ἐστι φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον
χῶρον , ἅτε δικαίων ἀνδρῶν ὄντων , οὐ φθείρει , φθεῖρον τὰ ἄλλα : καὶ ἐν Ζακύνθωι κρηνῖδας ἰχθυοφόρους εἶναι
4872339 σεληναιον
ποίμνια : κατὰ γὰρ τὴν ιαʹ καὶ ιβʹ αὔξει τὸ σεληναῖον φῶς : ὃ καὶ θερμόν ἐστι καὶ ὑγρόν .
' ΑΜΕΙΝΩΝ . Ἐν γὰρ ταῖς ιβʹ μᾶλλον λάμπει τὸ σεληναῖον φῶς , ὅπερ ὑγρὸν ὂν καὶ θερμὸν ἀναζωπυρεῖ καὶ
4823117 ἐπιτατικωτερον
ἐὰν τοιοῦτος φανῇ , ἐπὶ δύο ἡμέραις ἢ καὶ πλείοσιν ἐπιτατικώτερον ἔσεσθαι τὸ εἰρημένον σύμπτωμα : ἐὰν δὲ ἐρυθρὸς γενόμενος
δὲ Ταύρῳ ἐὰν τὸ τοιοῦτον φανῇ , ἐπὶ δύο ἡμέρας ἐπιτατικώτερον καὶ πλείοσιν ἔσεσθαι : ἐὰν δὲ ἐρυθρὸς γενόμενος δι
4749045 τονουται
λοιπὴν πυκνοῦν σάρκα καὶ τὸν ὅλον ὄγκον θερμὸν παρέχειν . τονοῦται δὲ καὶ τὸ πνεῦμα , καὶ πᾶν , εἴ
βαρύοδμον : καὶ γὰρ τὸ πόλιόν ἐστιν εἶδος βοτάνης : τονοῦται δὲ καὶ πόλιον καὶ πολιόν . ἄμεινον δὲ τὸ
4744001 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
4680854 ἀναματτεται
νοσήματος , ἡ πόλις παραπολαύουσα , πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί . Δύναται δὲ κἀκεῖνο
ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί . δύναται δὲ κἀκεῖνο
4666811 συναναφερει
, οὐδὲν ἄλλο ἢ κίνησίς ἐστιν , ἡ δὲ ἐνέργεια συναναφέρει κατὰ τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἀποτελούμενον ἔργον : καὶ
ὕδατι κεκραμένου οἴνου χρῆσις . ἀναδιδόμενος γὰρ ὁ τοιοῦτος οἶνος συναναφέρει ἑαυτῷ καὶ τὰς ὕλας καὶ ποιεῖ αὐτὰς τὴν ἐναντίαν
4553645 αἰχμαλωσια
κτήσασθε ἐν φόβῳ Θεοῦ μετὰ σπουδῆς : ὅτι ἐὰν γένηται αἰχμαλωσία , καὶ πόλεις ὀλοθρευθῶσι καὶ χῶραι καὶ χρυσὸς καὶ
ἐπαγωγάς : ἐπαγωγός , ἐφελκυστικός : ἐπαγωγή , συμφορά , αἰχμαλωσία , ζημία , ἤτοι τὸ ὁπωσοῦν ἐπαγόμενον κακόν :
4509701 παγοϲ
ἀπὸ ῥόδων ἢ τῆϲ οἰνάνθηϲ , κηρὸϲ δὲ τουτέων πάντων πάγοϲ . ἄλειμμα λιπαρόν : αἰῶραι , περίπατοι , ἄλλα
ὠκύτερον μέν , ἐπιπονώτερον δὲ θνῄϲκουϲι : ἔϲτι γὰρ αἵματοϲ πάγοϲ τὸ πλεῖϲτον ἧπαρ . ἢν δὲ ἐν τῇϲι πύλῃϲι
4473612 πεδηθεισα
ὑδράργυρος φιλοτεχνουμένη ὑφ ' ἡμῶν πᾶν εἶδος αὐτὴ ἀναδέχεται καὶ πεδηθεῖσα , ὡς εἴρηται , ἐν τετραστοίχῳ σώματι ἰσχυρὰ καὶ
κεράτων ἐς τὴν τῆς σχοίνου συμπλοκὴν διείρῃ , κατέχεται καὶ πεδηθεῖσα σὺν τῷ μόσχῳ καταμένει , ἐκεῖνον μὲν οὐκ ἀπολύσασα
4345309 λελωβημενου
ἑνὶ διαστήματι γραφόμενα καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ τὰς βάσεις ἀμφοτέρας λελωβημένου κυλίνδρου προτεινόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων . ἀξιοῦσι γὰρ μέρους
, καὶ γυναικὸς δεόμενος ἵνα τραφῇς , καὶ δίκην ἀνθρώπου λελωβημένου τὸ σῶμα ἐς χεῖρας γυναικείας ἀποβλέπεις , ἵνα οἴκτῳ
4333662 πελον
καινὸν εἶδος εὐπρεπέστατον , πάντη ξένον καὶ φαιδρόν , εὐειδὲς πέλον , εἰς ὠφελείας κέρδος ὄνησιν φέρον τῇ συνθέσει καὶ
πῦρ τὸ στοιχεῖον . αὖθις τὸ ἐκ τῆς ὑγρᾶς οὐσίας πέλον πᾶσαν φύσιν τυχθεῖσαν αὖ ἐκ νέκταρος . τὸ στοιχεῖον
4284472 μιλιαριον
Ἀθηναῖος , εἰσὶν οἱ Οὐλπιάνειοι σοφισταί , οἱ καὶ τὸ μιλιάριον καλούμενον ὑπὸ Ῥωμαίων τὸ εἰς θερμοῦ ὕδατος κατεργασίαν κατασκευαζόμενον
λαβεῖν ῥοδόμελι καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μιλιάρια κʹ . σελινόσπερμον μιλιάριον ἓν , ἄνισον μιλιάριον τὸ ʹʹ . καὶ ἐπινηστεύειν
4283193 ὑποψαμμος
τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν : οὐ γὰρ στέριφος οὐδ ' ὑπόψαμμος ὁ βυθός , ὅθεν οὐδὲ ναυσίν , ὅτι μὴ
πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά ,
4273806 τελεσφορεισθαι
τὰ ζῷα ὑφεστάναι καὶ τοὺς καρποὺς τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι καὶ τελεσφορεῖσθαι : καὶ διότι μὴ μόνον τὰς ἡμέρας καὶ νύκτας
Ἄρης : συμβαίνει δὲ ὡς ἐπίπαν μὴ πάντα τὰ τοιαῦτα τελεσφορεῖσθαι . Ἤρτηται δὲ τῆς προειρημένης σκέψεως καὶ ὁ περὶ
4262200 ἀνασυραμενος
καύματος ὄντος , ὁ Ξάνθος ἐν τῷ περιπατεῖν τὸν χιτῶνα ἀνασυράμενος οὔρει . ὅπερ ἰδὼν Αἴσωπος καὶ τῶν ἱματίων ἐκείνου
, ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος , οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον . καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν ,
4259717 μυθευομενῃ
λεγομένας μίξεις οὐ παραπλησίας τῇ τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὴν γῆν μυθευομένῃ μίξει νοήσομεν ; ἀλλ ' ἐπανέλθωμεν ὅθεν εἰς ταῦτα
τὴν ἑπτάδα ἐπωνόμαζον : Ἀθηνᾶν μέν , ὅτι παραπλησίως τῇ μυθευομένῃ παρθένος τις καὶ ἄζυξ ὑπάρχει , οὔτε ἐκ μητρὸς
4218539 εὐχροον
ἐϲ ἄκρουϲ πόδαϲ καὶ ἀνὰ ῥῖνα : τὸ δὲ πρόϲωπον εὔχροον : ϲφυγμοὶ ἐϲ μέγεθοϲ ἠρμένοι , ἄτρομοι , ϲφοδροί
ἔσω περὶ ἀρτηρίην καὶ φάρυγγα , ὑπεσύριζε κερχναλέον : πρόσωπον εὔχροον , ἐπὶ γνάθοισιν ἐρύθημα , οὐ κατακορὲς , ἀλλ
4203250 ὁρμησαν
ῥαγείη τὰ Τέμπη ὄρη ὀνομαζόμενα καὶ διότι διὰ τοῦ διαστήματος ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ
δεσποίνῃ προσηνές , ὑπὸ τῆς ἄγαν λιχνείας ἐπὶ τὸ κρέας ὁρμῆσαν κεῖταί σοι τρίτην ταύτην ἡμέραν ἐκτάδην νεκρὸν ἤδη μυδῆσαν
4187916 πνευματικα
: θεαφίου τὸ δὲ θεῖον καὶ ἄσφαλτος ἄμφω βαρύοδμα καὶ πνευματικά : διὸ καὶ ἔμμηνα ῥηγνύει καὶ κατάρρους ἵστησι καὶ
: θεαφίου τὸ δὲ θεῖον καὶ ἄσφαλτος ἄμφω βαρύοδμα καὶ πνευματικά : διὸ καὶ ἔμμηνα ῥηγνύει καὶ κατάρρους ἵστησι καὶ
4185452 ἰϲχουϲα
, ἐπὶ τὸ μελάντερον τρέπεται χρῶμα , ποτὲ μὲν ἰῶδεϲ ἴϲχουϲα τοῦτο , ποτὲ δὲ κυανοῦν , ἐνίοτε δὲ τὸ
τε καὶ δύϲλυτόϲ ἐϲτι κεφαλαλγία , ἐπὶ μικραῖϲ προφάϲεϲι μεγίϲτουϲ ἴϲχουϲα παροξυϲμούϲ , ὥϲτε μήτε ψόφων ἀνέχεϲθαι μήτε φωνῆϲ ϲφοδροτέραϲ
4181563 ἀποθνησκον
πράγμασιν , πῶς ἐὰν εἴπω ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν ἀποθνῆσκον καὶ τὰ ἑξῆς καὶ πλεονάσω ταῖς λέξεσιν ὁ ὅρος
ταὐτὸν γάρ ἐστιν κατὰ τὴν σημασίαν τὸ θνητόν καὶ τὸ ἀποθνῆσκον . ἐπειδὴ οὖν οὐδὲν πλέον σημαίνει ἡ προστεθεῖσα λέξις
4181243 ἐκαμφθη
Ξενοκράτης δὲ καίπερ αὐστηρὸς ὢν τὸν τρόπον ὅμως ὑπὸ δυσωπίας ἐκάμφθη , καὶ συνέστησε Πολυσπέρχοντι δι ' ἐπιστολῆς ἄνθρωπον οὐ
ἴδιον ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ τοῦ ἱδροῦν . ἰδνώθη εἰς τοὐπίσω ἐκάμφθη , οἱονεὶ τὸ ἰνίον ἐδονώθη . ἱδρῶ , κατ
4127211 λαβουσῃ
δὲ τῆς κόρης ἕτερα προσθήσετε δάκρυα μήπω τῶν φθασάντων κόρον λαβούσῃ , μᾶλλον δέ , καὶ τὴν τοῦ πένθους ἀφαιρήσεσθε
δοκεῖ , πλοῦτος καὶ γάμος καὶ τρυφή , ἄνδρα τοιοῦτον λαβούσῃ παρὰ τῆς Τύχης , ὃν οὕτω φιλοῦσιν οἱ θεοί
4120049 ἀβυσσον
ἡ γῆ περὶ τὴν ὄχθην ἑκατέραν Πηνειὸν , οὔτε πηγὴν ἄβυσσον , οὔθ ' ὅ τι ἐρεῖς ἕτερον ὕδωρ παραβάλοιμ
, τὴν παμβόητον ἐν γυναιξὶν Εἰρήνην , τὴν πρὸς δόσεις ἄβυσσον ἀχανεστάτην , τὴν ἀρεταῖς στέψασαν αὐτὸ τὸ στέφος ,
4096566 φωσφορα
: κινεῖσθαι γὰρ ταῖς ἐξ αὑτοῦ κινήσεσιν ἄρχεται καὶ τὰ φωσφόρα ὄμματα τείνει διὰ παντὸς τὴν ἡλίου καὶ σελήνης μιμούμενα
καὶ ὠφθαλμίασε τὸ ἐπεθύμησεν Ὑπερείδης . ὁ δὲ Πλάτων εἴρηκε φωσφόρα ὄμματα : λέγοιντο δ ' ἂν ὀφθαλμοὶ λάμποντες ,
4073695 συναγωγος
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον : μέλι μὲν ἴσως , ἐπειδήπερ ἡ συναγωγὸς αὐτοῦ μέλιττα ζῷόν ἐστιν οὐ καθαρόν , ἐκ σήψεως
καὶ τὰς διαφορὰς διακρίνῃ ᾗ πεφύκασιν ἕκαστα , τότε ἡ συναγωγὸς σύνθεσις συνάγουσα εἰς ταὐτὸ τὰ διαφέροντα καὶ τὰ ἁπλᾶ
4071986 μετακινησει
τε καὶ ἀσκήσει καὶ ἐκ τάξεως ἐς τάξιν ἄλλην εὐπετῶς μετακινήσει , τοῦτο ἐπασκητέον . τοσόνδε μέντοι συμβουλεύσαιμ ' ἂν
δόξαν παρέξουσιν ἐκείνοις , καὶ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἐν τῇ μετακινήσει ἀσθενέστερον ἅμα καὶ ἀτακτότερον καθιστᾶσιν . ἀλλὰ τοὺς ψιλοὺς
4040598 Λεσβιακων
. . Νάπη : πόλις Λέσβου : Ἑλλάνικος ἐν β Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος : καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος .
ἐποίησεν , ὅθεν Τραγασαῖοι ἅλες , ὡς Ἑλλάνικος ἐν α Λεσβιακῶν . ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πεδίον Ἁλήσιον καλεῖται
4036764 ἐβρωθη
πολυφάγον φησί . λέγουσι δὲ αὐτὸν εἶναι καὶ ἀνδρεῖον . ἐβρώθη δὲ ὑπὸ κυνῶν : ἐλθὼν γὰρ εἰς ὄρος καὶ
γεγονέναι . καταδικασθεὶς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἐθηριομάχησε καὶ προσδεθεὶς ξύλῳ ἐβρώθη ὑπὸ ἄρκτου [ τοῦτο γὰρ καὶ τῇ χειρὶ συμβαίνει
4036227 ἀλληγορεισθαι
τινές φασι , διὰ τὸ τὸν Κρόνον εἰς τὴν ψύξιν ἀλληγορεῖσθαι : νεκρὸν δὲ διὰ τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου καὶ
τῷ Διὶ τὴν Ἥραν , οὖσαν ἀδελφήν , δοκεῖ ταῦτα ἀλληγορεῖσθαι , ὅτι Ἥρα μὲν νοεῖται ὁ ἀήρ , ἥπερ
4009430 διαφυλαττεσθαι
] ὅσον ὑπάρχει ἔν τε τοῖς κατὰ μέρος ποιητικοῖς [ διαφυλάττεσθαι ] [ ? ? ] τοσουοδιωητατε [ ! !
διαίρεσίν τινα τοιάνδε ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν ἐν τοῖς πάνυ ἀπορρήτοις διαφυλάττεσθαι : τοῦ λογικοῦ ζώιου τὸ μέν ἐστι θεός ,
4000925 χρησαμενας
ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης , νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας . Περὶ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν Ἀλκιβιάδης ἔχων τρισκαίδεκα
ἐτήσιον φορὰν πονηθείσας ἀνέσεως ἠξίωσε τοῦ διαπνεῦσαι χάριν καὶ ἀπελευθεριάσαι χρησαμένας ἀνεπικελεύστῳ τῇ φύσει . ἕτεροι δ ' εἰσὶ περὶ
3997742 ἀστεροπης
μένος ἠδὲ χαλάζης , βροντὴ δ ' ἐκ λαμπρῆς γίγνεται ἀστεροπῆς : ἀνδρῶν δ ' ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται ,
μένος ἠδὲ χαλάζης : βροντὴ δ ' ἐκ λαμπρῆς γίγνεται ἀστεροπῆς : ἀνδρῶν δ ' ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται :
3992019 δοκιμαζουσα
παρὰ τῇ φύσει δικαίως ψέγεσθαι . Καθάπερ ἡ τὸν χρυσὸν δοκιμάζουσα λίθος οὐκέτι καὶ αὐτὴ πρὸς τοῦ χρυσοῦ δοκιμάζεται ,
βάσανος γάρ ἐστι λίθος λεγομένη , ἡ τὸ χρυσίον παρατριβόμενον δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ
3991464 ἀφρολιτρον
' αὐτῆς ἤδη , καὶ τῶν διαφορούντων μίγνυμεν , τὸ ἀφρόλιτρον καὶ τὸ λίτρον ἢ τὸ θεῖον ἄπυρον , ὅπερ
μὴ μεγάλης δ ' ἀνάγκης οὔσης , οὐδὲ καταπίνει τις ἀφρόλιτρον κακοστόμαχον ὄν , ἐπεί τοι μᾶλλόν ἐστι λίτρου τμητικόν
3989945 εὐκαρπῳ
ἡδείας ἔχοντι καὶ τέρψεις ἐφημέρους , τὴν δὲ Δημοσθένους διάλεκτον εὐκάρπῳ καὶ παμφόρῳ γῇ καὶ οὔτε τῶν ἀναγκαίων εἰς βίον
καὶ ὁ χῶρος οὗτος ἔρημός ἐστι , καὶ ἄγονος ἐν εὐκάρπῳ ὅλῃ κείσεται τῇ ἀρούρᾳ . ταύτῃ τοι καὶ ἐφ
3974567 καταφλεγει
πῦρ ὕλης δραξάμενον οὐ κορέννυται , ἀλλὰ μᾶλλον ἐπὶ πλεῖον καταφλέγει τὰ προστυχόντα καὶ οὐχ ἵσταται . . Ἰστέον δὲ
ποιεῖν καλιάς : τὰ γὰρ ᾠὰ πάντως εὐθὺς ὁ ἥλιος καταφλέγει : πρὸς τὸν βορρᾶν καὶ τὴν Θρᾴκην ὁρμῶσιν :
3971580 καταποσεις
φανταστικὸν θειάζουσιν , οἱ μὲν σκότος συνεργὸν λαβόντες οἱ δὲ καταπόσεις τινῶν οἱ δ ' ἐπῳδὰς καὶ συστάσεις : καὶ
καὶ μεγάλαι γένοιντ ' ἄν , εἴπερ καὶ χάσματα καὶ καταπόσεις χωρίων καὶ κατοικιῶν , ὡς ἐπὶ Βούρας τε καὶ
3967460 τρεποντων
, ἔτι δὲ καταρωμένων καὶ καθαπερεὶ τὸ μύσος εἰς ἐκεῖνον τρεπόντων : ὑπολαμβάνουσι γὰρ μισητὸν εἶναι καὶ τιμωρίας ἄξιον πάντα
καὶ ἑτέρῳ τρόπῳ τὰ τῇδε ὑπὸ Σελήνην πάντα περικυκλούντων καὶ τρεπόντων τοῖς πρὸς ἄλληλά τε καὶ τὴν γῆν σχήμασί τε
3966133 ἐνεψηθεισης
τούτῳ καὶ πάρετοί τινες γενόμενοι κατέστησαν . Καλόν ἐστιν ἔλαιον ἐνεψηθείσης αὐτῷ βρυωνίας ῥίζης ἐπὶ μακρόν : τοῦτο καὶ τετανὸν
σκευαζόμενον : καταντλείσθω δ ' ὕδατι τὸ μόριον ἀλθαίας ῥίζης ἐνεψηθείσης . ὅταν δὲ δυσεκπύητος ᾖ καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος
3964016 ἐγκρατεστατος
πρὸς τοῖς εἰρημένοις πρῶτον μὲν ἀφροδισίων καὶ γαστρὸς πάντων ἀνθρώπων ἐγκρατέστατος ἦν , εἶτα πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας
περίδρομον . εἶτα ὅστις ἂν ᾖ τῶν παρόντων ἐμπειρότατος καὶ ἐγκρατέστατος προσελθόντα ἐκ τοῦ πρόσθεν τῷ προβολίῳ παίειν . ἐὰν
3963912 πληρει
αὐτὸ ἀπεικάζει , στρατοπέδῳ πολέμων καὶ κακῶν ὅσα πόλεμος ἐργάζεται πλήρει , μετουσίαν εἰρήνης οὐκ ἔχοντι . „ καὶ ἐκλήθη
διά . ἔστι δὴ οὖν καὶ ἡ προκειμένη σύνταξις ἐν πλήρει λόγῳ καθισταμένη οὕτω τρέμω διὰ σέ , φεύγω διὰ
3960622 Ἀειζῳον
ὀστράκοις δ ' ἔνιοι φυτεύουσιν αὐτὸ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων . Ἀείζῳον τὸ μικρὸν φύεται ἐν τοίχοις καὶ τάφροις ὑποσκίοις καὶ
ἐρυθρούς , ἐφ ' ὧν ἀθέρες οἱονεὶ τρίχες ἐκπεφύκασιν . Ἀείζῳον μέγα καυλοὺς ἀνίησι πηχυαίους καὶ μείζονας , πάχος μεγάλου
3931837 εἰδεχθης
ἀδιαπτώτως ἐπιλύειν . ἦν δὲ οὗτος μέλας τὴν χροιάν , εἰδεχθὴς τὰς ὄψεις , γραμματιστὴς τὴν ἐπιστήμην , ἐκ Πανὸς
παρεκάθητο δὲ αὐτῷ γυνὴ ἐπὶ ζεύγους ὁδοιποροῦντι τά τε ἄλλα εἰδεχθὴς καὶ ξηρὰ τὸ ἥμισυ τὸ δεξιὸν καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
3924898 δρεπεται
καὶ μέλανι τὴν ἐπιφάνειαν : τοῦτο κατὰ τὴν ὀρεινὴν νεμόμενον δρέπεται ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ἄγκεσι θάμνων παντοῖα ἄνθη ,
ταῖς ἑαυτῶν μηχαναῖς ἐδωρήσαντο , ὁποίαν οὐδεὶς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων δρέπεται , τοῦ πλούτου στεφάνωμα οὖσαν τίμιον . φασὶ δὲ
3921993 ὑψιγυιον
ξύλα μακρὰ οἷς † λακτίζουσι καὶ ὀροφοῦσι τοὺς θαλάμους . ὑψίγυιον : ὑψηλόν . πρὸς οἰκοδομίαν χρήσιμον . ὑπ '
Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατόν , κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος , ὑπ ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε
3919766 ἐωμενον
ἑλόμενον , ὅμως ἐν ᾧ κεῖται τόπῳ ὑπὸ προνοίας οὐκ ἐώμενον ἀπολέσθαι , ἀλλὰ ἀναφερόμενον ἀεὶ πρὸς τὰ ἄνω παντοίαις
παντελὲς καὶ ὁλόκληρον εὑρίσκηται , ἔξω περιρραντηρίων ἀπελαύνεται βωμοῖς οὐκ ἐώμενον προσαχθῆναι , καίτοι ταῖς σωματικαῖς λώβαις ἁπάσαις κεχρημένον ἀκουσίοις
3917547 ἀντιμεσουρανηματος
ἀνθρώπων ἀποτέλεσμα ἀπαραλλάκτως εὑρισκόμενον , κἂν ἐπὶ τοῦ μεσουρανήματος καὶ ἀντιμεσουρανήματος εὑρεθῶσιν , ἑαυτοὺς ἀναμετροῦντες εἷς μὲν ἄνω , εἷς
ἰατρῶν καὶ σπασμοῖς ἀποθνῄσκοντας , ἐπὶ δὲ τοῦ μεσουρανήματος ἢ ἀντιμεσουρανήματος σταυροῖς ἀνορθουμένους , καὶ μάλιστα περὶ τὸν Κηφέα καὶ
3907457 Τοξευτῃ
τοι τούτων μᾶλλον Κρόνος Ὑδρηχόῳ , Ζεὺς δ ' ἐνὶ Τοξευτῇ καὶ Σκορπίῳ ἥδεται Ἄρης , Κύπρις δ ' ἐν
ἠδὲ Λέοντι δῖα Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ '
3904075 ἀναπνεομενου
δή τις ψόφος ἐστὶν ἡ φωνή , καὶ οὐ τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος , ὥσπερ ἡ βήξ : ἀλλὰ τούτῳ τύπτει
ἄλλως δὲ ἡ βῆξις οὐκ ἔστι φωνή : τοῦ γὰρ ἀναπνεομένου ἀέρος ἐστὶ πληγή , ἡ φωνὴ δὲ οὐχὶ τούτου
3903519 διαχεομενος
τετυχηκὼς φύσεως τρυφερότητος ἀπέστελλεν αἴσθησιν εἰς ἀραιόν τινα σώματος ὄγκον διαχεόμενος . μετεχειρίζετο δὲ καὶ σύριγγα , ἧς νομίοις θεοῖς
διηθεῖσθαι , οὐ σκληρός , ἔν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος , οὐ ζοφώδης τῇ φλογί
3895732 ἐντεινει
ἐὰν γὰρ αὐτῶν τοὺς διδύμους ὡς εἴρηται περιάψῃς , πάραυτα ἐντείνει . τινὲς δὲ αὐτοὺς βάλλουσιν εἰς τὰ ἰσχία τοῦ
: ἄκρατον γὰρ τυγχάνων πῦρ ὁ τοῦ Ἄρεως ταῖς ἐπαναφοραῖς ἐντείνει τὸν Ἥλιον θερμὸν ὄντα εἰς ἀναίρεσιν , ὁ δὲ
3895397 παροξυνομενον
καῦϲον , ἀμφημερινῷ δὲ τὸν καθ ' ἑκάϲτην μὲν ἡμέραν παροξυνόμενον , εἰϲ ἀπυρεξίαν δὲ μὴ παυόμενον . ὅ τε
. ἔστι δὲ καὶ χρόνιον καὶ ἐπὶ μικραῖς προφάσεσιν ἑτοίμως παροξυνόμενον : τῶν γὰρ ἐχόντων τοῦτο τὸ πάθος οἱ μὲν
3888899 γεωργησει
τῷ μὲν Φαέθοντι κόλπον ὑπέχειτὸ γὰρ σχῆμα δεξομένουτὰς δὲ Ἡλιάδας γεωργήσει αὐτίκα : αὔραις γὰρ καὶ κρυμοῖς , οὓς ἀναδίδωσι
χεῖρα ἢ εἰς τὸν τράχηλον : τοῦτον ἔχων σπορεὺς πολυπλασίονα γεωργήσει . Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν μεγάλας ὠφελείας ἔχει ὁ λίθος
3877438 ἐκχει
καταμιγνυμένη δὲ ἀμφοτέροις ἡ πόλις διὰ τριῶν τῶν ἡδίστων θεαμάτων ἐκχεῖ τὴν ψυχὴν , οὐδὲ ἔστιν εὑρεῖν οὗ τις ἐρείσει
ἄλλο . μελάνθιον ἑψήσας ἐγχυμάτιζε τοὺς μυκτῆρας ἐν βαλανείῳ , ἐκχεῖ τὸν ἴκτερον . Κεφ . καʹ . [ Πρὸς
3865047 κεεσθαι
ψάμμου , ἐλαίου καὶ ὕδατος καὶ τῶν λοιπῶν ὅσα τοῦ κέεσθαί ἐστι ξηρὰ ὄντα καὶ εἴ τι ὑγρᾶς γνωρίζομεν φύσεως
ψάμμου , ἐλαίου καὶ ὕδατος καὶ τῶν λοιπῶν ὅσα τοῦ κέεσθαί ἐστι ξηρὰ ὄντα καὶ εἴ τι ὑγρᾶς γνωρίζομεν φύσεως
3858527 κρηναιον
ἔν τε Βοιωτῶν χθονὶ διώλλυθ ' , οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος δίψῃ πονοῦντες , οἱ δ ' ὑπ '
, ὅθεν ὁ Πρωτεσίλαος πρῶτος τῆς νεὼς πηδήσας ἀπέθανε . κρηναῖον : φασὶ γὰρ ὅτι πηδήσαντος τοῦ Ἀχιλέως ἐκ τῆς
3854349 πολυκεφαλου
: ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὸν ἐν ἡμῖν θεῖον ἄνθρωπον τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐγκρατῆ ποιητέον , ὅπως ἂν τὰ μὲν ἥμερα
τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος ἔσται ἐγκρατέστατος , καὶ τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐπιμελήσεται ὥσπερ γεωργός , τὰ μὲν ἥμερα τρέφων
3838013 νοσοποιειν
δὲ τὸ πλῆθος [ ! ! ] 〚 και 〛 νοσοποιεῖν [ ] [ μὴ ] ἅπαξ , ἀλλὰ καὶ
φαυλότητα καθάπερ λοιμικὴν νόσον ἐπινέμεσθαι τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων καὶ νοσοποιεῖν τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων : κατάντης γὰρ ἡ πρὸς
3813614 γεμισθεις
καὶ ζωμῶν . ἐμπλησθεὶς ] πληρωθείς , κορεσθείς . , γεμισθείς . , γεμίσας . . εἶτ ' ] ἀργὸν
ἀνδρὸς ὁ ἀγών . ” ὡς δὲ ἔλαβε , δακρύων γεμισθείς , “ Ἄνδρες , ” εἶπεν , “ Ἐφέσιοι
3809309 ἀδηκτοτατα
καὶ καταπλάϲϲειν τοῖϲ πρὸϲ φλεγμονὰϲ ἀναγραφηϲομένοιϲ , κολλύρια δὲ προϲάγειν ἀδηκτότατα , εἰ δὲ καὶ ἀκάθαρτα φαίνηται τὰ ἕλκη .
, καὶ ὅταν γε ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς τοῦτο αὐτῇ τὸ
3806544 ἐνεδυοντο
τοῦ Ἀπόλλωνος νεὼν τοῦ Δηλίου τῶν πρώτων ὄντες Ἀθηναίων καὶ ἐνεδύοντο ἱμάτια τῶν Θηραικῶν . ὁ δὲ Ἀπόλλων οὗτός ἐστιν
ἀγνοήσαντες , ὅτι φίλιον ἦν στράτευμα , ὅπλα τ ' ἐνεδύοντο καὶ ἀλλήλους ἀνεκάλουν , ἥ τ ' ἄλλη πόλις
3801749 τικτομενον
μὴ ἀντάρῃ κατὰ τῆς φύσεως , ὅμοιον τῷ πατρὶ τὸ τικτόμενον γίνεται . καὶ ἐπὶ μὲν τῶν ἐνύλων ἐνδεχόμενα ταῦτα
, Μηδείᾳ δὲ παῖδας μὲν γίνεσθαι , τὸ δὲ ἀεὶ τικτόμενον κατακρύπτειν αὐτὸ ἐς τὸ ἱερὸν φέρουσαν τῆς Ἥρας ,
3799783 σχετικον
ἐξῃρημένον , τοῦτ ' ἔστι τὸ πρὸ τῶν πολλῶν καὶ σχετικόν , ἐν τῷ ὁποῖόν τι ἐστι κατηγορεῖται : ὁμοιότητα
. χρήσιμον ] ἔνδοξον , ὠφέλιμον . . δέ ] σχετικόν . σοι ] ἀργόν , χάριν σοῦ . περίοδος
3799004 περιψυχρον
οὐκ ἐσίησιν , ὅς μιν καθορῇ : καὶ πῦρ λαμβάνει περίψυχρον , καὶ βρυγμὸς , καὶ τὰς μήτρας ὀδύνη ἔχει
τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης καὶ μέχρι Ἐλυμαΐδοςκαὶ τὸ ἔτος ἀπατηλὸν καὶ περίψυχρον καὶ λυπηρὸν ὡς καὶ τοῖς ἀνθρώποις ὑποψίας μοχθηρὰς ἐγγενέσθαι
3787281 ἀπειθειας
ἀνάγκης ἐπὶ τὸ πολεμεῖν , οὐδὲ τότε τοσοῦτον ἀπὸ τῆς ἀπειθείας τῶν ἔνδον καὶ τῆς ἐνστάσεως ὅσον ἐκ τούτου .
τούτους ἐοικέναι φαμέν ; καὶ οὕτως ἡ δοκοῦσα δι ' ἀπειθείας γονέων ἀρετὴ ἡμῖν ἀσκεῖσθαι εἰς μεῖζον κακὸν περιστήσεται ,
3782377 ἀδιασπαστον
. Ὅτι χρήσιμος ὁ τῶν αὐλῶν ἦχος ἐν τοῖς πολέμοις ἀδιάσπαστον καὶ καλῶς συντεταγμένην τὴν φάλαγγα δυνάμενος συντηρεῖν . τούτου
δ ' αὐτὸ ἀποκρίνῃ ἡ ἄνω , ἐπιπολάσαν τε καὶ ἀδιάσπαστον ὃ γίνεται ὑπὸ τῶν πνευμάτων . οὐκοῦν οὐ χρὴ
3776417 διωχθεντα
τῶν Μολιονιδῶν ἡττηθῆναι κατὰ τὴν ἐπ ' Αὐγέαν στρατείαν : διωχθέντα δὲ ἄχρι τῆς Βουπράσιδος , καὶ περιβλεψάμενον , ὡς
Μολιονιδῶν , ἡττηθῆναι κατὰ τὴν ἐπ ' Αὐγείᾳ στρατείαν : διωχθέντα δὲ ἄχρι τῆς Βουπράσιδος , καὶ περιβλεψάμενον , ὡς
3773232 ἀπαραμονον
, ὠστεωμένον ὄργανον , κατάσκοπος βίου , Τύχης παίγνιον , ἀπαράμονον ἀγαθόν , ζωῆς δαπάνημα , φυγὰς βίου , φωτὸς
. Φυσικὴ ζωγραφία , ἰδιόπλαστον ἀγαθόν , ὀλιγοχρόνιον εὐτύχημα , ἀπαράμονον κτῆμα , ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ναυάγιον , σεσαρκωμένη ἐπιτυχία ,
3772701 ὑπερτατᾳ
οὗτος δὲ δή , φησίν , ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί : τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος , ἐπεὶἀπριάτας λέγει οὕτω
θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότα - τον ὑπερτάτᾳ χειρί . τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος , ἐπεὶ ἀπριάτας .
3751582 ἐπιτερπες
καὶ ἐξάγων τὸ φῶς τὸ γλυκὺ καὶ τὸ ποθεινὸν καὶ ἐπιτερπὲς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ , ἀνάγων νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς
καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ ποικίλον καὶ ἐπιτερπὲς καὶ ῥαδίαν τὴν γένεσιν ποιούμενον οἱ κῆποι , τοιαύτην
3744196 ἀλληλοφαγιαν
τὴν ἀνθρωπίνην ἀποδρῶντες ζωήν . μηδεὶς οὖν προάγων ἡμῖν τὴν ἀλληλοφαγίαν τῶν θηρίων ἀξιούτω καὶ ἡμᾶς οὕτω ζῆν . κοινωνικὸν
ἱερὸν τιμᾶται διὰ τὸ ταύτας πρώτας καρπὸν ἀποδεῖξαι καὶ τὴν ἀλληλοφαγίαν παῦσαι καὶ περιβλήματα χάριν αἰδοῦς ἐξ ὕλης ἐπινοῆσαι ,
3744076 λειωσιν
: μυρσινίνου λίτρας δύο : οἴνου τὸ ἀρκοῦν εἰς τὴν λείωσιν . Περδικιάδος φύλλα λίτρας δύο , κηροῦ , κολοφωνίας
συρικοῦ ἀνὰ οὐγγίαν μίαν , οἴνου τὸ ἀρκοῦν εἰς τὴν λείωσιν . Χαλκίτεως ὠμῆς οὐγγίας ἕξ , καδμίας οὐγγίας τρεῖς
3727394 ὀδυνωμενην
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δ ' ἑτέρῳ μέρει τρίψας εὔφραινεν ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ποιήσας
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δὲ ἕτερα μέρη τρίψας εὔφραινεν , ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ἐποίησεν
3727176 ἀνοθευτον
ζηλότυποι τῶν ἀνδρῶν δρεπόμενοι ῥίπτουσι περὶ τὸν παρθένιον θάλαμον καὶ ἀνόθευτον τηροῦσι τὸν γάμον . Ἐάν [ γὰρ ] τις
γὰρ αὐτὸν χωνευθῆναι ἅπτουσι τὴν βοτάνην : καὶ ἐὰν μὲν ἀνόθευτον τὸ χρυσίον ᾖ , τὰ φύλλα χρυσοῦται , καὶ
3717579 ἐκμετρουμενος
Μωυσῆς κατασκευάζει πήχεσιν ἑκατόν , τὸ πρὸς ἀνατολὰς καὶ δύσεις ἐκμετρούμενος διάστημα . ἔστι δὲ καὶ ἀπαρχῆς ἀπαρχὴ ὁ ἑκατοστὸς
Μωσῆς κατασκευάζει , πήχεσιν ἑκατὸν τὸ πρὸς ἀνατολὰς καὶ δύσεις ἐκμετρούμενος : περιβλέπω καὶ περιβλέπομαι , σπῶ καὶ σπῶμαι παρὰ
3710191 ἀντιπαθη
ὥσπερ Ὅμηρος : ἑτεραλκέα δῆμον ἔχοντες . ἑτεραλκέα δὲ τὴν ἀντιπαθῆ , τὴν ἐναντίαν ἀλκὴν ἔχουσαν κήδευς : τὸ δὲ
δῆγμα ιδ ϲκορπίου πληγὴ καὶ περίαπτα πρὸϲ τὸ αὐτὸ καὶ ἀντιπαθῆ ιε φαλαγγίων πόϲα γένη καὶ βοηθήματα πρὸϲ τὰ αὐτὰ
3706916 παμ
, πλατεῖαν , προμήκη ὑπερμήκη μηκίστην , μεγάλην μεγίστην ὑπερμεγέθη παμ - μεγέθη , ὑπέρογκον , ἡπλωμένην , ἐκτεταμένην ,
χρωννύντες δολοῦσιν ὡς πρὸς τὴν ὄψιν ἀνθεῖν . σχοινίον πλεξάμενοι παμ - μῆκες , ἰσχυρόν τε καὶ καρτερὸν ὡς ἐνθαλαττεύειν
3702502 συμφορημα
ταμίας τούτων , ὁ ἡγεμὼν τοῦ δεσμωτηρίου , σύστημα καὶ συμφόρημα κακιῶν ἀθρόων καὶ ποικίλων εἰς ἓν εἶδος συνυφασμένων ἐστίν
καὶ ἀνακερασάμενος ὁ ζῳοπλάστης ἓν ἐκ πασῶν ἕκαστον ἡμῶν ἀπειργάζετο συμφόρημα , ἀφ ' οὗ καὶ φύραμα εἴρηται . τούτου
3697032 καταθεμενη
μὲν οὖν τάλαντα , ὡς ἠξίους , ἐπεδώκαμεν , ὅπως καταθεμένη τὴν ὑπὲρ τοῦ παιδὸς ζημίαν λύσῃς τὰς φυγὰς αὐτοῦ
, φοβουμένη τὸν ἄνδρα , πρὸς δὲ τὸν ἀδελφὸν Ἡρακλείδην καταθεμένη προσηγόρευσεν Ἀγαθοκλέα , τὴν ὁμωνυμίαν εἰς τὸν ἑαυτῆς ἀνενέγκασα
3695053 κυπτοντων
χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον . κᾆτ ' ἐξαίφνης , ἔτι κυπτόντων καὶ ζητούντων τῶν μειρακίων , λάχανόν τις ἔφη στρογγύλον
κύψαντες χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον . κᾆτ ' ἐξαίφνης ἔτι κυπτόντων καὶ ζητούντων τῶν μειρακίων λάχανόν τις ἔφη στρογγύλον εἶναι
3692542 κομισθεν
ἀπὸ τοῦ παρ ' ἑτέρων ἐλθεῖν τὸ σπέρμα τοῦ σίτου κομισθέν . οἱ δὲ Σικελιῶται , νῆσον ἱερὰν Δήμητρος καὶ
τε πάμπλειστα τῇ θεῷ ἐς προῖκα δὴ ἐπιδοῦναι ἐκέλευσε . κομισθέν τε τὸ ἄγαλμα συνῴκισε δὴ τῷ θεῷ , κελεύσας
3691587 ἠλλοιωμενον
τῇ τροπῇ , καὶ τὸ σκοτεινὸν αὐτοῦ μὴ σκοτεινὸν γεγονέναι ἠλλοιωμένον . Νῦν δὲ ὁ ἀὴρ οἷός ἐστι μένει ,
αὐχμῶσαι καὶ ἀλαμπέες , ἢ τὸ χρῶμα τοῦ ξύμπαντος προσώπου ἠλλοιωμένον ᾖ , ταῦτα πάντα κακὰ νομίζειν καὶ ὀλέθρια εἶναι
3688135 ἀστατοις
ὁ κόσμος οὔποτε γενέσεως ἔλαβεν ἀρχήν , ἢ ὡς γενόμενος ἀστάτοις αἰτίαις ὡς ἂν τύχῃ φέρεται , ποτὲ μὲν πλημμελῶς
ἣ καλεῖται σάλος , δηλοῦντος τοῦ νομοθέτου ὅτι ὁ ἄφρων ἀστάτοις καὶ ἀνιδρύτοις ὁρμαῖς κεχρημένος σάλον καὶ κλόνον , οἷα
3686349 ἀποκοπτεσθαι
αὐτοῖς ὑπῆρχον . τοῦ μὲν γὰρ βιασαμένου γυναῖκα ἐλευθέραν προσέταξαν ἀποκόπτεσθαι τὰ αἰδοῖα , νομίσαντες τὸν τοιοῦτον μιᾶι πράξει παρανόμωι
ἐγγεγραμμένων καὶ τῶν τὰς ψευδεῖς συγγραφὰς ἐπιφερόντων , ἀμφοτέρας ἐκέλευσεν ἀποκόπτεσθαι τὰς χεῖρας , ὅπως οἷς ἕκαστος μέρεσι τοῦ σώματος
3683181 ἐγγεγραμμενην
τῷ συμπεράσματι , καὶ διὰ παραδείγματος δείκνυσι τὴν ἐν ἡμικυκλίῳ ἐγγεγραμμένην γωνίαν παραλαμβάνων . τίς μὲν οὖν ἡ ἐν ἡμικυκλίῳ
εἰσεκομίσθη γράμματα τρόπῳ τοιῷδε . Ἄνθρωπος ἐπέμφθη ἐπιστολὴν ἔχων φύλλοις ἐγγεγραμμένην , τὰ δὲ φύλλα ἐφ ' ἕλκει καταδεδεμένα ἦν
3680625 τρυχεται
, διὰ δὲ τὴν ὑγρότητα διαχωρέει : τὸ οὖν σῶμα τρύχεται τροφὴν οὐ λαμβάνον τὴν προσήκουσαν , αἵ τε κοιλίαι
τρυφερός : τρυφὲν , κλασθέν : τρύζω : τρυφῶ : τρύχεται : τρύγει , ξηραίνει : τρύγα πυθμένα : τρυγίας
3679452 κινναβαρει
διαφέρει δ ' ἡ πελάγιος τῆς πετραίας , διάπυρος οὖσα κινναβάρει καὶ χρυσώπῃ : πωγωνοφόρος δ ' ἐστίν : λείπονται
ὅσον γένοιντο ἂν οἱ κάνθαροι , καί ἐστιν ἐρυθρά : κινναβάρει δὲ εἰκάσαις ἄν , εἰ πρῶτον θεάσαιο αὐτά .
3678881 ἐγκαταλειπειν
θεῖον , ἀλλὰ τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν οἷον αὐτὸ ἦν . ταύτῃ τῇ μηχανῇ , ὦ
κρατεῖν ἐν τοῖς πολέμοις , τούτους διὰ ῥᾳθυμίαν ἢ μαλακίαν ἐγκαταλείπειν τά τε τῶν προγόνων ἔργα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς
3678785 Σεραφιμ
πτέρυξι σὺν ἤχῳ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ : καὶ ἔστιν χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν
, παρακαλῶ , περὶ τῆς φωνῆς τῆς γλυκείας τῶν δύο Σεραφίμ , παρακαλῶ , περὶ ἄλλης εὐωδίας θυμιάματος . Καὶ
3678356 δυσχειμερα
ἐν τῷ δυσχειμέρῳ τούτῳ ὄρει : τὰ γὰρ ὑψηλόκρημνα ὄρη δυσχείμερά εἰσιν : ὅμως οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι τοῦτο ποιῆσαι .
ἐν τῷ δυσχειμέρῳ τούτῳ ὄρει : τὰ γὰρ ὑψηλόκρημνα ὄρη δυσχείμερά εἰσιν : ὅμως οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι τοῦτο ποιῆσαι .
3671229 λιβανοιο
θύου ἢ σμύρνης ἢ εὐόδμου καλάμοιο ἢ καὶ θεσπεσίοιο πεπαινομένου λιβάνοιο ἢ κασίης : ἐτεὸν γὰρ ἀνὰ χθόνα λύσατο κείνην
Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν εἶπε ἐπεὶ περίκειται ἡ λιβανωτὶς τοῖς κλάδοις
3654615 κωφην
θνητῶν , τοῖς δ ' οὐδὲ παροῦσιν ἀκούειν ἔξεστιν : κωφὴν δ ' ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν . ταῦτά τις ἐπιλυόμενός
ἔργα , περιβλέπεται δὲ τὰ ὀπίσω καὶ τὰ νώτια , κωφὴν δόξαν καὶ τυφλὸν πλοῦτον καὶ ἀναίσθητον εὐσαρκίαν καὶ νοῦ
3653954 ἐμπιμπλαμενον
ὑψηλὸν ἐξαρεῖν αὑτόν , σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ ἄνευ νοῦ ἐμπιμπλάμενον ; Καὶ μάλ ' , ἔφη . Τῷ δὴ
πλήρης , οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἤρεσεν , δίς τε τῆς ἡμέρας ἐμπιμπλάμενον ζῆν καὶ μηδέποτε κοιμώμενον μόνον νύκτωρ , καὶ ὅσα
3653696 παρεσκευακεν
ἔθους ξυναγειρόμενα , καὶ τῇ καθ ' ἡμέραν διαίτῃ ἀνακιρναμένῃ παρεσκεύακεν τὴν ψυχὴν καὶ ἀναπέπεικεν , μηδὲν ἄλλο ἡγεῖσθαι εἶναι
] στολὴ [ ] πανταχόθεν [ ] ὁμοία οὖσα , παρεσκεύακεν [ - ] , ὡς [ ἔφη ] τις
3651602 παρατεινων
βραχεῖάν τινα λαβεῖν ἀναστροφὴν εἰς βοήθειαν , ἢ μέσος καὶ παρατείνων , καθάπερ ὁ ἔν τισι νόσοις . τούτων δὲ
τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζοντας ἐμβαίνει ἐς τὸν πόρον , λοξὴν ἀεὶ παρατείνων τὴν τάξιν , ᾗ παρεῖλκε τὸ ῥεῦμα , ἵνα
3650059 Φιλοτης
. . δαίμων , ὅτε τοῦ Νείκους ἐπεκράτει λοιπὸν ἡ Φιλότης , ταῦτά τε . . . ἐξεγένοντο . ἐπὶ
τ ' οὐλόμενον δίχα τῶν , ἀτάλαντον ἁπάντηι , καὶ Φιλότης ἐν τοῖσιν , ἴση μῆκός τε πλάτος τε :
3641704 ἀναζωπυρει
τῶν οὐλῶν ἡ δριμυφαγία , ἀλλὰ καὶ τὸ ἔμφυτον θερμὸν ἀναζωπυρεῖ , καὶ ἀνακαλεῖται ποσῶς τὴν πεπτικὴν ἐνέργειαν : καὶ
οἴνου δύναμιϲ ὡϲ ἐν κεφαλαίῳ . καθάπαξ δὲ ὁ οἶνοϲ ἀναζωπυρεῖ μὲν τὸ ἐν ἡμῖν θερμόν , καὶ διὰ τοῦτο
3639827 περισωζειν
ἐστιν αὐτοῖς αἰδὼς οὔτε λόγος ὅρκων : οὓς οὗτος ἀξιοῖ περισώζειν διὰ νέμεσιν θεῶν καὶ ἀνθρώπων φθόνον . ἐγὼ δ
δ ' ἐς Ῥώμην τοῦ Σύφακος , οἳ μὲν ἠξίουν περισώζειν ἄνδρα ἐν Ἰβηρίᾳ φίλον καὶ σύμμαχον αὑτοῖς γενόμενον ,
3635494 ἀποκλειουσα
δὲ διώνυμον οὕτω λέγεσθαι Κασπίαν τε καὶ Ὑρκανίαν , ἣν ἀποκλείουσά τις ἤπειρος ἐκ τοῦ ἐναντίου νησοποιεῖ τὴν θάλασσαν :
δὲ διώνυμον οὕτω λέγεσθαι Κασπίαν τε καὶ Ὑρκανίαν , ἣν ἀποκλείουσά τις ἤπειρος ἐκ τοῦ ἐναντίου νησοποιεῖ τὴν θάλασσαν :

Back