πολίτης ἐμός , ἐωνημένος ἧκεν ἀναγνωσόμενος , καὶ ὁ διδάσκαλος ἀνεβόησε τοῦτ ' ἐκεῖνο , τοῖς γνωρίσμασιν ἑλών , καὶ
μοι , κατὰ τὸν Αἰσχύλου Προμηθέα . καὶ ὁ Κύνουλκος ἀνεβόησε : καὶ τίν ' ἂν τῶν μεγάλων οὗτος οὐκ
6839012 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
6648900 ἀναστας
τῶι σφὼ κατακτείνοντι τοιούτους λέγειν ] . ἄλλος δ ' ἀναστὰς ἔλεγε τῶιδ ' ἐναντία , μορφῆι μὲν οὐκ εὐωπός
εἶναι πρὸς ἡμῶν τε τῶν Λακεδαιμονίων καὶ πρὸς αὐτοῦ . ἀναστὰς ἐπὶ τούτῳ Εὐρύλοχος Λουσιάτης Ἀρκὰς εἶπεν : Καὶ δοκεῖ
6593541 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
6228369 ἀπεκτονεν
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν
6196294 γνωρισθεις
φησιν ὅτι κατελθὼν ὁ Ἰάσων ἀπὸ τοῦ Χείρονος ἄντρου καὶ γνωρισθεὶς τῷ πατρὶ * καὶ * τοῖς συγγενέσιν ἀριστοποιεῖται καὶ
ἀποταμεῖν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν , ὅκως μὴ αὐτὸς ὀφθεὶς καὶ γνωρισθεὶς ὃς εἴη προσαπολέσῃ κἀκεῖνον . Τῷ δὲ δόξαι εὖ
6185449 βουλευσαμενος
καὶ ἁμαρτητικῶς αὐτοῖς χρήσεται , οὕτω καὶ ὁ περὶ τἀγαθοῦ βουλευσάμενος ἢ καθόλου ἁμαρτήσεται ἢ καθ ' ἕκαστον . καὶ
ὑπὲρ τοῦ δικαίου συνείληφε λογισμόν : ἢ οὕτως : πολλὰ βουλευσάμενος , ὦ δικασταὶ , τήμερον περὶ ταυτησὶ τῆς γραφῆς
6092151 ἠγανακτει
πλησιάζουσιν ; ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει , λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τοῦ ὀφλήματος ,
οὐκ ἠξίου τὰ δοθέντα μισθὸν εὐαγγελίων ἔχειν , ἀλλ ' ἠγανάκτει μαρτυρόμενος καὶ βοῶν , ὅτι Κῦρον οὐδεὶς ἕτερος ἀλλ
6087788 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
6074511 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
6039226 Θερσανδρος
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
6003087 ἐπιστραφεις
καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη
πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν .
5980473 πυλωνος
καὶ βαθυτέρᾳ καθ ' ἑαυτὸν ἐννοίᾳ γενόμενος δι ' ἑτέρου πυλῶνος ἐκλαθόμενος ἀπηλλάγη , τό τε τῆς ἡμέρας λοιπὸν καὶ
. Τὰ εἰς ων τοπικὰ τὸ ω φυλάττει , πυλών πυλῶνος , Ἰτών Ἰτῶνος . Τὰ εἰς ων ὀνόματα μηνῶν
5946290 Ἑρμοκρατης
τῶν Ἀθηναίων , τῶν δὲ τὰ ἐναντία λεγόντων , καὶ Ἑρμοκράτης ὁ Ἕρμωνος παρελθὼν αὐτοῖς , ὡς σαφῶς οἰόμενος εἰδέναι
ἀνασχέσθαι μοι δοκεῖ . ὁ δ ' ἐν Συρακούσαις δημηγορῶν Ἑρμοκράτης οὐκ ἄντικρύς σοι κομπαστὴς εἶναι δοκεῖ ; λέγει γοῦν
5923251 ἐβοησεν
χάριν ὁμολογοῦντι τῆς σωτηρίας . Πάλιν οὖν ἡ Χλόη μέγα ἐβόησεν , ὁ δὲ Δάφνις ἐγέλασε : καὶ προφάσεως λαβόμενος
χαλεπῶς , φοβερά . . κέκραγεν ] βοᾷ . , ἐβόησεν , ἠχεῖ , ἤχησεν . . ἀτρέμας ] ἡσύχως
5904967 Δημωναξ
πάθει αὐτοῦ , καὶ εἰπόντος , Τί οὖν , ὦ Δημῶναξ , Πολυδεύκης ἀξιοῖ ; Αἰτιᾶταί σε , ἔφη ,
ἐπὶ χλευασμῷ , Εἰ χιλίας μνᾶς ξύλων καύσαιμι , ὦ Δημῶναξ , πόσαι μναῖ ἂν καπνοῦ γένοιντο ; Στῆσον ,
5888086 Αἰσωπος
γεννηθέντες τῶν Ἑλλήνων δοῦλοι καθεστήκατε . ” ταῦτα εἰπὼν ὁ Αἴσωπος περὶ ἐκδημίαν ἐγένετο . οἱ δὲ Δελφοί , λογισάμενοι
. ὁ δὲ Ξάνθος λέγει “ λύσατε αὐτόν . ” Αἴσωπος λέγει “ οὐ βούλομαι λυθῆναι . ” Ξάνθος :
5882567 παρηλθε
; οἷς ἐνίκα πρότερον μόνη Μαραθῶνι , οἷς ὕστερον τοσοῦτον παρῆλθε τοὺς συστάντας , οἷς αὐτὴ κεφάλαιον τοῦ πολέμου τοῖς
κατέτριψε τῆς δωρεᾶς , ἀλλ ' ἡνίκα εἰς τὴν βασιλείαν παρῆλθε , τοῦτο ὑπέλαβεν εἶναι τῆς ἀμείνονος τύχης προοίμιον ,
5878088 κἀκεινος
ἡρώων , καὶ τὸν σύνοικον ἀγαθὰ δαψιλῆ ποίει . ” κἀκεῖνος αὐτῷ νυκτὸς ἐν μέσαις ὥραις “ ἀγαθὸν μὲν ”
ὃν τοῖς νεωτάτοις συλλαβεῖν κελεύσας ἡγεμόνα ποιεῖται τῆς ὁδοῦ . κἀκεῖνος αὐτοὺς ἄγων περὶ τὸ ὄρος σὺν πολλῷ χρόνῳ καθίστησιν
5873678 ἠρετο
τὰ δὲ εὖ . ἐκ τούτου δὴ ἐπεὶ ὑπέπινον , ἤρετο ὁ Ὑστάσπας τὸν Κῦρον : Ἆρ ' ἄν ,
τι μὲν δέοιτο οὐκ εἰπούσης , ἐκλιπαρούσης δὲ ἀφικέσθαι , ἤρετο τὸν πρεσβευτήν , ὅ τι αὐτοῦ δέοιντο , ὁ
5867292 ἠπορει
ἐλεεινόν τι καὶ ἀλγεινὸν ἔστενε πρὸς τὴν ἀπουσίαν ἀνιώμενος . ἠπόρει δὲ οὐδὲ δακρύων ὁ λίθος , ἀλλ ' εἶχεν
τούτων θεωρῆσαι , ὃ καὶ αὐτὸς ἐζήτει † τοῦτο καὶ ἠπόρει ἐν τῷ πρὸ τούτου . Ἀρχὴν λέγει τὴν ἐναντίωσιν
5863824 ἐλαλησεν
ἐμοί , καὶ ἕκαστος ἡμῶν τὸ ἑαυτοῦ ἐτήρει . Καὶ ἐλάλησεν τῷ ὄφει ὁ διάβολος λέγων : ἀνάστα ἐλθὲ πρός
παρατετήρηται δὲ ἄκρως τὸ μὴ „ εἶπεν „ ἢ ” ἐλάλησεν ” φάναι , ἀλλὰ τὸ „ φωνὴ θεοῦ ἐγένετο
5839099 ἀνιαθεις
κομίσῃ , τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου
, τὰ μικρότατα λελειμμένα ἦν . ἐνταῦθα δὴ ἐκεῖνος πάνυ ἀνιαθεὶς δῆλος ἦν καὶ εἶπε πρὸς αὑτόν : Τῆς τύχης
5805734 ἀναπηδησας
λαβόντας , ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας , ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ , οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ '
ἄλλοθεν : Χαιρεφῶν δέ , ἅτε καὶ μανικὸς ὤν , ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με , καί μου λαβόμενος
5780581 βασανιζομενος
ἐπιφέρειν : ἐπειδὴ δὲ ἀνεγνώσθη τὸ γραμματείδιον καὶ ὁ ὕστερος βασανιζόμενος οὐ συνεφέρετο τῷ γραμματειδίῳ , οὐκέτι οἷόν τ '
δὲ τούτοις κατάμιξον καὶ θρῆνον τοῦ πατρός : ὡς δὲ βασανιζόμενος ὁ πρῶτος ἀπέθανεν , εὐθὺς ἐστρέβλου τὸν δεύτερον ,
5768592 ἀναθορων
θηρατὰς καὶ κύνας καὶ ἵππους , ἐπί τινα λόφον ὑψηλὸν ἀναθορὼν καὶ ἑαυτὸν ἀναστήσας ἐπὶ τῶν κατόπιν ποδῶν , οἷον
πληθὺς αἰδουμένη παλίωξίν τε εἰργάσαντο . καὶ τῆς νίκης ἀρχομένης ἀναθορὼν αὖθις ἐπὶ τὸν ἵππον ἐπῄνει τὸν στρατὸν περιιὼν καὶ
5767358 θορυβεισθε
, εἰς τὰ δίκτυα : ἐν καταστάσει γίνεσθε καὶ μὴ θορυβεῖσθε : πάλιν κατάστηθ ' : ἀναδράμετε , φησὶν ,
ὑστερίσητε παύεσθε : ἕτερον πάλιν ἂν συμβῇ τι παρασκευάζεσθε καὶ θορυβεῖσθε . τὸ δ ' οὐχ οὕτως ἔχει : οὐκ
5761439 περιπτυξαμενος
