δύο κινδύνους παρ ' ἐλπίδα πᾶσαν διαφυγών , λῃστηρίου καὶ ναυαγίου : ἐξελθὼν δὲ καὶ τὴν Χλόην ἐπὶ τῆς γῆς
εἰς τὸν αὐτὸν ὄλεθρον καὶ τοὺς ἑπομένους αὐτὸς ἐσώθη διὰ ναυαγίου , καὶ ἀπέλαβε δημοσίᾳ τὴν τιμὴν ὧν ἀπέβαλε φορτίων
7847637 ἀντεχου
φρόνει . ἔτι δὲ καὶ τῆς περὶ τὸν βίον κοσμιότητος ἀντέχου , καὶ πρᾶττε πάντα Φιλίππου μὲν ἄξια , Ὀλυμπιάδος
. τὸ δὲ ἐντελὲς τὸ ἔλυτρον . Γ ἔχ ' ἀντέχου παῖ : κράτει καὶ ἕλκε τοῦ δόρατος τὴν θήκην
7048975 αὐραν
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται
6595916 τεταγων
' ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε
παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐυπλοκάμοιο τιθήνης ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος
6560387 βηλου
ἐγένοντο ? : . . ? . ἀγήνωρ ? ? βήλου δὲ αἴγυπτος ἐγένετο καὶ δαναός : τινὲς στίζουσιν εἰς
ἐγένοντο ? : . . ? . ἀγήνωρ ? ? βήλου δὲ αἴγυπτος ἐγένετο καὶ δαναός : τινὲς στίζουσιν εἰς
6550115 συμπαραπλεοντος
βασιλέως στρατηγοὶ μετὰ πάσης τῆς δυνάμεως , καὶ τοῦ στόλου συμπαραπλέοντος προῆγον ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον . ὡς δ ' ἧκον
στρατιώταις ἀναζευγνύειν καὶ ταχὺ πάλιν ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Συρίαν , συμπαραπλέοντος αὐτῷ καὶ τοῦ στόλου παντός . Πτολεμαῖος δὲ μετὰ
6537272 μετεωρου
τῷ Κερδυλίῳ : ἔστι δὲ τὸ χωρίον τοῦτο Ἀργιλίων ἐπὶ μετεώρου πέραν τοῦ ποταμοῦ , οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Ἀμφιπόλεως
εἰσὶ πάντῃ μεταλαμβανόμεναι . Ἐὰν ἔν τινι ἐπιπέδῳ ἀπό τινος μετεώρου σημείου ἴσαι εὐθεῖαι προσπίπτωσι , κατὰ κύκλου ἔσονται περιφερείας
6533766 ἐθρισεν
σπάθηι . τοῦ ῥυσίου ] τοῦ ῥύσασθαι τοὺς Τρῶας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν . θἀμάρτια ] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας
Εὐριπίδης : ἴδετε παρ ' ἄκρας ὡς ἀπέθριξε τρίχας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν , ἀπέκειρεν . διπλᾶ ] ἤγουν αὐτοὶ
6486699 σχοινιων
που δὴ κρεῖττον ἢ πλεῦσαι πλέθρον . πλεῖς τὴν θάλατταν σχοινίων πωλουμένων ; Ἐν γῇ πένεσθαι μᾶλλον ἢ πλουτοῦντα πλεῖν
ἐκ προτόνων τοῦ ἀνέμου ταῖς πνοαῖς ἁπλώσας . Προτόνων : σχοινίων . τὰ δ ' ὄπισθεν : κατασκευάσας , τὰ
6411298 ὀχηματος
' ἄλλων οὔτις ὁρᾶτο . Κοινωνία γὰρ γίνεται τοῦ δαιμονίου ὀχήματος καὶ τοῦ τῆς ψυχῆς : ὅπερ δαιμόνιον ὄχημα ,
ἀντ ' αὐτοῦ δύο ἡμιόνους παράσχῃ . Σιδόνιος ἔπαρχος ἐπὶ ὀχήματος ὥδευεν . ἐπεὶ δὲ ἀτονήσασαι αἱ ἡμίονοι οὐκ ἠδύναντο
6408221 ἐνεχθεις
γῆς δένδρων , ἀλλ ' ὑπὸ φύσεως λογικῆς καὶ σπουδαίας ἐνεχθείς . παρὸ καὶ ἡ τεκοῦσα αὐτὸν φύσις ” στῆναι
, ὑπὸ τούτου μὲν ἀφεθείς , ὑπ ' ἐκείνου δὲ ἐνεχθείς : καὶ ὁ μὲν ἐτεθνήκει : τὴν γῆν δὲ
6406445 δεμνιων
ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς δὴ κορείαν ἄφθιτον πεπαμένη πρὸς γῆρας ἄκρον
κρατοῦσα τὸ δέμας . ἐλεδεμνὰς ] ἐλαύνων ἐμὲ ἐκ τῶν δεμνίων καὶ οὐκ ἐῶν καθεύδειν φόβον ἐμβάλλων . θ ἑλεδεμνὰς
6402164 καραι
ὕπο . κόμιζ ' , Ὀδυσσεῦ , μ ' ἀμφιθεὶς κάραι πέπλους , ὡς πρὶν σφαγῆναί γ ' ἐκτέτηκα καρδίαν
] ὑπό . Ἐναγής , φησίν , ὢν ἐν τῶι κάραι αὐτοῦ ἕτερον μιάστορα λήψεται , καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ
6394383 ἐσκηψεν
ἐγένοντο . οὗτοι δὲ ἦσαν ἐξαίρετοι οἱ ἐν Κιθαιρῶνι . ἔσκηψεν ] ἐπῆλθεν . φάος ] ἤγουν πυρσός . ἐπ
] [ δίκην Ποσειδῶν , ἐς δ ' ἔμ ' ἔσκηψεν [ τάδε . κἄπειτ ' ἀυτεῖς καὶ σὺ μαρτύρηι
6356653 ἐπιλαβοι
πάσης ῥάχεως : βέλτιον δέ , εἰ καὶ τῆς κεφαλῆς ἐπιλάβοι τὸ κατάπλασμα . ἐπὶ δὲ πλευριτικῶν καὶ περιπνευμονικῶν ἐν
, ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέραν τρικυμίαν : ναυαγίου δ ' ἂν ἐπιλάβοι ' : ἐγὼ δ ' ἅπαξ ἁψάμενός εἰμι καὶ
6335949 θυειας
] [ ἕτερον ] ? κατεσκεύασαν στέφανον καὶ ἀντὶ τῆς θυείας [ ] ἔθηκαν , ἀποπεσόντα ? δ ' αὐτὸν
κατημαξευμένης 〛 , ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κώνειον διὰ θυείας τρίβεσθαι . ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον : 〚 πήγνυσι
6325037 πρωρης
μάχην . πανυπείροχοι : πολυμεγάλαι . Ἀντίβολον : ἔμπροσθεν . πρώρης : τῆς . μετωπαδόν : ἐξ ἐναντίας . ἐγχρίμπτονται
σφιν ἄρ ' ἐρήτυεν μεμαῶτας , δὴ τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ
6325001 δαϊδων
, κομήτην ζωογόνοις ἀκτῖσιν : ὅθεν περίφοιτος ἀλήτης πυκνὰ πολυσπερέων δαΐδων ἀμάρυγμα τινάσσων κῶνος ἀερσιπότητος ἐλαύνεται ὀξέϊ παλμῶι , ἧιχι
ἄρ ' Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων . αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι
6312190 ἀπηλοιησεν
τοῦ σ ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς : καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς
εἰληλούθει . ἀμφοτέρω δὲ τένοντε καὶ ὀστέα λᾶας ἀναιδὴς ἄχρις ἀπηλοίησεν : ὃ δ ' ὕπτιος ἐν κονίῃσι κάππεσεν ἄμφω
6309715 πρυμνηθεν
καθάπερ ὑμεῖς ἄνω καὶ κάτω τῆς πόλεως ἰοῦσαι . θ πρύμνηθεν ] ἀπὸ τῆς πρύμνης . θ εὗρε ] ἐπέτυχε
τευχήρεις , ποτὶ δὲ ζυγὸν ἷζον ἕκαστος . Τῖφυς δὲ πρύμνηθεν ἐπήπυεν ἠδ ' ἐκέλευε κλίμακα νηὸς ἔσω ἐρύσαι ,
6303281 πηδησασα
τ ' ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον
: πήδημ ' ἐς Ἅιδου : ἀντὶ τοῦ : ταχέως πηδήσασα ἐν τῷ Ἅιδῃ : τὴν πόρρωθέν μου καὶ ἀπροσδόκητον
6301066 σκινακος
κοιμᾶσθαι βλέποντος , καθάπερ καὶ ὁ λέων καὶ ὁ ὄφις σκίνακος δερκευνέος ἢ ἀπὸ νεβροῦ ] τοῦ σκιρτητικοῦ λαγωοῦ τοῦ
ὑπὲκ φάρυγος χεύῃ παναεργέα δόρπον . πολλάκι δ ' ἢ σκίνακος δερκευνέος ἢ ἀπὸ νεβροῦ πυετίην τμήξαιο πόροις δ '
6282270 Κραναην
αἰγείοισι : μηλείοις . ἀρηρότος : ὄντος , ἔχοντος . Κραναήν : τραχεῖαν . Πολιοῖο : λευκοῦ . Χηλῆς :
. Θαρσαλέῳ : ἀλλὰ τῷ . ἀταρβέα . ἄφοβον . Κραναήν : σκληρήν . Ἀναπλώει : ἔρχεται , περιπλέει κουφιζομένη
6278395 σμινυην
[ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . ! ! ] λ '
ὦ Ξανθία ] πρός τινα δοῦλον . δοῦλος αὐτοῦ . σμινύην ] ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος :
6271984 κρυφθεις
Ἀζειῶται βέβηλος μάσθλης βιοτῆς μὲν γὰρ χρόνος ἐστὶ βραχύς , κρυφθεὶς δ ' ὑπὸ γῆς κεῖται θνητὸς τὸν ἅπαντα χρόνον
μὲν ταύτην τὴν γῆν πιανῶ , ἐπὶ τῆς πολεμίας γῆς κρυφθεὶς μάντις . κεραυνῷ γὰρ σχισθεῖσα ἡ γῆ ἔλαβεν αὐτόν
6268851 κατεπεσε
ἐθαύμασα ἐπὶ ἐπιληπτικοῦ , πῶς πυκνῶς λαμβανόμενος ὁ ἄνθρωπος οὐκέτι κατέπεσε . δίδου δὲ οὐγ . βʹ ἢ γʹ .
τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [ καὶ ] λιποθυμήσας κατέπεσε . Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης φιλούσης καὶ
6268256 πασσαλου
καὶ τὰς παρασπάδας καὶ τὰ μοσχεύματα μεταφυτεύεσθαι . ἀπὸ δὲ πασσάλου καὶ κλάδων φυτεύεται ἀμυγδαλῆ , ἀππιδέα , συκάμινον ,
. Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν τοῖς ψυχροτέροις καὶ ὑγροτέροις τόποις .
6250647 φελλεως
ἔφην : “ ὅταν μὲν οὖν τὰς αἶγας ἐκ τοῦ φελλέως , ὥσπερ ὁ πατήρ σου , διφθέραν ἐνημμένος ”
εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι
6236342 ἀντιαν
ὅκκα τὰ φερόμενα ἀπαντιάξαντα ἀλλάλοις συμπέτηι : τὰ μὲν οὖν ἀντίαν φορὰν φερόμενα ἀπαντιάζοντα αὐτὰ αὐτοῖς συγχαλᾶντα , τὰ δ
ἐπὶ λαγόνα καὶ κατὰ τῆς ἑτέρας κλειδὸς ὑπὸ μασχάλην , ἀντίαν δὲ λοξὴν καὶ κατὰ κλειδὸς καὶ θώρακος ἐπὶ λαγόνα
6227736 βαλλομενος
τῆς Ἡμέρας ἐπὶ ταῖς παρουσίαις ἐφαιδρύνετο , ἀπιούσης δὲ ἀνίᾳ βαλλόμενος πένθιμον ἐπέστενεν καὶ μόνος ἐκ λίθων ἡδονῆς καὶ λύπης
τῶν πυλῶν ἐπὶ Ἄλβην πόλιν ὡς μεταπείσων τοὺς ἀποστάντας . βαλλόμενος δ ' ἀπὸ τοῦ τείχους ἀνέστρεφε καὶ τοῖς ἄλλοις
6221195 χαμευνας
' , ὅς ' ἔμελλε τυχεῖν , ὕπνωι κατὰ δνοφερὰς χαμεύνας ἔφραζον : Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον
. στιβάδας : ἐπεὶ οἱ στρατιῶται χαμαικοιτοῦσιν . στιβάδας ] χαμεύνας . ἀναγράφεται ὁ Φορμίων δυσὶ ναυμαχίαις νικῆσαι Λακεδαιμονίους στρατηγήσας
6214753 δειπνησων
αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ
αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων
6213580 λαμπομεναων
τοῦ ἀπὸ τῶν [ πρεσβυτάτων ] , ὡς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων [ ] οἱ πολέμιοι ἐσβάλοιεν : ἀντὶ τοῦ ἐσέβαλλον
ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις :
6210300 κολεου
εἴσω τῶν βασιλείων παρῆλθε , καὶ τρὶς θελήσας ἐξελκύσαι τοῦ κολεοῦ τὸ ξίφος ἀπετρέπετο καταπεπληγμένος : ἑώρα γὰρ ἐξαίφνης γυναῖκα
τὴν [ ἔφοδον ] ? σπασάμενος ἐκ [ τοῦ ] κολεοῦ καὶ ? ? λαθών : ἡ δὲ [ ἐπιβλέψασα
6198921 ἀισσων
ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως πεδόθεν †
ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως παιδόθεν φυλάσσει
6195156 ὁλμου
ἀροῖ : ἐπὶ τῶν εὖ καὶ καλῶς γεωργούντων . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων ἔκ τινων ἐνυπνίων
μυλοειδεῖ . * μυλόεντι : ἢ λιθώδει * θυείης : ὅλμου λίθου τοῦ ἰγδίου ἰγδίου * ἐν : σὺν οἷς
6193006 τηκομαι
οὖσαν γενομένην . ἇς ὑπὸ . ὑφ ' ἇς * τήκομαι ἀντὶ τοῦ λείβομαι : ὡς ἐκ πέτρας ἐκ πηδῶσα
ἀναπιδύουσα : ὅ ἐστι πηδῶσα : τὸ δὲ ἑξῆς : τήκομαι ὡς λιβὰς πιδακόεσσα ἣν πετρίνην - εἶπεν διὰ τὸ
6167642 ὠρεξατο
καλάμω δὲ πλάνον κατέσειον ἐδωδάν . καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο : καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις πᾶσα κύων † ἄρτον
περ ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο . Ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν οὐδ ' ἔλαβε : ψυχὴ δὲ κατὰ
6153151 ῥειθρου
. ἐπεὶ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ εἶδον ἔξω τοῦ γνησίου ῥείθρου τὸν Τέβεριν ὑπὸ χειμώνων συνεχῶν ἐκτετραμμένον εἰς τὰ πεδία
. ἡ δὲ μέχρι μέν τινος ἐνήχετο , ἔπειτα τοῦ ῥείθρου κατὰ μικρὸν ὑποχωροῦντος ἐκ τῶν περὶ ἔσχατα λίθου προσπταίσει
6137962 βαθυτατον
. τῷ Οἰδίποδι ξυνετόν : ἄλλως : συνετόν τινες τὸ βαθύτατον . μέλος τὸ αἴνιγμα εἶπεν , ἐπεὶ μετὰ μέλους
ἀναγκαῖα ἀφέλῃς μηδὲ εἰς φῶς ἀναγαγὼν τηλαυγέστατον ἐξ ὑπαρχῆς εἰς βαθύτατον σκότος ῥίψῃς . ἐξίσταμαι | τῶν λαμπρῶν ἐκείνων ,
6137593 τεγγων
δορὸς κλασθὲν πέτευρον , νερτέρων κειμήλιον , Αὔσιγδα Κινύφειος ᾗ τέγγων ῥόος νασμοῖς λιπαίνει . τῷ δὲ Νηρέως γόνῳ Τρίτωνι
δὲ φόρτον ταῖσδ ' ἔχων χρείας ἐμῆς Ἄδραστος ὄμμα δάκρυσιν τέγγων ὅδε κεῖται , τό τ ' ἔγχος τήν τε
6131876 κοιμησομενος
καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη . καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα
ψυχῆς ἐστι κεφαλή . ποιεῖ δὲ τοῦτο πρόφασιν μὲν ὡς κοιμησόμενος , τὸ δ ' ἀληθὲς ὡς ἀναπαυσόμενος ἐπὶ λόγῳ
6129600 ἐμβληθεις
Σωκράτης κάθηται καὶ τὸν Πλάτων περιπατεῖ , ὁ καί σύνδεσμος ἐμβληθεὶς μέσος ὥσπερ συνδεῖν δι ' ἑαυτοῦ μέσου καὶ ἑνοῦν
ὁ Κύκνου διαβληθεὶς ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ὡς πειράσας αὐτὴν καὶ ἐμβληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς εἰς λάρνακα , ἐσώθη διὰ τῆς
6126763 Γυλιππος
, οἱ δὲ κωλύειν . ἐν τούτῳ δ ' ὁ Γύλιππος τῶν ἐν τῷ Πλημμυρίῳ Ἀθηναίων πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπικαταβάντων
ὁμήρους , ἕνα κατὰ τάλαντον . οἱ δὲ Συρακόσιοι καὶ Γύλιππος οὐ προσεδέχοντο τοὺς λόγους , ἀλλὰ προσπεσόντες καὶ περιστάντες
6119406 ξυνθηματος
εἴσω τῶν πολεμίων ἐτύγχανον προελθόντες , τότε δὴ δοθέντος τοῦ ξυνθήματος ἐκδραμόντες οἱ Φράγγοι ἐσβάλλουσιν ἀθρόον ἐς αὐτοὺς ἀτάκτως τε
. καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς ἀποχωροῦντας τῶν βαρβάρων τραπόμενοι ἀπὸ ξυνθήματος , πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ ἀπέκτειναν ,
6117750 μιμνων
Προπεσών : πεσών . μίμνων : περιμίμνων , περιμένων , μίμνων τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς .
ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . τότε δ ' αὖτις ὑπὸ
6116720 ἀιδρις
, δύστηνε , δι ' ἀκρίας ἔρχεαι οἶος , χώρου ἄιδρις ἐών ; Ταῦτα πρὸς αὑτὸν ἐλάλησεν Ὀδυσσεὺς μετανοοῦντι λογισμῷ
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς , αὐτὸς δ ' ἀπαλήσεται ἄλλῃ χώρου ἄιδρις ἐών : οἳ δ ' ὀτραλέως ἐνόησαν , ἐσσυμένως
6116570 στεγους
. , συντριβῶ τὸν τράχηλον . πεσών ] ἐκ τοῦ στέγους , καταπεσών . οὗτος ] ὦ . φίλε σύ
γεγώς , ποθεινὸν εἰδὼς κτῆμα τοῦτο τοῖς βροτοῖς , διὰ στέγους ῥεύσειεν ἐν χερσὶν κόρης . ἣ δ ' ἀγνοοῦσα
6116349 ὁδευσας
ὠμότητα καὶ διὰ τοῦτο ἀποστάντων αὐτὸς διὰ τῆς ἐρήμης Ἀραβίας ὁδεύσας ἧκεν εἰς Μέμφιν . ἔτυχον δὲ Αἰγύπτιοι τὸν Ἆπιν
. τῆς δ ' ἂν ἴδοις προτέρω , νοτιώτερον οἶμον ὁδεύσας , Ἀραβικοῦ κόλπου μύχατον πόρον , ὅστε μεσηγὺς εἱλεῖται
6115177 στορεσας
' , ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ : τὴν δ ' ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα σπεύδων σπεύδοντί ποθ
ἔφην δαμασθῇ . . ἀτέραμνον ] σκληρὰν καὶ ἄκαμπτον . στορέσας ] μαλακίσας καὶ καταβαλών . . ἀριθμόν ] γράφεται
6114771 ἐπληξε
ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε * κώλοις : μέλεσιν τάρταρον δὲ τὸν βυθὸν ἐνθάδε
ἀπολαβεῖν , ἐπειδὴ παρὰ φύσιν ἦν αὐτῇ τὸ αἰωρεῖσθαι , ἔπληξε δὲ παριόντα τὸν ἄνθρωπον . ἔστι μὲν οὖν καὶ
6101162 κυβερνητηρα
παρὰ Νεῖλον ἔστησαν βορέαο κακὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ἦμος ἀποψύχοντα κυβερνητῆρα Κάνωβον Θώνιος ἐν ψαμάθοις ἀθρήσατο : τύψε γὰρ εὐνῇ
] ἐπιμάρτυρα πᾶσι φυλάσσεις [ ] [ Ζῆνα ] γιγαντοφόνοιο κυβερνητῆρα χορείης [ . ] [ Ζῆνα γὰρ ] αὐτὸν
6093981 βεβρωκα
δ ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται . ἀπὸ τοῦ βρῶ βρώσω βέβρωκα , ὁ παθητικὸς βέβρωμαι , τὸ δεύτερον βέβρωσαι καὶ
ἀπωμάστῳ καὶ τῷ λίπει πνιγόμενος ἐκπνέων τ ' ἤδη “ βέβρωκα ” φησί “ καὶ πέπωκα καὶ πάσης τρυφῆς πέπλησμαι
6087979 ὀρθριος
τε , τροπὴ δὲ τοῦ ἀέρος , τὴν τρίτην Λύρα ὄρθριος ἀνίσχει , καὶ τετάρτην πέμπτῃ τε Λύρα σύνεγγυς Ἡλίῳ
. τὸν ὄρθριον νόμον : Οὕτω καλούμενος νόμος κιθαρῳδικὸς ὁ ὄρθριος . τὰ κηρία : Ἴσως τοὺς κηρῶνας λέγει .
6087292 κορυνης
γὰρ Περιφήτην τὸν Ἡφαίστου καὶ Ἀντικλείας , ὃς ἀπὸ τῆς κορύνης ἣν ἐφόρει κορυνήτης ἐπεκαλεῖτο , ἔκτεινεν ἐν Ἐπιδαύρῳ .
λέγ ? ' α ! ! ! ἐκ ? ? κορύνης ? ? [ οἴζομαι ? ? ? ? λαριμ
6080854 ὑποδεδεμενος
. Τερπομένοις δὲ αὐτοῖς ἐφίσταται πρεσβύτης σισύρας ἐνδεδυμένος , καρβατίνας ὑποδεδεμένος , πήραν ἐξηρτημένος , καὶ τὴν πήραν παλαιάν .
χρυσοῦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων καὶ σκῆπτρον κρατῶν κρηπῖδάς τε ὑποδεδεμένος περιῄει μετὰ τοῦ θείου χοροῦ . καὶ ἐπιστέλλων Φιλίππῳ
6080348 χηραμου
τὸν σίδηρον ἐκ τοῦ τραύματος , καταρρεῖ πάλιν ἐκ τοῦ χηραμοῦ τὸ ξίφος ὅσον τῆς κώπης ἀνακουφίζεται τὸ μετέωρον καὶ
ὡς δ ' ὅτ ' ἐρημαῖοι , πεπτηότες ἔκτοθι πέτρης χηραμοῦ , ἀπτῆνες λιγέα κλάζουσι νεοσσοί , ἢ ὅτε καλὰ
6070754 ἀνεπεσεν
οὐκ ἔχεις γάρ . ” Εἰσβαλὼν δὲ πάλιν ὁ Ξάνθος ἀνέπεσεν . τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος καὶ ἤδη τοῦ Ξάνθου
ἁγνῷ βάθρῳ βεβῶσαν : ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῖσα ἀνέπεσεν ὑπτία , καὶ ἅμα ἠναγκάσθη εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς
6069459 κλυζεσθαι
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πέμψας , δηλονότι τὸν ὄλβον , οὕτως κλύζεσθαι ἐποίησεν ὑπὸ τῶν ἀστάτων ἔργων ὡς ναῦν ἐν κύμασι
αὗται μὲν οὖν ἐπὶ πλέον περιέχονται τοῖς ἕλεσιν ὥστε καὶ κλύζεσθαι . Ὀπιτέργιον δὲ καὶ [ Κωνκορδία ] καὶ Ἀτρία
6058957 λυχνου
λιποφεγγέα νυκτὸς ὀμίχλην Ἡρώ , λύχνον ἔφαινεν . ἀναπτομένοιο δὲ λύχνου θυμὸν Ἔρως ἔφλεξεν ἐπειγομένοιο Λεάνδρου . λύχνῳ καιομένῳ συνεκαίετο
λίθον τις λαβὼν ἔκρουσε τὸν λυχνοῦχον . ἀποσβεσθέντος δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ '
6048086 Ἐρυμανθου
βωτιάνειρα καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη . ἔνθεν ἀνερχομένοιο παρ ' εἰαμενὰς Ἐρυμάνθου Σπάρτην καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν
ἤπειρον . Ψωφιδίοις δὲ καὶ παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ ναός ἐστιν Ἐρυμάνθου καὶ ἄγαλμα . ποιεῖται δὲ πλὴν τοῦ Αἰγυπτίου Νείλου
6043056 γναθμοιο
: ἡ δ ' ἀντίη ἵστατο παιδός καί μιν ἄφαρ γναθμοῖο κατασχομένη προσέειπεν : “ Τίπτ ' ἐπιμειδιάᾳς , ἄφατον
δ ' ἐπὶ Νῖρον ὄλεσσε βαλὼν ἀνὰ δηιοτῆτα δουρὶ διὰ γναθμοῖο , πέρησε δ ' ἀνὰ στόμα χαλκὸς γλῶσσαν ἔτ
6038716 νηματος
τὸ ” βῦσαι “ , ὅ ἐστι πληρῶσαι . ” νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον “ : κεῖται καὶ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις .
Πολύβοιο δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς
6030081 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
6029996 δρομαιος
ὁ δὲ Φιντίας ἀνελπίστως ἐπὶ τῆς ἐσχάτης τοῦ χρόνου ῥοπῆς δρομαῖος ἦλθε , τοῦ Δάμωνος ἀπαγομένου πρὸς τὴν ἀνάγκην .
Πέλλη Πελλαῖος : ὧρα ὡραῖος : θύρα θυραῖος : δρόμος δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ
6024920 δακτυλιου
κτήματος , θεοσεβείας , διὰ τριῶν ἐνεχύρων ἢ συμβόλων , δακτυλίου , ὁρμίσκου , ῥάβδου , βεβαιότητα καὶ πίστιν ,
, καὶ ἀρτηρίας λαμπρύνει . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς φλεγμονὴν δακτυλίου καὶ ῥαγάδας καὶ πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ
6023318 ἀνοιγομενων
καρκίνῳ ἢ ὥστε τὸν μοχλὸν ὑπωθεῖσθαι ἐπικλειομένων τῶν πυλῶν καὶ ἀνοιγομένων : τὸν δὲ καρκίνον ἐσκευάσθαι , ὅπως ὑπὸ τὴν
νυκτὸς φέρειν τὰ λαμβανόμενα . νυκτὸς οὖν αὐτῷ τῶν πυλῶν ἀνοιγομένων , συνθέμενος Ἀννίβᾳ καὶ στρατιώτας λαβών , τοὺς μὲν
6023106 δωματος
μήτηρ κινεῖ κραδίαν , κινεῖ δὲ χόλον . σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω καὶ μὴ πελάσητ ' ὄμματος ἐγγὺς μηδὲ προσέλθητ
πύραν μεγίστην ἔγγυς τοῦ οἴκου κατασκευάσασα καὶ ἅψασα ἀπὸ τοῦ δώματος αὑτὴν εἰς τὴν πύραν ἔρριψεν . Ἄτοσσα . Ταύτην
6021665 φιλαρετος
: ἀπὸ γὰρ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἡδονῆς ἀποδιδράσκει ὁ φιλάρετος . ἀλλά τοί γε ὁ θεὸς τὴν φυγὴν οὐκ
ὑπερφυεστάτας προφητεῦσαι : τὰ μὲν γὰρ λεγόμενα καλὰ ὄντα ὁ φιλάρετος ὑπήχει θεός , τὰ δ ' ἐννοούμεναφαυλότερα γὰρ ἦνἔτικτεν
6018804 ἐκβας
ἕτερον πλοῖον , ἐπίνομεν . Καὶ ὁ μέν ἐστι φανερὸς ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν : ἐγὼ
νηστείας [ ! ! ! ! ! ! ] ου ἐκβὰς εὐσέβειας [ ἔξω ] ? οἴκων ᾔτει . [
6017070 αὐτοκλητος
συμβολὴν τῆς μάχης ὑπευλαβούμενος . Καταλαμβάνει δὲ Κότταν σπουδῇ πολλῇ αὐτόκλητος ὁ Τριάριος , καὶ Μιθριδάτου ὑποχωρήσαντος εἰς τὴν πόλιν
αἱμάτων ἄγος ἐπαίροντα . προσδρακεῖν ] λείπει ὁ καί . αὐτόκλητος ] αὐτὸς αὑτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι τὸν ναόν
6016684 κλυδωνιου
ἡσυχίᾳ . εὐδίᾳ ] + ἤγουν ἐκτὸς ταραχῆς γέγονεν . κλυδωνίου ] τῆς προσβολῆς τῶν πολεμίων καὶ τῆς ἐκ τούτων
, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι : καὶ κλυδωνίου γενομένου ἐρωτᾶν , εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων
6013686 κνεφαλλον
καὶ νὴ Δί ' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ
μέντοι καλουμένη λυχνὶς ἀνθήλη ἐκαλεῖτο . εἰ δὲ καὶ τὸ κνέφαλλον μὴ ἐπὶ τοῦ τυλείου τις ἀκούειν βούλοιτο , ὥσπερ
6010849 νοτις
ἐπεμβαίνει γύαις : σιτοφόρα : καλλιπόταμος ὕδατος : ἡ καλλιπόταμος νοτὶς τοῦ ὕδατος τῆς Δίρκης . Δίρκη δὲ ποταμὸς Θηβῶν
ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονὴν κόλλα γάρ τίς ἐστιν ἡ μεμετρημένη γλυκεῖα νοτὶς τῶν διεστηκότων καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ παντάπασιν ἀφαυανθεῖσαν αὐτὴν
6010151 τεγους
νωθρὸν ἐπαντέλλων ἢ καὶ κατέναντα δοκεύων , ἐξ ἕδρης πιναροῖο τέγους ξυνῆς τ ' ἀπὸ δήμου εὐνῆς ἀνστήσαντες ἄγοντ '
ἀλλὰ τὴν γυναῖκα τοῖς σφαγεῦσιν ἡγουμένην ἔρριψεν ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ τέγους . Φούλβιον δὲ ἐς θεραπαίνης φυγόντα παλλακευθείσης τε αὐτῷ
6009380 ἁλμυρου
τὰ ὕδατα ἁλίζονται ἤγουν συναθροίζονται , εἴτε ἐπὶ τούτου τοῦ ἁλμυροῦ , ὃ ἡ συνήθεια λέγει τὸ ἅλας οὐδετέρως ,
κεφαλὴν συμφέρει καὶ ἡσυχάζειν καὶ διαδέσμοις χρῆσθαι τῶν ἄκρων . ἁλμυροῦ δ ' ὄντος καὶ δριμέος τοῦ ῥεύματος , ἐγχέοντα
6009215 ἐκρεμω
χρύσεον ἄρρηκτον ; σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν ἐκρέμω : ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον , λῦσαι
σε πληγῇσιν ἱμάσσω . ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω ,
6008752 οἰστος
: ἀπὸ τοῦ οἴω ὃ σημαίνει τὸ φέρω : γίνεται οἰστός : καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ , ὑποιστὸς , καὶ
καὶ τὰ τοῦ τόξου μέρη , κέρας καὶ νευρὰ καὶ οἰστός . τὸ αὐτὸ καὶ βέλος καὶ τόξευμα : Θουκυδίδης
5998637 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
5993069 ὀξειης
ταύρου χολὴν , ἢ νίτρον ξὺν μέλιτι , ἢ ῥοιῆς ὀξείης χοίνικα ξὺν μέλιτι καὶ ἀλήτῳ κριθίνῳ . Εἰ δὲ
κρυεροῦ θανάτοιο : τύμματα δ ' εἰναλίοιο πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ
5992975 ἐξηρτημενος
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ
5992259 χἀτεραν
γὰρ καθ ' Ἅιδην δύο τρίβους νομίζομεν , μίαν δικαίων χἀτέραν ἀσεβῶν ὁδόν : εἰ γὰρ δίκαιος κἀσεβὴς ἕξουσιν ἕν
ἐστ ' , ἢν μὴ δίκαια δρῶμεν . σκέψαι δὲ χἀτέραν ἔτι γνώμην . ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι . καὶ μὴν
5988795 ῥυμη
τυχεῖν . Ὦρος ὁ Μελήσιος . Λαύρα : ἡ πλατεῖα ῥύμη . οἷον : οὐδῷ ἐς λαύρην . παρὰ τὸ
εἶναι τοὺς κατεχομένους ἐξ αὐτῆς . Λαῦρα , ἡ πλατεῖα ῥύμη , παρὰ τὸ λίαν ἔχειν αὖραν . Λὶς ,
5984762 Θεντες
ὧν βρέγμα ἀνατρηθὲν δίχα θλίψεως ἐπιδῆσαι θέλομεν . ῥόμβος . Θέντες τὴν ἀρχὴν ὑπὸ τὴν ἀπαθῆ [ ἐπὶ ] μασχάλην
ὧν τοὺς μυξωτῆρας θέλομεν ἐπιδῆσαι . ἡμίρομβος ἐπὶ ῥινός . Θέντες τὴν ἀρχὴν ἐπὶ ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν λοξὴν μὲν
5982365 ναυτιλος
τοῦ ι γράφονται : Ζωΐλος : Καδμίλος : Τρωΐλος : ναυτίλος : βανδίλος : πενθίλος : ὀργίλος : Μυρτίλος :
, ταῦτα δ ' ἀμφότερα πολέμια πολύποδι . ὁ δὲ ναυτίλος καλούμενος , φησὶν Ἀριστοτέλης , πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν
5979854 τυπῃσιν
ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ
ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις ,
5978616 Τιριβαζος
λιθοτόμους ἀπέστειλαν , καί τινες ἄλλαι τῶν πόλεων παρεβοήθησαν . Τιρίβαζος δ ' ὁ τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν πεζῶν δυνάμεων
ἦλθον δὲ καὶ αἱ ἀπὸ Ἰωνίας , ὅσης ἐγκρατὴς ἦν Τιρίβαζος , συνεπληρώθησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς Ἀριοβαρζάνους , καὶ
5972243 πρηστηρος
κατά τι μέρος ἐκφαίνουσαν διὰ στομίου τὸ πῦρ ὥσπερ διὰ πρηστῆρος αὐλοῦ . καὶ τοῦτ ' εἶναι τὸν ἥλιον .
: ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ
5968249 ἀνυμφον
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς
5963998 καθαρωτατην
ἐπὶ μαρμάρου , καὶ ἔχε ξηρίον , καὶ λύσας μήνην καθαρωτάτην ἐν τῇ χώνῃ , βάλε ἐξ αὐτοῦ μέρος ἓν
τίνα , ὦ Τροφώνιε , καὶ σὺ τὴν ἀρτιωτάτην καὶ καθαρωτάτην φιλοσοφίαν ἡγῇ ; „ τὸ δὲ βιβλίον τὰς Πυθαγόρου
5962313 λαιλαπα
ἐκ δίης : οἷον : αἰθέρος ἐκ δίης ὅτε Ζεὺς λαίλαπα τείνει , ὅτε , φησίν , ὁ Ζεὺς μετὰ
ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον ὁμοῦ στεροπῇσι
5958877 νυσσαν
καὶ τοῦ ὀχὴ ἡ τροφή : τὸ δ ' εἰπεῖν νύσσαν ἀοιδῆς κέρδιστον ἀνθρώποις νόημα ἀττικὴ ἡ σύνταξις . κέρδιστον
ὡς ἀπὸ καμπτῆρος ὁμοίως ἐπὶ τὴν ἑκατοντάδα ἐπανέλθοιμεν ὡς ἐπὶ νύσσαν , ἔσται ἀριθμὸς ὁ τῶν μυρίων ἡ πεντωδουμένη μονάς
5955537 δερματιων
. κοσκυλματίοις ] ἤτοι κολακεύμασιν . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν δερματίων . κοσκυλμάτια γάρ εἰσι τὰ περιτεμνόμενα περιττὰ τμήματα ἀπὸ
” δερματικὸν ἂν εἴη λέγων ὁ ῥήτωρ τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγινόμενον ἀργύριον . Δερμηστής : Λυσίας ἐν
5952771 ἀκωκην
κάρη θείνοντες ἐς οὖδας ὠτειλὴν ἔρρηξαν , ἀποπτύουσι δ ' ἀκωκήν . Ἀλλ ' ὁπόταν καθέτοισι πελώριοι ἀμφιχάνωσιν ἰχθύες ,
γὰρ δὴ πέπρωτο μιγήμεναι αἵματι κείνου δυσμενέων στονόεσσαν ἐνὶ πτολέμοισιν ἀκωκήν . Αἴας δ ' οὐκ ἀλέγιζεν Ἀμαζόνος , ἀλλ
5952437 ἀχους
ἀλλὰ τότε μὲν ἱλαρᾷ τε καὶ εὐθυμουμένῃ , ὕστερον δὲ ἄχους τε πλέᾳ καὶ διατεθυμμένῃ . καὶ γὰρ αὖ πρὸς
τοῦ κακοποιοῦ , παρὰ τὸ ἄχος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἄχους τὴν βλάβην . Φωλεός . κυρίως ὁ σκοτεινὸς τόπος
5948792 ἀπομορξατο
: τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ ' ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε : “ ἦ με μάλ
Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι κόμης ἀπομόρξατο , τοῦ δὲ κατ ' ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην
5948190 Ἀλσος
σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . Ἄλσος δ ' ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον , εὕρομεν ἔνδον πορφυρέοις
ἀντολίην διαφαίνεται Ἄλπιος ἀρχή , . , . * . Ἄλσος : τὸ σύμφυτον χωρίον : παρὰ τὸ ἄλδω ἄλσω
5946479 ἐσταζεν
ἐν Κενταύροις διθυράμβῳ φησίν : πίσσα δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν , οἷον ἀπὸ . . . . λαμπάδων .
ἀφροσύνα τίκτει πολλάκι δυστυχίαν . πίσσα δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ ! ! !
5945923 Λερνης
' πολακτίσῃς λέχος τὸ Ζηνός , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν λειμῶνα , ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός ,
ναῦται πρῶτα Καρνῖται κύνες , οἳ τὴν βοῶπιν ταυροπάρθενον κόρην Λέρνης ἀνηρείψαντο , φορτηγοὶ λύκοι , πλᾶτιν πορεῦσαι κῆρα Μεμφίτῃ
5944437 ἀμαχετου
ἒ ἕ , χρίμπτεται . ποτᾶται , βρέμει δ ' ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου . ἰώ , ἰὼ ἰὼ θεοὶ
ἐναέριος φέρεται , ἠχεῖ ἡ βοὴ τῶν ὅπλων . . ἀμαχέτου ] ἀκαταπονήτου . . πρὸς ὃ μὴ δύναταί τις
5944171 κατατεινας
: “ γνώῃ δ ' ἄν τις τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα κατατείνας , ὡς ἐπώδυνον τὸ σχῆμα ” . καὶ νῦν
, ἢ θερμῷ πολλῷ λοῦσαι καὶ ἔπειτα κατακλῖναι πρηνέα , κατατείνας δὲ τὰς χεῖρας κατὰ φύσιν προσδῆσαι πρὸς τὸ σῶμα

Back