τὸν Ῥοδάνην , ” σὺ μέν “ , εἶπεν ὁ Σόραιχος , ” ὦ Ῥοδάνη , κατὰ χώραν μένε καὶ
πιστὸν ἡγουμένη καὶ τὸν Σόραιχον αἰδουμένη . ἐπελθὼν δὲ ὁ Σόραιχος πρῶτον αὐτὴν ἐκέλευε προσιέναι καὶ λέγει : ” ὦ
6505089 Σινωνιδος
? ? τὴν ὀλίγην ἐκείνην κόμην . τί γὰρ ἔτι Σινωνίδος χρῄζεις ; ἔχεις κόρην κεκαρμένην ὡς ἐγώ , εὐτυχέστερον
παρὰ δύναμιν ἁμιλλώμενος ὡς ὁρᾷ τὴν [ χλαῖναν ] τῆς Σινωνίδος πόρρωθεν βοᾷ : ” μεῖνον Σινωνί : Σόραιχος ἐγὼ
5643853 κἀμε
νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα
Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν
5559997 Λεωναν
οὐ δεσπότου νόμῳ χρώμενος . ” Ἔδοξεν οὕτως καὶ καλέσας Λεωνᾶν “ ἄπιθι ” φησὶν “ εἰς τὴν πόλιν :
φιλοσοφοῦσαν . μηκέτ ' οὖν φέρων μόνος αὑτῷ διαλέγεσθαι , Λεωνᾶν μετεπέμψατο : κληθεὶς δὲ ἐκεῖνος συνῆκε μὲν τὴν αἰτίαν
5452447 ἐκινησα
μὴ καὶ ἐνθένδε μετὰ γραμμάτων ἐξίοι , μόλις τὴν γλῶτταν ἐκίνησα καὶ πρὸς τοσοῦτον μέτρον , ὅσον ὁρᾷς . Βῆρον
ποτε ἅπαξ κακὰ πάσχων πολλὰ οὐκέτι φέρων πρὸς αὐτὸν λὰξ ἐκίνησα , εἶχεν ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ .
5430494 Αἰσωπον
τῷ Ἑρμίππῳ κελεύει , μηδὲν ἐξετάσαντα οἷα δὴ προδότην διαχειρίσασθαι Αἴσωπον . ὁ δὲ Ἕρμιππος φίλος τε ἦν τῷ Αἰσώπῳ
παραγενόμενος καὶ ἐκκλησίαν συναγαγὼν ἔπεισε τοὺς Σαμίους ἔκδοτον δοῦναι τὸν Αἴσωπον . ὁ δὲ Αἴσωπος εἰς μέσον ἐλθὼν ἔφη “
5396927 Ῥοδανης
ἐξηπατήθη ἢ ἐψυχαγωγήθη . οὐ σοὶ μόνῃ , τέκνον , Ῥοδάνης ἐστὶ καλός . “ Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸ τοῦτο
ὅτι ἔχω μὲν ξίφος , ἔχω δὲ τραῦμα : καὶ Ῥοδάνης μὲν ἀνεσταυρώθη μόνον , ἐγὼ δὲ καὶ ἡψάμην τοῦ
5334859 γελων
νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει ,
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ
5325116 Ἁιδην
. ὅτι σοφιστὴν καλεῖ Πλάτων καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Ἅιδην καὶ τὸν Δία , καὶ παγκάλην λέγει εἶναι τὴν
δ ' ὑγρὰν οὐσίαν Ποσειδῶνι προσέθηκε , τρίτον δ ' Ἅιδην τὸν ἀφώτιστον ἀέρα δηλοῖ , κοινὸν δὲ πάντων καὶ
5263242 ἐκλαον
: καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν . Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα
εἰς γῆν , ἀποβὰς τοῦ σκάφους καὶ τῷ σώματι περιχυθεὶς ἔκλαον : “ Νῦν μοι , Λευκίππη , τέθνηκας ἀληθῶς
5163898 τηνδ
κἀμοὶ μύθου μέτα , Τυνδαρίδαι ; καὶ σοί : Φοίβωι τήνδ ' ἀναθήσω πρᾶξιν φονίαν . τίς δ ' ἔμ
πᾶσιν γὰρ ἡμῖν τοῦτ ' ὀφείλεται παθεῖν . ἰδοὺ δίδωμι τήνδ ' ἐγὼ γυναῖκά σοι Φαίδραν : ἐπὶ πῦρ δὲ
5116480 Στρατηγιον
μισθὸν ἀπόδος : ἔστι δὲ ὁ μισθὸς τὸν ἑταῖρον ἡμῖν Στρατήγιον ἐπί τινος φανῆναι σχήματος . πάντως δὲ δύναμίς ἐστί
τὰς τῶν πόλεων ἁμαρτίας ἡμέρου . ὃς ὕπαρχον ἐνταῦθα πέμπων Στρατήγιον ἐπὶ τῷ Θεοφίλου θανάτῳ , ὃν οὐκ ἄξιον ἐκεῖνος
5105200 Ὀρεστην
' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει . Ἄργους δ ' Ὀρέστην , Μενέλεως , ἔα κρατεῖν , ἐλθὼν δ '
ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν , ὡς ταῦτ ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν . ὑμεῖς δ ' ἐμεῖτε
5063316 προσδοκων
οὗτος μόνος . ” ὁ δὲ Ξάνθος ἐλυπήθη πάνυ , προσδοκῶν ὅτι παρελογίσαντο αὐτόν . τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντων αὐτῶν
ὁδηγούμενος ἐπιθυμίᾳ καὶ φιλονεικίᾳ τῇ ἐμῇ πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ προσδοκῶν ἤδη πεπάσθαι τῶν ζητημάτων καὶ τὴν συγγραφὴν μέλλων καταλύειν
5058293 ἐτρεμον
ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν . οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι καὶ ὁρῶντες ἔτρεμον , ὁ δ ' ἐν τῷ κινδύνῳ καθεστὼς ἀνδρεῖος
καὶ ἄλλοι . κωλῆν δ ' ὡς εἶδον , ὡς ἔτρεμον : ἐν δὲ σίναπυ κεῖτ ' ἀγχοῦ γλυκὺ πνεῖον
5055894 Δαφνιν
καὶ τὰς αἶγας ἀπ ' ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν . Τοιαῦτα δὲ αὐτῶν παιζόντων τοιάνδε σπουδὴν Ἔρως ἀνέπλασε
. Ἡ μὲν δὴ μαθοῦσα λυπηρῶς πάνυ διῆγε καὶ τὸν Δάφνιν ἐλάνθανεν ἐπὶ πολύ , λυπεῖν οὐ θέλουσα : ὡς
5041373 Αἰσωπος
γεννηθέντες τῶν Ἑλλήνων δοῦλοι καθεστήκατε . ” ταῦτα εἰπὼν ὁ Αἴσωπος περὶ ἐκδημίαν ἐγένετο . οἱ δὲ Δελφοί , λογισάμενοι
. ὁ δὲ Ξάνθος λέγει “ λύσατε αὐτόν . ” Αἴσωπος λέγει “ οὐ βούλομαι λυθῆναι . ” Ξάνθος :
5032773 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
5024056 Πολεμον
Οὐ σιωπήσεσθ ' , ὅπως μὴ περιχαρεῖς τῷ πράγματι τὸν Πόλεμον ἐκζωπυρήσετ ' ἔνδοθεν κεκραγότες ; Ἀλλ ' ἀκούσαντες τοιούτου
κατέλαβεν Ἑρμῆν μόνον ἄνω . κᾆτ ' ἐπιδείκνυσιν φράσας τὸν Πόλεμον † βρύθηται ἀπηρτημένον ἀέριος † ἕτοιμόν τ ' ὄντα
5022822 νεανιαν
δύναιο μὴ καμὼν εὐδαιμονεῖν , αἰσχρόν τε μοχθεῖν μὴ θέλειν νεανίαν . ἐπίσταμαι δὲ καὶ πεπείραμαι λίαν ὡς τῶν ἐχόντων
ἀκριβὴς ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος , ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς παρούσης τιμωρίας , ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου τρόπον βαρύτατον
5021493 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
5019269 ἐλευθερως
δ ' ἁπλῶς , ἀκάκως , ἀπλάστως , ἐκφανῶς , ἐλευθέρως , εὐθυρρημόνως , εὐήθως . τάττοιτο δ ' ἂν
ἐστὶν ἐντιμότερος . ἐλευθέρως δὲ . . . : [ ἐλευθέρως ] φησὶν πολιτευόμεθα [ ] [ ἔν τε τοῖς
5008721 δεσποτην
τῶν τῇ Σελήνῃ καὶ τῷ ὡροσκόπῳ συμβεβηκότων , τὸν δὲ δεσπότην ἐκ τῶν τῷ Ἡλίῳ καὶ τῷ μεσουρανήματι . ἐὰν
ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν : ” οὕτως οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν . ” ὁ
5007465 δεδιοτα
θηλείας ἁπάσας : ὅπερ ἐπιστάμενα τὰ ζῷα καὶ ἐρημίαν τέκνων δεδιότα ἐς ἐπιγονὴν τοιαῦτα δρᾷ . ἀντίπρῳροι τῷ νότῳ πέτονται
οὖν ὥσπερ ἐν τοῖς Περσικοῖς δείπνοις κάτω νεύοντα κατακεῖσθαι , δεδιότα μή τις εὐνοῦχός σε ἴδῃ προσβλέψαντα μιᾷ τῶν παλλακίδων
5002677 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
5000843 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
4951672 ὑβρισμενην
, τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν . οὐ γὰρ ἦν ἑτέραν
περιπεσὼν αἴτιον ἔγνω τῆς νόσου τὸ γεγονός , δύο τὴν ὑβρισμένην ἐτίμα ναοῖς , τῷ μὲν τὸ πλημμέλημα λύων ,
4951585 τἀμα
γ ' αὐτὴν ἔλαβε παῖς παιδὸς γέρας . οὔκουν ἐκείνου τἀμὰ τἀκείνου τ ' ἐμά ; ναί , δρᾶν εὖ
ἀρχαίας κωμωιδίας ποιητὴς λέγων οὕτως : ὦ λιπερνῆτες γεωργοί , τἀμὰ δὴ συνίετε ῥήματ ' , εἰ βούλεσθ ' ἀκοῦσαι
4933994 αἰδεσθεις
οἰκτείρων αὐτόν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε
. πάλον ] κλῆρον . Ξ Τυδεὺς μὲν ἤδη : αἰδεσθεὶς τὰ Ὁμηρικὰ ἐγκώμια πρῶτον αὐτὸν καταλέγει ὁ Αἰσχύλος .
4921088 ἑταιρον
πολλαῖς ἡμέραις μικρὸν ἀνύσῃ μέτρον . πέρασον οὖν ἡμῖν τὸν ἑταῖρον οὐ τὸν Δαιδάλου τρόπον , ἀλλ ' οἶσθα ὃ
καὶ γὰρ καὶ ταῦτα αὐτῷ ὑπάρχει . Ἑρέννιον τὸν ἐμὸν ἑταῖρον φθάνεις μὲν ἐπιστάμενος , οὔπω δὲ ἱκανῶς , ὅσον
4920199 φορτον
ἐκ τούτου . Ὁλκὰς ἐφάνη τις ἐξαπίνης Λατινικὴ σῖτον ἔχουσα φόρτον καὶ κομίζουσα τοῦτον ἐν τῇ πόλει χρῃζούσῃ . Οἱ
κατὰ τοῦ ποταμοῦ θέουσι , καὶ ἁμάξας ἄγουσι καὶ τὸν φόρτον μετῆραν ἐπὶ τοῦ τέως ὕδατος . καὶ πάλιν μετὰ
4900029 ἀνδρ
' Ἑρμῆ , μὴ λέγε , ἀλλ ' ἔα τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ ' εἶναι κάτω : οὐ
τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας δαίνυται , ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ ' ἀλεγύνειν : πάντες γὰρ καλέουσι . πατὴρ δὲ
4894256 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
4886268 οἰχομενον
τὴν τελευτὴν παντὸς χρήματος ὁρᾶν ἐκέλευε . Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον , ὡς εἰκάσαι
: καλῶς δὲ ἐποίησας ἀφελὼν τῆς λύπης , ἣ τὸν οἰχόμενον οὐκ ὠφελοῦσα τὸν ζῶντα ἔκοπτεν . ἰατρὸν μὲν οὖν
4884321 Κυριον
ἐν ἀληθεία ἐν τοῖς οὐρανοῖς . Καὶ νῦν φοβήθητε τὸν Κύριον , τέκνα μου , καὶ προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τοῦ
αἱ θήλειαι . ὁ δὲ Σμικύθης Θρᾳκῶν βασιλέυς . “ Κύριον ” δὲ ἀντὶ τοῦ Κύρου τοῦ Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν
4880637 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
4874815 ἀτιμασας
δ ' εἰ δοκεῖ , τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ ' ἀτιμάσας ' ἔχε . Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι ,
πρὸς ἀλλήλους . πλέον οὐδὲν ἕξεις σκαιὸν ἄνδρα τιμήσας , ἀτιμάσας δ ' ἂν αὐτὸν ὠφεληθείης . ] Ὁ τελμάτων
4873509 ἡξειν
σοι . ὅθεν καὶ ἐγγύη ἡ ὑπόσχεσις . . . ἥξειν : Ἐλθεῖν . οἴσω : Κομίσω . . .
πατρὸς ἔλεγε πρὸς αὐτόν : ὁ δὲ ὑποκρινόμενος ἔφη οὐδαμὰ ἥξειν ἐς Κόρινθον , ἔστ ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν
4871159 κᾀτα
' αὐτόν . εἶτα γνούς πως τοῦθ ' ὑποδεῖται , κᾆτά τις εἶπε τῶν ξυμπινόντων ἤδη σύ ; τί οὐχ
ἔδοξα ἐν τῷ δρόμῳ καὶ ἔξω ἐλάσαι τῶν ὅρων , κᾆτά μοι ἄχθεται καὶ τὴν νύκτα τριπλασίαν τῆς ἡμέρας ποιῆσαι
4868676 ἐμε
οὐδὲ ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν . εἶτα ὁ Πλούτων εὖ οἶδα ὅτι ἐμὲ ῥᾳθυμεῖν ἐν τούτοις ὑπολήψεται , καὶ ταῦτα παρ '
τῶν οἴκων ἄκουσαν ἄκων , μήτε ἐκεῖνος θέλων , μήτε ἐμὲ θέλουσαν , ἀλλ ' ἐβίαζεν αὐτὸν κατὰ ἀνάγκην ταῦτα
4833299 οἰκτον
τὸ ταπεινὸν σχῆμα καὶ ἄλλα πολλὰ [ φέρων ] εἰς οἶκτον ἐφελκόμενα τὸ πλῆθος . ταῦτα δὴ πάντα κατηγορήματα τῶν
* ἀχθομένους : προσγενήσεσθαι δὲ καὶ τὸν ἀπὸ τοῦ παιδὸς οἶκτον ὀφθέντος τῷ στρατῷ . Ἀλλὰ ταῦτα δυσχερῆ ὑπεφαίνετο ἀνδρὶ
4830602 κἀγω
γῆς ἀπελήλυθε ; φυλάττεται παρὰ τίσιν ; οὐ γὰρ δὴ κἀγὼ καθάπερ ἐκεῖνος ἐν ὑποψίαις εἰμί , ὡς ἀπιστεῖσθαι .
ἀλλὰ πρὸς τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις καὶ μεταπτώσεις . οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοις λόγοις τιθασεύσας τὸν Ἀλέξανδρον
4828649 διαλεχθειη
λαμβάνει μεταβολάς . τίς γὰρ ἂν ὁμοίως γονεῦσι καὶ τέκνοις διαλεχθείη , τῶν μὲν φύσει δοῦλος , τῶν δὲ γένει
καὶ δῶρον πέμπεται τρόπον τινά . Τίς γοῦν οὕτως ἂν διαλεχθείη πρὸς φίλον , ὥσπερ ὁ Ἀριστοτέλης πρὸς Ἀντίπατρον ὑπὲρ
4828597 ὁρᾳς
βασιλέα βάρβαρος ποιμήν : πολλοὶ Πάριδες ἐν Πέρσαις . οὐχ ὁρᾷς τοὺς κινδύνους , οὐ τὰ προοίμια ; πόλεις ἡμῖν
δ ' ἔστι ; πρὸς χορὸν γὰρ οἰκείων ἐρεῖς . ὁρᾷς τὸν ὑψοῦ τόνδ ' ἄπειρον αἰθέρα καὶ γῆν πέριξ
4827794 τεθνεωτα
τὴν δίκην ἐπανελθεῖν , ὑφ ' ἡμῶν δὲ κατεκωλύθη τὸν τεθνεῶτα ἐλεούντων , εἰ τοὺς ἐχθροὺς αἰσθήσεται τὰ αὑτοῦ καρπουμένους
ποτε οὖσαν Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος θυγατέρα κουρίδιον ἄνδρα τὸν ἑαυτῆς τεθνεῶτα θρηνεῖν πόθῳ φιλίας , Κήϋκα τὸν Τραχίνιον τὸν Ἑωσφόρου
4826167 ὀχλον
τὴν κεφαλήν , φοίνικα δὲ διὰ τῶν χειρῶν φέρεις , ὄχλον δὲ τοσοῦτον ἐπισύρῃ . καὶ ὃς ἀπεκρίνατο ἐπὶ τῷ
, τοιοῦτον εὕροις ἂν καὶ περὶ τοὺς καλουμένους σοφιστὰς πολὺν ὄχλον ἐνίοτε συνεπόμενον ἀνθρώπων ἠλιθίων : καὶ γνώσῃ ὅτι οὐδὲν
4823256 ῥευστον
ὠφελεῖτο πάντως ὁ κάμνων , ἀλλ ' ἐπειδὴ τὸ ὑποκείμενον ῥευστόν ἐστι καὶ ἄλλως ἔσχε , τούτου χάριν ἐγένετο ἡ
ὅτι οὐ δυνατὸν δὶς εἰς τὸν ποταμὸν παρελθεῖν διὰ τὸ ῥευστόν : οὐδὲ γὰρ μένει ὁ αὐτός : καὶ ἔλεγεν
4819738 κακοδαιμονα
λογικὸν ὄντως , τὸν δὲ μὴ δυνάμενον ἄλογόν τε καὶ κακοδαίμονα . „ Ἀδὰμ δὲ ἔγνω τὴν γυναῖκα αὐτοῦ :
ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ ἴσως αὖ ὑμεῖς ἐμὲ ἡγεῖσθε κακοδαίμονα εἶναι , καὶ οἴομαι ὑμᾶς ἀληθῆ οἴεσθαι : ἐγὼ
4817363 παραστησαμενη
ἦσαν κεχωρισμένοι : ἡ δὲ Ἄρτεμις τηνικαῦτα οὐ παρῆν . παραστησαμένη δὲ τὸν υἱὸν τὸν τοξότην ἡ Ἀφροδίτη εἶπε :
πράττων , ἣ τοὺς ἐξ ἑαυτῆς γεγενημένους ὑμᾶς ἱκετεύει , παραστησαμένη τὰ ὑμέτερα τέκνα καὶ γυναῖκας , τιμωρήσασθαι τὸν προδότην
4816676 πανωλεθριαν
ἀναγκαία καὶ φυλαττομένη μὲν ἀγαθῶν αἰτία ταῖς πόλεσι περιορωμένη δὲ πανωλεθρίαν ἐπάγει τοῖς ῥᾳθυμοῦσι καὶ τὰ τοιαῦτα : ὅταν δὲ
οὐ μετὰ δίκης ἀμυνοῦνται : καταχρήσονται δυνα - στείαις εἰς πανωλεθρίαν . [ Ἐπειδή , φησίν , ] οὐ περὶ
4815673 συ
ὑπουργῆσαί με χρή ; χαῖρ ' : ἄξιος γὰρ καὶ σὺ καὶ πόλις σέθεν . ἔσται τάδ ' : ἀλλὰ
ἐχθροῦ ἰδίου ἕνεκα ἀποθανεῖν ὡς παρὰ βασιλέως πλέοντα ἠξίουν . σὺ δέ , ὅπερ ἦν , ἀπιστήσας αὐτοῖς ἔτι καὶ
4815279 πεμπων
βασιλεύς , ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε , μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα . ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ
τῶν ἄλλων ἡδονῶν . , . . Ἐπείρα ἐπείρα χρήματα πέμπων τῆς διαφθορᾶς δέλεαρ . , . . Ἐκτόπως πρὸς
4801098 ἠθελε
γνοὺς ὁ Δηιόκης ἐς ἑωυτὸν πᾶν ἀνακείμενον οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε οὔτ ' ἔφη δικᾶν
κολοιὸς δὲ τοῦτον θεασάμενος διὰ ζῆλον [ τοῦτον ] μιμήσασθαι ἤθελε . καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ
4791839 νεανισκον
υἱὸν Ἀγαθοκλῆ , πρῶτον μὲν ἐν ταῖς Συρακούσαις συνέστησε τὸν νεανίσκον , ἀποφαινόμενος διάδοχον ἀπολείψειν τῆς ἀρχῆς : μετὰ δὲ
τοῖς Θηβαίοις . οὗτοι δὲ τῷ Ἐπαμεινώνδου πατρὶ παρέθεντο τὸν νεανίσκον καὶ προσέταξαν ἅμα τηρεῖν ἐπιμελῶς τὴν παρακαταθήκην καὶ προστατεῖν
4791815 λαθων
Λοξίου μαντεύματα γάμων ἀπείχεθ ' : ὅμως δέ γε τίκτει λαθών , πρὸς τοῦ παρόντος ἱμέρου νικώμενος . Δανάην δέ
διελέχθην καὶ πείθω μετὰ τῆς καλλίονος μοίρας γενέσθαι τὴν ἐναντίαν λαθών . τότε μόνον ἠπάτησα , Ξάνθιππε , τῆς ἀπάτης
4783918 δημιον
ληφθεὶς δέ ποτε ἐπ ' αὐτοφώρῳ καὶ περιαγκωνισθεὶς ἐπὶ τὸν δήμιον ἀπήγετο . τῆς δὲ μητρὸς ἐπακολουθούσης αὐτῷ καὶ στερνοκοπούσης
γύναι , τὸν φόνον , δεύτερον ἀγωνιστὴν τοῦ δράματος ἔχουσα δήμιον δοῦλον , σφαγέα δεσπότου , μαστιγίαν ἀνδρὸς ἀλιτήριον ,
4782611 ἐπανηκοντα
τἆλλα ἔμπορον ὄντα καὶ πολλὰ ὑπισχνούμενον , οὔτε Πολέμωνα τοιοῦτον ἐπανήκοντα χρήσιμον μὴ παραδέχεσθαι : προσέτι γὰρ καὶ ζηλότυπός ἐστιν
καὶ προσειπεῖν , ἄλλως τε καὶ ἀφ ' ὧν συνευξάμεθα ἐπανήκοντα , εἴη δ ' ἄν τι καὶ προπέμψαι ἅμα
4767442 ὁμολογησον
' ἐξελεγχθῇς ψευδόμενος , Δημόσθενες , τοιαύτην δίκην δός : ὁμολόγησον ἀνδρόγυνος εἶναι καὶ μὴ ἐλεύθερος ἐναντίον τούτων . Κάλει
ἐπὶ τῇ δωρεᾷ “ σὺ οὖν ” εἶπε “ χάριν ὁμολόγησον ὑπὲρ ἡμῶν Διονυσίῳ ” καὶ ἅμα ὤθησεν αὐτήν .
4764944 Λευκιππην
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος
4755166 ὑπασπιστην
πεντήκοντα δραχμὰς ἐφόδιον ἐς Πελοπόννησον ἐνέβαλε . πυθόμενος δὲ τὸν ὑπασπιστὴν αὐτοῦ χρήματα εἰληφέναι παρά τινος τῶν αἰχμαλώτων ἐμοὶ μὲν
τὴν τοῦ βίου καταστροφὴν ἐποιήσατο . πρῶτον μὲν γὰρ τὸν ὑπασπιστὴν προσκαλεσάμενος ἐπηρώτησεν , εἰ διασέσωκε τὴν ἀσπίδα . τοῦ
4751580 δητ
δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ
θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ
4745584 ἀγρον
τοὺϲ νενυγμένουϲ . δύναιτο δ ' ἄν τιϲ κατ ' ἀγρὸν μηδενὸϲ εὐπορῶν πρόπολιν πρόϲφατον καὶ λιπαρὰν ἐντιθέναι κατὰ τοῦ
τῷ πατρί . Ἡμέρας δὲ γενομένης συνθέμενοι πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν ἤλαυνον : ἐδεήθησαν γὰρ τοῦτο Δάφνις καὶ Χλόη ,
4743898 ἱκετευε
? ? [ ] [ : ὁ δ ' ἐξολισθὼν ἱκέτευε ⌋ τὴν κράμβην ⌊ ⌋ τὴν ἑπτάφυλλον , ἣν
χρόνῳ . τελευτῶσα δὲ ἡ μήτηρ αὐτῶν ἠντεβόλει με καὶ ἱκέτευε συναγαγεῖν αὐτῆς τὸν πατέρα καὶ τοὺς φίλους , εἰποῦσα
4738302 ἐπικυψας
, Ποστουμίῳ τῷ τῆς πρεσβείας ἡγουμένῳ προσελθὼν ἀπεστράφη τε καὶ ἐπικύψας τὴν ἐσθῆτα ἀνεσύρατο τὴν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ πρεσβευτοῦ κατησχημόνησεν
πάντα τὰ πράγματα ἡμερῶν πέντε καὶ πεντήκοντα . Ἔδοξέ τις ἐπικύψας πονηρὸν ὄζοντας τοὺς περὶ τὸν [ ἀρχαῖον ] ὀμφαλὸν
4733878 εὑρηι
. . . ] . ! ασταε ! ! ἵνα εὕρηι ? ? ? ωμαυνλεγε ! ! ! διὰ ?
λάθω δέδοικα καὶ τύραννον , ἡνίκ ' ἂν κενὰς κρηπῖδας εὕρηι λαΐνας ἀγάλματος . πῶς οὐ θανοῦμαι ; τίς δ
4731880 ἀναβηναι
, τούτου ἂν οἰδήσαντος διαπύησιν γίνεσθαι συμβαίνει , ὑγρόν τε ἀναβῆναι κατὰ τὰς διαιρέσεις , νευρικάς τε ἀπαντῆσαι συμπαθείας ,
κατὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡς πῶμα καὶ οὐκ ἐᾷ τοῦτον ἀναβῆναι καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀποπνίγει αὐτόν . Ἀργαλέη :
4730083 στενωπον
: εἰ δὲ ἀπιστοίην , ἠξίου με παρακύψασαν ἐς τὸν στενωπὸν ὑμῶν ἰδεῖν πάντα κατεστεφανωμένα καὶ αὐλητρίδας καὶ θόρυβον καὶ
κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς ἐμβλέπει . κώμην : οἱ πλεῖστοι τὸν στενωπὸν καὶ τὴν οἷον γειτνίασιν , οἱ δὲ τοὺς ἐν
4729550 ἀθλιως
εἶτ ' ἐσίγας Πλοῦτος ὤν ; Σὺ Πλοῦτος , οὕτως ἀθλίως διακείμενος ; Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον καὶ θεοὶ καὶ
ἰδεῖν ὑπάρχοντά τινι πλοῦτον , κακῶς δὲ ζῶντα τοῦτον καὶ ἀθλίως . Νὴ Δία , πολλούς γε . Οὐκοῦν οὐδὲν
4727740 σιγην
λόγοι . ὁ δὲ σῖγα νόον : ὁ δὲ κατὰ σιγὴν πράττων καὶ ἐν ἑαυτῷ κρύπτων τὸ συμφέρον , οὗτος
, ἣν τὸ μὴ λαβεῖν σου γράμματα ἐποίει , τὴν σιγὴν δὲ ἔλυε τὸ λίαν ἐπιθυμεῖν εἰ μὴ ἄλλην ,
4722812 ἐφεισατο
, πραγματικὸς ἀνὴρ γενόμενος , οὐδέποτε ἐν ταῖς τοιαύταις περιστάσεσιν ἐφείσατο χρημάτων , ἀλλὰ διαδοὺς πλείονα τῶν αἰτουμένων ταχὺ καὶ
ἰδὼν τὸν Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον καὶ τερατώδη τὸ σῶμα οὐκ ἐφείσατο τοῦ ἑαυτοῦ τόξου καὶ ἔμενεν , ἀλλὰ τὸν Αἰακοῦ
4719086 θεραπαιναν
, ὦ ἄνδρες : κατηγοροῦσι γάρ μου ὡς ἐγὼ τὴν θεράπαιναν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ μετελθεῖν ἐκέλευσα τὸν νεανίσκον .
οἱ δὲ πιστεύσαντες Ἑλένην εἶναι πῦρ καὶ λίθους ἐπὶ τὴν θεράπαιναν * * * καὶ ὡς ἱκανὴν δίκην ἐπὶ τῷ
4711461 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
4699311 ἐρανον
οὐκ οἴει τοὺς μαχομένους τῶν στρατιωτῶν τῶν λαφύρων αὐτῷ εἰς ἔρανον φέρειν τὸ μέρος ; μὴ τοίνυν ἡμεῖς οἷς ἀπὸ
μαστροπῶν καὶ παντὸς ἀκολάστου θιάσου χορηγὸς φιλοτιμότατος . σὺ δὲ ἔρανον παρέξεις πένησι φίλων , χαριεῖ δωρεὰς τῇ πατρίδι ,
4698158 σε
ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα ἔφη : „ ἀλλ ' ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω : ὁρῶ γάρ , ὡς οὐκ ἄνευ κακῶν
οἵ ς ' ὠτειλὴν αἷμ ' ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες : οὐδέ σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται , ἀλλὰ Σκάμανδρος οἴσει δινήεις
4696757 ἀφηκε
καὶ βασιλείαν τὴν τότε . τεκμήριον δέ , πλείω μὲν ἀφῆκε δάκρυα καλούμενος ἐπ ' αὐτὴν ἐχόμενος τῆς ἐν ἀκροπόλει
φιλαλλήλων ; τίνος μελῳδοῦ πρὸς τὸν ἦχον ὑπνώσεις ; ” ἀφῆκε τὸν πέρδικα , καὶ γενειήτην ἀλεκτορίσκον συλλαβεῖν ἐβουλήθη .
4696016 ἀμειψασθαι
δὲ γᾶ , ὅ ἐστιν : ἱκανή ἐστιν ἡ πόλις ἀμείψασθαι τὰς εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ
φοιτῶντος , καὶ παραμείνας χρόνον ἔτυχεν ἰάσεως . ὑπὲρ τούτου ἀμείψασθαι τὴν εὐεργεσίαν βουλόμενος ἔγραψεν ἓξ λόγους τοὺς ἱεροὺς λεγομένους
4691884 δυσχερανας
Γναῖος αὐτοῖς ὑπήντα , χαλεπαίνων ὡς ὑπάτου παρανόμως ἀνῃρημένου : δυσχεράνας δ ' ὅμως εὐθὺς ἦρχεν αὐτῶν . Ἐξαγγελθέντος δ
; πρὸς τί τοῦτ ' εἶπες ; Τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν δυσχεράνας καὶ ὡς ἀληθῶς ἀδολεσχίαν . τί γὰρ ἄν τις
4691545 ἠντεβολει
ἀλλ ' ὡμολόγει ἀδικεῖν , καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν , ἀποτίνειν δ ' ἕτοιμος ἦν χρήματα
ἐφαινόμεθ ' ὧν ἐωνήμεθα κρατεῖν , ἱκέτευεν , ἐδεῖτο , ἠντεβόλει πρατῆρας ἡμᾶς γενέσθαι . ἀξιοῦντος δὲ τούτου καὶ πολλὰ
4683855 ἀγγελον
ἀκολασίαν κατηγορῆται , τὴν κοινὴν πασῶν ἐπικαλεῖται μαρτυρίαν . καὶ ἄγγελον μετὰ νῆα : ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τὴν ναῦν .
κάλλιστον ἀναγιγνώσκοντα τὰς Βάκχας οἶμαι τοῦ Εὐριπίδου , κατὰ τὸν ἄγγελον δὲ ἦν τὸν διηγούμενον τὰ τοῦ Πενθέως πάθη καὶ
4683242 ἀποδυσας
δρᾶν : τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἂν ἀναγκάσῃς ἀποδύσας ἐν τοῖς λόγοις προσπαλαῖσαι . Ἄριστά γε , ὦ
τοῦ χείλους . ὤμοι τῆς ἀλέας ἣν ἅνθρωπός μ ' ἀποδύσας | φεύγεις συγκύψας . ἀλλὰ δῆτ ' ἐς τοῦ
4680237 προσεδοκων
ἐχώρουν μὲν πάλιν τὴν αὐτὴν ἀπὸ τῶν Φίλων , καὶ προσεδόκων νῦν γέ που τοὺς καταρράκτας ὄψεσθαι . καὶ τοὺς
μέλλον . ἦ γὰρ ἂν οὐκ ἦλθον , εἰ τοῦτον προσεδόκων ἐνθάδε : πρὸ δωμάτων δράκων : εἶδος ἀντὶ εἴδους
4680208 ἐθεασασθε
ἐν ὅπλοις μάχεσθαι : καὶ ἐπῄνει τοῦτον ὃν νῦν ὑμεῖς ἐθεάσασθε ἐπιδεικνύμενον , κᾆτ ' ἐκέλευε θεάσασθαι . ἔδοξε δὴ
τῆς ὄψεως οὐχ ἡδίους ὑμᾶς ἐποίησε ; τί τῶν πάντων ἐθεάσασθε σιγῇ καὶ οὐ μετὰ τῆς πρεπούσης ὑμῖν εὐφημίας ;
4678602 σπειραντα
τὸ δὲ ἐξιὸν καὶ ἀναχωροῦν ἀπ ' αὐτοῦ πρὸς τὸν σπείραντα καὶ καταπέμψαντα πατέρα . ὑπομίμνησκε σαυτὸν ὅτι πάντες ἄνθρωποι
βραδύνοιτο ὁ πλοῦς , ἐνδιαχειμάσαι τῇ προεσκεμμένῃ νήσῳ , καὶ σπείραντα καὶ ἀνελόμενον τοὺς καρποὺς τελέσαι τὸν ἐγνωσμένον ἐξ ἀρχῆς
4676465 Κἀγω
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός
4671227 βασταζε
ἄκρως . τὴν δὲ οὐρὰν κόψας καὶ ἀφεὶς ἐκείνην ζῶσαν βάσταζε , καὶ κύνες οὐ μή σοι ὑλακτῶσι . Γῆς
ἵνα δόξω ἀκολουθεῖν κανηφόρῳ , λέγει παίζων , καὶ δίφρον βάσταζε . πρὸς δὲ τοῖσι Σκιάποσιν : 〚 Ἡ παροῦσα
4666855 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν
4666418 χαρμονης
Δοκειανὸν κατησπάζετο : ὁ δὲ τῷ αἰφνιδίῳ κατεπέπληκτο καὶ πλήρης χαρμονῆς ἐγεγόνει καὶ τὸν κλεινὸν περιπλακεὶς Ἀλέξιον κατεφίλει χείλη καὶ
ἂν ἐν τῷ τοιούτῳ ἀνθρώπῳ μὴ οὐ πάντα εἶναι ἔμπλεα χαρμονῆς . οὕτω τὰ πρόθυρα αὐτοῦ τὸ φάρμακον τοῦτο σκιαγραφεῖ
4665629 οἰδας
ὁ Χαιρέας εἶπεν ” ὦ πάντων ἀνθρώπων ἀφυέστατε , οὐκ οἶδας πῶς μεθοδεύεται γυνὴ παρακλήσεσιν , ἐπαίνοις , ἐπαγγελίαις ,
τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πεπώκασι καὶ τῶν ἀλγεινῶν ἐξελάθοντο : οἶδας γὰρ καὶ νεκροῖς ἐπιτοξάζεσθαι καὶ ψυχὰς ἐξ ᾅδου τοῖς
4657326 οἰωνον
βοῶν ἀπωλείας ἀγγελθείσης τῷ Τειρεσίᾳ ἐκεῖνος παραλαβὼν τὸν Ἑρμῆν ἐξῆλθεν οἰωνόν τινα περὶ τοῦ κλέπτου σκεψόμενος καὶ τούτῳ παρῄνει φράζειν
ἐπιτίθεσθαι τῷ αἰετῷ καθημένῳ : οὐ μέντοι χρηματιστικὸν εἶναι τὸν οἰωνόν : τὸν γὰρ αἰετὸν πετόμενον μᾶλλον λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια
4655359 παρακαλει
εἰσελθόντος δὲ μόνου Χαιρέου πᾶσαι καὶ πάντες ἐπεβόησαν ” Καλλιρόην παρακάλει . “ Ἑρμοκράτης δὲ καὶ τοῦτο ἐδημαγώγησεν , εἰσαγαγὼν
; ἐμοὶ γοῦν . ἀλλὰ μὴν κἀμοὶ προτέρωι σου . παρακάλει μ ' ὅταν ἐξίηις . [ ὀλίγα ] στ
4654243 ἡκεις
ἁλίων ἐρετμῶν . μῶν καὶ σὺ καινὸς ποντίας ἀπὸ χθονὸς ἥκεις , Ὀδυσσεῦ ; ποῦ ' στι σύλλογος φίλων [
, φροντίζοι τε τῶν δεόντων . ἀλλὰ σύ γε πόρρω ἥκεις διαφθορᾶς . οὐκοῦν ἀναγκαῖον τομάς τε καὶ καύσεις καὶ
4653418 βλεψας
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , λέγουσαν : Ἑρμᾶ , χαῖρε . βλέψας δὲ εἰς αὐτὴν λέγω αὐτῇ : Κυρία , τί
τὰ σίνη διὰ τομῶν καὶ καύσεων , τὴν δὲ Ἀφροδίτην βλέψας τούς τε θανάτους πυρεκτικοὺς ἀπεργάζεται καὶ πάθη τὰ δι
4647982 ἠναγκασα
. “ αὖθις ἐγένετο ἡ φωνή : αὖθις οὖν αὐτὸν ἠνάγκασα ἐπισχεῖν . τὸ τρίτον , βουλόμενός με λαθεῖν ,
τοὺς μὲν πολεμίους ἅμα τῷ συνάρχοντι ἐνίκησα διτταῖς μάχαις καὶ ἠνάγκασα καταλιπόντας τὸ φρούριον ἀπελθεῖν : τὸν δὲ λιμὸν οὐκ
4634158 ἀναφωνησιν
διαστήσαντα , βέλτιον δὲ καὶ προπεριπατήσαντα , οὕτως ἐπὶ τὴν ἀναφώνησιν ἔρχεσθαι . ἀναφωνείτω δ ' ὁ μὲν οὐκ ἄπειρος
γένεθλον , χαῖρε : ὥστε τὸ ὦ γενναῖα συγκοιμήματα κατὰ ἀναφώνησιν ἰδίαν ἐξενήνεκται , ὅ ἐστιν : ὦ εὐγενῆ συγκοιμήματα
4631590 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
4631065 κυρα
Κῦρι , κῦρι , τὸν ὀρχηστὴν ἐβίνησα , καὶ ἡ κυρὰ ἦν ἔσωθεν . Ἀτυχὴς εὐνοῦχος κήλην ἐποίησεν . Σχολαστικὸς
Κῦρι , κῦρι , τὸν ὀρχηστὴν ἐβίνησα , καὶ ἡ κυρὰ ἦν ἔσωθεν . Ἀτυχὴς εὐνοῦχος κήλην ἐποίησεν . Σχολαστικὸς
4630451 Μελιτης
τούτοις παραδίδωμι . ” Μέλλοντος δὲ ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ τῆς Μελίτης ἀνδρὸς οὐκ ἀδόξου μὲν ῥήτορος , ὄντος δὲ τῆς
Ἐγὼ τὴν κόρην ἀπέκτεινα , καὶ ἔλαβον χρυσοῦς ἑκατὸν παρὰ Μελίτης τῆς Θερσάνδρου γυναικός : αὕτη γάρ με ἐπὶ τὸν
4625918 μηπως
σώματι τοιοῦτον βρασμὸν ἐπιτάξῃ , μετὰ τροφὴν δὲ , ἵνα μήπως ὠμὴ ἐξελκομένη ἡ τροφὴ πολλὰ κακὰ ποιήσῃ . ὥσπερ
' ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐπὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων , μήπως οἰνωθέντες , ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν , ἀλλήλους τρώσητε
4620410 Ἀργαν
τίνων ποιητὴς ᾀσμάτων ; σεμνῶν πάνυ . τί πρὸς τὸν Ἀργᾶν οὗτος ; ἡμέρας δρόμῳ κρείττων . Παρ ' ἐμοῦ
δριμέως ἐν . . παπαῖ , μεστὸς γενόμενος πρὸς τὸν Ἀργᾶν βούλομαι κωδωνίσας πέμψαι ς ' ἀγωνιούμενον , ἵνα καὶ
4617429 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
4613717 ἱκετην
οὐδ ' ἐπαισχύνῃ μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ
τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις ἐδικτυώθη καὶ σφαλεὶς

Back