| ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα | ||
| θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον |
| . οὐδὲν οὖν αὐτῆς ἐστι κρεῖττον . “ οἱ δὲ σχολαστικοὶ εἶπον ” καλῶς λέγει , οὐδὲν κρεῖττον γλώσσης . | ||
| ” πάντα . “ Αἴσωπος ἑστὼς ἐγέλασεν . οἱ δὲ σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ |
| οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ | ||
| σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός |
| : καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν . Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα | ||
| εἰς γῆν , ἀποβὰς τοῦ σκάφους καὶ τῷ σώματι περιχυθεὶς ἔκλαον : “ Νῦν μοι , Λευκίππη , τέθνηκας ἀληθῶς |
| ' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν | ||
| χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς |
| κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον | ||
| λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ |
| τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
| μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
| εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
| μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
| ὀλισθάνει θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός εἰ δείν ' ἔδρασας , δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ οἱ γὰρ γύνανδροι | ||
| ἔγωγε δέδοικα μὴ τοῦ πράγματος ἁπτόμενος Ἀκεσίας γένωμαι . Οἷον ἔδρασας , Ἀνδρόνικε ; σοὶ μὲν ἐγὼ γέγραφα , σὺ |
| Ξάνθος εἶπεν “ κυρά , σὺ ὑποκρίνου . ἄγε , Αἴσωπε , κληματίδας εἰσένεγκε εἰς τὸ μέσον καὶ ποίησον πυράν | ||
| τοῦ Ξάνθου λέγει “ πάντα σῶά ἐστιν καὶ ὑγιῆ , Αἴσωπε . ταῦτα ἐμοὶ ὁ δεσπότης ἔπεμψεν ; ” Αἴσωπος |
| νύξ . εἶτα ἀπὸ τοῦ παρελθόντος προτρέψῃ χρόνου λέγων : ἀναμνήσθητι τῆς μνηστείας , ἐν ὅσῳ χρόνῳ γέγονεν , ἐν | ||
| συγχωρεῖς , ἄθρει . Ἀλλὰ συγχωρῶ . Τὸν τοίνυν δημοτικὸν ἀναμνήσθητι οἷον ἔφαμεν εἶναι . ἦν δέ που γεγονὼς ἐκ |
| δεξιὰν αὐτοῦ εἶπεν : Ὦ μέγα ἀγαθὸν σὺ τοῖς φίλοις Κῦρε , ὡς πολλήν με τοῖς θεοῖς ποιεῖς χάριν ὀφείλειν | ||
| τῆς ἐκ λόγων ἐπικουρίας . Ὅτε πρῶτον ἡμῖν , ὦ Κῦρε , φοιτήσας ἄγγελος ἐμήνυσεν ἥκειν , ἡγησάμεθά σε μουσικὸν |
| δῆμος ἀπὸ μιᾶς γλώττης πρὸς τὸν Ξάνθον ἐβόων : „ ἐλευθέρωσον Αἴσωπον , ὑπάκουσον Σαμίοις . χάρισαι τὴν ἐλευ - | ||
| ἐλευθέρου . ἐπιρρύου ] φύλαττε . Ξ ἐπιρρύου ] + ἐλευθέρωσον τοῦ κινδύνου . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . ἡμέτερον |
| γεννηθέντες τῶν Ἑλλήνων δοῦλοι καθεστήκατε . ” ταῦτα εἰπὼν ὁ Αἴσωπος περὶ ἐκδημίαν ἐγένετο . οἱ δὲ Δελφοί , λογισάμενοι | ||
| . ὁ δὲ Ξάνθος λέγει “ λύσατε αὐτόν . ” Αἴσωπος λέγει “ οὐ βούλομαι λυθῆναι . ” Ξάνθος : |
| ἄλλα δύο τῶν ἄλλων χωρὶς οὐδὲν κωλύει συνίστασθαι , δύστηνον ἐλέησον . Ἑτέρα δέ , ὅτι τὰ ἄλλα ἐξ αὐτῶν | ||
| κατοικτειράτω . Γ ἐλεήσαις ] ⌈ λέγει τὸ Γ * ἐλέησον Γ ἢ ἀπόλυσον . Γ χοιριδίοις : ἴσως , |
| τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν | ||
| ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ |
| οὐκ ἐλεύθερον ὄντα τὸν ἕτερον . καὶ ὃς πάνυ πρᾴως ἐμειδίασέ τε καὶ εἶπε , Πόθεν δὲ ἔστιν , ὦ | ||
| αὐτὸς πρὸς αὐτὸν ἔφην πολλάκις ἐπιτιμῶν , ὁ δ ' ἐμειδίασέ τε καὶ οὐκ ἠρνήσατο ὡς ἄν τι χρηστὸν ποιῶν |
| [ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
| Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
| ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων : ἐπίταττε οὖν ὅτι βούλει . Ἄκουσον δή , εἰπεῖν τὸν Ἐρυξίμαχον . ἡμῖν πρὶν σὲ | ||
| δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαις βολαῖς . Ἄκουσον , αὕτη : παῦε τῶν παφλασμάτων : ἔχ ' |
| καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων | ||
| φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ |
| Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτείρω σε , τάλαν Καλλία , οἷ ' ἔπαθες . Τῶνδε δι ' ἀνθρώπων | ||
| ἐρώμενον ποιῆσαι . ἐπιθυμῶ δέ σοι , ἔφη , ὦ Καλλία , καὶ μυθολογῆσαι ὡς οὐ μόνον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ |
| πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς | ||
| εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “ |
| ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν | ||
| οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ |
| , οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι , ἥν τινα μήτηρ ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται . ξεῖνος δ ' οὗτος ἐμὸς πατρώϊος | ||
| ἡ θεολογία , τὸν μὲν Ποσειδῶνα , τὸν δὲ Πλούτωνα καλέσασα : οὕτως τῶν δώδεκα θεῶν ὄντων πάντων διίων ὁ |
| τὸ ζητοῦντα μὲν λόγους ἥκειν Ἀθήναζε , φανῆναι δὲ οὓς ἐζήτεις ἔχοντα . τὰ δ ' ἐφεξῆς ἅπαντα τῶν λόγων | ||
| , τί ποιεῖς ; Ἡ δὲ εἶπε : Τέως σὺ ἐζήτεις , ἵνα πόλιν κτίσῃς , εὗρον . Ἀφ ' |
| ; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ ' | ||
| ' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον |
| τάχιστ ' ἄν τε πόλιν οἱ τοιοῦτοι ἑτέρους τε πείσαντες ἀπολέσειαν καὶ εἴ που ἐπὶ σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκήσειαν : | ||
| δημαγωγίᾳ προσῆλθε . ΓΘ τὸ δὲ ἑξῆς , κακὸν κακῶς ἀπολέσειαν οἱ θεοὶ τὸν Παφλαγόνα τὸν νεώνητον . ΓΘ νεώνητον |
| διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
| τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
| ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
| ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
| γὰρ ἐγὼ κατελειπόμην . Ἐγάμησεν ἣν ἐβουλόμην ἐγώ . Ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . Δεινὸν σὺ φράγμα τῆς νύμφης λέγεις . Τηρῶ | ||
| οὐκ ἠρκέσαμεν . . ἑαυτοῖς . . . . ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . . . . ἀπεκήρυξεν αὐτὴν ἀγαγών . τὴν |
| ἀσφαλεῖ εἰσι τοῦ μηδὲν παθεῖν , ἐπειδάν τε μηδὲν ποιήσαντες ἀπίωμεν , πάλιν καθορῶντες ἡμῶν τὸ πλῆθος πολὺ ἐνδεέστερον τοῦ | ||
| εἰπεῖν συναγάγοιμι τῇ μνήμῃ ἐπελθών . τὸ δὲ νῦν ἔχον ἀπίωμεν ἐπὶ τούτοις : ἑσπέρα γὰρ ἤδη . Ὦ χαῖρε |
| στρατηγήσουσιν . ἐκείνους μὲν γὰρ ὁμοῦ φαύλους τε ἡγήσονται καὶ μισήσουσιν ἅπαντες , ἡμῖν δὲ μετ ' εὐφημίας ὅ τι | ||
| . Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς |
| , κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε | ||
| ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς |
| χρόνῳ οὐδὲν ἐπαύετο δακρύων , καὶ δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν | ||
| τῷ πατρί . Τὴν χεῖρα μὴ ' πίβαλλε , μὴ κλάων κάθῃ . Εἰ πρῶτος ἔλθοις κἂν καθίζεσθαι λάβοις . |
| ' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
| βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
| κακῶν [ τῶν συμπεσόντων τοῦ τε συμβάντος πάθους ] οὐδὲν λαλῆσαι δυναμένη πρὸς οὐδένα , προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φωνεῖν | ||
| ' ἔνδειαν ἢ περιψυγμὸν ἢ θάλπος ἢ πληγὴν ὀδυνᾶται , λαλῆσαι μὲν οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει , κλαυθμυριζόμενον δὲ καὶ |
| ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων : Διὰ τί δή , ὦ πάππε , τοῦτον οὕτω τιμᾷς ; καὶ τὸν Ἀστυάγην σκώψαντα | ||
| ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι , ἔφη , ὦ πάππε , πολέμιοί εἰσιν , οἳ ἐφεστήκασι τοῖς ἵπποις ἠρέμα |
| γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον | ||
| μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν |
| πεσεῖν ἀνέστησεν ὡς ἄγαλμα , καὶ κατὰ ῥάβ - δον ἔφρασε , τουτέστιν ἐραψῴδησεν : οἱ δὲ οὐκ ἀκούουσι νῦν | ||
| ἐπιγιγνομένοις : παισὶν ἡμῶν δηλονότι . Γνώμῃ : βουλῇ . ἔφρασε : ἡρμήνευσεν . τὸ ξύμπαν : τὸ κεφάλαιον ἐπὶ |
| . ὁ δὲ βασιλεὺς καθ ' ἕνα τῶν δικαστῶν προσκαλούμενος ἐπηρώτησε , τίσι δικαίοις προσσχὼν ἕκαστος ἀπέλυσε τὸν κατηγορούμενον . | ||
| ἀρραβῶνα παρὰ τῆς γυναικός : καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν . ἐπηρώτησε δὲ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου : ποῦ |
| εἰπεῖν ; Ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος . Αἱ κνῆμαι δέ σου βοῶσιν ἰοὺ ἰού , τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι | ||
| . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , ἀπειλοῦσιν . θ πόλει ] τῇ ἡμετέρᾳ . |
| : καλὸς δὲ πεινῶν ἐστιν αἰσχρὸν θηρίον . Ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . Ὅτε τὰς μορίας ἔτρωγεν , ὡσπερεὶ | ||
| : Βοᾷ ὁ αὐλητής . εἴρηται ὅτι ἐπὶ ταῖς θυσίαις ηὔλουν . Ἄλλως . ἡ μετ ' αὐλοῦ γινομένη βοή |
| νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα | ||
| Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν |
| ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες | ||
| μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε , |
| ἀποστραφήσονται ὧδε . „ κατὰ γὰρ τὸν δειχθέντα τέταρτον ἀριθμὸν ἀποστραφεῖσα τοῦ διαμαρτάνειν ἡ ψυχὴ κληρονόμος ἀποδείκνυται σοφίας . πρῶτος | ||
| ἐπισυναγούσης τὰ ὑγρὰ καὶ μέλανα ποιούσης καὶ μάλισθ ' ὅταν ἀποστραφεῖσα ᾖ ἡ λαμπρύνουσα τὰ οὖρα χροιά . Τοῦτο δὲ |
| μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν | ||
| , ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα , |
| Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας | ||
| θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος |
| γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ ' ἀνειμένας . Φεύγουσι γάρ τοι χοἰ θρασεῖς , ὅταν πέλας ἤδη τὸν ᾅδην εἰσορῶσι τοῦ | ||
| Ἀντιόπη [ ] αι πέτραν δρασμοῖς ἐπ [ τίνες δὲ χοἰ συνδρῶντες ἐκ ποίας χθονός [ ; σημήνατ ' , |
| ἡγοῦντο . καὶ τότε δὴ τοὺς ἐπὶ τὴν εἰρήνην καταφυγόντας ἐπῄνουν καὶ ἧκον τῶν αὐτῶν ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἀξιοῦντες τυχεῖν | ||
| αὐτῷ δηλαδὴ ὁ λόγος ἐδύνατο : καὶ ἦσάν τινες οἳ ἐπῄνουν αὐτόν . ὁ δ ' ἕτερος τὰ ἡμέτερα ὁ |
| πλήρης λέων δὲ μοῦνος προὐκαλεῖτο θαρσήσας αὑτῷ μάχεσθαι . “ μεῖνον ” εἶπε “ μὴ σπεύσῃς ” ἅνθρωπος αὐτῷ , | ||
| δὲ μὴ δυνηθῇς , φησιν , ἀντιβαλεῖν τὸ ὀστοῦν , μεῖνον , ἵνα σαπῇ καὶ πέσῃ . καὶ πόθεν ἔχω |
| εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
| ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
| , ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι | ||
| , καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι |
| ] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ] | ||
| γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ |
| κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * Τί βούλεται τὸ ποί | ||
| χάρις μέχρι τοῦ ὀπιζομένα κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * |
| οὐκ ἂν οὕτως ἐδημοσίευον τὴν γνώμην , ἢ οὐκ ἂν ἐδάκρυον , ἵνα ἐλεγχθῶ : ἀνάγκη μὲν , ὅτι οὐκ | ||
| , ” νόμος μὴ ἀνοίγειν τὰς πύλας , αἰχμάλωτοι φεύγοντες ἐδάκρυον , οὐκ ἤνοιξαν οἱ στρατηγοὶ , ἐπελθόντες οἱ πολέμιοι |
| . Τὸ δὲ χρῶμα τί λέγεις , ὦ Σώκρατες ; Ὑβριστής γ ' εἶ , ὦ Μένων : ἀνδρὶ πρεσβύτῃ | ||
| . Τὸ δὲ χρῶμα τί λέγεις , ὦ Σώκρατες ; Ὑβριστής γ ' εἶ , ὦ Μένων : ἀνδρὶ πρεσβύτηι |
| ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
| ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
| ἐπῄνεσε . τί οὖν οὐ καὶ τοὺς Ἡρακλείδας , ὦ βέλτιστε , ᾐτιάσω , διότι οὐ κατὰ γῆν εἰς Πελοπόννησον | ||
| , μὴ πρῶτον μὲν εἴπῃ τί δέ σοι μέλει , βέλτιστε ; κύριός μου εἶ ; εἶτ ' ἂν ἐπιμείνῃς |
| ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον | ||
| ” ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : ἐγὼ κύριος , λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου , ὅσα ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ |
| καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη | ||
| πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν . |
| ? ? τὴν ὀλίγην ἐκείνην κόμην . τί γὰρ ἔτι Σινωνίδος χρῄζεις ; ἔχεις κόρην κεκαρμένην ὡς ἐγώ , εὐτυχέστερον | ||
| παρὰ δύναμιν ἁμιλλώμενος ὡς ὁρᾷ τὴν [ χλαῖναν ] τῆς Σινωνίδος πόρρωθεν βοᾷ : ” μεῖνον Σινωνί : Σόραιχος ἐγὼ |
| : ὃς ἐδόκεε ἐν τῷ ὕπνῳ ἀπαγγεῖλαί τινά οἱ ὡς Σμέρδις ἱζόμε - νος ἐς τὸν βασιλήιον θρόνον ψαύσειε τῇ | ||
| ὑποδύνειν κελεύῃ : εἰ γὰρ δὴ μή ἐστι ὁ Κύρου Σμέρδις ἀλλὰ τὸν καταδοκέω ἐγώ , οὔτοι μιν σοί τε |
| ἀνάσχοιτο ὑπ ' αἰσχροῦ σωματίου ὑπηρετεῖσθαι „ . τῶν δὲ σχολαστικῶν αὖθις εἰπόντων ” ἀλλ ' ἐγγὺς ἡ γνώμη , | ||
| ' εὐτελῶν δὲ σωματίων δουλεύεσθαι . “ εἷς δὲ τῶν σχολαστικῶν φησι ” εἰ παράγγελμά ἐστι πολυτελῆ μὴ ὠνεῖσθαι , |
| διδαϲκαλίαι [ τοῦ πλείϲτου μέρουϲ ! [ ὡϲ πικρόν τιϲ ἀνέκραγε ? [ / οὐ δήποτ ' ἄλλοϲ ἐϲτὶν ἀντὶ | ||
| τοῖς γιγνομένοις τοῦτον ἔπαινον ἀποδοῦναι τὸν μέγιστον τῷ ὀρχηστῇ : ἀνέκραγε γὰρ καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνεφθέγξατο , “ Ἀκούω |
| Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου . οὔκουν , Προμηθεῦ , τοῦτο γιγνώσκεις , ὅτι ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι ; ἐάν | ||
| „ τί οὖν ” ἔφη ” ἀγαπᾷς , ὃν μὴ γιγνώσκεις „ ; ξυνῆκεν ὁ γεωργός , ὅτι ὁ Παλαμήδης |
| πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι | ||
| λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν , |
| Ὁ δὲ Ξέρξης εἴρετο αὐτοὺς ὅκῃ πλέοιεν : οἱ δὲ εἶπαν : Ἐς τοὺς σοὺς πολεμίους , ὦ δέσποτα , | ||
| τὴν κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον [ ] . Καὶ εἶπαν [ ] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων |
| ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι | ||
| μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου |
| λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς | ||
| γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα |
| αὐτοῦ γε τοῦ τὰ πτερὰ ἔχοντος Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι . | ||
| παρακειμένου , καὶ Διονύσιον , ὃς πρὸς τὸν ” οἰμώξῃ Διονύσιε ” φήσαντα „ σὺ μὲν οὖν , [ ἀπήντησεν |
| μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ , | ||
| ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ; |
| τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν | ||
| παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί |
| ἥκω καὶ διδάσκειν σε βούλομαι ὡς σὺ ἡμῖν οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς . πρῶτον μὲν γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς | ||
| Σωκράτης , σκέψαι ἂν τῇδέ πῄ σοι σκοπουμένῳ συνδόξῃ . ἀπιστεῖς γὰρ δὴ πῶς ἡ καλουμένη μάθησις ἀνάμνησίς ἐστιν ; |
| τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ ἄν τι ἡμεῖς | ||
| . τὸ πλῆρες δὲ Ἑρμᾶ . Ἑρμ ' ἐμπολαῖε ] Ἑρμῆ ἐμπορικέ . ὡς εὐτυχῶς πωλήσας τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας εὔχεται |
| , ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ | ||
| . Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν |
| γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
| , μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
| τοῦθ ' , ὅτι νῶϊν ἀνήκεστος χόλος ἔσται . ” ἀνέκραγον ἀνεφώνουν : “ ἀλλ ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον | ||
| τῆς ὀργῆς αὐτῶν : καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐθὺς ἐξέπληττον οἷς ἀνέκραγον ὥστε οἱ μὲν αὐτῶν περιτρέχοντες ἐδέοντο , οἱ δὲ |
| , ἐάν πῃ ἄλλῃ νῦν φήσῃς : οὐ γὰρ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τότε ἀποπειρώμενός μου ταῦτα ἔλεγες . Ἀλλ ' | ||
| τηλικούτων καὶ πάνυ : καὶ λέγω γε ὅτι οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τῶν ἐλλογίμων γένοιο ἀνδρῶν ἐπὶ σοφίᾳ . καὶ |
| ἀγαθῶν , ἢ ὅτι ἡμεῖς διὰ σὲ ζῶμεν . . διδάσκου : Μάνθανε τοῦτο ἐξ ἐμοῦ . Θ . . | ||
| . . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . . σοι ] παρέλκον ἀττικῶς , |
| κἀπεκροφήσας : πλέον τι προσέθηκεν ὑπερβολῇ τῆς ἀπειλῆς , τῷ ἐκπίω ἐπενεγκὼν τὸ ἐκροφήσας . Γ οἷον ὄψομαί ς ' | ||
| τῷ ἀπολλύναι τὸν οἶνον ἔφησεν : „ ἐὰν γὰρ αὐτὸν ἐκπίω , οὐ μόνον αὐτὸς ἀπόλλυται , ἀλλὰ κἀμὲ προσαπόλλυσιν |
| διερευνωμένῳ ; Ἀλλ ' οὔ τι σοῦ γε , ὦ Θεόδωρε , ἄμεινον . μὴ οὖν οἴου ἐμὲ μὲν τῷ | ||
| ἐρώτα οὖν καὶ ἀκούσῃ . Ἀλλά μοι δοκῶ , ὦ Θεόδωρε , περί γε ὧν κελεύει Θεαίτητος οὐ πείσεσθαι αὐτῷ |
| τῶν συνεχῶν κεχώρισται ἀλλήλων τῷ τόπῳ , καὶ τὸ μὲν ἐνθαδὶ ἀνάγκη εἶναι , τὸ δὲ ἐνθαδί , οἷον ἐπὶ | ||
| ' ἀπορίας κινηθέντες ἐκτησάμεθα . θαρσοῦντες : ψιλόν τις ἐξώρθωσεν ἐνθαδὶ βλέπεις , χρεὼν τὸ λοιπὸν καὶ τὸ θαρσοῦντες τόδε |
| , εἰ δὲ τοῦτο , καὶ ἔθυσα , εἰ δὲ ἔθυσα , καὶ ἔφαγον . λεγόντων δὲ αὐτὰ οἱ πίστεως | ||
| ἐμαυτὸν ἐρῶ κακῶς : τοῦτον κατέκτειν ' : ἀπρεπῶς τὸ ἔθυσα . ἢ τάχα ἵνα δείξῃ ὅτι εὐσεβῶς διεπράξατο φονεύσας |
| δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα | ||
| κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ |
| ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ | ||
| παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς |
| τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς | ||
| ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν |
| ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε | ||
| λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ; |
| λέγε μοι , ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ , ὦ Καλλίκλεις , τί ἐρεῖς ; τίνα φήσεις βελτίω πεποιηκέναι ἄνθρωπον | ||
| λέγεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μόνον γε , ὦ Καλλίκλεις , ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν αὐτῶν . Νὴ τοὺς |
| ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν | ||
| μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν |
| ἔτυχεν φροντιζούσῃ τὸ ἑξῆς : πώλοισι χόρτον ἀφθόνῳ μετρῶ χειρί ἐβόησα λείπει τὸ ἔλεγον ὄνειρος τοὺς ἵππους : κεῖται γὰρ | ||
| τοῦ θεοῦ . καὶ ἔκλαυσα ἐκ τοῦ φόβου , καὶ ἐβόησα πρὸς τὸν υἱόν μου Σὴθ λέγουσα : ἀνάστα Σὴθ |
| καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ | ||
| . Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς |
| ἀφίκετο σὺν τῇ θυγατρί , ἐκεῖθεν δὲ ἔς τε Σάρδεις ἐνενόει παρὰ Ἄρδυν τὸν Γύγου καὶ ἐς Ἐκβάτανα τὰ Μηδικὰ | ||
| : αὐτὸς δὲ ἐν μεγάλῃ συμφορᾷ κατὰ Ἀνθίαν ἦν : ἐνενόει δὲ πρὸς ἑαυτὸν πολλάκις τί δὲ ἐλευθερίας ἐμοί ; |
| ἀπὸ κορυφῆς ἀρξάμενος πάντα κατήσθιε . μετὰ δὲ πολλὴν ὥραν ἀναμνησθεὶς ὁ κηπουρὸς ἐπεζήτει αὐτόν . ὡς δὲ εἶδεν εἰς | ||
| ἀνδρὶ πρεσβύτῃ πράγματα προστάττεις ἀποκρίνεσθαι , αὐτὸς δὲ οὐκ ἐθέλεις ἀναμνησθεὶς εἰπεῖν ὅτι ποτε λέγει Γοργίας ἀρετὴν εἶναι . Ἀλλ |
| , ἀνεπαυόμην . Ὁ δὲ θεὸς ὑμῖν οὐ προσῄειν ; Οὐδέπω . Μετὰ τοῦτο δ ' ἤδη καὶ γέλοιον δῆτά | ||
| μήποτε ὤφελον : οὐ γὰρ ἂν τοσαῦτα ἐπεπόνθειν ὕστερον . Οὐδέπω μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , |
| “ ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι . ” κύσε τῷ στόματι κατεφίλησε . κυφός ἐπίκυφος , κεκυρτωμένος διὰ γῆρας . κύων | ||
| ἡδονὴν γὰρ ἦν , καὶ προσλαβόμενος ὑπὸ χεῖρα τὸν εὐνοῦχον κατεφίλησε καὶ “ δικαίως ἄρα σε ἐγὼ ” ἔφη “ |
| ἀθρήσω πρῶτον , ὅτι δρᾷ , τουτονί . οὗτος , καθεύδεις ; μὰ τὸν Ἀπόλλω ' γὼ μὲν οὔ . | ||
| σου καὶ λανθάνειν βουλόμενον ἡ μέθη ποτέ . Τί οὐ καθεύδεις ; σύ μ ' ἀποκναίεις περιπατῶν . Εἴσελθε κἂν |
| ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
| , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
| περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ | ||
| πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε |
| αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι ' ὀργῆς | ||
| αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν , ὑποτυχὼν ἔφη : „ ἀλλ ' ἐὰν τοῦτο πράξω , |
| ἐστιν . οὐκ ἔστιν ; ἀλλ ' ἀκήκοας μυριάκις . ἀποτρέχω δή . ὢ δυστυχὴς ἐγώ . τίνα τρόπον ἐνθαδὶ | ||
| ἀπολέσει αὐτοὺς ἕως γενεῶν . Ἐγὼ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου ἀποτρέχω , ὡς οἱ πατέρες μου : ὑμεῖς δὲ φοβεῖσθε |
| . εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν | ||
| μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει |