ἐξηπατήθη ἢ ἐψυχαγωγήθη . οὐ σοὶ μόνῃ , τέκνον , Ῥοδάνης ἐστὶ καλός . “ Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸ τοῦτο
ὅτι ἔχω μὲν ξίφος , ἔχω δὲ τραῦμα : καὶ Ῥοδάνης μὲν ἀνεσταυρώθη μόνον , ἐγὼ δὲ καὶ ἡψάμην τοῦ
6546156 Σινωνιδος
? ? τὴν ὀλίγην ἐκείνην κόμην . τί γὰρ ἔτι Σινωνίδος χρῄζεις ; ἔχεις κόρην κεκαρμένην ὡς ἐγώ , εὐτυχέστερον
παρὰ δύναμιν ἁμιλλώμενος ὡς ὁρᾷ τὴν [ χλαῖναν ] τῆς Σινωνίδος πόρρωθεν βοᾷ : ” μεῖνον Σινωνί : Σόραιχος ἐγὼ
6203506 Κἀγω
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός
6001068 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
6000718 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
5999217 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
5962555 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
5933363 τλημων
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ;
τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος
5928818 ἐπηρωτησε
. ὁ δὲ βασιλεὺς καθ ' ἕνα τῶν δικαστῶν προσκαλούμενος ἐπηρώτησε , τίσι δικαίοις προσσχὼν ἕκαστος ἀπέλυσε τὸν κατηγορούμενον .
ἀρραβῶνα παρὰ τῆς γυναικός : καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν . ἐπηρώτησε δὲ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου : ποῦ
5900819 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
5850318 οἰμοι
ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε
τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν
5837227 ἀπεκτεινας
μὲν οὖν αἴτιόν ἐστιν ἡ τοῦ κατηγόρου φύσις , οἷον ἀπέκτεινας ἢ ἱεροσύλησας , ἢ ὅ τι δή ποτε ὑπάρχει
χρηστοτέρα γέγονας πρὸς οὓς ἀπέκτεινας , ἡμᾶς δὲ σώσασα μᾶλλον ἀπέκτεινας . ἐφθόνησας ἡμῖν ἀλῃστεύτοις ἀποθανεῖν . ” Ταῦτα μὲν
5836412 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
5836232 πηδων
ἂν εἰ ἑτέρου τὸ βιβλίον ἦν , οὐδ ' ἂν πηδῶν ᾐσχυνόμην , τί τὴν ἐγκράτειάν μου θαυμάζειν ἀφεὶς αἰτιᾷ
τὸν βάρβαρον ὁρῶν καί , ὁπότε μέλλοι πληγὴν ἐκφέρειν , πηδῶν ἐπ ' αὐτὸν τοτὲ μὲν τοῖς ὄνυξιν ἤμυττε τὰς
5829149 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
5802092 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
5800947 αἰσθανομαι
θέλειν ἰέναι αὐτοῖς ἀνταγωνιουμένους : οὕς , ἔφη , ἐγὼ αἰσθάνομαι ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἡμετέρων φίλων τούτων ἡγουμένους δεῖν τὸν
ὄψεαι πίτνοντα . ἰὼ ἰώ : τί κεκίνηται , τίνος αἰσθάνομαι θείου ; κοῦραι , λεύσσετ ' ἀθρήσατε : δαίμων
5798751 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
5787211 βοησας
. ἀλλ ' ὅτε τόσσον ἀπῆν , ὅσσον τε γέγωνε βοήσας , καὶ τότ ' ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι :
. ἀλλ ' ὅτε τόσσον ἀπῆν , ὅσσον τε γέγωνε βοήσας . † ) τὸ ἐγεγώνει ἀντὶ τοῦ εἰς ἀκοὰς
5786435 Σινωνις
! ! ! ! ! ! ] τικῶς ? ἡ Σινωνὶς ὑπεξέρχεται καὶ δραμοῦσα ? ? ? ? διὰ τῆς
! ! ! ! ] ὁρᾷς , ὅτι τῆς ψυχῆς Σινωνὶς οὐ φείδεται : ἔχεις ? μενδειγματι ? ? ?
5783146 ἀπατησας
ὠμὰ καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι
τῆς Μολιόνης υἱοί . ὑπέρφρονες διὰ τὴν ἀνδρίαν . ὁ ἀπατήσας τὸν Ἡρακλῆν τῷ μισθῷ . * Αὐγείας . *
5781695 θρηνουσα
χρόνον ὁ παῖς αὐτῆς ἄταφος μένει , βαρὺ ἀναστένουσα καὶ θρηνοῦσα εὖ μάλα λιγέως ὦ τέκνον εἶπεν , ἀλλὰ σὺ
: ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς . Ὁ δὲ Ἱππόθοος ὁ
5772666 ἀναπαυσαι
ἐναντίων παρεκάλουν αὐτὸν οἱ στρατιῶται ἕνα ὄντα πολλοῖς πείθεσθαι καὶ ἀναπαῦσαί ποτε αὐτοὺς τῆς ταλαιπώρου καὶ χαλεπῆς ἄλης , ἀνάγετε
, ἵνα τὴν ἐν ἐμοὶ τοῦ ἔρωτος φλόγα σβέσω , ἀναπαῦσαί τε ἐμαυτὴν ὑπὸ αἰγείροις καὶ λειμῶνι κομῶντι τοῖς ἄνθεσιν
5747920 ὀνειδεσιν
' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται . σὺ δ
τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν . ἆρ ' ἐξεγείρῃ τοῖσδ ' ὀνείδεσιν , πάτερ ; ἆρ ' ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ
5746752 κλαιων
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ
5722731 τρεμων
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ
5718703 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
5717867 ἐνενοει
ἀφίκετο σὺν τῇ θυγατρί , ἐκεῖθεν δὲ ἔς τε Σάρδεις ἐνενόει παρὰ Ἄρδυν τὸν Γύγου καὶ ἐς Ἐκβάτανα τὰ Μηδικὰ
: αὐτὸς δὲ ἐν μεγάλῃ συμφορᾷ κατὰ Ἀνθίαν ἦν : ἐνενόει δὲ πρὸς ἑαυτὸν πολλάκις τί δὲ ἐλευθερίας ἐμοί ;
5713799 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5708349 ἐνενοουν
βούλεται εὐδοκιμεῖν . τοῦτό τοι καὶ Κρῆτες ὑπὲρ τῶν ἐρωμένων ἐνενόουν . ἀκούω γὰρ Κρῆτα ἐραστὴν ἀγαθὸν τά τε ἄλλα
Ἐγὼ δὲ ἐπανιὼν ποικίλα , ὦ ἑταῖρε , πρὸς ἐμαυτὸν ἐνενόουν , τὸ φιλόδοξον οἷόν τί ἐστιν ἀναλογιζόμενος , ὡς
5672972 ἰασομαι
γὰρ ἔστι παρώνυμον διὰ τὴν ἴασιν ἀλλὰ ῥηματικὸν παρὰ τὸ ἰάσομαι μέλλων . Τὸ Ἀγάθων Ἀγάθωνος φυλάττον τὸ ω καὶ
: ” ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω : πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι ” . ἀλλὰ γὰρ οὐδὲ ἐπιπόλαιον ἔσχεν ἡ δοκησίσοφος
5639744 τυμβωρυχος
ΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΣ . Ἀλλ ' οὐκ εἰμί : τυμβωρύχος οὗτός ἐστιν , ὁ διανοίξας θήκην , ὁ τὸ
, οἶμαι , καὶ ταῦτα τοῖς ἐπιζητοῦσι μαθεῖν , εἰ τυμβωρύχος ἦν ἀκριβῶς δυστυχῶ , ἢ τηνάλλως πρὸς ταύτην τὴν
5633664 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
5626941 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
5611022 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
5610086 ἀγριως
ἢ ἐγέλασα ; Εὖ γε , τὸ μὴ χαλεπῶς μηδὲ ἀγρίως : συγγνωστὸς γάρ , εἰ καλόν σε οὕτως ὄντα
ὑπ ' ἀλλήλων οἱ ἀδελφοί . οὕτως ] ὠμῶς , ἀγρίως καὶ ἀπηνῶς : τὸ δὲ οὕτως αὐτὸ καθ '
5595937 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
5591041 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
5589284 Ἑκαβη
υἱός . κατεχρήσατο οὖν οὕτως εἰπών : ἦν γὰρ ἡ Ἑκάβη ἐν τῇ τοῦ Ὀδυσσέως σκηνῇ , ὁ δὲ χορὸς
εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ . καὶ πάλιν φησὶν ἡ Ἑκάβη : ἀνέλθω , ἀλλὰ πτερὰ φύσασα ἐν τοῖς νώτοις
5587675 τολμησει
, οἷον καὶ τοιαῦτα συνειδὼς βεβιωμένα ἑαυτῷ ὁ ἀκάθαρτος οὑτοσὶ τολμήσει βλέπειν εἰς ὑμᾶς καὶ τὸν βεβιωμένον αὑτῷ βίον αὐτίκα
ἢ δεινότερον πρᾶγμα τούτου ἐν τῇ πόλει γένοιτο , εἰ τολμήσει ὁ μὲν ἄρχων ἐν ταῖς τῶν ἐπικλήρων δίκαις ἀντιβολεῖν
5572141 Τυραννις
τάδε : ἥδ ' ἐγώ , ἡ πάντων κρατέειν ἐθέλουσα Τυραννίς , ἥδ ' ἐγώ , ἡ τλήμων ὀλοφύρομαι οὕνεκα
ἐστι καθημένη τὸ φιλοτέχνημα , τὸ δὲ γύναιόν ἐστιν ἡ Τυραννίς , λελυμένη τοὺς πλοκάμους καὶ κατηφὴς καὶ λέγουσα τάδε
5572137 στεναγμων
Πραξιφάνης φησίν , ἀντὶ μυγμῶν παρελαμβάνοντο οἱ τοιοῦτοι σύνδεσμοι καὶ στεναγμῶν , † ὥσπερ τὸ αἲ αἲ καὶ τὸ φεῦ
. ἢ δειξάτωσαν ἐν τῇ βουλῇ τοῦ βασιλέως πίθον καὶ στεναγμῶν καὶ δακρύων , ὥσπερ ἐγὼ ἂν ἐπιδείξαιμι ζωῆς καὶ
5565423 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
5564471 ἐκλαον
: καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν . Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα
εἰς γῆν , ἀποβὰς τοῦ σκάφους καὶ τῷ σώματι περιχυθεὶς ἔκλαον : “ Νῦν μοι , Λευκίππη , τέθνηκας ἀληθῶς
5558582 ἐπραξας
οὔτε χεῖρον οὔτε βέλτιον οὐδὲν οὔτ ' εἶπας οὔτ ' ἔπραξας , ἀλλ ' ἀπώκνησας ἁπλῶς , ἡμεῖς δ '
οὐκ εἰς χάριν τὴν ἐμὴν , ἀλλὰ κατὰ ἀνάγκην ταῦτα ἔπραξας καὶ τῶν ἀφύκτων πόνων ἐξέσωσας τὸ ἐμὸν σῶμα .
5538741 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
5532490 ἀπωλεσεν
τοῦ πατρός σου ἔργον , ὃ ἂν μὴ ἐκπληρώσῃ , ἀπώλεσεν τὸν πατέρα , τὸν φιλόστοργον , τὸν ἥμερον .
λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τουτὶ τί ἦν τὸ ληκύθιον ; Οὐ κλαύσεται
5529144 μελλοιμι
μῆνας ἐκέκτηντο , παρὰ Αἰγυπτίων τοῦτο λαβόντες . ἀποδοίην ] μέλλοιμι ἀποδώσειν , ἵνα ἀποδώσω , ἀποδώσαιμι . τοὺς τόκους
ἔθος . ἔτι δ ' ἔγωγ ' , εἰ μὴ μέλλοιμι δόξειν παίζειν , φαίην ἂν δεῖν καὶ τὰς φερούσας
5521925 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
5517811 σιωπῃ
ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ μῦθον ἀγασσάμενοι : μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν . ὅτι
, ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς , ἐγὼ κάθημαι σιωπῇ . καί μοι δοκεῖς κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ
5510802 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
5504063 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
5502941 ἀπιστω
γίγνεται , βοηθητέον ἡνίκ ' ἔξεστιν ; ἐγὼ δ ' ἀπιστῶ οὐδ ' ἐκείνῳ , τῷ μὴ οὐ καὶ μόνον
δὲ , Χαιρέα , κακῶς ἔχω . ἀλλ ' οὐκ ἀπιστῶ . διόπερ ἥκω παραλαβὼν σὲ πρὸς τὸ πρᾶγμα ,
5500743 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
5498523 ἀνεσταυρωθη
ἑαυτῷ συνήθη καὶ φίλην τὴν Τύχην ὑπολαβὼν ὑφ ' ἑνὸς ἀνεσταυρώθη τῶν δορυφόρων . εἰς τοῦτό γε ἔληξαν αἱ Πολυκράτους
ἀπέβαλε καὶ αὐτὸς μετὰ τέκνων ἑπτὰ καὶ γυναικὸς αἰχμάλωτος ληφθεὶς ἀνεσταυρώθη . Οὕτω δὲ τῶν πραγμάτων τῷ Νίνῳ προχωρούντων δεινὴν
5498010 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
5487954 ἠναγκασα
. “ αὖθις ἐγένετο ἡ φωνή : αὖθις οὖν αὐτὸν ἠνάγκασα ἐπισχεῖν . τὸ τρίτον , βουλόμενός με λαθεῖν ,
τοὺς μὲν πολεμίους ἅμα τῷ συνάρχοντι ἐνίκησα διτταῖς μάχαις καὶ ἠνάγκασα καταλιπόντας τὸ φρούριον ἀπελθεῖν : τὸν δὲ λιμὸν οὐκ
5487229 ἀπολλυμαι
νόσον τινὰ καὶ ἀποστῇς , κἀγὼ τῆς σῆς παρουσίας ἐστερημένος ἀπόλλυμαι : ἔκτεινον τὰς χεῖράς σου εἰς τροφήν : ἀντὶ
ὢν τύραννος οἰκήσεις μόνος φίλων ἔρημος , ὦ τάλας , ἀπόλλυμαι τοῖς νοῦν ἔχουσιν οὐ κακῶς ἔχειν δοκεῖ πολλάκις ἄρα
5480639 ἁμαξιτοις
σοῦ τόδ ' , ὡς ὁ Λάϊος κατασφαγείη πρὸς τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς . Ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτ ' οὐδέ πω λήξαντ '
ἡ φάτις , ξένοι ποτὲ λῃσταὶ φονεύους ' ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς : παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς ,
5478073 ὑβριζε
' ἀλόγοις ζώιοισι βατήριον ἐς λέχος ἐλθεῖν . μηδ ' ὕβριζε γυναῖκα ἐπ ' αἰσχυντοῖς λεχέεσσιν . μὴ παραβῆις εὐνὰς
μεθ ' ἡμέραν ˘ – πῶς ἡ γυνή ς ' ὕβριζε ; × – θεός τίς ς ' ἠλέησε ὅδ
5459380 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
5442889 οἰκτρως
, εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ δ ' ἴδοιμ ' ὀλωλότας τούτους ,
τὴν μητέρα , καὶ παραλαβόντες ἐκείνην ἧκον πρὸς ἐμέ , οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες
5441703 ἑκους
στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων λζʹ , ὧν τελευταῖος : ἑκοῦς ' ἀνάγκηι τῆιδε καίνισον ζυγόν . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι
τ ' οὐκ ἀξίω . ἡ μὲν γὰρ ἁρπασθεῖς ' ἑκοῦς ' ἀπώλετο , σὺ δ ' ἄνδρ ' ἄριστον
5441604 λογοισι
καὶ σὺ χὠ νέος τρόπος , ἐν οὐ πρέποντι τοῖς λόγοισι χρώμενος . ἐπεὶ δὲ πάντων ἡμᾶς εὐθύνας σοι διδόναι
τὸ μέτρον ὃ νῦν ἔχει , εἷμα δοὺς καὶ πορφυροῦν λόγοισι ποικίλας καλοῖς δυσπάλαιστος ὢν τὸς ἄλλως εὐπαλαίστως ἀποφανεῖ .
5437866 πεφευγας
παρῆς τοῖς γινομένοις ἢ τὸ ? ἀκούσας παρ ' ἑτέρου πέφευγας ἐκποδών : πλησίον τῆς παρηΐδος αὐτῆς αὔραν πέμπων :
, ἵνα μὴ ἱκετεύω σε . θάρρει δὲ , ἐπεὶ πέφευγας τὸν ἐμὸν ἱκέσιον Δία , τουτέστι τὴν ἐμὴν ἱκεσίαν
5434577 στενει
ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην
. στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ
5432888 λαθραι
λαὸν εὐθύνων δορί . πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθραι πατήρ , ἵν ' , εἴ ποτ ' Ἰλίου
, τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ ' ἔξω λάθραι . καὶ ποῖ τράπωμαί γ ' ; εἰς τί
5432387 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
5426465 ὀφθεις
ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ . ἐγώ εἰμι ὁ θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ θεοῦ , οὗ ἤλειψάς μοι στήλην
καὶ ἐδεδίεις , ἵνα μὴ συγκινδυνεύσῃς αὐτῷ κοινωνὸς τῆς τυραννίδος ὀφθείς . Μόνον δὲ τοῦ φεύγοντος : ἔδειξεν ὡς μᾶλλον
5423674 ἀθλιως
εἶτ ' ἐσίγας Πλοῦτος ὤν ; Σὺ Πλοῦτος , οὕτως ἀθλίως διακείμενος ; Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον καὶ θεοὶ καὶ
ἰδεῖν ὑπάρχοντά τινι πλοῦτον , κακῶς δὲ ζῶντα τοῦτον καὶ ἀθλίως . Νὴ Δία , πολλούς γε . Οὐκοῦν οὐδὲν
5423201 γεροντιον
ἱστορίαν ὅτι πρῶτοί τε καὶ αὐτόχθονες οἱ Ἀθηναῖοι . ΓΘ γερόντιον : αἰνίττεται ὅτι πρωτογόνοι οἱ Ἀθηναῖοι . ὑπόκωφον δὲ
καὶ φονεύειν γύναια μεμηνότα καὶ θηλυμίτρην ἄρχοντα καὶ μεθύον σμικρὸν γερόντιον καὶ ἡμίτραγον στρατιώτην ἄλλον καὶ γυμνήτας ὀρχηστάς , πάντας
5410436 στεναξας
κατάκριτον , δι ' οὗ πυρώσεις πλείστας ὡς παχὺς φέρων στέναξας , ὄφρα λεπτὸς ἐκφανθῇς ὅλως ὡς πνεῦμα ἐκτραπῇς δὲ
κατάκριτον , δι ' οὗ πυρώσεις πλείστας ὡς παχὺς φέρων στέναξας , ὄφρα λεπτὸς ἐκφανθῇς ὅλως ὡς πνεῦμα ἐκτραπῇς δὲ
5408078 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
5405238 δακρυω
φερομένων , † αἰνέσαι , πικρὸν φρενῶν στύγος κρατούσῃ . δακρύω δ ' ὑφ ' εἱμάτων ματαίοισι δεσποτᾶν τύχαις ,
οὐδὲν ἀνύτεις , εἰπεῖν , Δι ' αὐτὸ δὲ τοῦτο δακρύω , ὅτι οὐδὲν ἀνύτω . : Ἦν δὲ ὁ
5400552 εἰσοραν
ἦν θάσσων ἄνω , καὶ τὸν ξένον μὲν οὐκέτ ' εἰσορᾶν παρῆν , ἐκ δ ' αἰθέρος φωνή τις ,
ἔσωσα δῆτά ς ' ἐξέπεμψά τε χθονός ; ὥστ ' εἰσορᾶν γε φέγγος ἡλίου τόδε . οὔκουν κακύνηι τοῖσδε τοῖς
5400033 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
5397355 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
5396927 Σοραιχος
τὸν Ῥοδάνην , ” σὺ μέν “ , εἶπεν ὁ Σόραιχος , ” ὦ Ῥοδάνη , κατὰ χώραν μένε καὶ
πιστὸν ἡγουμένη καὶ τὸν Σόραιχον αἰδουμένη . ἐπελθὼν δὲ ὁ Σόραιχος πρῶτον αὐτὴν ἐκέλευε προσιέναι καὶ λέγει : ” ὦ
5393841 δακρυουσα
τις ὑπὸ λῃσταῖς ἔγραψε περὶ λύτρων : ἡ γυνὴ αὐτοῦ δακρύουσα ἐτυφλώθη , ὁ παῖς ἐξελθὼν δέδωκεν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ
ἐπὶ τούτοις ὁ Ζεὺς ἑνὶ κεραυνῷ τὴν ἐπιχείρησιν ἔπαυσε : δακρύουσα δὲ τὸ πάθος ἡ ἀδελφὴ δένδρου φύσιν ἠλλάξατο :
5388458 ἐδεξαμην
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ?
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος
5378937 φοβηι
κοὐδὲν καθαρῶς . ἀλλ ' ἦ Κρονίου Πανὸς τρομερᾶι μάστιγι φοβῆι , φυλακὰς δὲ λιπὼν κινεῖς στρατιάν ; τί θροεῖς
? [ ] δὲ τούτων [ ] ? δρωμένων τίνας φοβῆι ; τοὺς μείζονα βλέποντας ? [ - ] ἀνθρώπων
5378798 ἀπωλεσα
φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα , παντοίῃς ' ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν ,
“ Οἴμοι δειλαία τῶν κακῶν : καὶ γὰρ τὸν ἄνδρα ἀπώλεσα διὰ σέ , οὔτε γὰρ ἂν ἔχοιμί σε τοῦ
5375749 σπουδηι
πρὸς Ἡρακλέα λέγων : ἔα , τί χρῆμα ; δέρκομαι σπουδῆι τινα δεῦρ ' ἐγκονοῦντα καὶ μάλ ' εὐτόλμωι φρενί
νενομίσθαι , καθ ' ἣν ἡμέραν Ἴων ὁ Ξούθου ἐβοήθησε σπουδῆι πολλῆι πολεμουμένοις Ἀθηναίοις ὑπὸ Εὐμόλπου τοῦ Ποσει - δῶνος
5375313 κἀγω
γῆς ἀπελήλυθε ; φυλάττεται παρὰ τίσιν ; οὐ γὰρ δὴ κἀγὼ καθάπερ ἐκεῖνος ἐν ὑποψίαις εἰμί , ὡς ἀπιστεῖσθαι .
ἀλλὰ πρὸς τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις καὶ μεταπτώσεις . οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοις λόγοις τιθασεύσας τὸν Ἀλέξανδρον
5368954 ἐλεεινον
οὖν ὁ Ἀρκτοῦρος φαίνεται , ἔπειτα ἡ χελιδὼν ἡ θρηνητικὴ ἐλεεινὸν ἢ ἑωθινὸν γοῶσα καὶ θρηνοῦσα . * τὸν δὲ
ἀταρτηροί περ ἐόντες , ἐς δὲ πόλιν μιν ἄγωσι θοῶς ἐλεεινὸν ἐόντα , ὄφρ ' ἡμῖν ἀλεγεινὸν ἐς Ἄρεα σῆμα
5365046 ἀκουσῃ
Φαίδρας λεγόμενον : πρὸς τὰς τοῦ χοροῦ , ἵνα μὴ ἀκούσῃ ὁ Ἱππόλυτος ἔσωθεν : τὸ προοίμιόν σου τῶν λόγων
διὰ τοῦτο χαλεπῶς μοι ἔχειν : ἥντινα δέ , αὖθις ἀκούσῃ . Ἀλλ ' οὐκ ἀνέξομαι . Τό γε τῆς
5362024 ὁραις
ὦ παῖ , τὰς τύχας ἐκ τῶν πόνων θηρᾶν : ὁρᾶις γὰρ πατέρα σὸν τιμώμενον . πατρὸς δ ' ἀνάγκη
' ἐπιφέρει : τὰ δυσχερῆ γὰρ καὶ τὰ λυπήσοντά σε ὁρᾶις ἐν αὐτῶι , τὰ δ ' ἀγάθ ' οὐκ
5359600 ὠφελον
ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο , ὡς μήποτε ὤφελον : οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο , διόπερ
γέ - γονεν εἰδὼς οὐδὲ γινώσκων , ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον . καὶ μὴν καὶ τὸ θαυμάζειν τι πρᾶγμα ἠθικὸν
5356486 Σωστρατε
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ '
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον
5351478 δεδοικεν
πορεύσομαι δὴ εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς κληρονομίας ἡμῶν , ἀλλὰ δέδοικεν ἡ ψυχή μου , ὅτι χωρίζῃ ἀπ ' ἐμοῦ
νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν , καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ ' αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων : ὁ
5347932 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
5346313 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5345450 ἠνειχομην
τύχαις ταῖς οἴκοθεν ἤλγουν μὲν ἤλγουν , συμφορὰς δ ' ἠνειχόμην , σῶν δὲ στερηθεὶς ὠιχόμην ἄκων γάμων . νῦν
ἦν , ἀλλὰ φάρμακον ὥσπερ ψυχῆς νοσούσης . περιβαλλούσης οὖν ἠνειχόμην καὶ περιπλεκομένης πρὸς τὰς περιπλοκὰς οὐκ ἀντέλεγον : καὶ
5344033 οἰκονομησεις
τὸ διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τὸ μὴ ἀποχειροτονηθῆναι αὐτὸν οἰκονομήσεις : εἶτα ἐρεῖς : ὅτι , ἀλλ ' ἐπειδὴ
Ὅτε χρυσὸν ἔλαβες , ὀφείλεις οἰκονομῆσαι , καὶ εἰ προσεχῶς οἰκονομήσεις , τὸν χρυσὸν ἕξεις . Καὶ μὴ ὑπολάβῃς ,
5338500 ἀπιστε
φιλίην . ἔρρε , θεοῖσίν τ ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε , ψυχρὸν ὃς ἐν κόλπωι ποικίλον εἶχες ὄφιν .
βασανίζεις , ἐπὶ τοιούτῳ διηγήματι ζῆν ἀναγ - κάζων . ἄπιστε Καλλιρόη καὶ πασῶν ἀσεβεστάτη γυναικῶν , ἐγὼ μὲν ἐπράθην
5336912 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
5333511 προσκαλουμενος
: Ἅγιος , ἅγιος , ἅγιος κύριος ὁ θεὸς ὁ προσκαλούμενος αὐτὸν τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν . ἔκρυψεν δὲ Ἁβραὰμ τὸ
δικαστῶν . ὁ δὲ βασιλεὺς καθ ' ἕνα τῶν δικαστῶν προσκαλούμενος ἐπηρώτησε , τίσι δικαίοις προσσχὼν ἕκαστος ἀπέλυσε τὸν κατηγορούμενον
5329053 Ἐμε
ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν
μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν
5325419 ᾐσθομην
γένοιτο μεμαρτύρηταί τε ὑμῖν : ἐπειδὴ δὲ ἐπεδήμησα ἐγὼ καὶ ᾐσθόμην καρπουμένους τούτους τὰ ἐκείνου , . . . ὁ
ἀναιρούμενον ; ἀλλ ' εἰ μὲν μὴ καὶ πρότερον ὑμᾶς ᾐσθόμην οὐκ ἀγνοοῦντας μέν , ὡς ἡ νίκη τῶν ἔργων
5315427 ἀναπνευσαι
αὐτῇ οὔ τι μάλα ᾤετο χρῆναι , οὐδ ' ὅσον ἀναπνεῦσαι τῶν πόνων : καταλιπὼν δὲ αὐτοῦ Βόνον τὸν στρατηγὸν
οὐκ οἶσθα , ὅτι νῦν μὲν στῆναι , συνελθεῖν , ἀναπνεῦσαι , πολλὰ μία ἡμέρα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἔδοσαν
5315318 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει

Back