ὡς θάλασσαν ἢ βυθόν : ἂν γὰρ βραδύνῃς , λαμβάνεις τρικυμίαν . } Ὡς τὰς γυναῖκας τοκετὸς ὀλολύξαι ποιεῖ ,
ἢ στρογγύλον . τρίχαλον ] κυρτόν . τρίχαλον : τὴν τρικυμίαν βούλεται εἰπεῖν τὴν ἐκ τριῶν μερῶν ποντίζουσαν τὴν ναῦν
6137082 ἀντεχου
φρόνει . ἔτι δὲ καὶ τῆς περὶ τὸν βίον κοσμιότητος ἀντέχου , καὶ πρᾶττε πάντα Φιλίππου μὲν ἄξια , Ὀλυμπιάδος
. τὸ δὲ ἐντελὲς τὸ ἔλυτρον . Γ ἔχ ' ἀντέχου παῖ : κράτει καὶ ἕλκε τοῦ δόρατος τὴν θήκην
6118253 χἀτεραν
γὰρ καθ ' Ἅιδην δύο τρίβους νομίζομεν , μίαν δικαίων χἀτέραν ἀσεβῶν ὁδόν : εἰ γὰρ δίκαιος κἀσεβὴς ἕξουσιν ἕν
ἐστ ' , ἢν μὴ δίκαια δρῶμεν . σκέψαι δὲ χἀτέραν ἔτι γνώμην . ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι . καὶ μὴν
6103966 μανεισαν
δὲ καὶ ἡ δορὰ τοῦ ζῴου : μίαν δὲ βάκχην μανεῖσαν δρᾶσαι φόνον , πολλοὶ γὰρ μεθυσθέντες ἐφόνευσαν : γυμνὸν
ἓν καὶ κατὰ τὸ αὐτὸ ὁμοῦ εἶναι . Οἰστρηθεῖσαν : μανεῖσαν , ἀγριωθεῖσαν , ἀγριάνασαν . ῥοίζοισιν : ἤχοις ,
5896615 ἀλιμενον
Ἐντεῦθέν ἐστιν ἰσθμὸς εἰς τὴν Ἐρυθρὰν κατὰ πόλιν Βερενίκην , ἀλίμενον μὲν τῇ δ ' εὐκαιρίᾳ τοῦ ἰσθμοῦ καταγωγὰς ἐπιτηδείους
αὐτὰ τετείχισται τοῖς ὄρεσι δυσβάτοις οὖσι . δεύτερον δὲ τὸ ἀλίμενον κατὰ τὸ πλεῖστον καὶ τὸ τοὺς ὄντας λιμένας μεγάλους
5894753 ἐπιλαβοι
πάσης ῥάχεως : βέλτιον δέ , εἰ καὶ τῆς κεφαλῆς ἐπιλάβοι τὸ κατάπλασμα . ἐπὶ δὲ πλευριτικῶν καὶ περιπνευμονικῶν ἐν
, ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέραν τρικυμίαν : ναυαγίου δ ' ἂν ἐπιλάβοι ' : ἐγὼ δ ' ἅπαξ ἁψάμενός εἰμι καὶ
5717722 φερουσαν
ἐχώρησαν , ἔπειθ ' ὑποστρέψαντες ᾖσαν τὴν πρὸς τὸ ὄρος φέρουσαν ὁδὸν ἐς Ἐρύθρας καὶ Ὑσιάς , καὶ λαβόμενοι τῶν
εἰσορῶ γὰρ τήνδε πρόσπολόν τινα πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένωι κάραι φέρουσαν , ἑζώμεσθα κἀκπυθώμεθα δούλης γυναικός , ἤν τι δεξώμεσθ
5679475 μαλθακην
καὶ εὔστοχον λόγον . ἐκ μαλθακᾶς : ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν μαλθακὴν φρένα , ἐπεὶ παρέβαλε τῷ τόξῳ καὶ τοῖς βέλεσι
πρὸς ὑγίειαν ταῖς πόλεσιν οὐδαμῶς συμφέρει , πρὸς δέ τινα μαλθακὴν ἕξιν ταῖς ψυχαῖς τῶν ἐνοικούντων εἴωθε ποιεῖν , προκαλούμενον
5647938 στεγην
χερσὶ κροσσωτοὺς ῥαφάς . θερμὴν δ ' ὑπαὶ λουτρῶνος ἀρνεύων στέγην τιβῆνα καὶ κύπελλον ἐγκάρῳ ῥανεῖ , τυπεὶς σκεπάρνῳ κόγχον
ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος : νῦν τὴν στέγην . ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς : ἀντὶ τοῦ ”
5583118 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
5549438 ναυαγιου
δύο κινδύνους παρ ' ἐλπίδα πᾶσαν διαφυγών , λῃστηρίου καὶ ναυαγίου : ἐξελθὼν δὲ καὶ τὴν Χλόην ἐπὶ τῆς γῆς
εἰς τὸν αὐτὸν ὄλεθρον καὶ τοὺς ἑπομένους αὐτὸς ἐσώθη διὰ ναυαγίου , καὶ ἀπέλαβε δημοσίᾳ τὴν τιμὴν ὧν ἀπέβαλε φορτίων
5545244 βαλειν
. Τεῦκρος δ ' Ἱππομέδοντος ἀμύμονος υἷα Μενοίτην ἐσσυμένως ὥρμαινε βαλεῖν ἐπιόντα βελέμνῳ : καί ῥα νόῳ καὶ χερσὶ καὶ
Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν Εὔφημον ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν βῶλον βαλεῖν συμβουλίᾳ Ἰάσονος . Καλλίστη : ἡ καὶ Θήρα κληθεῖσα
5519034 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
5503268 ἐναλιαν
Ἐρέτριαν , ὄντ ' Ἀθηναῖον γένει , τὴν δ ' ἐναλίαν Κήρινθον ὡσαύτως Κόθον , Δρύοπας δὲ τὴν Κάρυστον ὠνομασμένην
[ ] τε ναυστολοῦσι χρημάτων χάριν ἀστροσκοποῦντες [ ] [ ἐναλίαν ] τρικυμίαν [ ] θύραθεν [ οὐ ] θέλοιμ
5501274 μελαιναν
χυμῷ : εἰ δέ ποτε τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ ὑπεροπτηθείϲηϲ εἰϲ μέλαιναν ἡ μεταβολὴ γένηται , τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν ,
πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα ὀλέθρια
5496501 καινην
εἴ τις ἄλλος δημιουργὸς τῆς περὶ τὰς λέξεις χρήσεως , καινήν τινα μὴ καιναῖς κεχρημένος λέξεσι φαντασίαν πέμπουσαν ἀποτελεῖ τὴν
, καὶ ἄλλοις μυρίοις ] . ὁ δὲ Ἀλεξανδρεὺς Ἡρακλείδης καινήν τινα περιεργίαν ἑτεροίαν ὑποβάλλει ἐν οἷς γράφει οὕτως :
5485296 ἀγκυραν
ἐπ ' ἐκείνῳ μένει ὁ ὄφις . Χαλάσω τὴν ἱερὰν ἀγκύραν : ἐπὶ τῶν ἐν κινδύνοις φευγόντων εἴς τινα δύνατον
ἐπ ' ἐκείνῳ μένει ὁ ὄφις . Χαλάσω τὴν ἱερὰν ἀγκύραν : ἐπὶ τῶν ἐν κινδύνοις φευγόντων εἴς τινα δύνατον
5471752 πιοιμι
ζέοντος ὕδατος : εἰ δὲ μή , μηδέποθ ' ὕδωρ πίοιμι ἐλευθέριον . τὰς σηπίας δὸς πρῶτον . Ἡράκλεις ἄναξ
, θυΐα , λήκυθος ἐγὼ γὰρ ἂν κώθωνος ἐκ στρεψαύχενος πίοιμι τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη ; καίτοι τίς οὐκ ἂν οἶκος
5462499 φιλησας
ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι
5457473 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
5422087 λεπτην
καὶ τὰ παχέα δὲ καταξύσαντες . ἔχει δὲ καὶ ἐντεριώνην λεπτὴν ξανθήν , ᾗ κοιλαίνεται . ἴδιον δ ' αὐτῶν
εὐθείας συνέβαινε πρὸ τούτου πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐκτασσομένην μακρὰν καὶ λεπτὴν εὑρίσκεσθαι , ταύτην ἐν διπλῇ τάξει ἐποιήσαμεν , οὐ
5397808 γεμουσαν
Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι . φασὶ δέ σε καὶ τὸν ἄρχοντα
τὸ δὲ τέλος πεδίον ὁμαλόν , περιπάτους ἔχουσαν , καρπῶν γέμουσαν ἄλσει , ἔνυδρον , ἵνα τὸ τῆς κακοπαθείας ἔλθῃ
5397312 εδε
[ ] , οὐ [ ὀπυασώμεθα : ἐμῶν ! ! εδε ? [ ! ! ! ! ἐπιτηδείως - ]
! ! ! ! ! ! ! ] ? : εδε . . . ! [ α [ ! [
5324953 αὐραν
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται
5323421 μηχανην
πολιορκητὴς Δημήτριος . καί ποτε ὁ μὲν τείχει προσέφερέ τινα μηχανήν , ἡ δ ' ἦν ἀπειθής τε καὶ ἐπαχθής
ταύτης ἀξίῳ , τὰς παρ ' ἀνθρώπων φεύγων αἰτίας , μηχανήν τινα μηχανᾶται τῆς ἐπιθυμίας ἀδικωτέραν καὶ ἣν ᾤετο ῥᾳδίως
5302867 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
5300801 μικραν
κόκκους , τοσούτους νόμιζε ἑκάστην ἔχειν . τὸ γὰρ εἶναι μικρὰν ἢ μεγάλην τὴν ῥοιάν , οὐκ ἀπὸ τοῦ πλείονας
ἐξῆλθον ὅμου πρὸς θήραν τοῦ θηρεῦσαι . Καὶ δὴ οὐ μικρὰν συλλαβόμενοι θήραν , τὸν ὄνον προσέταξαν εἰς τρεῖς μερίσαι
