εἶτ ' ἐσίγας Πλοῦτος ὤν ; Σὺ Πλοῦτος , οὕτως ἀθλίως διακείμενος ; Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον καὶ θεοὶ καὶ
ἰδεῖν ὑπάρχοντά τινι πλοῦτον , κακῶς δὲ ζῶντα τοῦτον καὶ ἀθλίως . Νὴ Δία , πολλούς γε . Οὐκοῦν οὐδὲν
6928235 οἰκτρως
, εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ δ ' ἴδοιμ ' ὀλωλότας τούτους ,
τὴν μητέρα , καὶ παραλαβόντες ἐκείνην ἧκον πρὸς ἐμέ , οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες
6727285 οἰκτον
τὸ ταπεινὸν σχῆμα καὶ ἄλλα πολλὰ [ φέρων ] εἰς οἶκτον ἐφελκόμενα τὸ πλῆθος . ταῦτα δὴ πάντα κατηγορήματα τῶν
* ἀχθομένους : προσγενήσεσθαι δὲ καὶ τὸν ἀπὸ τοῦ παιδὸς οἶκτον ὀφθέντος τῷ στρατῷ . Ἀλλὰ ταῦτα δυσχερῆ ὑπεφαίνετο ἀνδρὶ
6634615 ἐλεους
ἥρπασεν αὐτόν . Καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ Θυέστου καὶ Ἀτρέως , ἐλέους ἔτυχε παρὰ Πέλοπος διὰ τὸν ἔρωτα . Ἱπποδάμεια δ
, καὶ τοὺς ἐξελαύνοντας οὖν τὴν ὡς ἀληθῶς δίκην , ἐλέους μέτεισιν ἡ δίκη . Καὶ τοὺς οὐκ ἰθεῖαν αὐτὴν
6477340 βαρεως
χοῖρος νέμεται κάτω τρίπους ” . καὶ ὁ Ξάνθος πάνυ βαρέως σχὼν πρὸς τοὺς φίλους φησίν : „ οὐχὶ μικρῷ
] βλέπειν . τὸ ἐφύμνιον . ταῦτα δὲ λέγει ὡς βαρέως φέρων . ὅμοια τοῖς ἄνω . + ἐφύμνιον [
6458605 δυστυχως
κύρσαντες . . . ] * ἐπιτυχόντες . * ἀλλὰ δυστυχῶς δηλονότι . * ἤγουν κακοτυχὲς . καὶ ὀλέσας .
. κακῶς πράττων : Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ
6414608 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
6328913 τλημονως
φασιν ἀέρων πονηρίαν . καὶ τέως μὲν ἐγκαρτερεῖν τοὺς ἐκεῖθι τλημόνως τοῦ κακοῦ τὴν προσβολὴν καὶ φιλοπόνως ὑπομείναντας : ἐπεὶ
τοιόνδε ] οἷον ἐπὶ τῆι τοῦ Ὀρέστου ἀγγελίαι νῦν . τλημόνως ἤντλουν ] καρτερικῶς ὑπέφερον . τριβήν ] τὸν συντρίψαντά
6271453 αἰσχρως
στολὴν καὶ πολέμους νικῶν οὐκ ὄντας ἐς πάντα τὰ Ῥωμαίων αἰσχρῶς ἐβάκχευσεν , εἶτα τὸν χρηστὸν Κλαύδιον , ὡς ὑπὸ
Αἰσχύλε , τί φῄς ; τοὺς θεούς σου προσφέρεις πάσχοντας αἰσχρῶς ἐκ θεῶν ὁμοτρόπων ; καὶ πῶς ἄρα λέληθας σαυτὸν
6263804 δακρυων
, κίβδηλον γὰρ ὁ χρυσὸς καὶ μέλαν , ἢν ἐκ δακρύων ἥκῃ : πλούτῳ δ ' ἂν ἄριστα βασιλέων χρῷο
καὶ ἅμα ταῦτα λέγων πολὺ ἔτι μᾶλλον ἐκρατεῖτο ὑπὸ τῶν δακρύων , ὥστε καὶ τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ
6197744 προσεδοκων
ἐχώρουν μὲν πάλιν τὴν αὐτὴν ἀπὸ τῶν Φίλων , καὶ προσεδόκων νῦν γέ που τοὺς καταρράκτας ὄψεσθαι . καὶ τοὺς
μέλλον . ἦ γὰρ ἂν οὐκ ἦλθον , εἰ τοῦτον προσεδόκων ἐνθάδε : πρὸ δωμάτων δράκων : εἶδος ἀντὶ εἴδους
6164417 τεκνου
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ]
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς ,
6111367 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
6094406 κλαιων
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ
6090564 σιωπην
αὖ ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ ἡγοῦντο εἶναι , καὶ πολλὴν ἔφασαν σιωπήν τε καὶ ταπεινότητα ἐν τῷ στρατεύματι εἶναι αὐτῶν .
δι ' ὀξύτητα καὶ συντονίαν , κάμνει δὲ καὶ διὰ σιωπήν , οἷον ἐπιλανθανομένη τῶν ἰδίων ἔργων , χρήσιμος ἐπὶ
6039324 ὑβριν
δικαίου οὐδ ' ἀγαθοῦ , μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι : δίκη δ ' ἐν χερσί :
: πλὴν ἀλλὰ ἐθεασάμην γε πολλὰ καὶ ἄρρητα καὶ πᾶσαν ὕβριν ὑπερπεπαικότα . καίτοι πολλάκις ἑκὼν τοὔλαιον οὐκ ἔπινον ἀποσβῆναι
6038051 εὐγενως
μεσαιτάτην . ἄνδρας μετ ' αὐτοὺς ἀξιοῦσι πανσόφους ἅπαντα πράττειν εὐγενῶς καὶ κοσμίως , οὕσπερ τὸ λοιπὸν καὶ διδασκάλους ἔφαν
πολλὰς ἀνελεῖν : τέλος δὲ τοῦ πλήθους αὐτὰς πανταχόθεν περιχυθέντος εὐγενῶς μαχομένας ἁπάσας κατακοπῆναι . τὴν δὲ Μύριναν θάψασαν τὰς
6034866 ἀποθανοντα
τὰ ἀρχαῖα ἴσασιν , Ἰμμάραδον εἶναι παῖδα Εὐμόλπου τοῦτον τὸν ἀποθανόντα ὑπὸ Ἐρεχθέως . . . . . . .
. Περιεγένοντο δὲ πάντες οὗτοι , καὶ οὐδένα τουτέων οἶδα ἀποθανόντα . Ὁκόσα διὰ κινδύνων , πεπασμοὺς τῶν ἀπιόντων πάν
6019565 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
6007430 συνοικον
δοκεῖ περιστᾶσα τὸν παῖδα καὶ περιπαθῶς ταῦτα φθέγγεσθαι πρὸς τὸν σύνοικον : τί σου τὸ πρόσωπον , ἄνερ , πρὸς
καὶ πινυτᾶς Θέμιτος : ὀλβίων παῖδές ⌊ ⌋ νιν αἱρεῦνται σύνοικον . Ἁ δ ' αἰόλοις κέρδεσσι καὶ ἀφροσύναις ἐξαισίοις
5994126 προθυμουμενος
ἀπὸ τοῦ ἀεργός , ὁ μὴ δυνάμενος ἢ ὁ μὴ προθυμούμενος ἐργάζεσθαι . Ἄργος δὲ ὄνομα πόλεως ἐν Πελοποννήσῳ .
αὐτῇ φρουρὰν καὶ τοὺς παραδόντας τοῖς Τυρρηνοῖς τὰ τείχη τιμωρήσασθαι προθυμούμενος . ἐγένετο μὲν οὖν καὶ ἐκ παρατάξεως μάχη τοῖς
5961147 μεθειναι
ἐν τῷ φόβῳ νομίζοντες ἡγοῦντο οὐδ ' ἂν Πομπήιον κρατήσαντα μεθεῖναι τὴν μοναρχίαν . Στρατιὰ δ ' ἦν , ὡς
Ἶσιν δεδεμένον παραλαβοῦσαν οὐκ ἀνελεῖν , ἀλλὰ καὶ λῦσαι καὶ μεθεῖναι : τὸν δ ' Ὧρον οὐ μετρίως ἐνεγκεῖν ,
5932326 στυγναζειν
. σὺν τῇ παραγενομένῃ . πάρεστι . ὦ τύχη ἡ στυγνάζειν καὶ ἀνιᾶσθαι ποιοῦσα , ἡμᾶς ψευσθῆναι ἐποίησας τῶν σκοπῶν
δαῖμον ὡς ἄρ ' ἔψευσας φρενῶν : ὦ τύχη ἡ στυγνάζειν καὶ ἀνιᾶσθαι ποιοῦσα , ἡμᾶς ψευσθῆναι ἐποίησας τῶν φρενῶν
5932223 καιριαν
ἐν αὐτοῖς ἐξεπίτηδες εὖ πάνυ : ἦσαν δὲ πληγαί , καιρίαν δ ' εἰληφέναι δόξας καταπίπτει καὶ λιποψυχεῖν δοκῶν ἔκειτο
ἐν τῷ πυκτεύειν πολλάκις εἰκῇ φερόμενοι κατὰ τύχην τινὰ παρέχουσι καιρίαν πληγὴν κατὰ ἀναγκαίου μορίου , οὕτως καὶ οὗτοι περὶ
5931038 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
5920613 ἱκετευεν
ὡμολόγει ἀδικεῖν , καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν , ἀποτίνειν δ ' ἕτοιμος ἦν χρήματα . ἐγὼ
εἶναι τὴν παῖδα ἐπέπειστο . προσπεσὼν δὲ τοῖς ἀνδράσιν , ἱκέτευεν εἰπεῖν οἵτινες εἶεν : οἱ δὲ μόλις καὶ βραδέως
5918924 ὀργην
ὁμόφυλον μέχρι νίκης δεῖν πολεμεῖν , καὶ μὴ δι ' ὀργὴν ἰδίαν πόλεως τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων διολλύναι , πρὸς
Θηραμένην ὠργίζετο τὰ πλήθη , τούτων δὲ ἀπολογησαμένων συνέβη τὴν ὀργὴν πάλιν μεταπεσεῖν εἰς τοὺς στρατηγούς . διόπερ ὁ δῆμος
5900096 ἀνεφλεχθη
ταύτῃ πῃ γεγονέναι φανερὸς ἀποτετραμμένος . ” ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν , οἷ ' ἂν
ἐν φάραγγι , καὶ μέντοι καὶ ἐν αὐλῶνι . εἶτα ἀνεφλέχθη καὶ ἣ τῇ ὀσμῇ ἐντυχοῦσα , καὶ ὑπὸ τῆς
5890524 φοβου
διὰ τούτου τὸν Ξέρξην . βωμὸν . θυσίαν . ὑπὸ φόβου . ἐν τῷ . ἄφωνος . μετὰ τοῦτο .
: οὐ γὰρ ἀνέλπιστον αὐτοῖς , ἀλλ ' αἰεὶ διὰ φόβου εἰσὶ μή ποτε Ἀθηναῖοι αὐτοῖς ἐπὶ τὴν πόλιν ἔλθωσιν
5888677 ὑποπτευων
ἐβράδυνεν ἑκών , τὰ μὲν αἰσχυνόμενος , τὰ δ ' ὑποπτεύων τὰ πράγματα . καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ μνηστείαν ἐτράπησαν
διάνοια , οἷον περὶ ἀποδημοῦντος ἐρωτῶ , μὴ ἐλθεῖν αὐτὸν ὑποπτεύων διαφόρως ἐρωτῶ , ὁ δεῖνα ἄρα ἔρχεται ; πεισθήσεται
5884579 ἀνομιαν
ἐπιζητοῦντες καὶ γῆς μυχοὺς καὶ βαθὺ σκότος ἐπικρυπτέσθωσαν τὴν πολλὴν ἀνομίαν αὑτῶν ἐπισκιάζοντες , ὡς μηδεὶς ἴδοι : τοῖς δὲ
τάδε : ” βάδιζε ταχέως ἐνθένδε , κατάβηθι : πρὸς ἀνομίαν ἔσπευσεν ὁ λεώς : χειροποίητον κατασκευάσαντες ταυρόμορφον θεὸν οὐ
5880979 αἰκιαν
διέτριβε τῷ σχήματι , τῷ βλέμματι , τῇ πληγῇ πᾶσαν αἰκίαν ὑποβαλλόμενος : εἶτα προηγουμένως κατασκευάσεις καὶ τὸ ῥητόν .
οὐκ ἔχων δὲ διέξοδον καὶ φοβούμενος τὴν ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας αἰκίαν ἑαυτὸν κατεκρήμνισε καὶ τοῦτον τὸν τρόπον δοὺς τῷ δαιμονίῳ
5875143 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
5869812 ἀκουσιως
οὐκ ἀδικεῖται : βουλόμενος γὰρ ἔδωκεν : ὁ δὲ ἀδικούμενος ἀκουσίως βλάπτεται . οὐκ ἄρα δυνατὸν ἀδικεῖσθαί τινα ἑκόντα ,
αὐτό , μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς ἀγωνίαν
5867677 πεμπων
βασιλεύς , ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε , μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα . ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ
τῶν ἄλλων ἡδονῶν . , . . Ἐπείρα ἐπείρα χρήματα πέμπων τῆς διαφθορᾶς δέλεαρ . , . . Ἐκτόπως πρὸς
5849913 ἱμειρονται
ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο . Καὶ μύες ἡμέριοι ποσσὶ στιβάδα στρωφῶντες κοίτης ἱμείρονται , ὅτ ' ὄμβρου σήματα φαίνῃ . ] Τῶν
δὲ καὶ μὴ θέλουσαν τὴν θήλειαν τὴν εὐνὴν αὐτοὶ ἑκούσιοι ἱμείρονται , τὴν εὐνὴν δηλονότι : ἤως τὸ μὴ βουλομένην
5846125 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
5810922 ἀμυνομενος
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
5808826 ἀπανθρωπον
κατὰ θάλασσαν πειρατάς φασι διὰ τὸ ἄλογον αὐτῶν ἢ τὸ ἀπάνθρωπον , οἱ δὲ διὰ τὸ κῆτος ὅπερ ἀνεῖλεν .
' ἀμείνων . οὐ γὰρ ῥᾴδιον οὕτω τινὰ ἐν ἀνθρώποις ἀπάνθρωπον φῦναι ὥστε παρ ' οὗ τὰ ἔσχατα πείσεσθαι προσεδόκησε
5799915 δυστυχη
' : “ ἐν μιᾶι γὰρ ἡμέραι τὸν εὐτυχῆ τίθησι δυστυχῆ θεός . ” εὖ πάντα ταῦτα , Σμικρίνη .
Λαΐου καταχέουσι καὶ τοῦ Τηλέφου τοῦ συνελθόντος τῇ μητρὶ τὴν δυστυχῆ σύνοδον , τοῦ μὴ πειραθέντος μὲν τῆς ὁμιλίας ,
5798753 λελυπημενος
] ἠλλοιωμένος , διεφθαρμένος , ἐφθαρμένος , κατακεκομμένος . , λελυπημένος , ὠχρὸς ὤν . ἄρα ] λοιπόν . τὴν
ἔγγιστα . καὶ δηλοῖ ὡς ἐν τῷ τοιούτῳ ἐπιμερισμῷ ἔσται λελυπημένος καὶ ποιήσει ἐξουσιαστῇ τινι δουλείαν τινὰ δι ' ἧς
5794203 ἐσηλθε
ἐθύετο ὅμως αὖθις , μέχρι βραδυνόντων αὐτῷ τῶν ἱερῶν δυσχεράνας ἐσῆλθε καὶ ἀνῃρέθη . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ Ἀλεξάνδρῳ
τὴν σφρηγῖδα ἔλεγον ὅτεῳ τρόπῳ εὑρέθη . Τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα , γράφει ἐς βυβλίον πάντα
5784203 ἀγωνιαν
δὲ αὖ παλαίοντας , τοὺς δὲ ἄλλο τι περὶ τὴν ἀγωνίαν ἀσκοῦντας οὐκ ὄντας ἀθλητάς . ἁπλῶς δὲ εἰπεῖν ,
αὐτὰ καί τι τῶν τοῖς σώμασιν δοκούντων προσήκειν κατὰ τὴν ἀγωνίαν ἀθλοῦντα : ταὐτὸν καὶ ἐγὼ πέπονθα πρὸς τὴν πόλιν
5776443 οὐτιν
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτᾶς τε Φιλίννας : Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας
κείνη , σκυλακῆος ἀπόπροθεν εἰσαΐουσα , ἔδραμε καὶ θόρεν , οὔτιν ' ὀϊσσαμένη δόλον εἶναι , γαστέρι πειθομένη δὲ μυχοὺς
5772381 ἀπηνως
ὠμόσιτον ] τὴν ἀπηνῆ . ὠμόσιτον ] τὴν ὠμῶς καὶ ἀπηνῶς σιτουμένην τοὺς ἄνδρας . θΞ προσμεμηχανημένην ] μετὰ μηχανῆς
μ ' ὑπὸ γῆν : Εἴθε , φησίν , οὕτως ἀπηνῶς ὑπολαβών με ὁ Ζεὺς τοιούτοις ἀλύτοις δεσμοῖς ἔπεμψεν ἂν
5759268 θανηι
μυρίων μῆτερ τροπαίων , Ἕκτορος φίλον σάκος , στεφανοῦ : θανῆι γὰρ οὐ θανοῦσα σὺν νεκρῶι : ἐπεὶ σὲ πολλῶι
φεῦγ ' ὡς τάχιστα τῆσδ ' ἀπαλλαχθεὶς χθονός . ] θανῆι πρὸς ἀνδρὸς οὗ τάδ ' ἐστὶ δώματα . τί
5755916 ἀγανακτων
αὐτὸν τῶν φίλων καὶ μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἀξιούντων ἀπῄει πρὸς ἅπαντας ἀγανακτῶν . ἤδη δ ' αὐτῷ κατ ' οἰκίαν ὄντι
ἀκολουθῇ , φάσκοντα μαίνεσθαι . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἄπεισιν ἀγανακτῶν καθ ' αὑτόν , ἔπειτα προσκρούων ἀεὶ καὶ λοιδορούμενος
5755346 ἡττωμενος
ἀκάνθαις αὑτοῦ ἐμπείρων οὐκ ἀπολήγει . ὁ δέ γε ὄφις ἡττώμενος τῶν πληγῶν τῷ ὁλκῷ περιβέβληκε , καὶ συνέσφιγξεν αὐτὸν
ἐπιπέσῃ αὐτοῖς , ἡττῶνται ὑπ ' αὐτῆς . ὁ οὖν ἡττώμενος ὑπὸ τῶν οὐδαμινῶν λυπῶν μὴ διὰ φύσιν τοῦ γένους
5748927 δεσποινων
, οὐκ ἄν μοι δοκῶ ὑπό γε τούτων ὧν σὺ δεσποινῶν καλεῖς κωλύεσθαι : ἀλλὰ θαρρῶν συμβούλευε ὅ τι ἔχεις
, εἰ πρὸς ἀκολασίαν ἐκπέσοι ψυχὴ ὑπὸ μυρίων ἐπιθυμιῶν ὥσπερ δεσποινῶν ἐν τῷδε τῷ βίῳ κρατουμένη καὶ αἰσχρῶς δουλεύουσα ,
5743895 ἠγανακτει
πλησιάζουσιν ; ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει , λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τοῦ ὀφλήματος ,
οὐκ ἠξίου τὰ δοθέντα μισθὸν εὐαγγελίων ἔχειν , ἀλλ ' ἠγανάκτει μαρτυρόμενος καὶ βοῶν , ὅτι Κῦρον οὐδεὶς ἕτερος ἀλλ
5743014 ἀτιμως
ἄνευ δὲ πενθημάτων ἔτλης ἀνοίμωκτον ἄνδρα θάψαι . τὸ πᾶν ἀτίμως ἔλεξας , οἴμοι . πατρὸς δ ' ἀτίμωσιν ἆρα
τοὺς παραλόγως τιμῶντας τὸν ὑμέναιον ἐπέφερε τῆι Ἰλίωι πένθος ὀρθώνυμον ἀτίμως ἐν ὑστέρωι χρόνωι ἕνεκα τῆς τραπέζης , ἐν ἧι
5716479 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
5705447 ἐδακρυσα
ἔχειν , καὶ πολλὰ ταῦτα τὰ οὐκ ἐμά , καὶ ἐδάκρυσα ὡς δὴ μετακεκινημένου μοι τοῦ βίου καὶ τῆς τέως
” ] . διὰ τὴν θερμασίαν . ἀπεδάκρυσα : ⌈ ἐδάκρυσα , φησίν , ὅτι παρὰ τὸ ἔθος ἐποίησα ,
5702909 ἀνηκεστα
φαρμάκου τὴν νόσον , ὡς τά γε πολλὰ τῶν τοιούτων ἀνήκεστα ἐγένετο συνηθείᾳ καὶ χρόνῳ , πάνυ ῥᾳδίως ἂν ἐξαιρεθέντα
καὶ ὠμότητα ἐξέχῃ λέγειν πόθῳ τοῦ τὸν ἀδικήσαντα πολλὰ καὶ ἀνήκεστα ποιῆσαι κακά , ὡς ἤδη τινὲς ἀδικηθέντες ὑπό τινων
5699611 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
5693051 ἐρημιαν
τρανότερον φαντασίαις ἐναργεστέραις : καὶ τὴν ἐν κύκλῳ κατανοοῦντι πολλὴν ἐρημίαν , ἧς μέσος ἀπείληπτο , κουφότερον ἐδόκει κακὸν ἡ
, ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε , μονάδ ' ἔχους ' ἐρημίαν . εἰς ἀθυμίαν ἀφίκεσθ ' , ἡνίκ ' εἰσεπεμπόμην
5692096 ἀτιμιαν
ὅταν ἀδικοῦντες εὐθὺς διὰ τῆς ἀπαρχῆς φαινώμεθα , ἢ μᾶλλον ἀτιμίαν οἰήσαιτ ' ἂν τὸ τοιοῦτο δρᾶν ; ἐν τῷ
περὶ τὸν ἐκ σοῦ καὶ πείσας τὸν σοφιστὴν ἐνεγκεῖν τὴν ἀτιμίαν ἐτήρησα τῷ νέῳ τὸ κέρδος . πέμπε δὴ γράμματα
5683940 εὐτυχων
ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα
παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο
5680845 ἐλυπειτο
: ὥστε αὖ πάλιν ἡ μὲν ἥδετο , Δάφνις δὲ ἐλυπεῖτο . Ηὔχοντο δὲ δὴ ταχέως παύσασθαι τὸν τρυγητὸν καὶ
τριήρη , Χαιρέᾳ δὲ βοηθοῦσαν ἑαυτήν . ὁ δὲ Διονύσιος ἐλυπεῖτο μὲν ὁρῶν τρυχομένην τὴν γυναῖκα , μὴ ἄρα τι
5679075 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
5674357 ἐχαιρεν
σοφὸν ἔκρινε , τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον . ἐπαινούμενος δὲ ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά ,
Ἀνθίῳ , οἷς μάλιστα δὴ τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν βασιλείων ἔχαιρεν . Ἀφίκοντο δ ' αὐτῷ κἀξ Ἰωνίας οἱ ὁμιληταὶ
5669182 σωθεις
μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶν ὀνομασθῆναι , ὅτι μόνος τῶν ἑπτὰ σωθεὶς μόνος πάλιν τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις ,
ἀπὸ τῆς μίξεως διάθεσιν ἔχουσα πρὸς αὐτόν : οὗτος δὲ σωθεὶς ἐξεδίκησε τοὺς αὐτοῦ ἀδελφούς . ἐφόνευσε γὰρ τὰς θυγατέρας
5668909 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
5660297 ἀθλια
μ ' ἐθρέψαθ ' ἡδέως . ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε
δηλονότι : καὶ μὴ λαχοῦσα : καὶ λαχοῦσα τὸ ζῆν ἀθλία εἰμὶ διὰ τὸ μέλλειν τὸν παῖδά μου φονεύεσθαι καὶ
5658033 δεδοικεν
πορεύσομαι δὴ εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς κληρονομίας ἡμῶν , ἀλλὰ δέδοικεν ἡ ψυχή μου , ὅτι χωρίζῃ ἀπ ' ἐμοῦ
νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν , καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ ' αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων : ὁ
5648245 ἀνανδρως
ἁλοίη , τιμωρησαμένῳ κάλλιον ἔδοξεν αὐτῷ ταῦτα πάσχειν , ἢ ἀνάνδρως μηδὲν ἀντιδράσαντα ὑπὸ τῆς γραφῆς διαφθαρῆναι : σαφῶς δ
. καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀμελῶς , ῥᾳθύμως , δειλῶς , ἀνάνδρως , ἀθύμως , ἀστρατεύτως , ἀπολέμως , ἀγυμνάστως ,
5645401 ἐλιπαρει
συλληφθείς τε κατείχετο : καὶ ἐκπλαγεὶς τῷ πράγματι ἐδεῖτο καὶ ἐλιπάρει . ἀπελογεῖτό τε , φάσκων πάντα ψευδῆ εἶναι καὶ
καθημένῳ ἐς τὸ ἱερὸν τοῖς τε γόνασιν αὐτοῦ προσεκνυζᾶτο καὶ ἐλιπάρει παρὰ πάντας ἀνθρώπους , ὡς μὲν οἱ πολλοὶ ᾤοντο
5643132 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
5642958 προσκυνουντες
Τότε καὶ ἡμεῖς ἀναστησόμεθα , ἕκαστος ἐπὶ σκῆπτρον ἡμῶν , προσκυνοῦντες τὸν βασιλέα τῶν οὐρανῶν , τὸν ἐπὶ γῆς φανέντα
τοῦτο δὲ περσιστὶ πολλάκις αὐτοῦ βοῶντος , οἱ μὲν ἐξίσταντο προσκυνοῦντες , ἀποπίπτει δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ τιάρα τοῦ Κύρου
5639505 ἀκολαστως
τὸ παρασκευάζειν αὐτήν . ὕστερον δὲ ποικίλαντες τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἀκολάστως καὶ περιέργως μικρὸν παραγαγόντες τοὔνομα τῆς μάζης ματτύην ὠνόμαζον
Τὸν δὲ μοχθηροῦ δαίμονος πονηρῶς καὶ ἀφρόνως καὶ ἀνοήτως καὶ ἀκολάστως ; Φαίνεται ταῦτα συμβαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων νῦν .
5638922 ὑπερζεων
παρὰ τὸ πάφλα . τὸ δὲ ἑξῆς , ἀνὴρ παφλάζει ὑπερζέων . Γ ὑφελκτέον ] ἄξιον , ὕπαρχον ὑφελκύσαι .
φρονησάντων ἢ καὶ αἰτίαν φρονῆσαι λαβόντων , ὁ Ἀλέξανδρος ἅτε ὑπερζέων ἐς αὐτοὺς τῆι ὀργῆι κακῶν ἠπείλει τὰ μέγιστα ἐργάσασθαι
5637967 τἀπιχειρα
? ? [ ] ? , ὁποῖα ? [ ] τἀπίχειρα ταῖς τυραννίσιν : ἐπεὶ ? [ ] δ '
φλυάρου ; . ὑψηγόρου ] μεγαλαύχου καὶ σοβαροῦ . . τἀπίχειρα ] τὰ ἆθλα καὶ ἐπιτίμια . . οὐδέπω ταπεινός
5636012 Πολυμηστωρ
- νουσα τούτων τῶν βιαίων ἁλμάτων , καί φησιν ὁ Πολυμήστωρ : αὐτὴ ἐν τῷ ποδί σου ἐμβήσῃ , ἤγουν
κατάρξαντα . προλογίζει Πολύδωρος Ἑκάβης ὢν γνήσιος παῖς , ὃν Πολυμήστωρ ὁ τῆς Θρᾴκης βασιλεὺς ἀνεῖλεν . τὴν δὲ Ἑκάβην
5632458 προσδοκων
οὗτος μόνος . ” ὁ δὲ Ξάνθος ἐλυπήθη πάνυ , προσδοκῶν ὅτι παρελογίσαντο αὐτόν . τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντων αὐτῶν
ὁδηγούμενος ἐπιθυμίᾳ καὶ φιλονεικίᾳ τῇ ἐμῇ πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ προσδοκῶν ἤδη πεπάσθαι τῶν ζητημάτων καὶ τὴν συγγραφὴν μέλλων καταλύειν
5621087 ἀπατησας
ὠμὰ καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι
τῆς Μολιόνης υἱοί . ὑπέρφρονες διὰ τὴν ἀνδρίαν . ὁ ἀπατήσας τὸν Ἡρακλῆν τῷ μισθῷ . * Αὐγείας . *
5619400 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
5618131 ποθου
δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ πόθου δ ' ἐλήλυθα . ἀλλ ' ἐξερώτα , μηδὲν
κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες ἐνθουσιᾷ , ἑτέρου γεμισθεὶς ἱμέρου καὶ πόθου βελτίονος , ὑφ ' οὗ πρὸς τὴν ἄκραν ἁψῖδα
5611880 ἐλεεινος
ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ '
μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ
5609960 ὀνειδεσιν
' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται . σὺ δ
τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν . ἆρ ' ἐξεγείρῃ τοῖσδ ' ὀνείδεσιν , πάτερ ; ἆρ ' ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ
5603068 θρηνων
οὐδετέρου μετέχον ἅπασιν ἡττᾶται τοῖς κριταῖς . ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶν ἀπηχῶ ; βέλτιον ἡσυχάζειν , μὴ καὶ αὐτὸς παραπολαύσω
συμφορᾶς , καὶ τὰ τοιαῦτα : εἶτα ὅτι δυςφορῶν , θρηνῶν , δακρύων , τὸν παῖδα θρηνῶν κατ ' ἐμαυτὸν
5597365 μισουμενος
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν .
5593489 ἀφεθεις
ἀφῆκε τὸν κατεχόμενον : με - τὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἐτυράννησεν ἀφεθείς : κωλυθείσης τῆς τυραννίδος κρίνεται συνειδότος ὁ στρατηγός :
φθονεῖν καὶ φοβεῖσθαι , μὴ πρωτεύσηι μᾶλλον ὅδ ' αὐτῶν ἀφεθείς , ταύτην μὲν πάλιν μετεβάλετο τὴν γνώμην , δικάσων
5591935 ἐλεεινον
οὖν ὁ Ἀρκτοῦρος φαίνεται , ἔπειτα ἡ χελιδὼν ἡ θρηνητικὴ ἐλεεινὸν ἢ ἑωθινὸν γοῶσα καὶ θρηνοῦσα . * τὸν δὲ
ἀταρτηροί περ ἐόντες , ἐς δὲ πόλιν μιν ἄγωσι θοῶς ἐλεεινὸν ἐόντα , ὄφρ ' ἡμῖν ἀλεγεινὸν ἐς Ἄρεα σῆμα
5590907 ἐνδικως
' οὐρανοῦ „ . τίνα οὖν ἀπ ' οὐρανοῦ τροφὴν ἐνδίκως ὕεσθαι λέγει , ὅτι μὴ τὴν οὐράνιον | σοφίαν
κυρήσας ] ὁμοίου ἐπιτυχών . ἐκδίκως ] ἀδίκως . . ἐνδίκως ] γρ . ἐκδίκως . . παγκοίνῳ ] γρ
5587873 ἐρυθριαν
αἰσχύνειν ; τί δ ' ἀχρωμάτους κατασκευάζειν παρθένους , ἃς ἐρυθριᾶν ἀναγκαῖον ; τί δὲ τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους
ὀμνύει πρὸς ὃν λαλεῖ . Ὃς δ ' οὔτ ' ἐρυθριᾶν οἶδεν οὔτε δεδιέναι , τὰ πρῶτα πάσης τῆς ἀναιδείας
5586390 τετηρημαι
, ὡς ἔοικεν , ἐπὶ τοῖς παραδόξοις ὑπὸ τοῦ χρόνου τετήρημαι : καὶ ψῆφον , ὡς εἰργασμένος τι κατὰ τῶν
μὲν ὅλως φθεγγόμενος Ῥουφίνου κειμένου : πλὴν ἐπεὶ τῷ δαίμονι τετήρημαι πρὸς μόνην τὴν μονῳδίαν τοῦ δράματος , φθέγξομαί γε
5583028 εὐψυχιαν
ἐπακολουθεῖ , τοῦ μὲν κατηγόρου λέγοντος , ὅτι δεῖ τὴν εὐψυχίαν ἑτέρῳ δείκνυσθαι τρόπῳ καὶ μὴ δι ' ὃν παραβήσῃ
, οὕτω καὶ λόγος εὔκαιρος εἰς τὰ σπλάγχνα κολληθεὶς φίλων εὐψυχίαν παρέσχε τῷ λυπουμένῳ . Θεὸν νόμιζε καὶ σέβου ,
5582598 δειματος
ἐν ᾗ κατεστρατοπέδευσαν , ὃν ἐπὶ τοῦ κατασχόντος αὐτοὺς τότε δείματος ὠνόμασαν , ὡς ἡ πάτριος αὐτῶν σημαίνει γλῶσσα ,
νέος πολεμεῖν ἤρξατο . γέγραπται δὲ βωμός τε καὶ ὑπὸ δείματος παῖς μικρὸς ἐχόμενος τοῦ βωμοῦ : κεῖται δὲ καὶ
5582469 οἰκτειρεις
γέγονεν ἀρετῆς ἡ τοιαύτη πενία . ἰδού , πάλιν ἐκείνους οἰκτείρεις τοὺς ἄνδρας καὶ πρόσωπον ἐμφαίνεις συναχθομένου κατὰ νοῦν ἐκ
ὑπ ' αἰδοῦς καταδεδυκὼς στένεις ὡς τὸ εἰκὸς καὶ σεαυτὸν οἰκτείρεις καὶ αἰτιᾷ τὴν Τύχην οὐδὲ ὀλίγα σοι τῶν χαρίτων
5578850 ἐκδικησει
, ὅτι οὐδείς ἐστιν , ὃς προπηλακισθεὶς ἑαυτόν ποτε οὐκ ἐκδικήσει . λαγωὸς ὑπ ' ἀετοῦ διωκόμενος πρὸς κοίτην κανθάρου
ἀποδώσεις κακὸν ἀντὶ κακοῦ τῷ πλησίον σου , διότι κύριος ἐκδικήσει τὴν ὕβριν ταύτην . Καὶ μετὰ ταῦτα ἠσπάσατο Συμεὼν
5574290 ἐρωμενης
: καὶ γὰρ ἐπιστήμας ἀναλαμβάνομεν πονοῦντες , καὶ πλούτου καὶ ἐρωμένης οὕτως ἐγκρατὴς γίνεταί τις , καὶ ὑγίειαν περιποιοῦσιν αἱ
ἀλλ ' ᾠχόμην ἂν διπλῆν εὐθυμίαν κερδάνας τὸν ὑπὲρ τῆς ἐρωμένης ἀγῶνα νικήσας διὰ τῆς ἐρωμένης : οὕτως αὐτῇ πρόσεστιν
5571270 ὀδυρεται
ὀρφανὸς καταλέλειπται ἢ ὅτι ἀρίστου πατρὸς ἐστέρηται καὶ τὴν ἐρημίαν ὀδύρεται τὴν ἑαυτοῦ αὐτός . ἐὰν δὲ καὶ πόλεως τύχῃ
ἔχει , πρίν τι παθεῖν : τότε δ ' αὖτις ὀδύρεται : ἄχρι δὲ τούτου χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα .
5566645 ἀπαλλαγηναι
γάρ α οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή β οὐ δυνήσῃ ἀπαλλαγῆναι τοῦ κλήρου γ οὐ γενήσῃ δεκάπρωτος . μὴ ἔλπιζε
ὑμῖν βαρύτεραι γεγόνασιν καὶ ἐπιφθονώτεραι , ὥστε ζητεῖτε αὐτῶν νυνὶ ἀπαλλαγῆναι : ἄλλοι δὲ ἄρα αὐτὰς οἴσουσι ῥᾳδίως ; πολλοῦ
5564541 ᾐσθημενος
τούτου νὴ Δία πολλά , ἔτι δὲ καὶ πλείω ὑμᾶς ᾐσθημένος ἠδικημένους καὶ τοὺς ἄλλους πολίτας . . . ,
ἃ οἶμαί σοι βέλτιστα εἶναι ; καὶ ὁ Κῦρος , ᾐσθημένος , ὅτε συνεθήρα αὐτῷ ὁ Τιγράνης , σοφιστήν τινα
5562072 δουλειαν
προτιμότερος . ὄναγρος ὄνον ἰδὼν βαρὺν γόμον ἐπαγόμενον καὶ τὴν δουλείαν αὐτῷ ἐπονειδίζων ἔλεγεν : ” εὐτυχὴς ὄντως ἐγώ ,
ἢν τὰ ἄριστα ἄνευ ἀνδραποδισμοῦ ἢ θανατώσεως πράξητε , καὶ δουλείαν χαλεπωτέραν ἢ πρὶν εἴχετε , τοῖς δὲ λοιποῖς Ἕλλησι
5555301 τιμωρον
καὶ πρόσθεν τοῦ υἱοῦ , αὕτη δὲ νῦν τοῦ ἀδελφοῦ τιμωρὸν γενέσθαι σε . Ὁ δὲ Κῦρος πρὸς ταῦτα εἶπεν
αὐστηρὸν τῶν νόμων φύλακα καὶ πικρὸν ἐξεταστὴν τῶν ἀδικημάτων καὶ τιμωρὸν ἀπαραίτητον τῶν παρανομούντων παρὰ τῆς ῥητορικῆς δυνάμεως ἢ μόνον
5553571 λαθρα
. καὶ συκοφάνται : Λιμοῦ γενομένου ἐν τῇ Ἀττικῇ τινὲς λάθρα τὰς συκᾶς τὰς ἀφιερωμένας τοῖς θεοῖς ἐκαρποῦντο : μετὰ
λιμῷ καταπονοῦντες : ἤδη δὲ καμνόντων οἱ εὐθαρσέστατοι τῶν ἡνιόχων λάθρα καταβαίνοντες , ὑποδύνουσιν ἕκαστος τῇ γαστρὶ τοῦ οἰκείου ὀχήματος
5552711 ἀρρωστως
, ὀλιγωρεῖν , ῥᾳθυμεῖν , βραδύνειν , ἀρρωστεῖνβέλτιον δὲ τὸ ἀρρώστως ἔχεινἀθυμεῖν ἐξαθυμεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα βλακωδῶς ,
, ἀσθένεια , μαλακία . καὶ τὰ ἐπιρρήματα καματηρῶς , ἀρρώστως , νοσηρῶς , ἐπινόσως , νοσωδέστεροντὸ γὰρ νοσωδῶς ἔχει
5552090 βιαι
ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίαι , λάθραι δ ' ἔπρασσον , τηνικαῦτά μοι δοκεῖ
μέντοι ὅτε ἔτυχεν , ἀλλὰ κατὰ φύσιν μὲν γήραι , βίαι δὲ παρὰ φύσιν , οὐθὲν δεδήλωκεν . . οἱ
5550160 ἀνηκεστον
γεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι ' ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν . διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι
λέγεται ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία , φαγέδαινα δὲ φῦμα ἀνήκεστον . φεύγει καὶ ἀποφεύγει διαφέρει . φεύγει μὲν γὰρ
5548300 ἀγαγοι
ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο , ἐποίεέ τε τοιοῦτο . Εὖτε ἀγάγοι τὴν στρατιὴν τὴν Σκυθέων ἐς τὸ Βορυσθενεϊτέων ἄστυ ,
τοὺς ἐναντίους νικῆσαι προσδοκῶ . καὶ τάχα ἂν εἰς ὑπόμνησιν ἀγάγοι , ὁποίας ὁ Ἱέρων ἐν τοῖς πολέμοις τῇ πολεμικῇ

Back