ἐν ἑτέρῳ λέγει : Ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει , καὶ πάλιν : Θάπτε με ὅττι τάχιστα
μέλας δ ' ἐπεριείδετο [ εὐρὼς ] | ὀφθαλμοῖς , Ἄϊδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ] | θυμὸς ἀναιδής .
8009227 πταμενη
κατ ' ἀσπίδα : τῆς δὲ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη θώρηκι πελάσθη : τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε
οὔ τι θεοὺς λίσσεσθαι ἐρύκω . εἰ δέ κεν ἀντικρὺ πταμένη μεσσηγὺς ὄληται , ἄψορροι στέλλεσθαι , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον
7839085 ὑψηλοιο
ἱεμένους ἐπιβαινέμεν , ἀλλὰ μεσηγὺ νηῶν καὶ ποταμοῦ καὶ τείχεος ὑψηλοῖο κτεῖνε μεταΐσσων , πολέων δ ' ἀπετίνυτο ποινήν .
αἰθούσῃ ἐριδούπῳ : Ἀλκίνοος δ ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο , πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν
7738379 ἀλτο
, λίγξε βιός , νευρὴ δὲ μέγ ' ἴαχεν , ἆλτο δ ' ὀϊστὸς ὀξυβελὴς καθ ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων
Ἀχιλλῆος θῆκε προπάροιθεν ἀείρας . ἣ δ ' ἴρηξ ὣς ἆλτο κατ ' Οὐλύμπου νιφόεντος τεύχεα μαρμαίροντα παρ ' Ἡφαίστοιο
7694735 ἀψορρον
ἐμεῖο παρέσσεται , ἢν καὶ ὀπίσσω δή ποτε νοστήσας ἐθέλῃς ἄψορρον ἱκέσθαι : ῥηιδίως δ ' ἂν ἑοῖ καὶ ἀπείρονα
νυχίων ἀπὸ δείματα πέμψεν ὀνείρων , αὐτίκ ' ἔπειτ ' ἄψορρον ἀπέστιχε , τοὺς δ ' ἅμ ' ἕπεσθαι χειρὶ
7670872 ἰωης
κυλίνδεται , ὑψόσε δ ' ἄχνη σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς : ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ ' ὑφ ' Ἕκτορι
, καὶ ἐς βρόχον αὐτοὶ ἵενται , θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην
7526975 ἐσσυτο
νόον ἠερεθ [ ] αὐτίκα δ ' εὐαστὴρ [ θεὸς ἔσσυτο ] , τοὺς δ ' ἐνόησε ? ? [
' ἀμφικόμῳ κατακείμενος , ἀλλά τ ' ἐπ ' αὐτῷ ἔσσυτο , καί τέ μιν ὦκα λαβὼν ἐξείλετο θυμόν .
7508463 Ἀιδοσδε
μέλας δ ' ἐπερείεδετο ? [ εὐρὼς ] ὀφθαλμοῖς : Ἄιδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ] θυμὸς ἀναιδής . καὶ
τοῦ γάρ αἰτιώδους εἰσέβαλεν ἀρχαϊκῶς . . ψυχαὶ δ ' Ἄιδόσδε κατῆλθον : ἡ διπλῆ , ὅτι συμφώνως τῷ κατὰ
7491900 τετριγυια
ταρασσομένη . δεδόνηται : κινεῖται . Λοιγία : ὀλεθρία . τετριγυῖα : κλαίουσα , θρηνοῦσα . γόον : θρῆνον .
μένῃ καὶ πάλιν ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠύτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα . ἐν οἷς τὸ μὲν ζωτικὸν πνεῦμα ἅτε ἔνικμον
7459571 πεφορητο
' ὑπεδέξατο γαῖα σῶμα : κάρη δ ' ἀπάτερθε κυλινδομένη πεφόρητο ἱεμένου φωνῆς : ταχέως δ ' ἅμ ' ἀπέπτατο
' αὐτὸς πρηνής : ἐκ δέ οἱ αἷμα διὰ στόματος πεφόρητο ἀθρόον : αἶψα δ ' ἄναλκις ἀπὸ μελέων φύγε
7457103 ὠσε
φηγῷ : ἐκ δ ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε ἴφθιμος Πελάγων , ὅς οἱ φίλος ἦεν ἑταῖρος
ἦλθεν αἵματος ἀνδρομέοιο : θοῶς δ ' ἀπὸ εἷο τράπεζαν ὦσε ποδὶ πλήξας , ἀπὸ δ ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε
7433360 Ἑκτορεον
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο θύρετρα : Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι , χαλκῷ ῥωγαλέον ,
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηΐοιο θύρετρα , Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον : πολέες
7397553 ἰαχεν
οὑτωσί : χαλκῇ προσκόψας λεκάνῃ ποτὲ καὶ τὸ μέτωπον πλήξας ἴαχεν ὦ σύντονον , εἶτ ' ἔθανεν , ὁ πάντα
, ὃ σχέθε , χειρὶ ἤραξεν , καναχῇ δ ' ἴαχεν ἄντρον ἅπαν : οὐδ ' ἔτλη Κυβέλης ἱερὸν βρόμον
7395758 Ἀιδην
: θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ Ἄιδης τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς
ὑλικοῖς στοιχείοις . τούτων δὲ τὴν μὲν διὰ τοῦ ἀέρος Ἄιδην ἀειδῆ προσαγορεύει , τὴν δὲ διὰ τοῦ ὑγροῦ Ποσειδῶνα
7317161 δουρι
δὲ τὸν ποταμὸν ὁ ποιητής : „ Σάτνιον οὔτασε ” δουρὶ Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς ἀμύμων „
ἐρικυδέος Ἠετίωνος Θήβης ἐν δαπέδοισι , καὶ ὡς Κύκνον ἔκτανε δουρὶ υἷα Ποσειδάωνος ἰδ ' ἀντίθεον Πολύδωρον καὶ Τρωίλον θηητὸν
7312219 χαμαζε
αὐτῶι τάδ ' ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται : δώματ ' ἔρρηξεν χαμᾶζε , συντεθράνωται δ ' ἅπαν πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς
? [ δ ' ἐκ σκληρῆς ] πέτρης ἔξαλτο [ χαμᾶζε ] δριμὺ βέλος . πικρὸν [ δ ' ἄχος
7308969 ὑψοθεν
θεοὶ δόσαν εὐμενέοντες : τρήρων μὲν φεύγουσα βίην κίρκοιο πελειάς ὑψόθεν Αἰσονίδεω πεφοβημένη ἔμπεσε κόλπῳ , κίρκος δ ' ἀφλάστῳ
μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον
7294730 ῥεθεων
μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε , ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει ὃν πότμον γοόωσα λιποῦς '
ἐρύουσιν , ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ
7293948 Ἀϊδαο
καρτερός ἐσσι , ἀλλ ' ὑπ ' ἐμοὶ δμηθέντα πύλας Ἀΐδαο περήσειν . Τὸν δ ' αὖ Σαρπηδὼν Λυκίων ἀγὸς
καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο , ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον
7288813 δαϊχθεις
: Ὤ μοι ἐγὼ δύστηνος , ἐπεὶ θάνες οὔ τι δαϊχθεὶς δυσμενέων παλάμῃσι κατὰ μόθον , ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ .
ἀλλ ' ὃ μὲν ἤδη πρόσθεν ὑφ ' Ἕκτορι κεῖτο δαϊχθεὶς ἠὺς Πρωτεσίλαος , ὃ δ ' ἔγχεϊ Πενθεσιλείης βλήμενος
7264165 διφροιο
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [
7256243 ἠλυθε
πυλεῶνα διαπτάμενος θανάτοιο τολμηρῇ κραδίῃ , διὰ δ ' εὐρέος ἤλυθε λαιμοῦ . αὐτὰρ ὅ γ ' ἐξ ὕπνου βαρυαέος
, ὣ γενεῇ προφέρεσκον : ὁ δ ' εἰς μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα
7242790 ἐγχεϊ
ἄνελκε . τὼ δ ' ἄρ ' ὁμαρτήδην ὃ μὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ ' ἀκοντίσσαι , ὃ δ ' ἀπὸ
: ὥς κέ τις αὖτ ' Ἀχιλῆα μετὰ πρώτοισιν ἴδηται ἔγχεϊ χαλκείῳ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας . ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος
7239047 καρηνου
ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ καρήνου στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος
πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ καρήνου χαίτην ἀμφιέλισσαν ἀποθλίψασα κομάων [ ! ! ! !
