μὴ ἀντάρῃ κατὰ τῆς φύσεως , ὅμοιον τῷ πατρὶ τὸ τικτόμενον γίνεται . καὶ ἐπὶ μὲν τῶν ἐνύλων ἐνδεχόμενα ταῦτα
, Μηδείᾳ δὲ παῖδας μὲν γίνεσθαι , τὸ δὲ ἀεὶ τικτόμενον κατακρύπτειν αὐτὸ ἐς τὸ ἱερὸν φέρουσαν τῆς Ἥρας ,
6388424 ἐμβρυον
ἐστι θάλλειν καὶ αὔξεσθαι , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει
λευκῷ πίνειν , καὶ τὰ καταμήνια καταῤῥήγνυσι τωὐτὸ προσθετὸν καὶ ἔμβρυον ἐκβάλλει . Μητρέων καθαρτικὸν , ὅταν τοῦ παιδίου ἐναποθανόντος
6202993 γεννωμενον
ἐλευθεροῦσαι ἄρτι ε οὐχ ὑβρίζῃ . μὴ ἀγωνία Ϛ τὸ γεννώμενον σώζεται ζ σώζῃ τῆς κατηγορίας η δίδεις τοὺς λόγους
πάντων ; τολμήσει δὲ τίς εἰπεῖν ἀνάξιον τὸν ἐξ ἐμοῦ γεννώμενον , κρείττονα τοῦ πατρὸς ἔχοντα τὸν πάππον ; ”
6031684 βρεφος
τῆς Σμύρνης διὰ ἔργον ἀθέμιστον ἑαυτὸν ἀνεῖλε , τὸ δὲ βρέφος Διὸς βουλῇ τρεφόμενον ὠνόμασαν Ἄδωνιν καὶ αὐτὸν Ἀφροδίτη πλεῖστον
μὲν ἡ τροφὸς ἀντιλαμβάνεται τῆς σφίγξεως , μᾶλλον δὲ τὸ βρέφος τῷ ἐξ αὐτῆς γάλακτι τρεφόμενον . διὸ καὶ τοὐναντίον
5967963 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
5893255 γονιμον
αἰτίαν τῷ ὄνῳ προσάπτειν πρὸς τοῖς προειρημένοις . πᾶν τὸ γόνιμον τετίμηται , ἐναντίως δὲ ἄρα πρὸς ταῦτα πέφυκε τὸ
ἀνασπᾷ ἑωυτὸ καὶ μένει αὐτοῦ . Ὁκόταν [ οὐ ] γόνιμον γένηται τὸ παιδίον , τουτέου ἡ σὰρξ ὑπερέχει τῶν
5878575 διπροσωπον
διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν ὄπισθεν τῆς
ὑπερτεινόμενος γὰρ κατὰ τὴν ἕψησιν πρῶτον μὲν μήλινον ἐπάγει , διπρόσωπον δ ' ὂν κιρρὸν ἀπεργάζεται τὸ χρῶμα . Στυπτηρία
5821198 ἀρρενος
ἡ κύων . ἔστι δὲ καὶ ἡ θήλεια ἀνδρειοτέρα τοῦ ἄρρενος . λέγεται δὲ φωλεύειν τὸ ζῷον τοῦτο ἡμέρας τὰς
, ἐπιδειχθέντων αὐτοῖς τῶν φανέντων , γνῶναι ὅτι κατεκέκρυπτο φύσις ἄρρενος ἐν ᾠοειδεῖ τόπῳ φύσεως θηλείας , καὶ δέρματος περιειληφότος
5724841 γινομενον
: ὅπερ καὶ ἐπὶ τῆς κατ ' οὐρανὸν ἴριδος ὁρᾶσθαι γινόμενον ὑπὸ τοῦ περὶ τὸν ἥλιον φωτός . ἐκ δὲ
τὸ ΕΖΗ τρίγωνον , ἴσον καὶ ὅμοιον ἐξ ἀνάγκης αὐτῷ γινόμενον . καὶ γὰρ τὰς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἐκπεμπομένας πρὸς
5718717 ἀγονον
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς
5653455 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
5598677 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
5522147 ὁραθηναι
ὥστε ἰδεῖν μὲν τὰ ὑπ ' αὐτοῦ πραττόμενα , μὴ ὁραθῆναι δὲ ὑπ ' αὐτοῦ . δῆλον δέ , ὅτι
τὸ σφάξαι πτερὰ ἐπιβάλλουσιν , ὥστε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚
5517433 φθειρομενον
: % οὔτε γὰρ ἄφθαρτόν [ ] ἐστιν , ἐπεὶ φθειρόμενον [ ] ὁρῶμεν αὐτό , % οὔτε δύναται ?
ζῆν διὰ τὰς πλεονεξίας καὶ τὴν τρυφήν : τὸ μὴ φθειρόμενον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας ἄφθαρτόν ἐστιν , ἐπειδὴ πᾶν
5427443 ὁρωμενον
Ἀντὶ τοῦ εἰς ὄψιν : ἀπὸ τοῦ ὁρῶντος ὀφθαλμοῦ τὸ ὁρώμενον . . ΠΑΡΘΕΝΙΚΗΣ ΚΑΛΟΝ ΕΙΔΟΣ . Καὶ τοῦτο τὸ
φωτίζηται τὰ ὁρώμενα . ἀλλὰ καὶ ὅταν λαμπρὸν ᾖ τὸ ὁρώμενον , μέσου δεῖ τοῦ διαφανοῦς , ᾗ καὶ τότε
5373391 λυομενον
οἷον καὶ τὸ σῶμα , θνητὸν καὶ φθειρόμενον , καὶ λυόμενον , καὶ σηπόμενον , οὐδὲν ἔχω περὶ αὐτῆς σεμνὸν
ἄῤῥωστον , εὗρε σωτήριον τὸ νόσημα καὶ κρινόμενον , οὐ λυόμενον . ζητεῖ λοιπὸν πῶς κριθήσεται . καὶ οὐδαμοῦ νοτὶς
5354989 ὁρατον
δι ' οὗ τὰ νοητὰ συνίσταται , τὸ ἐμφανὲς καὶ ὁρατόν , ᾧ τὰ αἰσθητὰ γεννᾶσθαι πέφυκεν , ἐξομοιῶσαι :
γε λοιπὰ ἀνάλογόν ἐστιν : ὡς γὰρ τὸ χρῶμα ἦν ὁρατόν , οὕτω γευστόν ἐστιν ὁ χυμός : καὶ ὥσπερ
5330780 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
5315598 λαβον
μοι πρᾶγμα πάλαι μὲν σπουδῆς ἠξιωμένον , τέλος δὲ οὔπω λαβὸν ἐπὶ πέρας ἄγειν . ἔστι δὲ κἀν τούτῳ τὸ
ἀγὼν αὐτοῖς χείρων γίγνηται : τῶν γὰρ κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν ὑπὸ τῆι ὀργῆι τῶν δικαστῶν καταλείπεται . καὶ
5306986 αἰδοιον
δὲ λέγει , ὥσπερ Ἡγέλοχος . . . ἐκκαλύψας τὸ αἰδοῖον εἶπε τοῦτο πρὸς τὸ ἐπυρρίασε παίζων . πυρρὸν γὰρ
γυναικί , συλλαβεῖν αὐτὴν ἐργάσεται : πλὴν προτοῦ πᾶσσαι τὸ αἰδοῖον , ὀφείλει χρῖσαι τοῦτο μέλιτι : εἰ γὰρ μὴ
5295554 πτερωτον
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω
5292843 θηλυ
τὸ δὲ σῶμα τὸ μὲν ἄρσεν αὔξεται , τὸ δὲ θῆλυ μειοῦται καὶ διακρίνεται ἐς ἄλλην μοίρην . Καὶ οὗτοι
ἰσχυρότερον ἔλθῃ , ἄρσεν γίνεται : ἢν δὲ ἀσθενὲς , θῆλυ : ὁκότερον δ ' ἂν κρατήσῃ κατὰ πλῆθος ,
5279366 συριγγωδες
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον .
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος
5273505 αἱματος
χρώματος ἔμφασιν . Τί δ ' ἂν ἐκώλυεν ἀεὶ τοῦ αἵματος πλήθοντος μὴ πάντοτε τὰ οὖρα τοιαῦτα φαίνεσθαι , οἷα
, ὅτι ἐκ πάσης ἀνάγκης εἰ καὶ μικρότατός τις θρόμβος αἵματος μετὰ τὴν χειρουργίαν καταλειφθείη , τούτου ἂν οἰδήσαντος διαπύησιν
5269720 κινουμενον
οὕτω διωρισμένων φανερόν , ὅτι πᾶσα μεταβολὴ καὶ πᾶν τὸ κινούμενον ἀνάγκη κινεῖσθαι ἐν χρόνῳ : τὸ γὰρ θᾶττον καὶ
ἀληθῶν οὐσῶν τῶν προτάσεων . ἄνθρωπος παντὶ κινουμένῳ ὑπαρχόντως , κινούμενον παντὶ ἵππῳ ἐνδεχομένως , καὶ συνάγεται ἄνθρωπος οὐδενὶ ἵππῳ
5258140 γεγονος
οὗ ἤρξατο καὶ εἰς ὃ ἐπαύσατο ὀλίγον , τὸ δὲ γεγονὸς ἐν αὐτῷ πολύ : τὸ βραδὺ δὲ τοὐναντίον ,
