ἀνάσχοιτο ὑπ ' αἰσχροῦ σωματίου ὑπηρετεῖσθαι „ . τῶν δὲ σχολαστικῶν αὖθις εἰπόντων ” ἀλλ ' ἐγγὺς ἡ γνώμη ,
' εὐτελῶν δὲ σωματίων δουλεύεσθαι . “ εἷς δὲ τῶν σχολαστικῶν φησι ” εἰ παράγγελμά ἐστι πολυτελῆ μὴ ὠνεῖσθαι ,
6378389 ταὡν
δηλοῖ Ἀντιφάνης ἐν Στρατιώτῃ ἢ Τύχωνι λέγων οὕτως : τῶν ταὧν μὲν ὡς ἅπαξ τις ζεῦγος ἤγαγεν μόνον , σπάνιον
Στράττις παρίστησιν ἐν Παυσανίᾳ διὰ τούτων : πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια , οὓς βόσκεθ ' ὑμεῖς ἕνεκα τῶν ὠκυπτέρων
6192922 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
5966065 θεατων
τε ὑμᾶς καὶ περισαίνουσι καὶ περιχυθέντες ἀσπάζονται τὸν κορυφαῖον τῶν θεατῶν , οἱ δὲ τὰ μὲν πολλὰ οἰκουροῦσι καὶ ἰδίᾳ
τὸ τέρας οὐ Διὸς Σκαταιβάτου . Οὐκοῦν ἂν ἤδη τῶν θεατῶν τις λέγοι νεανίας δοκησίσοφος : Τόδε πρᾶγμα τί ;
5906743 βιαζομενῳ
τις ὑπ ' ἄλλου φονεύσειέν τινα οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν ἐκείνῳ βιαζομένῳ , οἷον δήμιος ἢ δορυφόρος , ὁ μὲν δικαστῇ
τὴν γῆν κεραυνὸν βαλὼν , ὥστε καταποθῆναι αὐτὸν τῷ πάντα βιαζομένῳ κεραυνῷ . τοῦτο οὖν λέγει ὡς τοῦ Ἀμφιαράου συνισταμένου
5902393 συνδουλων
οἰκίαν , ἀφορμῆς ὁ Ἀγαθόπους λαβόμενος , βουλὴν τοιάνδε τῶν συνδούλων τινὶ προτείνει : „ ἐμφορηθῶμεν , εἰ δοκεῖ ,
“ ὁ δὲ Αἴσωπος λέγει ” αἰσχρόν ἐστιν πάντων τῶν συνδούλων κοπιώντων ἐμὲ τῷ δεσπότῃ ἀχρήσιμον φανῆναι . “ καί
5892532 ὁμοτεχνων
τὸ μέσον ἔστω δηλαδή . τοῦθ ' ἕτερος οὐδεὶς τῶν ὁμοτέχνων μου ποιεῖ . οὐκ οἴομ ' , οὐδ '
, ἰσχὺς ἀσεβημάτων . ἐπεὶ καὶ τῶν θηρίων τουτωνὶ τῶν ὁμοτέχνων ὑμῖν , ὦ γύναι , τὰ πολλὰ κολάζομεν οὐδὲν
5883065 ἐπιστραφεις
καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη
πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν .
5871258 Αἰσωπος
γεννηθέντες τῶν Ἑλλήνων δοῦλοι καθεστήκατε . ” ταῦτα εἰπὼν ὁ Αἴσωπος περὶ ἐκδημίαν ἐγένετο . οἱ δὲ Δελφοί , λογισάμενοι
. ὁ δὲ Ξάνθος λέγει “ λύσατε αὐτόν . ” Αἴσωπος λέγει “ οὐ βούλομαι λυθῆναι . ” Ξάνθος :
5859409 βασταζοντων
ἀπὸ τῆς ἐμβάσεως ἐξαίρειν : περιολισθαίνουσι γὰρ αἱ χεῖρες τῶν βασταζόντων , ὅπερ εἰ φυλάσσοιντο γενέσθαι , ἀνάγκη ἀπρὶξ τῶν
πάνυ μου καταφρονεῖς . Ἀχθοφόρος Αἰγύπτιος : ἐπὶ τῶν βαρέα βασταζόντων : πολλαχοῦ γὰρ οἱ ποιηταὶ ἀχθοφοροῦντας τοὺς Αἰγυπτίους φασίν
5758127 ἑστιωμενων
διαλύεται τὸ συμπόσιον διὰ μέθην : καὶ γὰρ μεθυόντων τῶν ἑστιωμένων εὐλόγως διαλύεται τὸ συμπόσιον . οὕτως οὖν εὐλόγως τις
ἐπανηγύριζον , διαφερόντως δ ' οἱ περὶ τὰ βασίλεια . ἑστιωμένων οὖν τῶν ἐν τέλει καὶ τῆς θεραπείας εὐωχουμένης ὥσπερ
5754551 ἀπορουντων
τοὺς εἰς τὸ Καπετώλιον συμπεφευγότας ἐκ τῆς πολιορκίας ἐξελέσθαι . ἀπορούντων δ ' αὐτῶν , ᾧ τρόπῳ δηλώσειαν τοῖς συγκεκλειμένοις
καὶ τὰ συμφέρονθ ' ὑμῖν ἐμφανῆ δείξειν . οὐχ ὡς ἀπορούντων δ ' ὑμῶν ῥητόρων , οὐδὲ τῶν ἄνευ λογισμοῦ
5738681 θυρωρος
, εἰ μὴ φυλάττοι τὰς θύρας καὶ πάνυ ἐγρηγοροίη ὁ θυρωρὸς εἴργων μὲν τῆς εἰσόδου τοὺς μηδὲν προσήκοντας , τοῖς
μικρῷ προελθὼν , δοκεῖ οὖν μοι , φησὶν , ὁ θυρωρὸς , εὐνοῦχός τις κατήκουεν ἡμῶν , κινδυνεύει δὲ διὰ
5728363 ἀνεβοησε
πολίτης ἐμός , ἐωνημένος ἧκεν ἀναγνωσόμενος , καὶ ὁ διδάσκαλος ἀνεβόησε τοῦτ ' ἐκεῖνο , τοῖς γνωρίσμασιν ἑλών , καὶ
μοι , κατὰ τὸν Αἰσχύλου Προμηθέα . καὶ ὁ Κύνουλκος ἀνεβόησε : καὶ τίν ' ἂν τῶν μεγάλων οὗτος οὐκ
5717116 κλεψῃ
ἐν ἀθυμίᾳ ὄντος φίλου , δείσας μὴ διαχρήσηται ἑαυτόν , κλέψῃ ἢ ἁρπάσῃ ἢ ξίφος ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ,
σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ ἀποθάνῃ . οὕτως
5659662 ἐστεναξε
χεῖρας ἐπεκρότησεν ἀλλήλαις , ἐπεὶ πόνος μάταιος ἐξανηλώθη . κἀκεῖνος ἐστέναξε τὸ στόμα βρύχων , πάλιν δὲ κερδὼ καθικέτευε φωνήσας
, δι ' ὅσων ἦλθε , καὶ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐστέναξε : τὸ δὲ καὶ λῦσαί τι τῶν λυπούντων ὑμῶν
5597557 γειτονων
δ ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν , καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον , ἁμᾶ δ ' ἔφθαρεν : πολλὰν
ἢ Νωρικοὺς γενόμενον : ὅθεν μοι δοκοῦσι τοῖς ἑτέροις τῶν γειτόνων συναλῶναι . Μυσοὺς δὲ Μᾶρκος μὲν Λεύκολλος , ὁ
5549257 συνδειπνων
τῆς ἡμέρας περὶ τὸ δεῖπνον . Τῶν δὲ τοῦ βασιλέως συνδείπνων οἱ μὲν ἔξω δειπνοῦσιν , οὓς καὶ ὁρᾶν ἔξεστι
γυναῖκα πολλάκις ἐκ περιωπῆς ἀποβλέψεις . οἱ μὲν γὰρ τῶν συνδείπνων ἀκόλουθοι ὁρῶντες ἐκπεπληγμένον εἰς τὴν ἀπειρίαν τῶν δρωμένων ἀποσκώπτουσι
5529598 ἀναμνησθητι
νύξ . εἶτα ἀπὸ τοῦ παρελθόντος προτρέψῃ χρόνου λέγων : ἀναμνήσθητι τῆς μνηστείας , ἐν ὅσῳ χρόνῳ γέγονεν , ἐν
συγχωρεῖς , ἄθρει . Ἀλλὰ συγχωρῶ . Τὸν τοίνυν δημοτικὸν ἀναμνήσθητι οἷον ἔφαμεν εἶναι . ἦν δέ που γεγονὼς ἐκ
5526891 συμπλεοντων
. . . ἑταῖροι . * ) ὅτι ἐπὶ τῶν συμπλεόντων τίθησι τὸ ἑταίρους πολλάκις . . . . πόντον
τὴν ναῦν . Σχολαστικὸς ἐν πλοίῳ χειμαζομένων καὶ κλαιόντων τῶν συμπλεόντων : Τί γάρ , ἔφη , μικρολόγοι ἐστέ ;
5526504 αὐλιζεται
. Θέρους μὲν οὖν καὶ ὑπαίθρια τρέφεται , καὶ ἔξω αὐλίζεται : ἀλλ ' ὅταν ὁ ἥλιος ὀξύτατος ᾖ ,
τινὲς γράφουσιν αὔλιος , ὅ ἐστιν ἑσπέριος , πρὸς ὃν αὐλίζεται τὰ ζῷα . καὶ Καλλίμαχος ὃς δυθμὴν εἶσι μετ
5513879 Αἰσωπε
Ξάνθος εἶπεν “ κυρά , σὺ ὑποκρίνου . ἄγε , Αἴσωπε , κληματίδας εἰσένεγκε εἰς τὸ μέσον καὶ ποίησον πυράν
τοῦ Ξάνθου λέγει “ πάντα σῶά ἐστιν καὶ ὑγιῆ , Αἴσωπε . ταῦτα ἐμοὶ ὁ δεσπότης ἔπεμψεν ; ” Αἴσωπος
5509919 θοιματιον
μεσούσης ἡμέρας , καὶ καταλαβὼν αὐτὴν καθεύδουσαν , ὑποδὺς ὑπὸ θοιμάτιον καὶ παρακλιθεὶς ἠρέμα , ἀψοφητὶ ἔμενεν αὐτὸς μὲν ἀτρεμῶν
αὐτῶν καταγῆναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα μάλα , κἂν θοιμάτιον διεσχίσθαι , διεσχισμένον ἔσταιοὕτω μέγα ἐγὼ δύναμαι ἐν τῇδε
5500825 λουται
κατάρδων ποταμὸς ὠνομασμένος , Στρυμών , μεγίστας ἐγχέλεις κεκτημένος . λοῦται δ ' ἀληθῶς ; ἀλλὰ τί ; ἐκ χρυσοκολλήτου
ἐστι ζῴων , καὶ χαίρει κονιόμενος , ἤδη δὲ καὶ λοῦται τὸ τῶν περιστερῶν λουτρόν : οὐ πρότερον δὲ ἑαυτὸν
5491676 ἰδοντων
μὲν τέχνην ἅπαντες ἐπαινέσονται , οὐκ ἔστι δὲ ὅστις τῶν ἰδόντων , εἰ νοῦν ἔχοι , εὔξαιτ ' ἂν σοὶ
ἰδὼν γράφειν , τὰ δὲ παρ ' αὐτῶν μαθὼν τῶν ἰδόντων : πολλὰ δὲ τούτων καὶ ἄλλα θαυμασιώτερα παραλιπεῖν διὰ
5488242 νευματων
καὶ ζῷα γίνεται , καὶ δένδρα φύεται : τῶν Διὸς νευμάτων ἔργα καὶ ἀνθρώπου ἀρετὴ καὶ εὐδαιμονία . Συνίημι δὲ
σὲ κἀμὲ βουλησομένοις διδόναι τοὺς ὀφθαλμούς . ὡς πολλάκις γε νευμάτων δύναμις πλέον τῆς ἀπὸ τῶν ἀληθῶν ἰσχύος ἠνέγκατο .
5481030 τρυβλιῳ
, ἐμπλείου ὅτε νέκταρ κιρρόν : ὅτε οἶνον πυρρὸν ἐν τρυβλίῳ μετρηδόν , ἀντὶ τοῦ μετρήσας , ἀφύσσῃς νέκταρ ]
χρηστόν , ὦ πολυτίμητοι θεοί , ἔχων ἐν ἀργυρῷ τε τρυβλίῳ μέλι . Εἶτ ' ἔστιν ἢ γένοιτ ' ἂν
5478074 ἀριστησαι
καὶ Ὅμηρος τῷ πυμάτῳ σπένδεσκον . τὸ δὲ σύμπαν ἄριστον ἀριστῆσαι , ἠρίστησα συνηρίστησα , ἀριστοποιουμένους , ἀριστῶσαι καὶ τὸ
προσελθών φησιν : „ ὁ δεσπότης σε καλεῖ σὺν αὐτῷ ἀριστῆσαι . „ καὶ ὁ ἄγροικος ἐκεῖνος μηδὲν περιεργασάμενος ,
5472557 ἐπιγελασαι
τῶν Περσῶν αὐτῷ οὐκ ἐν κόσμῳ προσκυνῆσαι , τὸν δὲ ἐπιγελάσαι τῷ σχήματι τοῦ Περσοῦ ὡς ταπεινῷ : καὶ τούτῳ
ἐβούλου με ὁρᾶν δικαίως ἢ ἀδίκως ἀποθνῄσκοντα ; καὶ ἅμα ἐπιγελάσαι . λέγεται δὲ καὶ Ἄνυτον παριόντα ἰδὼν εἰπεῖν :
5464830 παρεστωτων
' εἰδεῖτ ' ἂν οὑπιχώριοι . Ἔστιν τις ὑμῶν τῶν παρεστώτων πέλας , ὅστις κάτοιδε τὸν βοτῆρ ' ὃν ἐννέπει
ἔνι τῶν Κυπρίων . ῥυσίπτολις ] ῥυομένη τὴν πόλιν τῶν παρεστώτων . θ ὥσπερ οἱ ἐφιέμενοι λείας ἀγελείαν Ἀθηνᾶν ἐπεβοῶντο
5462662 ὀψοφαγων
τοὐναντίον ἐπαινοῦσιν , ὡς λαμπρούς : ὥστε καὶ αὐτὸς ἕκαστος ὀψοφαγῶν μὲν ἢ πίνων ἢ ἐρῶν τινος αἰσχύνεται καὶ περιστέλλει
φησί , κλαίων , ὦ πόνηρε : οὐδὲν γὰρ πλέον ὀψοφαγῶν ποιήσεις . τοῦ δ ' αὐτοῦ καὶ τὸν ἀγρὸν
5459786 ἐλαλει
ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐπυνθάνετο , τί ἂν πρὸς τὸ οὖς ἐλάλει αὐτῷ ἡ ἄρκτος . ὁ δὲ εἶπεν : ”
βούλοιτο [ διαλέγεσθαι - ] · ὡς δὲ οὐδὲν [ ἐλάλει , ] ἀλλὰ ὁμοίοις ἡ παρθένος [ κατείχετο -
5447436 ὀφθεις
ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ . ἐγώ εἰμι ὁ θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ θεοῦ , οὗ ἤλειψάς μοι στήλην
καὶ ἐδεδίεις , ἵνα μὴ συγκινδυνεύσῃς αὐτῷ κοινωνὸς τῆς τυραννίδος ὀφθείς . Μόνον δὲ τοῦ φεύγοντος : ἔδειξεν ὡς μᾶλλον
5446870 βοωντων
, ἐγκαίρως . Κατὰ βοὸς εὔχου : ἐπὶ τῶν μέγα βοώντων . Καύνιος ἔρως : ἐπὶ τῶν μὴ κατορθουμένων ἐπιθυμιῶν
περὶ τὸν νεὼν τοῦ Ποσειδῶνος ἀκούειν πολλῶν μὲν σοφιστῶν κακοδαιμόνων βοώντων καὶ λοιδορουμένων ἀλλήλοις , καὶ τῶν λεγομένων μαθητῶν ἄλλου
5432362 παιζων
Γ τὸν ὀδελόν ] λέγει δὲ τὸ τοῦ ἀνδρὸς μόριον παίζων . τὸν Ποτείδα ] ἀντὶ τοῦ τὸν Ποσειδῶ .
ἠπήσασθαι ” , σὺ δὲ λέγε ἀκέσασθαι τὸ ἱμάτιον : παίζων γὰρ τὰς Ἡσιόδου ὑποθήκας Ἀριστοφάνης εἶπε τοῦτο . Ἀγαθὸς
5432355 πινοντων
δύω καὶ πεντήκοντα πρὸς τὰ δύο , καὶ τὸ οἶνον πινόντων ἀντὶ τοῦ πινέτωσαν Ἀττικόν ἐστιΤί . οὖν οὐχὶ καὶ
χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν πινόντων . αὐλεῖν δ ' αὐτοῖς Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ
5427486 Νεκταναβων
δὲ τὰς τρεῖς ἡμέρας ἦλθεν ὁ Αἴσωπος πρὸς τὸν βασιλέα Νεκταναβὼν καὶ εὗρεν αὐτὸν μετὰ τῶν φίλων προσδεχόμενον πρὸς τὸ
ἀπέκτεινεν αὐτὸν ἡ αἴλουρος τῇδε τῇ νυκτί . “ ὁ Νεκταναβὼν ἔφη τῷ Αἰσώπῳ ” οὐκ αἰσχύνει φανερῶς ψευδόμενος ;
5427055 κερμα
τῷ Αἰσώπῳ . ὁ Ξάνθος ἀνοίξας τὸ γλωσσόκομον ἐδίδου τὸ κέρμα τῶν λαχάνων . ὁ κηπουρὸς λέγει ” πρὸς τί
. ὡς δὲ ἥκομεν ἔς τινα πόλιν , ἵνα ἠδυνάμεθα κέρμα γενέσθαι αὐτοῖς , προήγαγον ἡμᾶς ἐς ἀγοράν , εἶτα
5420394 προσελθων
Κίμωνα καὶ προδεδομένον οὐ περιιδών , ἀλλὰ καὶ στὰς καὶ προσελθὼν καὶ δεξιὰν ἐμβαλὼν καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου
ἐπιτετριηραρχημένου χρόνου , ὅ τε στρατηγὸς προσέταττέ μοι ἀνάγεσθαι , προσελθὼν αὐτῷ ἐν Θάσῳ ἐν τῷ λιμένι ἐναντίον τοῦ στρατηγοῦ
5415910 ἀποπειρω
τὴν διάνοιαν . γνώμης ] γνώσεως , διανοίας . . ἀποπειρῶ ] εἴτε εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής ,
: ἀπατεών κέντρων : τὸ ἐκ πολλῶν * * * ἀποπειρῶ : ἀπόπειραν λαβέ πυθέσθαι : μαθεῖν σχέτλιος : ἄδικος
5412697 περιτυγχανει
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι
5411006 ὀψων
παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη : ἐν δὲ Ἀχαρνεῦσι
καὶ ἄρτων . τέτλαθι δὴ πενίη καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς
5409971 κολαζῃ
τῶν δικαζομένων , κύπτειν αὐτοὺς παρασκευάζων , ἵνα διπλῶς αὐτοὺς κολάζῃ , καὶ μὴ ἐῶν αὐτοὺς ἀνανεύειν οὐδ ' ὅλως
τι τούτων . ἂν δ ' αὖ προστυγχάνων τις μὴ κολάζῃ τῇ δίκῃ , ὀνείδει μὲν ἐνεχέσθω πρῶτον τῷ μεγίστῳ
5408819 βλασφημιων
οὐκ οἰομένη δὲ δεῖν οὐδεμίαν ὑπολογίζεσθαι τῶν περὶ αὑτῆς ἐσομένων βλασφημιῶν , εἴ τις μέλλει τῇ πατρίδι αὐτῆς αἰτία μοχθηρὰ
τῶν λοιδορουμένων ἡμᾶς , ἢ χαρίζεσθαι δοκοῦντας , ὅτι τῶν βλασφημιῶν οὐκ ἀκροᾶσθε , μείζω τὴν ὑποψίαν τῶν δυναμένων λέγεσθαι
5402903 βατραχων
, αἳ συρίζουσιν ἐναρμόνιον . βάτραχος δέ : τῶν μὲν βατράχων τραχεῖα ἡ φωνὴ ὡς ἀπὸ τῆς ἐτυμολογίας , τῶν
ἦλθεν ἣν παγίδα καλέουσι , μυῶν ὀλέτειραν ἐοῦσαν . ὡς βατράχων στρατὸς ἔβρεμεν εὖτε γιγάντων καὶ μῦες κενταύρων μεγαλαύχων ἦσαν
5399181 ἁδροτερων
τρόπον τοῦτον ἀδεὴς ὤν : ἐὰν μέντοι φοβηθῇ τι τῶν ἁδροτέρων , βυθίσας τὴν κόγχην ἐπλήρωσε , καὶ κατώλισθεν ἐκ
αὐτῶν ἀπαρηγορήτων , τολμητέον διὰ τὴν ἐπίδειξιν καὶ δοτέον ἀλφίτων ἁδροτέρων ὅσον ὀξύβαφον ἐν μελικράτῳ γαλακτώδει τῇ ἁφῇ καὶ ψωμὸν
5382677 μεθυσθεις
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ
5380704 Ζητων
. Ἔσται καὶ χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι Κέρκοπα ἔγλυψα . Ἢ Ζεὺς ἢ Χάρων
φιλαργυρίας σημάνῃ προκεκριμένης καὶ τῶν χρηστῶν φίλων . αἰτῶν : Ζητῶν . . ἀργυρίδιον : Ἢ δανείου χάριν ἢ δωρεὰν
5367499 φυλαξοντων
ὡς τῶν ἀποδωσομένων τὰ ὑμέτερα , ἀλλ ' ὡς τῶν φυλαξόντων τοὺς ἄλλους τῆς ἐγκατασκεύου μέρος ἐστί , τὸ δὲ
τὰ ὑμέτερα , εἶτα ἡ θέσις ἀλλ ' ὡς τῶν φυλαξόντων τοὺς ἄλλους . τοῦτο τὸ σχῆμα οὐκ ἔθεμεν ἐν
5364550 περιεστηκοτων
αὐτοῦ μικρὸν ἡ Οὐετουρία ἐπισχοῦσα χρόνον , ἕως ὁ τῶν περιεστηκότων ἔπαινος ἐπαύσατο πολύς τε καὶ μέχρι πολλοῦ γενόμενος ,
κρυπτόμενος , ἐγὼ δὲ καὶ σὲ καὶ τὴν πόλιν τῶν περιεστηκότων ἀπήλλαξα φόβων . εἶτά μου προδοσίαν καλεῖ τὸ μηδὲ
5357184 σοὐστι
τι σοι δοκεῖ , τόν τε Λακεδαιμόνιον αὐτόθεν ὅτῳ τρόπῳ σοὐστὶ φίλος : ὡς τόδε τὸ λαρκίδιον οὐ προδώσω ποτέ
λέγειν μόνον ἵνα ἀφῇ τὸν λάρκον . ὅτι τῷ τρόπῳ σοὐστὶ φίλος : ἀντὶ τοῦ εἰπὲ καὶ ὅτῳ τρόπῳ ὁ
5344294 ὁδοιπορων
διέβη τῇ δυνάμει τὸν Εὐφράτην , ἠπείγετο κατὰ τὸ συνεχὲς ὁδοιπορῶν , καὶ παραγενηθεὶς ἐπὶ τοὺς ὅρους τῆς Βαβυλωνίας ἀνελάμβανε
τοῦτ ' ἐρῶ ς ' : οὐ δῆλος ἦσθ ' ὁδοιπορῶν [ : αὐτὴ [ ] κέλευθος ? ταῦτά ?
5340760 Αὐτομολοις
ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος
ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος
5338808 ὑποτυχων
αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι ' ὀργῆς
αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν , ὑποτυχὼν ἔφη : „ ἀλλ ' ἐὰν τοῦτο πράξω ,
5337912 ἐπειραθης
. ἡιρημένη ] κεκρατημένη . πῶς ] ἤγουν πῶς ὀργῆς ἐπειράθης τοῦ Ἀπόλλωνος ; ὡς τάδ ' ] τὸ ὑπακοῦσαι
ἀσπίδι μικρᾷ ἐοικὸς ὄχανον οὐκ ἐχούσῃ οὐδὲ τελαμῶνας , καὶ ἐπειράθης γε αὐτοῦ κειμένου ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἐδόκει σοι
5334900 καθευδεις
ἀθρήσω πρῶτον , ὅτι δρᾷ , τουτονί . οὗτος , καθεύδεις ; μὰ τὸν Ἀπόλλω ' γὼ μὲν οὔ .
σου καὶ λανθάνειν βουλόμενον ἡ μέθη ποτέ . Τί οὐ καθεύδεις ; σύ μ ' ἀποκναίεις περιπατῶν . Εἴσελθε κἂν
5328574 καταθεις
παύσαιό τε τοῦ φέρειν εἰς μέσον ἃ νῦν φέρεις καὶ καταθείς ποι τοὺς λόγους δοίης αὐτοῖς καθεύδειν . Τὸν Ὀλυμπίου
εἰς τὸ αὐτό . . εἰς δικαστήριον . . ὁ καταθείς . . παμπησίαν : Τὴν πᾶσαν κτῆσιν . ξυμβαστάσω
5326716 οἰν
φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν , φυλόπιδος λῆξαι , πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ . Καὶ πῶς , ὦ κατάρατε , λύκος
' ἀμφέθηκα μυρσίνας . πυρᾶς δ ' ἔπ ' αὐτῆς οἶν μελάγχιμον πόκωι σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι
5323306 τιτθιων
. Οἶμαι . Τί δῆθ ' , ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι ; Εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων . Οὔκουν
βδελυρὲ : Μισητὲ , ἀναίσχυντε . . εἰ ἡψάμην τῶν τιτθίων . . τὴν Ἑκάτην οὗτος ὡς σώφρων ὄμνυσιν .
5314820 ῥυτων
, πιεῖν γέ τι ἁδρότερον ἢ τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . ἀλλ ' ὁ πανὸς ὕδατός ἐστι μεστός .
πιεῖν δ ' ἔτι ἁδρότερον ἢ τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . Ἐπίνικος δ ' ἐν Ὑποβαλλομέναις : καὶ τῶν
5312685 ἐρησομενους
ἔσεσθαί σφισιν ἐν Λεύκτροις ἐς ἄλλα τε ἀποστεῖλαι χρηστήρια καὶ ἐρησομένους τὸν ἐν Λεβαδείᾳ θεόν . λέγεται μὲν οὖν καὶ
σφίσικαὶ γὰρ εἰκοστὸν ἔτος ἐπῄει τῷ πολέμῳπέμπειν αὖθις ἐς Δελφοὺς ἐρησομένους ὑπὲρ νίκης . ἐρομένοις δὲ ἔχρησεν ἡ Πυθία :
5308658 θαψειν
ἀπὸ τῶν θορύβων τῶν ἐν ποσίν , εἰς Αἴγυπτον ἀπαγαγὼν θάψειν ἐκεῖ , ὡς γενοίμην εἷς τῶν Αἰγυπτίων θεῶν .
τῶν νεκρῶν ἐπεκηρυκεύοντο , καὶ ἐπειδὴ παρὰ ἀμφοτέρων συνεχωρήθη , θάψειν ἔμελλον ἤδη τὸ ἐντεῦθεν . τοῖς δὲ Μεσσηνίοις μετὰ
5301299 πιοντα
Τειρεσίαν ἄγειν , καὶεἴχετο γὰρ δίψῃκαθ ' ὁδόν φασιν αὐτὸν πιόντα ἀπὸ τῆς Τιλφούσης ἀφεῖναι τὴν ψυχήν : καὶ ἔστι
, οἶμαι , κεκρατηκυίας ἀσθενῆ συνήγορον εἶναι τὸν μὴ ἐκεῖθεν πιόντα . καίτοι πολλὰ μὲν τῇ δόξῃ παραδείγματα μάχεται ,
5297664 κοφινον
τὸν κόφινον , καὶ ἐκοιμήθην . Καὶ ἐξυπνισθεὶς ἀπεκάλυψα τὸν κόφινον τῶν σύκων , νομίζων ὅτι ἐβράδυνα , καὶ εὗρον
σου πίστει καὶ πίστευσον ὅτι ζήσεις . Ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν κόφινον τοῦτον τῶν σύκων : ἰδοὺ γὰρ ἑξηκονταὲξ ἔτη ἐποίησαν
5293540 θαρρει
ἐκείνοις , μὴ καρτερούντων δὲ πρὸς τὴν ἀντιμάχησιν ἀλλὰ τῷ θάρρει τῶν πολιτῶν τῆς πόλεως ἐνδιδόντων καὶ τῆς σφῶν σωτηρίας
πρός σε , Δημέα , πορεύομαι . ἐκποδὼν ἄπειμι . θάρρει . τουτονὶ τέθνηχ ' ὁρῶν . τί τὸ πάθος
5292568 ματτυην
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς
5292100 διβολιαν
Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . καὶ λοφοπωλεῖν δὲ ὁ αὐτὸς εἴρηκεν ,
ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε . Καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . Καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς ,
5285712 ἀρισταν
„ . Ὁ αὐτὸς παρεκελεύετο τοῖς ὑπ ' αὐτῷ τασσομένοις ἀριστᾶν καθ ' ὥραν ὡς ἐν Ἅιδου δειπνήσουσιν . Ὁ
αὐτῷ τοῦτο ἐπεπόνθει διὰ τῶν χειρῶν , ἐπεὶ δὲ καὶ ἀριστᾶν ἔδει , χρυσὸν ἐποίει σῖτα καὶ ποτά , καὶ
5285687 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
5283586 ὀνος
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας
5279779 Στρατιωτῃ
ἄλλα πώλει πάντα πλὴν τῶν μυρτίνων . ΦΙΛΥΡΙΝΟΣ . Ξέναρχος Στρατιώτῃ : φιλύρας εἶχε γὰρ ὁ παῖς ἀφύλλου στέφανον ἀμφικείμενον
ἡ τυραννὶς ἐδεῖτο . Ἀντιφάνης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Στρατιώτῃ τὰ ὅμοια λέγει περὶ τῆς τῶν ἐν Κύπρῳ βασιλέων
5278078 διαλεγομενων
Ἀφ ' ὑψηλοῦ μου καταγελᾷς : ἐπὶ τῶν ἐξ ὕψους διαλεγομένων , ὡσανεί , πάνυ μου καταφρονεῖς . Ἀχθοφόρος Αἰγύπτιος
ὁμιλητικὴ φιλοσόφων τε καὶ στρατηγικῶν καὶ πολιτικῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλους διαλεγομένων . ἀλλὰ καὶ γεωμετρικά ἐστιν αὐτοῦ καὶ διαλεκτικά .
5267765 ἀναβακχευει
' ἀναβακχεύει : τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ ὅ ς ' ἀναβακχεύει , ἵν ' ᾖ ὅπερ σε , τὸ αἷμα
τίς φόνιος οὗτος ἀγὼν , ματέρος αἷμα σᾶς ὅ σε ἀναβακχεύει , ἔρχεται θοάζων σε τὸν μέλεον , ᾧτινι ,
5260602 δρομαιως
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ
5260410 ἐκβοησαι
πολεμίους ἔθει : καί οἱ καὶ ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔπεισιν ἐκβοῆσαι τοσόνδε : ‚ ἀλλ ' οὔ τοι τὸν πάντα
τῶν ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβάντων : ” τοὺς δὲ δικαστὰς ἐκβοῆσαι , “ Κατάβα , κατάβατουτέστι ” κατάβηθι . ὁ
5259973 ξυμποτων
: στέφανον δ ' ἔπειθ ' ἑκάστῳ δώσω φέρων τῶν ξυμποτῶν . νεοκρᾶτά τις ποιείτω . καὶ δὴ κέκραται .
: στέφανον δ ' ἔπειθ ' ἑκάστῳ δώσω φέρων τῶν ξυμποτῶν . νεοκρᾶτά τις ποιείτω . καὶ δὴ κέκραται .
5256553 κοπτοντων
καὶ ὁ Αἴσωπος : ” οὐδεμιᾷ μηχανῇ : αὐτῶν γὰρ κοπτόντων τὴν θύραν , κἀμοῦ ἔνδοθεν ἐρωτῶντος „ τί ποτε
ταῖς ἅλωσι . καὶ τὸ τύπτειν ἀλοᾶν λέγουσιν ἀπὸ τῶν κοπτόντων τοὺς στάχυας . οἷόν τε : δυνατὸν , ἐρωτηματικῶς
5249237 ἀλεκτρυονι
περικτιόνος ἀλεκτρυόνος . τῷ κοιτῶνι , τῷ Σαρπηδόνι , τῷ ἀλεκτρυόνι . τὸν κοιτῶνα , τὸν Σαρπηδόνα , τὸν ἀλεκτρυόνα
δή ποτε καὶ ὅλως ἑνὶ χρῆσθαι προσέταξε , καὶ ἐχρώμην ἀλεκτρυόνι , ᾧ καὶ μόλις καὶ τοῦτο ἐπετάττετο . καὶ
5249036 λεπαστην
κήλησε δέμας λεπτὸν Ῥαδάμανθυν Λύσανδρον κώθωνι , πρὶν αὐτῷ δῶκε λεπαστήν . Ἀμερίας δέ φησι τὴν οἰνοχόην λεπαστὴν καλεῖσθαι .
ἀγέλην , χρυσοῦν τε σάκος * * * φιάλην τε λεπαστήν , χιόνος τε πρόχουν , κέρχνων τε χύτραν ,
5233328 ἁρπασασα
ὡς ἐγένετο κατὰ τὸν πορθμὸν τὸν μεταξὺ Ἰταλίας καὶ Σικελίας ἁρπάσασα τῶν ταύρων τινὰς ἡ ῥηθεῖσα Σκύλλα καὶ ἀνελοῦσα καὶ
, τὸν δὲ κατέχοντα ἔτι τὴν σφαγίδα ᾑμαγμένην , σχίζαν ἁρπάσασα τῶν ἐκ τοῦ βωμοῦ ἡμίκαυτον , ταύτῃ τὸν παῖδα
5231642 ἀπαγγελλοντων
, ὑπὲρ τοῦ μὴ γνωσιμαχούντων μηδ ' | ἄλλα ἄλλων ἀπαγγελλόντων στάσιν ἐν τῷ πλήθει γενέσθαι , χαλεπώτεραι δὲ μετὰ
πήραν θέμενος , ἐπανῆλθεν αὖθις εἰς τὰ Μέγαρα . Καὶ ἀπαγγελλόντων τῶν ἀπεσταλμένων ἐπὶ τὴν θήραν , ὅτι αὐτοί εἰσιν
5228760 φονεων
γιγνόμενα καὶ ἀντίδοσιν Ἀντωνίῳ μὲν δυναστείας , Καίσαρι δὲ τῶν φονέων . Ὧδε δὲ αὐτῶν θορυβουμένων , Καννούτιος ὁ δήμαρχος
μὴ εἰς μάχην μοι ἐλθεῖν . τόδε ] τὸ τῶν φονέων . ὑπ ' αἰθέρι ] καὶ τοὺς ὑψηλοὺς καθαιροῦμεν
5227127 Εὐφανης
ἵν ' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις : τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε , παῖ .
τουτέστι σὲ οἱ ἡλικιῶται ὑμνήσουσι , τὸν δὲ Καλλικλέα ὁ Εὐφάνης . τὰ δ ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ ,
5222107 σιωπωντων
πράττουσιν , ἀλλ ' ἐπιδεικνύμενος ὅτι διὰ τούτων τῶν | σιωπώντων κηρύκων , εἰ δὴ κήρυγμα σιωπώμενον γίγνεται , πρὸς
κτημάτων , τί δὴ κρώζεις ἄλλων ὑπ ' ὤμων φερομένη σιωπώντων ; ” [ Κακοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι μακρὸν οἰμώζειν
5218944 καταπλαγεντων
. τῶν δὲ πολεμίων τὰς στιβάδας καταμαθόντων καὶ τὸ πλῆθος καταπλαγέντων τηνικάδε προσπεσὼν συνῆπτε μάχην . Θηβαῖοι νύκτωρ εἰσπεσεῖν Ἀθήναζε
κλίμακας καὶ πάσῃ πολιορκίας ἐχρῆτο ἰδέᾳ . τῶν δὲ Καμαριναίων καταπλαγέντων τὸ αἰφνίδιον τῆς παρουσίας αὐτοῦ καὶ τῶν μὲν ἀνοίγειν
5211813 κατεφαγεν
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα
5207487 ἐργατων
φεύγωμεν ἀλλ ' ἡμεῖς γε ἐντεῦθεν : εἰ γὰρ τῶν ἐργατῶν βοῶν ὁ δεσπότης ἡμῶν οὐκ ἐφείσατο , πῶς ἡμῶν
' ὁπλοφόροις πόλεμον . ταῦτα μὲν δὴ διεπέπρακτο περὶ τῶν ἐργατῶν ὁ Κῦρος : τὰς μέντοι νομὰς τῶν κτηνῶν τοὺς
5207252 μανεις
' , ὅς τ ' ἐπ ' Ἀλφειοῦ ῥοαῖς θεοῦ μανεὶς ἔρριψε Σαλμωνεὺς φλόγα . Ἑλλὰς μὲν οὖν ἐστὶ ,
γεωργῶν ἐπιμέλειαι εὑροῦσαι κατ ' ἔτος ἐκνεάζοντα . καὶ οὐδὲ μανεὶς ἂν εἴποι τις ὅτι δρῦς στάχυος ἀμείνων . τί
5201602 ἠρωτα
Ὄρχεις , ἔφη . Ἄλλοτε δέ ποτε ὁ αὐτὸς προσελθὼν ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίνα αἵρεσιν ἀσπάζεται μᾶλλον ἐν φιλοσοφίᾳ
γένωνται , ἄξουσιν ἔνθεν ἕξουσι τὰ ἐπιτήδεια . ὁ δὲ ἠρώτα εἰ αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσι σπένδοιτο τοῖς ἰοῦσι καὶ ἀπιοῦσιν
5199975 Χοων
τῶν Χόων καὶ τῶν Χύτρων . ἄλλη γὰρ ἦν τῶν Χοῶν ἡ ἑορτὴ περὶ ἧς εἴρηται ἐν Ἱππεῦσι καὶ ἄλλη
τὴν ἑορτὴν Παναθήναια ὀνομάσαι καὶ Διονύσῳ Χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν Χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῖξαι . Κλέαρχος δὲ ἐν πρώτῳ περὶ
5199587 ἀνεβοα
θάνατον στείχοντα , ἐς δάκρυά τε καὶ ὀλοφυρμοὺς ἐτράπη καὶ ἀνεβόα τὴν δίκην ἐπ ' αὐτὸν φέρειν τὸ ξίφος ,
ἕνα καθικέτευεν αὐτὸν ἀπολυθῆναι , καὶ δὴ πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα ἀνεβόα : Σῶσον , ὦ ἄνερ , ἀπόλυσον ἐντεῦθεν ,
5199188 θεασηται
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ
5193872 μειρακισκος
τινα ἔθνη τῶν ἀποστάντων , καί τις αὐτῷ τῶν παραθεόντων μειρακίσκος εὐγενὴς μὲν καὶ ὡραῖος , ἤδη δὲ θηρατικὸς ,
, ἐξεῖναι παρ ' ἄλλον ἀποχωρεῖν . Προσέρχεται δή τις μειρακίσκος , ὄνομα Κῦρος , Μάρδος γένος , θεράποντι βασιλείῳ
5189854 ἀναμεινον
Μήπω γ ' , ἱκετεύω ς ' , ἀλλ ' ἀνάμεινον , ὡς ἐγὼ κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ
αἰτιατικῇ , ὡς τὸ λέγω σοι λόγον . Θ . ἀνάμεινον : Καρτέρησον . . πρόσμεινον . . μὰ Δί
5187711 Εὐρυπτολεμον
ἐμοῦ . κἀκεῖνος οὔτε ἀκοῦσαι πώποτε ἔφασκεν οὔτε ἀπαγγεῖλαι πρὸς Εὐρυπτόλεμον , καὶ οὐ ταῦτα μόνον , ἀλλ ' οὐδὲ
Γλαύκωνος καὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων Ἐπικράτεα τὸν Σακεσφόρον καὶ Εὐρυπτόλεμον καὶ τὼς ἄλλως , ὡς εἰ καὶ Περικλεῖ γε
5182713 κλεπτων
σοβαρῶς πορευομένων . Συνῆλθον Ἀτταβὰς καὶ Νουμήνιος : ἐπὶ δύο κλεπτῶν τοῦτο . Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρας κίνει : χρησμόν
συνεληλυθότων : φασὶ δὲ γραῦν τοῦτο εἰπεῖν Ἐπιδαύρῳ ἐπὶ δύο κλεπτῶν . Σύρβα τύρβα : ἐπὶ τῶν ἀτάκτως καὶ μετὰ
5179993 φιλοσοφουντων
τὸ τοιοῦτον κῶλον : τῶν μὲν περὶ τὰ μηδενὸς ἄξια φιλοσοφούντων : οὐ γὰρ ἐκ παιώνων ἀκριβῶς , ἀλλὰ παιωνικόν
κατὰ τὸν τῆς φιλοσοφίας ἔρωτα , τῶν δ ' αὖ φιλοσοφούντων τῷ χαίρειν ἐᾶν πώγωνα καὶ τρίβωνα καὶ βακτηρίαν .
5178033 κοτταβιδι
φησιν ἄλεισον . κοτταβίς . Ἁρμόδιος : καθαγισάντων ἐν κεραμέᾳ κοτταβίδι . Ἡγήσανδρος δὲ οὕτω φησὶ τὸν καλούμενον κότταβον τοῖς
δείπνων , γράφει καὶ ταῦτα : Καθαγισάντων ταῦτα ἐν κεραμέᾳ κοτταβίδι πιεῖν ἑκάστῳ μικρὸν , καὶ ὁ προσφέρων ἀνεῖπεν :
5176998 κεκλημενων
ἀρίστου κλείσας Αἴσωπος τὸν πυλῶνα , ἐντὸς ἐκαθέσθη . τῶν κεκλημένων δέ τινος ἐλθόντος καὶ τὴν θύραν κόπτοντος , Αἴσωπος
τῷ κενῷ χώραν δίδου . καὶ τὰ στόμια γίγνωσκε τῶν κεκλημένων : ὥσπερ γὰρ εἰς τἀμπόρια τῆς τέχνης πέρας τοῦτ
5173269 χλιασματων
ἄνω καθαιρεῖται : καὶ ὁκόταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ , τῶν χλιασμάτων προστιθέναι , καὶ τῷ θερμῷ λούειν , καὶ διαλιπὼν
, καὶ κρισιμωτέρη ἔσται : κἢν ὀδύνη ἔχῃ , τῶν χλιασμάτων προστιθέναι , καὶ τῷ ψυχρῷ λούειν , καὶ διαλείποντα
5169751 εὐσεβεστατων
σοφὸν δὲ Ἀνάχαρσιν ἐκ τῶν Νομαδικῶν φησὶ γενέσθαι τῶν σφόδρα εὐσεβεστάτων . καὶ κατοικῆσαί τινας εἰς τὴν Ἀσίαν ἐλθόντας ,
χρηστῶν : ἀλλ ' ἐνόμιζε τοὺς θεοὺς ταῖς παρὰ τῶν εὐσεβεστάτων τιμαῖς μάλιστα χαίρειν . ἐπαινέτης δ ' ἦν καὶ

Back