μητρὸς περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους
λόγου κρεῖττον . Ἑρμοκράτης δὲ ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν σκηνὴν καὶ περιπτυξάμενος τὴν θυγατέρα εἶπε ” ζῇς , τέκνον , ἢ
5760260 ὀφθεις
ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ . ἐγώ εἰμι ὁ θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ θεοῦ , οὗ ἤλειψάς μοι στήλην
καὶ ἐδεδίεις , ἵνα μὴ συγκινδυνεύσῃς αὐτῷ κοινωνὸς τῆς τυραννίδος ὀφθείς . Μόνον δὲ τοῦ φεύγοντος : ἔδειξεν ὡς μᾶλλον
5758368 ἀπεκρινατο
ἔστιν , ἔφη , ὦ Κῦρε ; καὶ ὁ Κῦρος ἀπεκρίνατο : Ὅτι , ἔφη , ἐγώ , ὦ Γωβρύα
συνθήκαις , οὐ προειπὼν τὰ χρέα . ὁ δ ' ἀπεκρίνατο ? ἡμῖν , ὡς οὔτε τὰ χρέα γιγνώσκοι ἃ
5752810 ἐκπεπληγμενους
δύνασθαι σαφῶς βοηθῆσαι ἑαυτῷ τοὺς προεληλυθότας , ὁρῶν δὲ καὶ ἐκπεπληγμένους ἅπαντας , ὡς εἶδον τὴν ἐνέδραν , εἶπε πρὸς
ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι . ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει
5747939 αὐτομολον
ὡς ἀπὸ δεσμοῦ ἐξ ἀνάγκης ἕπεσθαι , τὸ δ ' αὐτόμολον τάττεται ἐπὶ τοῦ αὐτοπροαιρέτου . κείνους : ἀπὸ κοινοῦ
Μαρκέλλου , πρὶν αἰσθέσθαι πολλοὺς περὶ τοῦ θανάτου , καὶ αὐτόμολον ἄνδρα Ῥωμαῖον ἔπεμψε φέρειν δηλοῦντα , ὅτι στρατιὰ Μαρκέλλου
5745036 συνεις
γενομένης καὶ χωρούντων ἐπ ' αὐτόν , ὁ οἰκέτης εἵπετο συνεὶς καί τινα πρεσβύτην προοδεύοντα προδραμὼν ἀπέκτεινε καὶ τὴν κεφαλὴν
διαστατοῦ σώματος τοῦ φύσει πρῶτον αἰσθητοῦ . ὁ δὲ μὴ συνεὶς τὸ λεγόμενον ἔκ τινος παιδιᾶς εἴσεται πάνυ συνήθους .
5738720 Λευκιππην
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος
5728363 σχολαστικων
ἀνάσχοιτο ὑπ ' αἰσχροῦ σωματίου ὑπηρετεῖσθαι „ . τῶν δὲ σχολαστικῶν αὖθις εἰπόντων ” ἀλλ ' ἐγγὺς ἡ γνώμη ,
' εὐτελῶν δὲ σωματίων δουλεύεσθαι . “ εἷς δὲ τῶν σχολαστικῶν φησι ” εἰ παράγγελμά ἐστι πολυτελῆ μὴ ὠνεῖσθαι ,
5719264 Σωσιας
Μεσσήνιος ἢ Διογένης ὁ Φρὺξ ἢ Ἵππων ἢ Διαγόρας ἢ Σωσίας ἢ Ἐπίκουρος οὔτε Ἰνδὸς οὔτε Κελτὸς οὔτε Αἰγύπτιος .
τρέπει , ἐὰν μὴ ὦσι Δώρια : Ἑρμείας Ἑρμείης , Σωσίας Σωσίης . Τὰ εἰς ης λήγοντα , ὧν ἡ
5693334 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
5690905 ἐλαλει
ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐπυνθάνετο , τί ἂν πρὸς τὸ οὖς ἐλάλει αὐτῷ ἡ ἄρκτος . ὁ δὲ εἶπεν : ”
βούλοιτο [ διαλέγεσθαι - ] · ὡς δὲ οὐδὲν [ ἐλάλει , ] ἀλλὰ ὁμοίοις ἡ παρθένος [ κατείχετο -
5682190 ἐξιων
, αἰσχύνεσθαι ἔφη , μὴ ὀφθῇ , ὥσπερ ἐκ πορνείου ἐξιών . ἰδὼν δὲ ἐν κυφῶνι δεδεμένους δύο ὡς μικροπολιτικόν
εὐθύς . ὡς ταχύ . ἦ τοῦτ ' ἐβεβούλευς ' ἐξιών , ἐρᾶν τινος ; σκώπτεις : ἐγὼ δὲ ,
5677690 ῥυτηρος
ἔην : μέγα δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα
τῷ Ἀνδρονίκῳ προειπὼν τὴν κατ ' ἐκείνων ἐξέλασιν , ἀπὸ ῥυτῆρος σὺν τοῖς ἀμφ ' αὐτὸν ἐξελαύνει τὸν ἵππον .
5673435 δεινοπαθων
τοῦ περιόρθρου . οὕτως ἐκεῖνον ἔκτεινεν ὁ στρατηγὸς Ἀρβάκης , δεινοπαθῶν εἰ λέγοιτο δοῦλος ἀνδρὸς τοιούτου . Ἄλλοι δ '
τοῖς Δολίοσι . τὸ δὲ ἐυξείνοισιν , ὥσπερ καὶ αὐτὸς δεινοπαθῶν ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι τοῦτό φησιν . Ἱερὴ δὲ φατίζεται
5672457 εἰστρεχει
οὖν ταῦτα ἐφιλοσοφοῦμεν περὶ τοῦ θεοῦ : ἐξαίφνης δὲ παῖς εἰστρέχει τῶν τοῦ Χαρικλέους οἰκετῶν , ἔχων ἐπὶ τοῦ προσώπου
ὀφθαλμοί σου λέγουσιν . ” ἄρτι δὲ λέγοντος αὐτοῦ Χαρικλῆς εἰστρέχει τεθορυβημένος , “ Οἴχομαί σοι , ” λέγων ,
5671950 ἀπῃει
ὁ Βοτανειάτης ὡς οἱ προπεμφθέντες τῶν βασιλείων γεγόνασιν ἐγκρατεῖς , ἀπῄει διαπεράσων πρὸς τὰ βασίλεια . Γενομένου δ ' αὐτοῦ
οἱ διενέγκαντες τὴν ψῆφον λόχοι τῶν ὑπολειπομένων ὁ μὲν δῆμος ἀπῄει συμφορὰν βαρεῖαν ἡγούμενος , ὅτι μισῶν αὐτοὺς ἀνὴρ ἐξουσίας
5661120 ἐδακρυε
[ ] ἀγαθήν [ γε εἶχεν ] ἐλπίδα : [ ἐδάκρυε ] [ δὲ ἡ κόρη ] πολὺ καὶ ἡ
δὲ πολὺ τῶν αἰτουμένων τὸ σύνηθες ἐρασταῖς πενομένοις ἔπραττεν : ἐδάκρυε καὶ τὰς Νύμφας αὖθις ἐκάλει βοηθούς . Αἱ δὲ
5658420 ἀκουσαντων
τέλος ἤδη τῆς διανοίας ἐχούσης , προσείληπται τὸ παρὰ τῶν ἀκουσάντων . ἆρά γε ὁμοίως ἡρμήνευται ὁ αὐτὸς νοῦς οὑτοσὶ
καλῶς ῥηθέντι μνήμη καὶ κόσμος γίνεται τοῖς πράξασι παρὰ τῶν ἀκουσάντων : ἐνταῦθα γὰρ τὸ παρὰ τῶν ἀκουσάντων παραπλήρωμα τῆς
5651449 νεανιας
τὸν κατὰ Χαιρέου πόλεμον ὁ Φθόνος . καὶ πρῶτος ἀναστὰς νεανίας τις Ἰταλιώτης , υἱὸς τοῦ Ῥηγίνων τυράννου , τοιαῦτα
καιρὸς εἶναι , προϊέναι ἐκέλευσα . καὶ ἁνήρ σοι ὁ νεανίας ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο . κἀγὼ ἰδὼν
5649368 μειρακισκος
τινα ἔθνη τῶν ἀποστάντων , καί τις αὐτῷ τῶν παραθεόντων μειρακίσκος εὐγενὴς μὲν καὶ ὡραῖος , ἤδη δὲ θηρατικὸς ,
, ἐξεῖναι παρ ' ἄλλον ἀποχωρεῖν . Προσέρχεται δή τις μειρακίσκος , ὄνομα Κῦρος , Μάρδος γένος , θεράποντι βασιλείῳ
5647595 πεισθεις
εἰσάγεται ὅτε ἐμπίπτει λέγοντος ἀλλ ' ὁ δῆμος αἴτιος μὴ πεισθείς . Καὶ πάλιν ταύτην ὁ κατήγορος λύσει μεταλήψει :
, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀρχαίων . . πειθόμενος ] πεισθείς , καταπειθόμενος . τέφρα ] ἡ στάκτη . ,
5639198 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
5627928 τεθνηκως
- ται . ἢ οὕτως : εἴ τις καὶ πρὶν τεθνηκὼς ἢ νῦν ὢν ἴσχεν ἐξαίρετόν τι , τοῦτο ἔσχον
λέγειν . ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον : ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνηκὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ ' Ἀθηναίων τοὺς Ἡρακλείδας
5614141 ἐμειδιασε
οὐκ ἐλεύθερον ὄντα τὸν ἕτερον . καὶ ὃς πάνυ πρᾴως ἐμειδίασέ τε καὶ εἶπε , Πόθεν δὲ ἔστιν , ὦ
αὐτὸς πρὸς αὐτὸν ἔφην πολλάκις ἐπιτιμῶν , ὁ δ ' ἐμειδίασέ τε καὶ οὐκ ἠρνήσατο ὡς ἄν τι χρηστὸν ποιῶν
5590280 παραστησας
, δεινὸν ἀλαλάξας καὶ τὸ ἀκάθεκτον τοῦ τρόπου τῇ φωνῇ παραστήσας . ὡς εἰπεῖν συνόντι μοι τῷ ὑπερμαχοῦντι ἀνδρὶ ”
τὸν σεαυτοῦ ; Ναί . Τί οὖν ; ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι , τοῦτον οἶσθα ; τί φήσεις
5584445 Ἀλεξανδρε
λόγον * καί φησι * καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ
τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν ἔφη τις οὕτως : Ἀλέξανδρε , δράμε σου τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα . Ἐν
5583945 Κλεινιας
τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος ὁ Κλεινίας ἔφη Θέρσανδρον διὰ τῆς νυκτὸς ἀποδεδρακέναι : τὴν γὰρ
ἐκώκυεν ὁ πατήρ , ἑτέρωθεν δὲ καθ ' αὑτὸν ὁ Κλεινίας : “ Ἐγώ μου τὸν δεσπότην ἀπολώλεκα . τί
5576758 ἀνεβοησεν
προσέταξεν ἀποκτεῖναι , ὁ δὲ Χαρίδημος ἀπαγόμενος ἐπὶ τὸν θάνατον ἀνεβόησεν μεταμελήσειν ταῦτα ταχὺ τῷ βασιλεῖ καὶ τῆς ἀδίκου τιμωρίας
καὶ παρωνυχίδας ποιήσας καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ ὀνυχιζομένου ἀπωσθεὶς ἀνεβόησεν : Ἐπιστάτα , τί οὐκ ἀφίησί με μαθεῖν ;
5575070 Παρσωνδης
ἦν ἐν Μήδοις τότε κατά τε ἀνδρείαν καὶ ῥώμην δοκιμώτατος Παρσώνδης , παρά τε βασιλεῖ μάλιστα ἐπαινούμενος καὶ ἐν Πέρσαις
τῷ βασιλέως στρατῷ . Καί ποτε κατὰ δαίμονα κυνηγετῶν ὁ Παρσώνδης ἐλαύνει πόρρω ἀπὸ τοῦ βασιλέως εἴς τι πεδίον οὐχ
5574438 μειδιασας
λατομίας . τότε μὲν οὖν διὰ τὴν εὐτραπελίαν τῶν λόγων μειδιάσας ὁ Διονύσιος ἤνεγκε τὴν παρρησίαν , τοῦ γέλωτος τὴν
αἴλουρος ἀπ ' Αἰγύπτου ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα ” ; κἀκεῖνος μειδιάσας φησί : „ καὶ πῶς , ὦ βασιλεῦ ,
5572681 ὑποτυχων
αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι ' ὀργῆς
αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν , ὑποτυχὼν ἔφη : „ ἀλλ ' ἐὰν τοῦτο πράξω ,
5571447 ἀπηλλαττετο
βίου δείκνυσι , τιμαῖς μὲν ἐκείναις καὶ δυνάμεσι χαίρειν εἰπὼν ἀπηλλάττετο , ἀρετῆς δὲ καὶ ἐπιστήμης ἐραστὴς γενόμενος , αἷς
ἐπειδὰν καὶ Διονύσιος παραγένηται . ” προσκυνήσας οὖν ὁ Μιθριδάτης ἀπηλλάττετο , μόνος δὲ γενόμενος ἐκάλεσε Χαιρέαν καὶ ἔφη πρὸς
5567315 ἀνεστη
. α . . . . Ἀνόρουσεν : ἀνώρμησεν , ἀνέστη . ἔστιν ὄρω , τὸ διεγείρομαι , ἐξ οὗ
ὄψ ' : ἦμος δ ' ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά
5565984 προσβλεψας
πεπορισμένος πάρεστιν : ὡς εἰσῆλθε γάρ εὐθύς μ ' ἐπηρώτησε προσβλέψας μέγα , „ πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ;
ὁ διὰ σὲ θρῆνος προοίμιον ; πῶς τοὺς σοὺς ἡλικιώτας προσβλέψας ἐπαρκέσω τῷ πάθει ; πῶς τὴν ἐμὴν νεολαίαν ἰδὼν
5559140 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
5558171 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
5553470 παρακληθεις
ἐρωτήσας , πότε αὐτὸν ὄψεται , ἐπαινῶν ἀπαλλάττεσθαι . καὶ παρακληθεὶς δὲ πρὸς δίαιταν μὴ μόνον ᾧ πάρεστι βούλεσθαι ἀρέσκειν
συγγράμματος τοῦτο οὐ χεῖρον . ἀμείνων γενόμενος τὴν γνώμην ἄπειμι παρακληθεὶς εἰς λόγους τοῖς τοῦ βασιλέως λόγοις . οὗτοι τῶν
5552607 κλαιων
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ
5549294 στραφεις
. Ὁ σὸς δέ , παμμέγιστε Ῥωμανέ , στόλος τείχη στραφεὶς ἔπληττεν ἐν προθυμίᾳ , χαίρων κατασπῶν ταῦτα , ῥίπτων
μετ ' αὐτοῦ , ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκεν , ὃς στραφεὶς οἴκοι ἀπήγγειλε πάντα . ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας ὁ
5546879 Μαρκιος
οὐδέποτε . ἠγάσθη τε δὴ τῆς μεγαλοφροσύνης τοὺς ἄνδρας ὁ Μάρκιος καὶ τὴν πολιορκίαν ἔλυσε . . Τῶν Κελτῶν ἐπιστρατευσάντων
ἤδη πᾶσα ἡ δύναμις , ἐβουλεύετο μετὰ τοῦ συνάρχοντος ὁ Μάρκιος , ὅπως χρηστέον τοῖς λοιποῖς πράγμασιν . ἔφη δ
5544114 ἐρημοτερος
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ
5543329 προεγνω
Τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε , ἀφ ' ὧν αὐτὸς προέγνω , καὶ πάνυ ἂν ῥᾳδίως περιγενέσθαι τὴν πόλιν Πελοποννησίων
ὅσον ἐκ τοῦ προηγησαμένου συμπτώματος : ἀλλ ' ἐπειδὴ οὐ προέγνω τὸ μέλλον ὥστε μὴ ἐγχειρῆσαι τοιούτῳ τολμήματι , ἐγχειρήσας
5542554 ἀπαγαγων
ὑποβλεπόμενος , ἄσθματος μεστός , καὶ μικρὸν ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀπαγαγών πλησίον γὰρ ἦσάν τινεςἠκούσατε ” ” ἔφη „ τὰ
Μὴ δῆτ ' ἔμοιγ ' . Οὕτω δὲ βασάνιζ ' ἀπαγαγών . Αὐτοῦ μὲν οὖν , ἵνα σοι κατ '
5539467 ἀγανακτεις
μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ ,
ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ;
5536335 θαρσησας
” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα , θαρσήσας : αὐτὴ γὰρ ἐνὶ φρεσὶ θάρσος Ἀθήνη θῆχ '
. ” ὡς δὲ συνῆκεν ὃ λέγω καὶ ἐμειδίασε , θαρσήσας εἶπον : “ Οἴμοι , φιλτάτη , πάλιν τέτρωμαι
5529131 μαχομενος
ἀποδεῖξαι πάσης τῆς Ἀσίας δεσπότην , εἰ μὴ χωρὶς ἐμοῦ μαχόμενος ἀνῃρέθη . τὸ δὲ λοιπὸν φίλον ὑμῖν ἐποίησα τὸν
ἐδίδους ἔπαιον ; ἀλλ ' ἀπῄτουν ; ἀλλὰ περὶ παιδικῶν μαχόμενος ; ἀλλὰ μεθύων ἐπαρῴνησα ; ἐπεὶ δὲ τούτων οὐδὲν
5524813 ἀνεβοα
θάνατον στείχοντα , ἐς δάκρυά τε καὶ ὀλοφυρμοὺς ἐτράπη καὶ ἀνεβόα τὴν δίκην ἐπ ' αὐτὸν φέρειν τὸ ξίφος ,
ἕνα καθικέτευεν αὐτὸν ἀπολυθῆναι , καὶ δὴ πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα ἀνεβόα : Σῶσον , ὦ ἄνερ , ἀπόλυσον ἐντεῦθεν ,
5521065 στεργω
σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων
ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι ,
5510605 ἐλεξε
τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντὸς καὶ ξύλλογον ποιήσας ἔλεξε τοιάδε . „ ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνός
τὸν Βροῦτον , τοὺς ἰδίους συνῆγον , καὶ ὁ Ἀντώνιος ἔλεξε : “ τὸ ἐχθὲς ἔργον , ὦ ἄνδρες ,
5505606 ἐλεξεν
δ ' οὐδὲν εἰδὼς δύσμορος τὸ σὸν μόνης δώρημ ' ἔλεξεν , ὥσπερ ἦν ἐσταλμένον . Κἀκεῖνος ὡς ἤκουσε καὶ
ἁρμάτων πόδα ἔστη μέσοισιν ἐν μεταιχμίοις δορός . κἄπειτ ' ἔλεξεν : Ὦ στρατήγ ' ὃς Ἀργόθεν ἥκεις , τί
5502483 Βασιλακης
ἐξέπεμπεν : ἀλλ ' οὗτος μὲν οὕτως : ὁ δὲ Βασιλάκης , τῶν ξυνόντων τῷ Κομνηνῷ αὐτομολήσαντός τινος πρὸς αὐτὸν
μεθ ' ἑαυτοῦ ἐπιφερόμενος δύναμιν . Ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ Βασιλάκης πρὸς τὸ Δυρράχιον ἐπειγόμενος ἐκεῖ καταλαβεῖν τὸν Βρυέννιον ἔσπευδε
5493106 ἐξελθων
τίς ἡ Χαρρὰν καὶ διὰ τί ὁ ἀπὸ τοῦ φρέατος ἐξελθὼν εἰς αὐτὴν ἔρχεται . ἔστι τοίνυν , ὡς ἔμοιγε
τείχη , ἀπάγειν παρεσκευάσατο τὴν στρατιὰν ἀπὸ τῆς πόλεως : ἐξελθὼν δέ τις αὐτόμολος εἶπεν ὅτι ἐπιτίθεσθαι μέλλοιεν αὐτῷ ,
5488050 ἀφεθεις
ἀφῆκε τὸν κατεχόμενον : με - τὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἐτυράννησεν ἀφεθείς : κωλυθείσης τῆς τυραννίδος κρίνεται συνειδότος ὁ στρατηγός :
φθονεῖν καὶ φοβεῖσθαι , μὴ πρωτεύσηι μᾶλλον ὅδ ' αὐτῶν ἀφεθείς , ταύτην μὲν πάλιν μετεβάλετο τὴν γνώμην , δικάσων
5485714 σωθεις
μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶν ὀνομασθῆναι , ὅτι μόνος τῶν ἑπτὰ σωθεὶς μόνος πάλιν τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις ,
ἀπὸ τῆς μίξεως διάθεσιν ἔχουσα πρὸς αὐτόν : οὗτος δὲ σωθεὶς ἐξεδίκησε τοὺς αὐτοῦ ἀδελφούς . ἐφόνευσε γὰρ τὰς θυγατέρας
5473735 ἀκουσας
καὶ ἀκαίρως : Δημοσθένης : τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου . ἀκούσας ἥκειν . τόν δέ οὐδέ οὐχ ἥκιστα , οὐδ
εἶναι τοὺς λέγοντας : Ἀρτέμιδι ἰκέλη . τοῦθ ' ἥσθην ἀκούσας καὶ ὅτι τῷ κάλλει τῆς ψυχῆς ἁμιλλᾶται τὸ τοῦ
5470512 συνετωτερος
ληφθῆναι , τίς ἐστι τῶν τε ὄντων καὶ τῶν γεγονότων συνετώτερος , οὐδ ' οὕτως ἔσται πίστεως οὗτος ἄξιος .
λέξουσιν . διόπερ , κἂν τῶν γεγονότων τε καὶ ὄντων συνετώτερος εἶναι ὁμολογηθῇ τις , ἐπεὶ οὐκ ἔχομεν εἰπεῖν διαβεβαιωτικῶς
5463992 ὠκνει
αὐτοῦ τὰ ἐμοὶ δοκοῦντα . ὅτι δὲ τὸ ψεῦδος οὐκ ὤκνει πάντων μάλιστα οὐδὲ αἰσχρὸν ἐνόμιζε , τοῦτο λέγω :
' ἂν οὕτως ἐγένετο , εἴπερ ἐγίγνετο , κάλλιστα , ὤκνει ὡς δὴ μανθάνων καὶ ἀκούων τῶν περὶ φιλοσοφίαν λόγων
5463605 ὑπολαβων
ἡγεμόνων τῶν εἰς Νέαν πόλιν ἀποσταλέντων : καὶ ὁ Δημοκλῆς ὑπολαβὼν [ ἔφη ] εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐποίησαν
ἀνθρώπων τε ὑπὸ γῆν οἰκούντων καὶ πυγμαίων αὖ καὶ σκιαπόδων ὑπολαβὼν ὁ Ἰάρχας „ περὶ μὲν ζῴων ἢ φυτῶν „
5463291 προσελθων
Κίμωνα καὶ προδεδομένον οὐ περιιδών , ἀλλὰ καὶ στὰς καὶ προσελθὼν καὶ δεξιὰν ἐμβαλὼν καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου
ἐπιτετριηραρχημένου χρόνου , ὅ τε στρατηγὸς προσέταττέ μοι ἀνάγεσθαι , προσελθὼν αὐτῷ ἐν Θάσῳ ἐν τῷ λιμένι ἐναντίον τοῦ στρατηγοῦ
5460995 ἀχανης
καὶ πολλῷ αἵματι πεφοινιγμένος ἐκεκόμιστο , συγχυθεὶς ὑπὸ τῆς περιπαθήσεως ἀχανὴς ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἔκειτο , μηδ ' ὅσον τὴν
τὴν λύκαιναν , ὡς ἠσπάζετο τὰ βρέφη , τέως μὲν ἀχανὴς ἦν ὑπὸ θάμβους καὶ ἀπιστίας τῶν θεωρουμένων : ἔπειτα
5459485 ἐλιπαρει
συλληφθείς τε κατείχετο : καὶ ἐκπλαγεὶς τῷ πράγματι ἐδεῖτο καὶ ἐλιπάρει . ἀπελογεῖτό τε , φάσκων πάντα ψευδῆ εἶναι καὶ
καθημένῳ ἐς τὸ ἱερὸν τοῖς τε γόνασιν αὐτοῦ προσεκνυζᾶτο καὶ ἐλιπάρει παρὰ πάντας ἀνθρώπους , ὡς μὲν οἱ πολλοὶ ᾤοντο
5444917 Διονυσιε
αὐτοῦ γε τοῦ τὰ πτερὰ ἔχοντος Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι .
παρακειμένου , καὶ Διονύσιον , ὃς πρὸς τὸν ” οἰμώξῃ Διονύσιε ” φήσαντα „ σὺ μὲν οὖν , [ ἀπήντησεν
5441009 μεθυσθεις
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ
5433364 τολμησας
ταῦτα μετ ' ὀλίγον τεχθέντος ‖ τοῦ βρέφους ἐργάζεσθαι . τολμήσας δ ' ἂν εἴποιμι τὴν ἡσυχίαν ἐνέργειαν : τὸ
ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε ; Οὐκ οἶδ ' : ἐκεῖ γὰρ οὔτε
5429152 ἀκοντιωι
τιάρα τοῦ Κύρου . καὶ παρατρέχων νεανίας Πέρσης ὄνομα Μιθριδάτης ἀκοντίωι βάλλει τὸν κρόταφον αὐτοῦ παρὰ τὸν ὀφθαλμόν , ἀγνοῶν
, καὶ τιτρώσκει ἄχρι δακτύλων δύο , ὁ δὲ ὡσαύτως ἀκοντίωι τὸν τοῦ Οὐσίριος μηρόν : εἶτα βάλλει εἰς τὸν
5426577 πυθομενῳ
, οἶμαι , Ξενοφῶντος ἀκούεις . ὁρῶντι δή σοι καὶ πυθομένῳ πάντως ἐνέπεσέ τι καὶ γέλωτος . τὸν αὐτὸν δὴ
συμπαθὲς ἀποδοῦναι , τῷ δὲ νόμῳ τὴν ψῆφον . Τῷ πυθομένῳ , τί τῶν ζῴων χαλεπώτατόν ἐστιν , ἀπεκρίνατο ,
5421573 ἐβουλευετο
, προδιελθεῖν ὑμῖν βούλομαι . Μαρτυρεῖ Ἀμύντωρ Αἰσχίνῃ , ὅτε ἐβουλεύετο ὁ δῆμος περὶ τῆς συμμαχίας τῆς πρὸς Φίλιππον κατὰ
μὴ λέγωμεν , ὅτι ὁ μῦς περὶ βασιλείας τῶν ζῴων ἐβουλεύετο ἢ ὅτι ὁ λέων ἐζωγρήθη ὑπὸ τυροῦ [ καὶ
5420326 Αἰσωπον
τῷ Ἑρμίππῳ κελεύει , μηδὲν ἐξετάσαντα οἷα δὴ προδότην διαχειρίσασθαι Αἴσωπον . ὁ δὲ Ἕρμιππος φίλος τε ἦν τῷ Αἰσώπῳ
παραγενόμενος καὶ ἐκκλησίαν συναγαγὼν ἔπεισε τοὺς Σαμίους ἔκδοτον δοῦναι τὸν Αἴσωπον . ὁ δὲ Αἴσωπος εἰς μέσον ἐλθὼν ἔφη “
5419486 ἡκων
ἀδικεῖς , ὦ Ξάνθιε , σὺν ἑτέρωι ἐπ ' ἐμὲ ἥκων καὶ οὐ μόνος ὡς ὡμολόγητο . Ξάνθιος δὲ ταῦτα
ἐὰν μὲν γράφηται σᾶμα Ἁλιρροθίου , ἔσται αὐτὸς ὁ Ἁλιρρόθιος ἥκων ὡς ἂν ἐπίσημος ἐγένετο ὁ Ἁλιρρόθιος : ἐὰν δὲ
5418245 ἐβοηθει
μὴ φθονῆσαι τῇ κεφαλῇ : ὁ δὲ ἐβοήθει μέν , ἐβοήθει δὲ οὐ φιλῶν μέν , διειστήκει γὰρ τοῖς τρόποις
ἔχων ἀνέβη βαρβάρους καὶ οὓς ὁ βασιλέως ἀδελφὸς ἔχων βασιλεῖ ἐβοήθει , καὶ πρὸς τούτοις ὅσους βασιλεὺς ἔδωκεν αὐτῷ ,
5415863 Μαρδονιος
ἀντεῖχον καὶ ἀμυνόμενοι κατέβαλλον πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων : ὡς δὲ Μαρδόνιος ἀπέθανε καὶ τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον , ἐὸν ἰσχυρότατον
Περσῶν , Ἀθηναῖοι ἐπεβοήθησαν τοῖς Λακεδαιμονίοις καὶ ἐνίκησαν . ἐνταῦθα Μαρδόνιος ἔπεσεν γυμνῆι τῆι κεφαλῆι μαχόμενος , ἀναιρεθεὶς ὑπὸ Ἀειμνήστου
5411144 παρων
ἀπαντῆσαι πρὸς τὴν τοιαύτην λύσιν λέγοντας , ὅτι ἐλέγχεται ὁ παρὼν λόγος ψευδής , ἐξ ὧν αὐτὸς ὁ τεχνικὸς ἐπιφέρει
διὰ δὲ τὸ φθάσαν πολλάκις ἀφίενται , μόνος δὲ ὁ παρὼν ἐπ ' ἀμφοτέρῳ κρίνεται βίῳ : τό τε γὰρ
5409064 ἐμαινετο
τύραννον , καὶ τὸν υἱὸν ἔτρωσεν , εἰ μὴ ἀληθῶς ἐμαίνετο : δυνατὸν γὰρ καὶ ἑτέρως ἦν αὐτὸν ἀνελεῖν ,
: σῶμα πρὸς χεῖρα ψυχρόν : ἀνεπήδα , ἀνεκεκράγει , ἐμαίνετο : πνεῦμα πουλύ : τρομώδεες αἱ χεῖρες ἐγένοντο ,
5408372 Φωκιων
τοῦ Δημάδου πρὸς αὐτόν : τί οὐ πείθομεν , ὦ Φωκίων , Ἀθηναίους τὴν Λακωνικὴν προσδέξασθαι πολιτείαν ; ἐὰν γὰρ
προσετίθει τὸ χαίρειν : οὕτως ἄρα ᾑρήκει τὸν Μακεδόνα ὁ Φωκίων . ἀλλὰ καὶ τάλαντα αὐτῷ ἀργυρίου ἔπεμψεν ἑκατόν ,

Back