, ἀλλ ' ὑπὸ πλήθους ἀνδρῶν προωθούμενον ἐποίησε [ ὑπότροχον σκέπασμα ] . Γήρας δὲ ὁ πρῶτος εὑρὼν τὸ ὑπότροχον
ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἄνω τὸ ὀστρακῶδες καὶ κοῖλον ἔχων αὐτοῦ σκέπασμα , μήπως αὐτὸν γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει :
7026951 κωλυτικον
εἶδος καὶ τοῦ εἴδους τὸν λόγον ἀποδίδωσιν , ὅτι σκέπασμα κωλυτικὸν φθορᾶς τῆς ὑπ ' ἀνέμων καὶ ὄμβρων καὶ καυμάτων
. καὶ γὰρ ὅλως τὸ ὑγρόν , ὥσπερ ἐλέχθῃ , κωλυτικὸν τήξεως καὶ ἅμα διὰ τὴν μαλακότητα καὶ μεγαλομέρειαν οὐ
6648872 θριξ
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου :
6615136 καιεται
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ
6582114 σαρξ
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης ,
6534517 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
6457761 λευκαινεται
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν ,
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν
6455724 χαλκος
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ
' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ
6433641 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
6415874 φυτον
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ
6406861 δινος
τὴν αἰθερίαν δὲ δίνησιν ⌈ ὑποβάλλων [ προϋποβάλλων ] “ δῖνος ” εἶπεν , ἀλλὰ κεράμεόν ἐστι βαθὺ ποτήριον ,
τούτου γελοῖον εἰς τὴν τοῦ Διὸς παρείληφε διάνοιαν . αἰθέριος δῖνος ] ἡ συστροφὴ τοῦ αἰθέρος , ἡ τοῦ ἀέρος
6399273 ἰλυς
εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης
' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον
6334323 δακρυον
κλύζε διὰ κλυστῆρος τὸν φάρυγγα τοῦ συναγχικοῦ : κατασπᾷ γὰρ δάκρυον πολὺ καὶ κουφίζει . ἄλλο . οὖρον συνεχῶς ἀναγαργαριζόμενον
Ἡλίου βούλεται ὁ μῦθος αὐτὰς εἶναι . διὸ καὶ τὸ δάκρυον αὐτῶν φωτεινοειδὲς λέγεται εἶναι , ἤλεκτρον ὀνομαζόμενον , ἐπεὶ
6332343 φοινιξ
τὰ φύλλα τὰ ἁπαλώτατα χυλὸς γίνεται : ἐν τούτῳ διαχεῖται φοίνιξ ὁ πατητός . τοῦτο ὀφθαλμῶν ὀδυνωμένων ἐπίπλασμά ἐστιν .
μῆλον , ἄπιον , μέσπιλον , βράβυλον , οὖον , φοίνιξ , πέπων , μηλοπέπων : τοῖς δ ' ἐπὶ
6313146 πολυποδος
Ἀττικοί , ὡς καὶ Ὅμηρος . ὡς δ ' ὅτε πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , ἀνάλογον : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ
τοῖς μυχοῖς τοῖς ἑαυτοῦ . τὸ δὲ ἄπυρον εἶναι τοῦ πολύποδος τὸν οἶκον νοεῖν ὡς ψυχρόν : καὶ ἐν ἤθεσι
6311329 πληρες
εἴρηται : „ ποτήριον ἐν χειρὶ κυρίου , οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος „ : καίτοι τό γε κεκραμένον οὐκ ἄκρατον
, δαιμόνων ὑπέρτατος . Συνεκδοχή ἐστι φράσις οὐ κατὰ τὸ πλῆρες ἐξενηνεγμένη , προσδεομένη δέ τινος ἔξωθεν ἀκολουθίας . τῶν
6309664 κολος
τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην . ἤτοι ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς ,
τοῖς τόποις τούτοις . ἔστι δὲ τῶν τετραπόδων ὁ καλούμενος κόλος , μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος , λευκός
6306116 ἀτμος
ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος
ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα
6258932 χιτων
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ
6256142 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
6230526 λιθος
οἷά τε δι ' ἔθους ἐγγίνεσθαι . οὐδέποτε γὰρ ὁ λίθος ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι , αἱ δὲ ἠθικαὶ ἀρεταὶ δι
μὲν ἐπίστασθαι εἰς ως περατουμένην : „ ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος „ : καὶ ἀκόλουθος αἰτιατική :
6226810 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
6218737 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
6173881 πηγνυται
' ἀφαυροῦ : ἀμφότερα διὰ τὸ ψυχρὸν τῶν τόπων : πήγνυται γάρ . καὶ λέγεται Κρόνιος πόντος , ὡς μέν
ἐστι , καὶ ἐπειδάν τις ἀρύσηι τὸ ὕδωρ αὐτῆς , πήγνυται ὥσπερ τυρός . τούτου οὖν τοῦ πηκτοῦ ὅσον τρεῖς
6165869 χιων
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι ,
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι
6165212 πριων
, παῖ , τῆς ἀσπίδος . τέκτονος σκεύη σκέπαρνον , πρίων , σφῦρα , τέρετρον τρύπανον τρυπανοῦχος ἀρίς , ῥίνη
δέξασθαι ζωήν : ὥσπερ γὰρ ὁ σίδηρος ὁ ἀμόρφωτος δυνάμει πρίων , ὅτι δέξασθαι δύναται τοιόνδε σχῆμα , ἀλλ '
6155056 πεπληρωμενον
θῦσαι : διὰ τοῦτο τὸν θάλαμον ἀνοίξας εὗρε δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον . Ἀπόλλων δὲ εἰπὼν ἐξιλάσκεσθαι τὴν θεόν , ᾐτήσατο
κῆπον ὥδευεν . ἰδὼν οὖν κλάδον συκῆς ὑπερέχοντα σύκων ὡρίμων πεπληρωμένον ἐπελάβετο τοῦ κλάδου . τοῦ δὲ ὄνου ὑπεκδραμόντος ἀπεκρεμάσθη
6148851 σιδηρος
: οἱ ἐκτὸς ἔτι τῶν Μεγάρων ὄντες καὶ μήπω εἰσελθόντες σίδηρός τε : λιθουργός . ὕλην : ἄλλην δηλονότι .
σοφοὺς ἐς τὰς τέχνας εἶναι . Σαυρομάταις γὰρ οὔτε αὐτοῖς σίδηρός ἐστιν ὀρυσσόμενος οὔτε σφίσιν ἐσάγουσιν : ἄμικτοι γὰρ μάλιστα
6137732 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
6130064 βηρυλλου
ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαντίνη : ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι , καὶ βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι
. ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει χαριέστερον ἄλλο , ὑγρῆς βηρύλλου γλαυκὴν λίθον , ἣ περὶ χῶρον φύεται ἐν προβολῇς
6128059 ἐπαγη
τῶν ἀσωμάτων καὶ παραδειγματικῶν ἰδεῶν , ἐξ ὧν ὁ νοητὸς ἐπάγη κόσμος , καὶ ὁ περὶ τῶν ὁρατῶν , ἃ
τῶν στοιχείων εἰς ἄλληλα μεταβολάς , ἐξ ὧν ὁ κόσμος ἐπάγη καὶ συνέστηκεν , εἰδὼς ἀναγκαιότατον ἔργον , ἀκωλύτους παρέχεται
6116823 ἐκλαμπον
ὦ τῶν νεφῶν λεύκωσις ἐκ μελάνσεως , ὦ οὐρανόχρουν κάλλος ἔκλαμπον σέλας , ὦ φωτὸς ἐκλάμποντος εἰς ὑπ ' οὐρανόν
ὦ τῶν νεφῶν λεύκωσις ἐκ μελάνσεως , ὦ οὐρανόχρουν κάλλος ἔκλαμπον σέλας , ὦ φωτὸς ἐκλάμποντος εἰς ὑπ ' οὐρανόν
6115872 ἐλαια
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο .
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί .
6104452 φυτου
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς
6104042 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
6102754 ἠλεκτρον
οἷον διὰ τί ἡ λίθος ἡ μαγνῆτις ἕλκει καὶ τὸ ἤλεκτρον καὶ ἡ σικυῖα ; πάντων γὰρ τὸ αὐτὸ μέσον
ποτὲ ἄργυρον διὰ τὸν χρυσὸν , ποτὲ χαλκὸν διὰ τὸ ἤλεκτρον , ποτὲ μόλυβδον διὰ τὸν μόλυβδον . Αὕτη ἡ
6092620 δυσωδες
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι .
6083194 ἐγκεφαλος
διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων
τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν
6071669 φλεγον
γὰρ ὁ μὲν καιόμενος βάτος τῶν ἀδικουμένων , τὸ δὲ φλέγον πῦρ τῶν ἀδικούντων , τὸ δὲ μὴ κατακαίεσθαι τὸ
τῇ καρδίᾳ . ὡς οὖν τὸ πῦρ σε τῆς ἀγρυπνίας φλέγον ὠχρὰν ἐποίει τὴν ἔναστρόν σου θέαν , οὐκ εἶχον
6068808 πηγνυμενου
τρόμος , αἱ γὰρ φλέβες συσπώμεναι , καὶ συνιόντος καὶ πηγνυμένου τοῦ αἵματος , συσπῶσί τε τὸ σῶμα καὶ τρέμειν
ὁκοῖον ἀποϲτάϲιεϲ ἴϲχουϲι , ἐπὶ δὲ μᾶλλον πυκνοῦνται , καὶ πηγνυμένου τοῦ ὑγροῦ ἀπηνέεϲ αἱ ἀποφύϲιεϲ : τέλοϲ δὲ πῶροι
6064999 μελαν
: τρία σημαίνει ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ
ἑλμίνθων φθαρτικόν . εὐκοιλιώτερον δὲ τὸ λευκόν , τὸ δὲ μέλαν οὐρητικώτερον . ὑπάρχειν δ ' αὐτῶν καὶ τὰς ῥίζας
6056210 ὀστρεον
ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη ,
. εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον
6053392 φοινικουν
καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι
ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις
6047340 βαλανος
τοῦ ὅρμου Ἀττικῶς . ὡς πρός τινα ἀπό τινος . βάλανος : Ἡ περόνη . ταῦτα δὲ πάντα εἰς τὸ
εἰς τὴν βαλανοδόκην τῶν πυλῶν ἄμμον προενέβαλεν , ὅπως ἡ βάλανος ἔξω μένῃ καὶ μὴ ἐμβάλληται εἰς τὸ τρύπημα .
6040904 λεπτοτατον
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ
6035324 ἐνυδρον
πυρίνους : εἶναι δὲ τρία γένη τἆλλα , πτηνόν , ἔνυδρον , πεζόν . γῆν δὲ πρεσβυτάτην μὲν εἶναι τῶν
. . . . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν εὔυδρον . .
6020793 τηκει
ὧδε ποίει : ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι
διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ εἰς λύσιν αὐτὸ καθίστησι , καὶ λιβάδας μὲν
6019680 ἀφρος
, ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς
στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει
6011726 χοριον
' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα :
, ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί
6007376 ἀγονον
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς
5997370 ἐδωδιμον
ἑρπετοδήκτους ὠφελεῖ . Θρίδαξ ὑγρὸν καὶ ψυχρόν ἐστι λάχανον , ἐδώδιμον καὶ πᾶσι γνωστόν , ὃ καὶ μαϊούλι λέγεται παρὰ
εἴρηται τὰ ὀξύβαφα , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ
5996727 πηλος
ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς ἀπήντησεν φέρων
' Ἀλέξανδρον . ὡς δὲ ἐνέτυχε χωρίῳ , ἵνα οὐ πηλὸς αὐτῷ ἐφαίνετο , ἀλλὰ ὑπὸ ψάμμου γὰρ ξύμπαν ἦν
5989445 χρωμα
τὸ χρῶμα δημιουργεῖ , καὶ οὐκ ἔστι σῶμα μὴ ἔχον χρῶμα . τοῦτο οὖν τὸ ὁμοῦ συνημμένον , φημὶ δὲ
ὀξύ , ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ ἐναντίως , τὸ δὲ χρῶμα ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ κατὰ ἡμιτόνιον καὶ ἡμιτόνιον καὶ
5986630 ἐνδοθεν
οὖν ἐστι σφυγμὸς ὁ διατιθεὶς τὴν αἴσθησιν οὕτως ὡς ἱκανῶς ἔνδοθεν ἐμπεπλησμένης τῆς ἀρτηρίας , κενὸς δὲ ὁ ἐναντίος τούτῳ
ὁμόχροα προκενώϲαντα ὁμοίωϲ τὴν κοιλίαν καὶ πυριάϲαντα , μέλιτι ὑποχρίειν ἔνδοθεν τὸ βλέφαρον : ὠφελοῦνται δὲ καὶ οὗτοι ὑποχριόμενοι τῇ
5984980 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
5982167 φαρυγξ
τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων
, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ
5980216 ὀχημα
τῷ δέ γε Αἴαντι οὐδ ' ἡ πέτρα ἀσφαλὲς | ὄχημα ἦν . εἰ γὰρ Ἀθηνᾶν μὲν Ἀθηναίοις | μόνοις
εἴπερ οὔτε ἑνιαῖόν γε ὂν τοῦτό ἐστιν , οὔτε ὡς ὄχημα τοῦδε τοῦ ἑνός . Ἆρ ' οὖν ταὐτόν ἐστι
5977957 σκωληξ
ταχέως δύνειν . τῆμος ἀδηκτοτάτη : ἀβρωτάτη , ὅτι τότε σκώληξ οὐκ ἐσθίει τὴν ὕλην , ἀλλὰ παραμονωτέρα ἐστί ,
αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων θυμὸν ἀποπνείων , ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς : ἐκ δ ' αἷμα
5972732 σιαγονες
Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς ,
δὲ κάτωθεν ὥσπερ καὶ αἱ ὑπ ' αὐτὰ γένυες καὶ σιαγόνες , ὧν ἡ μὲν ὑπερκειμένη πᾶσι τοῖς ζῴοις πλὴν
5971405 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
5969753 καταδυσις
διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς . θαλάμη κατάδυσις : “ ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκόμενος
τοιοῦτον ζῷον οἷον ἀσπάλαξ καὶ τὸ ὅμοια . χειραμός ἡ κατάδυσις . × δῶμα νῦν τὸν φωλεόν . οἳ δ
5965751 ἀρκτος
παρούσης ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν ἀδήλων ⋮ Ἡ γὰρ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ
ὁ χερσαῖος πόδας μὲν ἔχει πενταδακτύλους , καθάπερ καὶ ἡ ἄρκτος , ῥύγχος ὑός , ὀδόντας οὓς μὲν προβάτου ,
5964942 ζωιου
πέμπτον . . . . , καὶ τέσσαρες ἀρχαὶ τοῦ ζώιου τοῦ λογικοῦ , ὥσπερ καὶ Φ . ἐν τῶι
: τὸ σπέρμα εἶναι θερμόν , κατασκευαστικὸν δὲ τοῦτο τοῦ ζώιου : καὶ ὁ τόπος δέ , εἰς ὃν ἡ
5953174 πνοη
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται ,
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία :
5952707 πυρωδης
οὖν ὑλικὸν αἴτιον ἡ παχυτέρα ὕλη , ποιητικὸν δὲ ἡ πυρώδης θερμασία , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἐκτὸς ὁρῶμεν :
φωτεινὴ θεῶν ἐξ αἰθέρος συνέστηκεν , ὅς ἐστι λαμπρὸς καὶ πυρώδης οὐδέποτε στάσιν ἔχων , ἀλλ ' ἀεὶ φερόμενος κύκλωι
5948788 κοχλου
τῷ μέλανι λάμπουσαν , ἀλλ ' ἐκ τῶν ἄκρων πρὸς κόχλου Τυρίας ἄνθος ἐρίζουσαν : οἷον γὰρ εὐπαθοῦσα καὶ νοτιζομένη
' εἵματα ἀπεικότα λίην καὶ ποικίλα ἀπὸ θαλασσίης βάψιος τοῦ κόχλου ἢ ἄλλης χρόης πολυτελέος μωρίη πολλή . σκῆνος γὰρ
5941334 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
5935948 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
5934325 γηινον
ὅτι ἡ τοῦ θεοῦ σοφία ἁγία τέ ἐστιν οὐδὲν ἐπιφερομένη γήινον καὶ κρίσις τῶν ὅλων , ᾗ πᾶσαι αἱ ἐναντιότητες
Διὰ τί γὰρ τὰ μὲν πύρινα δύναται , τὸ δὲ γήινον οὔ ; Σῶμα γὰρ ἑκάτερον καὶ οὐκ ἶνες οὐδὲ
5927326 θωραξ
, ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ
κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ
5925974 ἐρευθει
: γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων :
καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει
5925297 γευστον
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι ,
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ
5923064 δορα
σπλὴν αὐτοῦ ἐσθιόμενος ὀπτὸς συνεχῶς σπληνικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ δορὰ αὐτοῦ καπνιζομένη ληθαργικοὺς διεγείρει , καὶ τοὺς πίπτοντας ἐπιληπτικοὺς
ὀφθαλμίαν παύει . μετὰ δὲ μέλιτος ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . δορὰ δὲ ὑαίνης κύνας διώκει πρὸ θυρῶν κρεμαμένη καὶ πᾶσαν
5922263 κασσιτερος
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ
5913528 ἐλυτρον
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ
5908907 σηψ
Αἴπυτον ἐξελθόντα ἐς ἄγραν θηρίων μὲν τῶν ἀλκιμωτέρων οὐδέν , σὴψ δὲ οὐ προϊδόμενον ἀποκτίννυσι . τὸν δὲ ὄφιν τοῦτον
διὰ τοῦ η γραφόμενα δύο μόνα ἐστίν : θὴψ καὶ σὴψ , εἶδος ὄφεως σῆψιν ἐμποιοῦν : τὰ δὲ λοιπὰ
5908291 καπνος
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ
5899736 ῥηγνυμενου
πρόσωπα δὲ ἐκθλιβομένων τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς ῥινὸς συνθλωμένης καὶ ῥηγνυμένου τοῦ μετώπου τὸ ἐναργὲς τοῦ εἴδους ἀπόλλυσι , καὶ
ἐκ πάντων ὀρνέων μόνοι τοῖς παισὶ ποτὸν οὐ χορηγοῦσι , ῥηγνυμένου τοῦ ἀνθερεῶνος εὐθὺς μετὰ τὴν μίξιν αὐτοῖς . τιμωρίαν
5881640 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
5870413 σηψις
μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς
, ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς ,
5865591 μολυβδος
ἤν τι καὶ μικρὸν τῶν ἰδίων ἐγκαλέσωσι , πολὺς ὁ μόλυβδος , ὁποῖον δή τι καὶ τὸ νῦν , ὡς
πρᾶγμα , καὶ τοσοῦτον ἐοικότας ἀλλήλοις τοὺς βίους , ὅσον μόλυβδος ἀργύρῳ καὶ χαλκὸς χρυσῷ καὶ ἀνεμώνη ῥόδῳ καὶ ἀνθρώπῳ
5857670 Εἰδος
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ ,
5841364 καιομενου
ἐπὶ τὸν Καύκασον κατέφυγεν ὁ Τυφὼς διωκόμενος , καὶ ὅτι καιομένου τοῦ ὄρους ἔφυγεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν , ὅπου
δάκρυον ϲὺν ἐλαίῳ ἀλειφόμενον καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματοϲ καιομένου ἱδρούμενον ὑγρόν . Ἄλλο ἄτριχον . τιθυμάλλου κιβωρίτου χυλοῦ
5837057 δροσος
τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι
, καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ ,
5836005 δενδρον
τινὸς ἀνθρώπου , τὸ δὲ κοινότερον . καὶ τὸ τὶ δένδρον ἀποδιδοὺς γνωριμώτερον ἀποδοίη δένδρον ἀποδιδοὺς ἢ φυτόν . ἔτι
γενομένου : καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον ἢ καὶ ἄλλο τι τοιοῦτον , κατακρύπτεται περιληφθὲν ὑπὸ
5829151 ἀποστιλβει
. Ἐκεῖνο γάρ ἐστιν ὁ χρυσός , τὸ λαμπρὸν ὃ ἀποστίλβει , τὸ ὕπωχρον μετ ' ἐρυθήματος ; νῦν γὰρ
δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις : κίονος ἥδε θέσις
5819383 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
5818372 τυλωδης
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ
5817364 πλινθοι
οἰκοδόμου τό τε εἶδος τῆς οἰκίας καὶ τὴν ὕλην ὅτι πλίνθοι καὶ ξύλα , καὶ τῶν ἄλλων οὕτως ὁμοίως ,
ἀποδημίας . οἷά ἐστι τὰ τῶν κακοδαιμόνων ἀνθρώπων πράγματαβασιλεῖς , πλίνθοι χρυσαῖ , ἐπιτύμβια , μάχαι : Χάρωνος δὲ οὐδεὶς
5811580 φλογωδης
ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ δ ' ἄλλη σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως
. ξηρᾶς μὲν οὖν ἄγαν καὶ λεπτῆς ἀναθυμιάσεως οὔσης λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον
5809416 πτερωτον
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω
5808632 φυτικον
ἠρτημένων ; οὐκοῦν πρότερον νοῦς , εἶτα αἴσθησις , εἶτα φυτικόν , ἃ τοῖς ζώοις ἀνάπαλιν συντετάχαται . οὕτω κἂν
καὶ τὸ γενικόν , οἷον ζωϊκόν . Ἄλλο δὲ μίγμα φυτικόν , ἄλλο δὲ ἄψυχον καὶ τὰ μερικὰ τούτων .
5803452 ῥεον
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει .
5794824 ἐρυθρον
αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι
νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται ,
5790918 ἀτροφον
τὰ δύο μέρη αὐτῶν , ἐὰν ἀσθενῆ καὶ λεπτὸν καὶ ἄτροφον ἡ χώρα φέρῃ τὸν οἶνον , ἐὰν δὲ δυναμικὸν
, τῆϲ νούϲου τὰ ξύμβολα . ἀγρυπνίη δὲ ἄπεπτον , ἄτροφον , καματηρὸν τῷ ϲκήνεϊ , ἄθυμον , εὐπαράγωγοϲ ἡ
5780780 ἐξηρτηται
νοῦς , καθὸ ἐφάπτεται καὶ ᾗ ἐφάπτεται αὐτοῦ καὶ ᾗ ἐξήρτηται , ἅτε παρ ' ἐκείνου ἔχων τὸ νοῦς εἶναι
τοῦτό ἐσμεν ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον
5775973 γονιμος
ὁ δ ' ἄρτιος οὐδέποτε τὸν περισσόν , ὡς οὐ γόνιμος ὢν οὐδὲ ἔχων δύναμιν ἀρχῆς . Ὥστε ἐν τῷ
τούτοις ἐπικρατοῦντος , ἑαυτῷ τε συντιθέμενος γεννᾷ τὸν ἄρτιον : γόνιμος γάρ ἐστι καὶ ἔχει δύναμιν ἀρχῆς καὶ διαίρεσιν οὐκ
5774102 ἀπορρει
θηλαῖϲ μαζῶν εἰϲι παραπλήϲια , ἀφ ' ὧν καὶ ἰχὼρ ἀπορρεῖ . ξυρήϲαϲ καὶ λίνου ϲπέρμα τρίψαϲ καὶ μέλιτι δεύϲαϲ
, τὸ μὲν ὑγρὸν διὰ τῶν λίθων καὶ τῶν φαράγγων ἀπορρεῖ εἰς τὸν ἐπιφερῆ καὶ κατεπείγοντα τόπον , οἱ δ
5772381 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
5769988 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
5769703 ἰος
ἐν Ταμασσῷ , ἐν οἷς τὸ χαλκανθὲς γίνεται καὶ ὁ ἰὸς τοῦ χαλκοῦ , πρὸς τὰς ἰατρικὰς δυνάμεις χρήσιμα .
φίλον τὸν εὐτυχοῦντ ' ἄνευ φθόνων σέβειν . δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προσήμενος ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον : τοῖς

Back