7208065 ὠρσε
τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων , ὦρσε δέ μιν κατὰ μέσσον ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο . Ἦν
: ζαὴν ἄνεμον : . . . Ὅμηρος : ” ὦρσε δ ' ἐπὶ ζαὴν ἄνεμον ” . ὥσπερ παρὰ
7200127 αἰπυν
: ὑποδύεται , καὶ ὑπέρχεται . Ἔγνω : ἐνόησεν . αἰπύν : χαλεπόν . ἀπειρεσίοις : ἀπείροις , ἐν πολλοῖς
” ἀντὶ τοῦ πολλαί . ἄθυμοι κεκακωμένοι τὴν ψυχήν . αἰπύν ὑψηλὸν κυρίως . σημαίνει δέ ποτε καὶ τὸν μέγαν
7196693 ἐυν
πάντες ἐς Ἄρεα μαιμώωντες . Τῶ ῥ ' ἄμοτον κύδαινεν ἐὺν γόνον Ἠριγενείης δωτίνῃς ἀγαθῇσι καὶ εὐφροσύνῃ τεθαλυίῃ . Ἀλλήλοις
πολὺ λώιον ἀνθρώποισιν . Ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆες μὲν ἐὺν λόχον ἐντύνασθε : οἱ δ ' ἄλλοι Τενέδοιο πρὸς
7193707 ἐκαλυψεν
φάρεϊ πορφυρέωι , Τυρίης βλαστήματι κόχλου , ἀενάου βουβῶνος ἄναξ ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ
τὸ ἐπίγραμμα : τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ '
7187907 ἀνορουσε
θάλασσάν φησιν Ὅμηρος [ γ ] : Ἠέλιος δ ' ἀνόρουσε λιπὼν περικαλλέα λίμνην : κῦμα , οἴδημά τι ὄν
] κἀλέφαις . ὢς εἶπ ' : ὀτραλέως δ ' ἀνόρουσε πάτηρ [ ] ? φίλος : φάμα δ '
7180461 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
7179274 τυτθον
τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων . Ἀλλ ' ἢ τρίορχος
, ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' αὖ πύματόν με
7178424 λιπεν
ἀνὴρ εὑρὼν ἔλιπε βρόχον : αὐτὰρ ὁ χρυσόν , ὃν λίπεν , οὐχ εὑρὼν ἧψεν , ὃν εὗρε , βρόχον
οἷόν τε . Ὅμηρος δέ γε οὕτω φησί „ ποταμοῖο λίπεν ῥόον , ἀπὸ δ ' ἵκετο κῦμα θαλάσσης ,
7176036 ὁγε
' ὕπερθεν νηίου ἀφλάστοιο μετήορος ἀίξασα : τὸν δ ' ὅγε , κεκλιμένον μαλακοῖς ἐνὶ κώεσιν οἰῶν , κινήσας ἀνέγειρε
δ ' ἑὸν σφετέροισι κασιγνήτοισιν ὄπασσε : βῆ δ ' ὅγε Μαιναλίης ἄρκτου δέρος ἀμφίτομόν τε δεξιτερῇ πάλλων πέλεκυν μέγαν
7173963 ἀισσοντα
πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκέῃσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεύς αἰετὸν ἥπατι φέρβε παλιμπετὲς † ἀίσσοντα : τὸν μὲν ἐπ ' ἀκροτάτης ἴδον ἑσπέρου ὀξέι
ὅτε σήματα λυγρὰ κατὰ πτόλιν εἰσενόησεν εἰς ἓν ἅμ ' ἀίσσοντα , μέγ ' ἴαχεν , εὖτε λέαινα ἥν ῥά
7173960 ὁγ
Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : πάλιν ἐπὶ τοῦ αὐτὰρ ὅγ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε σύνθετος : τὸν
παλίσσυτος αὐτίκ ' ἀγινεῖ ἀτραπιτοῖο πέλας κύνα μέρμερον : αὐτὰρ ὅγ ' αἶψα ὠρίνθη , φριμάᾳ τε λαγωείης ὑπ '
7173342 ἠλθ
ἀύτα Δαρδάνιον ] πέδιον κατῆχε : Αἴας δὲ λύσσαν ] ἦλθ ' ὀλόαν ἔχων ἐς ναῦον ] ἄγνας Πάλλαδος ,
γὰρ ν ? [ ὑπὸ μητρυῶν τε καὶ [ οὐκ ἦλθ ' ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [
7173044 ἱκανεν
. Ἕκτωρ δ ' ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰς Σκαιάς ὀνοματικῶς Δαρδανίας
θερμὸς ἀυτμὴ Τιτῆνας χθονίους , φλὸξ δ ' αἰθέρα δῖαν ἵκανεν ἄσπετος , ὄσσε δ ' ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ
7170785 τυψεν
πεσοῦσα : ὡς ὁπότ ' [ ἀγγελίη ] χαλεπὴ σέο τύψεν ἀκουάς [ δῖον ἐς ] Ἕρμον ? ? ἰοῦσα
πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ
7163114 εἰσοκε
: τὸν δ ' ἐνὶ λέκτροις Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον , εἰσόκε Λῆμνον παισὶν ἐπανδρώσῃ , μεγάλη τέ ἑ βάξις ἔχῃσιν
νέμονται . θαῦμα δὲ Καππαδόκεσσι μέγ ' ἔδρακον ὠκυπόδεσσι : εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας
7159908 τηλοθεν
ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι χαίρων καρπαλίμως , εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί . [ εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα
σχεδίᾳ ” τὸν δ ' ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων Ἐνοσίχθων τηλόθεν „ ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν . „ τάχα δὲ
7159147 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
7150234 θοως
κορυφῆς , φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν . ἵππους δ ' Αὐτομέδοντα θοῶς ζευγνῦμεν ἄνωγε , τὸν μετ ' Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα τῖε
πεδίοιο μέγ ' ἀσχαλόων ἐπ ' ἀρούρῃ δινήσας περὶ κρατὶ θοῶς καλὰ νεῦρα βόεια λᾶα βάλῃ κατέναντα , διασκεδάσῃ δ
7146365 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
7143850 Πιεριην
” Ἥρη δ ' ἀίξασα „ λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ” ἐρατεινὴν σεύατ '
. . Ἥρη δ ' ἀίξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινήν ἡ διπλῆ ὅτι
7143299 τυψε
. Ὃς δὲ καὶ οὐτάμενός περ ἀταρβέι μάρνατο θυμῷ , τύψε δ ' ἄρ ' Αἰακίδαο βραχίονα δουρὶ κραταιῷ :
ὣς φάτο , τὸν δ ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν : αὐτίκα δ ' εἷλ ' Ἄτην κεφαλῆς
7126921 Μενοιτιαδαο
δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν , τρὶς δ ' ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο , τὸν δέ τ
καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα : ἦ δὴ μὰν ὀλίγον γε Μενοιτιάδαο θανόντος κῆρ ἄχεος μεθέηκα χερείονά περ καταπέφνων . Ὣς
7126112 νεφεων
, ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ] δ
, θηροτρόφε , ὑγροκέλευθε , μήτηρ μὲν Κύπριδος , μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν καὶ πάσης πηγῆς νυμφῶν νασμοῖσι βρυούσης : κλῦθί
7125150 πεσεν
τυτθὸν ἐπέχραε δέρμα βοείης . Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης
, τὸ δ ' [ ἄπνοον ] ὑψόθι σῶμα οὐ πέσεν , [ ἀλλ ' ἐπέμεινε ] ? ? ?
7114267 νηδυος
ἔχιδναν Ὀρφεύς : ἂν δὲ Φάνης ἄλλην γενεὴν τεκνώσατο δεινήν νηδύος ἐξ ἱερῆς , προσιδεῖν φοβερωπὸν Ἔχιδναν , ἧς χαῖται
οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ , ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν . ἀλλ '
7113517 ἐδδεισεν
ἀτὰρ σύ γε καὶ τὸν ἔπηξας : ἦλθες ἐς αἰθέρα ἔδδεισεν δέ σε μακρὸς Ὄλυμπος : δειμαίνει δέ σε πάντα
ἐρύσασθαι ἐρύσσασθαι , ἄδην ἄδδην , μέσον μέσσον , ἔδεισεν ἔδδεισεν , ἔνεπε ἔννεπε , τόσον τόσσον . Τὸ δὲ
7111874 βαλουσα
? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ μεσσηγὺς
αὐτὸν ἁδροκέφαλον , ἐπιθυμήσασα αὐτοῦ , φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ
7109318 ἀψ
τῶ ς ' οὔ τι πάλιν πλαγχθέντα γ ' ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας . ὑμέων
θοῇ συνάρασσε κορώνῃ ζεύγληθεν . καὶ τὼ μὲν ὑπὲκ πυρὸς ἂψ ἐπὶ νῆα χαζέσθην : ὁ δ ' ἄρ '
7108545 γοοωσα
γονεῖς ἀμφοτέρους ζῶντας , . . . Ἀμβλήδην : ἀμβλήδην γοόωσα , ἀναφέρουσα ἀθρόως τὸ πνεῦμα , . * .
οὔ τι πέπυστο . Ἀλλ ' Ἑλένη μάλα πολλὰ διηνεκέως γοόωσα , ἄλλα μὲν ἐν Τρώεσσιν ἀύτεεν , ἄλλα δέ
7098485 Ἀιδαο
ὅ γ ' Ἀχιλλεύς ἐστι καὶ οὐ κίε δῶμ ' Ἀίδαο , εἴ τέ τις ἄλλος Ἀχαιὸς ἀλίγκιος ἀνέρι κείνῳ
γὰρ τῆς νήσου κεῖται ἡ Μαριανδυνία . ἔνθα μὲν εἰς Ἀίδαο : κατὰ τὸν ἐν τῇ Μαριανδυνίᾳ Ἀχέροντα ὡς ἐπὶ
7092563 ἐρυσας
δ ' ἕλκεσθαι δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν , τρὶς δ ' ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο ,
Σθένελον μὲν ἀφ ' ἵππων ὦσε χαμᾶζε , χειρὶ πάλιν ἐρύσας ' , ὃ δ ' ἄρ ' ἐμμαπέως ἀπόρουσεν
7092540 ποδοιιν
μέμνῃ , ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα
οὐ μέμνῃ ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα
7088268 ἀερθεις
Ἀντίμαχος ῥίμφα δ ' ἀπ ' ἠπείροιο μελαίνης ὑψός ' ἀερθεὶς Πηλείδης ἀπόρουσεν ἐλαφρὸς ἠύτε κίρκος , τοῦ δ '
ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς δὲ καὶ ὑπερπιμπλάμενος ἐκδιδοῖ κατὰ τὰς φλέβας τῷ σώματι
7086633 ποσσι
. καὶ πάλιν : Ἵππος δ ' Ὑδροχόοιο νέον περιτελλομένοιο ποσσί τε καὶ κεφαλῆι ἀνελίσσεται : ἀντία δ ' Ἵππου
τοῦ Ὑδροχόου κατὰ μέσον τὸ σῶμα ἀνατέλλοντος „ ὁ Ἵππος ποσσί τε καὶ κεφαλῇ ἀνελίσσεται ” , καὶ οὐχὶ τὸ
7084210 εἰσενοησεν
ἐξεφάνη πεδίον καὶ πᾶσα περὶ χθών : Τρῶας δ ' εἰσενόησεν ἀπόπροθι πολλὸν ἐόντας Σκαιῇς ἀμφὶ πύλῃσιν : ἔβη δ
ἄρ ' ἐσμέν , εἰ μὴ ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο Λυγκεὺς εἰσενόησεν νῆσον πευκήεσσαν , ἰδ ' εὐρέα δώματ ' ἀνάσσης
7078535 ἱκετο
Δία πενθερὸν ἑξεῖς . Ζανός τοι θυγάτηρ ὑπὸ τὰν μίαν ἵκετο χλαῖναν , οἵα Ἀχαιιάδων γαῖαν πατεῖ οὐδεμί ' ἄλλα
' αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων παντοίην φιλότητ ' . οὐδ ' ἵκετο γήραος οὐδόν . † ) ὁ δὲ παρὰ σύνταξιν
7077557 ἠλυθ
καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν . Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ ' ἄνακτος ἀγχιστεύς : νηὸς γὰρ ἐπ ' Ἀργῴας
ἱππότα Νέστωρ φθεγξάμενος : τὸν δ ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί
7071600 κελαινεφες
ἐπὶ δὲ σάκους παρέλκει τὸ δετον , ὡς ἐπὶ τοῦ κελαινεφὲς τὸ νέφος . . τὸ ἀπὸ μέλανος σιδήρου δεδεμένον
Ζεύς : εἰ δ ' ἄγε νῦν φίλε Φοῖβε , κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα , καί μιν
7069384 δαϊξαι
κρυπταδίους τε δόλους τεκταινέμεν , ἠδὲ βοτήρων αὔλια δυσκελάδοισιν ἐπιδρομίῃσι δαΐξαι . νόσφι δὲ οἷ αὐτῷ φάτ ' ἐοικότα μείλια
ἀλλὰ βέλτιον κοινοτέραν . . Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγάλεον : ὅτι οὕτως εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ χαλκῷ
7065439 παλινορσος
καὶ παλινοστῶ τὸ ἐπανέρχομαι . παλινοδία : ἐναντία ὁδός . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλιν . . . . σκοτεινῷ
τέκνον ὀδυρομένη , γόον εὔνασον . ᾤχετο μήτηρ , νοστήσει παλίνορσος : ἔτι κλαίουσα νοήσεις . οὐχ ὁράᾳς ; γοεραὶ
7058509 ἐδυνε
δύετο , Πηλιάδας δὲ παρεξήμειβον ἐρίπνας , αἰὲν ἐπιπροθέοντες , ἔδυνε δὲ Σηπιὰς ἄκρη : φαίνετο δ ' εἰναλίη Σκίαθος
γὰρ ὡς ὁ ἥλιος ἀπὸ Μακεδονίας κατασπεύσας πολὺν κόσμον πρὶν ἔδυνε κατὰ Βαβυλῶνα : τὴν δ ' Εὐρώπην τε καὶ
7057097 βεβηκει
κάλυψε , ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει ὃν πότμον γοόωσα λιποῦς ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην .
κατένευσε σιωπῇ . ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει , ἡ δ ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε
7050952 ἑσσαμενος
. δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους κρατῆρας ἑοῦ
ὤρνυτ ' ἄρ ' ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος εἵματα ἑσσάμενος , περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ ' ὤμῳ ,
7042122 ἠερος
νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' ἠέρος ὄμματος ἀκτὶς Ἠέλιον βλεφάροισιν ἴδε ζωστῆρα κατόπτρου : καὶ
, αἳ δ ' ἔτι φύζης μνωόμεναι πολιοῖο δι ' ἠέρος ἐσσεύοντο : τῇσι δ ' ἐφ ' Ἡρακλέης κεχολώμενος
7032837 Πατροκλοιο
Ἕκτωρ πρῶτος ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃ , Πατρόκλοιο δ ' ἕλωρα Μενοιτιάδεω ἀποτίσῃ . Τὸν δ '
ἐγών , ὅτε μοι Σαρπηδόνα φίλτατον ἀνδρῶν μοῖρ ' ὑπὸ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι . Τίνι θεῶν εὔχεται ὁ Ζεὺς ὑπὲρ
7024020 ῥιψε
νῆας , παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐϋπλοκάμοιο τιθήνης ῥίψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλαβε
νῆας , παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐϋπλοκάμοιο τιθήνης ῥίψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλαβε
7014049 ἑρκεος
μέγα φρεσὶ Τρώιοι υἷες : ὡς δ ' ὁπόθ ' ἕρκεος ἐντὸς ἐεργμένοι ἀθρήσωσιν ἥμεροι ἀνέρα χῆνες ὅ τίς σφισιν
ἀπηχθήραντο γενέθλην , καί οἱ παῖδ ' ἐβάλοντο καθ ' ἕρκεος αἰπεινοῖο , νήπιον , οὔ πω δῆριν ἐπιστάμενον πολέμοιο
7012011 σημ
Ἄρατός φησιν : αὐτοῦ κἀκεῖνος στέφανος , τὸν ἀγαυὸν ἔθηκεν σῆμ ' ἔμεναι Διόνυσος ἀποιχομένης Ἀριάδνης . ὑπελύσατ ' :
' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισιν ἠδ ' ἐπὶ σῆμ ' ἔχεεν : περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν νύμφαι ὀρεστιάδες
7011593 θετο
στάδα λίμνην κλάδα χρυσεόκαρπον ἁμὲς δὲ ϝειρήναν : τόδε γὰρ θέτο Μῶσα λίγεια , τῶι γὰρ Ἰθωμάται καταθύμιος ἔπλετο Μοῖσα
οὐδ ' ἐδάμασσεν . ἔνθ ' ἀπὸ Τυνδαρίδης μὲν ἐύστιπτον θέτο φᾶρος λεπταλέον , τό ῥά οἵ τις ἑὸν ξεινήιον
7010887 ποταμοιο
παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο , σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ '
. κεῖθι δ ' ἂν ἀθρήσειας ὑπειράλιον πτολίεθρον Ἄσπενδον , ποταμοῖο παρὰ ῥόον Εὐρυμέδοντος , ἔνθα συοκτονίῃσι Διωναίην ἱλάονται .
7009436 γοος
καὶ ἀνηδόνου δαίμονος : οὐ γὰρ ἡδονὴν ἔχει ὁ ἐμὸς γόος ὥσπερ ὁ τῶν βακχῶν . . . δαίμων :
ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες : οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος , ὅτι μ ' ἤλθετε κηδήσοντες ; ἦ ὀνόσασθ
7003180 δεμνια
ἐνὶ οἴκῳ , ἢ χαμάδις στορέσας , ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων . ” ὣς εἰποῦς ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα
λέχος καὶ σῶμα φυλάσσει . ἐς γάρ μιν κομίσας ὑπὸ δέμνια κάτθεο λάθρη χείλεσιν ἀείδων θελξίμβροτον ἀτρέμας ᾠδήν : ἣ
7001149 χροϊ
κάλ ' ἐϊκυῖα , καὶ φωνήν , καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο . ἑστὼς δὲ “ παρατίθεμαί σοι ”
δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ ' ἔχοντα . πέντε δέ τοι φίλοι υἷες
7000449 ἀλεγεινον
μὲν ἐϲ πόδαϲ , ἔξωθεν . ἀϲηρὸν μὲν ὦν καὶ ἀλεγεινὸν καὶ ἀτερπέϲ : δύϲχρηϲτον δὲ καὶ βαδίϲαι καὶ ἐϲ
. . . . . . κελάδοντες χείμαρροί τ ' ἀλεγεινὸν ἀεξόμενοι Διὸς ὄμβρῳ , τοὺς μέλαν οἶδμ ' ἀνέεργε
6989232 Ἀχεροντος
ἔστιν ἐν ἀπονίᾳ καὶ ἀλυπίᾳ πάσῃ . Γοργύραν δὲ τοῦ Ἀχέροντος γυναῖκα προσανέπλασαν , ἀπὸ τοῦ γοργὰ φαίνεσθαι τοῖς πολλοῖς
κόραν Πριάμου Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρευ ' Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ ' εὔσκιον νηλὴς γυνά . πότερόν νιν
6975983 Ἠως
ἐπὶ δὲ τῆς σωματοειδοῦς ἀλλ ' ἤτοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠώς . ἦις , ἦσθα , φησίν , διαφέρει παρὰ
φάω φάσω φαλὸς καὶ φαλιός : „ φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς „ . . . . . φλόξ , ,
6972635 ἐσσυμενως
αὐτῶν χρυσέῳ ἐν κρητῆρι θέσαν . Περὶ δέ σφισι σῆμα ἐσσυμένως τεύξαντο , θέσαν δ ' ἄρα δοιὼ ὕπερθε στήλας
τ ' ἀπὸ μεσσαύλοιο κύνες μογεροί τε νομῆες σεύοντ ' ἐσσυμένως , ἣ δ ' ἄγριον ἦτορ ἔχουσα ἐντροπαλιζομένη ἀναχάζεται
6971270 δουρατι
δούρατα μακρὰ διεσκέδας ' . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἀμφ ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε , κέληθ ' ὡς ἵππον ἐλαύνων , εἵματα
καρπαλίμως σφετέρων ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ
6962461 αὐθι
χωρίς ἀποβάλλον τὸ ς ἐγίνετο χῶρι , ὅμοιον καθεστὼς τῷ αὖθι καὶ τοῖς παρακειμένοις . ἐδείξαμεν καὶ ἐπὶ τοῦ δεσποστής
ἀρρωστεῖ δὲ ὁ νοσῶν . οὕτως Ἀριστοτέλης : αὖθις καὶ αὖθι χωρὶς τοῦ σ διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ αὖθις
6956590 καππεσε
δ ' ἔβαλ ' ἐξοπίσω : ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς κάππεσε : λαοὶ δ ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε
οὐδ ' ὣς ἀπέληγε μάχης ἀλλ ' ἤλασεν αὐτόν : κάππεσε δ ' , οὐκ ἀνένευσεν , ἐβάπτετο δ '
6950792 ὀσσε
παραλαμβάνεται , ὡς ἐν τῷ Ν αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ : φανερὸν δὲ ὅτι τὸ ἀντί τινος παραλαμβανόμενον
. εἰ γάρ τις ἀντὶ τοῦ αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ ἀντιθῇ τὸ Ζεύς , οὐ συνάξει τοὺς δύο
6950617 κιεν
δουρὶ αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο . τῷ δ ' ἐπαλεξήσων Σῶκος κίεν ἰσόθεος φώς , στῆ δὲ μάλ ' ἐγγὺς ἰὼν
. Τῇσι δ ' ἐπὶ Σθένελος κρατερὸν κατέπεφνε Κάβειρον ὃς κίεν ἐκ Σηστοῖο λιλαιόμενος πολεμίζειν Ἀργείοις , οὐδ ' αὖτις
6950259 στηθεων
, κοιλίαι σκληραὶ , δυσουρίαι φρικώδεες , ὀδύναι πλευρέων , στηθέων ὁκόταν οὗτος δυναστεύῃ , τοιαῦτα ἐν τῇσιν ἀῤῥωστίῃσι προσδέχεσθαι
λάβεσκεν ἀίδηλα πάντα τίθεσκε , . . καὶ τότε δὴ στηθέων Ἀθάμα φρένας ἐξέλετο Ζεύς . . . , .
6947527 ἀυτμη
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει θύρας ἐπιθεῖσα
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . γίνεται δὲ μύρα κάλλιστα κατὰ τόπους , ὡς
6947363 γυια
ἐξορμήσεις . ἐν γυιοδάμαις δὲ , τοῖς ἀθληταῖς τοῖς τὰ γυῖα τῇ γυμνασίᾳ καταπονοῦσιν , ἢ τοῖς καταπονοῦσι τὰ τῶν
. γάνος . . . : γάνος ἀπὸ τοῦ τὰ γυῖα ἰαίνειν λέγεται : τὸ μέλι , τὸ ὕδωρ ,
6944011 ὠρνυτ
Ἀθήνη . Ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς , ὤρνυτ ' ἄρ ' ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός ,
ἀελλῶν γένοιτο : “ ὣς ὅτι τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ ' ἀελλής . ” καὶ “ ἀελλόπιος Ἶρις ”
6939757 αὐτικ
γε νόσφι γένηαι . ὣς ἐφάμην , ἡ δ ' αὐτίκ ' ἀμείβετο δῖα θεάων : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν
, οὐδ ' ἀπίθησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε : αὐτίκ ' Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : αἶψα μάλ '
6934236 Ληδης
εἰς οἰκίον , οὐκ ἐπὶ πόντον ? [ , ] Λήδης λέκτρα ? [ φέρεις , ἀλλ ' οὐ ]
Ζεύς Εὐρώπης διὰ κάλλος ἀκούεται εἰσέτι ταῦρος [ ] καὶ Λήδης δι ' ἔρωτας ἀκούεται εἰσέτι κύκνος . Εὐρώπην σὺ
6932279 αἰψα
ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς δινεῖται : ταὶ δ ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν σύμπεσον ἀλλήλαισι , καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
τοῖο λίθοιο , τί τοι πλέον οὐρανιώνων φθέγγωμαι ; τῶν αἶψα καὶ ὑψόθι περ μάλ ' ἐόντων ἦτορ ἐπιγνάμπτει καὶ
6930756 Μοιραων
ἀτραπούς , πλάστιγγας Ἀνάγκης , ᾗσιν ἐφημερίων μερόπων γένος ἐκμεμέτρηται Μοιράων τε κέλευθα βροτήσια , καὶ πλάνα φέγγη ἀπλανέων τ
ἐπισπένδων τάδε Μάξιμος : ἡ δ ' ἐπένευσεν ἔμπεδα : Μοιράων δ ' οὐκ ἐμέγηρε λίνα . Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς
6929842 ἑης
κῆρ ἔσσυτο σὺν τεύχεσσιν , ἐπεὶ μόρον αἰνὸν ἄκουσε παιδὸς ἑῆς : τῷ γάρ ῥα κατ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἰόντι
ὅσσοι γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος . σωζόμεναι δι ' ἑῆς ἀλκῆς . . . τοῖς δὲ διδακτὸν ἔδωκε φάους
6929138 εἰσοκεν
. οὕτως νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον , εἰσόκεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγείης . θεοῦ λόγος ὑπὸ τύχης νενικημένου
ὀπίσσω ἀνδύνει μεμαυῖα , μένει δ ' ὀδύνῃσι ταθεῖσα , εἰσόκεν αὖ ἐρύσωσι περὶ γλώσσῃ μεμαυίας , πορφυρέοις κάλλιστον ὑφάσμασιν
6923503 αὐταρ
δῶμα : εὔχετο δ ' ἐξ Ἰθάκης γένος ἔμμεναι , αὐτὰρ ἔφασκε Λαέρτην Ἀρκεισιάδην πατέρ ' ἔμμεναι αὐτῷ . τὸν
μετ ' ἐμοῖς ' ἑτάροισιν . ὣς ἔφατ ' , αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον : ταῦτά τοι , ὦ
6922542 μελαθρου
, τουτέστιν ἐπὶ τοῦ πυλῶνος , ἤκουσα φωνῆς ἔσω τοῦ μελάθρου . ἢ οὕτως : ἀμφίπυλον ὁ περὶ τὰς θύρας
οὐδ ' ὑμέας , Πολύδευκες , ὑπέτρεσεν , οἵ με μελάθρου μέλλοντος πίπτειν ἐκτὸς ἔθεσθέ ποτε δαιτυμόνων ἄπο μοῦνον ,
6922188 θεοιο
ἀμήχανον , οὐδέ τις ἔτλη ἀντίον αὐγάσσασθαι ἐς ὄμματα καλὰ θεοῖο , στὰν δὲ κάτω νεύσαντες ἐπὶ χθονός : αὐτὰρ
ἰδέειν ἱερὸν φάος ἢ θανέεσθαι ἢ πόνῳ ἰητῆρος ἀμύμονος ἠὲ θεοῖο ὄμματ ' ἀπαχλύσαντος ἴδῃ φάος ἠριγενείης , οὐ μὲν
6917320 ὀχεων
σχέτλιος : ἦ που πολλὰ μετεστοναχίζετ ' ὀπίσσω ἣν ἄτην ὀχέων : ἣ δ ' οὐ παλινάγρετός ἐστιν . αὐτὰρ
καὶ αὐτοὶ θῆρες ἀριζήλοιο Διὸς τρομέουσι γενέθλην . ἤριπες ἐξ ὀχέων χθαμαλῆς ἐπὶ νῶτα κονίης σὸν δέμας οἰοπόλοισιν ἐνὶ δρυμοῖσι
6916951 ἀφαρ
' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν : αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς , θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς
Αὐτὰρ ὃ οἷς ἑτάροισιν ἐπισπέρχων ἐκέλευεν ὕδατος ἐν πυρὶ θέντας ἄφαρ κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ '

Back