ὅτι ἐπειδὴ εἶπεν ὁ τεχνικὸς , ἡ πηλικότης μέγα τὸ γεγονὸς ἀποδείκνυσιν , ἐνόμισεν αὐτὸν λέγειν μέγιστον ἐν ὑπερθετικῷ λόγῳ
5254080 ἀνθρωποειδες
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος
5235481 παιδιον
ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν , πρὸ τριῶν
ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ
5231609 κυημα
, καθημένη ἦν : ἄπυρος δὲ ἐπιεικῶς : καὶ τὸ κύημα ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἀκίνητον ἦν , ὡς διεφθαρμένον ,
μηνῶν . ἦν δὲ οὗτος ὁ Διόνυσος . ἀτελὲς οὖν κύημα λέγει τὸ ἔμβρυον τοῦτο τὸ βληθὲν εἰς τὸν μηρόν
5223690 πνευμα
δεόμενον τὸ βαρὺ καὶ μείζονος εἰ δι ' ὅλου τὸ πνεῦμα πέμποιτο , ὥστε ὅσον μήκους προστίθεται τοσόνδε καὶ πνεύματος
ἁπλῶς περίπατος δύναται ὁ ἀποθεραπευτικὸς ἀνεῖναι μὲν ψυχὴν καὶ μεταστεῖλαι πνεῦμα καὶ εἰς τάξιν ἀγαγεῖν λῦσαί τε τὰ συντεταμένα καθᾶραί
5217619 ἀτροφον
τὰ δύο μέρη αὐτῶν , ἐὰν ἀσθενῆ καὶ λεπτὸν καὶ ἄτροφον ἡ χώρα φέρῃ τὸν οἶνον , ἐὰν δὲ δυναμικὸν
, τῆϲ νούϲου τὰ ξύμβολα . ἀγρυπνίη δὲ ἄπεπτον , ἄτροφον , καματηρὸν τῷ ϲκήνεϊ , ἄθυμον , εὐπαράγωγοϲ ἡ
5213231 θερμαινομενον
ἀρίστων ὁ Ἱπποκράτης , ἔνθα φησίν : ὕδωρ τὸ ταχέως θερμαινόμενον καὶ ψυχόμενον κουφότατον . οὐ γὰρ ἐπὶ τῶν βορβορωδῶν
ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ
5186921 ποιουν
δὲ τὰ ἄλλα πολλά : καὶ ἓν μὲν ὄν , ποιοῦν δὲ ἑαυτὸ ἐν τῇ οἷον κινήσει πολλά : καὶ
ταῦτα συνυφίστασθαι , τό τε πάθος αὐτὸ , καὶ τὸ ποιοῦν , καὶ τὸ πάσχον . Ὁ τοίνυν ἀντιλαμβανόμενος τοῦ
5186679 ἀπαθες
ὦ . Πᾶν μονοσύλλαβον οὐδέτερον ἔχον φύσει μακρὰν , εἴτε ἀπαθὲς εἴη , εἴτε πεπονθὸς , περισπᾶται : πᾶν ἀπὸ
' ἕτερα συμβαίνει . ἄτοπον δὲ καὶ τὸ φάναι μὲν ἀπαθὲς εἶναι ὑπὸ τοῦ ὁμοίου τὸ ὅμοιον αἰσθάνεσθαι δὲ τοῦ
5183572 πασχον
χαλάσματος μία καὶ δευτέρα ἀγκύλη γίνεται μετὰ χαλάσματος περὶ τὸ πάσχον κῶλον : ἡ δ ' ἀντικειμένη τοῦ ἱμάντος ἀρχὴ
' ἄμφω δρᾷ , καὶ κατ ' ἄμφω πάσχει τὸ πάσχον , οὐκ ἔστι τοῦτο αἰσθάνεσθαι , ἀλλὰ πάθος ἁπλῶς
5155457 μετοπωρινον
ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ
, τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα
5155038 δισωμον
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
5151283 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
5123735 σκοτος
: τὸ δὲ ὄνομα τῷ χωρίῳ Σκοτίταν [ τὸ δὲ σκότος ] οὐ τὸ συνεχὲς τῶν δένδρων ἐποίησεν , ἀλλὰ
ἀπλανὲς κύκλευμα , ἡλίου φῶς , ἡμέρα , ἄστρα , σκότος , νύξ , γῆ , ἀήρ , ὕδωρ .
5110928 πεφυκος
ἔχῃ τι τῶν πεφυκότων ἔχεσθαι , κἂν μὴ αὐτὸ ὑπάρχῃ πεφυκὸς ἔχειν , οἷον λέγεται τὸ φυτὸν ὀμμάτων ἐστερῆσθαι .
