καὶ γᾶς , οὐδ ' ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται : ἁ δ ' ἀρετὰ βαίνει διὰ μόχθων .
Ἥλιον ἢ τὴν Σελήνην κατοπτεύσει ἢ τὴν τῆς Σελήνης συναφὴν ὑποδέξεται , ἐάνπερ ἐκτὸς τῆς τῶν ἀγαθοποιῶν ἀκτῖνος εὑρεθῇ .
5670028 κεκτημενη
ἀνόσιον γήμας γάμον , μήτηρ δὲ ς ' ἄνδρα δυσσεβῆ κεκτημένη . ἄμφω πονηρὼ δ ' ὄντ ' ἀνηιρεῖσθον τύχην
, ἐβόμβει τὰ ὦτα ὑμῖν ; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ἡ κεκτημένη μετὰ δακρύων , καὶ μάλιστα εἴ τις ἐληλύθει ἐκ
5365262 αἰρομενη
: ἱκέτις ἱκέταν : ἱκέτις αὐτὴ οὖσα ἱκέτην τὸν μαστὸν αἰρομένη καὶ μετεωρίζουσα , ἵνα οἱ παῖδες ἰδόντες λήξωσι τῆς
ἐστὶν ὁ ἀήρ . συνῆπται γὰρ εὐθὺς αὐτῷ καὶ κεκόλληται αἰρομένη ἀπὸ τῆς γῆς ἐκείνου αὐτῇ ἐπιβεβηκότος : καὶ γεγόνασιν
5153052 ἐρημος
ἀλλὰ καὶ ἄλλοις ἱκανὸς ὢν ἡγεῖ - σθαι , καταλείπεται ἔρημος θεοῦ , καταλειφθεὶς δὲ καὶ ἔτι ἄλλους τοιούτους προσλαβὼν
ἐκαλεῖτο , Σινωπέων καὶ αὕτη ἄποικος , καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος Ἄρεως λεγομένη . Ἀπὸ οὖν Φαρνακίας
5106203 αὐρα
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος γενέσθαι ἀέρα καὶ κατὰ κρᾶσιν αὖρα , ὡς γράες αἱ γραῦς καὶ 〚 αἱ 〛
παρὰ τὸ ξυστὴρ , ξύστρα : καὶ πλεονασμὸς τοῦ υ αὖρα : ἄγγελος , παρὰ τὸ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος
5101083 πασταδα
, οὓς ἐξ Ἀφροδίτης κήπων ὅταν θέλωσι δρέπονται , τὴν παστάδα πᾶσαν ἀνάπτουσι . Πειθὼ δὲ καὶ Πόθοι καὶ Ἵμερος
πνείων : μυρίζων . μύροιο : βαλσάμου . Θάλαμον : παστάδα . ὑμήν : νυμφίος . ὑμέναιον : τὴν ᾠδὴν
5063655 γη
τὸν τοῦ Οἰκλέους , ὃν ἐκ Θηβῶν ἐπανιόντα ἐπεσπάσατο ἡ γῆ ζῶντα . „ „ οὗτος , ὦ βασιλεῦ ,
ἔργον ἔφαινον ἀμφότεροι , δεινὸν δὲ περίαχε πόντος ἀπείρων , γῆ δὲ μέγ ' ἐσμαράγησεν , ἐπέστενε δ ' οὐρανὸς
5043197 ναματων
παροιμίᾳ πρέποντας τῇ ἀπὸ Κόδρου , καθάπερ οἶμαι καὶ τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ἀνιχνεύοντές τε καὶ διαμώμενοι
δὲ δύναμις λουτρὸν ἐπὶ τοῖς προτέροις ἐγείρειν , ἕνεκά γε ναμάτων θαρρούντως ἐγείρει καὶ οὐ δέδοικε , μὴ τὸ μὲν
5028273 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
4952421 δεξεται
ἐν θηλυκῷ ἡ γυνή , ὁ δὲ Ἑρμῆς καθὼς μαρτυρίαν δέξεται ἕκαστα ἐμφαίνει . Τοῦ Ἡλίου κεκακωμένου , τῆς δὲ
οὕτω καὶ ψυχὴ ἑνὸς ἑκάστου τριχῇ , [ λογιστικὸν ] δέξεται , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , καὶ ἑτέραν ἀπόδειξιν .
4910749 γενετειρα
καὶ γὰρ τὸ ῥεῖα ζώειν ἐκεῖκαὶ ἀλήθεια δὲ αὐτοῖς καὶ γενέτειρα καὶ τροφὸς καὶ οὐσία καὶ τροφή , καὶ ὁρῶσι
, Πραξιδίκη , ἐρατοπλόκαμε , Δηοῦς θάλος ἁγνόν , Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο
4882291 μυχοις
δ ' εἰς ἐρεμνὸν ζῶντας ὠμησταὶ τάφον κρύψουσι κοίλης ἐν μυχοῖς διασφάγος . τοῖς δ ' ἀκτέριστον σῆμα Δαυνῖται νεκρῶν
οἶμαι , φύσιν τοῦ νοητοῦ , ἐξ ὧν ἐν πέντε μυχοῖς διῃρημένων πολλὴν ἄλλην γενεὰν συστῆναι θεῶν , τὴν πεντέμυχον
4820238 Διρκης
τὸ τῆς Δίρκης . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] τὸ τῆς Δίρκης ἄριστον ὕδωρ . εὐτραφέστατον ] ποτιμώτατον . Ξ εἰς
τοὺς ἀπὸ τοῦ Ἰσμηνοῦ , ἀλλὰ μόνον τοὺς ἀπὸ τῆς Δίρκης : ἐτιμῶντο γὰρ καὶ αὐτοὶ οἱ παρὰ τοῦ Ἰσμηνοῦ
4756932 ἀφεγγης
ὕπνου φησίν . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ὕπνον , παρόσον ἀφεγγής ἐστι . κατέχευας , ὦ κιθάρα , ἁπαλὸν καὶ
ἔα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ' ἀφεγγής , θεόσυτος , ἢ βρότειος , ἢ κεκραμένη ;
4739346 δεξαμενη
. Ἔστι δὲ κἀκεῖσε ἡ ἀπὸ τοῦ Διὸς μεγάλην ὀργὴν δεξαμένη ἀθλία καὶ ταλαίπωρος Σύβαρις , τοὺς ἐνοικοῦντας ἢ πολίτας
Πρώτην μὲν γὰρ ἀληθῶς ἀλλοίωσιν ἡ τροφὴ περὶ τὴν γαστέρα δεξαμένη τὴν ἐν φλεψὶ καὶ ἥπατι ἐπὶ ταύτην δευτέραν λαμβάνει
4669028 μελλουσα
. ταύτης ἐρασθεὶς Ἀπόλλων ἐδίωκεν αὐτήν . ἡ δὲ συλλαμβάνεσθαι μέλλουσα ηὔξατο τῇ μητρὶ αὐτῆς Γῇ , ἡ δὲ χανοῦσα
ἄστροισι θεὰ πλήθουσα Σελήνη δέρκηται † τότε δ ' ἠελίῳ μέλλουσα συνάπτειν † , πασιθέην , ἣν πάντες ἐδωρήσαντο ἄνακτες
4606006 ἀβατον
, καὶ Δαρεῖον χειρωσάμενος , ἦλθεν εἰς τὴν Ἰνδῶν γῆν ἄβατον οὖσαν τέως στρατιᾷ ξένῃ , ὡς Ἰνδοὶ ἔλεγον ,
μετὰ χρόνον δέ τινα δόξαι εἰσελθεῖν εἰς τὸ τοῦ Διὸς ἄβατον [ ἱερὸν ] ἀγνοήσασαν τὸν νόμον . ὑπὸ δὲ
4581843 φανεισα
: σύνοδος Λέοντι . Ἔστω νεομηνίᾳ ἀνατείλασα ἡ Σελήνη καὶ φανεῖσα ἐν Αἰγόκερῳ : προσνεύσει Διδύμοις : ἐν Ζυγῷ προσνεύσει
τοῖς ἀγῶσιν αὕτη περιέχει τὰ σπέρματα : κἀν τοῖς ἐπιλόγοις φανεῖσα τὸ πᾶν συμπεραιοῖ τοῦ λόγου : τοῦτο οὖν εἰδὼς
4571459 Ἀτλαντιδος
ἐναυγάζουσαν αἰστωτήριον . στένω σε , πάτρα , καὶ τάφους Ἀτλαντίδος δύπτου κέλωρος , ὅς ποτ ' ἐν ῥαπτῷ κύτει
ἐπιγραφομένηι Ἀσωπίδι . . . . : νῆσον ἐς Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος ] τὴν Σαμοθράικην λέγει . ἐκεῖ γὰρ ὤικει Ἠλέκτρα
4569048 γῃ
εἰ μὴ ἄπει τοῦ ἱεροῦ , ἀπολεῖ ἐν ἁπάσῃ τῇ γῇ οὐδ ' ἀντειπεῖν ἔχων τὸ μὴ οὐ δίκαια τοὺς
ἐκεῖ πότισμα . Βοιωτῶν ] τῶν Θηβαίων . χθονὶ ] γῇ . οὗ ] ὅπου . σφιν ] αὐτοῖς .
4540151 εὐδενδρος
δὲ καὶ ποταμὸς εἰς αὐτόν : ἐν μέσῳ δὲ νῆσος εὔδενδρος καὶ γεωργήσιμος . εἶτ ' ἐστὶ παραλία τραχεῖα καὶ
ἔστησαν . Πεπαρηθίων : αὕτη ἡ νῆσος εὔοινός ἐστι καὶ εὔδενδρος καὶ σῖτον φέρει . Λεπρεατῶν : Λεπρεεῖς οὓς ἂν
4538346 ἀρδει
ταλαιπωροῦντες ὤλλυντο . κενοὶ ] καταβεβλημένοι , χαῦνοι . . ἄρδει ] πιαίνει . . κἀντεῦθεν ἡμᾶς γῆς ] ἀπὸ
ἢ πότισμα προσφιλὲς τῇ Βοιωτῶν χθονὶ καὶ τῇ γῇ , ἄρδει τὸ πεδίον καὶ τὴν γῆν , ἀντὶ τοῦ ,
4523724 πληρουμενη
αὐτὰ ὑγρότης καὶ ὄλισθος καὶ τὸ σχῆμα τῆς μήτρας , πληρουμένη γὰρ σφαιροποιεῖται , σχῆμα δὲ ἡ σφαῖρα εἰς πᾶσαν
πέρατι ὁμοίως ὑπὸ Κρόνου ὁραθεῖσα ἄχρονα ποιεῖ : Σελήνη δύνουσα πληρουμένη μὲν Ἄρεως ὡροσκοποῦντος , μειουμένη δὲ Κρόνου , ἄχρονα
4522537 τροφος
τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ
δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν ,
4512086 γης
, καὶ γνῶναι ὅτι τοῖς μὲν ἄλλοις οἱ πλησιόχωροι περὶ γῆς ὅρων τὰς μάχας ποιοῦνται , ἡμῖν δὲ ἐς πᾶσαν
, Καλλιστώ τε ἡ Λυκάονος καὶ Ἀρκὰς ὁ ἐπώνυμος τῆς γῆς καὶ οἱ τοῦ Ἀρκάδος παῖδες Ἔλατος καὶ Ἀφείδας καὶ
4505166 ἰσχουσα
χώραν ὁπόση τις καὶ πῶς κειμένη τυγχάνει καὶ τίνας διαφορὰς ἴσχουσα τάς τ ' ἐν τῷ περιέχοντι καὶ τὰς ἐν
στὺξ φθεγγομένη νυκτὸς ἄτερ σίτου καὶ ποτοῦ , τὴν κεφαλὴν ἴσχουσα κάτω , τοὺς δὲ πόδας ἄκρους ἄνω , πολέμου
4501871 κατεφλεχθη
τῆς ἱερᾶς ὁδοῦ ἐς τὴν τοῦ βασιλέως αὐλὴν μετεκόμισαν . κατεφλέχθη δὲ καὶ ἄλλα πλεῖστα τῆς πόλεως μέρη καὶ κάλλιστα
τοῦ πρεσβυτάτου τῶν υἱῶν ὑπὸ μανίας ἐμπυρισθείσης μετὰ ταύτης ζῶσα κατεφλέχθη . οἱ μὲν οὖν τοῦ δαιμονίου καταφρονεῖν τολμήσαντες τὸν
4494122 αὐχμῳ
προνοίᾳ . πρῶτον μὲν οὖν τῆς οἰκοφθορίας ταῖς πόλεσιν ἐδόκει αὐχμῷ ἡ γῆ κακωθεῖσα ἄρξαι , ἡνίκα οὔτ ' ἐπὶ
τὴν ῥῖνα , καὶ οὔλη δὲ ἡ κόμη καὶ ξὺν αὐχμῷ . Φιλοκτήτης δὲ ὁ Ποίαντος ἐστράτευσε μὲν ὀψὲ τῶν
4493475 κατασκευασασα
κατὰ νοῦν αὐτῇ τῶν πραγμάτων προχωρούντων , ἔζευξε τὸν ποταμὸν κατασκευάσασα πολυτελῆ καὶ μεγάλην γέφυραν , δι ' ἧς ἅπασαν
ἐξέφηνε . Τριπτολέμῳ δὲ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν Μετανείρας παίδων δίφρον κατασκευάσασα πτηνῶν δρακόντων τὸν πυρὸν ἔδωκεν , ᾧ τὴν ὅλην
4489203 οὐσα
λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ τὸν
πάλιν αὖ ἐφάνη τις μικρὰ προσδοκία ἀγαθῶν ἢ κακῶν ψευδὴς οὖσα καὶ ματαία . τοῦτον οὖν τὸν τρόπον καὶ οἱ
4468948 πορθουμενη
ἡ πόλις σύμμαχος Ἀθηναίων οὖσα κακῶς ἔπασχεν ὑπό τινων φυγάδων πορθουμένη . ὁ δ ' Ἀντίοχος ὢν τῇ φύσει πρόχειρος
. ἐκκενουμένα ] ἐλαφρουμένη . ἐκκενουμένα ] ἐξαντλουμένη , τουτέστιν πορθουμένη . Ξ πόλις ] τῆς πληθύος τοῦ λαοῦ .
4430554 κρατουσα
. Οὕτω συμβουλευσαμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέβη εἰς τὸν δίφρον , κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶ νίκην καὶ δόξαν , τουτέστι ,
δύναται . εἰ δ ' ἐπὶ πλέον ἡ θερμασία φαίνοιτο κρατοῦσα , καὶ τὴν τῶν ψυχόντων δύναμιν ἐπιτείνειν σε χρὴ
4418395 κεντουσα
μοι νόσον εἴρηκας ; , ἥτις μαραίνει καὶ καίει με κεντοῦσα βέλεσι φοιταλέοις , τοῖς ποιοῦσιν ἐμὲ ἁπανταχοῦ πορεύεσθαι πλανωμένην
ἃ ] ἥτις μαραίνει ] τήκει καὶ καταβάλλει χρίουσα ] κεντοῦσα φοιταλέοις ] ὁρμητικοῖς , μανικοῖς ἕ ἕ ] τοῦτο
4418233 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
4403906 Διρκη
σύμφωνον ἔχοντα μὴ τὸ Λ βαρύνεται : κάκκη λόκκη κρόκκη Δίρκη Κίρκη νάρκη Βάρκη ἄσκη . τὸ δὲ ὁλκή καὶ
λείπει δὲ ἥτις : ἥτις ἐπαρδεύει τὸ πεδίον , ἡ Δίρκη : Ἰώ θ ' ἁ κερόεσσα : πρὸς ἅπασι
4394278 ἀπολαμπει
κομήτας μὲν ἀφ ' ὧν ὥσπερ κόμη εἰς τὰ κύκλῳ ἀπολάμπει αὐγὴ πυρός : πωγωνίας δὲ ἀφ ' ὅτων εἰς
τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον , ἀλλὰ καὶ αὐγήν τινα ἡδεῖαν ἀπολάμπει καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι : ὁπόταν
4390628 μεταβαλουσα
σῴζεσθαι περιέτρεψεν . ἡ δ ' εἰς ἓν εἶδος λευκὸν μεταβαλοῦσα τὴν ἀκούσιον διασυνίστησι τροπήν , ἐπειδὰν τὸ λογίζεσθαι ὁ
αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη , εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξεν , μῦν εἰς
4379076 πολιουχος
ἔχις , ἐχίδηκτος : πόσις , ποσίφιλος : πόλις , πολιοῦχος : Ἴσις , Ἰσίδωρος : φύσις , φυσίζωος :
, κυβερνητική , καθεκτική , διοικητής . , ἄγουσα . πολιοῦχος ] ἡ τὴν πόλιν συνέχουσα ἔχουσα συνάγουσα καὶ ἐφορῶσα
4373723 κονις
ἔστι γὰρ τοῦτο σεσηπὸς αἷμα . ταὶ δ ' αἶψα κόνις καὶ γαῖα [ ἐσσυμένως ἐγένοντο ] : διὰ τούτου
Κύπριον πῦρ : ὀστὰ δ ' ἔχει Σαλαμίς , ὧν κόνις ἀστάχυες . ψυχὴν δ ' ἄξονες εὐθὺς ἐς οὐρανὸν
4368916 θαλλουσα
ἐκ τοῦ λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν
μου : ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς : πέπειροι βότρυες σταφυλῆς . καὶ τὸ
4366126 κατεχει
τῇ φράσει : τὰ μὲν γὰρ τὴν πρώτην τοῦ λόγου κατέχει τάξιν , καὶ σπερματικωτέραις χρώμενα ταῖς ἐννοίαις τοῖς τε
εἰϲβολὴν τῆϲ ϲυνήθουϲ ὥραϲ ὁ παροξυϲμόϲ , χρόνον δὲ ἐλάχιϲτον κατέχει τά τε ϲυμπτώματα ἐπιεικέϲτερα καὶ ἁπλούϲτερα γίνεται ἢ οὐδόλωϲ
4359455 τρεφουσα
ἄριστοι προτετιμημένοι , καὶ τράπεζα , ὥσπερ ἡ ἐμή , τρέφουσα μὲν πρῶτον τοὺς οἰκέτας , ἔπειτα δὲ καὶ ὡς
διαφοράν . τὰ μὲν γὰρ ἐξ αὐτῆς φιλοστόργως καὶ ἐπιμελῶς τρέφουσα διαγίνεται , τὰ δ ' ἐξ ἀλλοτρίων ὠδίνων μισεῖ
4335768 λιθοστρωτον
χωρίων τραχυτάτων ὄντων λείαν ἀπειργάσατο τὴν ὁδόν . σκυρωτὴν δὲ λιθόστρωτον : σκῦρον γὰρ λέγουσι τὴν λατύπην τὴν ἀπὸ τῆς
' ὀπίσθια αὐτοῦ πρὸς ἑσπέραν : τὸ δὲ πᾶν ἔδαφος λιθόστρωτον καθέστηκε καὶ κλίματα πρὸς τοὺς καθήκοντας τόπους ἔχει τῆς
4332614 ἀκτις
γὰρ εἶναι ὀφείλει , ὅσηπερ καὶ ἡ ΒΓ εὐθεῖα ἡ ἀκτίς , τοσαύτης δὲ αὐτῆς ὑποκειμένης πρὸς τὴν ΑΕ οὐ
, ΕΖ ἐπίπεδον κάθετος . ὁμοίως καὶ ἡ ΑΡ οὐκ ἀκτίς ἐστιν , ἀλλὰ κάθετος εὐθεῖα ἐπὶ τὴν ΡΞ ,
4320463 ὁμοστολος
ἐνίοις δὲ εἴσω τοῦ δεξιοῦ ὤμου . , . . ὁμόστολος τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα . , ; ,
' ὁ φθόνος ἕρπει . φράστορας ] τοὺς φράσοντας . ὁμόστολος φύσις ] οὐχ ὅμοιοι τοῖς ἐγχωρίοις ἐσμέν , ὥστε
4320446 γεωργουμενη
λίαν ἐπιμελῶς , ἴρις τε ἡ παρὰ Δρίλωνα καὶ Νάρωνα γεωργουμένη τοὺς ποταμούς , οὗπερ δὴ Κάδμον ἀφικέσθαι τὸν Σιδόνιον
τρυγηφάνιον . ἐπίμορτος δὲ γῆ παρὰ Σόλωνι ἡ ἐπὶ μέρει γεωργουμένη , καὶ μορτὴ τὸ μέρος τὸ ἀπὸ τῶν γεωργῶν
4319247 ἐνδιαιτημα
ἡ δ ' ἐστὶ σοφία , τῶν φιλαρέτων ψυχῶν ἄριστον ἐνδιαίτημα . ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ καὶ γένος ἐστί σοι
μὲν ἰδεῖν ἀκρόπολις , οἷον ἄλλο θεῶν μετ ' οὐρανὸν ἐνδιαίτημα : οἷος δ ' ὁ τῆς Πολιάδος νεὼς καὶ
4319045 Θηβαια
μεγάλων ἀξιοπενθεῖς φῆμαι μᾶλλον κατέχουσιν . Ἀσιάτιδος γῆς σχῆμα , Θηβαία πόλις , ὅθεν ποθ ' ἕδνων σὺν πολυχρύσωι χλιδῆι
νυμφίος αὐτῇ συναπέθνησκε παρὰ τῷ βωμῷ τῆς θεοῦ . Τιμόκλεια Θηβαία Θεαγένους ἀδελφὴ τοῦ παραταξαμένου Φιλίππῳ περὶ Χαιρώνειαν , ὃς
4317391 δυσπορος
ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον
ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον
4316050 ἀθηρος
οἷμος εἰς Ἅιδου φέρει ἀμφιδεξίοις χερσί οὔπω τις Ἀκταίων ' ἄθηρος ἡμέρα κενόν , πόνου πλουτοῦντ ' , ἔπεμψεν ἐς
τὸ πολιτικόν . λέγεται δὲ ἐπὶ Ἀκταίωνος οὔπω τις Ἀκταίωνα ἄθηρος ἡμέρα κενόν , πόνου πλουτοῦντα , ἔπεμψεν εἰς δόμους
4297534 φερουσα
δὲ τὸ πρᾶγμα ἐν δεινῷ τιθεμένη καὶ τὴν καταδυναστείαν μὴ φέρουσα τὰ μὲν πρῶτα λόγοις ἐπειρᾶτο τοῦτον τῆς πλεονεξίας ἀπάγειν
ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν : σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας , καὶ
4292536 δεχομενη
ἑνὸς τῶν περιστατικῶν ἐν τῷ νόμῳ κειμένου : ἡ δὲ δεχομένη τὴν ἐξουσίαν τοῖς περιστατικοῖς πάλιν κέχρηται : ἀμφότερα δὲ
κώμης ἐστὶ * καὶ τὸ μέγεθος , τοσοῦτόν γε πλῆθος δεχομένη καὶ τὴν κατασκευὴν ὑπ ' ἐκείνων αὐτῶν κατεσκευασμένη καὶ
4289636 μετεωρος
βιαιότερον , βέλτιον δὲ ὁ ὑπερορῶν , καὶ ὑπερήφανος καὶ μετέωρος , καὶ ἀπὸ τῆς τερατείας ὁ τερατευόμενος , καὶ
σοὶ καταλύων , ὅτε πρὸς τὴν ἐνταῦθα στρατείαν ἡ Ἑλλὰς μετέωρος ἦν : ὡς δὲ καλὴν εὗρεν ὑποδοχὴν καὶ πλείστης
4286964 τιθηνειται
. οὐκοῦν ὅταν τίκτῃ , οὔτε αὐτὸς νεοττιὰν ὑποπλέκει οὔτε τιθηνεῖται τὰ βρέφη , φυλάττει δὲ ἄρα τοὺς τῶν νεοττιῶν
. ὥσπερ ἡ τραγικὴ τροφὸς ἐκείνη τὰ τῆς Νιόβης τέκνα τιθηνεῖται : λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα καὶ πόνωι
4278330 κυπαριττων
. Καὶ μὴν ἔστιν γε , ὦ ξένε , προϊόντι κυπαρίττων τε ἐν τοῖς ἄλσεσιν ὕψη καὶ κάλλη θαυμάσια ,
Διὸς ἱερόν , στάδιον Ὀλυμπικόν , θέατρον ἁπάσης τέρψεως , κυπαρίττων πλῆθος καὶ πάχος καὶ ὕψος , ἀτραποὶ σκιεραί ,
4276035 κρυφθηναι
τοῖς κάτω τῆς χώρας , ἀλλ ' ἐμπεσόντας ἂν αὐτόθι κρυφθῆναι , ὥσπερ τὸν Εὐφράτην προϊόντα ἀφανίζεσθαι λόγος . νῦν
φαυλοτέρου , οὕτω δὴ καὶ τῇ γῇ μᾶλλον ἂν ἐλυσιτέλει κρυφθῆναι συνεχέσιν ὄμβροις ἢ πεπολίσθαι τε καὶ τρέφειν γένος ἀνθρώπων
4275083 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
4274557 πεδιωι
δόκιμον γένος ἐλπίδι κοῦφον στείχετε πορφυρέηισι καλυψάμεναι ὀθόνηισι μορσίμωι ἐν πεδίωι , ὅθι πάγγεον ἅρμα διώκει δόξα δίκης παρὰ τέρμα
Μ . ὁ καθηγητὴς Ἐπικούρου φησὶν ἄτοπον εἶναι ἐν μεγάλωι πεδίωι ἕνα στάχυν γενηθῆναι καὶ ἕνα κόσμον ἐν τῶι ἀπείρωι
4268085 ἐλευθερα
τῶν μητέρων εἶναι τὰ ἔκγονα δικαιοῖ , ἐλευθέρων μὲν οὐσῶν ἐλεύθερα , δούλων δὲ δοῦλα , τοὺς αὐτοὺς ἔχοντα κυρίους
ἀποτίσαι : τὰ δὲ εἴσω τῆς ψυχῆς ἀδούλωτα ἄλλῳ καὶ ἐλεύθερα , ἐὰν ἡμεῖς θέλωμεν , ἐὰν μὴ τῇ πρὸς
4267491 πιαινει
, ὅτι ἄρα τῆς μελίας ὁ καρπὸς τοὺς μὲν ὗς πιαίνει , αὐτῷ δὲ ἄλγημα ἰσχίου προξενεῖ : καὶ ὁρῶν
τῆς μὲν ἄλλης τροφῆς , ἥτις αὐτοὺς εὐφραίνει τε καὶ πιαίνει , ἀπέχονται , σκόροδα δὲ σιτοῦνται προθυμότατα . οἱ
4246243 ἑστια
. ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . αὐτόχθων ἑστία : ἡ τοῦ Χείρωνος . αὐτοχόωνος : αὐτοχώνευτος .
Οἶκος θεοῦ λέγοιτο ἂν ἡ ἑκάστου τάξις καὶ ἰδιότης καὶ ἑστία καὶ μονή : οὐ γὰρ ὡς ἄλλος ἐν ἄλλῳ
4242143 παρθενος
. . ὡς ὄφελεν καὶ Φρίξον , ὅτ ' ὤλετο παρθένος Ἕλλη , κῦμα μέλαν κριῶι ἅμ ' ἐπικλύσαι :
εὔδαιμον γένος κυοφορεῖν , Ἰσαάκ . ἡ δ ' ἀεὶ παρθένος ὑπὸ ἀνδρός , ᾗ φησι , συνόλως οὐ γινώσκεται
4239542 πηγη
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . .
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα
4230139 εὐδαιμονεστατη
μηκέτι ὑποφέρου , ἀλλὰ βεβαίως μένε καὶ ὑπόδεξαι , ὦ εὐδαιμονεστάτη , τοῦ ἀδελφοῦ τὰ τέκνα δύο , τοὺς καλλίστους
οὐδὲν οἶδα τῶν ἐν Ἰωνίᾳ . γυνὴ δὲ Συβαρῖτις , εὐδαιμονεστάτη τῶν ἐκεῖ , καλλίστην ἅβραν ἔχουσα διὰ ζηλοτυπίαν ἐπώλησεν
4230048 πεμφιξ
Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων . . . , . : πέμφιξ : πνοή , ψυχή . καὶ αἱ τοῦ ἡλίου
Συναγ . λέξ . χρησίμ . . , . : πέμφιξ : πνοή . Αἰσχύλος Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων .
4226014 κλυδωνι
τῇ ἄκρᾳ λουτρὰ τῇ Μακρίᾳ , τὰ μὲν ἐπὶ τῷ κλύδωνι ἐν πέτρας χηραμῷ , τὰ δὲ καὶ ἐς ἐπίδειξιν
διὰ τούτου ποριζομένων : καὶ γὰρ ὁ φεύγων ὥσπερ ἐν κλύδωνι τῷ δικαστηρίῳ κινδυνεύων λαμβάνεται τῆς ἀντιλήψεως : ἔστι δὲ
4221037 θαλασσης
: βῆν δ ' ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης . ἀλλ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς
' ἁλὸς θείοιο κρατευτάων ἐπαείρας , ” ἐπὶ δὲ τῆς θαλάσσης “ οἴχεται εἰς ἅλα δῖαν ” ἤγουν τὴν μεγάλην
4219288 μυχους
γὰρ τὰ τούτων ὀνόματα πᾶσαν μὲν ἤπειρον , πάντας δὲ μυχοὺς θαλάττης ἐπέρχεται καὶ ἀγροὺς καὶ καλύβας , καὶ ὅλως
ἵππων ταρακτής ἐστιν Ἰσχένου τάφος , ὁ τὴν θαλάσσης Αὐσονίτιδος μυχοὺς στενοὺς ὀπιπεύουσαν ἀγρίαν κύνα κτανὼν ὑπὲρ σπήλυγγος ἰχθυωμένην ,
4212546 τηρουμενη
αὐταῖς , ἡ μήπω τῆς οἰκουρίας προβᾶσα ἀλλ ' ἀσφαλῶς τηρουμένη τῷ γάμῳ καὶ σεμνότητα πᾶσαν δεδιδαγμένη , τὴν αἰδῶ
τοῦ τείχους τύραννον . ἡ μὲν γὰρ ἀκρόπολις δούλων ὅπλοις τηρουμένη κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτετείχισται , τὸ δὲ τῶν μισθοφόρων
4201648 ὑποδεχομενη
παρ ' Ἀθηναίοις , ἡ τοὺς φόρους παρὰ τῶν συμμάχων ὑποδεχομένη καὶ φυλάττουσα . Ἔρρε : ἀντὶ τοῦ φθάρηθι ,
' ἑκάστου τῶν κατ ' αὐτὴν ὀργάνων : ἡ μὲν ὑποδεχομένη τοὺς πόρους κοιλότης , ἣν οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ
4189625 θαλασσα
μὴ πίωσιν ἄνθρωποι . % % ἡ μέντοι καλουμένη νεκρὰ θάλασσα , καὶ ἀληθῶς οὖσα νεκράπλεῖται γὰρ οὐδέποτε , καὶ
καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ καὶ ποταμοὶ πλήθωσι , περικλύζῃ δὲ θάλασσα , ἠέλιος δ ' ἀνιὼν φαίνῃ λαμπρά τε σελήνη
4185277 ἀνεδωκε
τῆς Ἥρας ζηλοτυπίαν . Ἐκείνης δὲ τεθνηκυίας , ἡ γῆ ἀνέδωκε Τιτυόν . Καὶ διὰ τοῦτο γηγενὴς ἐκλήθη . .
καὶ ἀνυδρίᾳ συνεχόμενος , ἥψατο τῆς γῆς , καὶ χρυσῆν ἀνέδωκε πηγὴν , τοῦ ὕδατος χρυσοῦ γενομένου : καὶ ὑπόδιψος
4177133 μιμουμενη
κατὰ τί χἠ βακτηρία ; ἵνα θοἰμάτιον σώσαιμι , μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν καὶ τοὺς λίθους παίουσα
τὸ ὅλον ἀληθὴς ἦν οὐσία ἡ αἰσθητὴ οὐσία , ἀλλὰ μιμουμένη τὴν ἀληθῆ . διὰ ταῦτα καὶ συμβαίνει ἐξ ἀνάγκης
4173455 κυπαριττοι
καρποῦ αὐταῖς προσερίζουσα . Τοσαῦτα ἥμερα . Ἦσαν δὲ καὶ κυπάριττοι καὶ δάφναι καὶ πλάτανοι καὶ πίτυς . Ταύταις πάσαις
οἷον οὐ πέντε μὲν οἰκίαι , κῆποι δὲ ἑπτά , κυπάριττοι δὲ τριακόσιαι , λουτρὰ δὲ τρία , ἀλλὰ καλὰ
4163659 ἐκυσε
τυχεῖν : ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάοντος οὐρανοῦ πεσὼν ἔκυσε γαῖαν : ἣ δὲ τίκτεται βροτοῖς μήλων τε βοσκὰς
⌊ ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάεντος Οὐρανοῦ πεσὼν ⌋ ἔκυσε Γαῖαν , ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς ⌋ ? ⌊
4161501 ναματος
οὖν ὀρύσσειν εἰς βάθος , ἕως οὗ ἡ ῥίζα τοῦ νάματος καταληφθῇ , ὅπως ἡ ῥοὴ διηνεκὴς εἴη καὶ μονίμη
ξεσμόν : ἁρμόξει δὲ καὶ τῇ ὑστεραίᾳ γάλα πίνειν μετὰ νάματος θυγατέρων ταύρων ἢ γλυκέος , οὕτω γὰρ τὰς ἐπιῤῥεούσας
4154245 γαιας
, κρύψω τόδ ' ἔγχος τοὐμόν , ἔχθιστον βελῶν , γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται : ἀλλ ' αὐτὸ
μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν ὠιδαῖς , ἅ ποτε Καδμογενῆ
4140553 συσκιον
, κιττοῦ καὶ μυρρίνης καὶ δάφνης ἐς ταὐτὸ συμπεφυκότων καὶ σύσκιον ἀκριβῶς ποιούντων αὐτό . . . . . .
σελίνῳ ἐστεφανωμένον . ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , εἰς τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντες καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων , ὡς μὴ
4138288 τραχεια
ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ
καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη
4137605 πιειρα
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται
4130309 ἐρημια
, τὸν ὁμώνυμον τὸν θεῖον . πῶς οὖν ἂν εἴη ἐρημία , οὗ χορὸς τοιούτων ἕστηκεν ; Σαυτῷ καὶ νῦν
λάχανα οὐ θέλω . οὕτως καὶ σχολὴν οὐ θέλω , ἐρημία ἐστίν , ὄχλον οὐ θέλω , θόρυβός ἐστιν .
4129780 εὐθηρος
κόλπων καὶ λιμένων ἀνάχυσιν , ὑφ ' ὧν οὐχ ἧττον εὔθηρός ἐστιν ἢ σκεπανή , καὶ τοῦ ῥεύματος τὸ μὲν
ἐπιμελεστέροις τῶν θηρατῶν καιρὸς ἅπας καὶ ἡμέρα πᾶσα πρὸς ἄγραν εὔθηρός τε καὶ περιδέξιος , ἔαρ δὲ μάλιστα καὶ μετόπωρον
4129322 καταδενδρος
τὸ ὑλακτεῖν μεμορημένοι , ἐν ἴσῳ τῷ πεπονημένοι . ὑλήεσσα κατάδενδρος . Ὑλακίδης Ὑλάκου υἱός . Ὕλλος ποταμὸς ἐν Λυδίᾳ
πολλοὶ συναθροισθέντες : ἡ γὰρ νῆσος αὐτοῖς ἐστι τραχεῖα καὶ κατάδενδρος . μικρὸν δὲ πρὸ ἡμῶν οἰκέτην τινὰ μυθολογοῦσιν οἱ
4127118 σκοτους
Ἄνοστον , ἐοικέναι δὲ χάσματι , κατειλῆφθαι δὲ οὔτε ὑπὸ σκότους οὔτε ὑπὸ φωτός , ἀέρα δὲ ἐπικεῖσθαι ἐρυθήματι μεμιγμένον
διαθέσεως , καὶ περὶ ἀστέρων : περὶ Λητοῦς , ἤτοι σκότους , περὶ Ἰαπε - τοῦ ἤτοι οὐρανοῦ κινήσεως ,
4125203 ἁγνη
θεοὶ ῥεῖα ζώοντες , ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν . ὣς δ
πρὸ τοῦ ἱεροῦ ὦ μεγίστη θεῶν , μέχρι μὲν νῦν ἁγνὴ μένω νομιζομένη σή , καὶ γάμον ἄχραντον Ἁβροκόμῃ τηρῶ
4117509 σωζουσα
ἡ Δίκη , καὶ ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἡ τὰς πόλεις σώζουσα ἡ κατὰ πολὺ τιμία Εὐνομία . ἕπεται γὰρ τῇ
ἐπὶ πόλεμον ὁρμῶσα . ὁ δὲ Ἀπίων ἡ τοὺς λαοὺς σώζουσα . λαρόν προσηνές , ἡδύ . εἴρηται δὲ παρὰ
4115416 καταυγαζει
: τότε γὰρ ὁ θεὸς ἥλιος ὡς ἀπὸ κέντρου πάντα καταυγάζει : ἔπειτα δὲ καὶ ἀναγωγόν ἐστι τὸ θερμὸν καὶ
τὴν Αἰθιοπίαν μέρη , θάλπει δὲ τὰ πρὸς ἡμᾶς , καταυγάζει δὲ μόνον τοὺς Ὑπερβορέους , καὶ πήττει μὲν τὸν
4112392 καταχθονιος
ἀνθρωπίνους ψυχὰς ἀπολυθείσας τοῦ σώματος ὑποδέξεται τόπος , οὐχ ὁ καταχθόνιος καὶ ἀφεγγὴς ὑποδέξεται τὴν ἐμήν , ἐν ᾧ φασι
τοῦτο διὰ μέσου εἴρηται . . Τιτανὶς Θέμις ] ἡ καταχθόνιος δαίμων . . ὅπως δὲ χὤπη ] ὅπως δὲ
4109392 γην
αὐτοῦ εἰς αὑτὸ συστελλόμενον γῆ γίγνεται , ἔπειτα ἀναχαλωμένην τὴν γῆν ὑπὸ τοῦ πυρὸς φύσει ὕδωρ ἀποτελεῖσθαι , ἀναθυμιώμενον δὲ
πλεονεκτοῦσι τῇ δυνάμει , οἷον πέπονθε τὸ πῦρ πρὸς τὴν γῆν ἐν τοῖς τῶν ζώων σώμασιν : ἡ μὲν γὰρ
4107878 ὑψηλη
Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε
ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ
4106011 πηγην
πλάτανον φυτεῦσαι λέγοντες : ἐφ ' ἡμῶν δὲ καὶ τὴν πηγὴν κατὰ ταὐτὰ τῇ πλατάνῳ καλοῦσι Μενελαΐδα . εἰ δὲ
καὶ ἔργοις καινοῖς κατακοσμεῖν τὴν πόλιν . Ὁ Κλαύδιος γοῦν πηγὴν ὠχέτευσεν εἰς τὴν Ῥώμην , ἥτις αὐτῷ μέχρι νῦν
4101878 ἱδρυμενη
αὐτὴ γὰρ ἡ Κρῖσα τῆς Φωκίδος ἐστὶν ἐπ ' αὐτῆς ἱδρυμένη τῆς θαλάττης καὶ Κίρρα καὶ Ἀντικύρα καὶ τὰ ὑπὲρ
τῷ Ἀμανῷ , καὶ ἡ Ῥωσὸς μεταξὺ Ἰσσοῦ καὶ Σελευκείας ἱδρυμένη . ἐκαλεῖτο δ ' ἡ Σελεύκεια πρότερον Ὕδατος ποταμοί
4098990 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
4092693 Περσεφονης
ἀγκάλαις τῆς Ἀφροδίτης , ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς Περσεφόνης . τοῦτο δὲ τὸ λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστιν ἀληθῶς :
. μηνίσασα : ὀργισθεῖσα . Δημήτηρ : ἡ μήτηρ τῆς Περσεφόνης . ἀμάθυνεν : ἠφάνισεν . ἐπεμβαίνουσα : τύπτουσα .
4092361 Ἰησου
μοι ἐμφύει ψυχᾷ ῥυπαρᾷ : δὸς δὲ ἰδέσθαι , σῶτερ Ἰησοῦ , ζαθέαν αἴγλαν σάν : ἔνθα φανεὶς μέλψω ἀοιδὰν
δὲ ἐχαρίσω πνευματικὴν τροφὴν καὶ ποτὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου . Πρὸ πάντων εὐχαριστοῦμέν σοι ,
4091227 λειμωνας
δυσὶ θεαῖς καὶ τὴν Κόρην λαχεῖν τοὺς περὶ τὴν Ἔνναν λειμῶνας , πηγὴν δὲ μεγάλην αὐτῆι καθιερωθῆναι ἐν τῆι Συρακοσίαι
τεχνικαῖς ταῖς μεταφοραῖς , σπόρον καὶ ἄλοκα λέγων . σχιστοὺς λειμῶνας . . . Ἀφροδίτης . . . . [
4084825 γενομενη
μὲν Ἄγυλλα ἐκαλεῖτο Πελασγῶν αὐτὴν κατοικούντων , ὑπὸ δὲ Τυρρηνοῖς γενομένη Καίρητα μετωνομάσθη , εὐδαίμων δ ' ἦν εἰ καί
ὅτι τῷ χρόνῳ μὴ δυνηθεῖσα διαφορηθῆναι ἡ ὕλη καὶ δριμυτέρα γενομένη κατὰ διάβρωσιν ἐποίησε ῥῆξιν , ἢ ἐκ τῆς φύσεως
4079537 κατεχουσα
τῆς Ἀθηνᾶς τὴν νίκην , ἐν ταῖς ἀθανάταις αὐτῆς χερσὶ κατέχουσα τὴν νίκην . . Τὸ ΔΙΟΓΝΗΤΟΣ συγκοπὴν ἔχει ἀπὸ
διὰ πλημμελῆ βλάβην τῆς καθεκτικῆς δυνάμεως , πλέον τοῦ δέοντος κατέχουσα : τὸ τηνικαῦτα γὰρ ἀναδίδοται τὸ ὑγρὸν καὶ κερδαίνει
4078307 χαλεπη
ἴσως δεήσει πορεύεσθαι , ποία τίς ἐστιν , τραχεῖα καὶ χαλεπή , ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος . καὶ δὴ καὶ
ἀσυμμετρίαν τε καὶ ἀνεπιτηδειότητα : οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ ἡμῶν χαλεπή ἐστιν ἡ περὶ τῆς ἀληθείας θεωρία διὰ τὴν ἡμῶν
4066365 ὑποδεξαι
τις τοὺς συμβιώτας καὶ φράτορας αὐτοῦ ἐπιστάντας αἰφνίδιον λέγειν αὐτῷ ὑπόδεξαι ἡμᾶς καὶ δείπνισον , αὐτὸς δὲ λέγειν ὡς τὸν
μητέρα . νδʹ . Εἰ κἀμὲ φεύγεις , ἀλλ ' ὑπόδεξαι κἂν τὰ ῥόδα ἀντ ' ἐμοῦ , καί σου
4064006 βαθεια
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ

Back