5232259 μαλακην
καὶ περιττωματικὰϲ ἔχει τὰϲ ϲάρκαϲ . τὰ δὲ ἤτοι πάνυ μαλακὴν ἢ πάνυ ξηρὰν καὶ ἀπέριττον ἔχοντα τὴν ἕξιν τοῦ
τῶν μερῶν , τὰς μὲν ἶνας ἰσχυρὰς τὴν δὲ σάρκα μαλακὴν καὶ μανήν : δι ' ὃ τὸ μὲν βάρυ
5227464 ἐρυσσομεν
ἐγὼ προσέφην μαλακοῖς ' ἐπέεσσι : νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε , κτήματα δ ' ἐν σπήεσσι πελάσσομεν ὅπλα
δ ' αὐτὴν Χρυσηίδα καλλιπάρῃον βήσομεν : τέσσαρα ἴσα , ἐρύσσομεν , ἀγείρομεν , θείομεν , βήσομεν . καὶ Θουκυδίδης
5201452 βησομεν
' ἑκατόμβην θείομεν , ἂν δ ' αὐτὴν Χρυσηίδα καλλιπάρῃον βήσομεν : τέσσαρα ἴσα , ἐρύσσομεν , ἀγείρομεν , θείομεν
' ἑκατόμβην θείομεν , ἂν δ ' αὐτὴν Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον βήσομεν : εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνὴρ βουληφόρος ἔστω ,
5191891 μεστην
: οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα . καὶ ἐν Ἱππίσκῳ : μεστὴν ἀκράτου θηρίκλειον ἔσπασε κοίλην ὑπερθύουσαν . . . Τίμαιος
. οὐ γάρ σε τραχεῖάν τινα οὐδὲ ὄρθιον καὶ ἱδρῶτος μεστὴν ἡμεῖς ἄξομεν , ὡς ἐκ μέσης αὐτῆς ἀναστρέψαι καμόντα
5185526 περικαλυψαι
δὲ θυμιῇν φώκης ἔλαιον , ἐπ ' ὄστρακον ἐπιτιθέντα ἄνθρακας περικαλύψαι , καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπερίσχειν , ὡς μάλιστα ἡ
εἶπε παραμένειν , καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ , ἐπειδὰν ἀποθάνῃ , περικαλύψαι αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ . ἡ
5182755 σφραγιδα
μὲν χύτραν ἐπηλύγασεν , ἐννέα ἐμπλάσας σημεῖα , ὧν ἀφῄρει σφραγῖδα ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις
κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος ἐλογίζετο τῶν πραγμάτων οὐκ οἶδ ' ὅ
5167767 πανυστατην
βίου βαρυδαίμονος , τὸ χρεὼν ἐπιτεμόντες ἐλεύθεροι τὴν ἀναγκαίαν καὶ πανυστάτην ὁδὸν περαιώσεσθε . ” Πολυξένην δὲ ὁ τραγικὸς Εὐριπίδης
ἐπεγκαχάζων τοῦ δεδουπότος μόρῳ , ἀλλ ' ἀμφὶ πρύμναις τὴν πανυστάτην δραμὼν πεύκαις βίου βαλβῖδα συμφλεχθήσεται , καλῶν ἐπ '
5160871 κοιλην
ἐπιπέδων . Ἀναξιμένης τραπεζοειδῆ . Λεύκιππος τυμπανοειδῆ τῷ πλάτει , κοίλην δὲ τῷ μεγέθει . Οἱ ἀπὸ Θαλοῦς μέσην τὴν
Ἰουδαίας ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ βασιλέωςἐκεῖνος γὰρ ἐπελθὼν τὰ κατὰ κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην ἅπαντα , συγ - χρώμενος εὐημερίᾳ
5141289 πλακα
ἡμᾶς τῶν Ἰώνων κερσάμενος καὶ τεμὼν καὶ ἀφανίσας τὴν νυχίαν πλάκα καὶ τὴν δυσδαίμονα ἀκτήν , ἤγουν τὸ ναυτικὸν τῶν
] τοῦτ ' ἔστι νικηφόρος . κερσάμενος ] ἀποκείρας στυγνὴν πλάκα κατὰ τὴν δυσδαίμονα ἀκτὴν , τοῦτ ' ἔστι κατὰ
5133003 ταφρον
ὕπερθεν εὐρύ , τὸ ποιήσαντο νεῶν ὕπερ , ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν : οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας : ὄφρά
, , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ λεξάσθωσαν . .
5132530 καθεις
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε ,
5130396 ἐουσαν
ἐνίκησε , μετὰ δὲ τὴν μάχην Κάδυτιν πόλιν τῆς Συρίης ἐοῦσαν μεγάλην εἷλε . Ἐν τῇ δὲ ἐσθῆτι ἔτυχε ταῦτα
συχνὰ ἐσθίουσιν ἤδη καὶ πολλὰ ταλαιπωρέουσι τὴν διέξοδον χρὴ μαλθακὴν ἐοῦσαν ξηρὴν εἶναι , πλῆθός τε τῶν εἰσιόντων κατὰ λόγον
5129827 κρηπιδα
οὐχ ἧττον ἀγαστόν ἐστιν , ὅτι οὐχ ἑτέρως μὲν τὴν κρηπῖδα ὑπέ - θηκα , ἑτέρως δὲ τὸ λοιπὸν ἐπήγαγον
οὐχ ἧττον ἀγαστόν ἐστιν , ὅτι οὐχ ἑτέρως μὲν τὴν κρηπῖδα ὑπέ - θηκα , ἑτέρως δὲ τὸ λοιπὸν ἐπήγαγον
5128805 παραδοθεισαν
σώζει τὸ ζῶον ἐκ τῆς ἀναπνοῆς . τὴν μὲν οὖν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἱστορίαν περὶ ψυχῆς διεληλύθαμεν , τὰ μὲν οἷς
τίθησι : Πολυνείκης δ ' ἀπήντησεν δορί , πληγὴν σιδήρωι παραδοθεῖσαν εἰσιδών , κνήμην τε διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ : στρατὸς
5123321 στενην
. * Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον , ὡς ἐρρέθη . * στενὴν δὲ Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον λέγει : οὕτως γὰρ ἐκαλεῖτο
εὐρὺς τῷ σώματι , καὶ πῶς δυνήσομαι εἰσελθεῖν εἰς τὴν στενὴν πύλην , εἰς ἣν οὐ δύναται ἐλθεῖν παιδίον πέντε
5110791 περικαθισαι
ἄξειν κριὸν διαλαβόντα τύχῃ τινὶ αὐτὸν ἀνθρωπίνην φωνὴν εἰπεῖν τε περικαθίσαι τὰ νῶτα αὐτοῦ , ὅπως τὸν ἐπικείμενον διαφύγωσι θάνατον
παρήξει , βέλτιστόν ἐστιν ἐκ τῶν ὄπιθεν ἐνέδραν τοῖς πολεμίοις περικαθίσαι . Ὅτι καὶ ἐάν τις φημίσῃ , ὡς προδίδοται
5110524 πετραν
προσφύεσθαι δὲ ἀπὸ τοῦ χρωτὸς ἀντὶ δεσμῶν σφισιν ἔφη τὴν πέτραν . Θησέως δὲ καὶ Πειρίθου τὴν λεγομένην φιλίαν ἐν
οὖν οἱ ιʹ λίθοι ἐκεῖνοι , καὶ ἐνέπλησαν ὅλην τὴν πέτραν . καὶ ἐγένοντο ἐκεῖνοι θεμέλιος τῆς οἰκοδομῆς τοῦ πύργου
5110320 βαρειαν
συνεχὲς καὶ ὠκύτερον κεντοῦσαν τὸν ἀέρα , τὴν δὲ βραδεῖαν βαρεῖαν ἅτε νωθεστέραν οὖσαν . ταυτὶ μὲν περὶ τῆς εὑρέσεως
εἰς ω λήγοντα ἐπιρρήματα , μοναδικὰ ὄντα λέγω , κατὰ βαρεῖαν τάσιν . ὅτι δὲ ἔσθ ' ὅτε πάθος ἐγγινόμενον
5107658 ἐξελειν
τε στρατευσαμένους εἰς τὸν Σκιλλοῦντα [ καὶ ] βραδυνόντων Λακεδαιμονίων ἐξελεῖν τὸ χωρίον . ὅτε καὶ τοὺς υἱέας αὐτοῦ εἰς
τελευτᾶν ὡραῖον ἤδη νομίζων εἶναι καὶ χαλεπὸν τὰς πολλὰς διαβολὰς ἐξελεῖν ἐκ πολλοῦ καὶ ὑπὸ πολλῶν συνειλεγμένας ὕστερον εἶπεν ,
5101558 τεαν
ἵνα πˈρότεροι ᾤκησαν , ὧν παλαίφατον ἀγοράν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεάν ἐμίανε κατ ' αἶσαν ἐν περισθενεῖ μαλαχθείς παγκρατίου στόλῳ
. τί ῥέξεις ; προδώσεις , παλαίχθων Ἄρης , τὰν τεάν ; ὦ χρυσοπήληξ δαῖμον , ἔπιδ ' ἔπιδε πόλιν
5099257 διψωσαν
. καὶ τραγικὸς δέ τίς φησι : ἴσχειν κελεύω χεῖρα διψῶσαν φόνου . καὶ ὁ Κῦρος παρὰ Ξενοφῶντί φησι :
τὸν Ἀταρνέα ἐγένετο , ἰδὼν πόλιν ὀλίγην ἀρετῆς καὶ σοφίας διψῶσαν ἅπασαν , οὐ παρῆλθε σιγῇ , βραχεῖ δὲ βιβλίῳ
5099023 ὀρυξας
ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα πάντων καρδάμῳ ἐμφερῆ . ταύτην ὀρύξας θέρους μάλιστα πρόσφατον καὶ κόψας ἐπιμελῶς , ἀξουγγίῳ παλαιῷ
, δόλῳ δὲ αἱρετοί , ποιέει τοιάδε . Νυκτὸς τάφρον ὀρύξας εὐρέαν ἐπέτεινε ξύλα ἀσθενέα ὑπὲρ αὐτῆς , κατύπερθε δὲ
5087979 γλυκειαν
[ σὺν ] στεφάνοισιν . Καλεῖ δὲ Μοῦς ' αὐθιγενὴς γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν , γεραίρους ' ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν
κακοῖς ἐξεταζόμενοι καὶ ἐλπίζοντες τὰ ἀγαθά : ἡδονὴν ἀπόλαυσιν : γλυκεῖαν μὲν , ἀλλὰ βλαβεράν : † ποτὲ μὲν ἐπ
5081204 ἐνδεδυμενην
εἰς τὸν κῆπον , ἀνυπόδετον , λυσίτριχα , ἓν μόνον ἐνδεδυμένην ἱμάτιον , καὶ μηδὲν ἄλλο ὅλως ἔχουσαν , μήτε
τὸ θεολογικόν . Ἐὰν δὲ ἥντινα χθὲς κατεῖχες τὴν γραμματικὴν ἐνδεδυμένην μετὰ δέρματος ταύτην σήμερον κα - τέχῃς βλαττένδυτον τοῦτό
5076138 Παρνασιαν
βιαίας ἔχεται πάνδαμος πόλις ἐπὶ νόσου , μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν , ἢ στονόεντα πορθμόν . Ἰὼ πῦρ
ὃς ἔχεις τρίποδα , βαῖν ' ἐπὶ θεοστιβέα [ τάνδε Παρνασίαν ] δειράδα φιλένθεον . Ἀμφὶ πλόκαμον [ σὺ δ
5070164 βαθυν
βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων ἕλκοις , ἀντὶ τοῦ ἕλκε τὸν ἰὸν μετὰ
οἷον ἐλαιηραὶ στάγες ὕδασιν ἐμφορέοντο . Ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσεπέρησαν , ὅς τ ' εἰς Ἠριδανὸν μετανίσσεται
5065976 βωλον
καθὰ Μενεκλῆς καὶ Πίνδαρος ἱστοροῦσιν , ὑπέδειξε τὸν πλοῦν καὶ βῶλον ἔδωκε τοῖς Ἀργοναύταις , ἣν Εὔφημος ὁ πρωρεὺς τῆς
οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι
5063413 ἐξαιρεθεισαν
εἴκοσι σταδίων ἐπικλυσθῆναι , καὶ τριήρη τινὰ ἐκ τῶν νεωρίων ἐξαιρεθεῖσαν ὑπερπεσεῖν τοῦ τείχους . . . : Ἀντικύρα ,
τῆς γῆς ἐπιβαλεῖν ἐπ ' αὐτὰ πρῶτον μὲν τὴν ἐπιπολῆς ἐξαιρεθεῖσαν ἐκ τῶν ὀρυγμάτων , ἄνωθεν δὲ ταύτης γῆς στερεᾶς
5060871 ἁπαλην
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι :
5060509 θυραν
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι
5059643 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
5056341 στησας
μὲν διὰ τὸ μέτρον , ὡς τοῦτο : χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα : τὸ γὰρ πάντα μηδὲν
γίγνεται βασιλεὺς οὗτος Λαπιθέων καὶ τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε . ἔπειτα στήσας ἀκόντιον ἐν ἀγορῆι θεὸν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν . θεοῖσι δ
5055879 ετων
' † απαίσαν [ ] ! εσον νόημμα [ ] έτων κάλημμι [ ] πεδὰ θῦμον αἶψα [ ὄσσα ]
τὰ τρία τρίγωνα ὀρθογώνια ὧν ὁ ἐκ τῶν καθ - έτων στερεὸς πολλαπλασιασθεὶς ἐπὶ τὸν ἐκ τῶν ὑποτεινουσῶν στερεὸν ποιεῖ
5044544 κωπην
ἐπιβάλλουσι λίθον : καὶ παραστᾶσαι τρεῖς ἑκατέρωθεν πρὸς τὴν μίαν κώπην , οὕτως ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως ὥστε μόνον τὴν αἰσχύνην τοῦ
: ἕλκει δὲ ἱμᾶσιν εἰς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας ὡς ναύτης κώπην : ἄλλως : ὥσπερ δὲ ναύτης ζάλης οὔσης κρατεῖ
5034693 κατενωπα
τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ : τὴν ἐγὼ ἁρπάξας ὀλοοῦ κατένωπα δράκοντος ἐστρέφθην . Μαίμησε δ ' ὀρεσκῴου μένος αἰνὸν
. Ἔρδει δ ' ἀλόχῳ πόσιν ἱμερόεντα . Ἔνθεν καὶ κατένωπα κελαινῆς ἀσπίδος ἔγνων καρτερὰ φάρμακα σεῖο , βροτοσσόε θέσκελε
5030112 σκληραν
τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν , ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ
θρόνον μου μὴ δυνηθεὶς ἐξελθεῖν : καὶ ἐπάταξέν με πληγὴν σκληρὰν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς : καὶ ἐν μεγάλῃ ταραχῇ
5021524 βαψασα
γὰρ ἄνδρ ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ , δίθηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος : τοιάδ ' ἐπ ' ἐχθροὺς ἐμοὺς ἔλθοι
τὴν φίλην Δήμητρα , τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος : εἰ δὲ μή ,
5013323 τιν
ὦ ξένη , τοῦδ ' . Ἢν δέ του σπάνιν τιν ' ἴσχῃς , ἔστ ' ἔποικος ὃς φράσει .
εἴσιθ ' εἴσω μηδὲ φαντάζου δόμων πάροιθε τῶνδε , μή τιν ' αἰσχύνην λάβηις [ πρόσθεν μελάθρων τῶνδ ' ὁρωμένη
5011619 θρασειαν
εἰδότα ὅτῳ σύνεστιν , οὑτωσὶ πεποίηκεν ” Ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων . ” οὐ γὰρ δή που
τε νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχˈνᾳ , τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπˈλέξαις ' Ἀθάνα : τὸν παρθενίοις
5007203 πηγην
πλάτανον φυτεῦσαι λέγοντες : ἐφ ' ἡμῶν δὲ καὶ τὴν πηγὴν κατὰ ταὐτὰ τῇ πλατάνῳ καλοῦσι Μενελαΐδα . εἰ δὲ
καὶ ἔργοις καινοῖς κατακοσμεῖν τὴν πόλιν . Ὁ Κλαύδιος γοῦν πηγὴν ὠχέτευσεν εἰς τὴν Ῥώμην , ἥτις αὐτῷ μέχρι νῦν
5004490 Πιμπλειας
ἀείσῃ ἔχθουσι καὶ Ὀρφεὺς νῦν δ ' ἄγε μοι κούρη Πιμπλείας ἔννεπε Μοῦσα . * καὶ * αἱ μὲν λέξεις
, αἳ φίλαντο Βηφύρου γάνος , Λειβηθρίην θ ' ὕπερθε Πιμπλείας σκοπήν , ὁ νεκροπέρνας , ὃς προδειμαίνων πότμον καὶ
5003820 ἐχοντ
ποτέ Εὐριπίδην ἰδοῦσαν ἐν κήπῳ τινί πινακίδα καὶ γραφεῖον ἐξηρτημένον ἔχοντ ' , Ἀπόκριναί , φησιν , ὦ ποιητά μοι
πιθανὰ διὰ τὸ γελοῖον : ἀγρὸν ἔσχ ' ἐλάττω γῆν ἔχοντ ' ἐπιστολῆς Λακωνικῆς . καὶ γὰρ ὁ γέλως πάθος
5002703 κλιμακα
κατάκλισιν τοῦ πάσχοντος . τὸ δὲ τόνιον ἀσφαλιζέσθω πρὸς τὴν κλίμακα πρὸς τοῖς κάτω πέρασι τῶν σκελῶν , καὶ πάλιν
παρατανύσαντα πρὸς τὸ σῶμα προσδῆσαι , καὶ μὴ πρὸς τὴν κλίμακα : τὸ μέντοι ἄλλο σῶμα ἄδετον εἶναι χρὴ ,
4989023 φροντιδ
. νῦν δὴ δεῖ σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ
ἑπτά τ ' ἔασι καὶ ἑξήκοντ ' ἐνιαυτοὶ βληστρίζοντες ἐμὴν φροντίδ ' ἀν ' Ἑλλάδα γῆν : ἐκ γενετῆς δὲ
4986471 χερα
† δύστλητον † Ἐτεοκλῆς ἄναξ ἤκουσε μητρός , κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα φωνὴν μὲν οὐκ ἀφῆκεν , ὀμμάτων δ ' ἄπο
] ! ιπργον [ ! ! ! ! ! ] χέρα [ ] οῦν ἐνδίκως ? κικλήσκεται ? [ ]
4980629 νεαν
οἵου ' τράφης . Τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου , νέαν ψυχὴν ἀτάλλων , μητρὶ τῇδε χαρμονήν . Οὔτοι ς
καὶ θρύπτειν τὴν συνεστῶσαν καὶ ὁμαλύνειν ἀνακαινιζόντων αὖθις αὐτὴν καὶ νέαν ποιούντων . διὸ καὶ ἐπάγει νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι
4979172 λυθεισαν
Ἀχαΐδι : τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ καλῶς ἔσφιγξας αὖ λυθεῖσαν . ἐχρήσαντο καὶ ἄλλοι τῇ λέξει . ἀγκυλισταί :
, κινηθέντος ἀπὸ τῶν ὀρῶν πνεύματος . Ταχὺ δὴ μάλα λυθεῖσαν αὐτὴν ὑπήνεγκεν ἡ παλίρροια τοῦ κύματος καὶ ἐς τὸ
4977912 φαραγγα
ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου , καὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν , οὐκ ἔχουσαν πλάτος , καὶ δι '
εἰκός ἐστιν ἀποκλίνειν : ἀναβάντων γάρ , φησι , τὴν φάραγγα διαδέχεται ὁ Λίθινος Πύργος , ἀφ ' οὗ εἰς
4975519 ἀραιαν
ἐργάζεται καὶ πυκνὴν τὴν ἀναπνοήν , ψυχθεῖϲα δὲ μικρὰν καὶ ἀραιάν . τῶν μὲν οὖν καρδιακῶν ϲυγκοπῶν τὴν ὅλην διόρθωϲιν
καὶ γῆν ἐνέγκαι σοι μύκητας , ἐπιλεξάμενος γῆν ὄρειον , ἀραιάν , εἰωθυῖαν φέρειν κάλαμον , καὶ φρύγανα καὶ πάντα
4965819 νεκραν
λέγων , ὦ πασῶν δυστυχεστάτη κόρη , πότε ἀνευρήσω κἂν νεκράν ; Αἰγιαλεῖ μὲν γὰρ τοῦ βίου μεγάλη παραμυθία τὸ
σφοδροῦ γενομένου ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα φερομένην ὑπὸ τῶν ὑδάτων νεκράν , ἔφη : ” ὦ αὕτη , σὺ κἀμὲ
4964554 θανατηφορον
ἐπὶ δέ σε οὐκ ἀπέστειλα θάνατον , οὐκ εἴασα νόσον θανατηφόρον ἐπελθεῖν σοι : οὐ συνεχώρησα τῇ τοῦ θανάτου δρεπάνῃ
, κόλλησιν πεποίηται πρὸς τὸν τοῦ Ἄρεως ἀστέρα καὶ ἔδειξε θανατηφόρον κλιμακτῆρα . ἐτῶν ιζ καὶ μηνῶν Ϛ ἔξαλμα πεποίηται
4954683 κεκρυμμενου
τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης , καὶ τοῦ Ἡρακλείδου κατ ' ἀρχὰς κεκρυμμένου , ἐπιβουλεύει οὑτοσὶ τούς τε παῖδας ἐκπέμψαι Ἀθήνηθεν καὶ
' ἄλλο δὲ ἀγνοῶ , ὡς ἐπὶ τοῦ τριγώνου τοῦ κεκρυμμένου ὅτι κατὰ μὲν τὸ καθόλου οἶδα τὰς γωνίας αὐτοῦ
4943004 λαβουσαν
τοῦ ὄντος ἵστασθαι οὐκ ἐᾷ τὰ πράγματα , οὐδὲ τέλος λαβοῦσαν τὴν φορὰν τοῦ φέρεσθαι στῆναί τε καὶ παύσασθαι ,
κατὰ τὰς τριόδους πεφηνυίας . διὸ προστάσσει ὡς τάχος χάλκωμα λαβοῦσαν ἠχεῖν , ὅτι οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν φανεῖσα . ἱδρύοντο
4942432 Χαρυβδιν
αἰτίας καὶ τί δὴ παθὼν τὸ τρίτον αὖθις περὶ τὴν Χάρυβδιν ἐπραγματεύσατο , περὶ ἣν Ὀδυσσεὺς οὐ πλέον ἢ δὶς
εἰς τὸ μεταξὺ χάσμα Ἀπαμείας καὶ Ἀντιοχείας , ὃ καλοῦσι Χάρυβδιν , ἀνατέλλει πάλιν ἐν τετταράκοντα σταδίοις : τὰ δὲ
4933237 κελευθον
κρημνῶν οὐ τρέχοντι μᾶλλον ἀλλὰ πετομένῳ ἐοικώς . ἣν γὰρ κέλευθον ἀνὴρ δι ' ἵππων ἀμοιβῆς αὐθημερὸν οὐκ ἔσθενε δρᾶσαι
αἶα καλύψει , οὐ μὲν ἄρ ' ἐκτελέσαντας ὁμὴν βιότοιο κέλευθον , οὐδ ' οἵην τις ἕκαστος ἐέλδεται , οὕνεχ
4927958 ἐμβαλλοι
καὶ διότι διὰ τοῦ διαστήματος ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον
ἐκτεμών τις καὶ κοίλην ποιήσας αὐτὴν ἰξῷ τε ἔνδοθεν καταχρίσας ἐμβάλλοι κάνθαρον : ὁ μὲν ἔνδοθεν διεξελθεῖν ἐθέλων ἠχήσει ,
4911864 κυλικα
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος
4910670 ἀρουραν
, τουτέστιν ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς ἀξιῶν . Ὀρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν : προείρηται , ὅτι αὐτὸς μὲν Θηβαῖος , ὁ
ὁ ἔρως ξυναγαγόντες οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες
4908402 ἐσχαραν
Ἀπόλλωνος : ὃς δὴ ἀετὸς ἰδὼν ταύτην κατέφυγεν ἐπὶ τὴν ἐσχάραν . . θέλουσα θῦσαι πέλανον ] πέλανος κυρίως ὁ
μὲν θανόντα τόνδ ' Ἀχιλλέως γόνον θάψον πορεύσας Πυθικὴν πρὸς ἐσχάραν , Δελφοῖς ὄνειδος , ὡς ἀπαγγέλληι τάφος φόνον βίαιον
4901939 ἐπιβαλω
, ὥσπερ καὶ Θεόπομπος ἐν Εἰρήνῃ χλαῖναν σοι λαβὼν παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν : Ὅμηρος δὲ καὶ τὰ λεπτὰ χλαίνας καλεῖ
, ἔσθιε καὶ σὺ μετ ' αὐτοῦ : ἐγὼ δὲ ἐπιβαλῶ τὸ πνεῦμά μου τὸ ἅγιον ἐπὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ
4897652 καταπρησαι
, γῆν δῃῶσαι , κόψαι τὰ δένδρα , ἐμπρῆσαι , καταπρῆσαι , πῦρ ἐφεῖναι , πυρπολῆσαι , λεηλατῆσαι , δασμολογῆσαι
ἐξάψεις , μὴ πρότερον ὑποχέας πυρὸς σπέρμα : εἰ δὲ καταπρῆσαι ἄνθρωπον ἢ ζῷον , σὺ μὲν ἐπιχεῖς , τὸ
4896239 ῥωγαδα
? [ ] [ ] ὑπὸ ? ? ? [ ῥωγάδα ] λύγγας ἱμάσσων [ ] [ ] ! !
γλωχίνων προβολῇσιν ἀκαχμένον ἀμφοτέρωθεν , οἷον καὶ πέτρην ἑλέειν καὶ ῥωγάδα πεῖραι , τόσσον ἴτυν κρυερήν , ὅσσον περὶ χάσμα
4894918 σφαζειν
Ἄρκτου ὑψώματος . περιηγέα : στρογγύλον , περιφερῆ . ἀρνειὸν σφάζειν : ἀντὶ τοῦ : σφάξον καὶ ἀδιαμέριστον θὲς ἐπὶ
ἐν μέσωι τῶν Ἀχαιῶν / [ εὐθὺς προηγούμενος Ἀχιλλεὺς ] σφάζειν ? κελεύει ? ? [ / ἀγανακτήσας μήπω αὑτῶι
4893882 τηνδ
κἀμοὶ μύθου μέτα , Τυνδαρίδαι ; καὶ σοί : Φοίβωι τήνδ ' ἀναθήσω πρᾶξιν φονίαν . τίς δ ' ἔμ
πᾶσιν γὰρ ἡμῖν τοῦτ ' ὀφείλεται παθεῖν . ἰδοὺ δίδωμι τήνδ ' ἐγὼ γυναῖκά σοι Φαίδραν : ἐπὶ πῦρ δὲ
4885983 ἐπαυλιν
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν
4884020 χλαιναν
, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω , ] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν , ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι . τοιῶνδ
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν ἐν τῷ ἀμφισβητεῖν . Ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις : ἐπὶ τῶν μὴ καθ ' ὥραν τοῖς
4882760 τραχειαν
ἔνδον ἦν , αἱ δὲ τοῦ Καίσαρος νῆες αὖθις περὶ τραχεῖαν ἀκτὴν καὶ δύσορμον ἀρασσόμεναι ταῖς τε πέτραις καὶ ἀλλήλαις
κέρδος : καίτοι ἑρπόντων ἐκ τῆς ἀδικίας πρὸς τὴν ἑξῆς τραχεῖαν ὁδὸν , ὅμως τὸ κέρδος τοῦ δικαίου προκρίνουσιν .
4881600 ἀγειρομεν
. Ἀλλ ' εἰ , τὸ λεγόμενον , κατόπιν ὑμᾶς ἀγείρομεν ἑορτῆς , οἶδεν ὁ ποιητὴς καὶ ἄριστον ἄνδρα λοῖσθον
ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν , ἐς δ ' ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν , ἐς δ ' ἑκατόμβην θείομεν , ἂν δ
4875395 ναυν
ἐκ δὲ ξύλων τὴν ναῦν , οὐ τὰ ξύλα γίνεσθαι ναῦν . καίτοι φαίης ἂν οἰκειότερον εἶναι τὸ μὲν ἐκ
μέσῳ πελάγει φορούμενος ὑπὲρ πηδαλίων ὑψίζυγος τοῖς οἴαξι διϊθύνει τὴν ναῦν ἐφεζόμενος , ὄμματα δ ' αὐτοῦ καὶ νοῦς εὐθὺ
4875279 τελεσειας
ἔπαθλον . εἰ δ ' ἄλλως : εἰ δὲ ἄλλως τελέσειας , ὦ Πάν , τὰ κατὰ Φιλῖνον καὶ μὴ
παραινεῖς ἐμοί , ποιήσω , εἰ καὶ αὐτὸς δὲ τοὐμὸν τελέσειας βούλημα , οὕτω καὶ τοῦτο . λέγει δὲ τὸ
4869143 κατατεινων
ἰατρείῃ , εἰς τοιαύτας ἀνάγκας ἀγαγεῖν . καὶ γὰρ ἂν κατατείνων κατὰ μῆκος μόνον ἔνθεν καὶ ἔνθεν οὕτως καὶ ἄλλην
, ὅμως κατατείνειεν ἄν τις ἱκανῶς : καὶ εἰ μὴ κατατείνων , αὐτῇ δὲ μοῦνον τῇ σανίδι οὕτως ἰποίη τις
4864524 μυλην
μὲν ἐπιγονατίδα , τινὲς δ ' ἐπιγουνίδα , τινὲς δὲ μύλην . Ὑπὸ τῶν ὀλίγον ἔμπροσθεν εἰρημένων ἀποφύσεων ἐπὶ τοῖς
Ταΰγετον ὀνομάζουσιν Ἀλεσίας χωρίον , Μύλητα τὸν Λέλεγος πρῶτον ἀνθρώπων μύλην τε εὑρεῖν λέγοντες καὶ ἐν ταῖς Ἀλεσίαις ταύταις ἀλέσαι
4864413 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
4856266 πεπλων
, βασιλικῶν ἐκ δεμνίων , τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ ' , ἀδόκιμ ' ὀλβίοις ἔχειν . οἲ
με μὴ ταύτηι λάβηις . Γοργὼν μὲν ἐν μέσοισιν ἠτρίοις πέπλων . ὦ Ζεῦ , τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος ;

Back