σοβαρῶς πορευομένων . Συνῆλθον Ἀτταβὰς καὶ Νουμήνιος : ἐπὶ δύο κλεπτῶν τοῦτο . Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρας κίνει : χρησμόν
συνεληλυθότων : φασὶ δὲ γραῦν τοῦτο εἰπεῖν Ἐπιδαύρῳ ἐπὶ δύο κλεπτῶν . Σύρβα τύρβα : ἐπὶ τῶν ἀτάκτως καὶ μετὰ
7381731 παλιγκαπηλος
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον ,
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς
7111201 σιγων
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς
6942670 κακηγορειν
ὅτε εἰς ἀγορὰν ἕνεκα πραγματείας ἐπειγούσης , ἐντυχών τινι προπετεστέρῳ κακηγορεῖν ἢ τύπτειν ἐπιχειροῦντι ἢ καὶ αὐτὸς ἄρξας τῆς πρὸς
μὴ μόνον ὑπὸ γλωσσαλγίας ἐν ἀνδρῶν ὄχλῳ [ γυναῖκες ] κακηγορεῖν καὶ προπηλακίζειν , ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας ἐπιφέρειν τὰς
6941426 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
6926033 δωροδοκος
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης ,
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος
6849454 λοιδορουμενος
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ '
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων ,
6848534 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
6843352 ὑποτυχων
αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι ' ὀργῆς
αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν , ὑποτυχὼν ἔφη : „ ἀλλ ' ἐὰν τοῦτο πράξω ,
6833221 ἀποτυγχανων
μὲν Καλλιρόην , τὸ δὲ ἀληθὲς ἑαυτόν : ᾐσθάνετο γὰρ ἀποτυγχάνων τῆς ἐπιθυμίας . “ θάρρει δὲ ” ἔφη ,
δι ' ἀβελτερίαν οὐδὲ δι ' ἄγνοιαν , οὐδ ' ἀποτυγχάνων ; Καὶ τίς μου καταμαρτυρεῖ , φήσει , δῶρα
6832782 πλουτεις
” Ὦ Εὐάγγελε , σὺ μὲν χρυσῆν δάφνην περίκεισαι , πλουτεῖς γάρ , ἐγὼ δὲ ὁ πένης τὴν Δελφικήν .
ἄνθρωπε , πέρυσι πτωχὸς ἦσθα καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . κομψὸς στρατιώτης οὐδ ' ἂν εἰ πλάττοι θεὸς
6830761 πονηρε
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν ,
6810890 νοημων
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις
6810165 τυγχανεις
σε προσληψόμενος . ᾤετο γὰρ τὸν ὄντα οὗ νῦν ὢν τυγχάνεις μηδὲν φιλανθρωπίᾳ ποιεῖν , πάντα δὲ ἀργυρίου . ἐγὼ
σφόδρα τούτους τοὺς λόγους ἀκροώμενος , οὓς καὶ σὺ νῦν τυγχάνεις δὴ διεξιών , ἄγαμαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ ὅτι
6797450 ἐπιωρκησεν
παράσιτος . . Ε : ἔτεμε τὴν γλῶσσαν Πανδάρου ὅτι ἐπιώρκησεν . . . : ἱστορεῖ δὲ καὶ Σοφοκλῆς ἐν
ἑταίραν , καὶ προὔδωκε τὸν ἀγῶνα , καὶ τὸν ὅρκον ἐπιώρκησεν . Ὅτι δ ' ἀληθῆ λέγω , κάλει μοι
6795111 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
6775879 ὑβριζει
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ
6762327 αἰνεισθαι
ν ἠνής , καὶ ἀπηνής . ἢ ὁ ἄποθεν τοῦ αἰνεῖσθαι , ὅ ἐστιν ἐπαινεῖσθαι : αἶνος γὰρ ὁ ἔπαινος
οὐκ οἶδ ' ἐρίφου κρέα : πλὴν ὅ γε πέμψας αἰνεῖσθαι πάντων ἄξιος Ἱπποκράτης . οὐδετέρως δὲ Δίφιλος ἐν Ἀδελφοῖς
6746948 φλυαρων
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην :
6737296 γενναιε
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι ,
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ
6731739 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς
6731079 πρεσβευεις
πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις ι ὁ ἀπόδημος ἀπέθανεν α οὐ πρεσβεύεις , οὐχ ἁμαρτών β οὐ φυγαδεύῃ , ὑβρίζῃ δέ
λανθάνει σου ὁ δρασμός γ γίνῃ βουλευτὴς καὶ ἄρχων δ πρεσβεύεις , οὐ μόνος δέ ε οὐ φυγαδεύῃ . μὴ
6727649 παροινος
τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων
διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις
6719566 φιλεργος
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν
6713453 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
6704400 χρηστε
δὲ ὄνομα οὐκ εἶπας . „ ” οὐκ , ὦ χρηστέ , εἶπον , ἀλλ ' ἐξηγούμην σοι τοὺς νόμους
τοῦ κυκεῶνος . ἀλλ ' εὖ τοι γίνωσκε , ὦ χρηστέ , ὡς εἰ μὴ ἔχεις πολὺ τὸ ἀλεξιφάρμακον τοῦτο
6704186 καταβεβλημενος
. ἰσχύν . * ἐναντίον : ὑπὸ γὰρ τοῦ γήρως καταβεβλημένος ὥσπερ ὑπὸ τῆς τοῦ παιδὸς νίκης ἰσχὺν ἔλαβε καὶ
αἵ τε ἅμαξαι ἐμποδὼν ἦσαν καὶ ὁ χάραξ ἐν μέσῳ καταβεβλημένος : ὡς δὲ ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ οἱ
6694330 τιμᾳς
ἐν αὐτοῖς ὑπῆρχε καὶ πονηρόν . ὥστε , εἰ τοιαῦτα τιμᾷς , ἀμείνων ἂν εἴης ἀγνωμονῶν . Οἱ τὰς ἀρχὰς
τῶν Βοιωτῶν , ὅτι εἶεν Βοιωτοί . Τῷ μὲν ἐπιστέλλειν τιμᾷς , ὧν δὲ ἐδεήθημεν τυχεῖν , ταῦτα οὔτε ποιῶν
6686907 ὑβριζεις
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ '
6671868 μισολογος
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ
6663301 διεβαλλε
: καὶ γὰρ εἰς σῶμα βλάπτεσθαι καὶ εἰς ψυχήν . διέβαλλε δὲ καὶ τὸν Σωκράτην , λέγων ὡς εἰ μὲν
ἐφύλαττε καὶ περὶ τὴν ἕω καλέσασα τὸν εἰς τοῦτο ἐπιτεταγμένον διέβαλλε πάλιν τὰς κλεῖς , ὅπως ἀνοίξειε . ταύταις οὖν
6653346 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6650125 φιλοπραγμων
[ ! ] ? [ ! ! ] [ ὁ φιλοπράγμων ] ἐγ ? [ ˘˘˘⚔ – × | –
πρὸς ἀργύριον βλέπων , παλίμπρατος , συκοφάντης , δικορράφος , φιλοπράγμων πολυπράγμων , κακοπράγμων , ὡς Ὑπερείδης ἔφη , καταπολιτευόμενος
6646411 φιλοσκωμμων
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ
6645932 ἐπραξας
οὔτε χεῖρον οὔτε βέλτιον οὐδὲν οὔτ ' εἶπας οὔτ ' ἔπραξας , ἀλλ ' ἀπώκνησας ἁπλῶς , ἡμεῖς δ '
οὐκ εἰς χάριν τὴν ἐμὴν , ἀλλὰ κατὰ ἀνάγκην ταῦτα ἔπραξας καὶ τῶν ἀφύκτων πόνων ἐξέσωσας τὸ ἐμὸν σῶμα .
6645222 μολοντι
' , ἢν μένηις , σωτηρίαν ; οὐκ ἔχω . μολόντι δ ' ἐλπίς ἐστι σωθῆναι κακῶν ; εἰ τύχοι
. ὡς ἵμερός μ ' ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ λέξαι μολόντι τοὔψον ὡς ἐσκεύασα . νὴ τὴν Ἀθηνᾶν ἡδύ γ
6617852 παρειμι
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις
6608857 ὁμοτεχνων
τὸ μέσον ἔστω δηλαδή . τοῦθ ' ἕτερος οὐδεὶς τῶν ὁμοτέχνων μου ποιεῖ . οὐκ οἴομ ' , οὐδ '
, ἰσχὺς ἀσεβημάτων . ἐπεὶ καὶ τῶν θηρίων τουτωνὶ τῶν ὁμοτέχνων ὑμῖν , ὦ γύναι , τὰ πολλὰ κολάζομεν οὐδὲν
6605745 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
6601360 λεληθας
δ ' ἐξετάζων διὰ πάντων ἑνὸς καὶ δυοῖν λαμβάνῃ , λέληθας ἐπαινῶν οἷς ἀφίης , ἄλλως τ ' εἰ μηδ
δ ' ἐξετάζων διὰ πάντων ἑνὸς καὶ δυοῖν λαμβάνῃ , λέληθας ἐπαινῶν οἷς ἀφίης . Τὸ ἂν ὅτε ἔνι παραπληρωματικὸς
6599741 Μακαριος
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος
6590355 μεταθεις
, ἀλλ ' ὅπῃ ἂν τὰ θηρία ὑφηγῆται , ταύτῃ μεταθεῖς , μήτι καὶ νῦν οὕτω τὰ δύσβατα πορεύου ,
πανταχοῦ ἤισθησαι . καίτοι ὥσπερ γε αἱ Λάκαιναι σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα : ἀλλὰ πρῶτον μέν
6577423 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
6567194 γελωτοποιος
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ
6566027 πτωχος
ὅτι τὰς προλήψεις οὐκ ἐφαρμόζει . ὁ δ ' ὅτι πτωχός ἐστιν , ὁ δ ' ὅτι πατέρα χαλεπὸν ἔχει
πράττων , τῶν ἐπιτηδείων σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός ,
6548681 ἀπονενοημενος
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν
6547513 Ἱπποκρατες
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα ,
6544320 σπευδεις
γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον
μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν
6541796 φιλοστρατιωτης
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν
6533156 ἀοκνος
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν
6527559 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6524598 ἀδικεις
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν
6522860 ὠνουμενος
τι ἔργον , καὶ ὅμως οὐ διαστήσας αὐτοὺς οὐδὲ προδοσίαις ὠνούμενος τὰς νίκας ἐκράτουν αὐτῶν : οὐδ ' ἐπιώρκησα πώποτε
καὶ σῦκον συκῆς ἰσαρίθμους πληγὰς τούτοις μαστιγούσθω . μέτοικος δὲ ὠνούμενος τὴν γενναίαν ὀπώραν ὀπωριζέτω , ἐὰν βούληται , ἐὰν
6522162 ἀνδριον
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην .
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον
6521408 ἐχαιρες
ἐπὶ ταῖς σαῖς εὐπραξίαις ἡδονή . σὺ μὲν γὰρ ἐργαζόμενος ἔχαιρες καὶ κρύπτων τὰ πεδία τοῖς ἀπὸ τῶν ἐναντίων νεκροῖς
. ὡσαύτως καὶ Εὐριπίδης : Ἀνάσχου πάσχων : δρῶν γὰρ ἔχαιρες . νόμου τὸν ἐχθρὸν δρᾶν , ὅπου λάβῃς ,
6521363 ἐκτεινα
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος ,
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν
6519876 στυγεις
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω
6517622 ξυνιεις
τ ' ἀριθμόν , καὶ μέτρα θαλάσσης , καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ
τοῦ Ἡρακλέους . ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ ξυνιείς : ἐπεὶ ῥητῶς οὐκ ἐξήγγειλεν ὁ Πίνδαρος ὅτι ἐνικᾶτο
6517272 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
6513267 Πολυιδῳ
μὴ τὸ σκάφιον αὐτῇ παρῆν ; ἄμφω δὲ παράλληλα ἐν Πολυίδῳ Ἀριστοφάνης σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν
εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι τῷ Πολυίδῳ λέγει ὅτι ἀπέδρα ἡ Ἀνθία , κἀκεῖνος ἐκ τῶν
6512216 συκοφαντεις
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ
6504986 οὐπωποτ
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται
6500631 πολυπραγμων
: ἀλλὰ μὴν ὁ σοφὸς οὐ τοιοῦτος : οὐκ ἄρα πολυπράγμων ὁ σοφός ἐστι . ἔστι δὲ καὶ καλῶς καὶ
: τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ Σαγχουνιάθων , ἀνὴρ πολυμαθὴς καὶ πολυπράγμων γενόμενος καὶ τὰ ἐξ ἀρχῆς , ἀφ ' οὗ
6490499 τολμηρος
γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ
6486437 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
6486428 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
6481487 ψευδομενος
ἀμφότερα ταῦτα , εἰ προαγορεύων ὡς ὑπὸ θεοῦ φαινόμενα καὶ ψευδόμενος ἐφαίνετο . δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν ,
μόνον τῷ εἶναι ψευδεῖς : λέγεται γὰρ συκοφάντης οὐχ ὁ ψευδόμενος μόνον , ἀλλὰ καὶ ὁ πολυπραγμονῶν τὰ μὴ προήκοντα
6480855 Εὐφανης
ἵν ' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις : τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε , παῖ .
τουτέστι σὲ οἱ ἡλικιῶται ὑμνήσουσι , τὸν δὲ Καλλικλέα ὁ Εὐφάνης . τὰ δ ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ ,
6480024 ξενιζε
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι , καὶ πράξεις καλῶς . Ξένους ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ .
πράξεις καλῶς . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις ἔθος . Ξένους ξένιζε , μήποτε ξένος γένῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον
6478432 ὀφθεις
ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ . ἐγώ εἰμι ὁ θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ θεοῦ , οὗ ἤλειψάς μοι στήλην
καὶ ἐδεδίεις , ἵνα μὴ συγκινδυνεύσῃς αὐτῷ κοινωνὸς τῆς τυραννίδος ὀφθείς . Μόνον δὲ τοῦ φεύγοντος : ἔδειξεν ὡς μᾶλλον
6473164 δανειστης
εἰ καὶ αἱ λοιπαὶ πόλεις ἔχουσι τοιαύτην σελήνην . Σχολαστικὸς δανειστὴς ναυκλήρῳ χρεώστῃ ἐνετέλλετο σορὸν αὐτῷ κομίσαι καὶ δύο παιδικὰς
δανειστὴς μετὰ κλήτηρός φησι ταῦτα . ἔοικε τοῦτο λέγειν ὁ δανειστὴς πρός τινα , ὃν ἦξε δῆθεν ὡς μάρτυρα ,
6470601 Κακοις
οἶνον διαλύει , ἀμφότεροι δὲ τὸν ἄνθρωπον . Ἑρμηνεία . Κακοῖς κακὰ θέλοντες ἰᾶσθαι βροτοὶ Εἰς κινδύνους πίπτουσι τοὺς θανατώδεις
μέτρον . Καιρὸς γάρ ἐστι τῶν νόμων κρείττων πολύ . Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός . Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία
6470463 Σοφος
ἢ βροτοῖς χάριν φέρειν . Ἐκ τοῦ αʹ Θυέστου : Σοφὸς γὰρ οὐδεὶς πλὴν ὃν ἂν τιμᾶ θεός . ἀλλ
ἃ μὴ πρέπει . Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τρόποις ἐλεύθερον . Σοφὸς γὰρ οὐδεὶς ὃς τὰ πάντα προσκοπτεῖ . Σοφοῦ παρ
6463770 μισθοφορος
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός ,
6462185 ῥᾳθυμων
. παροιμία ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἀναμένει , ἐπὶ τῶν φύσει ῥᾳθύμων καὶ ἀμελῶν , ἤτοι ἐπὶ τῶν μὴ προσιεμένων τοὺς
: εἰ φάγοις ὠμοὺς οὐδέποτε ἐπιλάθοιο : ἐπὶ τῶν πάνυ ῥᾳθύμων . Ὃ κἀργύρου ᾖ πάντα θεῖ κἀλαύνεται : ὅ
6461945 μωρος
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ
6459417 λοιδορεις
τις ἂν , περίεστι . καὶ τὴν μέν γε τραγῳδίαν λοιδορεῖς , πάλιν δ ' ἐπαινῶν τι τῶν συγγραμμάτων τῶν
τούσδ ' ἐπέστελλον δόμους . καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς ; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν . ἀλλ
6459135 κατεπτηχως
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος
6458827 κακουργως
ἐρᾶν , καὶ βουλόμενος αὐτὸν ἀποστῆσαι τῶν ἄλλων ἐραστῶν , κακούργως καὶ παμπονήρως γράφει λόγον , ὡς δέον τῷ μὴ
τραχύ . τὰ δ ' ἐπιρρήματα γοητευτικῶς , πανούργως , κακούργως , δολερῶς , ἀπατητικῶς , ποικίλως , ἐπιβούλως ,
6452611 ἐξαπατᾳς
ἰδιῶται ταῦτα ἔλεγον . Καὶ μάλα . Ὁρᾷς ὅπως αὖθις ἐξαπατᾷς με καὶ οὐ λέγεις τἀληθές . ἀλλ ' οἴει
ἐπράττου . δίκαιος μὲν οὖν ἂν εἴης , ὅτι οὐκ ἐξαπατᾷς ἐπὶ πλεονεξίᾳ , σοφὸς δὲ οὐκ ἄν , μηδενός
6441947 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
6438255 φιλαργυρος
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ
6437656 ἀπολυων
οὐδαμῶς ἄλλως ἐλέγχειν ἢ ἐξ ὧν τοὺς ἄλλους ὁ κατήγορος ἀπολύων αὐτὸν τὸν θάνατόν φησι μηνύειν ἐμὲ τὸν φονέα ὄντα
ἀρετῆς ἄξιον , ἐγώ σοι τοῦτ ' ἔχω μαρτυρεῖν . ἀπολύων δέ σε τοῦ τότε συναδικεῖν ἡμᾶς μέμφομαι τοῦ νῦν
6436623 σιγᾳ
ἔγχει . προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη . τί σιγᾷ καὶ διανεύει ; μάθε , ὦ Ἑρμῆ , προσελθών
; ἢ τὸν τῶν Ὀλυμπίων νόμον τιμᾷς , ἐν οἷς σιγᾷ μὲν ὁ νικῶν ἀθλητής , ἑτέρων δὲ τὸ κηρύττειν
6433975 διανοει
: μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον . Μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ ; Μὰ Δί ' , ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς
τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι , πρὶν ἄν γ ' ἴδω τὸ
6433934 ἀντιβολων
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν
6433661 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
6430046 νομοθετικος
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν ,
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός
6429554 κλυουσα
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός .
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι
6425023 οἰκτιρας
ἐκεῖ φίλοις , δέλτον τ ' ἐνεγκεῖν , ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ ἔγραψεν αἰχμάλωτος , οὐχὶ τὴν ἐμὴν φονέα νομίζων
συμφοραῖς εἴκειν ἐμαῖς . σῶσον νεκρούς μοι τἀμά τ ' οἰκτίρας κακὰ καὶ τῶν θανόντων τάσδε μητέρας τέκνων , αἷς
6424702 δημηγορικος
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ
6421724 εὐπαραγωγος
] ἤγουν ὑπὸ τοιούτων λόγων τοῦ ἀγγέλου δηλονότι ἐπλανήθην καὶ εὐπαράγωγος γέγονα . ἡμέτερα + καὶ γυναικείωι νόμωι , ἤγουν
θρωποι δεδίασί ς ' ὥσπερ ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν
6420920 ὑψαυχενων
, ὦ γενναῖε , ἀλλ ' ὥσπερ τι καλὸν ἐξειργασμένος ὑψαυχενῶν καὶ μεγαληγορῶν περιέρχῃ καὶ μηδὲν ὑφεῖναι τοῦ φρονήματος ἀπομαχόμενος
δὲ ἐν τοῖς ὤμοις ὑποκινούμενος , ὀρθὸς δὲ ὢν καὶ ὑψαυχενῶν ἀπειθὴς καὶ αὐθάδης καὶ ὑβριστής , ὡς γὰρ ταὐτὸ
6415583 πεπαυσο
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς
6411392 ἀμυνομενος
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
6409466 Μεθυσος
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ
6408369 πραττεις
. καὶ μὴν εἰ μὲν ἅπαντ ' ἠξίους , ὅσα πράττεις τῇ πόλει , σαυτῷ πιστεύειν , οὐκ ἂν ὁμοίως
σοι λέγειν , ὅτι οὐδὲν γνώμῃ , ἀλλὰ τύχῃ πάντα πράττεις . καὶ ὁ Ἀριστόδημος , Οὔτοι , ἔφη ,
6399110 λεχη
εἰργάσω . σὺ δ ' οὐκ ἔμελλες τἄμ ' ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ οὐδ ' ἡ τύραννος
' εὐσεβοῦς πατρὸς κρείσσω φανεῖσαν † τἄμ ' ἀποδοῦναι † λέχη . εἰ δ ' ἐμὲ γυναῖκα τὴν ἐμὴν συλήσετε
6397731 ὑπακουσον
ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες
μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε ,
6395508 βασκανος
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου
6391488 αἰκιζεται
' ] εἰπέ . . αἰτιάματι ] μέμψει . . αἰκίζεται ] κολάζει . . δίδαξον ] τοῦτο . λόγῳ
' ἡμιτέλεστοι γέλως ἑστᾶσι τοῖς μιαροῖς , φιλοσόφων δὲ ἀνδρῶν αἰκίζεται σώματα , καὶ τὸ εἰληφέναι τι βασιλέως διδόντος ὄφλημα

Back