ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν . οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι καὶ ὁρῶντες ἔτρεμον , ὁ δ ' ἐν τῷ κινδύνῳ καθεστὼς ἀνδρεῖος
καὶ ἄλλοι . κωλῆν δ ' ὡς εἶδον , ὡς ἔτρεμον : ἐν δὲ σίναπυ κεῖτ ' ἀγχοῦ γλυκὺ πνεῖον
5116150 ἐθελον
* . . + Ἄεθλον : ἀπὸ τοῦ ἐθέλω , ἐθέλον τι : ἔστι μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀέθελον ,
' αὐτῆς τοιαῦτα πάντα . Τὸ μὲν οὖν μὴ γεννᾶν ἐθέλον μᾶλλον αὐταρκέστερον τῷ καλῷ , τὸ δὲ ἐφιέμενον ποιῆσαι
5058293 Σοραιχος
τὸν Ῥοδάνην , ” σὺ μέν “ , εἶπεν ὁ Σόραιχος , ” ὦ Ῥοδάνη , κατὰ χώραν μένε καὶ
πιστὸν ἡγουμένη καὶ τὸν Σόραιχον αἰδουμένη . ἐπελθὼν δὲ ὁ Σόραιχος πρῶτον αὐτὴν ἐκέλευε προσιέναι καὶ λέγει : ” ὦ
5041777 ἐτιτρωσκετο
' ὅτι πρὸς Σωκράτην οὐχ ἑώρα τὸν Σωφρονίσκου , οὐδὲ ἐτιτρώσκετο ὑπὸ τῶν λόγων , οὓς θαμὰ εἰώθει λέγειν ἅπασιν
καθ ' αὑτὸν ἀνθεστηκόσιν ἐμπεσὼν ἐκείνους τε ἔκτεινε καὶ αὐτὸς ἐτιτρώσκετο , προεμπλήσας δὲ τὸν θυμὸν τῷ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν
4968737 πιεειν
οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι : ὁσσάκι γὰρ κύψει ' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων , τοσσάχ ' ὕδωρ ἀπολέσκετ ' ἀναβροχέν ,
παρασκευαστικαί . . Ὥσπερ τὸ πραθέειν , οὕτω καὶ τὸ πιέειν πάθος ἔχει ἐπέκτασιν . Ὅτι εἰς τὸ ΒΑΛΛ '
4887012 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
4838173 ἐκλαον
: καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν . Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα
εἰς γῆν , ἀποβὰς τοῦ σκάφους καὶ τῷ σώματι περιχυθεὶς ἔκλαον : “ Νῦν μοι , Λευκίππη , τέθνηκας ἀληθῶς
4826929 τιον
πολὺ χρηστέον διὰ τὸ μὴ λίαν τραχὺ καὶ φιλαί - τιον τοῦ λέγοντος φαίνεσθαι τὸ ἦθος , σκληρὸν γὰρ καὶ
] ἔρωτος ἠλπ ? ? [ [ ] [ ] τιον εἰσίδως [ [ ] Ἐρμιόνα τεαυτα [ [ ]
4799253 δαμασσας
δ ' ἄμφω δειροτομήσεις , ἤτοι τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δάμασσας ἀντίθεον Πολύδωρον , ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί : νῦν
σώμασι τῶν ἀνταγωνιστῶν ἄνωθεν ἐνέπεσας , ἧττον αὐτῶν φροντίζων . δάμασσας ἔργῳ : μετ ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς καθυπέταξας
4789962 καλυψας
' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε , καλύψας ἀργέτι δημῷ . δὴ τότε μιν προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν
Λύγη γὰρ λέγεται ἡ σκιά . Ἐπηλυγασάμενος , σκεπάσας , καλύψας . ἠλύγη γὰρ ἡ σκιά . Ἔπηλυς . ὁ
4778983 ἐθελων
ἐρωτήσει μακρὸν λόγον ἀποτείνων , ἐκκρούων τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἐθέλων διδόναι λόγον , ἀλλ ' ἀπομηκύνων ἕως ἂν ἐπιλάθωνται
' ἧς ἐξηπάτησας τοὺς δικαστάς , ψευδεῖς μάρτυρας παρασχόμενος ὡς ἐθέλων παραδοῦναι . Ἐπειδὴ τοίνυν σοι τότε οὐ παρῆν ἡ
4769211 Ῥοδανης
ἐξηπατήθη ἢ ἐψυχαγωγήθη . οὐ σοὶ μόνῃ , τέκνον , Ῥοδάνης ἐστὶ καλός . “ Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸ τοῦτο
ὅτι ἔχω μὲν ξίφος , ἔχω δὲ τραῦμα : καὶ Ῥοδάνης μὲν ἀνεσταυρώθη μόνον , ἐγὼ δὲ καὶ ἡψάμην τοῦ
4761746 ἐφρασε
πεσεῖν ἀνέστησεν ὡς ἄγαλμα , καὶ κατὰ ῥάβ - δον ἔφρασε , τουτέστιν ἐραψῴδησεν : οἱ δὲ οὐκ ἀκούουσι νῦν
ἐπιγιγνομένοις : παισὶν ἡμῶν δηλονότι . Γνώμῃ : βουλῇ . ἔφρασε : ἡρμήνευσεν . τὸ ξύμπαν : τὸ κεφάλαιον ἐπὶ
4752907 ἐφιλει
Λακύδῃ τῷ περιπατητικῷ κτῆμα ἦν χηνός τι χρῆμα θαυμάσιον . ἐφίλει γοῦν τὸν τροφέα ἰσχυρῶς , καὶ βαδίζοντι μὲν συνεβάδιζε
. . . ἄη : ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται ἐφίλει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη : μῆνα δὲ πάντ '
4737324 Δαφνιν
καὶ τὰς αἶγας ἀπ ' ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν . Τοιαῦτα δὲ αὐτῶν παιζόντων τοιάνδε σπουδὴν Ἔρως ἀνέπλασε
. Ἡ μὲν δὴ μαθοῦσα λυπηρῶς πάνυ διῆγε καὶ τὸν Δάφνιν ἐλάνθανεν ἐπὶ πολύ , λυπεῖν οὐ θέλουσα : ὡς
4717525 μεμηνως
. ‖ χάλις : ὁ ἄκρατος οἶνος . καὶ ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας . ‖ χαλίφρονας : παράφρονας
φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' ἐγώ : μεμηνὼς ἆρα τυγχάνει πόσις ; ἀρτίφρων , πλὴν ἐς σὲ
4697585 εἱστηκει
καὶ πρόφασιν ἐκεῖθεν ληψόμεθα τὸν ἱερέα κοσμοῦσαν . πάλαι γὰρ εἱστήκει σαλεῦον οὔπω μὲν πεπτωκός , ἀεὶ δὲ τοῦτο παθεῖν
ἦρεν εἰς ὕψος . ] Ἐν ὁδῷ τις Ἑρμῆς τετράγωνος εἱστήκει , λίθων δ ' ὑπ ' αὐτῷ σωρὸς ἦν
4686225 βεβαρηοτες
Νυσαίην ἀνὰ κλιτὺν ἐπέδραμον ἀφραίνοντες , ὣς οἵγε σκοτόωσι κακῇ βεβαρηότες ἄτῃ . τὴν μέν τε κλείουσι μυοκτόνον , ἦ
παπταίνων τι θοῷ διέπιπτεν ὀιστῷ . καί τινες ἀλγεινῷ κραδίην βεβαρηότες οἴνῳ , ἐκπλαγέες ποτὶ δοῦπον , ἐπειγόμενοι καταβῆναι ,
4655200 ἐπειτ
, κακῆι δέ σφ ' ἔμβαλε φήμηι . Τιμάνδρη μὲν ἔπειτ ' Ἔχεμον προλιποῦς ' ἐβεβήκει , ἵκετο δ '
γέγονα , καὶ συνήρεσκε ταῦτά μοι καὶ συνέπραττον αὐτῷ , ἔπειτ ' ἐξαίφνης μεταβέβλημαι καὶ κατηγορῶ . ἔστι δ '
4619285 ἐγνω
ὃ ἔχει [ τὴν οὐσίαν ] καὶ ἔστιν εἰδυῖα καὶ ἔγνω ἀπαθῶς , καὶ τὸ λογιζόμενον οὕτω πρὸς τὸν νοῦν
τὰ τῆς φιλανθρωπίας . ὡς δὲ ἀπέφησεν , ὁ μὲν ἔγνω τὸ πραχθησόμενον , καὶ ἦν εὐθυμότερος . ὁ δὲ
4593891 χαμαι
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ ,
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ '
4590999 εἰδον
παραλήγεσθαι ἀπὸ βαρυτόνων καὶ τῷ πρώτῳ συνάρχεσθαι . Σεσημείωται τὸ εἶδον διχῶς γραφόμενον διὰ τῆς ει καὶ διὰ τοῦ ι
θεώμενος τὰ ἐν τοῖς κηροῖς , ὃς καὶ ἀναχωρείτω λέγων εἶδον πολλοὺς κηροὺς τὸ αὐτὸ ἐκτύπωμα ἔχοντας : ἔστιν οὖν
4589651 Δαφνις
Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν
' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι ,
4587593 κατωλισθε
τὰ μὲν ἀγγεῖα προσαράττεται καὶ ἀπερράγη , καὶ τὸ ἔλαιον κατώλισθε , καὶ τῶν θυρῶν πῦρ κατεχύθη , καὶ ἄσβεστόν
λίθου ἑώρα τὰ γινόμενα . ἐκ γάρ τοι τοῦ λίθου κατώλισθε , καὶ βιαίᾳ τῇ πληγῇ περιπεσὼν ἀπέθανεν . οὐ
4579845 πτωχῳ