: οἶμαι γὰρ ἡδονῆς μὲν καὶ περιχαρείας οὐδὲν τῶν ὄντων πεφυκὸς ἀμετρώτερον εὑρεῖν ἄν τινα , νοῦ δὲ καὶ ἐπιστήμης
5098858 ὑγρον
καὶ ἰδίως ἔτι μᾶλλον κατὰ τὸ θερμὸν καὶ ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν ἢ τὸ ποιόν τι τούτων εἶδος , ἢ τὴν
δὲ ξηρὸν οὕτω λέγομεν τὸ παντελῶς ἐστερημένον ὑγρότητος , οὔτε ὑγρὸν τὸ ξηρότητος τῆς ὁπωσοῦν ἀνεπίδεκτον οἷον τὸ ὕδωρ ,
5096967 ἀτελες
ἀναμφισβήτητον ἔχει τὴν ἐπίκρισιν , ἐπεὶ οὐδὲν ἐν τοῖς λόγοις ἀτελὲς θεωρεῖται κατά γε τὴν οἰκείαν ἑκάστου τάξιν : πληροῦται
θαυμασιώτερον . Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ μὲν τέλεον τὸ δὲ ἀτελὲς αὐτῶν εἶναι τελεοῦσθαι δὲ παρ ' ἐνιαυτὸν ἄλογον :
5082253 παθητον
τοῖς οὖσι τὸ μὲν εἶναι δραστήριον αἴτιον , τὸ δὲ παθητόν , καὶ ὅτι τὸ μὲν δραστήριον ὁ τῶν ὅλων
ὅρα αὐτὸν γινόμενον πάντα , θεόν , ἄγγελον , ἄνθρωπον παθητόν : πάντα γὰρ δυνάμενος πάντα ὅσα θέλει γίνεται ,
5068889 μεταληφθεν
ῥᾴδιον ἐν ἐπιπέδῳ γράφειν ἦν , τοῖς δ ' ὀργάνοις μεταληφθὲν εἰς χειρουργίαν καὶ κατασκευὴν ἐπιτήδειον [ μᾶλλον τῆς ὑπὸ
ἐστὶν ὁ θεωρητικὸς βίος κλῆρος , προσαγορευόμενος Μαμβρῆ , ὃ μεταληφθὲν ἀπὸ ὁράσεως καλεῖται : τῷ δὲ θεωρητικῷ τὸ ὁρᾶν
5067548 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
5058571 ἐναιμου
καστόριον . ἁρμόσει τοίνυν προσφάτου μὲν οὔσης τῆς προπτώσεως , ἐναίμου δὲ τῆς ὑστέρας βλεπομένης καὶ ἀφλεγμάντου , προπερικλύσαντα μὲν
” ὁ οἰκογενής μου κληρονομήσει με ” , ὁ τῆς ἐναίμου ζωῆς ἔγγονος ; τότε καὶ ἐπισπεύσας ὁ θεὸς ἔφθασε
5057821 τρεφομενον
τὸν ὑδροπότην Μοσχίωνα λεγόμενον ἰδόντα φασί τινα παράσιτον ὑπὸ γραὸς τρεφόμενον πλουσίας εἰπεῖν ὁ δεῖνα , παράδοξόν γε ποιεῖς πρᾶγμα
' : εἶτ ' εἰ τρόφιμος ὄντως ἐστί σου , τρεφόμενον ὄψει τοῦτον ἐν δούλου μέρει , κοὐκ ἂν δικαίως
5047111 μητρῃσι
εὕρῃς , γνῶθι ὅτι ἄνεμος καὶ γονὴ ἔνι ἐν τῇσι μήτρῃσι , καὶ ἡ γονὴ ἐμπέφυκε : διὰ τοῦτ '
μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι μήτρῃσι πεποίηται τὴν κάθαρσιν , τούτοισιν ἐπικίνδυνόν ἐστιν ἁλίσκεσθαι ὑπὸ
5045012 φθειρεσθαι
: διό φησι καὶ γὰρ τὸ φθειρόμενον δοκεῖ δυνατὸν εἶναι φθείρεσθαι , ἐπεὶ οὐχ ὡς φθαρῆναι ἀδύνατον νῦν ἔχει τινὰ
ἅμα ταῖς δρυσὶ γεννᾶσθαι ἢ ἐπειδὴ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς δρυσὶ φθείρεσθαι . Χάρων γὰρ ὁ Λαμψακηνὸς ἱστορεῖ , ὡς Ῥοῖκος
5033544 χρωμα
τὸ χρῶμα δημιουργεῖ , καὶ οὐκ ἔστι σῶμα μὴ ἔχον χρῶμα . τοῦτο οὖν τὸ ὁμοῦ συνημμένον , φημὶ δὲ
ὀξύ , ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ ἐναντίως , τὸ δὲ χρῶμα ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ κατὰ ἡμιτόνιον καὶ ἡμιτόνιον καὶ
5032380 στειρωδες
θῆλυ , προστάσσον , λογικόν , φωνῆεν , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , δίσωμον , πτερωτόν . καὶ καθόλου μέν ἐστι
θυμικόν , δυσυπότακτον , ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου
5030043 ἐσχηκος
αὐτὸ ὑποληπτέον : ἄριστον δὲ τὸ σύμμετρον μὲν τὸ τυρῶδες ἐσχηκός , σύμμετρον δὲ τὸ ὑδατῶδες . ποιεῖσθαι δὲ καὶ
ὄγκων συνεστὼς λεπτύνεται καταδιαιρούμενον ὑπὸ τοῦ πυρός . μεταβολὴν τοίνυν ἐσχηκός , διὰ τὸ ἀπὸ παχέως εἰς λεπτὸν καταστῆναι ,
5026954 ἡμερινον
, εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν ,
καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν ,
5022561 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
5016111 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
5015352 σινος
διαμετρεῖ ἡ σελήνη τὸν ἥλιον καὶ συνοδεύει νεφελοειδέσιν ἀστράσιν , σίνος περὶ τὰς ὄψεις γίνεται . καὶ ὅτε ἐν τῷ
Προσπεριβαλλέσθω δὲ καὶ τὸ ὀξὺ τοῦ πήχεος , ἢν τὸ σίνος κατὰ τοῦτο ᾖ , ἤν τε μὴ , ἵνα
5014033 πυροειδες
κρυόεντος : πυρώδους , καυστικοῦ , διὰ τὸ πυρωπὸν δὲ πυροειδές : καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ γὰρ τοῦ θυμουμένου ὑπέρυθροι ,
, εἴποτε φοιτῴη δι ' ἡλίου , τοσοῦτον ἐκλάμπειν αὐτῷ πυροειδές τι , ὡς τοὺς μὲν οἴεσθαι ῥίνημα χρυσοῦ προιόντι
5001975 γεννηθεν
πολλαπλασίων πρωτίστου εἴδους . πάλιν δὲ ἐξ ἄλλης ἀρχῆς τὸ γεννηθὲν τοῦτο τοῦ πολλαπλασίου πρώτιστον εἶδος μετὰ τοῦ πρώτου τῶν
καὶ προβεβηκὼς διαφέρει . Βρέ - φος μέν ἐστι τὸ γεννηθὲν εὐθύς , παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνῆς
4992380 ἐμπεσον
Ἀπουλήιος περὶ τὴν φύσιν ταῦτα : τοῦ κεραυνοῦ τὸ καυστικὸν ἐμπεσὸν εἰς γυναῖκα Μαρκία μὲν ὀνόματι Κάτωνος ὁμευνέτου , ἐγκυμονοῦσα
τὸ ὀστέον καὶ αὐτὸ τὸ ὀστέον , τὸ ἀπὸ ὑψηλοτάτου ἐμπεσὸν καὶ ἥκιστα ἐξ ἰσοπέδου , καὶ σκληρότατόν τε ἅμα
4972393 καιομενον
εἰ δὲ χρονίϲοι , καὶ αὐτοῦ τοῦ δέρματοϲ ἅπτεται , καιόμενον δὲ λεπτομερέϲτερον γίνεται . Ἀρτεμιϲίαι ἀμφότεραι θερμαίνουϲι μὲν κατὰ
κτήμασι τοῦ δυνατοῦ πλούτου οὕτω διαλάμπει ὡς ἐν νυκτὶ πῦρ καιόμενον . ἄριστον μὲν ὕδωρ : ἀρχὴ γὰρ τῶν ὅλων
4967336 αἱμα
ἄκρον κεδρίᾳ χρισάτω , καὶ ἔστω ψιλὸν , ὅταν δὲ αἷμα φανῇ , ἀφελέσθω . Ἐκβόλιον : ἢν ἔμβρυον τεθνεὸς
λιμαγχονίαις καὶ ἐν ταῖς περιστάσεσιν , αὐτὸ τὸ φλέγμα ἡμίπεπτον αἷμα φύσει τυγχάνον τὴν χρείαν ποιεῖται τῆς τροφῆς . ἔγνωμεν
4963155 ἀνωφερες
Ἀθηναίων . ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἐπάντες : ἀπόκρημνον καὶ ἀνωφερές . παιανίσαντες : δύο παιᾶνες ἦσαν , Ἐνυάλιος ,
μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , κακόν , ὀλιγόγονον ,
4959828 βροντην
τοῦ λαμπτῆρος φῶς , καὶ τοῦ γίνεσθαι , ὡς τὴν βροντήν , τήν τε ὑλικὴν καὶ τὴν τελικήν , πλεῖστα
μάταιον σημαίνει , ὅτι μετὰ τὴν ἀστραπὴν προσδοκήσειεν ἄν τις βροντήν , ἣ διὰ τὸν ψόφον οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ
4957471 γενναν
ἑπτὰ ἀριθμὸν ὁ Φ . προσηγόρευσε : μόνος γὰρ οὔτε γεννᾶν οὔτε γεννᾶσθαι πέφυκε : τὸ δὲ μήτε γεννῶν μήτε
εἰρήνη : διανοίας γὰρ εὐσταθείᾳ καὶ ἠρεμίᾳ , ἣν εὐσέβεια γεννᾶν πέφυκεν , ἀνατρέπεται πᾶς λόγος , ὃν ἐδημιούργησεν ἀσέβεια
4938639 ἐμπνουν
. : Εὐμένης δὲ εὑρὼν τὸ Κρατεροῦ σῶμα κείμενον ἔτι ἔμπνουν , καταπηδῆσαί τε ἀπὸ τοῦ ἵππου λέγεται καὶ κατολοφύρασθαι
τὰν ἀγέλαν πόρρω νέμε , μὴ τὸ Μύρωνος βοίδιον ὡς ἔμπνουν βουσὶ συνεξελάσῃς . Βοίδιον οὐ χοάνοις τετυπωμένον , ἀλλ
4937233 φως
τρῆμα τῆς κόρης , δι ' οὗ τὸ ὀπτικὸν ἔξεισι φῶς : συμβάλλεται δὲ καὶ ἄλλως περιθάλπων τὸ κρυσταλοειδὲς ὑγρόν
ἐπακτὸν ἄταν . ἐγὼ δ ' οὔτι σοι πυρὸς ἀνῆψα φῶς νόμιμον [ ἐν γάμοις ] ὡς πρέπει ματέρι μακαρίαι
4931682 ἐνερευθες
μόνον ἐγείρεσθαι καὶ ὥσπερ ἐξοιστρᾶν , ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ἐνερευθὲς εἶναι καὶ πεπυρωμένον τῆς ἔνδον ἀναχεούσης καὶ χλιαινούσης χαρᾶς
πέριξ , ὥστε κατὰ μὲν τὸ ἔξω τῆς ἴρεως , ἐνερευθὲς φαίνεσθαι , κατὰ δὲ τὸ ἔνδον λευκόν . τὸ
4924338 πτηνον
τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν
τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων
4923744 γλισχρον
ὅτι αὐτὴ μὲν κατ ' αὐτὴν ἀμφιβολία οὐδέποτε μελετηθήσεται , γλίσχρον γὰρ καὶ ἀτελὲς τὸ ζήτημα : ἐν ἑτέροις δὲ
διενήνοχεν ἐκείνου μέντοι τῷ τε μὴ ὄζειν καὶ πάνυ τυγχάνειν γλίσχρον . Τό γάρ τοι πῦον καὶ αὐτό τινα γλισχρότητα
4917752 φερομενον
* † ὑμνήσομεν . τὸ ἐν τῇ παλάμῃ τοῦ Διὸς φερόμενον πῦρ . τοῦ κτύπους ἐγείροντος ταῖς βρονταῖς . ἐν
καὶ αὔριον καὶ τὰς μετὰ τὴν αὔριον ἡμέρας , τοιοῦτον φερόμενον : ὅσα δὲ οὖρα κατά τι τῶν εἰρημένων τεσσάρων
4912935 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
4905677 σαρκιον
κέχηνε δὲ τῇ διαστάσει τῶν περικειμένων ὀστράκων , καὶ προτείνει σαρκίον ἐξ ἑαυτῆς οἱονεὶ δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων .
τοῦ λίθου , τηνικαῦτα τῆς ἐπιθυμίας ἀπέστη καὶ προβαλλόμενος τὸ σαρκίον ἐπλησίασεν . τῆς πράξεως ταύτης μνημονεύει καὶ Ἄλεξις ὁ
4896572 σπαρεν
ἰδίας ἐνεργείας τὸ σπέρμα , καὶ ἐκύησεν ὁ νοῦς τὸ σπαρέν , μοιχείας , φόνους , πατροτυπίας , ἱεροσυλίας ,
θηλείας πάσης ἐν ᾗ μὴ βούλοιο ἄν σοι φύεσθαι τὸ σπαρέν . ὁ δὴ νόμος οὗτος διηνεκὴς μὲν γενόμενος ἅμα
4894349 χοριον
' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα :
, ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί
4890498 ὑψωμα
ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀποκλιμάτων νοείσθω . Ἀπὸ δὲ ὑψώματος εἰς ὕψωμα παράδοσις γινομένη ἀγαθοποιῶν ἐπόντων ἢ μαρτυρούντων δοξαστικὴ καὶ ἐπωφελής
, ὃ εἰς στῆθος καὶ πλευρὰς παραλαμβάνεται : καί ἐστιν ὕψωμα τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης
4887423 ἐλθον
οὐ γὰρ δή που τοὺς μὲν εἰς Τροίαν τῶν Ἑλλήνων ἐλθόν - τας ἐπαινεσόμεθα , ὅτι εἵλοντο καλῶς ἀποθανεῖν ,
Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν ἐλθόν . Πόλλ ' οἶδ ' ἀλώπηξ , ἀλλ '
4884975 προκυπτει
οἰκουρῆσαν τὸ πολὺ τῆς ἀκμῆς εἴσω τῆς κάλυκος , ὀψὲ προκύπτει καὶ σχίζεται . ἀλλ ' οὐδ ' ὀπωρίζειν ἔξεστιν
εὐφώνως . γυνὴ δ ' ἀκούει τοῦδε , κἀξαναστᾶσα θυρίδων προκύπτει , καὶ βλέπουσα τὸν παῖδα λαμπρῆς σελήνης ἐν φάει
4877837 πεπυρακτωμενος
, παρὰ τὸ μὴ καὶ τὸ ὕδωρ : ὁ γὰρ πεπυρακτωμένος σίδηρος οὐδόλως ὑγρότητος μετέχει , ἀλλὰ μόνης ξηρότητος .
