| παῖς ἔπιε καὶ ἔνθα προσήρμοσε τὰ χείλη , ἵνα καὶ πίνῃς ἅμα καὶ φιλῇς : πρῴην δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ | ||
| καὶ τὸ Λέρνης ὕδωρ , ἐὰν μὲν | ὡς ἐλεύθερος πίνῃς , οὐδέν σοι φανεῖται | τοῦ ἐν Θήβαις καταδεέστερον |
| καύματος ὄντος , ὁ Ξάνθος ἐν τῷ περιπατεῖν τὸν χιτῶνα ἀνασυράμενος οὔρει . ὅπερ ἰδὼν Αἴσωπος καὶ τῶν ἱματίων ἐκείνου | ||
| , ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος , οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον . καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν , |
| φανταστικὸν θειάζουσιν , οἱ μὲν σκότος συνεργὸν λαβόντες οἱ δὲ καταπόσεις τινῶν οἱ δ ' ἐπῳδὰς καὶ συστάσεις : καὶ | ||
| καὶ μεγάλαι γένοιντ ' ἄν , εἴπερ καὶ χάσματα καὶ καταπόσεις χωρίων καὶ κατοικιῶν , ὡς ἐπὶ Βούρας τε καὶ |
| ' ἑαυτῶν πλανώμενοί φησιν : εἰ δὲ μεθύω καὶ χιόνα πίνω καὶ μύρον ἐπίσταμ ' ὅτι κράτιστον Αἴγυπτος ποιεῖ . | ||
| Ι ἐκτεταμένῳ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην |
| , ἐπιλέγοντες , Τάδε Μῆδος οὐ φυλάξει . Τί οὐκ ἀπήγξω , ἵνα Θήβησιν ἥρως γένῃ : ταύτης Πλάτων ἐν | ||
| τοῦ τὸ γῆρας ἐκδύσασθαι εἰς τέττιγα μετέβαλεν . τί οὐκ ἀπήγξω , ἵνα Θήβησιν ἥρως γένῃ ; κέχρηται αὐτῇ Πλάτων |
| Χλόη : ὁ μὲν ἱκέτευε πείθων , ἡ δὲ ἀμελοῦσα ἐμειδία : ὁ μὲν ἐδίωκε καὶ ἐπ ' ἄκρων τῶν | ||
| . καὶ μὴν καὶ ἐλάφους συνήγαγεν ἡ φήμη , καὶ ἐμειδία τὸ θέατρον ὡς παραπαιούσης τῆς χελώνης . ἐπεὶ δὲ |
| καί μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ ἥρως ὦ Ἰόλαε , διοτρεφές , οὐκέτι τηλοῦ ὑσμίνη τρηχεῖα : σὺ | ||
| τόθ ' ἡνίοχον προσέφη κρατερὸν Ἰόλαον : “ Ἥρως ὦ Ἰόλαε , βροτῶν πολὺ φίλτατε πάντων , ἦ τι μέγ |
| περὶ αὑτῆς , ὅτι παῖδα ἔχοι ποιμένα καὶ πολλάκις αὐτὴ νέμοι τὰ πρόβατα : ἔχειν δὲ μαντικὴν ἐκ μητρὸς θεῶν | ||
| χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών , εὐμενῆ βίαν κτίσας , καὶ κράτος νέμοι γυναι - ξίν : τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ |
| καταμιγνυμένη δὲ ἀμφοτέροις ἡ πόλις διὰ τριῶν τῶν ἡδίστων θεαμάτων ἐκχεῖ τὴν ψυχὴν , οὐδὲ ἔστιν εὑρεῖν οὗ τις ἐρείσει | ||
| ἄλλο . μελάνθιον ἑψήσας ἐγχυμάτιζε τοὺς μυκτῆρας ἐν βαλανείῳ , ἐκχεῖ τὸν ἴκτερον . Κεφ . καʹ . [ Πρὸς |
| δὲ εἰπεῖν τὸν ἀφεστῶτα τόπον , ὡς τό ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει . νάσσατο : ἀντὶ τοῦ κατῴκισε . ῥύσια | ||
| ὥστ ' εἰκότως ὁ τὰ ἄριστα ἐπὶ θεὸν ἀναφέρων Ἄβελ ποιμὴν κέκληται , ὁ δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν καὶ τὸν |
| τοῦ λαγοῦ Ἀττικοί , λάγεια Ἕλληνες . λοῦται Ἀττικοί , λούεται Ἕλληνες . λευκὴ στάθμη ἡ μὴ κεχρισμένη μίλτῳ ἀλλ | ||
| τὰ ξένια ταυτὶ τῷ τοῦ ἀγροῦ δεσπότῃ , ὁ δὲ λούεται τάχα Πραμνείους ἢ Θασίους βλέπων ἐνὸν τῆς γλυκείας τρυγὸς |
| , ἀπέθανεν . Φρενῖτις . Γυναῖκα , ἥτις κατέκειτο ἐπὶ ψευδέων ἀγορῇ , τότε τεκοῦ - σαν πρῶτον ἐπιπόνως ἄρσεν | ||
| τότε μὲν φωνὴν ἀκούειν αὐτοῦ , δηλονότι τοῦ Ἀπόλλωνος , ψευδέων ἄγνωστον , ἤγουν οὐ γινώσκουσαν ψεύδη , ἐνεργητικῶς : |
| ' εὐπλόκαμος [ νύμφα - ] [ φερεκυδέϊ ] [ νάσῳ ] [ – ˘˘ – ] πρύτανιν [ – | ||
| Ἀσίας οὐκ ἐπακούω , οὐδ ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν φύτευμ ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν , ἐγχέων |
| ! ! ! ! ὁ δ ' ἔφη ] : δέσποτι [ ] [ ! ! ! ! ! ! | ||
| ! ? ? [ ] ηι δὲ ὁ Ἑρμῆς : δέσποτι [ ! ! ! ! ! ] σεαυτῆς κέκρισαι |
| ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν . οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι καὶ ὁρῶντες ἔτρεμον , ὁ δ ' ἐν τῷ κινδύνῳ καθεστὼς ἀνδρεῖος | ||
| καὶ ἄλλοι . κωλῆν δ ' ὡς εἶδον , ὡς ἔτρεμον : ἐν δὲ σίναπυ κεῖτ ' ἀγχοῦ γλυκὺ πνεῖον |
| ἑνὶ διαστήματι γραφόμενα καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ τὰς βάσεις ἀμφοτέρας λελωβημένου κυλίνδρου προτεινόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων . ἀξιοῦσι γὰρ μέρους | ||
| , καὶ γυναικὸς δεόμενος ἵνα τραφῇς , καὶ δίκην ἀνθρώπου λελωβημένου τὸ σῶμα ἐς χεῖρας γυναικείας ἀποβλέπεις , ἵνα οἴκτῳ |
| νῷ καταΐσχειν . . . . εἰσὶν πάντα ἑνὸς πυρὸς ἐκγεγαῶτα . Τἀγαθὸν αὐτὸ νοοῦσα ὅπου πατρικὴ μονάς ἐστι . | ||
| ὑγρὰν χαίταν λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει πίνειν , ἐκ Λέσβου περικύμονος ἐκγεγαῶτα . τόν τ ' ἀπὸ Φοινίκης ἱερᾶς τὸν Βύβλινον |
| λέγομεν , αἷμά ἐστι κατὰ μεταβολὴν εἰς σῆψιν ἐπιδεδεγμένον . πυκιμήδεος συνετῆς κατὰ τὰ μήδεα , ὅ ἐστι βουλεύματα . | ||
| πολλὰ γὰρ ἐξημοιβὰ παρ ' αὐτόθι τεύχεα κεῖτο ἠμὲν Ὀδυσσῆος πυκιμήδεος ἠδὲ καὶ ἄλλων ἀντιθέων ἑτάρων , ὁπόσα κταμένων ἀφέλοντο |
| ευς ὀνόματα , τὸ βασιλεύς , ἀριστεύς , χαλκεύς , βαφεύς , ἱερεύς , Νηλεύς καὶ τὰ ὅμοια , τὰ | ||
| , τὸ ῥοιφῶ : ῥοίδια ὑποδήματα γυναικεῖα : ῥοιγεὺς , βαφεύς : Ῥοίτιον πόλις Τροίας : ῥοιβδῳδεῖ μετὰ ῥοιζοῦ σαλεύει |
| ' αὔξων εἰς στάσιν ἄμμε βάλῃς † κόγχον καὶ κύαμον συνάγαγε κἂν τάδε δράσῃς ῥηϊδίως στήσεις τρόπαιον κατὰ πενίας † | ||
| χρήσασθαι ; ἀπορία καὶ δάνεια περιέστηκεν : κόγχον καὶ κύαμον συνάγαγε , φησὶν ὁ Κράτης , καὶ τὰ τούτοις πρόσφορα |
| γὰρ , φησὶ , τῷ δὲ προσδοκᾶν αὑτὴν ἀποθανεῖν οὐ ζῇ : ἕως οὗ συμβῇ , ὑπέρθου τὰ δάκρυα : | ||
| : κέντρον , τὸ βέλος τῆς τρυγόνος καὶ αὐτῆς : ζῇ γὰρ ἀποθανούσης καὶ ἀκαταπόνητον δύναμιν ἐνδύεται , ἔχει . |
| ἑτοιμάσατ ' ἢ παλιούρου ἢ βάτου ἢ ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον : καῖε δὲ τώδ ' ἀγρίαισιν ἐπὶ σχίζαισι δράκοντε | ||
| τις τύμβῳ τάδε : “ οὐ βότρυν , ἀλλ ' ἄχερδον ἐν τάφῳ φέρει , ” στύφοντα , πικραίνοντα πικρίᾳ |
| ἀρετὴν κρίνων , ἀλλ ' ἐξ ἀρετῆς τὰ τῆς φιλίας σταθμώμενος . . . Σοφιστοῦ δὲ θύραν ἐκ μικροτέρας γλώττης | ||
| τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι , τοῖσί τε λεγομένοισι πρότερον ἐκ τούτου σταθμώμενος καὶ τῷ ἐόντι , ὅτι πολιήτης μὲν πολιήτῃ εὖ |
| ἐπεὶ φρένα οὐκέτ ' ἀείρω , ὄλβιον εἰσορόων πατέρων γόνον ὀλβιστήρων σώφρονα δημοτελῆ πανυπείροχον ἐγγὺς ἀνάκτων . θάλλε μοι , | ||
| ? ? ? ? ? ? [ γόνος τῶν ] ὀλβιστήρων ? ? [ ] ? ? ? [ , |
| νεογνοὶ παῖδες ἐδιζήσαντο πελώριον Ὠρίωνα . Ἀλλ ' οὔπω Θήβῃ πεπρωμένα κεῖτο τάλαντα , τήν ῥά ποτε Κρονίδης δῶρον πόρε | ||
| καὶ αὐτὸς τὴν ἐμὴν ἀπέκτεινε θυγατέρα . εἱμαρμένα ] οὕτω πεπρωμένα παρὰ θεῶν . γένεθλον ] ὦ . γένεθλον ] |
| ' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον . | ||
| : κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ , |
| θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον | ||
| , ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα |
| ἄστρων . δύσις δὲ ἑώια ἐστίν , ὅταν ἡλίου ἀνατέλλοντος δύνηι τὰ ἄστρα τάδε ἢ τάδε , ἑσπερία δέ , | ||
| εἰ δὲ μή , χρόνος : ἐὰν δὲ τούτοις μὴ δύνηι χρῆσθαι , βρόχος . οὐχ εἷς πάτρα μοι πύργος |
| γένετ ' ἄλλος ἀποτμότερος ζωόντων οὐδὲ τόσων σφετέρῃσιν ἐγεύσατο φροντίσι κηδέων . σχέτλιος , ὃς τόξοισιν , ἅ οἱ πόρεν | ||
| κακὴν βασιλῆος ἐφετμήν , αὐτίκ ' † ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν κηδέων τε λαθέσθαι , ὄφρ ' αὐτός με τεῇσι φίλαις |
| , μὴ οὐ σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ | ||
| καὶ ἄκρατον παρίστησιν , οἷα τὰ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος , τρέμε δ ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη καὶ κορυφαὶ Τρώων |
| ' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' | ||
| καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ ' ἐπίτειλον , ἄναξ . οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί : παῦροι δ ' ἐν |
| καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος ὤν , πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν δυσβουλίας . οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ κατθανεῖν ἐμοί , | ||
| κραίνων ] τελῶν . θ δυσβουλίας ] παρακοάς . θ δυσβουλίας ] κακοβουλίας . δυσβουλίας ] δυσβούλευτα γὰρ ἐποίησεν ὁ |
| κεχολῶσθαι , ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν Ἕκτορ ' ἔχεις παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ ' ἀπέλυσας . ἀλλ ' ἄγε δὴ λῦσον | ||
| τῷ ἀδικοῦντι , ἵνα μὴ ἐνθάδε μένω καταγέλαστος παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν ἄχθος ἀρούρης . μὴ αὐτὸν οἴει φροντίσαι θανάτου καὶ |
| οὐ γάρ ἐστι ταῦτα αἰσχρὰ οὐδ ' ἐλευθέροις , ὡς φής , ὕποπτα , καλὰ δὲ καὶ οἷα ὅπλα εἶναι | ||
| δ ' ἐν τῷ τῆς νουθεσίας ὀνόματι πάντα ταῦτα εἶναι φής , καὶ ἀποτυμπανίσας τὸν ἄνθρωπον εἰς ταὐτό μοι δοκεῖς |
| ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ ' | ||
| ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον |
| ῥίζαν , ὅμως ἔτι καρποφορήσω , ὅσον ἐπιλεῖψαί σοι , τράγε , θυομένῳ . “ ” ἀσκωλιάζειν “ μὲν καθ | ||
| πρότερον τὸ πῦρ καὶ προσελθόντι φιλῆσαι : μὴ ἅψηι , τράγε : ἁψάμενος γάρ σου ἐμπρήσεις τὰ γένεια . . |
| ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα | ||
| ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον |
| μ ' ἢ νόθον τιν ' , ὃς νυνὶ γάμους ἐπόει διδοὺς οὐκ οἶδ ' ὅτωι τὴν παρθένον , οὐκ | ||
| καὶ Σωκράτην Μητρόδωρος αὐτὸν πρὸς Εὐθύφρονα τὸν Πλάτωνος , εἴπερ ἐπόει τοῦτο , καταμέμφεται ? [ - ] τί ὅσιόν |
| ' ἐξέπνευσαν ἄθλιον βίον . μήτηρ δ ' , ὅπως ἐσεῖδε τήνδε συμφοράν , ὑπερπαθήσας ' ἥρπας ' ἐκ νεκρῶν | ||
| . Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε , σοί |
| ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι | ||
| τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν |
| αὑτὸν καθίστασθαι , καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων : Ἀσκός , πέλεκυς , τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν | ||
| , διεγείρῃ . τάλαντα : οἱ ζυγοὶ , τρυτάνας . Ἀσκός : ὅταν αἱρεθῇ καὶ ῥέψῃ πρὸς τὰ τοῦ μόρου |
| δ ' εἰσὶν ἀρεταὶ καὶ τὰ κατὰ ἀρετὰς ἔργα , περιβλέπεται δὲ τὰ ὀπίσω καὶ τὰ νώτια , κωφὴν δόξαν | ||
| μόνον εἶφ ' ὅτι καλός , ὦπται καὶ πάντῃ πᾶσι περιβλέπεται . θυμέ , τί μηνύεις κυσὶν ὀστέον ; εἶτ |
| ἐξήσκησαν ᾗ νομίζεται . Ἐπεὶ δὲ παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονὴν κοὐκ ἦν ἔτ ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο , κτύπησε | ||
| παῖς : ἀσπιδηφόρου : καλύπτεις ἐν ἀφανείᾳ : κρύπτεις : κοὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσι : πρὸς |
| κατὰ πάντα δαῆναι ἤθεα : νῦν δ ' ἤδη νηῦς ἅθ ' ἑκὰς διέχω . Τίς δ ' ἀρετὴ πίνοντ | ||
| . οὐ μνημονεύει δὲ ἡ ψυχὴ ἀπολυθεῖσα τοῦ σώματος , ἅθ ' ἑστῶσαν τὴν γνῶσιν καὶ μὴ παραρρέουσαν ἔχουσα , |
| δὲ καὶ ἐνιαυτῷ πολλάκις . ψόφος ἐστὶ πάντα ταῦτα καὶ κόμπος κενῶν ὀνομάτων . Τῇ κεφαλῇ κινδυνεύω ἐπὶ Καίσαρος . | ||
| γένοιτο , οὔτ ' αὐτοσχέδια ποιήματα , ἀλλὰ μὴν οὐδὲ κόμπος οὐδὲ ψυχῆς ἀλαζονεία . καλῶς οὖν ἐν τῷ πῆ |
| αὐτῷ λόγον ἐπιχειρῶμεν κομίζειν , οἷον κύων παρὰ ποταμόν τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν | ||
| ' ἕκαστον δὲ τῶν ἱππέων τῶνδε ὑπηρέτης ἦν πολλὰ ἀκόντια φέρων , οἷς ἐπενόει τὰ θηρία ἀμύνεσθαι . οὕτω μὲν |
| φησὶν οὕτως [ . , ] : ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν φυὰν ἢ μέγαν νόον ἀθανάτοις . εἰ οὖν , | ||
| . νεόπολίς εἰμι : ματρὸς δὲ ματέρ ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν . εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις |
| . . . ] . ! ασταε ! ! ἵνα εὕρηι ? ? ? ωμαυνλεγε ! ! ! διὰ ? | ||
| λάθω δέδοικα καὶ τύραννον , ἡνίκ ' ἂν κενὰς κρηπῖδας εὕρηι λαΐνας ἀγάλματος . πῶς οὐ θανοῦμαι ; τίς δ |
| νῦν ὅτε ἀνὴρ γέγονας καὶ ἀκμάζεις καὶ ὀφείλεις ζῆν , ἀπόλλυσαι κατακριθείς : ἄλλως : νῦν σε , φησὶν , | ||
| ὡς ἐπιτρίψεσθαι αὐτίκα καὶ ἰὼ Σικελία καὶ σὺ δὲ ὡς ἀπόλλυσαι καὶ οἵα πόλις τάλαινα διακναισθήσεται , ὁπότε περὶ Ἀθηνῶν |
| παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος | ||
| πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν . |
| Ἀνακρέων τούτῳ τῷ μέτρῳ καὶ ὅλα ᾄσματα συνέθηκεν ἁδύμελες χαρίεσσα χελιδοῖ καὶ μνᾶται δηῦτε φαλακρὸς Ἄλεξις . Ταῦτα μὲν οὖν | ||
| Ὄρνιθες τίνες οἵδ ' οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι , τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ ; Τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν . Ὅδ |
| , Ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοί , φησι , προσενέγκῃς τρία κόμισαι : τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό με | ||
| : ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοι , φησί , προσενέγκῃς τρία , κόμισαι . τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό |
| πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς , | ||
| ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ |
| : αὖθίς τε εἰς Μενέλαον ἐλθεῖν καὶ σὺν τῇ Ἑλένῃ ἁρπασθέντα ὑπ ' Ἀλεξάνδρου ῥιφῆναι εἰς τὴν Κῴαν θάλασσαν πρὸς | ||
| συμφορὰν ὄνομα δοῦναι τῷ χωρίῳ . ἔνθα καὶ τὸν Γανυμήδην ἁρπασθέντα ἀφανῆ γενέσθαι λόγος , ἀνθελκόντων αὐτὸν τοῦ ἀδελφοῦ καὶ |
| φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
| τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
| φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ | ||
| σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων . |
| ὅτι ” Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ὗς “ ἢ ” κυνοκέφαλος “ ἤ τι ἄλλο ἀτοπώτερον τῶν ἐχόντων αἴσθησιν , | ||
| γράμματα , παρ ' ὃ εἰς ἱερὸν ἐπειδὰν πρῶτα κομισθῇ κυνοκέφαλος , δέλτον αὐτῷ παρατίθησιν ὁ ἱερεὺς καὶ σχοινίον καὶ |
| ; παύσεθ ' οὗτος ἀπομανεὶς ὅταν λογισμὸν ὧν ποεῖ νυνὶ λάβηι . παρατενεῖς , γύναι . βαδίζω νῦν ἐκείνωι προσβαλῶν | ||
| φησὶν ἐκδώσειν ἐκείνην , ἡνίκ ' ἂν ὁμότροπον αὑτῶι νυμφίον λάβηι . λέγεις οὐδέποτε . μὴ δὴ πράγματ ' , |
| ὃ δὴ χρωμένῳ οἱ περὶ τοῦ Πέρσου γενέσθαι λέγουσιν , ἔστεπται μὲν ὁ ταῦρος , ἔχει τέλος , ἔστιν ὁ | ||
| ὃν ἔμελλεν ἐκεῖνος τεθνήξεσθαι . ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ πρεσβύτης ἔστεπται , ὥσπερ παραδείγματι τῷ κατ ' ἐκεῖνον χρώμενος , |
| προμολὰς εἴρηκε τοὺς ἐκτὸς τοῦ ἄντρου τόπους . παρμέμβλωκε : πάρεστι . φαέεσσιν : ἀντὶ τοῦ φωτισμοῖς , φύσει γὰρ | ||
| πρός τι , δείκνυσιν οὕτως : εἰ τὰ δοξαστὰ αὐτὰ πάρεστι κατὰ τὸ ὑποκείμενον σὺν τῇ δόξῃ , οὔτ ' |
| λέγει γοῦν οὐχ ὁ Ἰακὼβ τῷ Ἰωσὴφ μᾶλλον ἢ ὁ ἱερὸς λόγος παντὶ τῷ τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοῦντι , ἐν | ||
| πάσας συμβέβηκε τῆς εἰρήνῃ φίλης ἡσυχίας μακρὰν ἀπεληλαμένης , ὁ ἱερὸς συναινεῖ λόγος : οὐ γὰρ λέγει μὴ εἶναι πολέμου |
| ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ | ||
| , οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' |
| ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς | ||
| ] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει |
| οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
| [ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
| ἔθ ' εὑρήσεις δῆμον φιλοδέσποτον ὧδε ἀνθρώπων , ὁπόσους ἠέλιος καθορᾶι . Ζεὺς ἄνδρ ' ἐξολέσειεν Ὀλύμπιος , ὃς τὸν | ||
| , σχεδὸν οἱ ὁμοτράπεζοι καλούμενοι . σὺν τούτοις δὲ ὢν καθορᾶι βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ |
| καὶ ἥμασι ἔπλευ ἄριστος , ” τουτέστι τοῖς ἀκοντίσμασιν . ἤμυσε ἐκλίθη , ἐξ οὗ τὸ πεσεῖν δηλοῖ . ἐπὶ | ||
| κήπῳ καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν , ὣς ἑτέρως ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν . Τεῦκρος δ ' ἄλλον ὀϊστὸν |
| αυ ? [ ! ! ! ] ! ! [ ἤνεγκεν ] | ἐπὶ ? θάλασσαν | . κἀκειθεν [ | ||
| εἰλαπίναις , ὤμοις δὲ κτῆνος τὸ πελώριον ὡς νέον ἄρνα ἤνεγκεν δι ' ὅλης κοῦφα πανηγύρεως . καὶ θάμβος μέν |
| φιλότητος ἀκεσσάμενος προΐαλλεν . Ἐν πυρὶ δ ' εἴ κε βάλῃς μιν , ὀδωδὴν ἑρπετὰ τοῖο φεύξεται , οὐδ ' | ||
| ἐμπεσόντες ἰαθήσονται , ἐὰν εἰς ὃ πίνουσιν ὕδωρ ἀσφοδέλου ῥίζας βάλῃς , ἢ ἔνθα πυκνῶς λούονται . Χοῖροι οὐ νοσήσουσιν |
| σὺ δέ μοι τῶν ἐρετμῶν δύο πέμψον , ἐπειδὴ τἀμὰ κατέαγεν . ἀντίδοσις γὰρ [ ἡ ] παρὰ φίλων εἰς | ||
| περιερχομένη . ἀντὶ τοῦ εἰς τίνα τὸν νοῦν ἐχούσης σου κατέαγεν ἡ χύτρα . ὡς διὰ τὸ ἐρᾶν μὴ προσεχουσῶν |
| ἀλαζονοχαυνοφλύαροι , ὡς ἥδιστος ἔφυ πάντων Φοινίκιος οἶνος , οὐ προσέχω τὸν νοῦν αὐτοῖς ἔστι δὲ καὶ Θάσιος πίνειν γενναῖος | ||
| ἀλαζονοχαυνοφλύαροι , ὡς ἅδιστος ἔφυ πάντων Φοινίκιος οἶνος , οὐ προσέχω τὸν νοῦν αὐτοῖς . . . . ἐστὶ δὲ |
| ? , ἐμαί , σαί , αἵ , ἐμά , σά , ἅ . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς ἑνικαί , νωΐτερος | ||
| ἀκριβείας ἐν τούτοις εἰρηκέναι τά τε τοῦ πατρὸς τά τε σά ; καίτοι τοῦ γε παραφρονοῦντος ἦν ἕτερα ἀνθ ' |
| λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ | ||
| οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου |
| ἄνεμος κατ ' ὄρος δρυσὶν ἐμπεσών : ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ | ||
| ἑ νέον πολέεσσιν ὀνείδεσιν ἐστυφέλιξεν , τῇ δέ τ ' ὀδυρομένῃ δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ , οὐδ ' ἔχει ἐκφλύξαι |
| καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς , δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτ ' | ||
| καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς . δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτε καὶ |
| τῷ Φάωνιγέρων δὲ αὐτῷ ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ τοῖσιν ἐμοῖς τρυφεροῖσι τρόποις ἡρμοσμένον , ὦ | ||
| ἑνὶ ἵππῳ τῷ λεγομένῳ κέλητι . ἄμπυξ μὲν γὰρ κυρίως ἀνάδημα τῆς κεφαλῆς τι , καὶ λῶρος χρυσῷ καὶ λίθοις |
| εἰπεῖν . τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ οὔπω , ἵν ' ἦι : οὔπω ἐλπὶς οἴχεται δόμων : ταῦτα δὲ καὶ | ||
| δισσὰς δέ μοι ἔχει φυλάξεις : ἢν μὲν ὠμόφρων τις ἦι , κρύψας ἐμαυτὸν εἶμι πρὸς ναυάγια : ἢν δ |
| τῶν Μολιονιδῶν ἡττηθῆναι κατὰ τὴν ἐπ ' Αὐγέαν στρατείαν : διωχθέντα δὲ ἄχρι τῆς Βουπράσιδος , καὶ περιβλεψάμενον , ὡς | ||
| Μολιονιδῶν , ἡττηθῆναι κατὰ τὴν ἐπ ' Αὐγείᾳ στρατείαν : διωχθέντα δὲ ἄχρι τῆς Βουπράσιδος , καὶ περιβλεψάμενον , ὡς |
| ὑπ ' αἰσχύνης τῶν ὑπὸ Δημοσθένους εἰρημένων . . οὐ καταδὺς ] τοῦτο ἀπὸ Δημοσθένους ὡς εἰπόντος , καὶ ταῦτα | ||
| ληροῦντα , ὡς τὸ εἰκός , καὶ σὲ ὁμολογοῦντα , καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων . ἀλλ ' ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι |
| ὑγιές . τρὶς μὲν ἔπειτ ' ἤυσεν , ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός : ὅτι παρῆκε τὸ τί φωνῶν , οἷον | ||
| παρισταμένη φάτο μῦθον ἀθανάτων ἀπάνευθε : χόλον δέ οἱ οὐ χάδε θυμός : Ζεῦ πάτερ , οὐκέτ ' ἀνεκτὰ θεοῖς |
| φησὶ Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ βίων . Τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ : ἐπὶ τῶν ἀναιρουμένων τὰ χείρονα ἀντὶ τῶν κρειττόνων | ||
| ὕδωρ γράφω ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης ἀμάχετοι λοχαγοί τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ ἄκουε , σίγα : τίς ποτ ' ἐν δόμοις |
| ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς : | ||
| : εἶτα ἄρχεται τοῦ μύθου : ἴρηξ ὀνύχεσι μεμαρπὼς ἀηδόνα ποικιλόδειρον , ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν |
| καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ Τ : ἔαρ ἔαρος , κέαρ κέαρος : σημείωσαί μοι τὸ νέκταρ καὶ φρέαρ ἐναντίως τῷ | ||
| , τείχεα τείχη , βέλεα βέλητὸ γὰρ ἔαρος ἦρος καὶ κέαρος κῆρος διὰ τὸ εἶναι φύσει μακρὰν πρὸ βραχείας μιᾶς |
| μεγάλως ἐφορῶσα , ἐπεὶ καὶ τὸν Δία εὐρύοπα λέγει . βουγάϊε . δὶς κέχρηται τῇ λέξει ὁ ποιητής , ἐν | ||
| Α . . . . . . . , . βουγάϊε . , βουγήϊε . Ν . , . . |
| πρὸς τούτῳ θεοῖς ἦν ἐχθρά . Αἴσωπε , τὸν τρίκλινον στρῶσον . Αἴσωπε , τὸ βαλανεῖον ὑπόκαυσον . Αἴσωπε , | ||
| στρατιωτικοῦ , μνᾶς πραξαμένη δὲ πέντε τὰς σπονδὰς ποιοῦ καὶ στρῶσον ἡμῖν ἔνδον . ἡ δ ' ἐπιδέξιον βουλόμενον εἶναι |
| ἐπιπεσὼν , βαρέως ἐπιπεσὼν , ἐπιβαλὼν , ἐπάνω καθίσας . κλίνε : ἔκλινε , ἔκλινε δ ' αὐτὸν ἐγγὺς τοῦ | ||
| ἐπιπεσὼν , βαρέως ἐπιπεσὼν , ἐπιβαλὼν , ἐπάνω καθίσας . κλίνε : ἔκλινε , ἔκλινε δ ' αὐτὸν ἐγγὺς τοῦ |
| ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν : τοῦτον σχολῆς τῆσδ ' ἐκκεκηρῦχθαι λέγω . Καὶ ὃς ἀναστάς : οἱ μὲν ἐκήρυσσον | ||
| : τὸν δ ' ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα , ἐᾶν |
| ἀριστᾶν ἁρμόττει ψυχρὸν τοσοῦτον ὅσον ἔσται πρὸ τοῦ δειλινοῦ γυμνασίου καταπέψαι δυνατός . ὄψον δ ' ἕξει λάχανον ἑφθὸν ἢ | ||
| ἀλαζονείᾳ . ὑγιῶς δὲ τῇ τροπῇ διόλου ἐχρήσατο , τῷ καταπέψαι τὸν κόρον ἐφαρμόσας . διὰ γὰρ τοῦ κόρου , |
| ἐν μεγάροισιν ἀάσπετα κωκύουσαν εἵνεκα Τυνδαρίδος πολυκηδέος , ᾗ παριαύων τέρπεο καγχαλόων , ἐπεὶ ἦ πολὺ φερτέρη ἐστὶ τῆς σέο | ||
| μ ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς , σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο πῖνέ τε οἶνον , ἥμενος . αἵδε δὲ νύκτες |
| , ὦ παῖ , πάντα : τὸ σπεύδειν δέ σοι καὐτῷ παραινῶ κεἴ τινος κήδῃ πέρι . Οἴμοι τάλας : | ||
| μᾶλλον φιλῶ ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον βάσκανον † μέγιστον ψυχαγωγόν † καὐτῷ δ ' ἔπεισι νυκτὸς ἀμβλωπὸν σέλας ἀμβλῶπας αὐγὰς ὀμμάτων |
| ἄρμενα πάντα παράσχοις , χρήματα δ ' ἐγκαταθῆις πόλλ ' ἀνιηρὰ παθών , τὸν πατέρ ' ἐχθαίρουσι , καταρῶνται δ | ||
| : Δωρεά , ἐπὶ συμφορᾶς . καὶ Ἀρχίλοχος : κρύπτομεν ἀνιηρὰ Ποσειδῶνα ἄνακτα δῶρα . : ὤχμασεν : Ἐποίησεν ἀναβασταχθῆναι |
| δὲ τίμημ ' ἐποίησεν ὅλον δημόσιον : τὴν γὰρ πόλιν ἡγεῖτ ' ἀδικεῖν , οὐ τὸν παθόντα μόνον , τὸν | ||
| ὡς εἴρηται καὶ αὐτὸς δ ' ἐννοσίγαιος ἔχων χείρεσσι τρίαιναν ἡγεῖτ ' : ἐκ δ ' ἄρα πάντα θεμείλια χεῦε |
| ποθεινοτέρα . καὶ γὰρ δὴ μύρῳ μὲν ἀλειψάμενος δοῦλος καὶ ἐλεύθερος εὐθὺς ἅπας ὅμοιον ὄζει : αἱ δ ' ἀπὸ | ||
| τοῦτο γὰρ ἐγώ σε ἐξῄτησα , πότερον δοῦλος εἶ ἢ ἐλεύθερος ; τί δέ μοι τοῦτο διαφέρει ; ” Αἴσωπος |
| . Εἴπομεν ὡς ἐτελεύτα ὁ Ζήνων καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ Παμμέτρῳ τοῦτον τὸν τρόπον : τὸν Κιτιᾶ Ζήνωνα θανεῖν λόγος | ||
| πόλιν . Ἔστι δὲ καὶ ἡμέτερον ἐπίγραμμα ἐν τῇ προειρημένῃ Παμμέτρῳ , ἔνθα καὶ περὶ πάντων τῶν τελευτησάντων ἐλλογίμων διείλεγμαι |
| κακότητας φαρμακίδων ἀλόχων καὶ βάσκανα φῦλ ' ἀνθρώπων . ἢν εἴπῃς παρ ' ὅτῳ κεῖται , δώσω σοι χρυσέους δέκα | ||
| οἴεται , οἰκεῖα λογιζόμενος τὰ πάθη . εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι |
| τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ : ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ἀπερικάθαρτος , οὐ βρωθήσεται : τῷ δὲ ἔτει τῷ τετάρτῳ | ||
| , ἕτερον δὲ „ ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ἀπερικάθαρτος „ , ἔπειθ ' οὕτως ” οὐ βρωθήσεται . |
| μὴ ὄντα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ ευω , διὰ τὸ δουλεύω , δουλεῖα : λατρεύω , λατρεῖα . Εἰς α | ||
| : ” παῖς ἠπειρώτης ἀπὸ Βαβυλῶνος πατρὶ νησιώτῃ γράφει : δουλεύω βασιλεῖ δῶρον ἐκ σατράπου δοθείς , οὔτε δὲ ἵππον |
| τι προσφέρουσι τῶν προειρημένων ἰαμάτων τῷ ψωριῶντι , πρὶν ἢ ἀποκεῖραι τὸ πεπονθός , καὶ προαποσμῆξαι οὔρῳ παλαιῷ . Ἐν | ||
| καὶ θύσει με συντόμως : εἰ δὲ τὸν πόκον ἐθέλεις ἀποκεῖραι , ἐλθέτω κουρεὺς πάλιν , ἵνα με κείρῃ . |
| πολῖται Αἰγῦται , ὡς Παυσανίας . Λυκόφρων δὲ τὸ ἐθνικὸν Αἴγυος , τὸ θηλυκὸν λέγων οὕτως ” καὶ πάντα τλήσεσθ | ||
| Πίναμυς , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Πιναμύτης , ὡς Αἴγυος Αἰγύτης . ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα , |
| ἵνα μὴ ἀτιμοτέρη τοῖς ἐρασταῖς εἴη . ἠκηκόει δὲ ἡ μουσουργός , οἷάπερ αἱ γυναῖκες πρὸς ἀλλήλας λέγουσιν , ὅτι | ||
| Μουσικῇ δὲ προσήκοι ἂν καὶ τὰ προειρημένα καὶ μουσικός , μουσουργός , μουσουργικός , μουσουργεῖν , καὶ εὐμουσία , ἀμουσία |
| . Καίτοι νιν οὐ κεῖνός γ ' ὁ δύστηνός ποτε κατέκταν ' , ἀλλ ' αὐτὸς πάροιθεν ὤλετο . Ὥστ | ||
| Ζεῦ , γενέσθαι τῆσδέ μ ' ἐξάντη νόσου τὸν σὸν κατέκταν παῖδα μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους Χρυσεὺς |
| λαὸς ἅλις ὃς κεῖται νεκρός . τοσαῦτ ' ἔλεξε . σὸς δὲ Πολυνείκης γόνος ἐκ τάξεων ὤρουσε κἀπήινει λόγους . | ||
| δειροτομῆσαι . καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ ' εἴποι , σὸς φίλος υἱός , ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς |