Τὸν ἀδίκως γε , ὦ ἑταῖρε , ἀποκτείναντα , καὶ ἐλεινόν γε πρός : τὸν δὲ δικαίως ἀζήλωτον . Ἦ | ||
εἰ ] δ ? ' ἦν ? ἀτύχημα τοῦτ ' ἐλεινόν ? ? ? [ , οὐ ] ψέγω οὐκοῦν |
κρύος ] φόβος . κρύος ] λύπη , κίνδυνος , φόβημα . κρύος ] τρόμος . θ ἔτευξα τύμβῳ μέλος | ||
συναστατοῦσιν . ἰδέσθαι : ἰδεῖν , θεαθῆναι . Δεῖμα : φόβημα , φόβον . φέρει : ἄγει . μοῦνον : |
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι | ||
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι |
, ἰὼ δαῖμον . Θρῴσκει δ ' αὖ , θρῴσκει δειλαία διολοῦς ' ἡμᾶς ἀποτίβατος ἀγρία νόσος . Ὦ Παλλὰς | ||
ἔτεκες , ὦ κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν . δειλαία , τί σοι φρενοβαρὴς χόλος προσπίτνει καὶ ζαμενὴς φόνου |
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
ὡς οὖν ἀπέκτεινεν ὁ Τληπόλεμος τὸν Λικύμνιον , φεύγων τὸ μύσος εἰς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐμαντεύσατο ὅποι χρὴ τραπέσθαι . ὁ | ||
' ἐμφύλιον ἐπιτελεσαμένην , φυγεῖν ἐκ τῆς πατρίδος διὰ τὸ μύσος . συμμαχήσασαν δὲ τοῖς Τρωσὶ μετὰ τὴν Ἕκτορος τελευτὴν |
ἀπὸ τίνος ἀκούσω καὶ μαθήσομαι τὸ συμβάν σοι αἴτιον ὅθεν ἀπώλου : ἦ , ὄντως , τὸ δῶμα μάτην ἔχει | ||
καὶ κατέπιε στήλας Ἀρνών . οὐαί σοι , Μωάβ : ἀπώλου , λαὸς Χαμώς . ἀπεδόθησαν οἱ υἱοὶ αὐτῶν σῴζεσθαι |
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν | ||
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς |
ἀπὸ βιαίας ἀστραπῆς . Σίδηρος τοῖς πώμασι τῶν πίθων ἐπιτιθέμενος ἀπερύκει τὴν ἀπὸ τῶν βροντῶν καὶ ἀστραπῶν βλάβην . ἔνιοι | ||
ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν , οὕνεκεν αἰεὶ μεμνῆσθαι κακότητος ὀϊζυρῆς ἀπερύκει θνητοὺς ἀθανάτους τε : νόον δ ' ἐριούνιον εἶναι |
οἴσει : αὕτη παραπλήσιόν τι λέγει τῷ Ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἁλιεὺς γὰρ , ὡς φασὶ , τοὺς | ||
: τὸ ἐπιτήδειον νήθεσθαι . καὶ τὸ ἤδη νησθέν . νήπιος : ὁ καθ ' ἡλικίαν ἄφρων . ἄπειρος . |
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν | ||
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ ' |
σοῖς κακοῖς : ἐγὼ γὰρ οὔτε εἰσιδεῖν ἤθελον ταῦτα , εἰσιδοῦσά τε ἠνιάθην τὴν ψυχήν . . σιδηρόφρων ] σκληρὸς | ||
ἀλλ ' , ὦ ξέν ' , οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν . νέα γάρ , οὐδὲν θαῦμ ' , |
τοῦ τεμένους παρέχει τοιοῦτον εἰκάζειν . ἀηδόνα μὲν οὖν καὶ τέττιγα , τὰς ὄρνις τῶν ποιητῶν , ἀπεδοκίμασεν εὖ ποιῶν | ||
, οὐκ ἀνδόν ' , οὔτε τρυγόν ' , οὐ τέττιγα . Τοῦτ ' ἔστιν Ἀκαδήμεια , τοῦτο Ξενοκράτης ; |
ἥδιστον καὶ σαφέστατον ἱέντες καὶ ἀγαπῶντες τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς τὸ γαῦρον καὶ ἐπιστῆμον , ἐπιθέμενοι σύμβολα τοῖς εἰς αἴσθησιν ἀφικνουμένοις | ||
πολεμικόν . . ἐπιδεικνύμενος . Θ . οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρον : Παρὰ τὰ ἐκ Φιλοκτήτου Εὐριπίδου οὐδὲν γὰρ οὕτω |
ν ἀχνύς ' . . . . ἀχνύμενος : ἔστιν ἄχος , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ | ||
ἄχος λύειν : ἰατρὸς γὰρ ἦν . ἢ διὰ τὸ ἄχος , ὅ ἐστι λύπην , ἐπενεγκεῖν τοῖς Ἰλιεῦσιν . |
αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδεν ἕλκος ὅθ ' ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός , αἷμ ' ἐκμυζήσας ἐπ ' ἄρ ' ἤπια φάρμακα εἰδὼς | ||
αὖ τήνδ ' ἐς ἄρκυν ἤγαγες χρήσας , ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ ' ἐτεισάμην μητέρα κατάκτας ; διαδοχαῖς δ ' Ἐρινύων |
δράσηις τάδε . ὁρᾶις ἄβουλος ὡς κεκερτομημένη τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὄμμ ' ἀναβλέπει σὴ πατρίς ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν | ||
γάμοις . πότερα δὲ νύκτωρ ς ' ἢ κατ ' ὄμμ ' ἠνάγκασεν ; ὁρῶν ὁρῶντα , καὶ δίδωσιν ὄργια |
καὶ ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖς ' ὑμεναίοις Τυνδαρὶς αἴν ' ἀχέουσα κακὸν γόνον ἤρατο βούτεω . δι ' αἰπεινήν τε κολώνην Οἰωνοῦ | ||
δίκαιος ὤν . λείπει δ ' ἐν οἴκοις ἄλλον Ἀγαμέμνων γόνον ; λέλοιπεν Ἠλέκτραν γε παρθένον μίαν . τί δέ |
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης | ||
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου |
. Οὗτος σύ , πῶς δεῦρ ' ἦλθες ; ἢ τοσόνδ ' ἔχεις τόλμης πρόσωπον ὥστε τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου | ||
' ὁ θὴρ τοσοῦτον εἶπε : Παῖ γέροντος Οἰνέως , τοσόνδ ' ὀνήσῃ τῶν ἐμῶν , ἐὰν πίθῃ , πορθμῶν |
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν : | ||
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν |
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ | ||
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων |
! ! ! ! ! ﹙ ! ﹚ στείβοισα ] ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α | ||
ἀκριβολογίαν ποιησόμεθα . † παντὸς μέτρου καὶ τοῦ ὀνομαζομένου κανὼν ποδ . ἐπιπέδου λιθικοῦ πήχ . , ἐφ ' ᾧ |
ἀμφιβόλως οἶμαί σφ ' ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον . ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης τὸν δυσκέλαδόν θ | ||
χάριν , ἀλλὰ ἀνάπτει τῷ Πολιεῖ Διί , κρίνας ἀνάθημα ἐπάξιον τῷ θεῷ τὸν ὄρνιν τὸν προειρημένον . ἐρᾷ τοῦτον |
γονεῖς . Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας . Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον . Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος | ||
γαμηλίους μολπὰς ἀϋτεῖ παρθένοις ἡγούμενος . οὐ θᾶσσον ; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε , εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών |
παῖδας ἔτεκεν ἵππον καὶ βροτὸν ἵππον μὲν τὸν Πήγασον , βροτὸν δὲ τὸν Χρυσάορα . τὸ δὲ ἑξῆς ὠδῖνας τόκων | ||
μῦθος ὅδ ' ἔπλετο πᾶσιν ἀλαθής : ἢν μὲν γὰρ βροτὸν ἄλλον ἢ ἀθανάτων τινὰ μέλπω , βαμβαίνει μοι γλῶσσα |
λευκή * μελίζωρος : γλυκεῖα * μελίζωρος . . . πάσασθαι : γλυκεῖα τῇ γεύσει * πάσασθαι : γεύσασθαι * | ||
ἀπαιτίζοντες , κατὰ παρέκτασιν , ἀπαιτοῦντες . ἄπαστος ἄγευστος : πάσασθαι γὰρ τὸ γεύσασθαι . οἷον ἄμαστος , ἀμάσητος : |
: εἰ δὲ καὶ κάμοιμι , χαμαὶ τὸν τρίβωνα ὑποβαλόμενος κείσομαι ἐπ ' ἀγκῶνος οἷον τὸν Ἡρακλέα γράφουσιν . Οὕτως | ||
τυφλὸν ὄντα θεραπεύσει , πάτερ ; πεσὼν ὅπου μοι μοῖρα κείσομαι πέδωι . ὁ δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ |
αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον : οὔτε γὰρ | ||
τῆς φύσεως ἀσθενὲς ἔπανδρον ἐποίησεν ἡ πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος φιλοστοργία . πρεσβῦται φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος |
ἀνακύπτειν τε πειρωμένους καὶ ἐξαναδῦναι ποτὲ τῆς ἰλύος καὶ τοῦ βορβόρου . δεῖ δὴ λοιπὸν τὰ ἴχνη τὰ σὰ διώκειν | ||
μέντοι πρασίζον καὶ τραχὺ καὶ θολερὸν τῇ ὄψει , μεστὸν βορβόρου καὶ τέφρας , βαρύ τέ ἐστι καὶ φαῦλον : |
καὶ τὴν νοῦσον ἔκρυπτεν : ὡς δέ οἱ τὸ κακὸν μέζον ἡσυχίης ἐγένετο , ἐς ἐμφανὲς ἐτρύχετο κλαίεσκέν τε δι | ||
, ἔν τε τοῖϲι ἕλκεϲι καὶ ϲτάξιεϲ αἱμορραγίηϲ . τὸ μέζον ἄλλο εἶδοϲ ἑλκέων : ὀχθώδεα , τρηχέα , ἀνώμαλα |
πηλοπλάστου σπέρματος θνητὴ γυνή . . . . . : χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας . | ||
φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . . . |
τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον | ||
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ ' |
ἂν ἀπ ' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , | ||
μέσα ἐκπυροῦσθαι , ἄτακτον εἶναι σφυγμόν , δυσπνοεῖν , ψυχρὸν ἐκπνεῖν . Τὸ ὑδροκέφαλον γίνεται πάθος , ἀφυῶς τῆς κεφαλῆς |
περὶ ταῦτα εἱμαρμένην ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς δεῖ ἀνα - τλῆναι ἐλεγχόμενον . οὐ μέντοι περαιτέρω γε ὧν προτίθεσαι οἷός | ||
ὑπομένω , γίνεται τλάς καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ |
' ὑπαλύξαι , πρὸς δ ' ἔτι καὶ ζωῆς τέκμωρ λυγρὸν ἐξανύοντας , πολλάκι δ ' ὠκυμόρους τε καὶ ἐν | ||
ὥς τ ' ἦλθ ' ὥς τ ' Αἴγισθος ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον : λίαν , παρὰ Θεοκρίτῳ , ὡς τό |
δὲ ἰδόντες λίθοι ἐγένοντο , καὶ διὰ τοῦτο λυγρὸν καὶ ὀλέθριόν φησιν ἔρανον . . . . . . Ταῦτα | ||
. ἐὰν οὖν πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ ταῦτα συνέλθωσιν , ὀλέθριόν ἐστι καὶ δεῖ προλέγειν τὸν θάνατον . Ἢν μὲν |
ὡς ἄνοπλος ὑπ ' οὐθενὸς κωλυόμενος ἐπὶ τὸ βῆμα , σπᾶται τὸ ξιφίδιον , ὃ τῆς περιβολῆς ἐντὸς ἔκρυπτε , | ||
καὶ τὰ στήθεα , [ καὶ ] οἰμώζει . Οὗτος σπᾶται σφόδρα , ὥστε μόλις κατέχεται ὑπὸ τῶν παρεόντων , |
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον | ||
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ |
δὲ τῶν χιτώνων τὸ ϲαρκοειδέϲ . ἢν δὲ αἷμα ἀπό τευ ἀγγείου φέρηται , ξανθὸν ἢ μέλαν καθαρὸν ῥέει , | ||
σοὶ δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . |
φαρμάκταις , οἳ λυγρὸν ἐπ ' ἰχθύσι μητίσαντο φάρμακον , ὠκύμορον δὲ τέλος νεπόδεσσιν ἔθηκαν . οἱ δ ' ἤτοι | ||
” ἐγὼ ἀπολυθήσομαι ἄτεκνος ” , ὀλιγοχρόνιον καὶ ἐφήμερον καὶ ὠκύμορον λαβὼν ἀγαθόν , εὐχόμενος τοὐναντίον , πολυήμερον καὶ μακροχρόνιον |
παντοδαποῖς , εἰς ἄπειρα δίκτυα Κύπριδος βάλλει : ἦ μὰν τρομέων ἵν ' ἐπερχόμενον ὥστε φερέζυγος ἵππος ἀεθλοφόρος ποτὶ γήραϊ | ||
σφίσι δ ' ἄχνυται ἀνήρ , ἀμφότερον ποθέων τε πόνον τρομέων τ ' ἐπὶ βουσὶ μὴ δή που κατόπισθεν ἐπαΐσσοντος |
καὶ λέβητος ἔνδον ὕδωρ θερμὸν ἔχοντος ἀρυσάμενοι ἔνθεν καὶ καταχεάμενοι αὐτοσχεδίῳ τῷ λουτρῷ ἐχρήσαντο . εἶτα ὀλίγῳ ὕστερον ἧκον νεανίσκοι | ||
, συνήθης πολυτελεῖ τραπέζῃ καὶ οἴνῳ χεομένῳ πολλῷ καὶ ᾠδῇ αὐτοσχεδίῳ : καὶ ταῦτα , ὡς φῆς , ὑπεριδὼν παρ |
: ὡς δ ' οὐκέτ ' εἶχ ' ὀιστούς , ἤσχαλλεν , εἶτ ' ἑαυτόν ἀφῆκεν εἰς βέλεμνον : μέσος | ||
τὴν τοῦ γένους ἑλκόντων σειρὰν δικαιότερον εἰς τοῦτο λογίσασθαι , ἤσχαλλεν , ἐδυσφόρει , παρεζήλου τὸ δίκαιον ὁρῶν ἀθετούμενον καὶ |
νεῖσθαι ἐπέχραεν ἐκ βασιλῆος . ” Ὧς φάτ ' , ἀμηχανίῃ βεβολημένος : αὐτὰρ ὁ τόνγε σμερδαλέοις ἐπέεσσι προσέννεπεν ἀσχαλόωντα | ||
βαθὺν μελέεσσιν ἑλεῖν πέπλον , ἀλλ ' ἐπιόντας δυσμενέας τρομέουσαι ἀμηχανίῃ πεπέδηντο παλλόμεναι κραδίην , μοῦνον δ ' ἄρα χερσὶ |
πλῆθος οὖν τῶν κατασχουσῶν αὐτοὺς συμφορῶν , ἐπεὶ διὰ τὸ πένθος ἅμα τόν τε τῶν βίων ὄλβον καὶ τὰς κόμας | ||
ἠθῶν ἐνεγκάμενος , καὶ πολὺν πόθον τοῖς ὑπὸ χεῖρα καὶ πένθος λιπών . Οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ μετὰ τὴν ἐκείνου |
πρὸς τὸ φόνῳ , ὥσπερ ἐστὶ καὶ τὸ “ ξύλινον μόρον , ἣν παγίδα καλέουσιν . ” ἢ μὴ σύναπτε | ||
] † ἀκόρεστοι γὰρ περὶ τὸ θρηνεῖν αἱ Περσίδες . μόρον ] τὸν θάνατον . τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων |
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς | ||
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας |
οὑγὼ πέπονθα καί με † συμφοροῦσα † βαθεῖα κηλὶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφει λύσσης πικροῖς κέντροισιν ἠρεθισμένον οὗτοι γάρ , οὗτοι | ||
ἔν γε μὴν τοῖς τοῦ πίνακος τέρμασιν Ἀμφιτρίτη τις ἐκ βυθῶν ἀνέβη ἄγριόν τι καὶ φρικῶδες ὁρῶσα καὶ γλαυκόν τι |
χρύσεον ἰχθύν , παντᾷ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον : εἷλέ με δεῖμα μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχθύς , ἢ τάχα τᾶς | ||
ἐκ τῆς χώρας : τοῖς δὲ περὶ τὸ ἱερὸν οἰκοῦσι δεῖμα ἦν οὐδέν , ἀλλὰ Ἴωσιν ὅρκους δόντες καὶ ἀνὰ |
γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα μυθεῖσθαι φαίη : τὸν δ ' οὐκ ἀλέγοντα | ||
ἐλυπήθη . ὄφις ἐν γεωργοῦ προθύροις φωλεύων ἀνεῖλεν αὐτοῦ τὸ νήπιον παιδίον . πένθος δὲ τοῖς γονεῦσιν ἐγένετο μέγα . |
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ | ||
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς |
, Κύπριδος λῃστὴν θεᾶς , δαρὸν στένουσαι , κλῆρον εἰς ἀνάρσιον πέμψουσι παῖδας ἐστερημένας γάμων . Λάρυμνα καὶ Σπερχειὲ καὶ | ||
τεκεῖσθε . Καὶ δή που πόλεμοι , καὶ δὴ καὶ ἀνάρσιον αἷμα ἔσσεται ἀνθρώποισι , κακῷ δ ' ἐπικείσεται ἄλγος |
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων : κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο . τὸν Ἡρακλέα τὸν τοῦ Διὸς πόσους οἴει βλασφημεῖν | ||
ὅ τοι ἄλγεα πάσχει ἀπείριτα φαίδιμος υἱός ἀνδρὸς ὑπ ' οὐτιδανοῖο , λέων ὡσεί θ ' ὑπὸ νεβροῦ ; ὤμοι |
λύθρῳ ὑπ ' ἀργαλέῳ πεπαλαγμένον : οὐδέ τις ἡμέων κείνῳ ἐσάντα μολὼν ἔτ ' ἐσέδρακεν ἠριγένειαν . Νῦν δ ' | ||
τοι ἄνευ θεοῦ ἤλυθε δεξιὸς ὄρνις : ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα . ὑμετέρου δ ' οὐκ ἔστι |
κάρφουσι ] τοῖς ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος | ||
: ὃ γὰρ ἦν οἱ , ἀπώλεσε πιστὸς ἑταῖρος Τρωσὶ δαμείς : ὁ δὲ κεῖται ἐπὶ χθονὶ θυμὸν ἀχεύων . |
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ ' | ||
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ ' |
ἐπὶ παντί τῳ χρείας ἱσταμένῳ : πῶς ποτε , πῶς δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη | ||
Πολλάκις Ἡράκλειτον ἐθαύμασα , πῶς ποτε τὸ ζῆν ὧδε διαντλήσας δύσμορος εἶτ ' ἔθανεν : σῶμα γὰρ ἀρδεύουσα κακὴ νόσος |
πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ , | ||
. οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει . |
ὄρνεον ἡ κίττα , περίεργον δὲ καὶ εἰς ἐπιθυμίαν . κιττᾶν οὖν τὸ ἐπιθυμεῖν . ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἐν | ||
ἡ κίττα . ἐξ ἧς μετῆκται εἰς τὰς κυούσας τὸ κιττᾶν . οἱ κιττῶντες : ἤγουν ἐπιθυμοῦντες . ἀπὸ μεταφορᾶς |
μὲν ἤ με σιδηρείῃ Φολεγάνδρῳ , δειλῇ ἢ Γυάρῳ παρελεύσεαι αὐτίχ ' ὁμοίην . τέτλα Ὁ οὐρανός , ὦ παιδίον | ||
ὅ γ ' ἰδνωθείς , ὀδύνης ὕπο πικρὸν ἀχεύων , αὐτίχ ' ὑποβρυχίης εἴσω καταδύεται ἅλμης , ὀχθίζων σφακέλῳ τε |
Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν | ||
τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς . σημαίνει καὶ τὸ λίαν : αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο , . , , . |
ἄρα Τρώιοι υἷες , ὅτ ' ἔδρακον ἔνδοθι πάτρης δεινὴν Πενθεσίλειαν ἐπὶ πτόλεμον μεμαυῖαν , γήθεον : ἐλπωρὴ γὰρ ὅτ | ||
ἀπάνευθεν ἐθάμβεον , εὖτ ' ἐσίδοντο Τρῶας ἐπεσσυμένους καὶ Ἀρηίδα Πενθεσίλειαν , τοὺς μὲν δὴ θήρεσσιν ἐοικότας , οἵ τ |
νεκρῷ ἵππων τ ' αἰζηῶν τε καὶ ἄλλ ' ὅσα δάκρυ χέοντες ὄβριμον ἀμφὶ νέκυν κειμήλια θῆκαν Ἀχαιοί , δὴ | ||
τοκὰς ἔσχε Νιόβη , ἀλλ ' ἔτι μυρομένη προχέει πολὺ δάκρυ Σιπύλῳ . Μαιονία δ ' Ἀράχνη Τριτωνίδος ἦλθεν ἐς |
μάλ ' ἀμφὶ φόνῳ Πατρόκλου μερμηρίζων , ἢ ἤδη καὶ κεῖνον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ αὐτοῦ ἐπ ' ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι φαίδιμος | ||
ἂν ὑμᾶς ἔχειν μὴ φανερῶς αὐτῆς ἐνδούσης , ἢ ' κεῖνον λαβεῖν βούλεσθαι . οἶμαι μὲν οὖν οὐδὲ βοηθήσειν αὐτήν |
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ | ||
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ |
ἐγὼ ῥινούς τε βοῶν περίειμι ταμέσθαι ἀζαλέας , ἀνδρῶν τε παρηίδας αἵματι φύρσαι . ” Ὧς ἔφατ ' : αὐτὰρ | ||
αἵ οἱ ἀτημελίῃ καταειμέναι ἠερέθοντο : αὐσταλέας δ ' ἔψηχε παρηίδας , αὐτὰρ ἀλοιφῇ νεκταρέῃ φαίδρυνε πέρι χρόα : δῦνε |
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς | ||
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς |
. Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , καὶ ὁ Μελέαγρος ἐξαίφνης ἀπέθανεν . οἱ | ||
ἅλις ἐλᾳδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν . ἀφύαν θ ' ἅμ ' |
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν | ||
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ |
: οὐκ ἀμφιβόλως οἶμαί σφ ' ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον . ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης τὸν | ||
νῦν ἀφίκεσθε , νέοι : τάχα δ ' ὕστερον ἄλλον ἥσειν ἢ τοσσοῦτον ὀΐομαι ἢ ἔτι μάσσον . τῶν δ |
ἕκατι παῖδ ' ἐμὴν διώλεσεν . ἐπὶ τοῖσδε τοίνυν καίπερ ἠδικημένη οὐκ ἠγριώμην οὐδ ' ἂν ἔκτανον πόσιν . ἀλλ | ||
καθ ' ἡμῶν . ὑπὸ τούτων , ὦ πάτερ , ἠδικημένη πέφευγα . Δεινὰ ταῦτα , ὦ θύγατερ . ἀλλὰ |
τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς | ||
ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη |
κατέδαρθον ἐπ ' εἰναλίοισι πόνοισιν , εἶδον ἐμαυτόν ἐν πέτρᾳ βεβαῶτα , καθεζόμενος δ ' ἐδόκευον ἰχθύας , ἐκ καλάμω | ||
τοὺς στίχους . . . , . ? περὶ τρόπιος βεβαῶτα . ὅτι γενικὴ ἀντὶ δοτικῆς , ἀντὶ τοῦ περιβεβηκότα |
χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο , μάντιος ἀλαοῦ , τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι : τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια οἴῳ | ||
περ ἀμύνει οἷ αὐτῷ , οὐ γάρ οἱ ἔτ ' ἔμπεδοί εἰσιν ὀδόντες οὐδὲ βίη , κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται |
ἵν ' Ἡρακλῆος ἀπηλεγέως πεπύθοιτο Εἰλατίδην Πολύφημον ὅπῃ λίπε , μέμβλετο γάρ οἱ οὗ ἕθεν ἀμφ ' ἑτάροιο μεταλλῆσαι τὰ | ||
γαῖαν θρῴσκουσαι : τῇς δ ' οὔ τι μίτρης ἔτι μέμβλετο λυγρῇς , ἀλλ ' αὕτως ἀλάληντο περὶ μελέεσσι χιτῶνα |
' ὡς οὖν ἐνόησε Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης , κρατερόν ῥά ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος . στῆ | ||
Ἠϊόνι , Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς , λιμόν τ ' αἴθωνα κρατερόν τ ' ἐπάγοντες Ἄρηα πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην . |
] ρονες , ἦ μεγάλαισιν ἐλπίσιν [ – ] οντες ὑπερφίαλον [ ] [ ⚔ ] [ – ˘ ] | ||
ἐς νεάτην μετανίσσεται : οὐδὲ βροτείην δουλοσύνην ἔτλη ποθ ' ὑπερφίαλον γένος αἰνόν : ἀλλ ' εἰ καί ποθ ' |
ἐπὶ οἷ πελέμιξεν : ὁ δ ' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν | ||
ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ σπεῦδον ἀποφθίσασθαι ἑῆς |
λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί | ||
, πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω |
λαὸν εὐθύνων δορί . πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθραι πατήρ , ἵν ' , εἴ ποτ ' Ἰλίου | ||
, τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ ' ἔξω λάθραι . καὶ ποῖ τράπωμαί γ ' ; εἰς τί |
ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον , οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' ἔτλη | ||
κῆρ ἐς κλισίην ἀφίκανεν ἑοῦ πατρός , ἔνθά οἱ ὕπνος ἀμφεχύθη . Δαναοὶ δὲ νεῶν προπάροιθεν ἴαυον αἰὲν ἀμειβόμενοι φυλακάς |
τοῖς πόθοις κρατοῦσα ὑπὸ τῶν ῥόδων κρατύνῃ . Χθονίῳ βραχεῖ βελέμνῳ Παφίην Ἔρως δαμάζει , γλυκερὸν βέλος φυτεύει ῥόδον , | ||
, εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ στονόεντι βελέμνῳ : ὣς ὃ πεσὼν τετάνυστο , λίπεν δέ μιν |
τεὸς ἵκετο φεύγων , δῆμον ὑποδδείσας ; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην , οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ | ||
τε ἐκτείνηται ἐάν τε συστέλληται : ⌊ ὡς παρὰ Ἀνακρέοντι λίην δὲ δὴ λιάζεις ⌋ . λῆμα καὶ λῆμμα διαφέρει |
ἔχον πόνον , ἀμφὶ δ ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχον καὶ μόχθον : ἐυπλεκέων δ ' ἐπὶ δίφρων ἡνίοχοι βεβαῶτες ἐφίεσαν | ||
ἔργωι δοῦλος ἦν , μάτην πονῶν . διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον , ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων |
. τὸ δὲ τυρὸς ἐκβολῇ τοῦ ο γέγονε . μέγαν λευκοῖο γάλακτος : λείπει τὸ κύκλον . τυρόεντα : τυρόν | ||
φέρτερον εἶναι κικλήσκειν πέτρην , ὅτι τοι τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει λευκοῖο πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ . πεῖρα δέ τοι καὶ τοῦδε |
: ἀμείλικτον : δμηθήτω : Ἀΐδης τοι ἀμείλικτος ἠδ ' ἀδάμαστος . ἐν Ἅιδου ἀδάμαντα ἀκουστέον τὸν στερρότατον . ταῦτα | ||
εἰδέναι λέοντα ὑπὸ ἀνθρώπου χαλινοῦσθαι , ἵνα μὴ κακὸς καὶ ἀδάμαστος ᾖς . „ [ πολλάκις οὖν τέχνης λόγος τρέχει |
τε , καί μοι ἕκαστ ' ἐπέτελλεν , ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ . Ὣς φάτο , τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ | ||
δ ' ὑποείκαθε νηί , ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ , διὰ θέσκελον αὐδήν . Ἀλλ ' ὅτε δὴ πορθμοῖο κατὰ στόμα |
στέρησιν τοῦτἐστι ' τρυφερόν : καὶ ἀπαλὸν , τὸ εὐχέρως τειρόμενον : καὶ βλαπτόμενον λέγονται δὲ τέραμνα , τὰ μὴ | ||
λαβόντας ἀποφέρειν τὸ δωρηθὲν ἐπὶ ὄνου : τὸν δὲ δίψει τειρόμενον ἐλθεῖν εἰς κρήνην , ἣν ἐφύλασσεν ὄφις , καὶ |
αὐχένα καὶ διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται καὶ ἀνδρὸς τούτου ἡμίθηρος , βούπρῳρα μὲν γὰρ αὐτῷ | ||
ἐπὶ τὴν οὐσίαν , τὸ δὲ νόημα δι ' αὐτοῦ ἵεται , ἐπιπλέκεται δὲ τὸ νόημα τῇ διανοίᾳ : ἐλθόντα |
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν | ||
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ |
. . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . . . . , οὐδὲ μὲν | ||
ἠ χύτρη πρήξει . τί τονθορύζεις κοὐκ ἐλευθέρηι γλάσσηι τὸν τῖμον ὄστις ἐστὶν ἐξεδίφησας ; γύναι ? ? , μιῆς |
ἂν ἔτι ὁμοῖον εἴη . οὐδ ' ἂν τὸ ὑγιὲς ἀλγῆσαι δύναιτο : ἀπὸ γὰρ ἂν ὄλοιτο τὸ ὑγιὲς καὶ | ||
πῶλον καὶ τοῦτον καλόν , θεασάμενόν γε μὴν τὸ πραττόμενον ἀλγῆσαι , ὥσπερ οὖν τυραννουμένης τῆς μητρὸς ὑπὸ τοῦ δεσπότου |
αὐτὸς ἀπορρίψας ἱερὸν νέφος , εἰ μὴ Ἀθήνη ἔκποθεν Οὐλύμποιο θόρεν ποτὶ δάσκιον Ἴδην . Ἔτρεμε δὲ χθὼν δῖα καὶ | ||
, τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ γλώσσης θόρεν ἄτη . ποίη δ ' οὐτιδανὴ καὶ ἐπώνυμος ἔκθορε |
ταῦτα ἀναπαιστικά εἰσι δίμετρα καὶ μονόμετρα ηʹ τὰν δ ' ἄπληστον κακῶν ] ἀντιστροφὴ τῆς ἄνω στροφῆς . τὰ δὲ | ||
σύστημα ἕτερον κώλων ηʹ . . . † τάνδ ' ἄπληστον : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , |
: ὁπόσοισι δὲ κάρτος ὀπηδεῖ καὶ πόνος , ἐκ καμάτου πολυγηθέα καρπὸν ἀμῶνται εἰς Ἀρετῆς ἀναβάντες ἐυστεφάνου κλυτὸν ἔρνος . | ||
ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων , ῥηξίχθων , ληναῖε , μεγασθενές , |
ἐξήσκησαν ᾗ νομίζεται . Ἐπεὶ δὲ παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονὴν κοὐκ ἦν ἔτ ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο , κτύπησε | ||
παῖς : ἀσπιδηφόρου : καλύπτεις ἐν ἀφανείᾳ : κρύπτεις : κοὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσι : πρὸς |
αἰθέρος ἀστὴρ τὸν δύσμορον ἐξολέσειεν . Οὐ γὰρ ἔτ ' ἀθανάταν φλόγα λεύσσειν ἐστὶν ἐμοὶ φίλον , ὡς ἐκρεμάσθην , | ||
βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι . Κύπρι Διωναία , τὺ μὲν ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾶς , ἀνθρώπων ὡς μῦθος , ἐποίησας Βερενίκαν |
τρόπον καὶ περὶ τοῦ θείου παντὸς ἁπλῶς ἀποφαινόμενος οὔτε γὰρ ἀνδρομέῃ κεφαλῇ κατὰ γυῖα κέκασται , οὐ μὲν ἀπαὶ νώτων | ||
νήσου ἔπι κραναῆς Ἠλεκτρίδος . αὐτίκα δ ' ἄφνω ἴαχεν ἀνδρομέῃ ἐνοπῇ μεσσηγὺ θεόντων αὐδῆεν γλαφυρῆς νηὸς δόρυ , τόρρ |
τῆς δημοσίας . ἐμφανίζουσι δ ' αὐτοῦ τὸ περὶ ταῦτα ἱλαρὸν αἱ ὑπ ' αὐτοῦ γραφεῖσαι σατυρικαὶ κωμῳδίαι τῇ πατρίῳ | ||
στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ ' ἀφεῖλε πᾶν αὐτοῦ τὸ λυποῦν κἀπέδειξεν |