρησαν ὕπερθεν . ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι
σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας
6515274 ἠιονων
καὶ στάσεις ὥσπερ ἁρμονίας μιᾶς : πόδες μὲν ἐπ ' ἠιόνων καὶ λιμένων καὶ ἀλσῶν ἐρειδόμενοι , μεσότης δὲ ἴσον
βρωμῶδες καὶ ἰχθύος ὄζον , ὃ δὴ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἠιόνων εὑρίσκεται : τὸ δ ' ἐφεξῆς σχήματι πτερυγίοις ὀφθαλμικῶν
6510244 ἀειρας
καὶ αἵματος : Ἀμφίνομος δὲ ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο φώνησέν τε : “ χαῖρε
γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος ὑψόθι γαίης , κόλποισιν θέτο θῆρα καὶ
6508968 ἠλυθ
καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν . Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ ' ἄνακτος ἀγχιστεύς : νηὸς γὰρ ἐπ ' Ἀργῴας
ἱππότα Νέστωρ φθεγξάμενος : τὸν δ ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί
6503919 ἐγκεφαλοιο
δ ' ἀλεγεινὸν ἷξεν ἄχος , καὶ δριμὺ δι ' ἐγκεφάλοιο θεμέθλων ἐσσύμενον μήνιγγας ἄδην ἀμφήλυθεν ἄλγος , σὺν δ
, ὅτι καὶ ἐν ἀφαιρέσει ἐστὶ τὸ νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο . τροπικώτερον μέντοι ἡ λέξις τίθεται ἐπὶ παντὸς τοῦ
6502712 καρη
καὶ ἀμείβετο μειδιόωσα : “ Ἴστω νῦν τόδε σεῖο φίλον κάρη ἠδ ' ἐμὸν αὐτῆς : ἦ μέν τοι δῶρόν
ἄμφω κέρσε τένοντε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην
6502620 χροϊ
κάλ ' ἐϊκυῖα , καὶ φωνήν , καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο . ἑστὼς δὲ “ παρατίθεμαί σοι ”
δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ ' ἔχοντα . πέντε δέ τοι φίλοι υἷες
6501773 ἐχυθη
νεφέλας τε καὶ ἠέρα πᾶσαν ὕπερθε : νὺξ δ ' ἐχύθη περὶ γαῖαν , ἐπήχλυσεν δὲ θάλασσα : Ζεὺς δὲ
πάλιν κατὰ τὸ προσταχθὲν τῇ βακτηρίᾳ τοὔδαφος παίσαντος φορὰ σκνιπῶν ἐχύθη καὶ ταθεῖσα καθάπερ νέφος ἅπασαν ἐπέσχεν Αἴγυπτον . τὸ
6501674 ἀμφις
ἄνθεσιν ἂν τὸ μέσον πάντῃ πεπύκασται , μολπὴ δ ' ἀμφὶς ἔχει δώματα καὶ θαλίη . χρὴ δὲ πρῶτα μὲν
κύρει . ἐν τῶι σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης : δόξας δ ' ἀπὸ τοῦδε βροτείας μάνθανε
6501338 ὑψι
' Ἀβαντιάδης , ὁ δ ' ἄρ ' ἔκποθεν ἀφράστοιο ὕψι μάλ ' ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενος , ἤλασε μηρόν ἀίγδην
εἰς ψει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον αὐτοψεί πλὴν τοῦ ὕψι , ἀντὶ τοῦ ἐφ ' ὕψους . Τὰ εἰς
6498985 γουνατα
οὐ μάλα πολλοὶ Χηλάων : ἐν τῷ δ ' Ὀφιούχεα γούνατα κεῖται . τῶν μὲν οὖν Χηλῶν ὁ ἐν τῇ
ἄρτι χνοαζούσας αὐλητρίδας , αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν . Ὥσπερ ἐπειδὰν δειπνῶμέν που , τότε
6496718 φαος
σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα : τοῖο γὰρ ὥρη . ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ ' ὑπὸ ζόφον , οὐδὲ ἔοικε δηθὰ θεῶν
Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ ' αὔτως καὶ ἀριθμός
6489612 ἑτερηφι
ἀπόπροθεν ἀθρόος ἆλτο μαιμώων χροὸς ἆσαι : ἐγὼ δ ' ἑτέρηφι βέλεμνα χειρὶ προεσχεθόμην καὶ ἀπ ' ὤμων δίπλακα λώπην
κέρας ὑγρὸν ἑλὼν κοίλην τε φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην νεόμην , ἑτέρηφι δὲ βάκτρον εὐπαγὲς αὐτόφλοιον ἐπηρεφέος κοτίνοιο ἔμμητρον , τὸ
6482857 πεσον
καταβολή . . ἐξεκείνωσεν πεσὸν ] ἔργον οἷον οὐδέπω , πεσὸν δίκην κύβου ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δὲ
εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δέ , οἷον
6480234 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
6479603 αὐταρ
δῶμα : εὔχετο δ ' ἐξ Ἰθάκης γένος ἔμμεναι , αὐτὰρ ἔφασκε Λαέρτην Ἀρκεισιάδην πατέρ ' ἔμμεναι αὐτῷ . τὸν
μετ ' ἐμοῖς ' ἑτάροισιν . ὣς ἔφατ ' , αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον : ταῦτά τοι , ὦ
6477805 αἰγλης
ἐν εὐστέρνοις χοάνοισι τῶν δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο : τὰ δ '
ῥηθεῖσι : “ τὰς δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε Νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο , τὰ δ '
6476295 ὑπερθε
ντ [ . . . ἀργυρέαν τεπ ? [ χρυσῶι ὕπερθε [ ἐκ Δαρδανιδ ! ! [ Πλεισθενίδας ! [
τοκεῦσι , τὰ ματρόθεν μὲν κάτω , τὰ δ ' ὕπερθε πατˈρός . θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκˈμαρ ἀνύεται ,
6475263 ἀνερος
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα
6466752 κρατι
Φλεγραῖον Ἄρης ὑπὸ χερσὶ Μίμαντα : χρυσείην δ ' ἐπὶ κρατὶ κόρυν θέτο τετραφάληρον λαμπομένην , οἷόν τε περίτροχον ἔπλετο
οἶδ ' ὁποίου πρῶτον ἄρξωμαι τὰ νῦν . γέγηθα , κρατὶ δ ' ὀρθίους ἐθείρας ἀνεπτέρωσα καὶ δάκρυ σταλάσσω ,
6462390 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
6461718 φορεουσα
ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι φλέγμα κακὸν φορέουσα : σὺ δὲ Ξάνθοιο παρ ' ὄχθας δένδρεα καῖ
τὸ αὐξάνω [ : Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται
6454157 πτερυγων
Προμηθεῦ ] ὦ τὸν πτερυγωκῆ ] τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερύγων οἰωνὸν ] τὸν γῦπα ᾧ ἐπωχεῖτο γνώμῃ ] θελήματι
τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν πέλοι
6450807 Ὀιλεος
τάχα πάντες ὄλοντο δυσμενέων παλάμῃσι περιστρεφθέντες ὁμίλῳ , εἰ μὴ Ὀιλέος υἱὸς ἐύφρονα Πουλυδάμαντα ἔγχεϊ τύψε παρ ' ὦμον ἀριστερὸν
ἔην , ἐπεὶ ἦ νύ οἱ ἔνδοθι νηοῦ Κασσάνδρην ᾔσχυνεν Ὀιλέος ὄβριμος υἱός , θυμοῦ τ ' ἠδὲ νόοιο βεβλαμμένος
6450215 ὑψου
κόμην ὑψοῦ ἔχουσι . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου
τάχιον οἱ Κόλχοι σὺν Ἀψύρτῳ ἔπλευσαν . οἱ δ ' ὑψοῦ νήσοιο : οἱ περὶ τὸν Ἰάσονα ἄνωθεν τῆς νήσου
6448926 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
6448107 Καλλιοπας
ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α Καλλιόπας ανε [ ! ! ! ! ! ] δια
εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα . Πρέπει σε φερτάταν ἴμεν ὁδὸν παρὰ Καλλιόπας λαχοῖσαν ἔξοχον γέρας . † Τιην † Ἄργος ὅθ
6447094 πταμενη
κατ ' ἀσπίδα : τῆς δὲ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη θώρηκι πελάσθη : τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε
οὔ τι θεοὺς λίσσεσθαι ἐρύκω . εἰ δέ κεν ἀντικρὺ πταμένη μεσσηγὺς ὄληται , ἄψορροι στέλλεσθαι , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον
6446314 κρυερην
πρῶνα φοβεύμεναι αἰνὸν ἀήτην ὅς τε φέρει νιφετόν τε πολὺν κρυερήν τε χάλαζαν ψυχρὸς ἐπαΐσσων , ταὶ δ ' ἐς
Ἀΐοντες : ἀκούοντες . ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται :
6444747 ὑψοθεν
θεοὶ δόσαν εὐμενέοντες : τρήρων μὲν φεύγουσα βίην κίρκοιο πελειάς ὑψόθεν Αἰσονίδεω πεφοβημένη ἔμπεσε κόλπῳ , κίρκος δ ' ἀφλάστῳ
μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον
6437175 τυψε
. Ὃς δὲ καὶ οὐτάμενός περ ἀταρβέι μάρνατο θυμῷ , τύψε δ ' ἄρ ' Αἰακίδαο βραχίονα δουρὶ κραταιῷ :
ὣς φάτο , τὸν δ ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν : αὐτίκα δ ' εἷλ ' Ἄτην κεφαλῆς
6437103 θαλαμοιο
χέρνιβα δέ σφ ' Ἄρητος ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι ἤλυθεν ἐκ θαλάμοιο φέρων , ἑτέρῃ δ ' ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ
δ ' ἀμφιπόλοις , αἵ οἱ δυοκαίδεκα πᾶσαι ἐν προδόμῳ θαλάμοιο θυώδεος ηὐλίζοντο ἥλικες , οὔπω λέκτρα σὺν ἀνδράσι πορσύνουσαι
6434211 δεμνια
ἐνὶ οἴκῳ , ἢ χαμάδις στορέσας , ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων . ” ὣς εἰποῦς ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα
λέχος καὶ σῶμα φυλάσσει . ἐς γάρ μιν κομίσας ὑπὸ δέμνια κάτθεο λάθρη χείλεσιν ἀείδων θελξίμβροτον ἀτρέμας ᾠδήν : ἣ
6433099 στηθεος
βαρὺ ἐκ τοῦ πλευροῦ , καὶ διαπνέειν δοκέει διὰ τοῦ στήθεος . Τοῦτον λούειν θερμῷ πολλῷ δὶς τῆς ἡμέρης ,
τὰ προσηρτημένα τούτοισιν εὐαπόλυτά ἐστιν ἀπὸ τῶν πλευρέων καὶ τοῦ στήθεος , καὶ διὰ τοῦτο δύναται καὶ ἀνωτέρω πολὺ ἀνάγεσθαι
6425583 ἐσχεθεν
ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν : ἀλλ ' Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ . τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις ,
Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου : οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ ' ὀστέον
6415926 ῥοον
προσγένηται , μηδέποτε δ ' ἠρεμεῖν μηδὲ τὸν αὐτὸν * ῥόον κρατεῖν . Ὅρκιόν τ ' εἶναι τὸ δίκαιον καὶ
. ἔνθεν πανσυδίῃ σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες ἔνδιοι ἱκόμεσθ ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο . ἔνθα Διὶ ῥέξαντες ὑπερμενεῖ ἱερὰ καλά ,
6410786 ἀλτο
, λίγξε βιός , νευρὴ δὲ μέγ ' ἴαχεν , ἆλτο δ ' ὀϊστὸς ὀξυβελὴς καθ ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων
Ἀχιλλῆος θῆκε προπάροιθεν ἀείρας . ἣ δ ' ἴρηξ ὣς ἆλτο κατ ' Οὐλύμπου νιφόεντος τεύχεα μαρμαίροντα παρ ' Ἡφαίστοιο
6410462 ἀφαρ
' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν : αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς , θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς
Αὐτὰρ ὃ οἷς ἑτάροισιν ἐπισπέρχων ἐκέλευεν ὕδατος ἐν πυρὶ θέντας ἄφαρ κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ '
6407023 ἐρρεε
ἐπηετανοί , πολὺ δ ' ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει ἀντὶ τοῦ ἔρρεε . καὶ ὁ μέλλων ἀντὶ τοῦ ἐνεστῶτος οἱ μὲν
' οὖδας ἐκ κεφαλῆς ἐκέχυντο , καὶ ἀμφοτέρων ἀπὸ μαζῶν ἔρρεε φοίνιον αἷμα ποτὶ χθόνα , δεῦε δὲ σῆμα .
6400042 αὐτως
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις

Back