ἠμφίεστο , ἀπῄει πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως , οὐ πτωχῷ , φησίν , ἐναλίγκιος οὐδὲ ἱκέτου ἐν σχήματι κατεπτηχότος
ὄπισθε μένοντες . ὁ δ ' ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ
4568943 τριβωνιῳ
] ἀνθρώπων ἐρημίαν : ἐγὼ δὲ ἄνθρωπος οὐδεὶς οὐδαμόθεν ἐν τριβωνίῳ φαύλῳ μήτε ᾄδειν ἡδὺς μήτε μεῖζον ἑτέρου φθεγγόμενος ,
φιλοσοφίαν αἰρόντων , ἀλλὰ καὶ σύνεδρον πολλάκις ἐποιήσατο ἐν τῷ τριβωνίῳ καὶ συντράπεζον καὶ συνοδοιπόρον , καὶ πράως ἤνεγκε νουθετοῦντα
4565778 ἠθελε
γνοὺς ὁ Δηιόκης ἐς ἑωυτὸν πᾶν ἀνακείμενον οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε οὔτ ' ἔφη δικᾶν
κολοιὸς δὲ τοῦτον θεασάμενος διὰ ζῆλον [ τοῦτον ] μιμήσασθαι ἤθελε . καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ
4563856 εἰδε
τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα καὶ σύνεσιν ἔσχεν ἑτέρου πάθους
αὐτῷ μένειν παρ ' ἑαυτόν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς εἶδε πολλοὺς ἱππέας ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι ,
4549455 ῥιψας
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ
4546728 ἐβαστασε
δὲ χρὴ τὸ ἐβάστασεν , ἐν τῷ νῷ δηλονότι . ἐβάστασε δὲ εἶπε καὶ οὐκ ἐνόησεν , ὅτι οἱ νόμους
ἀνέγνω , ἀνελάβετο . , ἀνέλαβε . , ἀνέθρεψε , ἐβάστασε . . ἐξεθρέψατε ] ἐπαιδεύσατε , ἐπῃνέσατε , ἀνεθρέψατε
4518148 ἐδεισεν
, ἐπεὶ τοσῆσδε ἥττης ἐπύθετο , κατεπλάγη μὲν αὐτίκα καὶ ἔδεισεν ὡς ἐπὶ ἔργῳ τοσούτῳ , στρατιὰν δ ' ὅμως
, ἐρύσασθαι ἐρύσσασθαι , ἄδην ἄδδην , μέσον μέσσον , ἔδεισεν ἔδδεισεν , ἔνεπε ἔννεπε , τόσον τόσσον . Τὸ
4516010 ἀνιει
τούτων δ ' εἰ μία διαφθαρείη , διπλασίας ὁ τμηθεὶς ἀνίει τόπος : δι ' ἣν αἰτίαν ἀήττητος ὑπάρχειν διείληπτο
Μὴ δῆτα σύ γ ' , ἀλλ ' ἐνθένδ ' ἀνίει τἀγαθά . Τὴν γῆν ὅταν νομίσωσι τὴν τῶν πολεμίων
4512431 ἀναψυξαι
, καὶ περιβλεψάμενον , ὡς οὐδεὶς ἐξίκετο τῶν πολεμίων , ἀναψύξαι τε , καὶ ἐκ τοῦ παραῤῥέοντος ποτα - μοῦ
διοχετείαις βιάσασθαι τὸν ποταμὸν πλημμελῶς ῥέοντα καὶ πολλὴν τῆς Παραχελωίτιδος ἀναψύξαι χαριζόμενον τῷ Οἰνεῖ : καὶ τοῦτ ' εἶναι τὸ
4499963 γελων
νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει ,
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ
4485713 Χαιρεφοων
ἐπ ' οὐδὸν ἰών , σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νήστης , ἀλλοτρίων
ἐπ ' οὐδὸν ἰών . σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νῆστις , ἀλλοτρίων
4484123 κομισας
χρεία καλεῖ . καὶ ὅταν τελείως παύσωνται οἱ πάγοι , κομίσας εἰς τόπον εἰργασμένον κατόρυξον τοὺς κοφίνους ἢ τοὺς κεράμους
ὑπὸ τῶν ἰχνῶν , ὑποδήματα τοῖς ποσὶ περιέθηκε , καὶ κομίσας εἰς Πύλον τὰς μὲν λοιπὰς εἰς σπήλαιον ἀπέκρυψε ,
4482258 λογοισι
καὶ σὺ χὠ νέος τρόπος , ἐν οὐ πρέποντι τοῖς λόγοισι χρώμενος . ἐπεὶ δὲ πάντων ἡμᾶς εὐθύνας σοι διδόναι
τὸ μέτρον ὃ νῦν ἔχει , εἷμα δοὺς καὶ πορφυροῦν λόγοισι ποικίλας καλοῖς δυσπάλαιστος ὢν τὸς ἄλλως εὐπαλαίστως ἀποφανεῖ .
4479126 ὁθ
τε πόσιν τε , λούσατέ τ ' ἐν ποταμῷ , ὅθ ' ἐπὶ σκέπας ἔστ ' ἀνέμοιο . ” ὣς
; ὃς πρὸς τῷ βασιλείῳ τοιαῦτα ὑπὲρ ἡμῶν ἐβόησεν , ὅθ ' ἡμῖν μάλιστα συμμάχων ἔδει , ὥστ ' ἠνάγκασε
4469753 ἐπανερχομενος
; τίς οὕτω πεσόντος τοῦ τείχους στρατηγὸν ἐδυσχέρανε , νικηφόρος ἐπανερχόμενος , ἢ πόλις πεσούσης ἐπένθησε φάλαγγος πρὸ τῶν τειχῶν
αὐτοῦ ἐπιστῆναι , ἔχων τὴν περικεφαλαίαν βιβλίον ἀνεγίνωσκεν . Σχολαστικὸς ἐπανερχόμενος , ὅθεν ἀπεδήμησεν , καὶ ἀναβαίνων ὑψηλὴν ἀνάβασιν ἐθαύμαζε
4439080 ἐπεμαιετο
σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων : τὸ δὲ νήπιος οὐκ ἐνόησεν
προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : ἦ ῥά νύ τοι μεγάλων δώρων ἐπεμαίετο θυμὸς ἵππων Αἰακίδαο δαΐφρονος : οἳ δ ' ἀλεγεινοὶ
4438359 λεων
πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους ,
κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων .
4424812 πιων
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς
4423749 ἀεικελιῃσι
' ἐκόλαζεν καὶ παρεῖχεν ἑαυτῷ πράγματα , αὑτὸν μὲν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών
, ὅπου τρυφὴ καὶ ἀπάτη δυναστεύουσιν , αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών
4420769 ἀνθοσμιαν
εἴη πρὸς πατρὸς τυμβωρύχος . Διόνυσε , πίνεις οἶνον οὐκ ἀνθοσμίαν . Λέγ ' ἕτερον αὐτῷ : σὺ δ '
: φοβεῖσθε αἱ κράτισται : αἱ βέλτισται ἐριούνιον : μεγαλωφελῆ ἀνθοσμίαν : τινὲς λέγουσι τὸν γλυκὺν οἶνον , οἱ δὲ
4404281 δουρατι
δούρατα μακρὰ διεσκέδας ' . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἀμφ ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε , κέληθ ' ὡς ἵππον ἐλαύνων , εἵματα
καρπαλίμως σφετέρων ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ
4403888 ἐκθανον
τὰς μασχάλας καταμωκώμενοι . καὶ οἱ μνηστῆρες χεῖρας ἀνίσχοντες γέλῳ ἔκθανον . μασχαλίσματα : Ἀριστοφάνης παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ἠλέκτρᾳ κεῖσθαι
μνηστῆρες , πεσόντα τὸν πτωχὸν ἰδόντες , χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον : φαίνεται δὲ ἐν ἑκατέρῳ ἡ τοῦ μετρίου διαφορά
4401719 τρωγλης
ὁ γεωργὸς τοῦ πατάξαι αὐτὸν ἠστόχησε μόνον κρούσας τὴν τῆς τρώγλης ὀπήν . ἀπελθόντος δὲ τοῦ ὄφεως ὁ γεωργὸς νομίσας
. Οἱ δὲ καὶ πάλιν θεασάμενοι τοῦτον εἰσεπήδησαν κρυβέντες ἐπὶ τρώγλης . Ὁ δ ' ἀρουραῖος ὀλιγωρῶν τῇ πείνῃ ἀνεστέναξε
4400868 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
4391323 ὠλεθ
τόσον ὅσσον ἐτύχθη μήτηρ , ὅττί ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ ' ἑταῖρος . Οἳ δ ' αἰεὶ περὶ νεκρὸν
ἦμαρ ἰδέσθαι , ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος , ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεθ ' ὑπ ' Αἰγίσθοιο δόλῳ καὶ ἧς ἀλόχοιο .
4390796 στεναχων
πάτρην δυσμενέων παλάμῃσιν ἐρειπομένην τις ἴδηται . Ἦ ῥα μέγα στενάχων Γανυμήδεος ἀγλαὸν ἦτορ . Καὶ τότ ' ἄρα Ζεὺς
' ᾖ οὐδέτερον πληθυντικόν , ὡς τὸ „ πυκνὰ μάλα στενάχων „ . διὸ καὶ προπερισπαστέον φησίν . οἱ δὲ
4387721 καρτερον
ἔπειτα τῶν πρεσβυτέρων τις Ἄγιδι ἐπεβόησεν , ὁρῶν πρὸς χωρίον καρτερὸν ἰόντας σφᾶς , ὅτι διανοεῖται κακὸν κακῷ ἰᾶσθαι ,
δοκεῖ ὡς εἴ τις ἐν τῷ αὐτῷ καὶ Ἡρακλέους τὸ καρτερὸν καὶ Ἀφροδίτης τὸ ἁβρὸν δεικνύοι . Ἐθέλω δὲ ἤδη
4385374 δορατιον
προσιόντα ζῶντα τὸν ἀδελφὸν ἀπήντησεν ὥσπερ εἰώθει μετὰ τῶν σωματοφυλάκων δοράτιον ἔχων . Ὁ δὲ Εὐμενὴς φιλοφρόνως ἀσπασάμενος αὐτὸν καὶ
αὐτῶι τῆς πατρικῆς ἀσφαλείας . ὁ οὖν Τηλέγονος λαβὼν τὸ δοράτιον παρῆν εἰς τὴν Ἰθάκην νυκτὸς τὸν πατέρα ἐπιζητῶν ,
4383443 πωυ
ἐπιόντες αἷμα μέλαν πίνουσιν , ἅπαν δ ' ὀλέκουσι μένοντες πῶυ , κακὴν δ ' ἄρα δαῖτα λυγρῷ τεύχουσι νομῆι
, μὴ κατίδῃ τις μηλογενὲς . . . . . πῶυ λιπόντα . . ἀνάγκαις ξηρὸν ἐν ξηροῖς Ἀρισταίου μελιρρύτοισι
4383241 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
4372462 ἐπιε
μοι πάρεχε τὴν ἐκεῖ μετὰ σοῦ δίαιταν εὐδαίμονα . Εἰποῦσα ἔπιε τὸ φάρμακον , καὶ εὐθὺς ὕπνος τε αὐτὴν κατεῖχε
ἠγωνίσαντο . παρὰ δὲ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα , θάνατος ἦν ἡ
4360013 ἐλαφον
Διόνυσον . ἐφόνευσε δὲ αὐτὸν μανεὶς εἰς θήραν δόρατι νομίσας ἔλαφον εἶναι , ὅθεν καὶ τῆς βασιλείας ἐξέπεσε καὶ τῆς
Ἴλιον ἦν Ἀγαπήνωρ . οὗτος μὲν δὴ ἐπιδείκνυσιν ὁ λόγος ἔλαφον εἶναι πολλῷ καὶ ἐλέφαντος μακροβιώτερον θηρίον : μετὰ δὲ
4352893 ἐλεινον
Τὸν ἀδίκως γε , ὦ ἑταῖρε , ἀποκτείναντα , καὶ ἐλεινόν γε πρός : τὸν δὲ δικαίως ἀζήλωτον . Ἦ
εἰ ] δ ? ' ἦν ? ἀτύχημα τοῦτ ' ἐλεινόν ? ? ? [ , οὐ ] ψέγω οὐκοῦν
4352660 αὐδησαντος
ἔνθεν ὀπός , οἷον ” οὐδέ πω Ἀτρεΐδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος ” : ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῷον καὶ εὐόμματον .
μέγα λαῖτμα θαλάσσης . τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ ' ἔκλυεν αὐδήσαντος : αὐτίκ ' ἔπειτα τρίαιναν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἤλασε
4344672 εὐξυνετον
: τοῦτο προσέθηκε διὰ τὸ εἶναι τὸν αὐτὸν ξυνιέντα καὶ εὐξύνετον , καὶ ἐντεῦθέν φησι ληφθῆναι τὸ τῆς συνέσεως ὄνομα
ἃ παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας ἀλκυὼν ἔλεγον οἶτον ἀείδεις , εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν , ὅτι πόσιν κελαδεῖς ἀεὶ μολπαῖς ,
4339460 οἰμωξας
νηῒ μελαίνῃ . ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν '
ὀστέον ἤλυθ ' ἀκωκή : γνὺξ δ ' ἔριπ ' οἰμώξας , θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε . Πήδαιον δ '
4334980 ἐναλου
ἔλιπες , ὦ πάτερ , ἐπακτίαν μονάδ ' ἔρημον οὖσαν ἐνάλου κώπας . ὀλεῖ μ ' ὀλεῖ με δηλαδὴ πόσις
ἀλκῇ στείχει πολίταις ὄμμ ' ἔχων ἰδεῖν πικρόν πολλοῖς μὲν ἐνάλου , ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ἀγλαΐσας × –
4329883 παρηιδας
ἐγὼ ῥινούς τε βοῶν περίειμι ταμέσθαι ἀζαλέας , ἀνδρῶν τε παρηίδας αἵματι φύρσαι . ” Ὧς ἔφατ ' : αὐτὰρ
αἵ οἱ ἀτημελίῃ καταειμέναι ἠερέθοντο : αὐσταλέας δ ' ἔψηχε παρηίδας , αὐτὰρ ἀλοιφῇ νεκταρέῃ φαίδρυνε πέρι χρόα : δῦνε
4329627 ὀρεσιτροφος
ναυσιπόρος : ἐγχεσίμαχος : τειχεσιπλήτης : πασιμέλλουσα : σαρξιφάγος : ὀρεσίτροφος : ἁρμασίπουδος : Προτεσίλαος : ναυσίθεος : Ἀναξίμανδρος .
δύο δοῦρε τινάσσων βῆ ῥ ' ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος , ὅς τ ' ἐπιδευὴς δηρὸν ἔῃ κρειῶν ,
4328964 Φωκας
ὀλίγον πάλιν ἐν ἑαυτῷ γενόμενος ἀκριβῶς ἐπυνθάνετο πάντα , καὶ Φωκᾶς διηγεῖτο τὸν ναύτην τὸν μηνύσαντα πόθεν ἡ τριήρης καὶ
τίς ἐμήνυσεν αὐτοῖς ; τίς ἐπέτρεψεν ; ” ὁ δὲ Φωκᾶς ἀπέκρυπτε τὴν ἀλήθειαν , οὐ Διονύσιον δεδοικώς , γινώσκων
4322793 Χρυσανθιῳ
ὁ μὲν ἐπὶ τούτῳ τὴν γνώμην ἔτεινεν : τῷ δὲ Χρυσανθίῳ συμβὰν ἔκ τινος συνηθείας τὴν φλέβα διελεῖν , ὅ
μάλιστα Χρυσάνθιος , καὶ εἴ τις ἦν ἐκείνης τῆς διατριβῆς Χρυσανθίῳ παραπλήσιος . Μόνος δὲ ὁ Πρίσκος οὐδὲ παρόντος ἐφείδετο
4321117 ξιφος
εἰ λέγοιμεν ὀξύτερον εἶναι τὸ γραφεῖον τοῦ οἴνου καὶ τὸ ξίφος τῆς νήτης . ἀλλ ' ἴσως ἐρεῖ τις ,
καταβαλὼν εἰσῆλθε . σπωμένου δὲ ἐπ ' αὐτὸν Ἡρακλέος τὸ ξίφος Τελαμὼν παρατηρήσας τούτου ἕνεκα δυσχεράναντα τὸν Ἡρακλέα λίθους περὶ
4318995 ὠσει
ἀπὸ τῶν πέριξ πόλεων συναγαγὼν , τοῖς Ἀθήναις ἐπεχωρίαζε χρόνους ὠσεὶ δέκα παρασκευαζόμενος . . πράξειν ] ἀπαιτήσειν . .
ἀπὸ τῶν πέριξ πόλεων συναγαγὼν , τοῖς Ἀθήναις ἐπεχωρίαζε χρόνους ὠσεὶ δέκα παρασκευαζόμενος . . πράξειν ] ἀπαιτήσειν . .
4318608 χειρε
, ἀλλ ' ἐκεῖνός γε συλλαβὼν τὸ παιδίον καὶ τὼ χεῖρε ὀπίσω περιαγαγὼν αὐτοῦ , πρὸς τοὺς δικαστὰς ἤγαγε καὶ
μία ἑκατέρωθεν ἐπιβᾶσα τοῦ ὤμου , κατιοῦσαι δὲ ἐπὶ τὼ χεῖρε βραχίοσι τε καὶ ὠλέναις ἐμπρέπουσαι . οἷς μὲν δὴ
4317490 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
4310033 ἐθελεν
, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν : Ζεύς τ ' ἔθελεν Κρονίδας τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν καὶ διωξίπποιο Λυγκέος παῦσαι στυγερῶν
Προῖτ ' , ἢ κάκτανε Βελλεροφόντην , ὅς μ ' ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούσῃ αὐτὴ προτέρα ἐπιχειρήσασα καὶ ὑπεροφθεῖσα
4308807 ποσιν
προσεπέλασαν . σημαίνει καὶ τὸ ἐπληροῦντο . ποδάρκης ὁ τοῖς ποσὶν ἐπαρκούμενος , ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς συμμάχοις ἐπαρκῶν ,
ψεύσματα . ἀναρριχώμενοι , ἀναλαμβόμενοι : πρὸς ὕψος ἀνερχώμενοι : ποσὶν ἢ χερσὶν , ἐπὶ τύχων ἢ δένδρων Ἀριστοφάνης εἰρήνη
4308766 ἐτρεμε
δ ' ὑπὸ φρένας ἔμπεσε δεῖμα : πάντων δ ' ἔτρεμε γυῖα καὶ ἀθανάτων περ ἐόντων . Τῶν δὲ περιδδείσασα
τήνγε ὀξείῃ ὑλακῇ χθόνιοι κύνες ἐφθέγγοντο . πίσεα δ ' ἔτρεμε πάντα κατὰ στίβον : αἱ δ ' ὀλόλυξαν νύμφαι
4304722 φθειραντα
? γυναῖκας [ ] ἢ διὰ τὸν ? ? ? φθείραντα ? τοὺς ἄν - δρας ; : ἐπεὶ τάς
τῶν πολιτῶν , διεβεβαίους καὶ ἔφασκες συνανῃρῆσθαι τῷ γυναίῳ τὸν φθείραντα . ἔπειτα καὶ εἰ μοιχὸς ἦν , τότε σε
4299660 ἐμακαριζον
ἀνθρώπῳ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν . Ἀργεῖοι μὲν γὰρ περιστάντες ἐμακάριζον τῶν νεηνιέων τὴν ῥώμην , αἱ δὲ Ἀργεῖαι τὴν
Ἑλλήνων ἢ βαρβάρων οὐδείς . μάλιστα δὲ τῆς τύχης αὐτὸν ἐμακάριζον ἅπαντα , ὅσοις ἐπιχειρήσειε , κατὰ γνώμην αὐτῷ προχωροῦντα
4296155 Λυρνησσον
' Ἰδαίων ὀρέων ταχέεσσι πόδεσσι , κεῖθεν δ ' ἐς Λυρνησσὸν ὑπέκφυγες : αὐτὰρ ἐγὼ τὴν πέρσα μεθορμηθείς . .
. „ τοῦ δὲ Μύνητος τὴν Λυρνησσόν : ἐπειδὴ ” Λυρνησσὸν διαπορθήσας καὶ τείχεα „ Θήβης ” τόν τε Μύνητα
4286584 φιλεοντα
' ὅτε ζημίαις ἐνίσχονται . ἀρχὴ συμβουλίας . * τὸν φιλέοντα φιλεῖν : τούτους ὁ Πλούταρχος ἐκβάλλει τοὺς στίχους .
χαῖται , τὸ καλὸν θέρος ἁνίκα φρύγει , καὶ φεύγει φιλέοντα καὶ οὐ φιλέοντα διώκει , καὶ τὸν ἀπὸ γραμμᾶς
4284864 προσταλαιπωρειν
σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι . καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν , ἄδηλον νομίζων
κόπον . Τό τε γὰρ μὴ ἔθος ἔχειν ἡμᾶς ἔτι προσταλαιπωρεῖν ὁδῷ καὶ καύμασι τό , τε ἁπαλωτέρων τυχεῖν σωμάτων
4283500 ἀλγησας
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ
4280693 βοην
ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει , καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν : Ὦ παῖδες Ἑλλήνων , ἴτε , ἐλευθεροῦτε πατρίδ
μᾶλλον : ἢ οὐκ ἠκούσατε Αἴαντος , οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν ; Ἰώ μοί μοι . Ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν
4279533 ἀμειλικτου
πάις δ ' ἐπιτέρπεται ἔργῳ : ὣς ἄρα φαίδιμος υἱὸς ἀμειλίκτου Ἀχιλῆος γήθεεν ἀμφὶ νέκυσσι . Καὶ οὐκ ἀλέγιζεν Ἄρηος
γὰρ ἔτ ' Ἀργείοισι δυνησόμεθ ' ἀντιφερίζειν μαρναμένου κατὰ δῆριν ἀμειλίκτου Ἀχιλῆος . Ὣς ἄρ ' ἔφη : τὸν δ
4275608 ἠθελεν
ἔν τισι τούτων πρόσωπαὡς καὶ τὰ τοῦ Λουκιανοῦ ; οὐκ ἤθελεν ὁ ποιητὴς θεῖναι ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ὑπογραφάς , ἀλλὰ
' ἔτικτε μητέρα , ] οὐχ ηὗρε πλὴν γυναικὸς ὅστις ἤθελεν θανὼν πρὸ κείνου μηκέτ ' εἰσορᾶν φάος : ἣν
4273487 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
4269227 λυσσης
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι
4251378 ἐσειδε
' ἐξέπνευσαν ἄθλιον βίον . μήτηρ δ ' , ὅπως ἐσεῖδε τήνδε συμφοράν , ὑπερπαθήσας ' ἥρπας ' ἐκ νεκρῶν
. Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε , σοί
4247159 αἱμ
αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδεν ἕλκος ὅθ ' ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός , αἷμ ' ἐκμυζήσας ἐπ ' ἄρ ' ἤπια φάρμακα εἰδὼς
αὖ τήνδ ' ἐς ἄρκυν ἤγαγες χρήσας , ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ ' ἐτεισάμην μητέρα κατάκτας ; διαδοχαῖς δ ' Ἐρινύων
4246996 θηριον
Ζεὺς ὑπὸ Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς ἀξιωθείς , ὁμοίως καὶ τὸ θηρίον τοῦ εἶναι μνημόσυνον αὐτῶν καὶ τῆς πράξεως . .
φησίν , ” εἴτε ἄνθρωπός εἰμι εἴτε καὶ ἄλλο τι θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον . “ Δημόκριτος δὲ ὁ τῇ Διὸς
4246314 ἀπεκρουετο
: τῶν δὲ Γότθων ἐνταῦθα ξυνειλεγμένων καὶ παντὶ σθένει ἀμυνομένων ἀπεκρούετο καὶ οὐδέν τι μᾶλλον εἶχεν ἀνύτειν . . Ἐπεὶ
καὶ ῥᾳστώνην αὐτῷ καὶ παιδιὰν γενέσθαι τὰς δίκας . οὕτως ἀπεκρούετο μὲν εὐχερῶς τῶν συνηγόρων τὰς ἀπάτας , τὸ δὲ
4243849 νεκρον
Πάμφυλον τὸν Αἰγιμίου λέγουσιν ὕστερον γῆμαιτότε : δὲ ἀναλαβόντες τὸν νεκρὸν τῆς Ὑρνηθοῦς κομίζουσιν ἐς τοῦτο τὸ χωρίον τὸ ἀνὰ
, ἀλλὰ τῇ γιγνομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φύσεως φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ . ἐγνώσθη δὲ οὕτως . τῶν μετὰ Μαρίου
4243154 διαπειραντες
ἴφθιμος , . , . * . . Ἀμπείραντες : διαπείραντες , . , . . . . Ἄμ πόνον
: οἱ δὲ ἀπηνῶς οὔτε ἀθυμοῦσαν οἰκτίρουσι καὶ ταῖς χαλκαῖς διαπείραντες ὀξέως ἀκίσιν ἅμα τῷ παιδὶ διαφθείρουσι , σφόδρα ἐθέλουσαν
4242540 λευγαλεῳ
. ἡ δ ' ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο κυδαλίμοιο , λευγαλέῳ θανάτῳ , ὡς μὴ θάνοι ὅς τις ἐμοί γε
βάλλοντες ἀνιηροῖς βελέεσσι κτεῖνον ἐπασσυτέρους : δεύοντο δὲ τείχεα λύθρῳ λευγαλέῳ : στοναχὴ δὲ δαϊκταμένων πέλε φωτῶν . Αὕτως δ
4240088 βλημενον
δαφοινὸν ὑπ ' αἰζηοῖσι δαμέντα μῆλα περιτρομέουσι παρὰ σταθμὸν ἀθρήσαντα βλήμενον , οὐδέ οἱ ἄγχι παρελθέμεναι μεμάασιν , ἀλλά ἑ
μέγα στενάχων ἐγεγώνει , πατροκασιγνήτοιο φίλον ποθέων ἅμα παῖδα , βλήμενον ἐκ θεόφιν : θνητῶν γε μὲν οὔ τινι βλητὸς
4237268 τερπομενος
καὶ τοῦτ ' εἰς οἶκον κέρδος ἔχων ἀπίηις . Ἥβηι τερπόμενος παίζω : δηρὸν γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι
πείσαντας καὶ τοὺς πεπεισμένους . ἀλλὰ σύ γε δῆλος εἶ τερπόμενος οἷς ἔπραξας καὶ οὐδὲ παυσόμενος . οὕτω τις ἐκομίζετο
4235849 αὐλειῃσι
ἐνὶ φρεσὶ θήσω : πρῶτον μὲν κυσὶ δεῖπνον ἐπ ' αὐλείῃσι θύρῃσι δοῦναι : ὣς γὰρ ἄμεινον : ὃ γὰρ
ἐφάνησαν ἐόντες ἐκ τοῦ ἡρωίου τοῦ παρὰ τῇσι θύρῃσι τῇσι αὐλείῃσι ἱδρυμένου , τὸ καλέοντι Ἀστραβάκου , τοῦτο δὲ οἱ
4233844 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
4232414 ἡσυχιῃ
, ἀρχὰς δ ' οὐκ ἄξει βασιληίδας οὐδὲ θρονισμούς , ἡσυχίῃ δ ' ἀφανεῖς σκήπτρων δίχα τούσδε φυλάσσει , ἀβλαβέας
ἐπίστανται κατέχειν κόρον , οὐδὲ παρούσας εὐφροσύνας κοσμεῖν δαιτὸς ἐν ἡσυχίῃ . . . . . . . . .
4229290 βεβλημενῳ
, καὶ ὁ Ἀσλκηπιὸς αὐτόθεν λαβὼν τὴν βοτάνην ἐπαμύνει αὐτῷ βεβλημένῳ , καὶ οὕτως ἰᾶται . . Ἔστω σοι σπουδὴ
, διπτύχῳ , ἰσχυρῷ , προσηνεῖ , παρὰ τὸν περίνεον βεβλημένῳ , παρατεταμένῳ ἐπὶ μὲν τὰ ὄπισθεν παρὰ τὴν ῥάχιν
4227703 κᾀτα
' αὐτόν . εἶτα γνούς πως τοῦθ ' ὑποδεῖται , κᾆτά τις εἶπε τῶν ξυμπινόντων ἤδη σύ ; τί οὐχ
ἔδοξα ἐν τῷ δρόμῳ καὶ ἔξω ἐλάσαι τῶν ὅρων , κᾆτά μοι ἄχθεται καὶ τὴν νύκτα τριπλασίαν τῆς ἡμέρας ποιῆσαι
4215226 νοστιμον
κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν : οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ ἐν Τροίῃ , πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες
γε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας οἴκαδέ τ ' ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι , ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος , ὡς
4214714 ἐδακρυε
[ ] ἀγαθήν [ γε εἶχεν ] ἐλπίδα : [ ἐδάκρυε ] [ δὲ ἡ κόρη ] πολὺ καὶ ἡ
δὲ πολὺ τῶν αἰτουμένων τὸ σύνηθες ἐρασταῖς πενομένοις ἔπραττεν : ἐδάκρυε καὶ τὰς Νύμφας αὖθις ἐκάλει βοηθούς . Αἱ δὲ
4204411 χανδον
εἰς δον περατουμένοις , καναχηδόν καναχηδά , αὐτοσχεδόν αὐτοσχεδά , χανδόν χανδά : τῷ μέντοι μίγδα οὐ παράκειται ὁ τοιοῦτος
κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω φανδόν καὶ ἀναφανδόν , χαίνω χανδόν . μένει δὲ τὸ ν ἐπὶ τοῦ χανδόν καὶ
4203470 μαστευων
ἐπῳδός ἐστι τῷ πειρωμένῳ . σύνθημ ' ἐρωτῶν , ἄλλο μαστεύων χρέος αὑτόν τε πράσσων εὖ τίθησιν εἰς μέσον ,
οὐδὲ ἀνελεύθερος , οὐδὲ ἐραστὴς τοῦ πλείονος , οὐδὲ ἐπικέρδια μαστεύων ἢ τόκους , ἀλλ ' αὐτὸ ἀγαπῶν τὸ ἀρχαῖον

Back