ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ δ ' ἄλλη σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως | ||
. ξηρᾶς μὲν οὖν ἄγαν καὶ λεπτῆς ἀναθυμιάσεως οὔσης λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον |
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον , | ||
εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας |
παρούσης ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν ἀδήλων ⋮ Ἡ γὰρ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ | ||
ὁ χερσαῖος πόδας μὲν ἔχει πενταδακτύλους , καθάπερ καὶ ἡ ἄρκτος , ῥύγχος ὑός , ὀδόντας οὓς μὲν προβάτου , |
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , | ||
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν |
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι , | ||
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι |
σφηνουμένου τοῦ πλήθους αὐτόθι δυσλύτως : πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις παχύνεται καὶ γλίσχρον γίνεται τῇ θερμότητι καὶ ξηρότητι τῶν δριμέων | ||
ὁμοίως τοῖς ῥιπίζουσι λεπτυνούσης ἅμα καὶ ψυχούσης τὸν ἀέρα . παχύνεται δ ' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον |
περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ | ||
. καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις |
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης | ||
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ |
καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα : | ||
ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ |
ὄγκος διάπυρος , φλυκταινώδης , ὑπέρυθρος : εἶτα πελιὸς καὶ μελαινόμενος καὶ νεμόμενος : στόμα κατάξηρον : ἔγκαυσις , ἔκλυσις | ||
τῶν ἀκρωτηρίων οἱ βορεῖς , καὶ ἐπεφρίκει μὲν ὁ πόντος μελαινόμενος , τοῦ ὕδατος δὲ ἀφρὸς ἐξηνθήκει , πανταχοῦ τῆς |
ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα | ||
. Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως |
ἀψυχέει , καὶ ἡ γαστήρ οἱ στεγνὴ ἔσται καὶ ἡ κύστις , καὶ τὤμματα ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ . | ||
δὲ Ἰχθύσιν ἡ κεφαλὴ κατὰ τὸ μέρος τὸ λαιὸν καὶ κύστις . τοσαῦτα μὲν περὶ ἥπατος παρὰ τῶν ἀρχαίων ἐξετέθη |
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
, καὶ οὐ μόνον τὴν ὀσμὴν ἀλλὰ καὶ τὸ ἄνθος ἀποπτύει . τὰ δὲ μικρὰ ἀγγεῖα πολὺ καὶ πρὸς φυλακὴν | ||
Τάδε οὖν πάσχει : βήσσει ἰσχυρῶς , καὶ τὸ σίαλον ἀποπτύει ὑγρὸν καὶ πολλὸν , πολλάκις δὲ καὶ παχὺ καὶ |
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς | ||
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη |
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ? | ||
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι : |
ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ Σελήνη εὑρεθῇ τὸν κλέπτην | ||
Πηλίου καλούμενον Πελεθρόνιον , τὴν δὲ φύσιν ἐστὶ μέλας , ὑπόχλωρος δὲ τὴν κοιλίαν , καλὸς δὲ τὴν μορφήν , |
καλεῖ Πύλον ὁμωνύμως τῇ πόλει . ὅτι δὲ διώριστο ἡ κοίλη Ἦλις ἀπὸ τῶν ὑπὸ τῷ Νέστορι τόπων , ὁ | ||
. Νυμφῶν ἄντρον ἦν , πέτρα μεγάλη , τὰ ἔνδοθεν κοίλη , τὰ ἔξωθεν περιφερής . Τὰ ἀγάλματα τῶν Νυμφῶν |
συντείνας αὐτός τε καὶ τὸν ἡγούμενον τὴν ὁδόν , οὐκ ἀνίησιν πρὶν ἂν ἢ τέλος ἐπιθῇ πᾶσιν , ἢ λάβῃ | ||
δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' ἀνίησιν οὐ μέγαν , ῥίζαν δὲ λεπτὴν καὶ βραχεῖαν : |
' ἀφαυροῦ : ἀμφότερα διὰ τὸ ψυχρὸν τῶν τόπων : πήγνυται γάρ . καὶ λέγεται Κρόνιος πόντος , ὡς μέν | ||
ἐστι , καὶ ἐπειδάν τις ἀρύσηι τὸ ὕδωρ αὐτῆς , πήγνυται ὥσπερ τυρός . τούτου οὖν τοῦ πηκτοῦ ὅσον τρεῖς |
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων | ||
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ |
αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ | ||
προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί , |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
κατὰ τὰ χείλη . καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ | ||
ὄντες : θαλπομένοις δὲ τῷ ἱδρῶτι τὸ κατάξηρον αὐτῶν σῶμα μελαίνεται . Ματαίως δὲ οὕτως καθάπερ θῆρες πλανώμενοι ἄλγη ἔχουσιν |
τῆς μὲν ἐπιφανείας καὶ τοῦ χρωτὸς τοῦ ὑπὸ τὴν ὄψιν ἀφανίζεται , ὠθεῖται δὲ ἔνδον . ἔνθεν τοι καὶ τῆς | ||
ὤκιστος ὄλεθρος . διαιρεθείσης γὰρ αὐτῆς , ὁ τῆς τροφῆς ἀφανίζεται πόρος . Λαιὰ , ἡ ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος . |
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν | ||
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † |
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει | ||
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον |
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ | ||
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , |
καὶ πυρὰ γῆ , καὶ σαρκίνη γῆ , καὶ γῆ αἱματώδης . Ταῦτα δὲ εὑρήσεις ἐν ταῖς Πτολεμαίου βιβλιοθήκαις . | ||
ξύσιος , οὐκ ἔτι λαμπρὸν αἷμα ἐξέρχεται , ἀλλὰ ἰχὼρ αἱματώδης ἢ ὑδατώδης . Τότε δὲ χρή τινι τῶν ὑγρῶν |
ὁ δ ' ἀσκητὴς δάκνεται μόνον ὑφ ' ἡδονῆς καὶ σκορπίζεται , οὐ θανατοῦται : κἀκεῖνος μὲν σωφροσύνῃ , χαλκῷ | ||
παρ ' Ἑκαταίωι . Φιλητᾶς . . . . : σκορπίζεται : Ἑκαταῖος μὲν τοῦτο λέγει Ἴων ὤν , ὁ |
ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
καὶ τὰς ἠϊόνας . ἐκκυμαινομένων γὰρ τῶν σωμάτων βαρεῖα καὶ δυσώδης προσπίπτουσα καὶ τοῖς ἔτι ἐρρωμένοις ἡ τοῦ πνεύματος ἀποφορὰ | ||
τὸ δὲ ἆσθμα αὐτοῦ ἀθρόον συνάγεται , καὶ ἡ ἀναπνοὴ δυσώδης ἐστίν ἐκφέρεται ] ἐξέρχεται ἐχθρὸν ὄδωδεν ] κακῶς , |
πακτόν , ὁκόσον χιών τε καὶ πάχνα χάλαζά τε καὶ κρύσταλλος . ὑγρῶν τε τὸ μὲν ῥυτόν , ὡς μέλι | ||
ἀλλοίωσιν καὶ ἀθρόαν μετα - βολήν : γίνεται γὰρ καὶ κρύσταλλος καὶ τυρός , οὐ μὴν ἔστι λαβεῖν ἀρχὴν τοῦ |
, ἢ τεσσαρεσκαιδεκαταίοισι ῥύσιες ἐκ ῥινέων λύουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ τοὺς πυρετούς : ὁμοίως δὲ καὶ κοιλίης ῥύσις χολώδης | ||
. Ὣς τῶν ἀζαλέῃσι περικτυπέοντο γένεια ῥινοῖς : αἷμα δὲ πουλὺ κατέρρεεν : ἐκ δὲ μετώπων ἱδρὼς αἱματόεις θαλερὰς ἐρύθαινε |
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω | ||
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα : |
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα | ||
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος |
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται | ||
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν |
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ | ||
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ |
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
τρίμετροι ἀκατάληκτοι . ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς . 〛 πόλεμος αἴρεται : Διὰ τὴν ὑπερβολὴν ἀντὶ τοῦ ἐγείρεται καὶ μετεωρίζεται | ||
. . ὥστε ἐλπίζειν τὴν ἅλωσιν . . 〚 πόλεμος αἴρεται : Εἴσθεσις χοροῦ ἐπῳδικὴ κώλων τροχαϊκῶν ἐπιμεμιγμένων χορείοις ἤτοι |
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε | ||
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων |
πνεύματα . Ἢν ῥόος ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐγγένηται , αἷμα ῥέει πολλὸν , καὶ θρόμβοι πεπηγότες ἐκπίπτουσι , καὶ ὀδύνη | ||
οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται . Ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ ἐν χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ |
οὖν ὑλικὸν αἴτιον ἡ παχυτέρα ὕλη , ποιητικὸν δὲ ἡ πυρώδης θερμασία , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἐκτὸς ὁρῶμεν : | ||
φωτεινὴ θεῶν ἐξ αἰθέρος συνέστηκεν , ὅς ἐστι λαμπρὸς καὶ πυρώδης οὐδέποτε στάσιν ἔχων , ἀλλ ' ἀεὶ φερόμενος κύκλωι |
σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν | ||
ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα . |
ποιοῦσιν ὁμοίως ἐσχαρῶδες τὸ ἕλκος , τῇ χροιᾷ ποτὲ μὲν τεφρώδους γενομένης τῆς ἐσχάρας , ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ | ||
, : πολιοῖο λύκοιο ] λευκοῦ : ὁ δὲ Ἀριστοφάνης τεφρώδους φησί : λέγει γὰρ μὴ εἶναι λύκον λευκόν . |
τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ , ἐπεί τοι , εἰ ψυχρὸς ἦν ὁ ἐν τοῖς ὄμμασιν ἀτμός , διειστήκει ἂν | ||
' εἰ κατὰ κρᾶσιν , ποιός τις ἂν γίγνοιτο , ψυχρὸς ἢ θερμός : εἰ δὲ ὡς εἶδος , κἂν |
πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα : | ||
ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα |
, ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
Ἀριστείδης λίχνους εἶναί φησιν . * ποιφύγδην : ὀργίλως * νέμεται : βόσκεται * διψήρεας : καταξήρους * διψήρεας ὄγμους | ||
. ἐξαιρεῖται δὲ τοῦ ἀδικεῖν ποτε καὶ ᾧ τὸ πλέον νέμεται . εἰ γὰρ ἑκόντι καὶ πραγματευομένῳ τοῦτο περιγίνοιτο καὶ |
εὐστομίᾳ λειπόμενον , εὐδιοίκητον , πεπτικόν . σάρδα ἡ πηλαμὺς ἐπιμήκης , ὠκεάνιος , εὔστομος , δριμύτητι κυβίου προφέρουσα , | ||
πρόσεστιν ἀκανθώδης , ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής , πλὴν ἐλάττων , ἐπιμήκης : ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς |
ἢ κατὰ τὴν ποιότητα μεταβολή : ἐὰν γὰρ ἐλάττων ἢ ψυχρότερος γίνηται , καταπαύειν περιχέαντα τὸ ἔλαιον , ἀποθεραπεύειν δὲ | ||
τὸν τῆς τρίψεως καιρόν : εἰ γὰρ ἤτοι θερμότερος ἢ ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ |
ἢν δὲ μὴ ὑπὸ τὸ ὀϲτέον * * * μίμνωϲι οἰδέει τοῦ ὑμένοϲ τὸ ϲημεῖον . καὶ τοῦ μὲν περιγραφὴ | ||
καθαίρεται ὁκοῖον προβάτου οὖρον πολὺ , χροιὴ λευκὴ , καὶ οἰδέει πᾶσα , καὶ ἐν τῇσι κνήμῃσι πόμφοι ἀνίστανται , |
ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
εἰ ζῇ δηλονότι . λαμπρὰν . ἡμέραν . σκοτεινῆς . μελαίνης . Ἀρτεμβάρης ] ὁ . πολλῆς . ἤγουν δέκα | ||
ἐπιχέας , ἅλας δοὺς μουσικῶς , μήκωνος ἐπιπάσας ἄνω κόκκους μελαίνης τετταράκοντα τὸν ἀριθμόν , περὶ τὴν Σκυθίαν ἔπαυσε τὴν |
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν , | ||
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν |
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ | ||
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας : |
εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης | ||
' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον |
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
. Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
, καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
Β , τὴν τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσιν , τοῦ Γ τοῦ νέφους , ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ πυρὸς ἀποσβεννυμένου . τούτου | ||
. Σοφοκλῆς Πολυξένῃ : ἀπ ' αἰθέρος δὲ κἀπὸ λυγαίου νέφους . Ἄργος δὲ παροίτατος : εἷς τῶν Φρίξου παίδων |
παρυφισταμένου τέσσαρά τινα θεωρεῖται πρὸς ἀκριβῆ διάγνωσιν , σύστασις , χροιὰ , τόπος καὶ χρόνος . καὶ σύστασις μὲν ἢ | ||
δυνάμεως τόνον , συμμαρτυρήσειε δ ' ἂν καὶ διαχωρήματα καὶ χροιὰ προσώπου καὶ ὅσα συμπτώματα λέγεται καὶ φαίνεται . Ἐπὰν |
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι | ||
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν |
ταῦτα καὶ ἐν τούτοις , οἷον μέγεθος , μικρότης , ψυχρότης , θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ | ||
, πρὸς δὲ τὴν γῆν ψυχρότης . Γῆς ποιότητες ξηρότης ψυχρότης : ἰδία μὲν ξηρότης , κοινὴ δὲ πρὸς μὲν |
ἔθρεψαϲ , πυρετὸϲ μὲν οὐκ ἐγένετο , θερμαϲία δὲ αὐτοῖϲ ἐπιγίγνεται ὀλίγη : ὡϲ εἴ γε ἐπὶ πλέον βραδύνειϲ θρέψαι | ||
εἴη τοῦ θεοῦ δωρεά . μετὰ δὲ ταῦτα ἕτερον τοιόνδε ἐπιγίγνεται . ἦν Ἐπάγαθος τῶν τροφέων τῶν ἐμῶν , ὃς |
ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . | ||
νῆις ἐὼν ἑτάροις ἅμα νήισινΑἶα δὲ Κολχίς Πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν ; ” Ὧς φάτο : τὸν δ ' |
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης | ||
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι . |
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται | ||
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν |
ἀκούσιος ἐπαιρομένων τε καὶ καταφερομένων τῶν παλλομένων μερῶν . ἢ παλμός ἐστι μὲν διαστολὴ παρὰ φύσιν , ἐν ἅπασι δὲ | ||
τέλους συλλαβὴν εἰς Λ καταλήγουσαν ὀξύνεται . ὀφθαλμός τιλμός ψαλμός παλμός ἰνδαλμός . τὸ δὲ Ἄλμος τὸ κύριον καὶ τὸ |
τοιαῦταί εἰσι διαφοραί , οἷον πυκνότης μανότης βαρύτης κουφότης σκληρότης μαλακότης , ὡσαύτως δὲ καὶ εἴ τις ἄλλη τοιαύτη : | ||
μίαν συνάγονται , θερμότης ψύξις , ξηρότης ὑγρότης , σκληρότης μαλακότης , κουφότης βαρύτης , καὶ αἱ λοιπαί . οὐκ |
λείπω λείπεις λείπει , ποιῶ ποιεῖς ποιεῖ . τὸ δὲ πνεῖ καὶ ῥεῖ καὶ πλεῖ οὐκ ἰσοσυλλαβεῖ . οὕτω καὶ | ||
. ναῦς ὥς τις ἐκ μὲν γῆς ἀνήρτηται βρόχοις , πνεῖ δ ' οὖρος , ἡμῖν δ ' οὐ κρατεῖ |
δεῖ αὐτὸ ὑπερβατῶς ἀναγνῶναι . πολλαχοῦ γὰρ γίνεται , ὅταν φυσᾶται ἡ γαστὴρ ἐξ ὑποχονδρίου πάθους , ὥσπερ φόβος γίνεται | ||
ἅμα καὶ ἀπόστασίς ἐστιν . Οἷσιν , ὅταν ἀφροδισιάζωσι , φυσᾶται ἡ γαστὴρ , ὡς Δαμναγόρᾳ : οἷσι δ ' |
ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
, σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
: δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν | ||
σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ |
γὰρ τῆς ἀντιφράσεως ὠνόμασται : οὐ γὰρ πραεῖά ἐστι καὶ ἁπαλὴ τῇ ἁφῇ , τραχεῖα δὲ καὶ ἀηδής . τὸ | ||
ἔχουσαν ἔγκιρρον ἐν τῷ μέλανι , ἥτις λεπιζομένη λευκὴ καὶ ἁπαλὴ καὶ ὀποῦ μεστὴ εὑρίσκεται καὶ γλυκεῖα : ἔχει δ |
Ἰνδῷ ποταμῷ οἱ νότιοι Σκύθαιοἱ καὶ Ἰνδοσκύθαι καλούμενοικατοικοῦσιν , ὅστις Ἰνδικὸς κατέναντι τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατέρχεται ταχὺν ῥοῦν ἐπὶ τὸν | ||
πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται . ὅτι ὁ Ἰνδικὸς πάνθηρ μύρου ὄζων διὰ τῆς εὐωδίας τὰ θηρία ἐφελκόμενος |
θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ , τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ . δυνάμει γὰρ λέγει ὅτι τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ | ||
ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , : |
τὰς νόσους οὐδὲν μέγα οὕτω καθαίρειν . ἡ δ ' ἶρις ἄγει μὲν φλεγματώδη καὶ ὑπόμυξα καὶ χολώδη : εἰ | ||
ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν ἀναρροφεῖν τοὺς ποταμούς . Πῶς οὖν γίνεται ἶρις ; ὁρῶμεν δὴ κατὰ γραμμὰς ἢ κατ ' εὐθείας |
, οὐ μὴν οὔτε γεώδης οὔτε ἀερώδης , ἀλλ ' ὑδατώδης μᾶλλον : ἡ δὲ τὰς ἀναστομώσεις κλείουσα παχυμερὴς ψυχρά | ||
πρώτης : οὐ μετέχει δὲ στύψεως , ἀλλ ' ἐστὶν ὑδατώδης τε καὶ ἥκιστα γεώδης ὁμοίως τῇ μαλάχῃ καὶ κατὰ |
τὰς διακορήσεις καὶ ὀδύνην ἐπιφέρει , ἁπλουμένων τῶν στολίδων : ῥήγνυται γὰρ καὶ ἀποκρίνεται τὸ συνήθως ἐπιφερόμενον αἷμα : τὸ | ||
ὀστέων , χαλεπώτατον γνῶναι τὰ κατὰ τὰς ῥαφὰς ῥηγνύμενα : ῥήγνυται δὲ ὑπὸ τῶν βαρέων καὶ στρογγύλων βελέων μάλιστα , |
ἱκετηρίας τῷ θεῷ προσαγομένην , ὡς τὸ . ἐπίπεδος ἡ ὁμαλή , ἐπιφάνεια ἡ ὁμαλὴ καὶ τραχεῖα καὶ βουνοειδής . | ||
διάγραμμα ἔχει , ὡς ὑποτέτακται : αʹ νεφέλη λευκὴ λείη ὁμαλή , βʹ νεφέλη λευκὴ ἀνώμαλος . Καὶ περὶ μὲν |
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι | ||
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ |
. Ὕσσωπον ἡ πόα ξηρὰ κόπτεται καὶ σείεται ὡς γενέσθαι λεπτοτάτη , καὶ ἑψεῖται ὁμοῦ λινοσπέρμου ἀλεύρῳ , καὶ γίνεται | ||
ἡ ἄμπελος ' . . . . αὔρα : ἡ λεπτοτάτη πνοὴ τοῦ ἀνέμου : παρὰ τὸ ἀήρ ἄρα καὶ |
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
. . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
, σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
δὲ πῦον ξυνεστήκῃ , ὅ τε πόνος ὁμοίως ἔχει , βήξ τε γίνεται , καὶ ἐπαναχρέμπτεται πῦον , καὶ πνεῦμα | ||
. Τέλος δὲ κατάῤῥοος , καὶ ἀπόχρεμψις ἐπικατῆλθε , καὶ βήξ : ἡ δὲ ἀπόχρεμψις , παχέα καὶ ὠχρὰ πῦα |
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
καλοῦσιν . Λαῦραι . ῥύμαι , ἄμφοδοι . Ἔλυτρον . σκέπη , θήκη , δέρμα . Συμψήσας . συντρίψας . | ||
τοῖς Ἀττικοῖς . Ἑρμίς . ὁ κλινόπους . Ἔλυτρον . σκέπη , δέρμα . Εἰρήν . παρὰ Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ |
νόσος Ἡρακλείτου ἁλώσεται γνώμῃ . καὶ ἐν τῷ παντὶ ὑγρὰ αὐαίνεται , θερμὰ ψύχεται . οἶδεν ἐμὴ σοφίη ὁδοὺς φύσεως | ||
: καὶ ἐκείνων καταρρεόντων ἐς τὴν γῆν τὸ πᾶν πρέμνον αὐαίνεται καὶ ἔοικεν ἡλιοβλήτῳ . Τίκτεται ἐλέφας κατὰ τὴν κεφαλὴν |
, ἤγουν φόβου ἄξια , εἰσῆλθε δὲ τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς νεφέλη πλήρης δακρύων , εἰσιδούσῃ τὸ σὸν σῶμα πρὸς τῇ | ||
δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ |
μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς | ||
, ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς , |
τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
καρυκκεύματα γὰρ ἡδύσματά εἰσι , τὰ ἀρτύματα , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ΓΘ καρυκκοποιεῖν ] | ||
: ϲκεπαζέϲθω δὲ καὶ λιπαινέϲθω ἡ κεφαλή , καὶ ἡ κοιλία ὑπαγέϲθω . ἡ δὲ ξηροφθαλμία κνηϲμώδηϲ ἐϲτὶ τῶν ὀφθαλμῶν |
σηπίη , ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς ἐντρέφεται βαιὸς μὲν ἀτὰρ βλαπτήριος ἰχώρ . κέντρα δὲ πευκήεντα μετ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο κωβιός | ||
ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . |
χολῆς . λέγει οὖν Ἱπποκράτης , ὅτι τὸ ξανθοχολικὸν καὶ ὕφαιμον σῶμα μελαγχολικὸν , ἐὰν μὴ ἔχῃ ἐξερώσιας τουτέστι κενώσεις | ||
, γονοειδές : ἄγρυπνος ἁπάσας : μετὰ τὴν ἕκτην οὖρον ὕφαιμον . Τῷ Ἀντιφάνους , χειμῶνος , ἄλγημα πλευροῦ δεξιοῦ |
ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία . κθʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ | ||
ʹ : ὁ λαμπρὸς τοῦ Ὕδρου ἑῷος δύνει . Ἱππάρχῳ νότος ἢ βορέας , χειμάζει . κʹ . Αἰγυπτίοις χειμῶνος |
τε ἐμπεσόντος ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῷ τοῦ κύματος καὶ αὐτίκα ἐπιλαμβάνει τὸ χρεὼν αὐτόν . θαλάσσης δὲ ἀναφαίνεσθαι κῦμα ἐν | ||
ἑπταμήνῳ ἡ μὲν ἑκατέρου τῶν φώτων κατὰ μῆκος μέση πάροδος ἐπιλαμβάνει μοίρας σγ με , ἡ δ ' ἐν τῷ |
τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ , | ||
γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ |