βίου βαρυδαίμονος , τὸ χρεὼν ἐπιτεμόντες ἐλεύθεροι τὴν ἀναγκαίαν καὶ πανυστάτην ὁδὸν περαιώσεσθε . ” Πολυξένην δὲ ὁ τραγικὸς Εὐριπίδης
ἐπεγκαχάζων τοῦ δεδουπότος μόρῳ , ἀλλ ' ἀμφὶ πρύμναις τὴν πανυστάτην δραμὼν πεύκαις βίου βαλβῖδα συμφλεχθήσεται , καλῶν ἐπ '
5611129 ιαν
, Πόντος | . . . . . . ] ίαν ἄχρι καὶ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς διὰ Βοσπόρου τε καὶ
] τε παρ ' ἡμῶν καὶ τὴν παρὰ | ] ίαν , μετὰ δὲ ταῦτα δεξιὰν | [ δοὺς αὐτοῖς
5600659 ἀειραι
, προσάγεται , ἐπιπόνως δὲ τοῦτο . ἄνω τὴν χεῖρα ἀεῖραι εὐθεῖαν παρὰ τὸ οὖς ἐκτεταμένου τοῦ ἀγκῶνος οὐ μᾶλλον
κεν Βέβρυξι πελάσσῃ , πρὶν χείρεσσιν ἐμῇσιν ἑὰς ἀνὰ χεῖρας ἀεῖραι . τῶ καί μοι τὸν ἄριστον ἀποκριδὸν οἶον ὁμίλου
5485220 ἐχ
, ποῖ ποῖ ποῖ πέτει ; Μέν ' ἥσυχος , ἔχ ' ἀτρέμας αὐτοῦ : στῆθ ' : ἐπίσχες τοῦ
ἆ ] ἐπιτιμητικὸν ῥῆμα . ἐπίρρημα ἐπιτιμητικόν πόνηρε ] ἄθλιε ἔχ ' ἥσυχος ] “ ἔσο ” ἀττικόν , ὥσπερ
5453413 πρυμναις
μὲν ἐπὶ ταῖς πρώραις , οἱ δ ' ἐπὶ ταῖς πρύμναις , καὶ ἡνίκα πλησιάσωσι τὴν χέρσον , πάντες ὁμοῦ
τοῦ ῥέοντος ἤτοι τοῦ ὕδατος ἅπτεσθαι . ἀλλ ' ἀμφὶ πρύμναις : τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου οὕτως : οὐ μὴν
5440528 πετρηι
' ὅμως σφᾶς θέλγητρ ' ἁδονᾶς . [ ] μα πέτρηι ξ [ ] ν [ ] ν ἔβρεμεν μ
πονούμενον εἰς φιλότητα ὥσπερ κληματίνωι χεῖρα πυρὶ προσάγειν . Ναῦς πέτρηι προσέκυρσας ἐμῆς φιλότητος ἁμαρτών , ὦ παῖ , καὶ
5392290 ὀφιτου
εὖ μάλα νοῦσον ἐπισταμένης ἀκέσασθαι , Βουκολίδης Εὔφορβος ἀγαυοῦ φάσκεν ὀφίτου φάρμακα μὴ μούνων ὄφεων κατένωπα δύνασθαι , ἀλλὰ καὶ
λίτ . β , λίθου πυρίτου οὐγγίας β , λίθου ὀφίτου σκυθικοῦ γράμματα ιη , λίθου αἱματίτου οὐγγίαν α ,
5365469 ἀπονοστησειν
πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : Ἀτρεΐδη νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν , εἰ δὴ
τῆς ἀποκρίσεως : Ἀτρείδη , νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀίω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν , εἰ δὴ
5332199 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
5331408 χερα
† δύστλητον † Ἐτεοκλῆς ἄναξ ἤκουσε μητρός , κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα φωνὴν μὲν οὐκ ἀφῆκεν , ὀμμάτων δ ' ἄπο
] ! ιπργον [ ! ! ! ! ! ] χέρα [ ] οῦν ἐνδίκως ? κικλήσκεται ? [ ]
5310284 κραταιῳ
μαίνομαι . στείχει πολίταις ὄμμ ' ἔχων ἰδεῖν πικρόν . κραταιῷ περιβαλὼν βραχίονι εὕδει πιέζων χειρὶ δεξιᾷ ξύλον . ὅδ
καὶ πῆμ ' ἀπάλαλκεν ἐσσυμένως . Ὃ δ ' ἔπειτα κραταιῷ χώσατο φωτὶ ἥρως Εὐρύπυλος , μέγα δ ' ἀσχαλόων
5283419 ἐτλη
κάρτος λώβης οὐκ ἀλέγιζεν ἀεικέος , ἀλλ ' ἐνὶ θυμῷ ἔτλη καὶ πληγῇσι καὶ ἐν πυρὶ τειρόμενός περ ἀργαλέως :
ἐν Αἰθιοπίᾳ . καὶ ἆθλος τοῦ ἀνδρός , ὃν ἑκὼν ἔτλη κατὰ ἔρωτα , οἶμαί σε , ὦ παῖ ,
5274011 κελευθον
κρημνῶν οὐ τρέχοντι μᾶλλον ἀλλὰ πετομένῳ ἐοικώς . ἣν γὰρ κέλευθον ἀνὴρ δι ' ἵππων ἀμοιβῆς αὐθημερὸν οὐκ ἔσθενε δρᾶσαι
αἶα καλύψει , οὐ μὲν ἄρ ' ἐκτελέσαντας ὁμὴν βιότοιο κέλευθον , οὐδ ' οἵην τις ἕκαστος ἐέλδεται , οὕνεχ
5270678 ἐξοπιθεν
Κρητῆρα . Φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους , ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . Ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
' ὀλίγον φησί : δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
5266886 λαξ
παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα , οὗ μέλλων λήξω , λὴξ λὰξ , τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι
ἦν δ ' ἐγώ , ” ἔδωκεν ἀμηγέπη δίκην ἢ λὰξ πατήσας ᾤχετο ; “ ” Καὶ μὴν ἐκεῖνός γε
5266734 διαι
[ ὥσπερ λύκος [ ἀπελήλυθ [ ἀποστ [ φιλο [ διαι ? [ οὐ κρι [ καὶ ν [ ὅσα
] νέβροι δ ' ὢς κ ? [ [ ] διαι ? πεμψομε ? [ [ ] ωι ? ?
5263692 κατενωπα
τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ : τὴν ἐγὼ ἁρπάξας ὀλοοῦ κατένωπα δράκοντος ἐστρέφθην . Μαίμησε δ ' ὀρεσκῴου μένος αἰνὸν
. Ἔρδει δ ' ἀλόχῳ πόσιν ἱμερόεντα . Ἔνθεν καὶ κατένωπα κελαινῆς ἀσπίδος ἔγνων καρτερὰ φάρμακα σεῖο , βροτοσσόε θέσκελε
5254211 ὠλεσεν
ἐπὶ τὸ κτῆμα , τὴν ἀλκήν , γένοιτο ἂν ἑὴν ὤλεσεν ἀλκήν , τουτέστιν τὴν ἑαυτοῦ : εἰ δὲ γένοιτο
, ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος . Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν
5250414 τειχεος
σφι αὐτοὶ ὑπὸ τὸν Ὑμησσὸν ἐοῦσαν ἔδοσαν οἰκῆσαι μισθὸν τοῦ τείχεος τοῦ περὶ τὴν ἀκρόπολίν κοτε ἐληλαμένου , ταύτην ὡς
! ! ! ! ! ] οσθε ? πύλης καὶ τείχεος αιπε ? ! ! [ ! ! ! !
5241620 δετ
, , . : ημ [ θρέψεις μο [ μᾶλλον δετ ? [ τέχνην α ! [ κτῆμ ' ἐστι
ἄρα [ ] ς ἤθληται μάτην [ ] πας ? δετ [ ! ] ! Ἀχιλλέως ? [ [ ]
5236230 ἀσπασιως
παλάμῃσιν οἴσομεν ἐς νῆας καὶ ἐς Ἑλλάδος ἱερὸν οὖδας ἄξομεν ἀσπασίως , ὅθι περ πάρος ἐμβασίλευες . Ὣς φάμενον μεγάλοιο
. Ἀχερουσιάδι ] ὁ Ἀπολλώνιος ἐν τῷ δευτέρῳ ποιήματι , ἀσπασίως ἄκρας Ἀχερουσίδος ὅρμον ἵκοιτο . . θαυμάζω ] ἀντὶ
5217505 στεναχων
πάτρην δυσμενέων παλάμῃσιν ἐρειπομένην τις ἴδηται . Ἦ ῥα μέγα στενάχων Γανυμήδεος ἀγλαὸν ἦτορ . Καὶ τότ ' ἄρα Ζεὺς
' ᾖ οὐδέτερον πληθυντικόν , ὡς τὸ „ πυκνὰ μάλα στενάχων „ . διὸ καὶ προπερισπαστέον φησίν . οἱ δὲ
5213966 χερσι
, ὁ δὲ ἀπέγνω τὴν αἰτίαν ὡς μήτε ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶ μήτε ταῖς τῶν ἑαυτοῦ δούλων τετυπτηκότος τὸν τεθνάναι λεγόμενον
καὶ Πλειάδες τε καὶ ὑποκάτω Κῆτος , Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις
5203301 μολων
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν
5197729 λυσσαν
κασίγνητ ' , ὄμμα σὸν ταράσσεται , ταχὺς δὲ μετέθου λύσσαν , ἄρτι σωφρονῶν . ὦ μῆτερ , ἱκετεύω σε
δαῖτας . Καὶ τότε δή ῥα κακοῖσι κακὸς φθόνος ἔνβαλε λύσσαν ἀνδράσιν οἵ ῥα δίκηι ἀνεμωλίωι ἐκλήισσαν δοιὼ σὸν θεράποντα
5194349 χεροιν
τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ τέλος . ἔχων δὲ ταῦτα ἐν χεροῖν λαμβάνει γράμματα . ἃ ἠπίστησα παρ ' ὑμῶν ἥκειν
συμβαλεῖν ; τύμβον παρ ' αὐτόν , ἐκ λόχου μάρψας χεροῖν . τί γάρ ποθ ' ἥδ ' ἄναυδος ἕστηκεν
5183121 τανυσσατο
τῷ πελέκει τύπτων ἔθυεν , οἷον : βουτύπος οἷα πόδεσσι τανύσσατο , κὰδ δὲ βαρεῖαν χεῖρ ' ἐπί οἱ πελέμιξεν
ὁ δ ' αὐτόθεν ἔνθα περ ἧστο δεξιτερὴν ἀνὰ χεῖρα τανύσσατο , φώνησέν τε : “ Μή τις ἐμοὶ τόδε
5174566 ἐμαρψεν
ἐνδυμένος . Ἐμπελάει : πλησιάζει . Ἐγχρίμψῃ : λάβῃ . ἔμαρψεν : ἔλαβεν Ταύροιο : Ταύρου ὄρους . Ἐνδιάων :
ἐκ λάρνακος × – ˘ – × ἐμπεδὴς δὲ γαμόρος ἔμαρψεν Ἅιδης × – ˘ – οἱ δ ' ἀμφινίσονται
5167766 τρικυμιαν
ὡς θάλασσαν ἢ βυθόν : ἂν γὰρ βραδύνῃς , λαμβάνεις τρικυμίαν . } Ὡς τὰς γυναῖκας τοκετὸς ὀλολύξαι ποιεῖ ,
ἢ στρογγύλον . τρίχαλον ] κυρτόν . τρίχαλον : τὴν τρικυμίαν βούλεται εἰπεῖν τὴν ἐκ τριῶν μερῶν ποντίζουσαν τὴν ναῦν
5163454 πρεμνῳ
οὖρον ἀνθρώπειον παλαιὸν ὡσεὶ κοτύλας δʹ περιχέων ἠρέμα παντὶ τῷ πρέμνῳ , ὥστε καὶ τὰς ῥίζας κατασταγῆναι , εἶτα ἔμβαλλε
λέαινα οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ
5149436 πε
χρήσιμον , μὴ πρότερον ἀφίστασθαι , πρὶν ἢ ἐπισφραγίσηται . πε - ποίηκε τοῦτο ἐν τοῖς τέτρασι λόγοις , ἐν
! ! ! [ οξ ! [ πε ! [ πε ! [ φι ? ! ? [ πολ ?
5142649 ἀνεσχε
ἐσμεν ὡς ἀληθῶς [ τρεῖς παῖδες παλαιοί ] , οὕτως ἀνέσχε Καλλίμαχον ἡ μήτηρ [ καὶ τὸν μὲν Ἡρακλέους ]
Δαῖραν . ἀρεσσάμενος : φιλοφρονησάμενος . ἰκμαίνοιτο : ὑγράνειεν . ἀνέσχε : τὸ φάρμακον ἀνεδόθη . τῆς οἵην τ '
5133942 νηδυν
σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . *
ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται ,
5132184 σταθεις
μοι . Παλάμᾳ ] Ἀντὶ βοηθείᾳ καὶ συνεργείᾳ . Πύλον σταθεὶς ] Ἀντὶ ὑπερμαχῶν τῆς Πύλου . Ἔρειδε ] Ἤγουν
ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς καὶ τέμνων τὰς κεφαλὰς αὐτῆς μιᾶς κοπτομένης πολλαὶ ἀνεφύοντο
5124922 χερσιν
πολύ . Τούτῳ γὰρ ὢν ἔχθιστος Ἀργείων ἀνὴρ μόνος παρέστης χερσίν , οὐδ ' ἔτλης παρὼν θανόντι τῷδε ζῶν ἐφυβρίσαι
ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν , ἐν δ ' ἔπνευς ' ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις
5115667 ἀμελησε
ἔκλινανκλιθῆναι ἐποίησαν , . . . Αἴας δ ' οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος ἀλλὰ θέων περίβη : ἡ διπλῆ ,
ἐκ δ ' ἀκάτου σύρουσιν : ὁ δ ' οὐκ ἀμέλησε νοήσας πούλυπος ἀλλ ' ἤϊξε καὶ ἀμφέπλεξεν ἑταίρους πτόρθους
5111825 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
5096635 χαμαι
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ ,
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ '
5095579 μαιομενος
ᾄσομαι . στροφὴ κώλων ιδʹ . ἄνθρωφ ' οὗτος ὁ μαιόμενος : ⌈ τὸ “ ὦ ῎νθρωφ ' οὗτος ”
ἀϋτεῖ : τοῦ δέ τε πειναλέην κραδίην ἐπάταξεν ἰωή : μαιόμενος δ ' ἴθυσε , φίλον κεχαρημένος ἦτορ , ἴχνος
5066759 βελει
λόγον ᾧ χρῆται . στοχάζεται γὰρ , οὐ μὴν ὡς βέλει τυχεῖν , οἶμαι , ἀλλ ' ὡς ἐκ τῆς
σμικρὰ ἅμα τοξαρίῳ φέροντι : τὸ δὲ ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει κελεῦσαι λοιπὸν ποιμαίνειν τὸν μὲν τὸ αἰπόλιον , τὴν
5066303 σπηλυγγα
[ ] των ἐγκύμονας ἄνδρας ἐλάσσας [ ] σαν ὑπὸ σπήλυγγα μελάθρων [ ] ς ἐδίδασκεν ? [ ] ὀιζύας
νοῦς ἐχαυνώθη λόγοισι ποιητοῖσιν , ἦλθε δ ' εἰς κοίλην σπήλυγγα θηρός , καὶ τὸ μέλλον οὐκ ᾔδει . λέων
5054632 πεπλοις
. πᾶσα μὲν ἐσφήκωτο καλυψαμένη [ ] χρόα [ ] πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ
ἄλλην ὀμπνίαν κειμηλίων , σὺν τῷ γεραιῷ πατρὶ πρεσβειώσεται , πέπλοις περισχών , ἦμος αἰχμηταὶ κύνες , τὰ πάντα πάτρας
5050957 λιπεν
ἀνὴρ εὑρὼν ἔλιπε βρόχον : αὐτὰρ ὁ χρυσόν , ὃν λίπεν , οὐχ εὑρὼν ἧψεν , ὃν εὗρε , βρόχον
οἷόν τε . Ὅμηρος δέ γε οὕτω φησί „ ποταμοῖο λίπεν ῥόον , ἀπὸ δ ' ἵκετο κῦμα θαλάσσης ,
5050929 εὐρυ
' ἂν φῇ τὸ στόμα μαλθακὸν εἶναι καὶ φαρκιδῶδες καὶ εὐρύ : καὶ ἢν ἑλκωθῇ , καὶ ὁλοφλυκτίδες ἔωσιν ,
Ἀρδουήνων καὶ Μαρκομήδων , καὶ τὴν Ἀνθεμουσίαν , χωρίον Περσῶν εὐρύ τε καὶ εὔγαιον : Σελεύκειαν τε καὶ Κτησιφῶντα καὶ
5045221 ἠμησε
, τὴν δ ' ἐκόλουσεν οὐρῆς , τὴν δ ' ἤμησε μέσην , τὴν δ ' εἷλεν ἅπασαν . οἰκτρὸν
μακρὴν καρχαρόδοντα , φίλου δ ' ἀπὸ μήδεα πατρὸς ἐσσυμένως ἤμησε , πάλιν δ ' ἔρριψε φέρεσθαι , . ,
5035871 ἀνερος
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα
5031089 ἀψ
τῶ ς ' οὔ τι πάλιν πλαγχθέντα γ ' ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας . ὑμέων
θοῇ συνάρασσε κορώνῃ ζεύγληθεν . καὶ τὼ μὲν ὑπὲκ πυρὸς ἂψ ἐπὶ νῆα χαζέσθην : ὁ δ ' ἄρ '
5027495 οἰμωξας
νηῒ μελαίνῃ . ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν '
ὀστέον ἤλυθ ' ἀκωκή : γνὺξ δ ' ἔριπ ' οἰμώξας , θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε . Πήδαιον δ '
5017165 Ἀβυδοθεν
' ” υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν „ ἦλθε παρ ' ἵππων ὠκειάων . ” ἐν
ἀλλ ' υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν ἦλθε , παρ ' ἵππων ὠκειάων : ἡ διπλῆ
5015791 λαχνηεντα
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν : οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν ἐξ αὐτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν , οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν . ἐξαυτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
5010837 θει
μὴ ἡττηθῆναι λαγώ , ὅτι καὶ ὁ λαγὼς τὰ ὄρθια θεῖ ἄμεινον , ἐκεῖναι δοκοῦσιν γενναιότεραι αἱ κύνες , ὅσαι
συγκεχώρηκεν καλῶς , σοφὸς παρ ' ἡμῖν , καὶ τὰ θεῖ ' ἐπίσταται . ἀλλ ' , ὦ Κρίτων ,
4995942 ὑψηλοιο
ἱεμένους ἐπιβαινέμεν , ἀλλὰ μεσηγὺ νηῶν καὶ ποταμοῦ καὶ τείχεος ὑψηλοῖο κτεῖνε μεταΐσσων , πολέων δ ' ἀπετίνυτο ποινήν .
αἰθούσῃ ἐριδούπῳ : Ἀλκίνοος δ ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο , πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν
4977181 τλημων
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ;
τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος
4977098 Αἰητεω
, ἐπὶ τὸ κῶας τὸ χρυσόμαλλον , ἄξοντα ἂν ἀπὸ Αἰήτεω . Ταῦτα δὲ τῷ Ἰήσονι Ἥρη ἐς νόον βάλλει
Παναχαιίδος ἔκτοθι βάλλει ; αὐτῆμάρ κε δόμους ὀλοῷ πυρὶ δῃώσειαν Αἰήτεω , ὅτε μή σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ : ἀλλ
4976327 δμωας
τῶν ἐμῶν γονάτων : τὸν μὲν τῶν νεκρῶν : γράφεται δμῶας : τὸν δὲ Πολυνείκους νέκυν : φανερώσεται κηρυχθήσεται :
πορπάματα , Πυλάδην μὲν εἵλετ ' ἐν πόνοις ὑπηρέτην , δμῶας δ ' ἀπωθεῖ : καὶ λαβὼν μόσχου πόδα λευκὰς
4975524 ἐναλου
ἔλιπες , ὦ πάτερ , ἐπακτίαν μονάδ ' ἔρημον οὖσαν ἐνάλου κώπας . ὀλεῖ μ ' ὀλεῖ με δηλαδὴ πόσις
ἀλκῇ στείχει πολίταις ὄμμ ' ἔχων ἰδεῖν πικρόν πολλοῖς μὲν ἐνάλου , ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ἀγλαΐσας × –
4972743 ἐγ
ὢν τῆς Ῥωμαίων ἀγορᾶς . Ῥωμύλος δὲ τοὺς ἄλλους διώκων ἐγ - γὺς γενόμενος τοῦ Καπιτωλίου καὶ πολλὰς ἐλπίδας ἔχων
τόδε σῆς ἀρετῆς , Ἀσκληπιέ , [ τοὖργον ] ἔδειξας ἐγ κείνοισι χρόνοις ὅκα δὴ στρατὸν ἦγε Φίλιππος εἰς Σπάρτην
4968934 γυρωσασα
ἀμφέπλεξεν , ἐπ ' αὐχένι πάννυχα δεσμὰ ἀργεννοῖς ἑκάτερθε βραχίοσι γυρώσασα : ὣς τότε κερδαλέαι περὶ σηπίαι εἱλίσσονται ἀλλήλαις :
λακοῦσα , αὐχένα δ ' ὑψός ' ἄειρεν ἐς ἠέρα γυρώσασα καὶ πάσαις ἑκάτερθε θοῶς ἔφριξεν ἐθείραις καὶ πτερὰ πάντα
4968839 δακρυσι
ἄπλητον σεσαρυῖα εἱστήκει , πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους , δάκρυσι μυδαλέη . παρὰ δ ' εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν ,
ἀγὼν , [ ᾧ , τῷ ἀγῶνι , ] δάκρυα δάκρυσι συμμίσγει τις τῶν ἀλαστόρων , ὅς σε ἀναβακχεύει πορεύων
4957863 φευγεμεν
' Ἀγαμεμνονέην , ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι . Ὣς φάθ ' , ὃ δ
θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ φύλοπιν αἰνὴν
4945391 κελαινῳ
ἐπισπέρχει δ ' ἀέκοντας φοιταλέῃ μάστιγι χορευέμεν : οἱ δὲ κελαινῷ τύμματι παιφάσσουσι μεμηνότες , ἄλλοτε δ ' ἄλλῃ κῦμα
: κινεῖσθαι : γράφεται κορυσσόμενοι . χορεύμενοι : περιφερόμενοι . κελαινῷ : μέλανι , μελανοποιῷ , θανασίμῳ . Τύμματι :
4945228 κελαδοντος
χορείαις , δεῦτε , θεμιστοπόλοιο νοήματα μηλοβοτῆρος εἴπατέ μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον
ἡσυχίην ἀγέμεν , καὶ λώιον εἴη . μὴ μὲν δὴ κελάδοντος ἀπ ' Ὠκεανοῖο φέροιτο Ἀστραίη κούρη σταχυηφόρος : ἦ
4944987 ἀειρας
καὶ αἵματος : Ἀμφίνομος δὲ ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο φώνησέν τε : “ χαῖρε
γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος ὑψόθι γαίης , κόλποισιν θέτο θῆρα καὶ
4944837 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
4942919 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
4938885 ποσιν
προσεπέλασαν . σημαίνει καὶ τὸ ἐπληροῦντο . ποδάρκης ὁ τοῖς ποσὶν ἐπαρκούμενος , ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς συμμάχοις ἐπαρκῶν ,
ψεύσματα . ἀναρριχώμενοι , ἀναλαμβόμενοι : πρὸς ὕψος ἀνερχώμενοι : ποσὶν ἢ χερσὶν , ἐπὶ τύχων ἢ δένδρων Ἀριστοφάνης εἰρήνη
4934285 δεδορκως
μόνων μίαν , μόνην , ἔρημον , μετακυμίοις ἐχομένην ὀξὺ δεδορκὼς μιᾷ βολῇ κατεῖδε τὴν ναῦν , οὕτως δεῖ τινα
, μετανοεῖν ἔοικε κακόν τι ποιήσας ἢ ἰδών . ἐὰν δεδορκὼς τοῖς ὀφθαλμοῖς , ταῦτα προβουλεύει κακὰ μᾶλλον ἢ μετανοεῖ
4930263 ηπ
! [ [ ] ! ευ [ [ ] ! ηπ ? [ ! ] ! ! ? [ [
κείσθω τῇ με ἴση ἡ θη , καὶ ἐπεζεύχθωσαν αἱ ηπ θρ : ἐπεὶ οὖν ὁμοία ἡ ρπ περιφέρεια τῇ
4905471 μολειν
ἔτι δῆτ ' ἔχεις ἄνω βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις
: οὐδ ' ἀναιμάκτωι χερὶ ἥξω πρὸς οἴκους πρὶν φάος μολεῖν χθόνα . Θυμβραῖε καὶ Δάλιε καὶ Λυκίας ναὸν ἐμβατεύων
4904776 εων
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] εων ? ἐπιδευέα κηδεμονήων [ ] τοῖς [ ! !
τει [ ] ψυχει ε [ ] [ ! ] εων : λέγομεν οὖν [ ] [ ! ! ]
4901400 ἀπυ
ἄγι ταῦτα [ ! ! ] ζάλεξαι , κἄμμ ' ἀπὺ τωδεκ [ ! ] δρα χάρισσαι : στείχομεν ]
? ! [ [ ] ι ? γάρ μ ' ἀπὺ τὰς ἐ ! [ [ ὔμως ] δ '
4899230 ἐξαπινης
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν
4898799 πεσεν
τυτθὸν ἐπέχραε δέρμα βοείης . Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης
, τὸ δ ' [ ἄπνοον ] ὑψόθι σῶμα οὐ πέσεν , [ ἀλλ ' ἐπέμεινε ] ? ? ?
4895329 ἐσειδε
' ἐξέπνευσαν ἄθλιον βίον . μήτηρ δ ' , ὅπως ἐσεῖδε τήνδε συμφοράν , ὑπερπαθήσας ' ἥρπας ' ἐκ νεκρῶν
. Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε , σοί
4892577 αις
ἔλθῃσι καὶ τὸ λάβῃσι , καὶ ταῖς δοτικαῖς ταῖς εἰς αις ληγούσαις τὸ ι μόνον , οἷόν ἐστι τὸ θύρῃσι
. . [ ] ! μαπ [ [ ] ! αις [ [ ] ! τον [ . . .
4888382 θαι
φημὶ τοῦ τέτυπται , τρέπον τὸ ἐπὶ τέλους ται εἰς θαι καὶ τὸ π εἰς φ : εἶτα καὶ τὸν
ηεν ! ? ἄνευ τῆς του ! [ [ ] θαι . ὅτι δὲ ἡ Ἀφροδίτη [ [ ] !
4886595 ἐπιλαθεται
τῶν δυσφόρων ἐφίῃ ; Νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται : ἀλλ ' ἐμέ γ ' ἁ στονόεσς '
ἐκ δακρύων καταλείβεται ἁμετέροισι δόμοις : ὁ θανὼν δ ' ἐπιλάθεται ἀλγέων . ὡς ἡδὺ δάκρυα τοῖς κακῶς πεπραγόσιν θρήνων
4885895 μακρην
ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν , ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν : ἐκ δέ οἱ
, βοόωσι δὲ πάντοθεν ἄκραι πόντου ἐρευγομένοιο ποτὶ χθονὸς ᾐόνα μακρήν . Ὣς ἥ γ ' ἑσπομένη Δαναῶν ἐδάιζε φάλαγγας
4881380 νηπιαχον
. Ξ , . . οὐδ ' ἐλεαίρεις παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ ' ἄμμορον : ἡ διπλῆ , ὅτι
χεῖρας ἄτερ τόξου , πότνια , νισσομένη . Ἄρτεμι , νηπίαχον δὲ καὶ εἰσέτι παῖδα Λέοντος νεῦσον ἰδεῖν κοῦρον γυῖ
4876770 ὀμμ
δράσηις τάδε . ὁρᾶις ἄβουλος ὡς κεκερτομημένη τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὄμμ ' ἀναβλέπει σὴ πατρίς ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν
γάμοις . πότερα δὲ νύκτωρ ς ' ἢ κατ ' ὄμμ ' ἠνάγκασεν ; ὁρῶν ὁρῶντα , καὶ δίδωσιν ὄργια
4876551 δεξιτερον
μετώπῳ Ταύρου βεβλέαται . Λαιοῦ δὲ κεράατος ἄκρον καὶ πόδα δεξιτερὸν παρακειμένου Ἡνιόχοιο εἷς ἀστὴρ ἐπέχει , συνεληλάμενοι δὲ φέρονται
ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ ἔλυσεν .
4875719 αἰζηος
συλλαβὰς . . . . . τῷ Η παραληγόμενα τὸ αἰζηός ἐστὶν ὀξυνόμενον . τὸ γὰρ παληός καὶ ἀρχῆος κατὰ
αἰετός , ὅθεν ἀναλογώτερον οὕτως Ὠρίων . . . . αἰζηός : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ Αἰτωλός , γράφεται δὲ τὸ
4873482 προτερην
ἔμπεδον αὔτως εἰσόκε τις χειρός μιν ἀνειρύσῃ παριόντων αἰδεσθεὶς ὄπιδα προτέρην πολιοῖο γενείου . ὣς ἐν γῇ λελίαστο σακεσπάλος Ἰφικλείης
καλῶς , ἢν ἀπέλησθε ἡμέας ; Ἐπὶ τίνα δὲ τῆσδε προτέρην στρατευσόμεθα πόλιν ; τίνα δὲ προτέρην ἀνδραποδίζεσθαι πειρησόμεθα ;
4871570 οις
! ! ! ! ! ! ! ! ! ! οις καὶ ὅλοις ? γένεσι ! ! ! οἰκειωτικαί :
ως κῆνοσεβολ [ [ ] μοῖρα κατέσκεθε [ [ ] οις ? ἠμενεπε ! [ [ ] ων Ζεῦσυπε !
4868826 αἰψα
ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς δινεῖται : ταὶ δ ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν σύμπεσον ἀλλήλαισι , καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
τοῖο λίθοιο , τί τοι πλέον οὐρανιώνων φθέγγωμαι ; τῶν αἶψα καὶ ὑψόθι περ μάλ ' ἐόντων ἦτορ ἐπιγνάμπτει καὶ
4864543 γεραιαν
ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα , καὶ τὴν γεραιὰν μητέρ ' Ἀλκμήνην πατρός . ὦ δυστάλαινα τοῦ μακροῦ
: τί χρῆμα ; καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων : μητέρα γεραιὰν βωμίαν ἐφημένην ξένας θ ' ὁμοῦ γυναῖκας οὐχ ἕνα
4854190 ἐξελκων
βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος , αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην , δύστηνον ἐξέλκων πόδα , πρὸς τοῦτ ' ἄν : εἴ τ
τὸν ἐγγὺς ἱππέα καὶ ὧδε ἀπέκτεινεν . ἕτερον δ ' ἐξέλκων ἐς τὸν βραχίονα ἐτρώθη καὶ ὑπεχώρησεν ἐκ τῆς μάχης
4847205 μογεοντες
πάντα θεμείλια κύμασι πέμπε φιτρῶν καὶ λάων , τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί , λεῖα δ ' ἐποίησεν παρ ' ἀγάρροον
Ὑδροχόῳ καὶ Ἰχθύσι δὴν μενέουσι τειρόμενοι , χαλεπῇ δὲ κακηπελίῃ μογέοντες . ταῦτα Σεληναίης μούνης τούτοισιν ἐπούσης οἷς προέφην :
4845937 ἀψορρον
ἐμεῖο παρέσσεται , ἢν καὶ ὀπίσσω δή ποτε νοστήσας ἐθέλῃς ἄψορρον ἱκέσθαι : ῥηιδίως δ ' ἂν ἑοῖ καὶ ἀπείρονα
νυχίων ἀπὸ δείματα πέμψεν ὀνείρων , αὐτίκ ' ἔπειτ ' ἄψορρον ἀπέστιχε , τοὺς δ ' ἅμ ' ἕπεσθαι χειρὶ
4842691 ἐβα
ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν ' ἀνδρῶν . χρόνωι δ ' ἔβα Πυθίαις ἀποστολαῖσιν Οἰδίπους ὁ τλάμων Θηβαίαν τάνδε γᾶν τότ
ἄλοχον πάιδάς τε φίλους , ὃ δ ' ἐς ἄλσος ἔβα δάφναισι κατάσκιον ποσὶν πάις Διός . καὶ Ἀντίμαχος δ
4837841 βαθυν
βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων ἕλκοις , ἀντὶ τοῦ ἕλκε τὸν ἰὸν μετὰ
οἷον ἐλαιηραὶ στάγες ὕδασιν ἐμφορέοντο . Ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσεπέρησαν , ὅς τ ' εἰς Ἠριδανὸν μετανίσσεται
4837131 νο
. . . . . . . Ζυγοῦ ιδ # νο μθ Ϛʹ δʹ ἀστέρες λζ , ὧν αʹ μεγέθους
. . . . . . . Παρθένου ιϚ # νο ιβ ∠ ʹ γʹ ὁ ἑπόμενος αὐτῶν . .
4836572 ἱκεσθαι
βεβαρημένοι : οὐδέ τι ἴδμεν πῇ πλόος ἐξανάγει Πελοπηίδα γαῖαν ἱκέσθαι . ” Ὧς ἄρ ' ἔφη : ὁ δὲ
πόντου ῥίμφα τε κυανέῃσι βαρυνόμενοι νεφέλῃσιν , ἠλπόμεθα σκοπέλοισι Μελαινείοισιν ἱκέσθαι νῆα θοήν : Παιὰν δ ' ἄρ ' ἑκηβόλος
4835074 ἀνδροφονοιο
αἳ δ ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν ὑπ ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι : Διώνυσος δὲ φοβηθεὶς δύσεθ '
τοῦ ὁμοίως τέτακται . . οὐδ ' ἔτι φασίν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους σχήσεσθ ' , ἀλλ '
4835000 ἐγχος
Καλῶς ἔλεξας : ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ ; Κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι
[ [ ] φιλειπόλε - [ μο - ] καλὸν ἔγχος ? [ [ ] άων διά τ ' ὀγ
4834240 οἰκτρον
καὶ ἠχεῖ ἤχημα στονόεν , ἤγουν στεναγμοῦ γέμον τε καὶ οἰκτρὸν , καὶ στενάζουσι τὴν μεγάλην τε καὶ περιφανοῦς σχήματος
, ἀντὶ ἀγαθοῦ κακὸν ἢ ἀντὶ κακοῦ ἀγαθόν , οἷον οἰκτρὸν πατρὶ καὶ μητρὶ παίδων στερηθῆναι καὶ ἐρήμοις εἶναι τῶν
4833812 ἀητεω
' ὅτε δή ῥ ' ἐπὶ νηὸς ἔβαν , πρήσσοντος ἀήτεω ἂμ πέλαγος νοτίοιο , πόρους τ ' ἀπετεκμαίροντο λίμνης
, αὐλόν , ἀϋτήν , δειμαλέην μήρινθον : ἐπεὶ κελάδοντος ἀήτεω ταινίαι τ ' ἐφύπερθε διηέριαι κραδάουσι κινύμεναι πτέρυγές τε
4831913 εχ
! ! ! ! ! ! ! ἀγῶνας ] | εχ ? * | Μακεδον * . [ ἐπιχειρήσειν ]
! ! ! ! ! ! ] ! [ ] εχ ! ! ! [ ] ! ! [ ]
4826896 ἐτημελει
, Πυλάδης δὲ ἀφρόν τ ' ἀπέψα σώματός τ ' ἐτημέλει πέπλου τε προὐκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς , οὐκ ἐραστοῦ μόνον
ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . Οὕτως τι τἀπόρρητα δρᾶν ἐτημέλει . Γίγνωσκε τὸν ἄλεισόν τε καὶ τὰ γράμματα .
4826751 φαρμακωι
ἐπειδὴ τυγχάνω φρονοῦς ' ἐγώ , οὐκ ἔσθ ' ὁποίωι φαρμάκωι διαφθερεῖν ἔμελλον , ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν . λέξω
ταύτην τὴν ἡμέραν : ὥστε Κλεάρχου τοῦ τυράννου πολλοὺς ἀποκτείναντος φαρμάκωι καὶ πειρωμένου λανθάνειν , ὡς ἐγένετο συμφανές , τοὺς
4825448 ἐρ
Περσῶν βασιλείαν . οὕτως γάρ φησιν ἀνδρείαν αὐτὴν ἐν τοῖς ἔρ - γοις καὶ φοβερὰν γενέσθαι , ὥστε ποτὲ περὶ
. . . μεταξύ : Τραϊανὸς δὲ τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἔρ - γων ἐκούφιζε τοῦ πλήθους τὸν κάματον καὶ μεταξὺ

Back