καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
7786631 ἠχθετο
πολὺ τοῦ κακοῦ κατὰ τῶν ἀρίστων , ὅ τε δῆμος ἤχθετο τοιῶνδε καὶ τοσάδε εἰργασμένων ἀνδρῶν ἀθρόως ἀφαιρούμενος , καὶ
ἐνέδρας νυκτὸς ἀποσφάττουσι τὸν ἄνδρα . Καὶ τὸ μὲν δημοτικὸν ἤχθετο τῷ πάθει , οἱ δὲ περὶ Κλεοχάρην τῶν πραγμάτων
7757368 ἐκολαζεν
τιμωρητικὸς δὲ ὢν φύσει τοὺς μὲν πολιτικοὺς τοῖς πατρίοις ἔθεσιν ἐκόλαζεν ἀπαραιτήτως , τοὺς δὲ συμμάχους ῥάβδοις ἐμαστίγου . καθόλου
ἢ μετὰ φρουρᾶς πρὸς ἐκεῖνον παρέπεμψαν , οὓς συλλαμβάνων ὠμῶς ἐκόλαζεν . τὰ μὲν κατὰ τὴν Ῥωμαίων πόλιν τε καὶ
7543730 ῥιψασπις
: δειλὸς γὰρ καὶ ῥίψασπις ὁ Κλεώνυμος . ΓΘ ] ῥίψασπις γὰρ οὗτος . Γ οὐδ ' ἀγοράσει ] οὐ
νυν ] δή . εὐνούστατος μὲν ἦν Γ : ὅτι ῥίψασπις καὶ δειλὸς ἦν . Γ ψυχήν γ ' ἄριστος
7482168 τιμωρουμενος
τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα , ἔτι δὲ πρὸς τούτοις τὸν ἀδικοῦντα τιμωρούμενος ; εἰ δὲ φθόνωι ἢ κακοτεχνίαι ἢ πανουργίαι συνέθηκε
οὔσας τὰς ἀποδείξεις ἔδωκεν : οὔτε γὰρ εἴδομεν τίς ὁ τιμωρούμενος , οὔτε ἠκούσαμεν γόων οὐδ ' ὀλοφυρμῶν : τὰς
7482051 ἀδικουμενος
ἡδοναῖς κωλύεται χρῆσθαι : μισεῖ καὶ Χριστιανοὺς ὁ κόσμος μηδὲν ἀδικούμενος , ὅτι ταῖς ἡδοναῖς ἀντιτάσσονται . Ἡ ψυχὴ τὴν
καὶ ἄκων τὰ ἄδικα πάσχων καὶ βλαπτόμενος ἁπλῶς ἂν εἴη ἀδικούμενος , ἀντικείμενος τῷ ἁπλῶς ἀδικοῦντι καὶ τούτων ὡς ὁ
7427980 ἀτιμωρητος
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον
7377239 πολεμιστης
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · ,
7358804 δυστυχουντα
πλεῖον μετεσχηκὼς παρὰ Σωκράτει , τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἠλέει δυστυχοῦντα τὸν Θηραμένη , οὐ μὴν ἐτόλμα βοηθεῖν , περιεστώτων
ὦ Ἥφαιστε καὶ Ἑρμῆ , κατελεησατέ με παρὰ τὴν ἀξίαν δυστυχοῦντα . Τοῦτο φής , ὦ Προμηθεῦ , ἀντὶ σοῦ
7356347 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
7355339 ὀργιζομενος
ἐπέλθῃ , ἐπιπεσεῖ , ἀναβράσει . κελεύων : κεντῶν , ὀργιζόμενος . Βουτύπος : ὁ οἶστρος , τὸ κέντρον τοῦ
, τὸ δὲ Αἰσχίνου πως βλάπτει . σωφρονεῖ δὲ καὶ ὀργιζόμενος ὁ ῥήτωρ : κρύπτει γὰρ ἐν προοιμίοις τὴν προσηγορίαν
7323307 ἀφεθεις
ἀφῆκε τὸν κατεχόμενον : με - τὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἐτυράννησεν ἀφεθείς : κωλυθείσης τῆς τυραννίδος κρίνεται συνειδότος ὁ στρατηγός :
φθονεῖν καὶ φοβεῖσθαι , μὴ πρωτεύσηι μᾶλλον ὅδ ' αὐτῶν ἀφεθείς , ταύτην μὲν πάλιν μετεβάλετο τὴν γνώμην , δικάσων
7287875 ὑποστας
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε
7275138 αὐτοχειρι
: ὃν οὖν καθ ' ἑτέρων ἤμελλον τίθεσθαι νόμον . αὐτοχειρὶ σφαγεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν . αἱ θυγατέρες Ἐρεχθέως τῷ
καὶ δεῖξαι τοῖς ἔργοις , ὡς ὑπὲρ ἐλευθερίας οὐδὲ σφάττειν αὐτοχειρὶ παρ ' ἡμῖν ἀποκνοῦσι τέκνα πατέρες . οὐ γὰρ
7248453 ἠμυνατο
ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον ὀρχηστοῦ σφυρόν . τρίτος δὲ τοῦ
' αὐτὸν μοῦνον ἀνθρώπων δόλῳ ἔκτεινεν : εἰ γὰρ ἐμφανῶς ἠμύνατο , Ζεύς τἂν συνέγνω ξὺν δίκῃ χειρουμένῳ : ὕβριν
7243999 Μονος
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως
7222158 ἠνειχετο
. ἠνέγκατο : ἀντὶ τοῦ ἤνεγκεν . . , . ἠνείχετο καὶ ἠνώχλει καὶ ἠκηκόει καὶ ἠντεβόλει : κοινὸν τῶν
τύραννον θεὸν καὶ μέγαν καὶ αὐτὸς ἐδυναστεύετο : οὐ γὰρ ἠνείχετο χαλκὸς εἶναι τὰ πάντα , ἀλλ ' ὅσος ἦν
7197414 ἀγχων
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν
7182848 ἐκραξεν
ἐπιλείποι : ὅτι φωνὴν μὴ ἔχει . πλανηθεὶς ὁ κόραξ ἔκραξεν καὶ τυρὸν κατέβαλεν , ὃν ἥρπαξεν ἡ ἀλώπηξ καὶ
εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς
7174926 δυνατωτερος
ὁ λόγος ἦν τοῦ κατὰ τὸν μῦθον ἰοῦ τῶν διψάδων δυνατώτερος . [ . . . . , . ]
ὥσπερ οὖν οἱ παλαιοί φασιν Ἀρχίδαμον , εἰ Περικλέους εἴη δυνατώτερος ἐρωτώμενον “ ἀλλὰ κἂν καταβάλω Περικλέα , ” φάναι
7166201 ἀτιζων
κατηβολέων , ψυχὴ δ ' Ἀϊδωνέα λεύσσει . ἐάν ἐστιν ἀτίζων , ἀφροντιστῶν , ἐὰν δὲ ἀτύζων , ἄτῃ περιφερόμενος
ἀποκτάμεναι μεμάασιν ἀγρόμενοι πᾶς δῆμος : ὃ δὲ πρῶτον μὲν ἀτίζων ἔρχεται , ἀλλ ' ὅτε κέν τις ἀρηϊθόων αἰζηῶν
7164330 τεταραγμενος
; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν
ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς
7156076 Διονυσοφανης
συνέταττε λόγον καὶ ἐρωτικὸν καὶ μακρόν . Ἦν δὲ ὁ Διονυσοφάνης μεσαιπόλιος μὲν ἤδη , μέγας δὲ καὶ καλὸς καὶ
: τοῦ δὲ Γνάθωνος θρασυνομένου καὶ πληγὰς ἀπειλοῦντος , ὁ Διονυσοφάνης τοῖς εἰρημένοις ἐκπλαγεὶς τὸν μὲν Γνάθωνα σιωπᾶν ἐκέλευσε ,
7154857 ἐκτεινεν
παίσας ἔδωκε νερτέροις καλὸν νεκρὸν Βοιωτός , ὅσπερ τὸν πρὶν ἔκτεινεν βαλών . κἀντεῦθεν ἡμεῖς οἱ λελειμμένοι φίλων κοῦφον πόδ
' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος , κλαίειν ,
7153256 ἐναγης
: βουλήσει : οὐκ ἂν ἐβουλήθην ἀποκτεῖναι , ἵνα μὴ ἐναγὴς γένωμαι , μηδὲ ὑπεύθυνος τιμωρίᾳ , μηδὲ χρήσωμαι κακοδοξίᾳ
ἐγὼ τὸν μὲν ἄλλον βίον παραλιμπάνω λέγειν ὡς ἀσεβὴς καὶ ἐναγὴς καὶ κατὰ πάντα ἀποτρόπαιος , ὡς ἂν μὴ δοκοίην
7152807 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
7137931 ἀναιρουμενος
τῶν σῶν ἐντολῶν οὐκ ἠμέλησεν : οἵαν ἐκεῖνος ἀφῆκε φωνὴν ἀναιρούμενος : οἷον ὕπατον ἐφθέγξατο λόγον : οὐ γὰρ ἠγνόησε
ἀπροσδοκήτως ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναιρούμενος καὶ γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνῳ δὲ οἱ λῃσταὶ
7137727 δημιος
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ
7127457 διαφθαρεις
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ '
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε
7106063 Ἐχεμος
Πελοπόννησον . Προεκρίθη τε δὴ ἐκ πάντων τῶν συμμάχων ἐθελοντὴς Ἔχεμος ὁ Ἠερόπου τοῦ Κηφέος , στρατηγός τε ἐὼν καὶ
ἀφίκετο ἐπιδὼν τοὺς παῖδας ἀμφοτέρους τελευτήσαντας : Λυκούργου δὲ ἀποθανόντος Ἔχεμος ὁ Ἀερόπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ἀλέου τὴν Ἀρκάδων ἔσχεν
7100614 σχετλιαζων
αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ τῆς πατρίδος ἐπιεικὲς παρῄνεσε τῇ συγκλήτῳ σχετλιάζων , εἰ μὴ τὸν ἐξ ἀνθρώπων φόβον εὐλαβοῦνται ,
Χρεμύλον μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοῦ μαντείου τυφλῷ ἀνδρὶ ἑπόμενον , σχετλιάζων καὶ δυσφορῶν φησὶν τὸ ὡς ἀργαλέον ἤτοι τὴν ἀρχήν
7097450 Ἀγησιπολις
Ἆγις Ἄγιος καὶ Ἄγιδος , Θύμβρις Θύμβριος καὶ Θύμβριδος , Ἀγησίπολις Ἀγη - σιπόλιος καὶ Ἀγησιπόλιδος , Γάοζις Γαόζιος :
ἀρχὴν ἐξαιτῆσαι θελήσαντες . Παυσανίου δὲ φυγόντος οἱ μὲν παῖδες Ἀγησίπολις καὶ Κλεόμβροτος νέοι παντάπασιν ἔτι ἦσαν , Ἀριστόδημος δὲ
7088101 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
7084901 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
7069423 ἠγανακτει
πλησιάζουσιν ; ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει , λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τοῦ ὀφλήματος ,
οὐκ ἠξίου τὰ δοθέντα μισθὸν εὐαγγελίων ἔχειν , ἀλλ ' ἠγανάκτει μαρτυρόμενος καὶ βοῶν , ὅτι Κῦρον οὐδεὶς ἕτερος ἀλλ
7067227 προδοτης
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ
7056755 ἀγανακτησας
ποτε ἔργῳ ἐπιγραφείην ἀδίκῳ , παρὼν ὁ Χαρικλῆς καὶ ἰδίᾳ ἀγανακτήσας ἦπου οὐδέν , ὦ Σώκρατες , ἔφη ἡγῇ κακὸν
Ἱπποκόωντος εἴκοσι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἀπέκτειναν : ἐφ ' οἷς ἀγανακτήσας Ἡρακλῆς ἐστράτευσεν ἐπ ' αὐτούς : μεγάλῃ δὲ μάχῃ
7054195 συνεγνω
. “ ταῦτα τῶν μάγων εἰπόντων ὁ βασιλεὺς ἥσθη καὶ συνέγνω . τοιάδε μὲν ἐπυθόμην περὶ Σελευκείας : ὁ δὲ
τινὸς λαβομένη δεινοῦ , οὐ συνεῖδε τὴν φύσιν , οὐ συνέγνω τῷ σφάλματι , ἀλλ ' εὐθὺς ἦλθεν ἐπὶ τὸν
7046152 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
7042064 μαινομενος
βέλεμνα , παῖδας ἑοὺς κατέπεφνε καὶ ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος κατὰ οἶκον , ὃ δ ' ἔμπλεος ἔσκε φόνοιο
. Τί μοι συμβάλλεται πρὸς ὠφέλειαν ὁ κατὰ τὸν Εὐριπίδην μαινόμενος καὶ τὴν Ἀλκμαίωνος μητροκτονίαν ἀπαγγέλλων , ᾧ μηδὲ τὸ
7040320 αὐτοχειριᾳ
καὶ πρὸς τοὺς γνωρίμους προσιοῦς ' ἐνεκάλει , λαβὼν αὐτὸς αὐτοχειρίᾳ πρὸς τὸ πωλητηρίον τοῦ μετοικίου ἀπήγαγεν : καὶ εἰ
. τοιοῦτος δ ' ὢν καὶ αὐτὸς αὖ ἀποθνῄσκει , αὐτοχειρίᾳ μὲν ὑπὸ τῶν τῆς γυναικὸς ἀδελφῶν , βουλῇ δὲ
7038050 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
7037641 ἐπηρμενος
τὸν Ἡρακλέα νομίζουσι . καὶ αὐτοῖς ἕστηκεν Ἡρακλῆς ἐκ θεοπροπίου ἐπηρμένος τῷ νώτῳ τὸ ῥόπαλον ὡς κύριος ὢν καὶ τὸν
οὖν ὅτι ὄντως δὴ ὁ Ζεὺς , καίπερ αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός . ἑτοιμάζεται γὰρ
7035361 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες
7032561 ἀπατησας
ὠμὰ καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι
τῆς Μολιόνης υἱοί . ὑπέρφρονες διὰ τὴν ἀνδρίαν . ὁ ἀπατήσας τὸν Ἡρακλῆν τῷ μισθῷ . * Αὐγείας . *
7026977 ναυαγιῳ
ἀπῄεσαν : ἀλλὰ καὶ τούτοις χειμὼν διέφθειρε τὴν εὐπραγίαν , ναυαγίῳ περὶ τὸ πλεῖστον τοῦ στόλου χρησαμένοις . Αὗται τοίνυν
ποτίζειν τὴν γῆν : καὶ τὸν Πάριν εἰς Σπάρτην πλέοντα ναυαγίῳ περιπεσεῖν , ἀλλὰ μὴ τὴν Ἑλένην ἁρπάσαντα δίκας τῖσαι
7022056 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
7009918 ἑαλωκοτα
οὐκ ἀμφίβολον εἶναι τὴν κρίσιν , ἀλλ ' ὥστε τὸν ἑαλωκότα καὶ πάσχειν καὶ τοῦ δικαστοῦ θαυμάζειν τὴν ψῆφον .
, καὶ τῷ ἵππῳ προσαρτήσας ἕκαστος ἄγει ὡς αἰχμάλωτον τὸν ἑαλωκότα . ὅτι δὲ μικροὶ μὲν ἰδεῖν εἰσιν οἱ Λίβυες
7008195 ἀπεκτονεν
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν
7007422 Μεθυσος
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ
7001213 συνεληφθη
ὡς οὐ μάτην τοῦτο πράττει , ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ
ἔργῳ πλησιάζων καὶ ταρασσόμενος καὶ ἐκ τοῦδε ὕποπτος γενόμενος , συνελήφθη τε καὶ ὡμολόγησε . καὶ ὁ στρατὸς ὁ τοῦ
6998885 ἐπιστραφεις
καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη
πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν .
6995614 φονευσειν
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ
6987638 σωθεις
μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶν ὀνομασθῆναι , ὅτι μόνος τῶν ἑπτὰ σωθεὶς μόνος πάλιν τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις ,
ἀπὸ τῆς μίξεως διάθεσιν ἔχουσα πρὸς αὐτόν : οὗτος δὲ σωθεὶς ἐξεδίκησε τοὺς αὐτοῦ ἀδελφούς . ἐφόνευσε γὰρ τὰς θυγατέρας
6980583 παρωξυνε
εὔκλεια : τὸ γὰρ ἀοίδιμον τὸν ἀριστέα γενέσθαι κατὰ πόλιν παρώξυνε πρὸς τὸν φόνον τὴν μητρυιάν . Σοφίσασθαι μὲν οὖν
τῷ βασιλεῖ διεπολέμουν πρὸς Φίλιππον . μάλιστα δ ' αὐτοὺς παρώξυνε προστῆναι τῆς Ἑλλάδος Δημοσθένης ὁ ῥήτωρ , δεινότατος ὢν
6977518 ἁμαρτων
πληγῇ ταύτῃ δευτέρᾳ πληγεὶς ἀπεχώρουν Ἀθηνῶν τε ὁμοῦ καὶ ἐλπίδος ἁμαρτών . ἦν δέ τις αὐτόθι Διονύσιος , ἀνὴρ Σικελιώτης
* ἀλειφθέντας ὑπὸ Μελησίου . εὐτυχίᾳ θεικῇ . ἀνδρείας . ἁμαρτών , ἀλλὰ καὶ ἀνδρεῖος ὤν . . Δέον εἰπεῖν
6976347 δολῳ
: ” ἐὰν δέ τις ἐπιθῆται τῷ πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ ” ἐπὶ τὸν θεόν , τὸν προειρημένον
λέγεται : ἤγουν χρήσιμον χρεῖ ' ἦ ] ἤγουν χρήσιμον δόλῳ ] ἤγουν μετὰ μηχανῆς καὶ ἐπιτηδειότητος ὑπερέχοντας ] τοὺς
6972369 διεχρησατο
Κρόνου . Κρόνος δὲ υἱὸν ἔχων Σάδιδον ἰδίῳ αὐτὸν σιδήρῳ διεχρήσατο , δι ' ὑπονοίας αὐτὸν ἐσχηκὼς , καὶ τῆς
, τὸν δὲ Λαῖτον μόνον , ὡς εἰκός , μνησικακήσας διεχρήσατο . ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο , τότε δ
6972012 παιδαγωγος
δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ σεμνὸς
, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων : τὸν δὴ ὕστερον τούτων
6971413 ἀπεσφαξεν
' ὑπερηφανίαν , τοὺς τῶν συγκλητικῶν υἱοὺς καὶ συγγενεῖς ἐκλέξας ἀπέσφαξεν , ταύτην παρὰ τοῦ συνεδρίου λαμβάνων τιμωρίαν . Ὅτι
πεντακοσίους ὄντας : οἷς περιστήσας τῶν μισθοφόρων τοὺς εὐθέτους ἅπαντας ἀπέσφαξεν . σφόδρα γὰρ εὐλαβεῖτο μὴ χωρισθέντος αὐτοῦ εἰς Λιβύην
6971298 κτεινων
τῷ ἀθρόῳ τῆς ἐπιθέσεως τρέπεται καὶ καταδιώκει μέχρι θαλάσσης σφᾶς κτείνων τε καὶ ζωγρῶν ἀνοικτί , ἕως ἐς τὰς ναῦς
σπονδαὶ καὶ ὅρκοι . . , κιξάλλην καὶ ληιστὴν πάντα κτείνων τις ἀθῶιος ἂν εἴη καὶ αὐτοχειρίηι καὶ κελεύων καὶ
6968834 ἀπετυχεν
παραδόντων τοῖς ὁμόροις Θρᾳξίν : ὄγδοον ἐκπεμφθεὶς ὑπὸ Τιμοθέου Ἀλκίμαχος ἀπέτυχεν , αὐτοῦ παραδόντος αὑτὸν Θρᾳξίν , ἐπὶ Τιμοκράτους Ἀθήνησιν
ῥυσίου ] ἤγουν τοῦ ῥύσασθαι τοὺς Τρῶας . ἥμαρτε ] ἀπέτυχεν . Ἔθρισεν : ἐθέρισεν , ἔκειρεν , κοινῶς δὲ
6964811 περιγενομενος
πολυμέριμνος , πολύφιλος , ἐξ ἐπινοίας πολλὰ κτώμενος καὶ ἐχθρῶν περιγενόμενος , τὰ δὲ κατὰ τὴν γυναῖκα ἕξει ἐπίψογα ,
προφανοῦς , καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ περιγενόμενος ξυνέσεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν . ῥᾷον δ ' οἱ πολλοὶ
6960480 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
6958684 παλαμναιος
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
6957897 Ἐτεοκλεης
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς
6950970 χλευαζων
καὶ οὐ δίδομεν , ὡς ὁ Κοθωκίδης φησὶ ῥήτωρ Δημοσθένην χλευάζων , ὃς Φιλίππου Ἀθηναίοις Ἁλόννησον διδόντος συνεβούλευε μὴ λαμβάνειν
εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους λειμώνων ἐγκρούων κἀπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλευάζων . Ἠρίστηται δ ' ἐξαρκούντως . Ἀλλ ' ἔμβα
6948985 ἀτυχως
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
6945322 ἠδικησεν
ἀετὸν ἀμυνόμενος , οὐ γὰρ δὴ τὸν κάνθαρον ἐκεῖνος μόνον ἠδίκησεν ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Δία αὐτὸν ἠσέβησε , πρὸς
ἐᾷ διαγνῶναι τὸν ἁμαρτάνοντα , πότε ἔλαττον καὶ πότε μεῖζον ἠδίκησεν . Ϛζʹ . Λύκῳ . Οὐ τὸ πένεσθαι κατὰ
6943014 προδους
. Καί τοι τί φημι καὶ τί δρᾶν βουλεύομαι ; προδοὺς ἀπιέναι τὸν ἀγαπητὸν δεσπότην , τὸν τροφέα , τὸν
οὐ προσηκόντων πλουτούντων . Προδότης γάρ τις τῶν Κιλίκων Μίλητον προδοὺς , ηὐπόρησεν . Ὅμοιον , Ἀπὸ νεκρῶν φορολογεῖν .
6936451 μοιχευει
παρὰ τὸν νόμον . ἔτι εἰ ὁ μὲν κέρδους ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνει , ὁ δὲ ἡδονῆς ἕνεκα , καὶ
ἐπιθυμεῖ συνδυασθῆναι κόρῃ τινί , οὐ φανερῶς καὶ εὐθὺς αὐτὴν μοιχεύει , ἀλλὰ βουλεύεται πῶς ἂν μοιχεύσῃ αὐτὴν λάθρα ,
6933924 ἐλοιδορει
οὐδέν , τοῖς δὲ μηροῖς σου προσκεφαλᾴδιον . Εὐτράπελόν τις ἐλοιδόρει , ὅτι Σοῦ τὴν γυναῖκα δωρεὰν ἔσχον . ὁ
περὶ μουσικὴν διατετριφώς , ὁ δ ' ἕτερος , ὃν ἐλοιδόρει , περὶ γυμναστικήν . καί μοι ἔδοξε χρῆναι τὸν
6930509 ταραττομενος
τὸ μὲν διώκων τὸ δὲ φεύγων , καὶ διὰ τοῦτο ταραττόμενος , οὐδέποτε εὐδαιμονήσει . ἤτοι γὰρ πᾶν ὃ διώκει
ταύρῳ λασίῳ τὸ μέγεθος . οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω ,
6924960 ἀπηνως
ὠμόσιτον ] τὴν ἀπηνῆ . ὠμόσιτον ] τὴν ὠμῶς καὶ ἀπηνῶς σιτουμένην τοὺς ἄνδρας . θΞ προσμεμηχανημένην ] μετὰ μηχανῆς
μ ' ὑπὸ γῆν : Εἴθε , φησίν , οὕτως ἀπηνῶς ὑπολαβών με ὁ Ζεὺς τοιούτοις ἀλύτοις δεσμοῖς ἔπεμψεν ἂν
6921959 καισαρ
Ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος ἧτταν καὶ ὡς ἑάλωσαν ἄμφω ὅ τε θεῖος καῖσαρ καὶ ὁ τούτου υἱός , ὁ τῶν στρατευμάτων κατάρχων
τῷ κάμνοντι , ἐπεὶ γοῦν οὕτω ταῦτα συνέβη καὶ ὁ καῖσαρ τὸν εὐκλεῆ βίον εἰς τὸν μοναδικὸν μετήμειψεν , ὁ
6917994 ἀποστραφεις
ῥυποῦντος καὶ κομῶντος καὶ ὠχρῶντος διὰ τὴν πολυχρόνιον συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἔκλαυσεν . καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς
, καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως ,
6904902 ἀποθνῃσκων
μηκέτι σπῶ : οὐ δέδοται . ἀλλ ' ὡς ἤδη ἀποθνῄσκων ὧδε ἐπινοήθητι : γέρων εἶ : μηκέτι τοῦτο ἐάσῃς
ἢ ὅτι αὐτὴν ἀναλαβὼν ὁ ἰατρὸς Νικόστρατος [ καὶ ] ἀποθνῄσκων κατέλιπεν αὐτῇ πολὺν ἐλλέβορον , ἄλλο δὲ οὐδέν .
6900462 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
6899645 Ξανθιας
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά
6898340 προστροπαιος
τραγικοὶ καὶ Ἀριστοφάνης : τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . προστρόπαιος : ὁ ἱκέτης , ὁ πρός τινα δεητικῶς τρεπόμενος
ἱκέτης ἔφαψαι πατρὸς ὅς ς ' ἐγείνατο . Θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων κόμας ἐμὰς καὶ τῆσδε καὶ σαυτοῦ
6893547 ἐκτεινα
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος ,
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν
6889406 ὑπεκρινατο
νοσῶν τις ἔδοξε Πείσωνά τινα καλούμενον ὁρᾶν . τοῦτό τις ὑπεκρίνατο πολλὴν ἀσφάλειαν καὶ σωτηρίαν καὶ προσέτι ἔφη ἐνενήκοντα καὶ
Ῥωμαίου θεράπων Ἴβηρ , ὑπονοήσας τι περὶ τῶν συνθεμένων , ὑπεκρίνατο συνειδέναι , ἕως τὸ πᾶν ἔμαθεν καὶ ἐμήνυσε τῷ
6889045 ἡσυχαζε
] ἄρχει εἶμι ] πορεύσομαι πρὸς αὐτόν ἐκλῦσαι ] ἐλευθερῶσαι ἡσύχαζε ] ἥσυχος ἔσο ἄγαν ] λίαν λαβροστόμει ] κομπορρημόνει
εἶναι τὸ χρυσίον λέγει “ λαβὼν τὸ ἥμισυ τοῦ εὑρέματος ἡσύχαζε . ” Αἴσωπος ἔφη “ οὐχὶ σύ μοι χαρίζει
6881110 ἀπειλων
ὁπόσα δὲ κομπάζει ἐν τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει ὁ Ἕκτωρ ἀπειλῶν τοῖς Ἀχαιοῖς τὸ ἐπὶ τὰς ναῦς πῦρ , πάνυ
, βιαστικὰς ἀπειλάς , μερίζεται δὲ περὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀπειλῶν πολυμερῶς : ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ
6880410 ἀστρατευτος
ἁπλᾶ ὄντα ὀξύνεται : τορνευτός στρατευτός βουλευτός . τὸ δὲ ἀστράτευτος σύνθετον . Τὰ διὰ τοῦ ΟΥΤΟΣ προπερισπᾶται : τηλικοῦτος
. . πρὸς τίνας ] πολέμους , ἐν οἷς ἤμην ἀστράτευτος . . . . Ἄλλως . οἷον πολεμίους ,
6876655 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
6875647 προπεμψας
τῶν τοιούτων καταγελῶν , μηδὲ πρότερόν γε σὺ ἀποθάνοις ἢ προπέμψας πάντας τοὺς κόλακας . Τοῦτο μέν , ὦ Πλούτων
τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν . οὗτος προσήλασεν ἱππέας ἔχων , καὶ προπέμψας ἑρμηνέα εἶπεν ὅτι βούλοιτο διαλεχθῆναι τοῖς ἄρχουσι . τοῖς
6871614 προστυγχανων
κωλυέτω , ἐν ἐργασίμοις δὲ καὶ ἱεροῖς ἀγρίοις ἐξειργέτω ὁ προστυγχάνων , ἐνυγροθηρευτὴν δέ , πλὴν ἐν λιμέσιν καὶ ἱεροῖς
ἐλεύθερον : ὡς δ ' αὖ δοῦλον , πᾶς ὁ προστυγχάνων τῶν ἐλευθέρων ἀνδρῶν κολαζέτω τόν τε παῖδα αὐτὸν καὶ
6870168 Τελεσαρχος
μὲν τοὺς βαρβάρους τῇ μάχῃ , αὐτὸς δὲ ἔπεσεν ὁ Τελέσαρχος , ἀνὴρ εἴπερ τις καὶ ἄλλος πρόθυμος ἐς τὰ
ἀφελέσθαι Νηλέα : ὅθεν Ἡρακλέα Νέστορι παραδοῦναι τὴν ἀρχήν . Τελέσαρχος δὲ κτλ . . . , : Ἀγίας δὲ
6869703 ἐρημωσας
φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος κικλήσκεται .
, τέκνα . σὺ δ ' ὡς μάλιστα τούσδ ' ἐρημώσας ἔχε καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένηι . ἤδη γὰρ
6864661 φονευων
διέλειπεν αἰτίας ψευδεῖς ἐπιφέρων τοῖς εὐπορωτάτοις , καὶ τοὺς μὲν φονεύων , τοὺς δὲ φυγαδεύων καὶ τὰς οὐσίας δημεύων οὐ
, μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' ἐγώ :
6864440 Ῥωμαιος
παῖς μαθήσεται γράμματα . εἰ δέ τις Ἑλληνικὰ μανθάνοι γράμματα Ῥωμαῖος ὢν ἢ Ῥωμαϊκὰ Ἕλλην , ὁ μὲν εἰς Ἑλληνικὰς
. Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον
6863590 βοηθησας
πολιορκούμενος ἐπεκαλέσατο τὸν Ἡρακλέα βοηθὸν ἐπὶ μέρει τῆς γῆς . βοηθήσας δὲ Ἡρακλῆς ἀπέκτεινε Κόρωνον μετὰ καὶ ἄλλων , καὶ
λόγον . ἀλλ ' οὐκ ἠδίκησεν ὁ πατὴρ σοὶ δεομένῳ βοηθήσας : οὐκοῦν οὐδὲ σὺ ἀδικήσεις ἐν καιρῷ τὴν ἀμοιβὴν
6863169 ἀνιωμενος
ἔστιν ἡ ῥώμη καὶ εὐεξία τοῦ σώματος . Ὁ αὐτὸς ἀνιώμενος καὶ δυσφορῶν ἐπὶ τῇ παραλύσει χρονιωτέρᾳ γινομένῃ ἔδοξε τὸ
παρανομίᾳ . θ δυσφορῶν ] βαρέως φέρων . δυσφορῶν ] ἀνιώμενος . δυσφορῶν ] λυπούμενος . δυσφορῶν ] ἀγανακτῶν .
6862860 μανεις
' , ὅς τ ' ἐπ ' Ἀλφειοῦ ῥοαῖς θεοῦ μανεὶς ἔρριψε Σαλμωνεὺς φλόγα . Ἑλλὰς μὲν οὖν ἐστὶ ,
γεωργῶν ἐπιμέλειαι εὑροῦσαι κατ ' ἔτος ἐκνεάζοντα . καὶ οὐδὲ μανεὶς ἂν εἴποι τις ὅτι δρῦς στάχυος ἀμείνων . τί
6861905 παραδωσων
δύο λόγοι ἁρμόζουσι . Πάρεστιν ὁ Πορφύριος τῆς δευτέρας διαιρέσεως παραδώσων τὴν διδασκαλίαν , φημὶ δὲ τῆς λεγούσης τὰ ὄντα
εἰ δύναιτο . ᾤχετο οὖν ὁ Μασσανάσσης μετά τινων Ῥωμαίων παραδώσων αὐτοῖς τὴν Σοφωνίβαν . κρύφα δὲ αὐτῇ φέρων φάρμακον
6860589 ἀτιμωρητον
καὶ δεήσεις αὐτῶν ἐτράπετο , μὴ περιιδεῖν μήτ ' αὐτὸν ἀτιμώρητον γενόμενον μήτε τὴν πατρίδα προπηλακιζομένην . λέγοντι δ '
πολιτεύεσθαι μήτε ἄλλο τι τῶν κοινῶν ποιεῖν , ἀλλὰ τὸν ἀτιμώρητον . ἀριστίνδην . κατ ' ἐκλογὴν καὶ αἵρεσιν τῶν
6856908 κἀπογυμναζων
. Ξ κἀπογυμνάζων ] ἀνοίγων . κἀπογυμνάζων ] ἀπολύων . κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων .
κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων . κἀπογυμνάζων ] ἀναιδῶς ἀποκαλύπτων καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ]
6853650 δεδανεικεν
τινων εἰς ταὐτὰ ἀναλύεται διαφθειρόμενον , ὡσπερεὶ τῆς φύσεως ἃ δεδάνεικεν ἐν ἀρχῇ χρέα κομιζομένης ἐπὶ τέλει . Διὸ δὴ
καὶ κατομόσεται λαβεῖν μηδέν τι . ὁ μὲν γὰρ φαῦλος δεδάνεικεν εἰδὼς ὅτι λήψεται πάντως τὸ δάνειον διὰ τὴν τοῦ
6851916 διωκων
προσάγων : καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται , μέτˈρα μὲν γνώμᾳ διώκων , μέτˈρα δὲ καὶ κατέχων γλῶσσα δ ' οὐκ
τοῦ κλήρου : εἰ μὲν γὰρ τῷ ὡροσκόπῳ προσνεύσει ὁ διώκων ἰσχυρότερος ἔσται , εἰ δὲ τῇ δύσει ὁ φεύγων
6847797 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς

Back