διὰ τὸ ἄμετρον τῆς πυρώσεως : μύδρος γάρ ἐστιν ὁ πεπυρακτωμένος σίδηρος . διὸ καὶ ὁ Ἀναξαγόρας ἐξωστρακίσθη ἐκ τῶν
4877482 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
4875811 δεχομενον
ἔδει δεῖξαι . Ἐπὶ τῆς δοθείσης εὐθείας γράψαι τμῆμα κύκλου δεχόμενον γωνίαν ἴσην τῇ δοθείσῃ γωνίᾳ εὐθυγράμμῳ . Ἔστω ἡ
τι ἡ ψυχή , ποῖον δέ τι τὸ σῶμα τὸ δεχόμενον αὐτὴν οὐκέτι προσδιορίζουσιν , ὥσπερ ἐνδεχόμενον κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς
4875622 φωτος
τοῦτο καὶ ἡ οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ
ἄλλως δὲ ἀποδείκνυμεν . τί ἐστι σελήνης ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως . ἡ σελήνη ἀντιφράττεται : τὸ
4848240 παχυτερον
. Ἐπεὶ τοίνυν παντὸς ὑγροῦ ἐξ ἑτεροειδῶν συστάντος οὐσιῶν τὸ παχύτερον χωρεῖν πρὸς τὸν πυθμένα πέφυκε , ἀνάγκη ἄρα τὸ
κατ ' ἀγκῶνα ὀχλώδεα : τοῦτο μὲν γὰρ , τὸ παχύτερον ὀστέον ἔστιν ὅτε ἐκινήθη ἀπὸ τοῦ ἑτέρου , καὶ
4845363 ἀκινητον
ἐκβιβάσαντες τοῦ λογίζεσθαι καὶ | μεταλλοιώσαντες εἰς τὴν ἄψυχον καὶ ἀκίνητον σαρκῶν φύσινἐγένοντο ” γὰρ οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν
τὴν βακτηρίαν , αὕτη δὲ τὴν θύραν , κἀκείνη πρὸς ἀκίνητον ὠθίσθη τὸν τοῖχον . ὁ μὲν οὖν ἄνθρωπος μόνως
4845177 ἀναπεπταμενον
̈ , . Βόηθος δὲ πρὸς τὴν φαντασίαν δέχεται τὸ ἀναπεπταμένον , οὐ κατὰ τὴν ὑπόστασιν . ̈ , .
ἐθελήσωσιν αἰφνιδίους ἐπιθέσεις . αἱ δ ' εὐρυχωρίαι καὶ τὸ ἀναπεπταμένον καὶ τὸ ἀνειμένον πάντῃ , μηδενὸς τὰς ὄψεις ἐμποδίζοντος
4844006 πραοτατον
' ἂν αὐτοῖς χώρᾳ τὸ ἀγριώτατον ἀπαντήσῃ ζῷον φέρον τὸ πραότατον , ἐνταῦθά τοι ἁρμόσασθαι γάμους : οὕτως γὰρ αὐτοῖς
, καὶ τὸ μαρτύριον ἐκεῖνο προάγονται . Πτολεμαίου καλοῦντος τὸν πραότατον τῶν κροκοδείλων μὴ ὑπακοῦσαί φασι καὶ τροφὰς ὀρέγοντος μὴ
4841003 ζωιον
καὶ αἰθέρι εἶναι . μήποτε μέντοι καὶ Ὅμηρος ὡς πρὸς ζῶιόν φησιν : Ἠελίου , ὃς πάντ ' ἐφορᾶι καὶ
? καὶ ἔστιν ποικιλώτερα . ὁ γὰρ ἄνθρωπος - καὶ ζῶιόν ἐστιν καὶ πρὸς τούτωι λογικὸν καὶ θνητόν . τὸ
4833665 ὑγρου
ἐς πολὺ ἀνεστῶτες , ὅση δὲ ἡ κεφαλὴ σκολιοῦ καὶ ὑγροῦ τοῦ αὐχένος ἐξιοῦσα . μέγεθος δὲ ἄπιστον μὲν εἰπεῖν
, ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος ἐνδείᾳ καὶ θερμοῦ ἀπορίᾳ καὶ ὑγροῦ περιττοῦ ἐπιρροίᾳ . εὐαλωτότερα τοίνυν τῶν ἀνδρείων καὶ ταῖς
4829312 φαντασμα
δὴ τούτων ἁπάντων συλλογίσασθαι δεῖ , ὅτι ἔστι τὸ ἐνύπνιον φάντασμα ἐν ὕπνῳ κατεχομένου τοῦ κυρίου καὶ ἐπικρίνοντος . ὥστε
φάντασμα ταύτης χρόνος νοεῖται , ἔσται ὁ χρόνος τοῦ χρόνου φάντασμα : ὅπερ ἦν ἀπεμφαῖνον . τοίνυν οὐ λεκτέον τὸ
4811387 σκεπασμα
, ἀλλ ' ὑπὸ πλήθους ἀνδρῶν προωθούμενον ἐποίησε [ ὑπότροχον σκέπασμα ] . Γήρας δὲ ὁ πρῶτος εὑρὼν τὸ ὑπότροχον
ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἄνω τὸ ὀστρακῶδες καὶ κοῖλον ἔχων αὐτοῦ σκέπασμα , μήπως αὐτὸν γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει :
4810477 ἀναλλοιωτον
αὐτὸ ἴσχει πάθος καὶ τὴν κρίσιν τὴν ἐπ ' αὐτῷ ἀναλλοίωτον . Τούτων οὕτω διωρισμένων ἀνάγκη , εἴπερ ἐκλείποι τις
. Ἐδόκει δ ' αὐτῷ τὸ πᾶν ἄπειρον εἶναι καὶ ἀναλλοίωτον καὶ ἀκίνητον καὶ ἓν ὅμοιον ἑαυτῷ καὶ πλῆρες :
4807574 σπερμα
μίξεσι σωζομένου τοῦ νόμου τῆς φύσεως ἐπικρατεῖ τὸ τοῦ ἄρρενος σπέρμα , δῆλον ὡς ὅταν ἡ ὕλη μὴ ἀντάρῃ κατὰ
. ὅτι μὲν γὰρ ἐκ τῆς χειρὸς δεῖ ῥίπτεσθαι τὸ σπέρμα καὶ σύ που οἶσθα , ἔφη . Καὶ γὰρ
4807008 τεχθεν
μέρεσι μέντοι γε τὰς ἀκτῖνας αὐτῶν ἐπιφερόντων , ἐπιζήσεται τὸ τεχθὲν ἄχρι τοῦ τῶν μεταξὺ τῆς τε ἀφέσεως καὶ τοῦ
δ ' ἐξέθορεν ἄρρεν ἐκ τῆς Μανδάνης , καὶ τὸ τεχθὲν ὁ βασιλεὺς λαβὼν καὶ περιστείλας Ἁρπάγῳ παραδίδωσιν , ὡς
4804947 τρεφον
μὴ δύνασθαι τὸ οἰκεῖον ἀνενεγκεῖν : τὸ γὰρ αὖξον καὶ τρέφον καὶ γεννῶν τὰ ὅμοια καὶ τὸ ἓν πρὸ τῶν
θεμελιώσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ δοὺς πνεῦμα τὸ τρέφον αὐτήν , οὗ ἡ πνοὴ ζωογονεῖ τὸ πᾶν ,
4803606 ὑφιστησιν
πλευρὰς οὔτε ἐλλειπούσας κατὰ τὴν ἔκτασιν οὔτε περιττευούσας τὸ χωρίον ὑφίστησιν . ἰστέον δέ , ὅτι , ὅτε μὲν τρίγωνα
Ἢ δῆλον ὅτι νοῦς ὢν ὄντως νοεῖ τὰ ὄντα καὶ ὑφίστησιν . Ἔστιν ἄρα τὰ ὄντα . Ἢ γὰρ ἑτέρωθι
4794189 ζεον
τὸ ἀπόπλυμα εἰϲ κρατῆρα πλατύϲτομον βαλὼν καὶ ἐπιχέαϲ ἕτερον ὕδωρ ζέον ἀνατάραϲϲε λαμβάνων ἐκ τοῦ ὑγροῦ ποτηρίῳ ἢ ἑτέρῳ τινὶ
τὴν γῆν ἐξέκαυσεν : ὅταν δὲ συνεστὼς οὐρῶ τὸ ἔδαφος ζέον τοὺς πόδας μου κατακαίει , καὶ ἡ δριμύτης τοῦ
4793988 δερμα
ὑγρὰν οὖσαν , αὐχμηρὸν δ ' ἐργαζομένων ἐκ τούτου τὸ δέρμα , καὶ τὴν θερμασίαν τῶν μορίων αὐξανόντων , καὶ
φαρμάκων , ὅσα δύναμιν ἔχει ἐκ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα τὰς περιουσίας τῶν ὑγρῶν ἐπισπᾶσθαι : αἱ δὲ διαφορητικαὶ
4793944 νευρωδες
, εὐαίσθητον δ ' αὐτοῦ τὸ πρὸς τῇ κοιλίᾳ καὶ νευρῶδες . ἔξωθεν δὲ σαρκώδης ἐστί , καθὸ τῷ βρόγχῳ
' ὄντα τοῖς ῥευματιζομένοις τὰ ἄρθρα καὶ τοῖς πενονθόσι τὸ νευρῶδες ἀνεπιτήδειά ἐστι τοῖς περὶ τὴν κύστιν πάθεσι καὶ ἕλκεσι
4789691 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
4788393 νοσωδες
ὡσαύτως : ἐπὶ δεξιὸν δὲ χειμῶνα . Τέττιγες πολλοὶ γινόμενοι νοσῶδες τὸ ἔτος σημαίνουσι . Λύχνος χειμῶνος καιόμενος ἡσυχαῖος εὐδίαν
μέλλουσάν τι ποιήσειν κακὸν καὶ ἤδη παραπτομένην τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς ἐπὶ ταῖς ἀμυχαῖς ταραχθεῖσα κνήμη καὶ ἐκδοῦσα ἄλυπον
4785765 ἀχωριστον
καὶ ἄλλαι δύο : ἄλλο καὶ ἀλλοῖον , χωριστὸν καὶ ἀχώριστον . πᾶσαι δὲ ἕξ εἰσι , καὶ τούτων αἱ
χωριστόν , οἷον τὸ λογικὸν εἶδος , καὶ τὸ πάντη ἀχώριστον , οἷον ἡ ποιότης : ἐν μέσῳ δὲ ἡ
4780352 πελιδνον
ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες . περιδέρρεα
, ὀκριοειδέεϲ : χειλέων προβολὴ παχείη , τὸ δὲ κάτω πελιδνόν : ἔκρινεϲ : ὀδόντεϲ οὐ λευκοὶ μέν , δοκέοντεϲ

Back