ἑαυτῷ εἰς διατροφήν ; „ ὁ δὲ τέττιξ πρὸς αὐτὸν ἀντέφησεν ὡς ” τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην .
καὶ διαβαστῶντές σε . „ ἡ δὲ γαστὴρ τοῖς ποσὶν ἀντέφησεν ὡς ” εἰ μὴ ἐγὼ τὰς βρώσεις ἐδεχόμην ,
4757934 διαφυγουσα
οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον οὐκ ἐμπεσεῖται . Εἴρηται δὲ ἡ
ἐγὼ ἐραστὴς μέν εἰμι ἀεί , πολλάκις δέ με ἤδη διαφυγοῦσα ἔρημον καὶ ἄπορον κατέστησεν . Τίς αὕτη ; λεγέσθω
4577598 κυριε
λαλεῖ ἐὰν μὴ ἐπερωτηθῇ . Πῶς οὖν , φημί , κύριε , ἄνθρωπος γνώσεται τίς αὐτῶν προφήτης καὶ τίς ψευδοπροφήτης
κύων ἔφη πρὸς τὸν λύκον οὕτως : Μηδαμῶς , ὦ κύριε , κατεστιάσῃ : πτωχὸς γάρ εἰμι τὰ νῦν καὶ
4473763 ἀλωπηξ
αὐτούς . ἄλλως : τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ ' αἴθων ἀλώπηξ : τούτοις ὑπακουστέον ὅτι οὐδὲ οἱ Λοκροὶ τὸ συγγενικὸν
ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς . ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο αὐτοὺς πεπτωκότας , τὸ δὲ
4306737 εἰθε
τὸν ἀγῶνα ὑμεῖς , ἐμοὶ παραλειπτέον ἐστὶν ἀδικουμένῳ . ὡς εἴθε καὶ τῶν ἄλλων ἀνεκόπησαν τότε αἱ τόλμαι εὐθὺς ἀρξαμένων
ἐπικαθήμενος , μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν μελισσῶν . εἴθε φαύλως : εἴθε ἐκ τοῦ ῥᾴστου καὶ οὕτως εὐχεροῦς : ἐπεὶ μηδὲ
4250833 ἐασητε
ποιεῖν , ἐὰν βασιλέα καὶ φρουρὰν εἰς τὴν πόλιν εἰσελθεῖν ἐάσητε . ὡς δὲ κινουμένους καὶ προσέχοντας εἶδε πολλοὺς καὶ
τῶν ὅρκων κρείττων γέγονεν . μὴ τοίνυν μηδὲ νῦν τοῦτον ἐάσητε . ὅτι γὰρ ταῦτα φυλάττοισθ ' ἂν εἰκότως μᾶλλον
4244453 λαθῃ
λυομένου τοῦ βρόχου : προσέχειν δὲ τὸν νοῦν ὡς μὴ λάθῃ σαπὲν τὸ λίνον , ἀλλὰ διὰ τρίτης αὐτὸ ἀλλάττειν
οὕνεκα σμικρᾶς πνοῆς , ὅ ἐστιν : ὅπως μὴ ἀποψύξας λάθῃ με , φυλάττω : νεκρὸς γὰρ οὗτος : ἕνεκα
4179042 φριττει
δὲ ἄρα ῥίζας θανατηφόρους . ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ
φύγοι τὸν μέτριον ; τίς δὲ οὐχὶ καὶ φιλεῖ καὶ φρίττει τὴν ῥώμην τοῦ πάντα μὲν ταύτης ἀκριβῶς ἀναπλήσαντος ,
4160195 ἀπολεσῃς
ἀψύχως ἐπὶ θάνατον ἔσπευσας , ἵνα κρεμάμενος τὸ ἡδὺ ζῆν ἀπολέσῃς ; μετανόησον , δέσποτα . “ Ξάνθος : ”
χρήσῃ τῇ τέχνῃ , τὸν τῆς τέχνης καιρὸν δ ' ἀπολέσῃς , παραπόλωλεν ἡ τέχνη . ἄνθρωπε , μέγας εἶ
4136483 φαγων
δοθῆναι κιτρίον τῷ δ ' οὔ . καὶ ὁ μὲν φαγὼν δηχθεὶς οὐδὲν ἔπαθεν , ὁ δὲ παραυτίκα πληγεὶς ἀπέθανε
πεπανθῶσιν : μεθ ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν
4113439 στηθι
ἀδικοῦμεν εὐποροῦντες , μενέτω βέβαια τὰ τῆς Τύχης , καὶ στῆθι μετὰ φίλων καὶ νόμων . Ἐγώ σε οἶδα μεγάλων
δὲ κόσμος τοῦτ ' ἐστί μοι . Χρυσοῦς ἐν Ὀλυμπίοις στῆθι : ἤγουν ἐν ταῖς πανηγύρεσι λευχειμόνει . Χύτραις λημᾶν
4110935 ἀκρεμονα
προσενεγκόντος , ἐξαίφνης ἀνακαίεται καὶ περισχεθεὶς ὅλος ἐκ ῥίζης εἰς ἀκρέμονα πολλῇ φλογὶ καθάπερ ἀπό τινος πηγῆς ἀνομβρούσης διέμενε σῷος
, οὕτω . τὴν εὐθὺς αὐξανομένην πρώτην κληματίδα , ἤτοι ἀκρέμονα τῆς κολοκύντης , ἢ τοῦ σικύου , κατόρυξον εἰς
4067684 ἀπηγξω
, ἐπιλέγοντες , Τάδε Μῆδος οὐ φυλάξει . Τί οὐκ ἀπήγξω , ἵνα Θήβησιν ἥρως γένῃ : ταύτης Πλάτων ἐν
τοῦ τὸ γῆρας ἐκδύσασθαι εἰς τέττιγα μετέβαλεν . τί οὐκ ἀπήγξω , ἵνα Θήβησιν ἥρως γένῃ ; κέχρηται αὐτῇ Πλάτων
4054030 δεσποτα
, ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ
. Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν
4047273 ἐμμενεις
. τὸ δὲ φρουρήσεις ἀντὶ τοῦ φυλάξεις καὶ περὶ αὐτὴν ἐμμενεῖς . ὃ γάρ τις φρουρεῖ , τοῦτο καὶ οἰκεῖ
ἂν πόλις ἀρέσκοι ἄνευ νόμων ; νῦν δὲ δὴ οὐκ ἐμμενεῖς τοῖς ὡμολογημένοις ; ἐὰν ἡμῖν γε πείθῃ , ὦ
4025625 ὀνος
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας
4016831 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
4012414 εἰπῃς
κακότητας φαρμακίδων ἀλόχων καὶ βάσκανα φῦλ ' ἀνθρώπων . ἢν εἴπῃς παρ ' ὅτῳ κεῖται , δώσω σοι χρυσέους δέκα
οἴεται , οἰκεῖα λογιζόμενος τὰ πάθη . εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι
3987262 ἀναβλεψας
σε ὁ Ἁβραὰμ ποιῆσαι αὐτῷ , ποίησον . καὶ πάλιν ἀναβλέψας Ἁβραὰμ , εἶδεν ἄλλους ἀνθρώπους καταλαλοῦντας ἑταίρους , καὶ
εἰς τὸν τόπον ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ θεός : καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν τόπον μακρόθεν „ . ὁ
3973054 κυνηγετου
, σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου ζητητὴς θηρίων , πολέμιος θηρίων , ἐχθρός ἀντίπαλος ,
ὁμώνυμον . ἰχνευτής , ἀρκυωρός , σκοπιωρούμενος . σκευὴ δὲ κυνηγέτου χιτὼν εὐσταλὴς ἔσται , πρὸς τὴν ἰγνύαν καθήκων ,
3949079 κατατιθεται
ἐκ τούτου Ἀκρίσιος ἀποθνήσκει αὐτοῦ ἐν Λαρίσσῃ : καὶ αὐτὸν κατατίθεται Περσεὺς καὶ οἱ Λαρισσαῖοι πρόσθεν τῆς πόλεως , καὶ
οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀνορύξας γῆν , ἐκεῖ κατατίθεται τὰ γεννώμενα : ὅπερ ἐπιγνόντες ἄνθρωποι , τῷ τόπῳ
3926915 καταδυς
ὑπ ' αἰσχύνης τῶν ὑπὸ Δημοσθένους εἰρημένων . . οὐ καταδὺς ] τοῦτο ἀπὸ Δημοσθένους ὡς εἰπόντος , καὶ ταῦτα
ληροῦντα , ὡς τὸ εἰκός , καὶ σὲ ὁμολογοῦντα , καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων . ἀλλ ' ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι
3924314 ἑωρακεν
δὲ τὴν μὲν τόλμαν εἴργασται , τὸ δὲ ἔργον οὐχ ἑώρακεν , πλὴν ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς Γοργόνος τὴν εἰκόνα
: ἀναίσχυντά ἐστιν , ἀλλὰ καὶ κρύπτειν οὐδὲν δυνάμενα ὧν ἑώρακεν ἅπαξ . οὐκ ἀφέστηκεν οὖν μου τῆς ψυχῆς λέγοντα
3898064 ἀκουσῃ
Φαίδρας λεγόμενον : πρὸς τὰς τοῦ χοροῦ , ἵνα μὴ ἀκούσῃ ὁ Ἱππόλυτος ἔσωθεν : τὸ προοίμιόν σου τῶν λόγων
διὰ τοῦτο χαλεπῶς μοι ἔχειν : ἥντινα δέ , αὖθις ἀκούσῃ . Ἀλλ ' οὐκ ἀνέξομαι . Τό γε τῆς
3881234 συ
ὑπουργῆσαί με χρή ; χαῖρ ' : ἄξιος γὰρ καὶ σὺ καὶ πόλις σέθεν . ἔσται τάδ ' : ἀλλὰ
ἐχθροῦ ἰδίου ἕνεκα ἀποθανεῖν ὡς παρὰ βασιλέως πλέοντα ἠξίουν . σὺ δέ , ὅπερ ἦν , ἀπιστήσας αὐτοῖς ἔτι καὶ
3879428 ἀλεκτρυων
ἔχει πρὸς τὴν ὀσφὺν τοὺς ὄρχεις , καθάπερ τῶν διπόδων ἀλεκτρυών , τῶν δὲ τετραπόδων σαῦρος . τὰ μακροσκελῆ ζῷα
δὲ ζῷα ἀνθρώπων ἠράσθη : Σεκούνδου μέν τινος βασιλικοῦ οἰνοχόου ἀλεκτρυών : ἐκαλεῖτο δὲ ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν Κένταυρος , ὁ
3861740 ἀκουσῃς
, ἢν τὸ μετὰ τοῦτο ἐθελήσῃς αὐτὸς ἐμμένειν οἷς ἂν ἀκούσῃς παρ ' ἡμῶν καὶ φιλοπόνως αὐτὰ μελετᾶν καὶ προθύμως
οἰχομένοιο , ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν , ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός , ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι
3861668 γλυκερα
τῆς κατὰ τὴν φυγὴν συμφορᾶς γλυκὺ λύτρον ἵσταται . τουτέστι γλυκερὰ νόσος ἵσταται . ἄλλως : λυτήριον τῆς φυγῆς τῆς
? δυσα ? [ ] ! [ ] ς αὔχα γλυκερὰ ] σα ἰδίως ἀν [ ] τις ? ἐλπὶς
3856415 τἀνθρωπεια
ἀποκρίναιτ ' ἄν τις οἰκείως ” οὐδαμοῦ ” , τῷ τἀνθρώπεια πάντα ἐν ὁμοίῳ μὴ μένειν , ἀλλὰ κινεῖσθαι καὶ
περὶ αὐτῶν καὶ τάδε , ἆρ ' , ὥσπερ οἱ τἀνθρώπεια μανθάνοντες ἡγοῦνται τοῦθ ' ὅ τι ἂν μάθωσιν ἑαυτοῖς
3852957 ὀψει
δέ σοι Πρισκιανὸς παρεστήξει πατρὶ βοηθῶν τε καὶ συγχαίρων . ὄψει δὲ καὶ σὺ τοῦτον ὁπόσα λέγοι νικῶντα . πρέπουσά
τὰ ἔμβρυα τῶν ζώων . εἰ δὲ ἐν τῇ ὥρᾳ ὄψει τοῦτό γε κάλλιστον , οὐδὲν σημεῖον , ἐπεὶ καὶ
3833535 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
3832770 Μη
Γαλάτεια , τὸν Σικελὸν τοῦτον ποιμένα φασὶν ἐπιμεμηνέναι σοί . Μὴ σκῶπτε , Δωρί : Ποσειδῶνος γὰρ υἱός ἐστιν ,
φάρμακον . . . Καὶ ἀλλαχοῦ φησὶν ἡ Μαρία : Μὴ θέλε ψαύειν χειροῖν : οὐκ εἶ γένους Ἀβραμιαίου :
3830666 ἀφες
διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί
τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ
3829241 βυθωι
εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην : οὕτω καὶ ἡμεῖς ζῶντες σὲ τὸν θανόντα
ἐν οὐρανῶι ἐστι καὶ ἐν γαίηι πολυκάρπωι ἐν πόντου τε βυθῶι , σεμνὴ Βάκχοιο πάρεδρε , τερπομένη θαλίαισι , γαμοστόλε
3820999 φαινεις
Ὦ Ζεῦ , τί τοῦτο , ” ἔφην , “ φαίνεις ἡμῖν τέρας ; ἀλλ ' εἰ τῷ ὄντι σὸς
περιεστώτων χάριν . Ἐκ τῶν πολεμίων εἰσάγεις θρυαλλίδα . Ἔπειτα φαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα ; Αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ
3817729 βραδειᾳ
σοι , συγχωρῆσαι καὶ τὸν κύνα περιιδεῖν ἀποτμηθέντα τὸ σκέλος βραδείᾳ τομῇ πρὶν ἀνεῖναι τὸ δῆγμα . Ἡ μὲν οὖν
παρὰ θεοῦ καὶ πατρός : καὶ γὰρ ἐγὼ τῇ ὀψὲ βραδείᾳ , ὅτε ἔνιπτον τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐν τῇ λεκάνῃ
3808544 ἱπταμαι
πτοοῦμαι , νέμω ; ἵστημι , ἵσταμαι . θέλω , ἵπταμαι , ἐντέλλομαι , θεμελιῶ ; προσλαλῶ , ἀναγκάζω ;
, τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι καὶ τοξεύω καὶ φλέγω : πῶς δυνήσῃ φυγεῖν ;
3803759 περιστελλων
πυρετοῖσιν ὑγρὴ , τουτέοισι διαφερόντως τοὺς πόδας θερμαίνων , καὶ περιστέλλων κηρώμασι , καὶ ταινιδίοισι περιελίσσων πρόσεχε , ὅκως μὴ
καταγελᾷ , οὐ διαλογίζεται τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἄδοξον τῷ ᾅδῃ περιστέλλων καὶ πέμπων . ἤτοι οὐ διανοεῖται τῷ ἅδῃ τηρῶν
3801286 βεβουλευσαι
ὑπὲρ τοῦ δήμου πεπολίτευσαι ; ἃ μὲν γὰρ ὑπὲρ σεαυτοῦ βεβούλευσαι , πάντες ὁρῶμεν . Ἐκλιπὼν μὲν τὸ ἄστυ οὐκ
λόγων ἐστὶν , ὅστις γε περὶ αὐτῶν τῶν λόγων οὕτω βεβούλευσαι ; καὶ γὰρ αὖ κἀκεῖνο οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον
3783855 ποιησω
ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά :
διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα .
3766519 ἡλιε
κοτύλῃ , χαλκῆν μυῖαν , ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε , τρυγοδίφησις , μηλολάνθη , χελιχελώνη , σκανθαρίζειν ,
. ναί , δέσποτα μακρόθυμε , πολυέλεε κύριε , νοητὲ ἥλιε , βασιλεῦ τῆς δόξης , τῶν κατ ' ἐμὲ
3755770 ἀλεκτωρ
] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν
σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει
3752519 θαρσει
μὲν ἀληθείας τότε , ἀναμιμνήσκεται δὲ ἐνθάδε ἐκείνων : καὶ θαρσεῖ μὲν τότε , σφάλλεται δὲ νῦν . Ἡ δὲ
ἀργύριον ἦι , πάντα θεῖ κἠλαύνεται . ὅ τοι κακὸς θαρσεῖ μάλ ' αὐτόθεν [ ἔπειτα φεύγει ] . γυναικάνδρεσσι
3730189 προσμενων
καὶ τὸ ῥηθὲν ἀπαγγεῖλαι τρανῶς ἐπιτήδειος : οὕτως τοῖς βασιλείοις προσμένων τὴν βασιλέως ἁπλότητα ἐθεράπευε καὶ ὅλως εἶχε τοῖς ἑαυτοῦ
ἀπιών τε ἀναπαύεο μηδὲ λιπάρεε τῇ πόσι : ἐγὼ δὲ προσμένων αὐτοῦ τῇδε πάντα τὰ ἐπιτήδεα παρέξω τοῖσι ξείνοισι .
3708489 προσμενει
, ὡς ἐὰν προσπελάσῃ ὄρνιθός τινος πτίλον , παραχρῆμα ἐκεῖ προσμένει , οἱ δὲ λοιποὶ διὰ τῶν λίνων ἤως διὰ
τεκοῦσα , καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ἦρος προσμένει , οὐδ ' ἂν πρὶν ἢ πληρωθῆναι τρεῖς μῆνας
3708155 ἀρχιστρατηγος
λείπεται τῇ ψυχῇ εἰς τὸ σώζεσθαι ; καὶ εἶπεν ὁ ἀρχιστράτηγος ὅτι Ἐὰν κτήσηται μίαν δικαιοσύνην ὑπεράνω τῶν ἁμαρτιῶν ἔρχεται
εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς ὡς νεκρὸς , ὁ δὲ ἀρχιστράτηγος εἶπεν αὐτῷ πάντα ὅσα ἤκουσεν παρὰ τοῦ ὑψίστου :
3707164 μωροτερος
ἐν τῇ Πρὸς Διόφιλον ἐπιστολῇ . Λέγεται δὲ οὕτως : μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς ἔξω τῆς οἰκίας
: παροιμία . Πολέμων λέγεσθαι ταύτην παρὰ Σικελιώταις οὕτως : μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἀνδὸν ἀφεὶς ἔξω τᾶς οἰκίας
3698967 μηδεπωποτ
κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ τῆς ἐχίδνης δηχθέντα αἰτιᾶσθαι , μηδεπώποτ ' αὐτὸς δηχθείς . ταῦτα δ ' ἄν σου
προθεσμίᾳ , τῷ κεκρίσθαι περὶ πάντων πολλάκις πρότερον , τῷ μηδεπώποτ ' ἐξελεγχθῆναι μηδὲν ὑμᾶς ἀδικῶν , τῇ πόλει δ
3698877 γενωμαι
ἀλλ ' ἵνα μὴ πολλὰ τοιαῦτα λέγων πόρρω τοῦ καιροῦ γένωμαι , παρεὶς ἅπαν τὸ μέσον καὶ προσχρησάμενος καὶ πρὸς
ἀγωνίων θεῶν , λευκοστεφεῖς ἔχουσα νεοδρέπτους κλάδους ; ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει . πότερα κατ ' ἔχθραν ,
3691943 ἰδετω
ἐπὶ τὸ ἀρχέτυπον αὐτοῦ καὶ τὸ ἀληθινώτερον ἀναβὰς κἀκεῖ πάντα ἰδέτω νοητὰ καὶ παρ ' αὐτῷ ἀίδια ἐν οἰκείᾳ συνέσει
καὶ διὰ τούτου τὸν θεὸν αὐτόν , ζήσεται : μόνον ἰδέτω καὶ κατανοησάτω . οὐχ ὁρᾷς ὅτι καὶ ἡ ἄρχουσα
3688043 μισησῃς
μνησικακίαν ἐμβαλεῖν . μνησικακήσῃς ] ἔχθραν ποιήσας ἢ μισήσας , μισήσῃς . ἐνεοττοτροφήθης ] ἀνετράφης δίκην νεοττῶν , νέος ὡς
ἠγήσει τὸν βίον σαυτῷ . ὅρα μὴ αὐτὴν τὴν παῖδα μισήσῃς , ὅταν δι ' αὐτὴν διαφθαρῇ πασσυδὶ τὸ στρατόπεδον
3672880 ἐπαναξω
μάθε ὅτι Ἀντιφάνης μὲν ἐν Ἁρπαζομένῃ οὕτως ὠνόμασε : λαβὼν ἐπανάξω σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νυκτὸς αὐτῆς καὶ λέοντα
[ ] γέγονε [ [ παῖ παῖδες [ ] : ἐπανάξω [ ] ? : ψοφεῖ ? [ ] αὐτῶν
3672474 λαλει
ποτὶ φῶτα κακόν . πιστὸν γὰρ οὐδὲν γλῶσσα διὰ στόματος λαλεῖ διχόμυθον ἔχουσα καρδίῃ νόημα . ἐποίησε δὲ καὶ ἐλεγεῖα
, πωλῶ τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ καὶ πτάρνυται ἕκαστος ἡμῶν , οὐχὶ τοῖς ἐν τῇ
3662446 τραγῳδει
ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐάσθωσαν : οὐδὲ γὰρ εἴ τινα Σοφοκλῆς τραγῳδεῖ περὶ τῆς Ὠρειθυίας λέγων ὡς ἀναρπαγεῖσα ὑπὸ Βορέου κομισθείη
εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ κόμιζε : τραγῳδεῖ ὁ Ἐτεοκλῆς : δεῖ νοεῖν , ὅτι τοῦ χοροῦ
3660843 σημερον
ἄλλοτε ἄλλως ἔχον οὐχ ὑποπίπτει ἀκριβεῖ γνώσει , ἀλλὰ τυχὸν σήμερον μὲν τοιῶσδε γινώσκεται αὔριον δὲ τοιῶσδε διὰ τὸ ἄλλως
εἰ μὴ γὰρ ἐσπούδαζεν , οὐκ ἂν ἀπέστειλέ με ὄρθρου σήμερον . Ἀναστὰς οὖν πορεύσομαι τῷ καύματι : οὐ γὰρ
3655527 οὐρανιᾳ
τὰς κράσεις τὰς φυσικάς . Ἡ σοφὴ ψυχὴ συνεργεῖ τῇ οὐρανίᾳ ἐνεργείᾳ ὥσπερ ὁ ἄριστος γεωργὸς συνεργεῖ τῇ φύσει διὰ
. ὁ γοῦν Περσεὺς ἤτοι ὁ ἥλιος οὕτω κινούμενος τῇ οὐρανίᾳ φορᾷ τὴν Σθενὼ μὲν καὶ τὴν Εὐρυάλειαν ἤτοι τὸ
3654012 πιστευσῃς
τῇ γυναικί θ οὐκ ἔχεις ἱερατεῦσαι ι οὐ καταλαμβάνῃ ἐὰν πιστεύσῃς α πρεσβεύεις καὶ κινδυνεύεις β ἐὰν πλεύσῃς , ναυαγήσεις
τὰ δίκαια καὶ συμφέροντά ἐστιν , ἄλλῳ γε λέγοντι μὴ πιστεύσῃς . Οὔτοι , ἀλλ ' ἀποκριτέον : καὶ γὰρ
3646372 πλεκουσα
ἐπὶ τὰ πρῶτα γένη , καὶ τὰ ἐκ τούτων νοερῶς πλέκουσα , ἕως ἂν διέλθῃ πᾶν τὸ νοητόν , καὶ
καὶ τοῦτο ὑμεῖς ἰδεῖν ὑπεμείνατε ; ἡ τοὺς στεφάνους ὑμῖν πλέκουσα , ἡ σπένδουσα τοῦ πρώτου γάλακτος , ἧς καὶ
3641318 σεαυτον
ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , μή σε λαβοῦσα κακόν τι
κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ πῖνε καὶ συνουσίαζε καὶ ἀφόδευε καὶ
3637310 ἐξεχυθη
ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν : καὶ τῶν παρόντων δ ' ἅθρους ἐξεχύθη γέλως καὶ διαγωγὴ πλείων ἐνέπεσεν καὶ διατριβή , ὥστε
, οὐκ ἂν τοσούτων συμφορῶν κῦμα ἐπέκλυσε καὶ δίκην κατακλυσμοῦ ἐξεχύθη καὶ ἐπλημμύρησε καὶ ἡμᾶς κατεπόντωσεν . τὸ δὲ δὴ
3636569 βαρυσταθμα
ὡς ἀμφοτέρων ἡμῶν πρὶν ἦν τὰ πράγματ ' οἰσυπηρὰ καὶ βαρύσταθμα . ἰώ , Λακεδαῖμον , τί ἄρα πείσῃ τημέρα
ὅτι τάδε τὰ ὕδατα βαρύσταθμα , ἀλλὰ καὶ ὅτι τὰ βαρύσταθμα φαῦλα : δεῖται ἄρα ἡ μερικὴ φρόνησις τῆς καθόλου
3633192 πεπαυσαι
παῦσαι μὲν τῆς πρὸς τὸν κύνα συνηθείας , εἰ μὴ πέπαυσαι : παῦσαι δὲ τοῦ πειρᾶσθαί με ἐνθένδε κινεῖν .
τοὺς σοὺς ἔρωτας , οἷς πλατὺς εὑρέθης σκοπός , ὅτι πέπαυσαι διηγούμενος : καί σε πρὸς αὐτῆς ἀντιβολοῦμεν Ἀφροδίτης ,
3632817 πτηξαι
γιγνώσκων καὶ παραστάτην ἔχων τὸν ἑαυτοῦ νοῦν μήτ ' ἂν πτῆξαί τι ὧν οἱ πολλοί , μήτ ' ἂν θαρσῆσαί
γιγνώσκων καὶ παραστάτην ἔχων τὸν ἑαυτοῦ νοῦν μήτ ' ἂν πτῆξαί τι ὧν οἱ πολλοί , μήτ ' ἂν θαρσῆσαί
3632375 δεδησεται
δὲ τὸ δυσέκπλυτον . δέκετες Ἀττικοί , δεκάετες Ἕλληνες . δεδήσεται Ἀττικοί , δεθήσεται Ἕλληνες . διαβιβῶ Ἀττικοί , διαβιβάσω
τὸ δεῖνα , ὅπως ἀσφαλῶς Ἀμέλει , πρὸς τὸν ἱστὸν δεδήσεται . Καὶ μὴν ἐν τῇ προεδρίᾳ καθέζεσθαί με δεῖ
3631891 δακρυρροει
ἄλλοι γύαλα λεύσσοντες θεοῦ χαίρουσιν , ἐνταῦθ ' ὄμμα σὸν δακρυρροεῖ ; ὦ ξένε , τὸ μὲν σὸν οὐκ ἀπαιδεύτως
οὔτ ' ἐλάσσονα , ἀλλ ' αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος δακρυρροεῖ δύστηνος , ἐξ ὅτου πάτραν διήνεμον λέλοιπεν . Ἡ
3631087 παραπολωλεν
τέχνῃ , τὸν τῆς τύχης καιρὸν δ ' ἀπολέσῃς , παραπόλωλεν ἡ τέχνη . ἄνθρωπε , μέγας εἶ . τουτονὶ
δίκην ἐξούλης ὑπομένει φεύγειν . οὐκοῦν ὁ μὲν ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν , ὁ δ ' οὐδ ' ὁτιοῦν πέπονθεν ,
3630974 φονευσω
οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω . Πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν , καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ
Ὅμηρος [ . Α , ] νῦν ὕστατα λωβήσαιο . φονεύσω γάρ σε . σὸν ἔργον ὦ ' χελῶε :
3621376 φιλημα
τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα ἀλλοτριούμενον . “ Οὗ τί γάρ , ” ἔφην
Ἰνδῶν κρατήσας τὴν κεφαλὴν τοῦ πρεσβευτοῦ Ῥωμαίων , δεδωκὼς εἰρήνης φίλημα , ἀπέλυσεν ἐν πολλῇ θεραπείᾳ . Κατέπεμψε γὰρ καὶ
3620624 σῃ
ἔργον ἐργασάμεναι οὐδ ' ἐλάττονος ἄξιον εὐφημίας τῶν ἐν τῇ σῇ πόλει τρεφομένων γυναικῶν , ἃς σὺ κελεύεις μετὰ τῶν
ὕπνῳ , ὥστε δόξει ἐμὲ ὁρέων σὲ εἶναι , τῇ σῇ ἐσθῆτι τεκμαιρόμενον . Εἰ δὲ ἐμὲ μὲν ἐν οὐδενὶ
3613321 σκανδικας
ἐν τοῖς Ἱππεῦσι δεδήλωται ὅτι ἡ μήτηρ Εὐριπίδου πωλεῖν ἐλέγετο σκάνδικας . θηλυκῶς δὲ ἡ σκάνδιξ ἔλεγον . ἔστι δὲ
παρέρχεσθαι αὐτὸν συχνοὺς ἐπαγόμενον μαθητάς , Μητροκλέα δὲ τὸν κυνικὸν σκάνδικας πλύνοντα εἰπεῖν , “ σὺ ὁ σοφιστὴς οὐκ ἂν
3613173 τρεμει
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ '
3607854 ἰδη
καὶ πάντα τὰ ὄρη τῇ Ἴδης προσηγορίᾳ καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ ἴδη ἡ βοτάνη ἢ ἀπὸ τοῦ ἰδεῖν καὶ θεάσασθαι :
πάλιν φέρε τὸ σκιάδειον , ἵνα με κἂν ὁ Ζεὺς ἴδη ἄνωθεν , ἀκολουθεῖν δοκῶ κανηφόρῳ . Καὶ τὸν δίφρον
3606483 φης
οὐ γάρ ἐστι ταῦτα αἰσχρὰ οὐδ ' ἐλευθέροις , ὡς φής , ὕποπτα , καλὰ δὲ καὶ οἷα ὅπλα εἶναι
δ ' ἐν τῷ τῆς νουθεσίας ὀνόματι πάντα ταῦτα εἶναι φής , καὶ ἀποτυμπανίσας τὸν ἄνθρωπον εἰς ταὐτό μοι δοκεῖς
3606230 βελτιστε
ἐπῄνεσε . τί οὖν οὐ καὶ τοὺς Ἡρακλείδας , ὦ βέλτιστε , ᾐτιάσω , διότι οὐ κατὰ γῆν εἰς Πελοπόννησον
, μὴ πρῶτον μὲν εἴπῃ τί δέ σοι μέλει , βέλτιστε ; κύριός μου εἶ ; εἶτ ' ἂν ἐπιμείνῃς
3600420 ἐπαρδων
τε φυτεύει τῷ φυτῷ τούτῳ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν , Ἀττικὰ ἐπάρδων τὰ νάματα . . . Ἀεὶ δὲ τὰ καλὰ
ἐξ ὅσου τὴν ἁλουργίδα ἐνήψατο , οὐ λήγει ἐποχετεύων καὶ ἐπάρδων τοὺς ὑπηκόους . αἵματος δὲ οὐκ ἔνι πίθος αὐτῷ
3597400 ἀγωνισαι
. ἀλλ ' ἐμέ τ ' ἀκροατὴν ἔχεις τουτονὶ καὶ ἀγώνισαι πάσῃ προθυμίᾳ : δυνάμεως δὲ μελήσει τῷ θεῷ .
κληρονομεῖς τὴν γυναῖκα ι εἰπὲ τὴν δίκην . νικᾷς . ἀγώνισαι α οὐ κληρονομεῖς τὴν μητέρα β οὐ κληρονομεῖς τὸν
3596764 γευειν
. Λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ μάγων . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ
ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκιδεῖς ἐπὶ φιλαργυρίᾳ ἐκωμῳδοῦντο . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται , οἱ
3593290 γενοιμην
δέ φασι : τὴν Ἀδράστειαν ? [ σέβω ἐπὶ Διομνήστωι γενοίμην νυμφίωι [ ὁμολογουμένην ἀτυχίαν . τα ! [ ἠδικημένος
κωμῳδίας ποιητής , πρεσβύτερος Ἀριστοφάνους , τῶν εὐδοκίμων ἄγαν . γενοίμην οὖν , φησίν , εἰς τὴν οἰκίαν Κρατίνου κῴδιον
3589595 ὑπαρχεις
ἕδνα ἕεδνα . ἴσχεο νῦν : ἐπίσχες , ὅστις ποτὲ ὑπάρχεις : πειθαρχήσομεν γὰρ οἷς λέγεις νόμοις . διὰ δὲ
τῶν φιληδούντων . ὥσπερ : Αἲξ εἰς θάλασσαν . Ἄτρωτος ὑπάρχεις ὡς ὁ Καινεύς : λέγουσι γὰρ ὅτι οὗτος ἄτρωτος
3587754 πιθηκος
ὦ Κηρυκίδη , ἀχνυμένη σκυτάλη , εἶτ ' ἐπιφέρει : πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς μοῦνος ἀν ' ἐσχατιήν . τῷ
ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τινας τύμβους , ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος . τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν ὁ πίθηκος
3586721 βασιλευ
. ὅτε καί τινος εἰπόντος μακάριοί ἐστε ὑμεῖς , ὦ βασιλεῦ , τοιούτοις χρώμενοι καὶ ὀδωδότες ἡδύ , μηδὲν τὸν
βασιλέως τούτους εὑρεῖν , ἐνταῦθα ὁ μουσικὸς εἶπεν : ὦ βασιλεῦ , τρεῖς μόνους ἀλύπους μὴ δυνάμενος ἐξευρεῖν αὐτὸς ἄχθῃ
3579213 δηλωσον
ἁμαρτίας ποινὰς ὀλέκῃ ] τιμωρίας μετὰ φθορᾶς δίδως σήμηνον ] δήλωσον , εἰπέ ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία πεπλάνημαι ]
οὖν τὴν ἀκόλαστον γλῶτταν ἀμύνου καὶ ὅ τι ποτὲ καλεῖται δήλωσον , ἵν ' , ὅταν εἰς αὐτὸν ἐγκώμια γράφωμεν
3577582 κατενεχθεισα
διὰ πλείους δὲ αἰτίας . καὶ γὰρ ἀφ ' ὕψους κατενεχθεῖσα γυνὴ καὶ ἐπὶ τὰ ἰσχία ἑδρασθεῖσα πάσχει τὸ τοιοῦτον
. ἀναιρεῖσθαι δὲ τοὺς ἀνθρώπους πάντας , ὅταν ἡ γῆ κατενεχθεῖσα εἰς τὴν θάλασσαν πηλὸς γένηται , εἶτα πάλιν ἄρχεσθαι
3575958 ἀπιστεις
ἥκω καὶ διδάσκειν σε βούλομαι ὡς σὺ ἡμῖν οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς . πρῶτον μὲν γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς
Σωκράτης , σκέψαι ἂν τῇδέ πῄ σοι σκοπουμένῳ συνδόξῃ . ἀπιστεῖς γὰρ δὴ πῶς ἡ καλουμένη μάθησις ἀνάμνησίς ἐστιν ;
3575508 σοφωτερας
Σφιγγὸς μέν τινος ἀτεχνῶς , ἔτι δὲ θειοτέρας καὶ πολὺ σοφωτέρας . , . . τοσούτῳ θεῷ καὶ νόμον ἔθεντο
ὁ μέν : ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός : σοφωτέρας διανοίας χρείαν ἔχει τὰ δὴ λεγόμενα ῥήματα : ὁ
3573074 παρεις
οἰκείων ἀδικημάτων ἐλεγχόμενοι , κολάσαι μᾶλλον ἡμᾶς ἢ παρεῖναι : παρεὶς μὲν γὰρ οὐκέτι τοῦ ἵλεω δούλους ἑαυτοῦ , γενέσεως
καὶ τὰς ἄλλας τὰς τοιαύτας κομψείας ἐῴης ἂν χαίρειν , παρεὶς ἀποκρίνασθαι τοῖς σεαυτοῦ σοφωτέροις : σὺ δὲ δεδιὼς ἄν
3569421 ἰδῃς
κάτω τὴν μήλην , ἕως ἂν προκύψῃ : ἐπὴν δὲ ἴδῃς ἐν τῷ στόματι τῆς μήτρης , ἢν μὲν μὴ
ζέον τῶν πυρετῶν . ὅταν δέ ποτε ἐπ ' αὐτῶν ἴδῃς τὰ τῆς πέψεως τῶν χυμῶν σημεῖα , καὶ μήτε
3568200 ἀλυουσα
θυμόν : Ἴσχεο κωκυτοῖο , θεὰ Θέτι , μηδ ' ἀλύουσα εἵνεκα παιδὸς ἑοῖο θεῶν μεδέοντι καὶ ἀνδρῶν σκύζεο .
τὴν πρώτην , περὶ ὑποχόνδριον : ἀσώδης , φρικώδης , ἀλύουσα , καὶ τὰς ἐχομένας οὐχ ὕπνωσεν : πνεῦμα ἀραιὸν
3567143 βαλοντι
πάντας ἀνθρώπους ὡς αὐτὸς ἀπεκτόνοι Κῦρον , Μιθριδάτηι τε τῶι βαλόντι πρώτωι Κῦρον ἐξέπεμψε δῶρα καὶ λέγειν ἐκέλευσε τοὺς διδόντας
κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοσσαβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα καὶ τάχ ' ἂν κεραυνία πέμφιξ σε
3565463 βλεπε
ὑπὸ φθοροποιοῦ μὴ θεωρῆται , ἄνεσιν . Σκεπτόμενος περὶ νοσημάτων βλέπε τόν τε ὡροσκόπον τῆς κατακλίσεως καὶ τὴν τῆς Σελήνης
ἱερωτάτη οὕτως . ἤδη ποτὲ ἄνω , μεγαλοφυέστατε παῖ , βλέπε ψυχῶν διατάξεις . τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι
3561146 ἰδουσα
, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ : ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐπιμειδιάσασα αὖθις αὖ πρόεισιν . εἰ δὲ
πρόεισιν ἐπίκλησιν ὡς ἔθος τῶν θεῶν ποιησαμένη : ἀπροόπτως δὲ ἰδοῦσα τὰς Ἐριννύας κύκλωι τοῦ Ὀρέστου καθευδούσας πάντα μηνύει τοῖς
3554321 εἰπες
, τῆς προρρηθείσης ὑφαντικῆς αὐτῷ φέροντες τὸ παράδειγμα . Καλῶς εἶπες , καὶ ποιῶμεν ἃ λέγεις . Οὐκοῦν ἀπό γε
; Ὁμολογῶ . Ἀλλὰ μὲν δὴ τούς γε πονηροὺς αὐτὸς εἶπες ὅτι καὶ σμικρὰ καὶ μεγάλα κέρδη φιλοῦσιν . Εἶπον
3553776 δειξον
Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς
εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν
3546249 ἰσχυσα
συγγνώμῃ , ὅτι θεασάμενος ὥρμησα , κατασχεῖν τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἴσχυσα , βουλεύσασθαί τι τῶν χρησίμων οὐ δεδύνημαι : εἰ
τὸ ἀπατηλὸν καὶ εὐπαράγωγον φύσει τῶν αἰσθήσεων , αἷς μόλις ἴσχυσα ἐπιβῆναι . Μῖσος μὲν δὴ τοῦ λεχθέντος δρασμοῦ γέγονεν
3542412 ἐξαψει
τὴν καρδίαν ἐκπυρώσει τὸ ἐν αὐτῇ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν καὶ ἐξάψει πυρετόν . Διὰ δὲ κίνησιν διχῶς : ἢ γὰρ
, ἐκπυρώσει τὸ ἐν αὐτῇ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν , καὶ ἐξάψει πυρετόν ; Τί ἐστι κίνησις ; ἐξάλλαξις τοῦ προϋπάρχοντος
3540502 ἀρκου
ὁ ἐπιγαμῶν τέκνοις μὴ εὐδοκιμείτω . ὅταν ἀρκῇ τέκνοις , ἀρκοῦ καὶ ἀφροδισίοις . ὠμότατος τεκνοκτόνος ὁ τὰ μηδὲν ἠδικηκότα
φύσει καὶ τῇ πρὸς τὸν ἥλιον διατάσει καὶ συμπαθείᾳ μὴ ἀρκοῦ μηδὲ ἐπίμενε μόνῳ τούτῳ , ἀλλὰ τὴν διάνοιαν μεταβίβαζε
3539272 κυνι
: ἐγώ εἰμι ἡ ἐν τῷ ἄστρῳ τῷ ἐν τῷ κυνὶ ἐπιτέλλουσα : ἐμοὶ Βούβαστος ἡ πόλις ᾠκοδομήθη . χαῖρε
τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων , οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ
3536197 ζῃ
γὰρ , φησὶ , τῷ δὲ προσδοκᾶν αὑτὴν ἀποθανεῖν οὐ ζῇ : ἕως οὗ συμβῇ , ὑπέρθου τὰ δάκρυα :
: κέντρον , τὸ βέλος τῆς τρυγόνος καὶ αὐτῆς : ζῇ γὰρ ἀποθανούσης καὶ ἀκαταπόνητον δύναμιν ἐνδύεται , ἔχει .
3529446 ἐασῃς
, μηδέποτε ἐπιδῷς τὴν φαντασίαν εἰς ἅπαν μηδὲ τὴν διάχυσιν ἐάσῃς προελθεῖν ἐφ ' ὅσον αὐτὴ θέλει , ἀλλ '
: εἰ δὲ εὔπνοιαν ποιῆσαι θέλεις τῇ κεφαλῇ , μὴ ἐάσῃς πολλὰς τρίχας : εἰ δὲ πλήττεταί σοι ἐκ τοῦ
3527695 ἐπιλαθῃ
” . πότε οὖν οὐκ ἐπιλήσῃ θεοῦ ; ὅταν μὴ ἐπιλάθῃ σεαυτοῦ : μεμνημένος γὰρ τῆς ἰδίου περὶ πάντα οὐδενείας
ἵνα τούτῳ σαφῶς πάντα εἴπῃς : ἐὰν δέ τι αὐτῶν ἐπιλάθῃ , αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον . Ἀλλὰ
3525203 τυχῃς
καῦσαι αὐτοῦ τὸν σπλῆνα ὡς τὸν πρόσθεν , καὶ ἢν τύχῃς καύσας , ὑγιέα ποιήσεις . Ἄλλη νόσος σπληνός :
, καῦσαι τὰ στήθεα καὶ τὸ μετάφρενον : ἢν γὰρ τύχῃς καύσας , ἡ αὐτὴ ἂν ὠφελείη γένοιτο . Ἡ

Back